ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΙΓ')

 

 

Εκείνο που τονίστηκε από την αρχή της συζήτησης μας για την αδελφότητα της σπηλιάς είναι ότι στο χώρο λειτουργούσε κάποτε μία μονή. Αυτό διαφαίνεται από τα όσα εκτέθηκαν προηγουμένως σε σχέση με τα εκκλησίδια και το τείχος της σπηλιάς, ενώ σημειώνεται και στις παρατηρήσεις του καθηγητή Σωτηρίου. Στην πιθανότητα ύπαρξης μονής αναφερόταν και η Ντ. Μουρίκη μέσα από τη μελέτη της "Οι βυζαντινές τοιχογραφίες των παρεκκλησίων της Σπηλιάς της Πεντέλης", σχολιάζοντας: «...Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαπιστωθή αν τα παρεκκλήσια αυτά ήσαν ο πυρήνας μικρού μοναστηριακού συγκροτήματος· το μόνο στοιχείο που ενισχύει παρόμοια άποψη είναι το σωζόμενο τμήμα διαβατικού εμπρός από τη βορειοδυτική πλευρά του βορείου παρεκκλησίου (αναφέρεται στην αρχική είσοδο του συμπλέγματος, από το εσωτερικό της σπηλιάς, για την οποία συζητήσαμε πριν). Η σπηλιά διαθέτει πολλά κοιλώματα προς βορράν, τα οποία έχουν υποστή μια στοιχειώδη διαμόρφωση, ώστε θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθή σαν κελλιά ασκητών...». Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά επιπρόσθετα στοιχεία, πέραν των αναφερόμενων από την Ντ. Μουρίκη. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, τώρα να συμπληρώσουμε την εικόνα, εστιάζοντας σε κάποια άλλα μέρη της.

 

Κατ' αρχάς, όπως είδαμε, και ο Γ. Λαδάς, στη σχετική του μελέτη του 1953 κατέληγε στο συμπέρασμα ότι για διάστημα αρκετών αιώνων στο χώρο της σπηλιάς υπήρχε εγκατεστημένη μονή («...Κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους (150–527 μ.Χ.), ως εμφαίνεται εκ των περισωθέντων επιγραφών καθιερώθη εν αυτή (τη σπηλιά) η χριστιανική λατρεία, κατά δε τους υστέρους βυζαντινούς, ως επίσης αποδεικνύεται εξ επιγραφής και εκ των προ της σπηλιάς κτισμάτων, συνεστήθη εκεί μονύδριον, του οποίου η ακμή εξηκολούθησε, καθ ημάς, και κατά την περίοδον της εν Αθήναις Φραγκοκρατίας...»). Μία από τις επιγραφές για τις οποίες γίνεται λόγος στο προηγούμενο απόσπασμα σωζόταν ακόμα κατά το χρόνο επίσκεψης του Γ. Λαδά στη σπηλιά...

 

 

...και μπορούσε να αναγνωστεί ως:

 

 

Σχολίαζε σχετικά ο ίδιος: «...Μια κατεστραμμένη (επιγραφή), την οποίαν ηδυνήθημεν να απομονώσωμεν από τας πολλάς αλλεπαλλήλους επ' αυτής χαράξεις, μας διδάσκει ότι κατά τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους, ο τόπος ούτος (η σπηλιά) θα απετέλη μέρος προσκυνήσεως, ίσως λόγω υπαρχούσης εκεί μονής, όπερ ενισχύεται και εκ των εν γένει ερειπίων...».

  

Σημαντικότερη είναι μία άλλη παρατήρηση του Γ. Λαδά, περί σωζόμενων ιχνών κτισμάτων σε χώρο έξω από τη σπηλιά. Σημείωνε συγκεκριμένα σε άλλο σημείο της μελέτης του: «...προς δεξιά της Σπηληάς διακρίνονται ίχνη κατοικιών, μάλιστα διορόφων, ως φαίνεται εκ των οπών αι οποίαι σώζονται εις τους εκεί ευρισκομένους βράχους προς τοποθέτησιν των ξυλίνων δοκών...».

 

Οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι οι διώροφες αυτές κατοικίες αποτελούσαν τους κοιτώνες της μονής της σπηλιάς. Όσο για τις δοκοθήκες που αναφέρονται στο προηγούμενο απόσπασμα, από αυτές πλέον σώζονται μόνο δύο γειτονικές. Η μία είναι μισοκατεστραμμένη, ενώ η άλλη φέρει στο βάθος της μεταγενέστερη, αχρησιμοποίητη οπή φουρνέλου.

 

Οι δύο δοκοθήκες που έχουν διασωθεί.

 

Το σύνολο των δοκοθηκών εντοπιζόταν περί τα 80 μέτρα νοτιοανατολικά της σπηλιάς, σε τμήμα του βράχου που κόπηκε προκειμένου να διανοιχτεί ο χωματόδρομος που περνάει μπροστά από αυτή και συνεχίζει προς ψηλότερα σημεία του βουνού (η διάνοιξη του χωματόδρομου είχε γίνει κατά τη διάρκεια και για τους σκοπούς των έργων της περιόδου 1977–1983).

 

Η σημερινή εικόνα. Η διάνοιξη του δρόμου κατά τα έργα 1977–1983 επέφερε την καταστροφή του τμήματος βράχου όπου σώζονταν οι δοκοθήκες (σημειώνεται στη δεξιά φωτογραφία).

 

Συγκριτική της πρώτης παραπάνω φωτογραφίας, τραβηγμένη στις 19/07/1980 από τον «Διολίδη», πριν τη διάνοιξη του χωματόδρομου. Επί του βράχου στα δεξιά της φωτογραφίας, πίσω από τους σωρούς από άμμο, εντοπίζονταν οι δοκοθήκες, διατεταγμένες σε σειρές. Μόλις λίγες μέρες πριν τη φωτογράφηση αυτή, και μεσούντων των έργων, είχε ολοκληρωθεί και το τσιμεντένιο κατασκεύασμα αριστερά.

 

Εκτός του συγκεκριμένου τμήματος, ανατρέχοντας κανείς σε παλιές απεικονίσεις μπορεί να διαπιστώσει τις ανακατατάξεις που επήλθαν και καθ' όλη την υπόλοιπη επιφάνεια του βράχου δεξιά του ανοίγματος της σπηλιάς, γεγονός που εξηγεί γιατί η επιφάνεια αυτή, κατά το μεγαλύτερο της μέρος, δε φέρει χαράγματα ή λαξεύματα παλαιότερα των αρχών του 20ου αιώνα.

 

Ο κοφτός βράχος αμέσως δεξιά της σπηλιάς.

 

Συγκρίνοντας, για παράδειγμα, την απεικόνιση της σπηλιάς που περιλαμβάνεται στις περιηγητικές εντυπώσεις του E. Dodwell με τη σημερινή εικόνα, οι διαφορές είναι εμφανείς.

 

Οι δύο εικόνες έχουν διαφορά δύο περίπου αιώνων.

 

Μεγάλα κομμάτια βράχου αποκολλήθηκαν κατά καιρούς, αλλάζοντας τη διαμόρφωση του χώρου έξω από τη σπηλιά, κυρίως στα δεξιά της εισόδου της. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε μία απεικόνιση της δεκαετίας του 1920, της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη.

 

Το εξωτερικό της σπηλιάς, όπως ήταν τη δεκαετία του 1920.

 

Η απεικόνιση είχε περιληφθεί στο άρθρο του καθηγητή Σωτηρίου για τα εκκλησίδια της σπηλιάς ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59) και εκ παραδρομής είχε τυπωθεί ανάποδα (αντεστραμμένη ως προς τον κάθετο άξονα, δηλαδή το δεξιά αριστερά και το αριστερά δεξιά). Παραπάνω την έχουμε αντιστρέψει και πάλι (όχι βεβαίως και τη λεζάντα), επαναφέροντας τη στην ορθή αρχική της αποτύπωση.

 

Πέρα από τους μεγάλους όγκους βράχου που φαίνονται να έχουν κατακρημνιστεί δεξιά της εισόδου και που υποδηλώνουν τα όσα σημειώσαμε περί ανακατατάξεων του χώρου έξω από τη σπηλιά, το σχέδιο αυτό μας δίνει την ευκαιρία να σταθούμε και σε δύο άλλα σημεία ενδιαφέροντος. Μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς διακρίνεται η κεντρική πύλη του τείχους, για την οποία μιλήσαμε πριν. Σχηματιζόταν, λοιπόν, ακόμα κατά τη δεκαετία του 1920 το άνοιγμα της πύλης της σπηλιάς, ανάμεσα στο τμήμα του τείχους που στέκει ακόμα σήμερα (αμέσως δεξιά της πύλης) και σε ένα διπλανό τμήμα (αμέσως αριστερά της πύλης), το οποίο κάποια στιγμή κατέρρευσε ή γκρεμίστηκε. Το δεξί τμήμα της εισόδου της σπηλιάς φρασσόταν από δύο διαφορετικές ομάδες φυλλωμάτων, που κάλυπταν και την πρόσοψη των εκκλησιδίων. Τα αριστερά, πιο ανοιχτόχρωμα φυλλώματα ανήκαν στον κισσό που έως σχετικά πρόσφατα στόλιζε το προαύλιο της σπηλιάς. Είναι δύσκολο να βγάλει κανείς ασφαλές συμπέρασμα για τον μεγάλο όγκο των δεξιά, πιο σκουρόχρωμων φυλλωμάτων. Αυτά ανήκαν είτε σε κάποια γειτονική ρίζα κισσού είτε σε κάποιο άλλο θαμνώδες φυτό ή δέντρο, που φύτρωνε στο βράχο πάνω από τη σπηλιά και κρεμόταν μπροστά από τα εκκλησίδια (κάτι ανάλογο αποτυπώνεται και στην παλαιότερη απεικόνιση, από τις περιηγητικές εντυπώσεις του E. Dodwell).

 

Αλλά, ας κοιτάξουμε για λίγο το σχέδιο της Αγγελικής Χατζημιχάλη με κάπως διαφορετική διάθεση. Πέρα από τις πληροφορίες που μας παρέχει, υπάρχει και μία εικόνα πίσω από την εικόνα, που αχνοφαίνεται για όποιον κοιτάξει, όχι τόσο για να δει, όσο για να ακούσει.

 

Εκεί, λοιπόν, στη ρίζα μεγάλων κάθετων βράχων που αποπνέουν μια διαπεραστική αίσθηση ερημιάς, πίσω από σωρούς από πέτρες, το μονοπάτι οδηγεί σε ένα σκοτεινό άνοιγμα. Δεξιά, ένας υπεραιωνόβιος κισσός –ο κισσός του Διονύσου, θεού της εμπνεύσεως, όπως τον χαρακτήριζε ο Καμπούρογλου– έχει κρύψει πίσω του δύο παμπάλαιους ναΐσκους ενός άλλου θεού – μισόλογα και απομεινάρια μιας ξεχασμένης ιστορίας. Δίπλα, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους πέτρινους τοίχους, σχηματίζεται μία αψιδωτή πύλη. Ο διαβάτης που θα θελήσει να εισέλθει στη σπηλιά μπορεί να επιλέξει να παρακάμψει την πύλη ή να περάσει μέσα από αυτή. Σε κάθε περίπτωση, η πύλη θα εξακολουθήσει να στέκει εκεί, αχρονική μέσα στο βουβό τοπίο.

 

Εδώ φοράμε πάλι τα χοντρά πραγματιστικά/ορθολογιστικά μας γυαλιά. Αν αυτό σας ανακουφίζει, μάλλον δεν είδατε την εικόνα. Αν σας απογοητεύει, μην ανησυχείτε, θα έχουμε την ευκαιρία να τα ξαναβγάλουμε αρκετές φορές στη συνέχεια αυτής της ενότητας. Ίσως, μάλιστα, στο τέλος απαλλαγούμε εντελώς από αυτά.

 

Λέγαμε, λοιπόν, ότι τα ίχνη των πιθανολογούμενων κοιτώνων της μονής έχουν πια καταστραφεί (εκτός από τις δύο δοκοθήκες που σώζονται ακόμα), ενώ και η υπόλοιπη επιφάνεια του βράχου δεξιά της σπηλιάς έχει αλλάξει. Δυστυχώς. Γιατί είναι βέβαιο ότι παλαιότερα εκεί θα υπήρχαν χαραγμένα ονόματα, σημάδια και επιγραφές, που θα μετέφεραν απόηχους από το παρελθόν. Πάντως, αν τίποτα σχεδόν δε σώζεται πια από τα κτίσματα στα οποία αντιστοιχούσαν οι δοκοθήκες, δε συμβαίνει το ίδιο και με ένα άλλο παμπάλαιο κτίσμα, λίγα μέτρα παραπέρα.

 

Ο Γερμανός ευγενής Carl Haller von Hallerstein είχε επισκεφτεί τη σπηλιά τον Σεπτέμβριο του 1817. Όντας και σχεδιαστής εκτός από αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας, ο Hallerstein είχε σχεδιάσει χάρτες της περιοχής (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Μεταξύ άλλων, σε έναν από τους χάρτες αυτούς σημειωνόταν η ύπαρξη και ενός τρίτου εκκλησιδίου, εκτός των δύο γνωστών που βρίσκονται στην είσοδο της σπηλιάς.

 

Ο Carl Haller von Hallerstein.

 

Η θέση του εκκλησιδίου σημειώνεται και στο χάρτη του Μ. Κορρέ, που είδαμε στην ενότητα "Οι στοές της Πεντέλης", με την ένδειξη (στο κάτω μέρος του χάρτη): «6. Ερείπιο παλιού κτίσματος. Ταυτίζεται προς το Ναΰδριο που σημειώνεται στο σχέδιο Hallerstein (1817), στην ίδια περίπου θέση». Λίγο δεξιότερα σημειώνονται και οι σειρές από δοκοθήκες, με ένδειξη «36. Σποραδικά λείψανα βοηθητικών κτισμάτων. Ασκηταριά ή καταλύματα.»

 

Ένα μικρό λοφάκι από πέτρες και χώμα είναι ό,τι σώζεται πλέον από το εκκλησίδιο αυτό. Από μακριά, μόλις που ξεχωρίζει ανάμεσα στα υπόλοιπα συστατικά του τοπίου...

 

 

...με το δίκτυ της περίφραξης των έργων του 1977–1983 να το έχει σκεπάσει σαν σε συμβολική χειρονομία προστασίας...

 

 

...καθώς δίπλα ακριβώς ανοίγεται γκρεμός πολλών μέτρων (αντιστοιχεί σε μέτωπο νεότερου υποκείμενου λατομείου, που δεν υπήρχε την εποχή κατά την οποία είχε κτιστεί το εκκλησίδιο).

 

 

Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για το παμπάλαιο αυτό κτίσμα. Φαίνεται, πάντως, ότι το 1817, οπότε είχε επισκεφθεί την περιοχή ο Hallerstein, τα σωζόμενα ερείπια ήταν επαρκή ώστε να μαρτυρούν ότι στο συγκεκριμένο σημείο έστεκε εκκλησίδιο, το οποίο μάλιστα, σε αντίθεση με τα δύο άλλα στην είσοδο της σπηλιάς, ήταν προσανατολισμένο σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας, στραμμένο δηλαδή προς την Ανατολή, όπως φαίνεται στο χάρτη του Μ. Κορρέ.

 

Το ιδιαίτερα μικρό μέγεθος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το εκκλησίδιο βρισκόταν περί τα 20 μόλις μέτρα μακρύτερα από τους πιθανολογούμενους κοιτώνες της μονής, οδηγεί στη σκέψη ότι ίσως επρόκειτο για παρεκκλήσιο κοιμητηρίου, ότι δηλαδή κάπου δίπλα υπήρχε χώρος ταφής μοναχών. Πρόκειται απλώς για μια υπόθεση, καθώς ίχνη τάφων δεν έχουν βρεθεί. Αυτό, βέβαια, θα μπορούσε να εξηγηθεί εν μέρει από το ότι, όπως σημειώσαμε, ο παρακείμενος του εκκλησιδίου γκρεμός δημιουργήθηκε κατά τη λειτουργία νεότερου λατομείου, το οποίο ενδεχομένως εξαφάνισε και τα υπολείμματα του όποιου κοιμητηρίου. Πάλι, ο Τσελεμπί στη μαρτυρία του έκανε λόγο για «χιλιάδες ανθρώπινα κόκκαλα» στο εσωτερικό των τούνελ της σπηλιάς. Δεν αποκλείεται να ίσχυαν και τα δύο, να υπήρχαν δηλαδή και οστεοφυλάκια σε κάποιους χώρους της σπηλιάς και ένα μικρό κοιμητήριο έξω από αυτή, δίπλα στις σκήτες των μοναχών.

 

Ο γκρεμός, στο χείλος του οποίου σώζονται τα ερείπια του εκκλησιδίου, αντιστοιχεί σε μέτωπο νεότερου υποκείμενου λατομείου.

 

Όπως και να 'χει, εφόσον, με βάση όσα συζητήσαμε ως εδώ, μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. αιώνα στη σπηλιά ιδρύθηκε μια μονή, για τι αριθμό μοναχών μιλάμε; Πόσοι περίπου ήταν οι εκάστοτε μονάζοντες στη μονή της σπηλιάς;

 

Στοιχεία για μία κατά προσέγγιση απάντηση μάς παρέχουν κάποια άλλα κτίσματα της περιοχής.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ