ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΙΒ')

 

 

Στις μέρες μας, ο εισερχόμενος στα εκκλησίδια της σπηλιάς συναντά ένα σχεδόν απογυμνωμένο εσωτερικό, με μόνες διατηρούμενες τοιχογραφίες εκείνες του Ιερού του Αγίου Σπυρίδωνα.

  

Η κόγχη του Ιερού και η παλιά Αγία Τράπεζα του Αγίου Σπυρίδωνα. Υπενθυμίζουμε ότι η τελευταία καταστράφηκε τον Οκτώβριο του 2010 (ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011). Στη θέση της κτίστηκε μία νέα Αγία Τράπεζα, χωρίς διάκοσμο (ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012)

 

Το άνω τμήμα της κόγχης του Ιερού καταλαμβάνει η μόλις διακρινόμενη πλέον μορφή της Παναγίας («Πλατυτέρα των Ουρανών»), ενώ χαμηλότερα και στο κέντρο διατηρείται μισοσβησμένη μία παράσταση όπου απεικονίζεται ο Ιησούς ως παιδί («Αμνός του Θεού»).

 

Ο Ιησούς ως «Αμνός».

 

Σε σχέση με την παράσταση αυτή, ο Γ. Λαδάς περιέγραφε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Το κέντρον της παραστάσεως καταλαμβάνει ο Ιησούς ως αμνός· παρίσταται παις, γυμνός, ύπτιος (ο αμνός του Θεού), εντός λεκάνης κεκοσμημένης και υφάσματος, πεποικιλμένου επίσης, κάτωθεν αυτής. Η παράστασις αύτη υποσημαίνει το υπό του Ιησού λεχθέν "τούτο εστί το σώμα μου..." (Μάρκος ΙΔ' 22, Λουκάς ΚΒ' 19). Ο παις Ιησούς φέρει επί του στήθους Αστερίσκον και Δισκάριον, επί των ποδών αυτού πολυτελεστάτην λάγηνον (κανάτι), εις δε την μέσην αυτού ύφασμα μετά σταυρού εντός τετραγώνου (Αηρ). Άνωθεν της παραστάσεως ταύτης αναγράφονται εις δύο σειράς: Ο ΤΡΟΓΟ ΜΟΥ ΤΗΝ CΑΡΚΑ ΚΕ ΠΙΝΟ ΜΟΥ [ΤΟ ΑΙΜΑ] | ΜΕΝΗ ΕΝ ΕΜΗ ΚΑΓΟ ΕΝ ΑΥΤΟΝ (= ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένη καγώ εν αυτώ, Ιωάννης ς' 55)...». Ο δε καθηγητής Σωτηρίου σχολίαζε ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59): «...Εις την Αψίδα εντός βάθους κυανού παρίσταται η Πλατυτέρα μεταξύ δύο αγγέλων και κάτω: εις το μέσον μεν ο Χριστός ως παιδίον εξηπλωμένον επί λεκάνης γυμνός (αρχαιότροπος και αξία ιδιαιτέρας σπουδής παράστασις του Αμνού)...».

 

Εκτός από την παραπάνω, αρχαϊκού ύφους και άξια ιδιαίτερης μελέτης κατά τον καθηγητή Σωτηρίου παράσταση, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιγραφές που φέρουν οι υπόλοιπες αγιογραφίες της κόγχης του Ιερού. Συγκεκριμένα, υπάρχουν, ανά δύο εκατέρωθεν της παράστασης του «Αμνού», τέσσερις ακόμα αγιογραφίες, οι οποίες φέρουν φράσεις με χαρακτηριστικές για τον κάθε άγιο αποδιδόμενες ιδιότητες («εγκώμια»). Από αριστερά προς τα δεξιά αποτυπώνονται διαδοχικά οι μορφές: του Αγίου Νικολάου, με την επιγραφή «Η ΒΡΗCΙC ΤΟ ΘΑΥΜΑΤΟΝ» (η βρύσις των θαυμάτων)...

 

 

...του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, με την επιγραφή «Η ΦΡΟΝΗCIC»...

 

 

...του Αγίου Βασιλείου, με την επιγραφή «Η ΓΝΟCΗ...

 

 

...και του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, η συνοδευτική επιγραφή του οποίου έχει πια σήμερα σβηστεί...

 

 

...τον καιρό του Γ. Λαδά, όμως, μπορούσε ακόμα να αναγνωστεί, φέροντας την περίεργη προσωνυμία «Η ΚΕΝΗ ΦΥCΙ (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Οι τοιχογραφίες των εκκλησιδίων είχαν απασχολήσει και την Ντούλα Μουρίκη, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης. Στην εμβριθή μελέτη της "Οι βυζαντινές τοιχογραφίες των παρεκκλησίων της Σπηλιάς της Πεντέλης" (Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1973–1974, παρατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/view/831), η Ντ. Μουρίκη σημείωνε σε σχέση με τις προηγούμενες αγιογραφίες: «...ένα μόνο παράδειγμα με ανάλογες επιγραφές μάς είναι γνωστό σε μια εικόνα του Εμμανουήλ Τζάνε στο Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας, η οποία παριστάνει τον άγιο Βασίλειο...» και «...μια σπάνια ιδιομορφία είναι τα κόκκινα ειλητάρια που κρατούν οι ιεράρχες της κόγχης...» (τα ειλητάρια ήταν είδος βιβλίων, αποτελούμενα από ένα μακρόστενο κομμάτι παπύρου, περγαμηνής ή χαρτιού, τυλιγμένο γύρω από ξύλινο κύλινδρο).

 

Οι διάφοροι μελετητές είχαν καταγράψει και άλλες ενδιαφέρουσες, αρχαϊκής θεματολογίας και τεχνοτροπίας τοιχογραφίες, που σώζονταν παλιότερα στο εσωτερικό των εκκλησιδίων. Υπήρχε, για παράδειγμα, η υπερφυσικού μεγέθους μορφή ενός αρχαγγέλου, που με μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια επέβλεπε μία από τις διόδους μεταξύ των εκκλησιδίων (στη θέση 13 της κάτοψης του Κ. Μαριανάκη).

 

 Φωτογραφία του αρχαγγέλου, από τη μελέτη της Ντ. Μουρίκη.

 

Για την τοιχογραφία αυτή, ο καθηγητής Σωτηρίου έγραφε ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59): «...Εις τον πεσσόν (κολώνα) δι' ου σχηματίζεται δίοδος από του ενός ναϋδρίου εις το άλλο ήτο εζωγραφισμένος αρχάγγελος εις υπερφυσικόν μέγεθος, του οποίου σώζεται μόνον εν μέρει η κεφαλή, η δεξιά χειρ και το άνω τμήμα των πτερών και των ώμων. Το στρογγυλόν πρόσωπον του με τους υπερμεγέθεις ανοικτούς οφθαλμούς είναι αρχαϊκόν· η δε κόμη με την συνήθη λευκήν ταινίαν δεν έχει την υψηλήν κόμωσιν την συνήθη κατά τον 14ον αιώνα. Το σωζώμενον τμήμα του ενδύματος (ο λώρος και αι χειρίδες) είνε καταστόλιστον από ποικίλα και λεπτότατα κοσμήματα, τα πτερά δε είνε διακοσμητικώτατα εζωγραφισμένα φέροντα και σειράς μαργαριτών...». Ο Γ. Λαδάς υπέθετε ότι τα έντονα χαρακτηριστικά και η βλοσυρή έκφραση του προσώπου του αρχαγγέλου θα μπορούσαν να οφείλονται στη μακρόχρονη επίδραση της υγρασίας. Σημείωνε συγκεκριμένα: «...Το αριστερό μέρος του προσώπου καθώς και το κάτω είναι κατεστραμμένον. Ίσως δε λόγω του επ' αυτού νωτίσματος, η έκφρασις του Αρχαγγέλου παρεμορφώθη...». Από τη μεριά της, η Ντ. Μουρίκη ανάγνώριζε στη μορφή τον αρχάγγελο Μιχαήλ, σε ρόλο φύλακα των εκκλησιδίων ("Οι βυζαντινές τοιχογραφίες των παρεκκλησίων της Σπηλιάς της Πεντέλης"): «...Το υπερφυσικό μέγεθος της μορφής και η θέση της στη δίοδο που συνδέει τα δύο παρεκκλήσια δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία ότι ο Μιχαήλ εμφανίζεται εδώ στο ρόλο του ως φύλακα των παρεκκλησίων. Παρόμοια θέση του αρχαγγέλου, κοντά στην είσοδο των ναών, παρατηρείται σε πολλά παραδείγματα. Είναι πιθανό να υπήρχε αρχικά και η μορφή του αρχαγγέλου Γαβριήλ στον απέναντι τοίχο της νότιας κεραίας του σταυρού...».

 

Η ίδια μελετητής, μεταξύ άλλων, σχολίαζε το ανορθόδοξο της απεικόνισης της Αγίας Αικατερίνης στο τέμπλο του Αγίου Νικολάου (δε σημειώνεται στην κάτοψη του Κ. Μαριανάκη), καθώς και την εκτός καθιερωμένων βυζαντινών προτύπων συμπερίληψη στις τοιχογραφίες των εκκλησιδίων προσωπογραφίας του Μιχαήλ Χωνιάτη, μητροπολίτη Αθηνών μεταξύ 1182 και 1204 (στη θέση 28 της κάτοψης του Κ. Μαριανάκη). Ανέφερε συγκεκριμένα ("Οι βυζαντινές τοιχογραφίες των παρεκκλησίων της Σπηλιάς της Πεντέλης"): «...Η απεικόνιση της αγίας Αικατερίνης στο τέμπλο (του Αγίου Νικολάου), σε πλάγια στάση και με τα χέρια σε δέηση, είναι ασφαλώς ανορθόδοξη. Σήμερα η μορφή αυτή βρίσκεται σχετικά μακριά από την είσοδο του ιερού, επειδή ο τοίχος έχει επεκταθή σε μεταγενέστερη εποχή προς το μέρος της ωραίας πύλης· αρχικά όμως η μορφή αυτή βρισκόταν ακριβώς πλάι στην είσοδο, προς τα δεξιά, σε θέση δηλαδή όπου τοποθετείται συνήθως μια από τις μεγάλες εικόνες του τέμπλου. Τούτο φανερώνει τον αφιερωτικό χαρακτήρα του αγιογραφικού πορτραίτου, δηλαδή την απεικόνιση του για να εκπληρωθεί η επιθυμία κάποιου αφιερωτή, ο οποίος είχε προσωπικούς λόγους να αποδώσει λατρεία στο συγκεκριμένο άγιο πρόσωπο...», «...Το πορτραίτο του Μιχαήλ Χωνιάτη, η μόνη τοιχογραφία έξω από το χώρο του ιερού (του Αγίου Νικολάου) που μπορεί να ταυτιστεί άνετα, ξεφεύγει από τα πλαίσια του κλασσικού προγράμματος των βυζαντινών ναών. Όπως ήδη παρατηρήθηκε, είναι το δεύτερο πορτραίτο του Χωνιάτη που έχει σημειωθή στη μνημειακή ζωγραφική της Αττικής. Το άλλο πορτραίτο, που επεσήμανε ο καθηγητής Ορλάνδος στις τοιχογραφίες του Αγίου Πέτρου στα Καλύβια Κουβαρά, παρέχει, χάρη στην καλή του διατήρηση, ασφαλέστερη μαρτυρία για τη φυσιογνωμία του μητροπολίτη των Αθηνών...», «...Τα πορτραίτα του στα δύο μνημεία της Αττικής έχουν φωτοστέφανο, ένδειξη δηλαδή ότι έγιναν οπωσδήποτε μετά το θάνατο του. Η παρουσία όμως του φωτοστέφανου δεν προϋποθέτει κατ' ανάγκην ότι ο Μιχαήλ είχε επίσημα κηρυχθεί άγιος από την εκκλησία, πράγμα που δεν συνέβη άλλωστε, αλλά αποτελεί ένδειξη για την άσκηση τοπικής λατρείας προς το δραστήριο και ανθρωπιστή μητροπολίτη των Αθηνών (καταγόμενος από τη Φρυγία, γνωστός για τη συγκρότηση μιας πολύ αξιόλογης βιβλιοθήκης, είχε καταφύγει στην Κέα μέτα την κατάληψη της Αττικής από τους Λατίνους το 1204, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του)...».

 

Αριστερά: η τοιχογραφία της Αγίας Αικατερίνης (φωτογραφία από το site του Βυζαντινού Μουσείου). Δεξιά: η μισοκατεστραμμένη μορφή του Μιχαήλ Χωνιάτη – παλιά φωτογραφία, από την Ντ. Μουρίκη.

 

Στη μελέτη της, η Ντ. Μουρίκη επεσήμαινε μία ακόμα ιδιομορφία της αγιογράφησης: «Η πιο ενδιαφέρουσα ιδιομορφία της εικονογραφίας του ιερού του νοτίου παρεκκλησίου (του Αγίου Σπυρίδωνα) είναι τα στηθάρια αγίων επάνω από την κόγχη. Το στηθάριο του αγίου στο παλαιότερο στρώμα, κάτω από την παράσταση του αποστόλου Παύλου, είναι του Βαρνάβα (δε σημειώνεται στην κάτοψη του Κ. Μαριανάκη). Ο Βαρνάβας ήταν μαθητής του Παύλου και είχε αναλάβει μαζί με το δάσκαλο του τον εκχριστιανισμό της Κύπρου, όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις των Αποστόλων. Τα μνημεία της Κύπρου διασώζουν συχνά το πορτραίτο του αγίου, αλλά απεικονίσεις του σε μνημεία άλλων περιοχών είναι μάλλον σπάνιες. Η απεικόνιση του αγίου Βαρνάβα στον ανατολικό τοίχο του ιερού, επάνω από την κόγχη, είναι ανορθόδοξη και προσδίδει ασφαλώς έναν προσωπικό τόνο στη διακόσμηση του ιερού, δηλαδή μπορεί να οφείλεται σε πρωτοβουλία κάποιου ασκητή με το ίδιο όνομα.»

 

Σε συνέχεια των προηγούμενων περί ανορθόδοξου της απεικόνισης, αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι στον Απόστολο Βαρνάβα έχει αποδοθεί από ορισμένους η συγγραφή του φερώνυμου Ευαγγελίου, καθώς και της λεγόμενης «Επιστολής του Βαρνάβα». Πρόκειται για «απόκρυφα», όπως χαρακτηρίζονται, κείμενα, που δε συμπεριλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη, καθώς σε πολλά τους σημεία έρχονται σε αντίθεση με τη βασική διδασκαλία του Χριστιανισμού. Στο Ευαγγέλιο του Βαρνάβα, για παράδειγμα, το οποίο εμπεριέχει και αρκετά στοιχεία από την παράδοση των Γνωστικών, αναφέρεται ότι εκείνος που σταυρώθηκε τελικά δεν ήταν ο Ιησούς αλλά ο Ιούδας Ισκαριώτης. Από την πλειοψηφία των σύγχρονων μελετητών τα κείμενα αυτά θεωρούνται ψευδεπίγραφα. Ωστόσο, δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς τι απόψεις επικρατούσαν παλαιότερα, και μάλιστα μεταξύ των ασκητών της σπηλιάς που κατά παρέκκλιση από τα καθιερωμένα επέλεξαν να απεικονίσουν τον Βαρνάβα στο Ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα (περισσότερα για το Ευαγγέλιο και την Επιστολή του Βαρνάβα: http://el.wikipedia.org/wiki/Επιστολή_Βαρνάβα, http://en.wikipedia.org/wiki/Epistle_of_Barnabas)

 

Η μορφή του Αποστόλου Βαρνάβα μόλις που διακρίνεται στη φωτογραφία αυτή από τη μελέτη της Ντ. Μουρίκη.

 

Το πιο ασυνήθιστο χαρακτηριστικό των εκκλησιδίων, όμως, αφορούσε μία απεικόνιση του Αγίου Νικολάου, στην κόγχη του φερώνυμου Ιερού.

 

Η τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου (από την Ντ. Μουρίκη), και δίπλα η έως το 1982 όψη του Ιερού και του τέμπλου (από τη μελέτη του Γ. Λαδά – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Η παράσταση αυτή αποτοιχίστηκε και απομακρύνθηκε από το Ιερό το 1982. Το ίδιο συνέβη και με τις αγιογραφίες του τέμπλου (δεύτερη παραπάνω φωτογραφία).

 

Αλλά, τι το ασυνήθιστο είχε η συγκεκριμένη τοιχογραφία;

 

Αποτελεί θεμελιώδη κανόνα της εικονογράφησης των χριστιανικών ναών, από την πρωτοχριστιανική ακόμα εποχή, στην κόγχη του Ιερού να απεικονίζεται η Παναγία («Πλατυτέρα»). Συγκεκριμένα, η μορφή της Παναγίας καταλαμβάνει πάντα το άνω τμήμα της κόγχης του Ιερού (το θολωτό τμήμα), ενώ κάτω από αυτή απεικονίζονται διάφοροι άγιοι – όπως ακριβώς, δηλαδή, είδαμε προηγουμένως ότι συνέβαινε με το Ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα.

 

Τυπικό παράδειγμα κόγχης Ιερού.

 

Η εικόνα του τιμώμενου αγίου τοποθετείται στο τέμπλο, δεύτερη αριστερά της πύλης του Ιερού («Ωραία Πύλη»). Οι κανόνες αυτοί, μαζί με επιπρόσθετες πληροφορίες, αναλύονται στη σελίδα http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/art/naos/page/page15.htm (στην εν λόγω σελίδα, οι θέσεις των εικόνων του τέμπλου περιγράφονται από τη σκοπιά κάποιου που στέκεται μέσα στο Ιερό και κοιτάζει προς τα έξω, δηλαδή αντίστροφα).

 

Σε αυτό το παράδειγμα, το βέλος δείχνει τη θέση όπου τοποθετείται η εικόνα του τιμώμενου αγίου.

 

Με βάση, λοιπόν, τους κανόνες αγιογράφησης, η εικόνα του Αγίου Νικολάου δεν είχε καμία θέση στην κόγχη του φερώνυμου Ιερού, καθώς στο συγκεκριμένο σημείο θα έπρεπε να είχε τοποθετηθεί η εικόνα της Παναγίας. Χαρακτηριστικό του ασυνήθιστου της προκειμένης περίπτωσης είναι το σχόλιο του καθηγητή Σωτηρίου ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59): «...Κάτωθεν καταπεσέντος κονιάματος της Αψίδος διακρίνεται υπό την Πλατυτέραν η αρχική τοιχογραφία παριστώσα τον Αγ. Νικόλαον· το παράδειγμα τούτο τοιχογραφίας του τιμωμένου αγίου εις την κόγχην του ιερού Βήματος είνε εκ των σπανιωτάτων...». Το γεγονός γίνεται ακόμα πιο παράξενο αν κανείς αναλογιστεί ότι, όπως φαίνεται και στην κάτοψη του Κ. Μαριανάκη, η τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου ήταν η μοναδική που υπήρχε στο εσωτερικό του Ιερού. Σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, η αρχική τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου επικαλύφθηκε από μία τοιχογραφία της Παναγίας. Αλλά και στο τέμπλο μπροστά από το Ιερό φιλοτεχνήθηκαν νέες εικόνες, με τον Άγιο Νικόλαο, σαν τιμώμενο άγιο του εκκλησιδίου, να εικονίζεται έτσι τελικά στην κανονική του θέση.

 

Οι παραστάσεις του τέμπλου του Αγίου Νικολάου, πριν αποτοιχιστούν το 1982. Οι παραστάσεις αυτές φιλοτεχνήθηκαν σε εποχή πολύ μεταγενέστερη εκείνης των αρχικών τοιχογραφιών.

 

Κατά τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκε η αγιογράφηση του Ιερού σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Δηλαδή, την κόγχη του Ιερού κατέλαβε η εικόνα της Παναγίας, ενώ η εικόνα του τιμώμενου αγίου τοποθετήθηκε –όπως φαίνεται και στις παραπάνω φωτογραφίες– στο τέμπλο, δεύτερη αριστερά της πύλης του Ιερού.

 

Τα παραπάνω εξηγούν και τα διάσπαρτα κτυπήματα από εργαλείο στην τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου. Τα κτυπήματα αυτά έγιναν προκειμένου να προετοιμάσουν την επιφάνεια ώστε το κονίαμα για την τοιχογραφία της Παναγίας, που σε κάποια νεότερη εποχή επικάλυψε την αρχική εικόνα, να «πιάσει» καλύτερα. Αντιθέτως, το πρόσωπο του αγίου είναι φανερό ότι είχε προηγουμένως καταστραφεί κακόβουλα, πιθανώς από κάποιον εισβολέα. Σχετικές ήταν οι σκέψεις που εξέφραζε το 1953 ο Γ. Λαδάς (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Προ εκατόν και πλέον ετών η τοιχογραφία αύτη (του Αγίου Νικολάου) ήτο κεκαλυμμένη δια νεωτέρου παχέως κονιάματος, όπερ κατέπεσε· επί του νέου τούτου κονιάματος θα ήτο εζωγραφισμένη η Θεοτόκος (Πλατυτέρα). Της τελευταίας ταύτης σήμερον σώζονται εκατέρωθεν της αποκαλυφθείσης τοιχογραφίας του Αγίου Νικολάου μόνον αι ζωγραφηθείσαι παρυφαί φυλλοστολίστου υφάσματος. Η προεργασία και προετοιμασία της καλύψεως δια νέου κονιάματος της παλαιάς ταύτης επί της κόγχης τοιχογραφίας του Αγίου Νικολάου, εγένετο δια κτυπημάτων (εγκοπών) επ' αυτής με ειδικόν σιδηρούν οξύ εργαλείον, του οποίου τα ομοιόμορφα ίχνη διακρίνονται ζωηρώς εφ' όλης της εικόνος, η καταστροφή όμως του προσώπου εγένετο ασφαλώς επίτηδες υπό τινός αλλοφύλου κατά την μακραίωνα τουρκικήν κατοχήν...».

 

Ίσως ήταν Τούρκοι εισβολείς, ίσως και όχι. Δε θα μάθουμε ποτέ την ιστορία αυτή. Όπως και δε θα μάθουμε σε ποια εποχή και υπό ποιες συνθήκες η αρχική τοιχογραφία επικαλύφθηκε από την εικόνα της Παναγίας. Όσο για το συμβολισμό της εικόνας του Αγίου Νικολάου, διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο σχόλιο του Γ. Λαδά (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Εις την κόγχην του ιερού Βήματος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, αντί της ως συνήθως εζωγραφισμένης εικόνος της Θεοτόκου (Πλατυτέρας) υπάρχει η εικών του αγίου Νικολάου, όστις κρατεί δια της αριστεράς χειρός ανοικτόν Ευαγγέλιον επί του οποίου εις δύο στήλας υπάρχει γεγραμμένη η αρχή του Ευαγγελίου του αναγιγνωσκομένου την παρασκευήν της δευτέρας εβδομάδος από της Υψώσεως του Σταυρού:

+ ΤΩ ΚΕΡΟ ΕΚΕΙΝΟ ΕCΤΗ Ο

ΙC ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ ΠΕΔΙΝΟΥ

(Τω καιρώ εκείνω έστη ο Ιησούς επί τόπου πεδινού, Λουκάς ς' 17). Ο ζωγράφος εσκεμμένως έθεσε την αρχήν τούτου του Ευαγγελίου, εις το οποίον αναφέρεται ότι "πλήθος πολύ του λαού από πάσης της Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ και της παραλίου Τύρου και Σιδώνος, οι ήλθον ακούσαι αυτού και ιαθήναι από των νόσων αυτών...", διότι και ο άγιος Νικόλαος λογίζεται ως κατ' εξοχήν μέγας θαυματουργός, και μάλιστα εις το παραπλεύρως αρχαιότερον εκκλησίδιον (του Αγίου Σπυρίδωνα), εις το ιερόν Βήμα, υπάρχει ολόσωμος εικών αυτού μετά της προσωνυμίας "Η βρύσις των θαυμάτων" (τη συναντήσαμε προηγουμένως).

 

 

Ας τα ξαναδούμε όλα μαζί. Έχουμε έναν ενιαίο λατρευτικό χώρο με αρκετές ιδιομορφίες ως προς την αγιογράφηση, ο οποίος διέθετε και ένα δεύτερο Ιερό. Το Ιερό αυτό κτίστηκε στραμμένο, όχι προς την Ανατολή, αλλά ακριβώς προς το βάθος της σπηλιάς. Στην κόγχη του Ιερού, αντί της εικόνας της Παναγίας, που αξιωματικά τοποθετείται στη θέση αυτή, υπήρχε η εικόνα του Αγίου Νικολάου. Καμία άλλη τοιχογραφία δεν υπήρχε στο εσωτερικό του Ιερού. Ο Άγιος Νικόλαος, η εικόνα του οποίου κοίταζε προς το βάθος της σπηλιάς, θεωρείται ως ο κατεξοχήν θαυματουργός άγιος, φέροντας το χαρακτηρισμό «η βρύσις των θαυμάτων».

 

Η βρύσις των θαυμάτων, στραμμένη προς τα σκοτεινά ενδότερα μιας σπηλιάς των θαυμάτων...

 

Το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά θα μας απασχολήσει συνολικά παρακάτω. Εδώ, ας διευκρινίσουμε ορισμένες λεπτομέρειες της όλης ιστορίας.

 

Σημειώσαμε προηγουμένως ότι οι τοιχογραφίες που σώζονταν στο εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου αφαιρέθηκαν και απομακρύνθηκαν από το χώρο το 1982. Το ίδιο συνέβη και με αρκετές από τις τοιχογραφίες του Αγίου Σπυρίδωνα. Σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας εκείνης της χρονιάς, οι συγκεκριμένες τοιχογραφίες είχαν κλαπεί από αρχαιοκάπηλους. Στην πραγματικότητα, οι αρχαιοκάπηλοι ήταν... το Βυζαντινό Μουσείο – μία ακόμα ένδειξη της σύγχυσης που επικρατούσε ανέκαθεν γύρω από οτιδήποτε σχετίζεται με τη σπηλιά της Πεντέλης.

 

Εφημερίδα "Ριζοσπάστης", φύλλο 10/07/1982, σελίδα 9.

  

Στο Βυζαντινό Μουσείο, λοιπόν, προς αποκατάσταση και συντήρηση, μεταφέρθηκαν οι παραστάσεις που αποτοιχίστηκαν από τα εκκλησίδια της σπηλιάς. Εκεί και εκτίθενται ορισμένες από αυτές.

 

Αριστερά: ο Ιησούς Παντοκράτορας, που κοσμούσε τον τρούλο. Στο Βυζαντινό Μουσείο επιτρέπεται η φωτογράφηση, όχι όμως και η χρήση φλας – εξ ου και τα αλλοιωμένα χρώματα της φωτογραφίας. Δεξιά: το τείχος δεν έφραζε την είσοδο της σπηλιάς ως επάνω. Από το κενό, και διά μέσω του μοναδικού ανοίγματος του τρούλου, το ηλιακό φως εισχωρούσε και φώτιζε το Ιερό του Αγίου Νικολάου.

 

Μέρος του Βυζαντινού Μουσείου στεγάζεται στο επί της Βασιλίσσης Σοφίας μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας, το οποίο αποτελούσε τη θερινή της κατοικία. Έτσι, τα νήματα του χρόνου και τις ιστορίας έφεραν τις τοιχογραφίες των εκκλησιδίων της σπηλιάς, που μεταφέρθηκαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Πεντέλη, λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα από το μέγαρο της ιδιόρρυθμης δούκισσας, το όνομα της οποίας έχει συνδεθεί περισσότερο από κάθε άλλου ανθρώπου με το βουνό της Πεντέλης.

 

Η θερινή κατοικία της δούκισσας της Πλακεντίας, σήμερα κτίριο του Βυζαντινού Μουσείου.

 

Μεταξύ, τώρα, των τοιχογραφιών των εκκλησιδίων της σπηλιάς, στο Βυζαντινό Μουσείο εκτίθεται και μία επιγραφή με τη δική της ξεχωριστή ιστορία. Πρόκειται για ένα τμήμα χρονολογίας, σε ένα θραύσμα της αγιογράφησης του τρούλου.

 

Η επιγραφή του τρούλου. Μη ρωτάτε πώς ανάψαμε φλας μέσα στο μουσείο για τη φωτογραφία αυτή.

 

Η χρονολογία αυτή αντιστοιχεί στο έτος ανιστορήσεως, το έτος δηλαδή κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η αγιογράφηση του τρούλου – πιθανώς και η λοιπή αρχική αγιογράφηση του Αγίου Νικολάου.

 

Σφοδρές διαμάχες είχαν ξεσπάσει κατά το παρελθόν σχετικά με την ένδειξη της συγκεκριμένης χρονολογίας. Ο Γ. Λαδάς, ο οποίος και την είχε εντοπίσει αρχικά, την είχε αναγνώσει ως «¸ΑΨΠΒ'», δηλαδή 1782 μ.Χ. (η αντιστοιχία γραμμάτων με αριθμητικά ψηφία δίδεται στη διεύθυνση http://www.fargonasphere.com/piso/numcode.html). Οι καθηγητές Σωτηρίου και Ορλάνδος διαφώνησαν με την ανάγνωση αυτή, υποστηρίζοντας ότι το πρώτο γράμμα ήταν «¸ς» και όχι «¸Α». Αυτό μετέτρεπε τη χρονολογία σε «6782 από κτίσεως κόσμου», δηλαδή σε 1274 μ.Χ. (από τον τρίτο μ.Χ. αιώνα, με βάση μία ερμηνεία του χωρίου Εξοδ. 25:10–11 της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αναφέρεται στην Κιβωτό του Νώε, είχε καθιερωθεί η αντίληψη ότι ο κόσμος είχε δημιουργηθεί το έτος 5508 προ Χριστού). Ο Γ. Λαδάς επανήλθε δριμύτερος, εκδίδοντας τη μελέτη "Η σπηληά της Πεντέλης και απάντησις εις επικρίσεις των βυζαντινολόγων καθηγητών Γ. Α. Σωτηρίου και Α. Κ. Ορλάνδου", στην οποία υποστήριζε την αρχική του άποψη («...Περί δε του παρ' ημών παρατηρηθέντος και υποδειχθέντος το πρώτον μεταξύ των σφαιρικών τριγώνων και του τυμπάνου του τρούλλου, τμήματος γραπτής επιγραφής, διά λευκού χρώματος, μετά χρονολογίας: [...διά χειρός... ζωγράφο] Υ ΈΤΟΣ ¸ΑΨΠΒ'...»), παραθέτοντας και σχετικές εικόνες (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Τελικά, φάνηκε ότι ο Γ. Λαδάς δεν είχε δίκιο. Όπως δείχνει σχέδιο του καθηγητή Ν. Μουτσόπουλου (περιοδικό "Ζυγός", τεύχος 50, έτος 1960), το πρώτο γράμμα της χρονολογίας ήταν το «¸ς», που αντιστοιχεί στο νούμερο 6000:

 

Αποτύπωση της χρονολογίας κατά τον καθηγητή Ν. Μουτσόπουλο.

 

Το γράμμα αυτό, που τόσες διαμάχες είχε προκαλέσει, δε διασώθηκε στο θραύσμα της επιγραφής που εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο. Και αποτελεί ειρωνεία της όλης ιστορίας ότι, τελικά, ούτε και οι καθηγητές Μουτσόπουλος και Σωτηρίου είχαν δίκιο, αφού, όπως φαίνεται καθαρά και στο παραπάνω σχέδιο (του ίδιου του καθηγητή Μουτσόπουλου), το τρίτο γράμμα της χρονολογίας είναι «Μ», και όχι «Π». Οπότε η χρονολογία του τρούλου ήταν «¸ςΨΜΒ'», που αντιστοιχεί σε «6742 από κτίσεως κόσμου», δηλαδή στο έτος 1234 μ.Χ.

 

Η συγκεκριμένη χρονολογία, λοιπόν, σε αντίθεση με τα περί λήσταρχου Νταβέλη, αναγραφόταν ορθά σε ενημερωτική πινακίδα που είχε αναρτηθεί κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2000 στο εσωτερικό των εκκλησιδίων.

 

 

Στην ίδια πινακίδα γινόταν αναφορά και στην ύπαρξη οστεοφυλακίων, ενώ διατυπωνόταν η άποψη ότι ίσως το εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου είχε χρησιμοποιηθεί ως ταφικό παρεκκλήσιο. Πράγματι, υπάρχουν δύο καταπακτές στο δάπεδο του Αγίου Νικολάου...

 

 

...που οδηγούν σε δύο μικρά οστεοφυλάκια.

 

 

Κατά τις εργασίες συντήρησης των εκκλησιδίων μεταξύ 2002–2004, βρέθηκαν στο εσωτερικό των οστεοφυλακίων ανθρώπινα οστά. Είναι, λοιπόν, βάσιμη η άποψη ότι το εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου είχε και ταφικό χαρακτήρα. Από την άλλη, στους χώρους των συγκεκριμένων οστεοφυλακίων δε θα μπορούσαν παρά να είχαν αποτεθεί τα οστά πολύ περιορισμένου αριθμού ασκητών/μοναχών. Τι απέγιναν οι υπόλοιπες σοροί των μοναζόντων, που επί διάστημα δέκα περίπου αιώνων ζούσαν και πέθαιναν στη σπηλιά;

 

Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια της ενότητας.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ