Ας ξεκινήσουμε από ένα απόσπασμα της πραγματείας "Αι Αθήναι Εξεταζόμεναι υπό Υδραυλικήν Έποψιν" του γεωλόγου Ανδρέα Κορδέλλα, έκδοσης 1879 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Υδραγωγείον Πεντέλης. – Εγγύς της ιεράς Μονής υπάρχει δεξαμενή 25μ μήκους 11μ πλάτους και 2μ βάθους, ήτοι χωρητικότητος 560μ3, ήτις πληρούται δι' υδάτων διοχετευομένων δ' υδραγωγείου λελεαξευμένου εν τω σχιστολίθω και διευθυνομένου προς τας φάραγγας του Πεντελικού. Το ποσόν του καθ' εκάστην διοχετευομένου ύδατος φθάνει εις 200–220μ3 καθ' α εύρον εν μηνί Οκτωβρίω, ότε εγένετο σκέψις υπό της δημοτικής αρχής και του κ. Νομάρχου προς διχέτευσιν αυτού εις την πόλιν δια του Αδριανείου υδραγωγείου.
Παραπλεύρως της οδού του Πεντελικού υπάρχει ρυάκιον περιέχον και εν ώρα θέρους ύδατα. Περί αυτό φαίνονται ερείπια μύλων, πολύ δε κατωτέρω εις τα δεξιάς όχθας του φαραγγώδους τούτου ρυακίου φαίνεται λελαξευμένον υδραγωγείον, μεγάλων διαστάσεων ούπω εξετασθέν και γνωσθέν καλώς. Φαίνεται δε διευθυνόμενον εις την θέσιν Λουτρό και Καλογρέζαν.
Στο απόσπασμα αυτό γίνεται λόγος για τρία διαφορετικά υδραγωγεία. Η σήραγγα του πρώτου, λαξευμένη μέσα σε σχιστολιθικό πέτρωμα, κατέληγε σε δεξαμενή που βρισκόταν κοντά στη μονή Πεντέλης, ξεκινώντας, σύμφωνα με τον Α Κορδέλλα, από τις χαράδρες («φάραγγας») του βουνού. Η πληροφορία αυτή ταιριάζει απόλυτα με τα όσα λέγαμε προηγουμένως περί απόληξης τούνελ απορροής υπογείων υδάτων στους πρόποδες της Πεντέλης. Το πιθανότερο είναι η συγκεκριμένη σήραγγα να είχε ως αφετηρία το σημείο όπου κατέληγαν κάποια τέτοια τούνελ απορροής, ύδατα των οποίων φαίνεται ότι και παροχέτευε.
Το δεύτερο υδραγωγείο αναφέρεται ότι ήταν μεγάλων διαστάσεων και ότι είχε κατεύθυνση προς Φιλοθέη («Καλογρέζαν»). Το πιθανότερο είναι να επρόκειτο για κάποιο βοηθητικό του Αδριάνειου υδραγωγείου έργο.
Το τρίτο, τέλος, αναφερόμενο υδραγωγείο ήταν το Αδριάνειο, το οποίο κατά το χρόνο της παραπάνω περιγραφής (1879) λειτουργούσε κανονικά και υδροδοτούσε την Αθήνα (περισσότερα στοιχεία για το Αδριάνειο υδραγωγείο μπορείτε να βρείτε στη σελίδα της Αθήνας, και συγκεκριμένα εδώ). Στη σήραγγα του σημείωνε ο Α Κορδέλλας ότι «εγένετο σκέψις» να διοχετευτούν τα ύδατα του τοπικού υδραγωγείου που κατέληγε στη δεξαμενή κοντά στη μονή Πεντέλης. Το Αδριάνειο υδραγωγείο, τώρα, που κατασκευάστηκε το πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα, αντλούσε ύδατα κυρίως από την Πάρνηθα και την Πεντέλη, και τα διοχέτευε, με σήραγγες που ξεπερνούσαν σε συνολικό μήκος τα 25 χιλιόμετρα, στην πόλη των Αθηνών. Ο κλάδος της Πεντέλης ξεκινούσε λίγες δεκάδες μέτρα μακρύτερα από την πηγή της Αγίας Τριάδας, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως.
Διαφωτιστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα, που είχε δημοσιευτεί το 2005 στην ιστοσελίδα της κοινότητας Πεντέλης (http://web.archive.org/web/20050212064650/http://www.penteli.gr/arx.htm – ανάκτηση από "Wayback Machine"):
...Το Υδραγωγείο ήταν μια υπόγεια σήραγγα, μήκους 25 χιλιομέτρων η οποία σκάφτηκε με τα χέρια, πιθανώς σκλάβων, με μόνα εργαλεία λάξευσης της πέτρας το σφυρί και το καλέμι. Η αρχή της υπόγειας αυτής σήραγγας βρίσκεται στο δυτικό αδιέξοδο της οδού Μεσολογγίου της περιοχής Αγίας Τριάδος Πεντέλης και η διαδρομή της τέμνει την οδό Αγ. Τρύφωνος της ίδιας περιοχής, περνάει στο δυτικό άκρο της πλατείας Αγίας Τριάδος και διαμέσου της κλίμακος της Ιεράς Μονής Πεντέλης συνεχίζει προς Χαλάνδρι και Λυκαβηττό. Ήταν σχεδιασμένο για να μαζεύει νερό κατά μήκος όλης της χάραξης, με πολλά συμπληρωματικά έργα συνδεδεμένα με το Αδριάνειο μέσω υπογείων σηράγγων ή μικρών υδραγωγείων που μετέφεραν νερό από άλλες πηγές. Βοηθητικά υδραγωγεία ήταν του Χαλανδρίου, του Κοκκιναρά, της Κιθάρας, του Μονοματίου...
Το δυτικό αδιέξοδο της οδού Μεσολογγίου στην Πεντέλη, σημείο από το οποίο ξεκινούσε ο πεντελικός κλάδος του Αδριάνειου υδραγωγείου. Κατά ταιριαστή σύμπτωση, λίγο πιο πέρα προς τα βορειανατολικά εντοπίζονται και οι οδοί "Δεξαμενής" και "Σπηλιάς". |
Προσέξτε στην περιγραφή του προηγούμενου αποσπάσματος τη χρήση ενεστώτα χρόνου («η αρχή της υπόγειας αυτής σήραγγας βρίσκεται...»), καθώς και τη σαφή αναφορά περί διέλευσης του πεντελικού κλάδου του Αδριάνειου υδραγωγείου διά μέσω της κλίμακας (σκάλας) της μονή Πεντέλης, που βρίσκεται κτισμένη σε απόσταση 700 περίπου μέτρων από την αρχή της σήραγγας.
Η σκάλα της μονής Πεντέλης. |
Κάτω από τη σκάλα που οδηγεί στον κυρίως χώρο της μονής υπάρχει ένα μικρό υπόγειο σύμπλεγμα στοών, το οποίο, κατά την παράδοση, είχε λειτουργήσει ως «κρυφό σχολειό» τα χρόνια της τουρκοκρατίας και πλέον φιλοξενεί το μικρό μουσείο της μονής.
Το σύμπλεγμα στοών κάτω από την κεντρική σκάλα της μονής Πεντέλης. |
Υπό το χώρο αυτό διερχόταν –και διέρχεται– η σήραγγα του Αδριάνειου υδραγωγείου.
Τα περί υπόγειων στοών υπό ή παρά (θυμηθείτε και τη σήραγγα που κατέληγε σε δεξαμενή) τη μονή Πεντέλης δεν είναι μύθος αλλά πραγματικότητα. Μύθο, αντιθέτως, αποτελούν αρκετές από τις φήμες που σχετίζονται με την υποτιθέμενη πορεία και κατάληξη των εν λόγω στοών.
Θυμηθήκαμε, πάντως, πάλι εδώ το πόνημα που, μετά την «εξονυχιστική μελέτη της Πεντέλης», αποκάλυψε ότι οι στοές της μονής Πεντέλης συνιστούν «μυθώδη υπόγεια περάσματα, απόρροια των λαογραφικών παραδόσεων και προλήψεων». Το πώς η «διαφώτιση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πτυχών του θέματος» κατέληξε στο ότι τα περί ύπαρξης των στοών αυτών «στερούνται χειροπιαστών στοιχείων και άρα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά», αποτελεί ασφαλώς ένα ακόμα από τα μυστήρια της Πεντέλης.
Όσο για τη χρήση ενεστώτα χρόνου που λέγαμε πριν, ναι, η συγκεκριμένη σήραγγα υπάρχει ακόμα, όπως υπάρχουν και κάποιες δίοδοι προς αυτή. Κατά μήκος των σηράγγων του Αδριάνειου υδραγωγείου είχαν διανοιχτεί εκατοντάδες φρεάτια, που διευκόλυναν την πρόσβαση, συντήρηση και επιδιόρθωση των υπόγειων αγωγών (ενίοτε οι σήραγγες φράσσονταν από λάσπη και άλλες φερτές ύλες). Ενδεικτική είναι η ακόλουθη φωτογραφία, που προέρχεται από το βιβλίο του Αναστασίου Παππά "Η Ύδρευσις των Αρχαίων Αθηνών", και η οποία απεικονίζει το υπέργειο τμήμα ενός τέτοιου φρεατίου στους πρόποδες της Πάρνηθας (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Συγκρίνετε, τώρα, το φρεάτιο αυτό με ένα άλλο, που βρίσκεται στους πρόποδες της Πεντέλης, λίγες δεκάδες μέτρα μακρύτερα από τη φερώνυμη μονή.
Το φρεάτιο και τα διακριτικά του. |
Αλλά, αρκετά με την «υπεδαφολογία». Ξεκινήσαμε τη συζήτηση αυτή από την παλιά σπηλιά, επεκταθήκαμε στα τούνελ που ξεκινούσαν από το εσωτερικό της, και τελικά καταλήξαμε στις τεχνητές στοές των υπωρειών της Πεντέλης. Καιρός να επιστρέψουμε στη σπηλιά, καθώς η ύπαρξη ανοιγμάτων προς τούνελ δεν ήταν το μοναδικό ενδιαφέρον της χαρακτηριστικό. Η σπηλιά, βλέπετε, διέθετε κάποτε και «παράξενους» σταλακτίτες.
Στην αρχή, μας είχε κινήσει απλώς την περιέργεια. Ήταν μία αναφορά του Άγγλου αρχαιολόγου και τοπογράφου Sir William Gell, ο οποίος σε σύγγραμμα του 1819 αποτύπωνε τις εντυπώσεις του από μία επίσκεψη στη σπηλιά της Πεντέλης. Ανέφερε, λοιπόν, ο W. Gell (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Σε πεζοπορική απόσταση16' από το όριο του κήπου της μονής (Πεντέλης), στην πλαγιά του όρους είναι το πλησιέστερο από τα λατομεία. Το μεγάλο λατομείο είναι σε απόσταση 41' από τη μονή και παρέχει μια εκτεταμένη θέα από τον Κιθαιρώνα μέχρι το Σούνιον. Εκεί είναι μια σπηλιά μήκους 250 ποδών περίπου, η οποία είναι ασφαλώς αξιοθέατη. Οι σταλακτίτες είναι παράδοξοι...».
Ο Sir William Gell. |
Είχαμε αναρωτηθεί για λίγο σχετικά με το τι θα μπορούσε να εννοεί ο Άγγλος αρχαιολόγος με τη σημείωση του περί παράδοξων σταλακτιτών στη σπηλιά, και έπειτα το ξεχάσαμε. Θα μπορούσε να εννοεί οτιδήποτε.
Το θυμηθήκαμε λίγο αργότερα, όταν προσέξαμε μία άλλη αναφορά, του Δ. Καμπούρογλου, σε βιβλίο του του 1920 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Αφίνεις δεξιά το εκκλησιδάκι –ερειπώθει και αυτό– και προχωρείς εις το βάθος της (σπηλιάς της Πεντέλης). Από τους σταλακτίτας, οι οποίοι την έχουν στολίσει, λαξευμένοι από τα Στοιχειά, πέφτει γουλιά – γουλιά το νερόν μέσα σε καθαρώτατες γουβίτσες, που της εσχημάτισαν η ίδιαις η σταλαγματιαίς, που όλο και πέφτουν, σαν να λογαριάζουν –αιώνας τώρα– τον χρόνον που περνά χαμένος...».
Η παρομοίωση αυτή του Καμπούρογλου για τους σταλακτίτες της σπηλιάς ωσάν «λαξευμένους από τα Στοιχειά» έδειχνε ότι κάτι ασυνήθιστο θα πρέπει να υπήρχε στο σχήμα τους. Τι όμως;
Ψάξαμε σε άλλες αναφορές παλαιών επισκεπτών της σπηλιάς, μήπως και εντοπίζαμε κάτι το διαφωτιστικό.
Βρήκαμε κάτι που αρχικά φάνηκε να βοηθάει, στην πράξη όμως απλώς ενέτεινε την απορία μας. Ήταν μία αναφορά του σπουδαστή Χ. Α. Παρμενίδη από μία περιήγηση του στην Πεντέλη, στις 30 Μαΐου του 1847. Οι εντυπώσεις από την περιήγηση αυτή είχαν δημοσιευτεί το 1856 σε τεύχος του περιοδικού "Νέα Πανδώρα" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Στη σύντομη του αναφορά στη σπηλιά, ο Παρμενίδης σημείωνε και αυτός ότι οι σταλακτίτες της ήταν «περίεργοι»:
...Εξακολουθήσαντες δε την ανάβασιν, και προσηλούντες την προσοχήν εις τα καθ' οδόν αντικείμενα, και πως επιλανθανόμενοι του κόπου της αναβάσεως και του καύσωνος της ημέρας, εφθάσαμεν εις σπήλαιον κείμενον υπό τας κορυφάς του όρους, και καλούμενον Πεντελικόν σπήλαιον. Προ της εισόδου αυτού υπάρχουσιν εκκλησίδιον και μικρά παρακείμενα κατοικήματα χρησιμεύοντα φαινομένως προς ενδιαίτησιν εργατών (το αρχαίο λατομείο της σπηλιάς είχε τεθεί την εποχή εκείνη και πάλι σε λειτουργία, όπως σημειώσαμε). Εισελθόντες εις το σπήλαιον τούτο, κρατούντες ανημμένα κηρία, προέβημεν εις είδος πλατείας αιθούσης, εκτεινόμενης προς τα έσω, και ένεκα του επιπολάζοντος σκότους και της στενότητος των μυχών μη δηλούσης το πέρας της. Το σπήλαιον τούτο, αρχαίον ομοίως λατομείον, κοσμούμενον ήδη από περιέργους σταλακτίτας, δεν έχει ούτε το μέγεθος, ούτε τους περιελιγμούς, ούτε τους ποικιλοσχήμους σταλακτίτας του εις τα πέριξ της Κερατείας ευρισκομένου σπηλαίου...
Το κείμενο, μάλιστα, του περιοδικού συνοδευόταν και από ένα σχέδιο, το οποίο, όπως σημειωνόταν, απεικόνιζε το εσωτερικό της σπηλιάς.
Το συνοδευτικό της αναφοράς του Παρμενίδη σχέδιο. |
Πάρα πολύ ωραία, μόνο που... ούτε και εδώ δινόταν κάποια εξήγηση στο γιατί τελικά οι σταλακτίτες της σπηλιάς ήταν «περίεργοι». Όσο για το συνοδευτικό σχέδιο, αυτό δεν απεικόνιζε τίποτα το πραγματικά περίεργο σε σχέση με τους σταλακτίτες, ούτε σε εκείνους που εμφανίζονται να κρέμονται από την οροφή, ούτε και στη μεγάλη σταλακτιτική μάζα στο κέντρο.
Ακόμη χειρότερα, το σχέδιο αυτό δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελεί ρεαλιστική απεικόνιση της σπηλιάς της Πεντέλης. Πρώτα–πρώτα, το εσωτερικό του εικονιζόμενου σπηλαίου δεν έχει καμία σχέση με τη χωροταξία της σπηλιάς. Επιπλέον, η αίθουσα του σπηλαίου του σχεδίου έχει ύψος πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι είχε η σπηλιά πριν τα έργα του 1977, ο πυθμένας της οποίας ήταν και έντονα κατωφερικός. Πέραν αυτού, παρότι η λατόμηση στα πέριξ της σπηλιάς αρχαία λατομεία είναι γνωστό ότι είχε ξεκινήσει σταδιακά και πάλι το 1836, εξίσου γνωστό είναι ότι από τη σπηλιά δε λατομήθηκε μάρμαρο ξανά. Οι εικονιζόμενοι, λοιπόν, λατόμοι δε θα μπορούσαν να εργάζονται στο εσωτερικό της. Άλλωστε, στην περιγραφή του Παρμενίδη δεν αναφέρεται καμία ανθρώπινη παρουσία εκεί κατά το χρόνο της επίσκεψης του, ενώ σημειώνεται και ότι, λόγω του «επιπολάζοντος σκότους», η σπηλιά δεν ήταν ορατή στο σύνολο της. Το σχέδιο, λοιπόν, αυτό αποτελεί μία φανταστική, ρομαντικής διάθεσης –με ζωγράφους που εργάζονται δίπλα σε αρχαιοελληνικό κιονόκρανο– απεικόνιση, την οποία κατά πάσα πιθανότητα είχε φιλοτεχνήσει κάποιος συνεργάτης του περιοδικού στο οποίο δημοσιεύτηκε το περιηγητικό άρθρο του Παρμενίδη, βασιζόμενος στην περιγραφή και αφήνοντας τη φαντασία του ελεύθερη να γεμίσει τα κενά.
Όπως και αν ήταν, είχαμε τρεις άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους, οι οποίοι στις διαφορετικών περιόδων περιγραφές τους για τη σπηλιά δήλωναν ότι αυτή διέθετε σταλακτίτες «παράδοξους», «περίεργους» ή σαν «λαξευμένους από τα Στοιχειά». Εξετάζοντας επανειλημμένως και προσεκτικά τους εναπομείναντες μετά τα έργα του 1977 σταλακτίτες της σπηλιάς, δεν είχαμε εντοπίσει τίποτα το αντικειμενικά περίεργο. Ήταν φανερό, εξάλλου, πως σε ό,τι κι αν συνίστατο η παραδοξότητα των σταλακτιτών, αυτή θα πρέπει να ήταν χονδροειδής και έκδηλη, ειδάλλως άνθρωποι που υπό το φως κεριών επισκέπτονταν για πρώτη φορά τη σπηλιά δε θα την είχαν αντιληφθεί και δε θα είχαν μπει στον κόπο να αναφερθούν σε αυτή μέσα από τις ολιγόλογες καταγραφές των εντυπώσεων τους. Και, σίγουρα, δε θα μπορούσε να πρόκειται για σταλακτίτες που είχαν λαξευτεί ώστε να πάρουν παράξενα σχήματα. Οι σταλακτίτες είναι κρυσταλλικές εναποθέσεις –αποτελούμενες βασικά από ανθρακικό ασβέστιο και διάφορες προσμίξεις– που κατακερματίζονται πολύ εύκολα σε κάθε απόπειρα σμίλευσης. Εκτός αυτού, αν επρόκειτο για –με οποιονδήποτε τρόπο– λαξευμένους σταλακτίτες που τους είχαν δοθεί συγκεκριμένες μορφές, αυτό θα ήταν προφανές, και οι αναφορές θα έκαναν λόγο για λαξευμένους, όχι για παράδοξους σταλακτίτες.
Υπολογίζαμε ότι οι σταλακτίτες αυτοί θα πρέπει να βρίσκονταν στο εσώτερο τμήμα της σπηλιάς, εκεί όπου εντοπίζονταν και αρκετά από τα ανοίγματα προς τα τούνελ. Είναι γνωστό ότι το τμήμα αυτό του σπηλαίου διαχωριζόταν από ένα «παραπέτασμα πολύ παλιών σταλαγμιτών», όπως το χαρακτήριζε η αρχαιολόγος Χάρης Δεληγιώργη (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), ενώ και ο Μ. Κορρές, στον σχετικό χάρτη του, έκανε λόγο για «"Πατάρι" πίσω από σταλακτίτες. Κατεστραμμένο από τα πρόσφατα (1976–1983) έργα.» (σημείωση 23 στο χάρτη). Πιστεύαμε, επίσης, ότι οι «παράδοξοι» σταλακτίτες θα πρέπει να είχαν καταστραφεί ήδη πολύ πριν τα έργα του 1977, που επέφεραν την πλήρη καταστροφή του εσώτερου τμήματος. Ειδάλλως θα υπήρχαν και πιο πρόσφατες αναφορές σε σχέση με αυτούς. Φαίνεται ότι οι πολυάριθμοι νεότεροι επισκέπτες της σπηλιάς, που συνέρρεαν για διάφορους λόγους, διοργανώνοντας κατά καιρούς μέχρι και συναυλίες στο χώρο, θα πρέπει να είχαν αποκόψει και καταστρέψει σταδιακά τους «παράδοξους» σταλακτίτες προ πολλού.
Πάντως, η κατάσταση αυτή ήταν εκνευριστική και αστεία ταυτόχρονα. Οι περιγραφές έκαναν λόγο για την ύπαρξη παράδοξων σταλακτιτών, δίχως όμως να αναφέρεται τι ήταν εκείνο που τους καθιστούσε παράδοξους. Τι, τέλος πάντων, είχαν αυτοί οι σταλακτίτες, που τους έκανε να μοιάζουν σαν «λαξευμένοι από τα Στοιχειά»;
|