ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΙΔ')

 

 

Αμέσως μετά την είσοδο στη σπηλιά, δίπλα στα εκκλησίδια, ο επισκέπτης συναντά ένα σύμπλεγμα από δύο χαμηλά πέτρινα κτίσματα. Το μέγεθος, οι λεπτομέρειες της κατασκευής, και κυρίως η εσωτερική επένδυση από υδατοστεγές επίχρισμα, δεν αφήνουν αμφιβολίες για το ότι τα κτίσματα αυτά αποτελούσαν υδατοδεξαμενές.

 

Οι υδατοδεξαμενές δίπλα στα εκκλησίδια. Απόψεις από το εξωτερικό και το εσωτερικό της σπηλιάς.

 

Η δεξιά, πλησιέστερη προς τα εκκλησίδια δεξαμενή, έχει δύο ανοίγματα: ένα στην οροφή και ένα στο τοίχωμα που βλέπει προς το βάθος της σπηλιάς.

 

Τα δύο ανοίγματα της μεγαλύτερης δεξαμενής.

 

Το τελευταίο έχει διανοιχτεί πρόχειρα και σε δεύτερο χρόνο, γεγονός που υποδηλώνει ότι σε κάποια μεταγενέστερη εποχή οι υδατοδεξαμενές άλλαξαν χρήση, μετατρεπόμενες πιθανότατα σε γενικούς αποθηκευτικούς χώρους (ένα τέτοιο πλαϊνό άνοιγμα δε θα είχε νόημα σε μια δεξαμενή). Χονδρικά, οι εσωτερικές διαστάσεις της δεξαμενής αυτής είναι: μήκος 3,10 μέτρα, πλάτος 2,25 μέτρα και ύψος 1,75 μέτρα.

 

Απόψεις από το εσωτερικό της μεγαλύτερης δεξαμενής.

 

Η άλλη δεξαμενή, της οποίας η οροφή έχει πια καταστραφεί, είναι μικρότερη, με εσωτερικές διαστάσεις: μήκος 2,00 μέτρα, πλάτος 1,55 μέτρα και ύψος 1,30 περίπου μέτρα.

 

Η μικρότερη δεξαμενή, και δίπλα το υδατοστεγές επίχρισμα της εσωτερικής της επένδυσης, που έχει πια αποπέσει κατά τόπους.

 

Μπορούμε, με βάση τις εσωτερικές διαστάσεις, να υπολογίσουμε χονδρικά τη συνολική χωρητικότητα των δύο δεξαμενών. Όσον αφορά τη μεγαλύτερη, ημικυκλικής διατομής δεξαμενή, για λόγους απλοποίησης ας θεωρήσουμε ότι πρόκειται για τα 3/5 κυλίνδρου με διάμετρο βάσης 2,00 μέτρα, τον μέσο όρο δηλαδή μεταξύ του πλάτους και του ύψους της. Ο όγκος ενός κυλίνδρου υπολογίζεται μέσω του τύπου: π×ρ²×υ, όπου "π" = 3,14, "ρ" είναι η ακτίνα βάσης και "υ" το ύψος. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν: ρ = 1,00 (η διάμετρος διά δύο) και υ = 3,10 (το ύψος του κυλίνδρου αντιστοιχεί στο μήκος της δεξαμενής), οπότε η χωρητικότητα ανέρχεται χονδρικά σε 3,14×1,00²×3,10×3/5 (επί 3/5, αφού δεν πρόκειται για ολόκληρο κύλινδρο, αλλά περίπου για τα τρία πέμπτα του) = 5,84 κυβικά μέτρα.

 

Η μικρότερη δεξαμενή είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος παραλληλόγραμμης διατομής, και μόνο κατά τα ανώτερα 35 εκατοστά καλυπτόταν από θολωτή οροφή (η οποία, όπως είπαμε, έχει πια καταστραφεί, διακρίνεται όμως καθαρά στην παλιά απεικόνιση του Ludwig Lange). Για λόγους απλοποίησης των υπολογισμών και πάλι, ας θεωρήσουμε ότι πρόκειται για ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο μήκους 2,00 μέτρων, πλάτους 1,55 μέτρων και ύψους 1,10 μέτρων. Χονδρικά, λοιπόν, η χωρητικότητα της δεξαμενής ήταν: μήκος×πλάτος×ύψος = 2,00×1,55×1,10 = 3,41 κυβικά μέτρα.

 

Πέρα από τις στρογγυλοποιήσεις των παραπάνω υπολογισμών, υπάρχουν και κάποιοι παράγοντες τους όποιους δε λάβαμε υπόψη, όπως π.χ. το γεγονός ότι οι πυθμένες των δεξαμενών θα πρέπει να έχουν ανέβει σε σχέση με την αρχική τους στάθμη, λόγω της σταδιακής συσσώρευσης χώματος ανά τους αιώνες. Παρόλα αυτά, οι προηγούμενοι υπολογισμοί μάς δίνουν μία ικανοποιητική κατά προσέγγιση μέτρηση για τη συζήτηση μας.

 

Η συνολική, λοιπόν, χωρητικότητα των δεξαμενών ανερχόταν περίπου σε 5,84+3,41 = 9,25 κυβικά μέτρα, δηλαδή 9250 λίτρα. Τέτοια αποθέματα νερού θα ήταν αναμενόμενο να κάλυπταν τις ανάγκες ενός πληθυσμού της τάξης των τριάντα περίπου ανθρώπων. Με την εκτίμηση αυτή –τάξης τριάντα περίπου μοναζόντων– συμφωνεί και η χωρητικότητα των εκκλησιδιών της εισόδου της σπηλιάς.

 

Μία μικρή γούρνα έξω από τα εκκλησίδια, σε απόσταση μερικών μέτρων από τις δεξαμενές.

 

Αν σας ενδιαφέρουν οι υπολογισμοί: υπό συνήθεις συνθήκες, ο μέσος άνθρωπος χρειάζεται 0,50 με 2 λίτρα πόσιμου νερού ημερησίως, ανάλογα με το περιβάλλον και τη σωματική δραστηριότητα (υπό ακραίες συνθήκες, οι τιμές αυτές ποικίλουν κατά πολύ). Ας κρατήσουμε εδώ μία μέση τιμή της τάξης των 1,25 λίτρων. Νερό, βέβαια, δε χρειάζεται ένας άνθρωπος μόνο για να πιει, αλλά και για να εξυπηρετήσει άλλες ανάγκες. Τις εποχές για τις οποίες συζητάμε, το ολόσωμο πλύσιμο αποτελούσε μια σπάνια πολυτέλεια, και ο σωματικός καθαρισμός περιοριζόταν συνήθως στο κεφάλι και τα άκρα. Ας υπολογίσουμε μία –μάλλον γενναιόδωρη για μονάζοντες των καιρών εκείνων– ημερήσια ποσότητα της τάξης του ενός λίτρου για σωματική καθαριότητα, προσθέτοντας και μισό ακόμα λίτρο για διάφορες άλλες δραστηριότητες. Έχουμε, λοιπόν, μία ατομική ημερήσια κατανάλωση νερού της τάξης των 1,25+1,00+0,50 = 2,75 λίτρων. Αν υποθέσουμε ότι το νερό των δεξαμενών ανανεωνόταν πλήρως –το μέγιστο– ανά τρίμηνο (αν και αυθαίρετο, είναι ένα λογικό διάστημα, αφού πέρα από ένα χρονικό όριο αυτής περίπου της τάξης θα ήταν αναμενόμενη η σε επικίνδυνες συγκεντρώσεις ανάπτυξη βακτηριδίων και άλλων λοιμογόνων παραγόντων στα λιμνάζοντα ύδατα των δεξαμενών), μιλάμε για συνολική ημερήσια κατανάλωση 9250 / 90 103 τουλάχιστον λίτρων. Αφαιρώντας από την ποσότητα αυτή 20 λίτρα για την εξυπηρέτηση συλλογικών αναγκών –όπως πλύσιμο ενδυμάτων και σκευών, παρασκευή φαγητού κλπ.– και διαιρώντας το υπόλοιπο με την ατομική ημερήσια χρήση νερού που υπολογίσαμε παραπάνω, καταλήγουμε σε έναν αριθμό (103-20) / 2,75 = 30 περίπου μοναζόντων. Σημειώνουμε και πάλι ότι οι υπολογισμοί αυτοί προσφέρουν απλώς μια προσέγγιση. Εντός και εκτός της σπηλιάς υπήρχαν και φυσικά κοιλώματα όπου λίμναζε –και λιμνάζει– νερό, όπως για παράδειγμα η «λιμνούλα» του τριγωνικού τούνελ, καθώς και μία ακόμα τεχνητή υδατοξαμενή, την οποία θα δούμε αμέσως παρακάτω.

 

Ασφαλώς, κατά περιόδους θα σημειώθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις στον πληθυσμό των μοναζόντων στη σπηλιά. Ας μην ξεχνάμε ότι η εικόνα που σκιαγραφείται από τη συζήτηση μας δεν αποτυπώνει μία ορισμένη χρονική τομή, αλλά σχηματίζεται από πολλές επιμέρους εικόνες, που αφορούν μία περίοδο αιώνων και που επιπροβάλλονται συμπληρώνοντας η μία την άλλη. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, το χρονικό δηλαδή διάστημα λειτουργίας της μονής της σπηλιάς, είναι βέβαιο ότι στην περιοχή θα ανεγέρθηκαν και αρκετά άλλα κτίσματα, βοηθητικά ή μη, εκτός εκείνων για τα οποία έχουμε μιλήσει ως εδώ. Μέσα στη σπηλιά, ψηλά στο νοτιοδυτικό της τοίχωμα, αλλά και έξω από αυτή, σώζονται οπές στους βράχους, για τις οποίες δεν είναι σαφές ούτε το πότε ούτε το γιατί διανοίχθηκαν.

 

Δοκοθήκες στο νοτιοδυτικό τοίχωμα της σπηλιάς, και μία μοναχική οπή –πιθανώς δοκοθήκη και αυτή– χαμηλά στο βράχο, αμέσως δεξιά της εισόδου της.

 

Ναι, οπωσδήποτε θα υπήρξαν και άλλα κτίσματα. Και μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ για τα περισσότερα από αυτά. Ολοκληρώνοντας, ωστόσο, την αναφορά μας στα κτίσματα της μονής, ας μιλήσουμε για δύο ακόμα, την ύπαρξη των οποίων γνωρίζουμε.

 

Υπήρχε, λοιπόν, και μία τρίτη υδατοδεξαμενή, μόλις έξω από το τείχος της σπηλιάς. Το μόνο που έχει απομείνει από αυτή είναι ένα μισογκρεμισμένο τοιχίο.

 

Το υπόλειμμα της τρίτης δεξαμενής, με φόντο τις δύο άλλες, στο εσωτερικό της σπηλιάς.

 

Γνωρίζουμε ότι επρόκειτο για δεξαμενή από το γεγονός ότι φέρει υπολείμματα του ίδιου υδατοστεγούς επιχρίσματος και έχει τεχνοτροπία κατασκευής όμοια με των δύο άλλων που είδαμε προηγουμένως. Σε αντίθεση με εκείνες, που βρίσκονταν στο εσωτερικό της σπηλιάς, προφυλαγμένες πίσω από το τείχος, η συγκεκριμένη δεξαμενή ήταν εκτεθειμένη στον ήλιο, και άρα το νερό που περιείχε ήταν επιρρεπές στην ταχεία ανάπτυξη μικροοργανισμών επικίνδυνων για γαστρεντερίτιδες και λοιπές λοιμώξεις. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το περιεχόμενο της δεν προοριζόταν για πόση από τους μονάζοντες. Είναι πιθανό από εκεί να ποτιζόταν κάποιος κήπος ή και να έπιναν νερό τα υποζύγια της μονής (ίχνη ύπαρξης τους θα συναντήσουμε στη συνέχεια). Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε και το γιατί η δεξαμενή αυτή κτίστηκε έξω από το τείχος της σπηλιάς.

 

Ένα ακόμα κτίσμα υπήρχε περί τα 40 μέτρα έξω από τη σπηλιά, σκαρφαλωμένο στον κάθετο βράχο αριστερά της εισόδου της. Το είχε αποτυπώσει σε λιθογραφία του ο Γερμανός αρχαιολόγος Otto Magnus von Stackelberg, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη σπηλιά μεταξύ 1811 και 1812 (η πλήρης λιθογραφία περιλαμβάνεται σε απόσπασμα της εργασίας του Γ. Λαδά που παραθέσαμε σε αρχική ενότητα).

 

Το βέλος δείχνει το κτίσμα επί του βράχου έξω από τη σπηλιά (τμήμα της απεικόνισης του Otto Magnus von Stackelberg).

 

Ο Otto Magnus von Stackelberg.

 

Και άλλοι, παλαιότεροι του von Stackelberg περιηγητές είχαν σημειώσει την ύπαρξη του μικρού κτίσματος. Ο Άγγλος αρχαιοδίφης Richard Chandler, που είχε επισκεφθεί τη σπηλιά μεταξύ 1763 και 1766, ανέφερε ότι το είδε ερειπωμένο και υπέθετε ότι επρόκειτο για ασκηταριό ή παρατηρητήριο (η πρώτη εκδοχή είναι μακράν η πιθανότερη – την περιγραφή του Chandler θα τη συναντήσουμε παρακάτω). Ο Sir William Gell, στον οποίο αναφερθήκαμε πριν, συζητώντας για τους σταλακτίτες της σπηλιάς, το είχε αποτυπώσει σε σχέδιο του το 1810. Την ίδια χρονιά είχε επισκεφτεί την περιοχή και ο Άγγλος ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος William Haygarth (https://en.wikipedia.org/wiki/William_Haygarth), ο οποίος είχε επίσης αποτυπώσει το κτίσμα, σε δικό του σχέδιο.

 

Αριστερά: το σχέδιο του Sir William Gell, όπου αποτυπώνεται ο οικίσκος στο βράχο (από συλλογή του Βρεττανικού Μουσείου: http://www.britishmuseum.org/research/collection_online/search.aspx?place=3743&plaA=3743-1-4). Δεξιά: ο οικίσκος διακρίνεται και σε σχέδιο του χώρου έξω από τη σπηλιά, που είχε φιλοτεχνήσει το 1810 οWilliam Haygarth.

 

Σήμερα, τίποτα σχεδόν δε σώζεται από τον παμπάλαιο εκείνο οικίσκο. Η εσοχή όπου βρισκόταν κτισμένος έχει απομείνει κενή, με τον υποκείμενο βράχο να φέρει πολλαπλές αυλακιές, σαν ουλές.

 

Η εσοχή του βράχου που κάποτε φιλοξενούσε τον οικίσκο.

 

Οι αυλακιές αυτές είναι υπολείμματα οπών φουρνέλων και ανάγονται στην εποχή του Όθωνα, οπότε –το 1836 συγκεκριμένα– η λατόμηση μαρμάρου, αρχικά στο λατομείο της σπηλιάς, και σταδιακά και στα πέριξ αυτής αρχαία λατομεία, είχε ξεκινήσει εκ νέου. Μεγάλοι όγκοι αποσπάστηκαν την περίοδο εκείνη από το συγκεκριμένο μέτωπο βράχου, ενώ οι εκρήξεις από τα φουρνέλα κατέστρεψαν και ό,τι είχε απομείνει από τον οικίσκο.

 

Εντελώς;

 

Όχι ακριβώς. Ένα μικρό θραύσμα κατάφερε να επιβιώσει, παραπεσμένο μέχρι πρότινος σε κάποια γωνιά. Και ήταν μια παράξενη αίσθηση, κάτι από το βουβό ψιθύρισμα του Χρόνου, εκείνη που είχαμε νιώσει όταν ο "Διολίδης" μάς είχε επισημάνει την ύπαρξη του.

 

Κάποιο χέρι κάποτε...

 

Ανάμεσα στους πολυάριθμους σταυρούς, διακρίνονται σκαλισμένα στο θραύσμα και μέρη παραστάσεων που δεν αναγνωρίζονται πια, εκτός ίσως από κάποια σκαλίσματα δεξιά, που θυμίζουν φιγούρες ζώων.

  

Ο οικίσκος στο βράχο και οι ιστορίες του έχουν πια χαθεί. Λίγο πιο κάτω και δεξιά από την εσοχή όπου βρισκόταν κτισμένος, λαξευμένες κατά ίσα διαστήματα στον κάθετο βράχο, σώζονται τρεις δοκοθήκες, συν μία τέταρτη αρκετά χαμηλότερα.

 

Οι τρεις σε σειρά δοκοθήκες. Λίγο πιο κάτω από την αριστερή δοκοθήκη ξεχωρίζει ένα παραλληλόγραμμο «μπάλωμα», που διαφέρει από την υπόλοιπη επιφάνεια του βράχου.

 

Οι δοκοθήκες αυτές, που διακρίνονται και στην απεικόνιση του Stackelberg, χρησίμευαν προφανώς για τη στερέωση κάποιου άλλου κτίσματος, που θα υπήρχε κάποτε στηριγμένο στο βράχο δίπλα στον οικίσκο. Περισσότερες χαμένες ιστορίες...

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ