ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΚΔ')

 

 

Αλλά, αρκετά με τα διάφορα παράπλευρα φαινόμενα της δικής μας αναζήτησης. Υπάρχουν ορισμένα ακόμα πράγματα που θα πρέπει να ειπωθούν, αντί επιλόγου στην ιστορία αυτή.

 

Περί των "Φ" της σπηλιάς και της μονής Πεντέλης, λοιπόν, ο λόγος. Αποτελούν, τελικά, τα σύμβολα αυτά ασύνδετα ίχνη διαφορετικών εποχών ή σχετίζονται μεταξύ τους; Και, αν σχετίζονται, τι θα μπορούσαν να σημαίνουν;

 

Η σύντομη απάντηση από πλευράς μας είναι ότι δε γνωρίζουμε. Όσο, τώρα, για τη μακροσκελή και πιο περιεκτική απάντηση...

 

Ορισμένα από τα νεώτερα "Φ" θα μπορούσαν να έχουν σκαλιστεί ως σύμβολα της μαθηματικής αναλογίας της «χρυσής τομής», για την οποία μιλήσαμε αναλυτικά μέσα από προηγούμενη ενότητα. Το ενδεχόμενο αυτό είναι αρκετά πιθανό, καθώς από το αρχαίο λατομείο της σπηλιάς θεωρείται ότι είχαν εξορυχθεί τα μάρμαρα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του Παρθενώνα – μνημείο παγκοσμίως γνωστό για τις αναλογίες «χρυσής τομής» που ενσωματώνει στις διαστάσεις του. Είδαμε, άλλωστε, στην ενότητα "Τα σκαλισμένα σύμβολα της Πεντέλης" ότι υπάρχει μία ιδιαίτερη κατηγορία λαξευμένων συμβόλων στο βουνό (συγκαταλέγεται το Φ1 και ενδεχομένως το Φ5), τα οποία φέρουν στις διαστάσεις τους τη μαθηματική αυτή αναλογία. Ωστόσο, όπως διευκρινίσαμε, ο συμβολισμός της «χρυσής τομής» με το γράμμα "Φ" του ελληνικού αλφαβήτου καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα, μόλις τον 20ο αιώνα. Γεγονός που σημαίνει ότι τα παλαιότερα από τα "Φ" (Φ2, Φ3, Φ4, Φ6, Φ7, Φ σαρκοφάγου μονής Πεντέλης), που είναι και τα περισσότερα, δε θα μπορούσαν να σχετίζονται με το συμβολισμό της «χρυσής τομής».

 

Υποθέσεις μπορούν να γίνουν πολλές και προς διάφορες κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, το "Φ" θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο αρχικό γράμμα κάποιου ονόματος (π.χ. "Φειδίας") ή κάποιας λέξης με συμβολικό περιεχόμενο (όπως «Φως», «Φύση» κλπ.). Αλλά, πέρα από τις εικασίες του είδους, οι οποίες εκ των πραγμάτων μικρές πιθανότητες έχουν να απηχούν την πραγματικότητα, υπάρχει εδώ και ένα αντικειμενικό στοιχείο. Έχει να κάνει με το ίδιο το "Φ", που σαν σχήμα προκύπτει από τη σύντμηση "Ι" και "Ο", δηλαδή από τη μονάδα, σύμβολο της ύπαρξης και της ολότητας, που τέμνει το μηδέν του κενού και της ανυπαρξίας. Κατ' αυτή την έννοια, το "Φ" συνιστά μάλλον το συμβολικότερο από τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, με σημειολογία υπαρξιακή αλλά και θεολογικών προεκτάσεων. Γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί μοιραία τη συζήτηση και πάλι στην αδελφότητα της σπηλιάς, σε σχέση με την οποία οφείλουμε να συμπληρώσουμε κάποια στοιχεία.

 

Τον χειμώνα του 2008, λοιπόν, στην περιοχή της σπηλιάς, οι «ανασκαφές» που προκλήθηκαν από μαρσαρίσματα τροχοφόρων σε συνδυασμό με τις βροχές της περιόδου έφεραν στην επιφάνεια ένα ακόμη κομμάτι του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα τμήμα λιθόστρωτου δαπέδου συνοδευόμενο από μία βάση τοιχίου.

 

 

Παραδίπλα, ανοίγματα στο έδαφος άφησαν να διαφανεί και μία θαμμένη ξερολίθιά.

 

 

Τα υπολείμματα αυτά ενδέχεται να σχετίζονται με τη μονή της σπηλιάς, δεδομένου ότι εντοπίζονται στη μικρή έκταση μεταξύ των ερειπίων του τρίτου από τα εκκλησίδια και των δοκοθηκών που πιθανώς αντιστοιχούσαν στους κοιτώνες των μοναχών.

 

Ίσως όμως και όχι, όπως σχολιάζεται εδώ: https://www.iranon.gr/PM/anaskafeis2.htm#_edn30. Ο Σκωτσέζος ζωγράφος και συγγραφέας James Skene είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα το διάστημα 1838–1845. Μεταξύ διαφόρων απεικονίσεων τοπίων, είχε φιλοτεχνήσει και μία υδατογραφία του χώρου έξω από τη σπηλιά, όπου αποτύπωνε μία ομάδα κτισμάτων στη θέση των παραπάνω υπολειμμάτων.

 

Η υδατογραφία του James Skene. Διακρίνεται αριστερά το άνοιγμα της σπηλιάς, και δεξιά, στο βάθος, αριθμός κτισμάτων στη θέση των υπολειμμάτων που είδαμε. Από το λεύκωμα "Μνημεία και Τοπία της Ελλάδος 1838–1845" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Δεδομένου ότι τον καιρό της επίσκεψης του Skene το αρχαίο λατομείο της σπηλιάς είχε τεθεί και πάλι σε λειτουργία, θα ήταν λογικό να υποθέσει κανείς ότι τα υπολείμματα στα οποία αναφερθήκαμε αποτελούν λείψανα των εικονιζόμενων κτισμάτων, τα οποία προφανώς θα είχαν ανεγερθεί εκείνη την εποχή ως βοηθητικά του εργοταξίου. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο βασικές αντιρρήσεις στην υπόθεση αυτή.

 

Κατ' αρχάς, η απεικόνιση του Skene δεν είναι ακριβής. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει συγκρίνοντας τον εικονιζόμενο όγκο βράχου πάνω από τη σπηλιά με την πραγματική εικόνα. Επιπλέον, από το σημείο παρατήρησης της απεικόνισης δε θα μπορούσε να είναι ορατό το στόμιο της σπηλιάς (παρεμβάλλεται το αριστερό τοίχωμα του αρχαίου λατομείου), ενώ, αντιθέτως, θα έπρεπε να αποτυπώνεται το βοηθητικό κτίσμα –πιθανώς αποθήκη– του εργοταξίου, που είχε αποτυπώσει στη δική του απεικόνιση ο Ludwig Lange το 1836 (την παραθέσαμε σε προηγούμενη ενότητα). Και γνωρίζουμε ότι το κτίσμα αυτό έστεκε κατά το χρόνο της επίσκεψης του Skene, καθώς τα χαλάσματα του σώζονται ως σήμερα.

  

Τα χαλάσματα του παλιού κτίσματος, που είχε ανεγερθεί κατά την επαναλειτουργία του λατομείου της σπηλιάς το 1836.

  

 Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Skene είχε ζωγραφίσει την υδατογραφία της σπηλιάς είτε από μνήμης είτε με διάθεση χαλαρής αποτύπωσης. Σε ανάλογο συμπέρασμα οδηγούν, εξάλλου, και άλλες απεικονίσεις του από την Πεντέλη.

  

Τρεις ακόμα υδατογραφίες του James Skene (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Αριστερά: φέρεται σημείωση «μονή Αγίου Λουκά, Πεντέλη» (τα ερείπια θυμίζουν μάλλον δυτικού τύπου ναό). Κέντρο: η μονή Πεντέλης με φόντο το βουνό. Δεξιά: κτίσματα της μονής Πεντέλης. Το βουνό των δύο πρώτων απεικονίσεων δε θυμίζει τον ορεινό όγκο της Πεντέλης.

  

Αλλά και εφόσον κανείς δεχθεί το ακριβές της αποτύπωσης, είναι αρκετά πιθανό τα κτίσματα του Skene να είχαν ανεγερθεί πάνω σε άλλα προϋπάρχοντα, δεδομένου ότι δίπλα σώζωνται τα ερείπια του τρίτου εκκλησιδίου, που είχε καταγράψει το 1817 ο Hallerstein. Δεν αποκλείεται, δηλαδή, οι ιθύνοντες του εργοταξίου που είχε στηθεί κατά την επαναλειτουργία του λατομείου της σπηλιάς το 1836 να είχαν επιλέξει τον συγκεκριμένο χώρο λόγω προδιαμόρφωσης του από παλαιότερα κτίσματα.

  

Όπως και να 'χει, η συγκεκριμένη περίπτωση είναι ενδεικτική της δυσκολίας σχηματισμού εικόνας για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή της σπηλιάς, όχι όσον αφορά το μακρινό παρελθόν, αλλά ακόμη και μόλις 150–200 χρόνια πριν.

 

Αεροφωτογραφία της περιοχής της σπηλιάς, όπου σημειώνονται τα αναγόμενα στην εποχή της εκεί μονής κτίσματα, καθώς και υπολείμματα που ενδεχομένως σχετίζονται επίσης με τη μονή.

 

Στην ίδια περιοχή διακρίνονται και άλλα χαλάσματα (δε σημειώνονται στην παραπάνω αεροφωτογραφία), που και αυτά ενδέχεται να ανάγονται στην ίδια εποχή.

 

Περισσότερα χαλάσματα, λίγα μέτρα από τα απομεινάρια του τρίτου εκκλησιδίου.

 

Όλα αυτά τα ίχνη μιλούν για τους αιώνες κατά τους οποίους η σπηλιά υπήρξε κέντρο μοναχισμού. Και ήταν παράξενοι και ταραγμένοι οι αιώνες εκείνοι, όχι μόνο για τις γενιές των μοναζόντων που έζησαν εκεί, αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τη ρευστότητα και τις ιδιαιτερότητες των περιόδων, πιο καθοριστική για το χαρακτήρα της αδελφότητας θα πρέπει να απέβη η ίδια η συνύπαρξη με το σπήλαιο.

 

Στην πορεία του ανθρώπινου γένους, τα σπήλαια, έχοντας αξιοποιηθεί επί χιλιετίες ως χώροι κατοικίας και αλλάζοντας χρήση με την ανατολή του πολιτισμού, μετατράπηκαν σταδιακά σε τόπους λατρείας και μύησης. Αυτή τους η μετάλλαξη από καταφύγια σε ιερά άδυτα τα στοίχειωσε με αμέτρητους μύθους και θρύλους, ενώ παράλληλα τα κατέστησε χώρους όπου ο άνθρωπος, κατανικώντας τους φόβους του, θα είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με το μεταφυσικό. Από προστατευμένοι τόποι καταφυγής και κατοίκησης ανθρώπων, στις μυθολογίες των λαών –και χαρακτηριστικά των Ελλήνων– τα βάθη των σπηλαίων έφτασαν να μετασχηματιστούν σε λημέρια πλασμάτων ασύμβατων με το φως του έξω κόσμου, τεράτων, όπως οι Κύκλωπες, αλλά και εύθραυστων οντοτήτων, όπως οι Νύμφες. Επιπρόσθετα, τα σκοτεινά τρίσβαθα συνδέθηκαν με ποικίλους και συχνά αντικρουόμενους εσωτερικούς συμβολισμούς, καθώς η κατάβαση σε αυτά μπορεί να παραλληλιζόταν φιλοσοφικά με την κατάβαση στα άγνωστα βάθη της ψυχής, που θα ήταν απαραίτητη συνθήκη για τη μετέπειτα ανάβαση/ανάταση του ανθρώπου, ή αντίθετα μπορεί να συμβόλιζε –όπως στη γνωστή παραβολή του Πλάτωνα– το ταξίδι προς τον κόσμο των δέσμιων της άγνοιας και τυφλών προς την υπέρτατη πραγματικότητα ανθρώπινων όντων.

 

Σήμερα, αυτά όλα ακούγονται ως γραφικές δοξασίες από εποχές που η μυθοπλασία έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στη θεώρηση του κόσμου. Ο σύγχρονος άνθρωπος, εκπαιδευμένος ήδη από τη νηπιακή του ηλικία στον ορθολογισμό και υπό τη διαρκή επίβλεψη της κοινωνίας, θεωρεί ότι έχει απομακρυνθεί ολοκληρωτικά τόσο από τον πρόγονο του των σπηλαίων όσο και από τον πρόγονο εκείνο που αναζητούσε νοήματα και αλήθειες μέσα στα σπήλαια. Ωστόσο, δυο–τρεις χιλιετίες εξέλιξης δεν αρκούν για να επικαλύψουν το βιωματικό και βιολογικό –εντυπωμένο στο ίδιο το DNA– υπόστρωμα εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Ό,τι έχει ξεχαστεί δεν έχει κατ' ανάγκη εκλείψει, καθώς, όπως πολύ εύγλωττα επισημαίνεται στην εισαγωγή του βιβλίου "Caves and the Ancient Greek Mind" ("Τα Σπήλαια και ο Αρχαίος Ελληνικός Νους") της ιστορικού Yulia Ustinova (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Μόνο η δια ζώσης επαφή με εικόνες που ξεπροβάλλουν από το βράχο, στο σκοτεινό ψύχος ενός σπηλαίου βαθιά μέσα στη γη, μπορεί να δώσει μια ιδέα για τη δύναμη της τέχνης των σπηλαίων, και ακόμα και τότε ο τεχνητός φωτισμός, και πάνω απ' όλα το πολιτιστικό υπόστρωμα, μειώνουν την αίσθηση δέους και θαυμασμού. Το ερώτημα που με προβλημάτισε ήταν: τι παρακινούσε ένα ανθρώπινο ον, έναν Homo sapiens ακριβώς όπως εμείς, να καταρριχάται φορτωμένο με λυχνάρια και χρωστικές ουσίες, εκατοντάδες μέτρα στο εσωτερικό ενός θεόρατου και επίφοβου σπηλαίου, προκειμένου να απεικονίσει εκεί ζώα και μυστηριώδη σημάδια;»

 

Στη μελέτη της Yulia Ustinova παρουσιάζεται ένας μεγάλος όγκος στοιχείων γύρω από τη σπουδαιότητα –αινιγματική σπουδαιότητα μερικές φορές– των σπηλαίων στην αρχαία ελληνική (και όχι μόνο) σκέψη και πρακτική. Επισημαίνεται, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι περισσότεροι μάντεις και προφήτες ασκούσαν την τέχνη τους σε σπήλαια, και πως ακόμα και οι ιερείς του Απόλλωνα, κατεξοχήν θεού του Ήλιου και του φωτός, εκτελούσαν τις προφητικές τους συνεδρίες στο σκοτάδι ιερών σπηλαίων – με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα μαντεία των Δελφών και της πόλης Κλάρος, στην Ιωνία. Αλλά και πέραν των μαντείων και νεκρομαντείων, πολλοί σοφοί της αρχαιότητας σημειώνεται ότι συνέδεαν τις δραστηριότητες τους με σπήλαια. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Πυθαγόρα, ο οποίος, σύμφωνα με τους βιογράφους του Ιάμβλιχο και Πορφύριο, ευρισκόμενος ακόμα στη Σάμο, συνήθιζε να απομονώνεται επί μερόνυχτα στο εσωτερικό ενός σπηλαίου, αναζητώντας την αληθινή γνώση.

 

Η σοβαρή αυτή μελέτη των εκδόσεων του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ωστόσο, προχωράει πέρα από την απλή παράθεση στοιχείων. Εκείνο που η συγγραφέας τονίζει, στηριζόμενη σε πλήθος επιστημονικών δεδομένων, είναι ότι τα σπήλαια μπορούν να λειτουργούν ως θάλαμοι αποστέρησης ερεθισμάτων –ιδίως οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων, τα οποία τροφοδοτούν τις σημαντικότερες από τις αισθήσεις μας– οδηγώντας έτσι τον ανθρώπινο εγκέφαλο σε εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης («altered states of consciousness»), και μέσω αυτών σε εμπειρίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μυστικιστικές ή θρησκευτικές. Με τα λόγια της συγγραφέως:

 

 

...Ρηξικέλευθες έρευνες από αριθμό ψυχιάτρων και ψυχολόγων έχουν οδηγήσει σε μία γνωσιολογική επιστήμη της θρησκείας, η οποία σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο. Ήδη, σημαντικός αριθμός νευροεπιστημόνων εστιάζει την προσοχή του στο ρόλο των εγκεφαλικών λειτουργιών σε σχέση με τη γένεση εμπειριών που ανήκουν στη σφαίρα της θρησκείας. Η «εννοιολογική ολοκλήρωση» ανάμεσα σε φυσικές, κοινωνικές και ιστορικές επιστήμες έχει δημιουργήσει ένα νέο πεδίο έρευνας, αποκαλούμενο νευροθεολογία ή νευροφαινομενολογία της θρησκείας, το οποίο αυτή τη στιγμή περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων που αξιοποιούν προόδους της νευροεπιστήμης στη μελέτη του μύθου, της τελετουργίας και της θρησκευτικής εμπειρίας...

 

...Επιπλέον, για εκείνον που τη βιώνει, η αλήθεια που κατακτάται εν μέσω παραισθήσεων είναι πιο μεστή από την κοινή γνώση, και δεν επιδέχεται αλλοίωση. Κατά τη διάρκεια μυστικιστικών συνεδριών, οι άνθρωποι αισθάνονται ότι βρίσκονται σε επαφή με την υπέρτατη πραγματικότητα, ενώ τα πάντα στον κόσμο γίνονται εξόχως σημαντικά και αποκτούν βαθύ νόημα. Για αυτούς, οι εμπειρίες του είδους είναι πολύ πιο αληθινές από ό,τι οι αισθήσεις, τα συναισθήματα και οι σκέψεις της εν εγρηγόρσει κατάστασης. Ανθρωπολόγοι που έγιναν μαθητευόμενοι σαμάνων και έφτασαν σε εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης υπό την καθοδήγηση τους αναφέρουν τόσο συγκλονιστικά «αληθινές» εμπειρίες, ώστε αυτές θα έπρεπε να εξετάζονται ως μια «μη συνήθης πραγματικότητα»...

 

...Είναι εφικτό το να καλλιεργηθούν εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης, και η ένταση τους μπορεί να ελεγχθεί. Αυτή ενδέχεται να ποικίλει από φορά σε φορά για το ίδιο άτομο, και μπορεί με τον καιρό να αυξάνεται ή να μειώνεται. Στο έργο "Η Ζωή ενός Υπηρέτη" ενός χριστιανού μυστικιστή του 14ου αιώνα ονόματι Henry Suso, παρουσιάζεται μια κλιμάκωση αυτού που ο μυστικιστής αποκαλούσε «θεϊκή συμπαράσταση» – από το άκουσμα εσωτερικής μουσικής που προερχόταν από τον ίδιο τον εαυτό μέχρι ένα όραμα της αιώνιας σοφίας επικαθήμενης στην καθαρή σαν κρύσταλλο καρδιά του οραματιζόμενου. Η ικανότητα προς επίτευξη έκστασης ποικίλει από άτομο σε άτομο...

 

...Οι σπηλαιολόγοι και οι γεωλόγοι που ειδικεύονται στη μελέτη των σπηλαίων αναφέρουν οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις, ειδικά έπειτα από μακρά παραμονή στο υπέδαφος. Οι μύστες και οι ασκητές που εφάρμοζαν την κοινωνική απομόνωση προκειμένου να φτάσουν στη φώτιση επέφεραν αλλαγές στη συνείδηση μέσω της μείωσης των εξωτερικών ερεθισμάτων: η διαμονή σε ένα σπήλαιο, σε ένα κούφιο δέντρο, σε ένα απομονωμένο κελί ή στην κορυφή ενός στύλου, όχι μόνο μείωναν τις οχλήσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά επέφεραν διαταραχές ως προς την αίσθηση της σωματικής εικόνας, καθώς και οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις...

 

...Τα βαθιά σπήλαια είναι κατασκότεινα και έχουν πλήρη σχεδόν ηχομόνωση. Όταν οι σύγχρονοι ξεναγοί σπηλαίων κλείνουν το ηλεκτρικό ρεύμα και οι επισκέπτες βρίσκονται στο απόλυτο σκοτάδι, με μόνο τον απαλό ήχο μακρινών σταγόνων ή το χτύπημα των φτερών της νυχτερίδας να σπάνε την απόλυτη σιωπή, ακόμα και εκείνοι που διαθέτουν γερά νεύρα τεντώνονται. Ας φανταστούμε τώρα ένα μύστη, σαμάνο ή οραματιστή να εισέρχεται οικιοθελώς σε ένα σπήλαιο, ενδεχομένως έπειτα από νηστεία, και να παραμένει εκεί μόνος για κάποιον καιρό. Όταν είναι ξύπνιος, ο ανθρώπινος νους έχει την ανάγκη να απασχολείται διαρκώς. Δίχως τον αντικειμενικό «θόρυβο» της διόρθωσης των αισθήσεων ή του ελέγχου της πραγματικότητας, η συνείδηση εστιάζει αποκλειστικά στον υποκειμενικό εαυτό. Η εξάλειψη εξωτερικών ερεθισμάτων αναγκάζει το νου να επικεντρώνεται στα ενδότερα του και προκαλεί έντονη εκροή εσωτερικών εικόνων. Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή ως αποστέρηση ερεθισμάτων, και αλλάζει τον εγκέφαλό όχι μόνο βιωματικά, αλλά και από πλευράς φυσιολογίας και βιοχημείας...

 

 

Δε χρειάζεται να παραθέσουμε περισσότερα. Άλλωστε, τα σχετικά στοιχεία είναι πάρα πολλά και οι πηγές διαθέσιμες στον καθένα. Εκείνο που θα λέγαμε συνοψίζοντας τα διάφορα συμπεράσματα είναι ότι δε γίνεται για έναν άνθρωπο να συνυπάρχει επί μακρόν με ένα σπήλαιο δίχως το σπήλαιο να επιδράσει μέσα του και να τον αλλάξει. Γιατί, από ένα σημείο και μετά, δεν εισέρχεται μόνο ο άνθρωπος στο σπήλαιο, αλλά και το σπήλαιο εισδύει στην ψυχή του ανθρώπου, με τη συνύπαρξη να αποκτά χαρακτήρα συμβίωσης. Και, βέβαια, η επίδραση αυτή γίνεται ακόμη πιο καθοριστικής σημασίας στις περιπτώσεις ανθρώπων ή ομάδων ανθρώπων που ωθούνται από αναζητήσεις πνευματικές ή υπαρξιακές.

 

Το εσωτερικό της σπηλιάς της Πεντέλης μπορεί να φωτίζεται από τον ήλιο ορισμένες ημέρες του χρόνου, γενικά όμως είναι σκοτεινό, και ήταν κατά πολύ σκοτεινότερο τους περασμένους αιώνες, τότε που το στόμιο φραζόταν από τείχος και φυλλώματα κισσού.

 

Μιλήσαμε νωρίτερα σε αυτή την ενότητα για κάποια στοιχεία που ξενίζουν και υπαινίσσονται μία απόκλιση της αδελφότητας της σπηλιάς από τα καθιερωμένα εκκλησιαστικά πρότυπα. Τα στοιχεία αυτά αφορούν τα εκκλησίδια, τα οποία άλλωστε είναι και τα μόνα κτίσματα από την εποχή της μονής της σπηλιάς που σώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση. Επιγραμματικά, υπενθυμίζουμε ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενους ναΐσκους που σχηματίζουν έναν ενιαίο λατρευτικό χώρο, με ξεχωριστά όμως Ιερά. Τα δύο Ιερά αρχικά επικοινωνούσαν απευθείας μεταξύ τους μέσω ενός διαδρόμου, ο οποίος σε κάποια εποχή φράχτηκε με ψηλά τοιχία. Το δε Ιερό του νεότερου ναΐσκου –εκείνο του Αγίου Νικολάου– είχε κτιστεί ώστε να είναι στραμμένο ακριβώς προς το βάθος της σπηλιάς, ενώ στην κόγχη του, αντί της Παναγίας, όπως επιβάλλεται από τους κανόνες αγιογράφησης, υπήρχε αποτυπωμένη η μορφή του Αγίου Νικολάου – ενός αγίου που σε επιγραφή του διπλανού Ιερού έφερε την προσωνυμία "Η βρύσις των θαυμάτων".

 

Πρόκειται οπωσδήποτε για ασυνήθιστα χαρακτηριστικά, που προξενούν εντύπωση. Όμως, τελικά, είναι αναμενόμενο ότι και στην περίπτωση της αδελφότητας της σπηλιάς η ύπαρξη του σπηλαίου, από μόνη της, θα επέδρασε στην ψυχοσύνθεση, πιθανώς ακόμα και στις αντιλήψεις των μοναζόντων. Η παράμετρος αυτή είναι καθοριστική ανεξάρτητα από άλλες ιδιαιτερότητες του μέρους, που πιθανώς επηρέασαν κι εκείνες το χαρακτήρα της αδελφότητας – και ας μην επανέλθουμε εδώ σε ζητήματα όπως οι ιδιομορφίες του γεωμαγνητικού πεδίου της Πεντέλης ή τα τούνελ της σπηλιάς, για τα οποία έχουμε ήδη πει αρκετά.

 

Ωστόσο, και για να ξεφύγουμε από τα προηγούμενα, η κοιλότητα της σπηλιάς της Πεντέλης συνιστούσε κάτι περισσότερο από μαύρο, κρύο και νοτερό κενό, του είδους που κατά την Yulia Ustinova άγει εγκεφάλους προς εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης. Η σπηλιά υπήρξε ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος, μαγευτικός μα και παράξενος μαζί. Σχετικά, έχουμε παραθέσει αρκετές περιγραφές, διαφόρων περιόδων. Εδώ, καθώς βαδίζουμε προς το τέλος αυτής της συζήτησης, αξίζει να ρίξουμε μία ακόμα, τελευταία ματιά πίσω στο μακρινό παρελθόν.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ