ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΚΒ')

 

 

Ο Αμερικανός Henry Baird, ιστορικός και καθηγητής της ελληνικής γλώσσας, είχε επισκεφθεί τη μονή Πεντέλης περί το 1850. Στο βιβλίο του "Modern Greece: A Narrative of a Residence and Travels in That Country", μεταξύ άλλων, έκανε αναφορά και στην αγιογράφηση του αρχικού ναού της μονής (http://books.google.com/books?id=KhJl-xutzcEC&pg=PA13&source=gbs_toc_r&cad=0_0#PPR1,M1):

 

Η αφήγηση του H. Baird.

 

 

Κατά την επιστροφή μας, μετά από μια κουραστική κατάβαση, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχαμε υποχρεωθεί να κάνουμε πεζοί, φτάσαμε στο μοναστήρι, όπου, χάρη στη μέριμνα του καλού μας οδηγού, Σπύρου, βρήκαμε ετοιμασμένο ένα γεύμα, το οποίο φάγαμε κάτω από τη σκεπαστή είσοδο του ναού. Το μοναστήρι, που είναι εμφανώς αρχαίο, περιβάλλεται από έναν τοίχο με πολυάριθμα μικρά ανοίγματα, σαν φινιστρίνια, μέσα από τα οποία οι κοινοβιάτες πνευματικοί θα ήταν, αναμφίβολα, σε θέση να αμύνονται απέναντι στον Τούρκο ή τον "Κλέφτη" σε πιο ταραγμένους καιρούς. Κατά τη διάρκεια τέτοιων περιόδων, ο περίφρακτος χώρος μετατρεπόταν σε καταφύγιο για τους χωρικούς της περιοχής. Τα εσώκλειστα ενδιαιτήματα των μοναχών δεν περιέχουν τίποτα το αξιοπρόσεκτο, όντας κατασκευασμένα από ξύλο και πέτρα, και ευρισκόμενα πολύ άτακτα κατανεμημένα γύρω από την ανοιχτή αυλή· όμως ο ναός, στον οποίο μπήκαμε για λίγο, είναι παλαιός και ιδιόμορφος. Οι τοιχογραφίες είναι φιλοτεχνημένες με το συνηθισμένο βυζαντινό στυλ που επικρατούσε μερικούς αιώνες πριν, όμως τα πρόσωπα των αποστόλων σε μερικές από αυτές είναι πιο καλοσχηματισμένα απ' ό,τι συνήθως. Ο πρόναος ήταν καλυμμένος από μικρές, μισοσβησμένες από το χρόνο νωπογραφίες, όπου η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, αρχαίοι μύθοι και σύγχρονοι θρύλοι έχουν αναμιχθεί παράξενα μεταξύ τους. Ο Ιωνάς, με ένα αποκρουστικό θαλάσσιο τέρας, δεσπόζει ανάμεσα τους. Δεν είδαμε μοναχούς τριγύρω, όμως μια ομάδα χωρικών τοποθετούσε υποστυλώματα στις ετοιμόρροπες πέργκολες της αυλής. Αναχωρώντας από αυτό το ενδιαφέρον μοναστήρι, αφού αφήσαμε ένα μικροποσό ως ανταπόδοση της φιλοξενίας, σύντομα ταξιδεύαμε στον κάμπο προς την Αθήνα.

 

 

Οι τοιχογραφίες του πρόναου (ή «εσωνάρθηκα») υπολογίζεται ότι είχαν φιλοτεχνηθεί κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, λίγο μετά την ίδρυση της μονής, και αποδίδονται στο ναυπλιώτη αγιογράφο Δημήτριο Κακαβά. Ένα μέρος τους σώζεται ακόμα.

 

Τοιχογραφίες του πρόναου. Τα περισσότερα πρόσωπα έχουν υποστεί βανδαλισμούς από Τούρκους επιδρομείς.

 

Η παράξενη, κατά τον Baird, ανάμιξη παραβολών της Παλαιάς Διαθήκης, αρχαίων μύθων και μεταγενέστερων θρύλων παραπέμπει σε ένα διευρυμένο και εμπλουτισμένο με ετερόκλητα στοιχεία πνευματικό–θεολογικό υπόβαθρο από πλευράς των μοναχών που είχαν συγκροτήσει το αρχικό κοινόβιο της μονής Πεντέλης. Και το μεγαλύτερο μέρος των μοναχών αυτών είχε προέλθει, όπως είπαμε, από τις τάξεις των ασκητών του βουνού.

 

Αναφορά στην ιδιόμορφη αγιογράφηση του ναού της μονής έκανε μέσα από τις περιηγητικές εντυπώσεις του βιβλίου του "Voyage en Grèce" και ο Γάλλος διπλωμάτης, γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα, Henri Belle, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει συστηματικές επισκέψεις σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας μεταξύ 1861 και 1874. Η παραστατική περιγραφή του της μονής Πεντέλης συνοδευόταν και από δύο σχέδια (από την τετράτομη μετάφραση του έργου του στα ελληνικά, "Ταξίδι στην Ελλάδα" – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Το μοναστήρι της Πεντέλης δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το εξωτερικό του μοιάζει αρκετά με οχυρό· οι τοίχοι είναι ψηλοί, χωρίς ανοίγματα, και η σιδερόφραχτη πόρτα θα μπορούσε ν' αντέξει στα πιο δυνατά χτυπήματα. Αυτές οι προφυλάξεις που πάρθηκαν για την αντιμετώπιση των άτακτων ομάδων του τουρκικού στρατού κατά την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, είναι σήμερα άχρηστες. Έστω και αν υπάρχουν ακόμη και τώρα κάποιοι ληστές που φθάνουν ως εκεί, δεν ενοχλούν καθόλου τους καλούς μοναχούς· οι μοναχοί γνωρίζουν καλά ότι θα ξεμπλέξουν εύκολα, προσφέροντας ένα βάζο μέλι και την ευχή τους. Λένε, μάλιστα, πως υπήρξαν κάποιοι ηγούμενοι που είχαν αναπτύξει στενότερες σχέσεις με τους ληστές, και οι τελευταίοι γνώριζαν ότι θα έβρισκαν εκεί σίγουρο καταφύγιο, για να προετοιμάσουν την επόμενη επίθεση.

 

Η μονή Πεντέλης.

 

Η εσωτερική αυλή είναι τριγυρισμένη, όπως συνήθως, από στοές στις οποίες ανοίγουν οι πόρτες των κελιών. Στη μέση βρίσκεται η εκκλησία, στολισμένη με βυζαντινές τοιχογραφίες, μία από τις οποίες παριστάνει την κόλαση και παρουσιάζει τα πιο παράξενα επεισόδια και τα πιο τρομερά μαρτύρια που θα μπορούσε να γεννήσει η εύπιστη και θρησκόληπτη μεσαιωνική φαντασία. Οι μοναχοί, καθισμένοι σε πέτρινους πάγκους, μπάλωναν χοντροφτιαγμένα ρούχα. Χωρίς τα μακριά τους μαλλιά και τα μαύρα τσόχινα καλπάκια θα τους έπαιρνε κανείς για χωρικούς που ζεσταίνονται στον ήλιο. Ένας απ' αυτούς, σακατεμένος από τα γηρατειά και την παράλυση, κειτόταν ανήμπορος σε μια γωνιά και άφηνε πνιχτά βογγητά. Ο δύστυχος αυτός άνθρωπος ήταν ηλίθιος και όταν πεινούσε, διψούσε ή ζεσταινόταν, το ένστικτο τον έσπρωχνε να βγάζει αυτούς τους άναρθρους ήχους· τότε οι σύντροφοί του του επέβαλλαν σιωπή ή τον έκλειναν μέσα σ' ένα είδος σκοτεινής εσοχής που χρησίμευε για δωμάτιό του.

 

Η αυλή της μονής Πεντέλης.

 

Την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα πλήθη Αθηναίων έρχονται στο μοναστήρι της Πεντέλης. Φωτιές ανάβονται στο ύπαιθρο, τραπέζια στρώνονται κάτω από τις λεύκες· τρώνε αρνί της σούβλας και πίνουν άσπρο κρασί της Κηφισιάς με τη συνοδεία της κιθάρας ή της άρπας που γρατζουνίζει ένας μικρόσωμος Ναπολιτάνος. Εκτός από μια ομάδα χωρικών που ήρθαν να χαζέψουν, κανένας δε φοράει την εθνική φορεσιά και θα 'λεγε κανείς πως βρίσκεται σε κάποιο πανηγύρι της Προβηγκίας. Χορεύουν κρατημένοι από το χέρι και σχηματίζουν αλυσίδα από πέντε έξι άτομα. Βασιλεύει γενική ευθυμία, αλλά χωρίς φωνές και φασαρίες, και το κέφι δε φθάνει ποτέ ως τη μέθη. Ο Έλληνας δε μεθάει. Έτσι, η επιστροφή από τις λαϊκές γιορτές δε σημαδεύεται από έκτροπα και απρέπειες, που είναι τόσο ενοχλητικές στις άλλες χώρες της Ευρώπης.

 

 

Ας δούμε, όμως, εδώ μία ακόμη, σύντομη αναφορά, του Άγγλου Thomas Jolliffe, ο οποίος είχε επισκεφτεί τη μονή το 1817 και καταγράψει τις εντυπώσεις του στο βιβλίο "Narrative of an Excursion from Corfu to Smyrna", έκδοσης 1827 (http://books.google.com/books?id=3TE8AAAAMAAJ&printsec=titlepage):

 

Η αναφορά του T. Jolliffe.

 

 

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για το μοναστήρι της Πεντέλης, εγκατεστημένο κοντά στο λατομείο απ' όπου είχαν ληφθεί τα υλικά γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, και στο οποίο η Αθήνα χρωστά τα περισσότερα από τα λαμπρά της οικοδομήματα. Εδώ πήραμε πρωινό και γίναμε δεκτοί με μεγάλη αβρότητα από τους μοναχούς. Το ίδρυμα τους είναι ένα από τα πιο αξιόλογα στην Ελλάδα, και η αδελφότητα βρίσκεται, θεωρώ, σε αρκετά εύρωστη οικονομικά κατάσταση. Το κτίριο είναι ευρύχωρο και καλοσχεδιασμένο – πολλά από τα ενδιαιτήματα δείχνουν ορθά κατανεμημένα. Όμως, όσον αφορά τη βιβλιοθήκη, αν κάποια τέτοια αίθουσα υπάρχει, δεν είναι, πιστεύω, προσβάσιμη όλες τις ώρες· και όσο για χειρόγραφα, συχνά είναι κάτι παραπάνω από ανώφελο να ψάχνει κανείς για τέτοια κειμήλια (ο τονισμός των λέξεων είναι του συγγραφέα).

 

 

Ο Jolliffe δεν έκανε τυχαία λόγο για βιβλιοθήκη και για χειρόγραφα. Από την ίδρυση της ακόμα, στη μονή είχε δημιουργηθεί μία πολύ αξιόλογη βιβλιοθήκη, αποτελούμενη κυρίως από χειρόγραφα βιβλία που οι ασκητές της Πεντέλης είχαν φέρει μαζί τους ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Τιμοθέου για συγκρότηση του κοινοβίου. Αυτό αναφέρεται ρητά, όπως είδαμε, στα απομνημονεύματα του παλιού ηγούμενου Κυρίλλου Δέγλερη, μαζί με την πληροφορία ότι οι ασκητές εκείνοι ήταν όλοι εγγράμματοι, γεγονός αξιοσημείωτο για τα δεδομένα της εποχής (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Πεισθέντες δε συμπεριέλαβεν έκαστος τους περί αυτών και τα βιβλία των (επειδή ήσαν άπαντες εγγράμματοι) και συνεκοινοβίωσαν μετά του κτήτορος...». Ξένοι περιηγητές, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν ερευνήσει προσωπικά τη βιβλιοθήκη της μονής, έκαναν λόγο για την ύπαρξη μεγάλης αξίας, χαμένων πια σήμερα χειρογράφων. Ο Γάλλος γιατρός και αρχαιολόγος Jacques Spon, ο οποίος είχε επισκεφτεί τη μονή Πεντέλης το 1676 συνοδευόμενος από τον Άγγλο βοτανολόγο Sir George Wheler, ανέφερε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Διατρέξαμεν την βιβλιοθήκην των χειρογράφων της Μονής Πεντέλης. Εύρομεν πάντας σχεδόν τους Πατέρας της Εκκλησίας και εν καλόν χειρόγραφον Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, δεν ηδυνήθημεν όμως να εύρωμεν την Απολογίαν του Χριστιανισμού, την δοθείσαν τω Αδριανώ υπό του φιλοσόφου Αριστείδου, ήτις διεσώζετο ως διαβεβαίωσαν ημάς...».

 

Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ήταν αθηναίος δικαστής που, μετά την ομιλία του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο περί το 51 μ.Χ., είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό, ενώ αργότερα είχε διατελέσει πρώτος χριστιανός επίσκοπος της Αθήνας. Το χειρόγραφό, δηλαδή, του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, το οποίο ο Spon σημείωνε ότι είχε δει κατά την επίσκεψη του στη βιβλιοθήκη της μονής, ήταν ήδη τότε ηλικίας 16 περίπου αιώνων. Όσο για την "Απολογία του Χριστιανισμού", που αναφέρεται στο προηγούμενο απόσπασμα, αυτή είχε συνταχθεί από τον επίσκοπο Αθηνών Κοδράτο και τον φιλόσοφο Αριστείδη, και υποβληθεί στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό όταν αυτός είχε επισκεφθεί την Αθήνα το 125–126 μ.Χ. Περί της φύλαξης του κειμένου αυτού στη βιβλιοθήκη της μονής Πεντέλης είχε κάνει λόγο πρώτος ο Γάλλος Andre Guillet, ιστοριογράφος της γαλλικής Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής, ο οποίος σε βιβλίο του, έκδοσης 1675, σημείωνε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Η ευγλωττία του φιλοσόφου Αριστείδου, όστις ήτο χριστιανός, υπεβοήθησε την του Κοδράτου και κατόρθωσε να εξευμενίση τον Ανδριανόν δια σοφής απολογίας του Χριστιανισμού, ην προσέφερεν αυτώ. Καλόγηροι τίνες καυχώνται ότι έχουσι την Απολογίαν ταύτην εν τη βιβλιοθήκη του Μοναστηρίου της Πεντέλης, κειμένου εξ μίλια μακράν των Αθηνών...».

 

Η μονή Πεντέλης με φόντο το βουνό, σε ξυλογραφία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα (σχεδιαστής: Sargent, χαράκτης: Jackson ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Εκ παραδρομής, στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου η απεικόνιση φέρεται υπό τον τίτλο "Γυναικεία Μονή στο Πεντελικό", ενώ στο πρωτότυπο προσδιορίζεται ως "Monastery of Pentelicus", δηλαδή "Μονή Πεντέλης" (http://books.google.com/books?id=N2sUAAAAYAAJ&printsec=titlepage).

 

Τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης είχε αναζητήσει χωρίς επιτυχία και ο Άγγλος αρχαιοδίφης Richard Chandler, επισκεπτόμενος τη μονή κάπου μεταξύ 1763 και 1766. Σχετικά, ο Chandler, του οποίου τη μαρτυρία για τη σπηλιά είδαμε πριν, δήλωνε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Ερεύνησα για τα χειρόγραφα, που είχαν επιδειχθεί στον Sir George Wheler το 1676, δε βρήκα όμως κανέναν που να γνώριζε γι' αυτά...», συμπληρώνοντας (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Ο Αββάς Μιχαήλ Fourmont συνέταξε τω 1729 τον κατάλογον της βιβλιοθήκης της Μονής ταύτης εργασθείς επί δύο ημέρας· ούτος σημειοί ότι σχετικώς ήτο ικανώς μεγάλη, αλλ' ότι ουδέν λίαν περίεργον περιέχει και ότι εν μέρει συνίσταται εκ βιβλίων τυπωθέντων εν Βενετία...». Δηλαδή, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της επίσκεψης των Spon και Wheler το 1676 και της καταγραφής της βιβλιοθήκης από τον Fourmont το 1729 –μέσα σε 53 μόλις χρόνια– όχι μόνο τα πολύτιμα χειρόγραφα είχαν εξαφανιστεί, αλλά ακόμα και η γνώση της προηγούμενης φύλαξης τους στη βιβλιοθήκη της μονής είχε χαθεί από τους μοναχούς. Αυτήν ακριβώς τη μεταλλαγή σχολίαζε με σκωπτική διάθεση ο Δ. Καμπούρογλου (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Ένας περιηγητής (ο Richard Chandler), το φθινόπωρον του 1765, εκτύπησε το σήμαντρον, και ο καλόγερος του άνοιξε την πύλην του Μοναστηριού. Ήτο πολύ κουρασμένος. Ερχότανε από την Κορφή. Εσταμάτησε λίγο στην Σπηληά και από κει πήρε το λιθόστρωτον μονοπάτι (τον αρχαίο δρόμο μεταφοράς μαρμάρου) και έφτασεν εις το Μοναστήρι (μονή Πεντέλης). Το μονοπάτι τού το είχε δείξει ένας κατάμαυρος καλόγερος, που έβοσκε ένα κάτασπρον ποίμνιον προβάτων. Πολύ επεριποιήθησαν οι καλόγεροι τον περιηγητήν, και πάντοτε ενθυμείτο αυτός το ωραίον κρασί που ήπιε και το ποικιλώτατον γεύμα που του παρέθεσαν, κάτω από την μεγάλην δάφνην, του οποίου περιγράφει τον πλούτον. Είχε και βιβλιοθήκην η μονή. Την είχε καταγράψει εις τα 1729 ένας Αββάς (ο Michel Fourmont). Τα περισσότερα βιβλία της ήταν εκδόσεις της Βενετίας. Το εφώναζαν από μακρυά τα χαρακτηριστικά κόκκινα κεφαλαία στοιχεία των και τα μαύρα του κειμένου γράμματα με την ωραίαν μορφήν, που εξηφανίσθη μέσα εις την ακαλαισθησίαν και χωρίς φυσιογνωμίαν ποικιλίαν των συγχρόνων μας τυπογραφικών στοιχείων. Τα χειρόγραφα που τα είχεν ιδεί και κάποιος άλλος περιηγητής του 1676 (o Sir George Wheler), δεν τα έδειξαν· να υπήρχον άρα γε πλέον; Οπωσδήποτε η ζημία δια την Μονήν δεν θα ήτο και μεγάλη· διότι ο σοφός περιηγητής αντελήφθη, ότι κανείς μοναχός τότε δεν θα ήτο εις θέσιν να τα μελετήσει. Η έκπληξις σου ξένε αδικεί την ευφυΐα σου. Αν οι καλόγεροι κατεπόνουν τον βίον των εις μελέτας χειρογράφων, ιστορικών εγγράφων και μουχλιασμένων βιβλίων, ούτε μελίσσια, ούτε γιδοπρόβατα θα είχεν η Μονή, ούτε θα σου παρέθετον τόσον θελκτικόν γεύμα, όταν εκτύπησες το σήμαντρον και ένας καλόγερος σου άνοιξε προθύμως την πύλην του Μοναστηριού.

 

 

Το τι απέγινε ο κατάλογος της βιβλιοθήκης που είχε συνταχθεί από τον Michel Fourmont δεν είναι γνωστό (τουλάχιστον όχι σε εμάς). Ο Γάλλος αββάς ήταν βασιλικός βιβλιοθηκάριος και απεσταλμένος στην Ελλάδα από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΕ', με αποστολή να συλλέξει χειρόγραφα και αρχαιοελληνικές επιγραφές. Στο «έργο του» προσμετράται μεταξύ άλλων η καταστροφή εκατοντάδων αρχαίων επιγραφών –τις οποίες, όπως ομολογούσε ο ίδιος, αφού αντέγραφε, έσβηνε με καλέμι από τα μάρμαρα προκειμένου να μην τις ανακαλύψει κανένας άλλος περιηγητής– καθώς και η εκ θεμελίων καταστροφή των ερειπίων της αρχαίας Σπάρτης, εγχείρημα στο οποίο επιδόθηκε με μανιώδη μεθοδικότητα, προσλαμβάνοντας για το σκοπό αυτό δεκάδες εργατών και διακηρύττοντας ότι κατ' αυτόν τον τρόπο υπηρετούσε «τα Γράμματα».

 

Με βάση το ποιόν του αδίστακτου αββά, δεν αποκλείεται να ήταν ο ίδιος και ο δράστης της αρπαγής των χειρογράφων από τη μονή, αφού άλλωστε είναι γνωστό ότι επιστρέφοντας στην πατρίδα του προσκόμισε πλήθος χειρογράφων που είχε αρπάξει κατά τις περιοδείες του (ανακλήθηκε στη Γαλλία το 1730, όταν οι πρακτικές του έγιναν γνωστές). Αλλά, είτε δράστης ήταν ο Fourmont είτε κάποιος άλλος, σημασία έχει ότι τα χειρόγραφα, που αποτελούσαν και το σημαντικότερο κομμάτι της βιβλιοθήκης, χάθηκαν από τη μονή κάπου στα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αιώνα. Τα περισσότερα από τα χειρόγραφα αυτά προέρχονταν, όπως είπαμε, από τους παλιούς ασκητές της Πεντέλης, στα διάσπαρτα ασκηταριά των οποίων είχαν παραμείνει φυλαγμένα επί αιώνες πριν μεταστεγαστούν στη βιβλιοθήκη της μονής. Και είναι βέβαιο ότι ανάμεσα τους, εκτός από θεολογικά κείμενα, θα υπήρχαν και ιστορικού ενδιαφέροντος καταγραφές, σχετικές με το χαμένο παρελθόν του βουνού – ίσως ακόμα και με το χρονικό της αδελφότητας της σπηλιάς.

 

Αριστερά: το σύμβολο της μονής Πεντέλης, που είχε βρεθεί ραμμένο και σε παλιό επιτραχήλιο (ιερατικό άμφιο) της μονής. Κατά τον Δ. Καμπούρογλου, δήλωνε απλώς "ΠΕΝΤΕΛΗ" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Δεξιά: το σύμβολο διακρίνεται και σε φωτογραφία από την επίσκεψη του Πατριάρχη πασών των Ρωσιών στη μονή Πεντέλης το 1972.

 

Όσον αφορά το υπόλοιπο περιεχόμενο της βιβλιοθήκης, το οποίο σύμφωνα με τον Fourmont απαρτιζόταν κυρίως από –επίσης πολύτιμα– τυπωμένα στη Βενετία βιβλία (υπενθυμίζουμε ότι η τυπογραφία είχε εφευρεθεί μόλις το 1450 μ.Χ. από τον Johannes Gutenberg), αυτό, όπως συζητήσαμε σε προηγούμενη ενότητα, έμελλε να καταστραφεί περίπου έναν αιώνα αργότερα, στην Ακρόπολη των Αθηνών. Εκεί, τα βιβλία της μονής, που είχαν μεταφερθεί κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, χρησίμευσαν στην κατασκευή φυσεκίων για τις ανάγκες των αμυνομένων Ελλήνων, προσδίδοντας κυριολεξία στη ρήση που θέλει τις λέξεις να αποτελούν όπλα.

 

Η εξαφάνιση, πάντως, των χειρογράφων από τη μονή δε θα πρέπει να προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, δεδομένου ότι αρχαιοκάπηλοι και λογής–λογής άρπαγες δρούσαν συχνά ανεξέλεγκτοι στην υπόδουλη Ελλάδα της τουρκοκρατίας, υπό την ανοχή ή και πλήρη αδιαφορία των Τούρκων. Αξιοπρόσεκτος, αντιθέτως, είναι ο πνευματικός μαρασμός στον οποίο φαίνεται ότι είχε περιέλθει το σώμα των μοναχών. Ο Δ. Καμπούρογλου το έθετε κάπως έμμεσα στο απόσπασμα που είδαμε προηγουμένως, σχολιάζοντας για τα χειρόγραφα: «...διότι ο σοφός περιηγητής αντελήφθη, ότι κανείς μοναχός τότε δεν θα ήτο εις θέσιν να τα μελετήσει...», υπονοώντας ότι οι μοναχοί δε γνώριζαν πλέον καν ανάγνωση. Έτσι, από τους εγγράμματους συνιδρυτές του 1578, που συγκρότησαν βιβλιοθήκη κομίζοντας σπάνια χειρόγραφα βιβλία, το κοινόβιο έφτασε μερικές γενιές αργότερα να απαρτίζεται από μοναχούς που δεν είχαν ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις ούτε προφανώς και τη διάθεση να μελετήσουν τη βιβλιοθήκη αυτή. Ακόμη χειρότερα, φαίνεται ότι –μέρος τουλάχιστον των μοναχών– είχαν παρεκτραπεί σε συμπεριφορές που κάθε άλλο παρά με το μοναχισμό σχετίζονταν. Ο Κύριλλος Δέγλερης, ηγούμενος της μονής μεταξύ 1807 και 1821, στα απομνημονεύματα του έκανε λόγο για (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...μεταξύ των μοναχών έριδες περί των πρωτείων...» οι οποίοι «...αδιακόπως κατήρχοντο εν τη πόλει των Αθηνών καταρραδιουργούντες οι μεν κατά των δε και μηδεμίαν μέριμναν περί των πραγμάτων της Μονής λαμβάνοντες...». Και είναι ενδεικτικό ότι, ενώ θεμελιώδης αρχή του μοναχισμού στις κοινόβιες μονές ήταν ανέκαθεν η ακτημοσύνη, σε πρακτικά αγοραπωλησιών του 17ου, 18ου και αρχών του 19ου αιώνα κατονομάζονται μοναχοί της μονής Πεντέλης να συναλλάσσονται είτε ως αγοραστές είτε ως πωλητές (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Διάφορα στοιχεία συντείνουν στο ότι η έκπτωση αυτή του επιπέδου του κοινοβίου είχε αρχίσει από νωρίς, μάλλον από την ίδρυση ακόμα της μονής. Ήδη με σιγίλλιο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία του Β' που χρονολογείται μεταξύ 1580 και 1584 –δηλαδή, πριν ακόμα συμπληρωθεί δεκαετία από τη λειτουργία της μονής– οι μοναχοί καλούνταν να μην παρενοχλούν την παραπλήσια μονή Αγίου Νικολάου Καλλισίων, μετόχι τότε της μονής ΤΑΩ. Για το ίδιο ζήτημα, σε σιγίλλιο του 1614, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Τιμόθεος καλούσε τους μοναχούς της μονής Πεντέλης να επιστρέψουν τα κτήματα που είχαν αρπάξει από τη μονή Αγίου Νικολάου, απειλώντας τους με αφορισμό και εκτοξεύοντας βαρύτατες απειλές (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...οι δε μοναχοί, αφωρισμένοι από Θεού Παντοκράτορος, και κατηραμένοι, και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τυμπανιαίοι, έως ου και τα όσα κτήματα του αυτού μονυδρίου κινητά, και ακίνητα, ήρπασαν, επιστρέψωσι και παύσωνται σκανδάλων...». Οι άρπαγες αυτοί μοναχοί, σχολίαζε ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Λαδάς σε εργασία του για τη μονή Αγίου Νικολάου Καλλισίων, δεν είναι δυνατόν να ήταν οι εγγράμματοι κληρικοί που διαβιούσαν στα διάφορα μονύδρια του Πεντελικού πριν την άφιξη του Τιμοθέου και της συνοδείας του, και έριχνε την ευθύνη στους τελευταίους. Εξάλλου, όπως αναφέρεται από το θεολόγο Αθανάσιο Νίκα (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), σε γράμμα του 1688, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος εμφανίζεται να ζητά από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών να απομακρύνει τους μοναχούς από τα κοσμικά πράγματα, καθώς εκείνοι εγκατέλειπαν το μοναστήρι τους στην Πεντέλη και εργάζονταν σε διάφορες ενορίες των Αθηνών, δίχως να νοιάζονται για το μοναχικό βίο ή για την πρόοδο της μονής.

 

Η μονή Πεντέλης σε καρτ–ποστάλ που φέρει σφραγίδα ταχυδρομίου με χρονολογία 1905.

 

Εκείνο που φαίνεται να συνέβαινε είναι ότι οι ασυλίες και τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στη μονή Πεντέλης τα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας προσέλκυαν και άτομα που λίγο ή καθόλου ενδιαφέρονταν για το μοναχισμό, και περισσότερο έβλεπαν την ένταξη τους στη μονή ως μέσο βιοπορισμού ή και πλουτισμού ακόμα. Οι μοναχοί της κατηγορίας αυτής εμπλέκονταν σε δραστηριότητες που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την ιδιότητα τους, την οποία και χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα για τις πράξεις τους. Και φαίνεται ότι κατά περιόδους η μερίδα αυτή των μοναχών έφτανε να επικρατεί, επιβάλλοντας τις δικές της επιδιώξεις και πρακτικές μεταξύ του κοινοβίου.

 

Πάντως, παρά το γενικότερο καθεστώς προστασίας που απολάμβανε η μονή, υπήρξαν και περιπτώσεις όπου οι Τούρκοι, αλλάζοντας στάση, στράφηκαν εναντίον της. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα κατά την επανάσταση του 1821, στην οποία η μονή συμμετείχε με διάφορους τρόπους. Ο Δ. Αλβανάκης, στη μελέτη του "Ιστορία των ιερών Μονών του κράτους", ανέφερε: «...Κατά την αρχήν της Επαναστάσεως ευρίσκομεν 22 Πεντελιώτας μοναχούς, μαχομένους παρά την θέσιν Γεφυράκια ή Ρεματιά Αμαρουσίου, εν η πολλοί Αμαρουσιώται εφονεύθησαν, πλην άγνωστον αν, και πόσοι μοναχοί. Εκ τούτου όμως καταφαίνεται ότι οι Πεντελιώται καλόγεροι, έλαβον τα όπλα κατά του κοινού εχθρού και εξετέλεσαν και ως Έλληνες το προς την Πατρίδα καθήκον...». Σημειωτέον ότι ηγούμενος της μονής από την έκρηξη της επανάστασης έως το 1838 διετέλεσε ο Νεόφυτος Δέγλερης, μέλος της Φιλομούσου Εταιρίας, που στην ουσία αποτελούσε παρακλάδι της Φιλικής Εταιρίας. Αναφέρεται, επίσης, ότι (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ) κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Τούρκους η μονή είχε αναλάβει τη διατροφή του εγχώριου στρατού, προμηθεύοντας ψωμί και κρέας από τα κοπάδια της, ενώ, όπως είδαμε, μεγάλες ποσότητες από τα φυσίγγια που οι μοναχοί κατασκεύαζαν δήθεν για τους Τούρκους στο εκκλησάκι της "Αγίας Δυνάμεως" (μετόχι της μονής, στην οδό Μητροπόλεως), κατέληγαν κρυφά στους επαναστατημένους Έλληνες.

 

Τα αντίποινα που επεφύλαξαν οι Τούρκοι στη μονή ήταν σκληρά. Και αξίζει στο σημείο αυτό να δούμε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η άλλοτε ευημερούσα μονή Πεντέλης λίγα χρόνια μετά τη λήξη της επανάστασης. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από τον αξιωματικό του αμερικανικού ναυτικού Henry Wise (υπό το ψευδώνυμο Harry Gringo) και το βιβλίο του "Scampavias from Gibel Tarek to Stamboul", έκδοσης 1857 (http://books.google.com/books?id=7pdHAAAAIAAJ&printsec=toc#PPR3,M1 και http://books.google.com/books?id=n1POKMFUf3oC&printsec=titlepage):

 

Η μαρτυρία του H. Wise.

 

 

Κύριε! Πόσο αναζωογονητικά δροσερό ήταν το κόκκινο κρασί, η μπύρα και το τσέρι, και πώς τινάζαμε τις κούπες μας μετά από κάθε άδειασμα στο αφρίζον, παφλαστό νερό, ώστε ούτε μία υποψία δροσιάς να μην ξεφεύγει από τα χείλη μας. Και πώς πέσαμε στο κοτόπουλο, το κρύο μοσχαρίσιο φιλέτο, τα ψωμάκια και τη σαλάτα, παντελώς αδιάφοροι μέσα στην αφθονία μας για τις παρακλητικές ματιές ενός πεινασμένου, βρώμικου γερο–μοναχού από το παρακείμενο μοναστήρι (είχαν μόλις επιστρέψει στους πρόποδες της Πεντέλης, έπειτα από μια ανάβαση στην κορυφή του βουνού). Ήταν ντυμένος με ένα κουρελιασμένο μάλλινο ένδυμα –αρχαίο προφανώς όσο ο Παρθενώνας– και κρατούσε τα μάτια του καρφωμένα σε ό,τι κάναμε. Αλλά, πολύ με λυπεί τώρα η σκέψη ότι ο δυστυχής εκείνος αναχωρητής, αφότου ο Άγγελος (ο οδηγός τους) είχε πάρει το μερίδιο του, δε βρήκε τίποτα άλλο παρά κόκαλα και τρίματα τυριού για να γυαλίσει μ' αυτά τα σάπια του δόντια. Τον αποζημιώσαμε, όμως, με μερικά χάλκινα νομίσματα, για τα οποία μας ικέτευσε να μην κάνουμε λόγο στον αδερφό του τον ηγούμενο, φοβούμενος ίσως ότι θα απαιτούσε μερίδιο, στα πλαίσια του κοινοβίου.

 

Το γεύμα τελείωσε και εμείς δανειστήκαμε από τον καλόγερο δύο μεγάλα χαλιά, τα οποία, αφού χτυπήθηκαν καλά για να πέσουν από πάνω τους οι ψύλλοι, απλώθηκαν στο χορτάρι, στην πιο παχιά σκιά του άλσους. Μετά, με τα μαξιλάρια της άμαξας για προσκέφαλα, πέσαμε σε σιέστα. Ω, πόσο μαλακός μάς φαινόταν ο αυτοσχέδιος καναπές μας και πόσο άξιος ευγνωμοσύνης για τα κουρασμένα μας μέλη· και μετά, όταν ξυπνήσαμε, τόσο φρέσκοι, πώς οι φωνές ευφορίας μας αντιλαλούσαν, σαν φωνές ναύτη στην ακτή, που αντηχούνται από τα δέντρα.

 

Πλυθήκαμε στην πηγή και, ενόσω τα άτια μας σελώνονταν και ο Άγγελος αναχωρούσε με το τρένο, εισήλθαμε στον καταρρέοντα γέρικο σωρό από λάσπη, πέτρες και ξύλα, που αποκαλούσαν μοναστήρι. Στο κέντρο του περιβόλου έστεκε ένα μικρό, πρόχειρα κτισμένο παρεκκλήσι. Στο εσωτερικό του υπήρχε ένας αριθμός σκουλικοφαγωμένων, παλαιών βιβλίων πάνω σε μια χονδροειδή, κακοφτιαγμένη Αγία Τράπεζα, ενώ τριγύρω υπήρχαν μερικές κακότεχνες εικόνες της Παναγίας και αγίων. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής και της ελληνικής ή Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας...

 

...Αλλά, ξεφεύγω από το μοναστήρι. Οι πλευρές του περιβόλου γέμιζαν από μικρά, βρώμικα, συνωστισμένα μεταξύ τους κελιά για την αδελφότητα, πλευράς έξι περίπου ποδών (1,83 μέτρα) το καθένα. Διερχόμενοι από μια δίοδο, περάσαμε σε έναν αρκετά εκτεταμένο κήπο λαχανικών που είχε δουλευτεί κάπως, και όπου οι μοναχοί απολαμβάνουν μια πολυτέλεια σπάνια για την Αττική: μια αφθονία νερού εξαιρετικής ποιότητας.

 

Ο ρακένδυτος ξεναγός μας μας πληροφόρησε ότι γνώριζε να διαβάζει και ότι, από τους εκατό του κοινοβίου του, μόνο πέντε είχαν επιβιώσει τα προηγούμενα πενήντα χρόνια, με τους περισσότερους να έχουν σφαγιαστεί από τους Τούρκους άρχοντες. Τον καιρό που οι πασάδες του Σουλτάνου κρατούσαν την Ελλάδα υπόδουλη, η απονομή της δικαιοσύνης γινόταν όπως στους καταυλισμούς των Τατάρων, σύμφωνα με τη βάρβαρη κρίση ή την ανεξέλεγκτη βούληση των Τούρκων αρχηγών. Δε θα πρέπει, λοιπόν, να προκαλεί έκπληξη ότι τα μοναστήρια, τα οποία θεωρούνταν πλούσια, υφίσταντο σημαντικό μέρος των επιβαλλόμενων ποινών. Ο ξεναγός μας μας είπε επίσης ότι κατά την επανάσταση αυτός ο παλιός μαχαλάς (το μοναστήρι) είχε καταληφθεί από τους μουσουλμάνους και ότι ο ίδιος είχε ζήσει για περιόδους έξι μηνών τη φορά στα λατομεία και στις σπηλιές της Πεντέλης, εξαρτώντας την επιβίωση του από ό,τι μπορούσε να αρπάξει τη νύχτα από τους αμπελώνες χαμηλότερα.

 

 

Τα λόγια του γερο–μοναχού, που δήλωνε ότι κρυβόταν για περιόδους μηνών σε σπηλιές και λατομεία, μας εισάγουν σε ένα ακόμη κεφάλαιο της ιστορίας της μονής Πεντέλης: εκείνο της μακραίωνης συνύπαρξης των μοναχών με το βουνό και των όσων αυτοί κατά καιρούς ανακάλυψαν εκεί.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ