Καλώς ήρθατε στη σπηλιά της Πεντέλης. Αν αυτή είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεστε το μέρος, ακολουθήστε μας σε μία μικρή ξενάγηση. Αν, πάλι, είστε παλιός επισκέπτης, ίσως μάθετε μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία.
Κανείς δε γνωρίζει ποιος αρχαίος λατόμος ποιας ξεχασμένης εποχής, έκπληκτος, αντίκριζε πρώτος και για πρώτη φορά το σπήλαιο που έχασκε μπροστά του, κρυμμένο επί αμέτρητα χρόνια στα σωθικά του βουνού. Εκείνο που είναι σχεδόν βέβαιο, όμως, είναι ότι η σπηλιά, στην αρχική της μορφή, θα πρέπει να ήταν «τυφλή», να μην επικοινωνούσε, δηλαδή, με τον έξω χώρο μέσω του σημερινού της στομίου. Αν κοιτάξετε προσεκτικά τον κάθετο βράχο εξωτερικά της, θα διακρίνετε χτυπήματα λατομικών εργαλείων στο μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας – ένδειξη της εκτεταμένης λατόμησης που έλαβε χώρα εκεί τα αρχαία χρόνια. Η σημερινή είσοδος της σπηλιάς διαμορφώθηκε σταδιακά, κατά τη μακρόχρονη αυτή λατόμηση. Το έδαφος που πατούν τα πόδια σας δεν είναι το φυσικό έδαφος του βουνού. Στην πραγματικότητα, πατάτε πάνω σε μυριάδες μικρά και μεγάλα θραύσματα πέτρας, που συσσωρεύτηκαν ανά τους αιώνες από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς την ακριβή όψη του χώρου πριν τις ανθρώπινες παρεμβάσεις. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για όποιον προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσει όσα βλέπει και να διεισδύσει στην ιστορία αυτή.
Πριν προχωρήσουμε στο εσωτερικό της σπηλιάς, ας ρίξουμε μια ματιά στον εξωτερικό χώρο. Και εδώ, πολλά έχουν αλλάξει στο πέρασμα των αιώνων, με κυριολεκτικά κάθε πέτρα να έχει μια δική της ιστορία να διηγηθεί. Διαβάζουμε από την εργασία του Γεωργίου Λαδά "Η σπηληά της Πεντέλης και απάντησις εις επικρίσεις των βυζαντινολόγων καθηγητών Γ. Α. Σωτηρίου και Α. Κ. Ορλάνδου" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Τα έξω του Σπηλαίου και η βυζαντινή επιγραφή
Προ της εισόδου της Σπηληάς και αριστερά, εις τον πλήρη ιχνών εκ των εργαλείων των αρχαίων λατόμων κατακόρυφον βράχον, εις απρόσιτον ύψος, υπάρχει τετράγωνος εκσκαφή, επί της οποίας εις τους προ της ελληνικής επαναστάσεως χρόνους υπήρχε μικρός οικίσκος εις τον οποίον μόνο δια κλίμακος εκ των άνω ηδύνατο τις να εισέλθη.
Τούτον τον οικίσκον, τινές εκ των περιηγητών, οίτινες επισκέφθηκαν προ της ελληνικής επαναστάσεως το Σπήλαιον, ούτε καν το αναφέρουν, τινές δε νομίζουν αυτό παρατηρητήριο ή ασκηταριόν.
Εις την είσοδον της Σπηληάς σώζονται ερείπια παχέων τοίχων, μετά τόξων, που έκλειον άλλοτε ολόκληρον το στόμιον ταύτης, εις δε την γην κείται μέγα γλυπτόν υπέρθυρον μαρμάρινον 1.95x0.30 κοσμούμενον διά (τριών) σταυρών, δείγμα ότι εις τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους ίσως να υπήρχε μονή, όπερ ενισχύεται και εκ του ότι προς δεξιά της Σπηληάς διακρίνονται ίχνη κατοικιών, μάλιστα διορόφων, ώς φαίνεται εκ των οπών αι οποίαι σώζονται εις τους εκεί ευρισκομένους βράχους προς τοποθέτησιν των ξυλίνων δοκών...
Εξωτερική όψις και εσωτερική διάταξις των εκκλησιδίων
Εκ του σπηλαίου, αφού διέλθη τις διά κτιστής καμάρας ευρίσκεται προ της σημερινής κοινής εισόδου των εκκλησιδίων, άτινα τιμώνται νυν αμφότερα επ' ονόματι του αγίου Νικολάου. Διακρίνονται δε σαφώς απ' αλλήλων τα δύο εκκλησίδια ταύτα εκ της κατασκευής των, και το μεν νεώτερον, κτίσθέν κατ' επέκτασιν του "ασκητηρίου", αποτελεί μονόκλιτον εκκλησίδιον μετά τρούλλου, το δε αρχαιότερον, το συνεχόμενον "ασκητήριον", ευρίσκεται καθ' ολοκληρίαν επί των βράχων του δεξιού άκρου της εισόδου του σπηλαίου. Ένεκα τούτου σχηματίζονται επί των βράχων διάφοροι φυσικαί και τεχνικαί κρύπται, το δε σχέδιον των εκκλησιδίων, ως ήδη ελέχθη, είναι ιδιότυπον και ασύμμετρον.
Παρά την σημερινήν θύραν υπάρχει δίλοβον παράθυρον, το οποίον άλλοτε είχε χρησιμοποιηθή ως θύρα του "ασκητηρίου", αργότερον δε εκτίσθη κατά το πλείστον και μετεσχηματίσθη πάλιν εις παράθυρον. Η μικρά θύρα, η μόνη χρησιμοποιουμένη νυν ως είσοδος, σύγκειται εκ δύο μαρμαρίνων παραστάδων και ενός μαρμαρίνου επίσης υπερθύρου μετ' αναγλύπτων σταυρών, άνωθεν του οποίου σχηματίζεται τετράγωνον άνοιγμα οπής παραθύρου. Εκατέρωθεν της θύρας ταύτης υπήρχον δύο κτιστά τόξα, το μέν προς το μέρος του σπηλαίου, όπερ ανεφέρθη ανωτέρω και σώζεται, το δε καταπεσόν. Την πρόσοψιν των εκκλησιδίων τούτων καλύπτει κατά το πλείστον μέγας αιωνόβιος κισσός.
Ο εισερχόμενος σήμερον εις τα εκκλησίδια δια της μνημονευθείσης μοναδικής θύρας, κατέρχεται μίαν βαθμίδα. Το έδαφος του νεωτέρου των εκκλησιδίων ήτο εστρωμμένον διά στρογγύλων κανονικών πηλίνων πλίνθων οπτών, εξ ων σώζονται εισέτι πολλαί. Ο τρούλλος στηρίζεται επί δύο μεν ολοκτίστων τετραγώνων τοίχων (πεσσών) και ετέρων δύο, εκτισμένων πέριξ ισαρίθμων σταλακτιτών. Δεξιά τω εισερχομένω, μεταξύ των δύο εσωτερικών ημικτίστων πεσσών, υπάρχει κανονικός τετράπλευρος λάκκος πλήρης λίθων νυν, πιθανώς οστεοφυλάκιον, αριστερά δε δίλοβον παράθυρον.
Το νεώτερον των εκκλησιδίων τούτων ανηγέρθη προ του ΙΓ΄ αιώνος κατά δε τον Γ. Σωτηρίου δύναται να αναχθή εις τους από του 10ου αιώνος χρόνους, ένεκα της τοιχοδομίας μερών τινών και ιδία της βορείας πύλης και των παραθύρων καθώς και της χρήσεως παλαιοχριστιανικού γλυπτού διακόσμου.
Το εκκλησάκι στην είσοδο της σπηλιάς είναι διπλό, έχει δηλαδή δύο Ιερά. Το Ιερό που βλέπει προς το εσωτερικό της σπηλιάς θεωρείται ότι κτίστηκε μεταξύ 10ου και 11ου αιώνα, και είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, ενώ το άλλο, του Αγίου Σπυρίδωνα, θεωρείται αρχαιότερο. Η συνύπαρξη δύο Ιερών, καθώς και το γεγονός ότι αυτά βρίσκονται στραμμένα, όχι προς την Ανατολή, αλλά βορειοανατολικά το πρώτο και νοτιοανατολικά το δεύτερο, είναι στοιχεία ασυνήθιστα για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Κανείς πλέον σήμερα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την ακριβή ιστορία των εκκλησιδίων, ενδέχεται όμως στο σημείο που κτίστηκαν να προϋπήρχε αρχαίο Ιερό, αφιερωμένο πιθανώς στον θεό Πάνα.
Το τοπίο που αντικρίζουμε σήμερα έξω από τη σπηλιά έχει αλλοιωθεί πολύ σε σχέση με το παρελθόν, ακόμη κι αν το συγκρίνουμε με απεικονίσεις του 19ου μόλις αιώνα.
Αριστερά: η σπηλιά, σε ξυλογραφία του 1832–3 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Δεξιά: θέα από τη σπηλιά (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). |
Όσο, τώρα, για την ίδια τη σπηλιά της Πεντέλης, αυτή αντιστοιχεί σε ένα ευρύχωρο κατωφερικό κοίλωμα μήκους ογδόντα περίπου μέτρων, η όψη του οποίου έχει αλλάξει ριζικά σε σχέση με την προ του 1977 εικόνα. Τα στρατιωτικά έργα που ξεκίνησαν εκείνη τη χρονιά επέφεραν μία μεγάλη εκβάθυνση του πυθμένα, κυρίως στο δεξί, όπως μπαίνουμε, τμήμα. Το πλούσιο σε λατύπη χώμα της εκσκαφής αφαιρέθηκε από το εσωτερικό, ενώ με τις εργασίες φράχθηκαν και τα όποια εναπομείναντα μετά την εκσκαφή ανοίγματα τούνελ στο βάθος της σπηλιάς.
Ας δούμε, όμως, εδώ ένα ακόμα απόσπασμα της μελέτης του Γεωργίου Λαδά, που μας μεταφέρει εικόνες από τη σπηλιά της δεκαετίας του 1950 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Το σπήλαιον και τα εντός αυτού ερείπια κτισμάτων
Το σπήλαιον έχει πλάτος μέγιστον 45 μ. και βάθος 62 μ. περίπου. Εκ της πλήρους σταλακτιτών οροφής αυτού πίπτουν αενάως σταγόνες ψυχρού ποσίμου ύδατος εις φυσικά και τινά τεχνικά μικρά βαθύσματα. Σημειωτέον, ότι η επίσκεψις του εσωτερικού του σπηλαίου, ιδίως προς το δεξιόν του εισερχομένου τέρμα αυτού, είναι λίαν επικίνδυνος άνευ φωτός, διότι το έδαφος είναι κατωφερές, ανώμαλον και ολισθηρόν, αφ' ετέρου δε διότι, ολίγον προ του τέρματος του σπηλαίου, δεξιά το έδαφος βαθύνεται αποτόμως. Εις την αυτήν δεξιάν πλευράν του σπηλαίου, λέγεται ότι υπάρχει οπή βαθυτάτη αδιαγνώστου μήκους και κατευθύνσεως.
Αριστερά, εις απόστασιν 55 μέτρων περίπου από του στομίου, ολίγον προ του τέρματος του σπηλαίου ανοίγεται επί του βράχου φυσική οπή, βαθυνομένη προς το τέρμα της, έχουσα μήκος 27 μ., εις το τέρμα της οποίας υπάρχει ψυχρόν ύδωρ. Ο επιθυμών να εισέλθη εις ταύτην πρέπει απαραιτήτως να έχη μεθ' εαυτού φως, διότι εις απόστασιν 15 μ. από της αρχής της οπής, σχηματίζεται στροφή προς δεξιά, ένθα έχουν τοποθετηθή λίθοι αποτελούντες τέσσαρας βαθμίδας.
Παρά την βορειοδυτικήν γωνίαν του εκκλησιδίου, εντός του σπηλαίου, σώζονται ερείπια δύο μικρών κτισμάτων, πιθανώς δεξαμενών, ων το έτερον μετά καμαρωτού θόλου. Επίσης εντός του σπηλαίου υπάρχει ο εξωτερικός τοίχος του (νεωτέρου) εκκλησιδίου, εις το ΒΔ άκρον του οποίου υπάρχει προσκεκολλημένον μικρόν κτίσμα. Η επί του τοίχου, κεκτισμένη νυν θύρα, η χρησιμεύσασα πιθανώς ως κυρία είσοδος της εκκλησίας, ότε ολόκληρον το στόμιον της Σπηληάς ήτο κεκλεισμένον διά τοίχου, σώζει μαρμάρινον υπέρθυρον κοσμούμενον διά τριών αναγλύπτων σταυρών εκ τεσσάρων φύλλων ακάνθου και δύο πτηνών, ύπερθεν δ' αυτού πλινθόκτιστον κόγχην μετ' αψίδος και κτιστού αετώματος.
Από τα αξιόλογου μήκους τούνελ της παλιάς σπηλιάς, εκείνο που περιγράφεται παραπάνω («Αριστερά, εις απόστασιν 55 μέτρων περίπου από του στομίου, ολίγον προ του τέρματος του σπηλαίου ανοίγεται επί του βράχου φυσική οπή, βαθυνομένη προς το τέρμα της, έχουσα μήκος 27 μ., εις το τέρμα της οποίας υπάρχει ψυχρόν ύδωρ.») είναι το μοναδικό που παρέμεινε προσβάσιμο μετά τα έργα του 1977. Είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς την είσοδο του...
...και συρόμενος να αρχίσει την κάθοδο...
...κατεβαίνοντας τα αρχαία σκαλοπάτια...
...φτάνοντας έτσι στο τεχνητό τριγωνικό τμήμα...
...που θα τον οδηγήσει στη μικρή «λιμνούλα» με το καθάριο νερό.
Πρόκειται για αρχαίο λατρευτικό χώρο, αφιερωμένο στη λατρεία των Νυμφών. Εδώ, μία συμβουλή σε περίπτωση που αποφασίσετε να εισέλθετε στο τούνελ της «λιμνούλας»: μετά το τριγωνικό τμήμα, μη συρθείτε με το κεφάλι μπροστά, γιατί θα πέσετε με το πρόσωπο στη μικρή συλλογή νερού, που δε φαίνεται, καθώς είναι εντελώς διαυγής και αδιατάρακτη (μιλάμε εκ πείρας).
Επιστρέφοντας στον κυρίως χώρο της σπηλιάς, κατά μήκος του –εν πολλοίς άθικτου από τα έργα– αριστερού τοιχώματος, απαντώνται εκσκαφές, σωροί από πέτρες, ξεθαμμένα κεραμικά, και διάφορα άλλα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας.
Ιανουάριος 1996. Τη λαθρανασκαφή που είχε ξεκινήσει καιρό πριν δίπλα στο αριστερό τοίχωμα, προχωρούσαν συστηματικά κάποιοι τις νύχτες εκείνου του χειμώνα. Παραπεταμένα δίπλα, υπήρχαν πολλά ξεθαμμένα θραύσματα κεραμικών. |
Κατά καιρούς, άλλοι έσκαβαν για να βρουν αρχαία, άλλοι έψαχναν κρυμμένες λίρες, άλλοι προσπαθούσαν να ξεθάψουν χαμένα ανοίγματα. Πραγματικό κομφούζιο. Και, υπόψιν, το να σκάψει κανείς σε βάθος έστω μισού μέτρου στο σκληρό, πετρώδες έδαφος της σπηλιάς απαιτεί σημαντικό κόπο και χρόνο.
Εδώ τελειώνει αυτή η πρώτη, σύντομη γνωριμία με το χώρο. Μην απογοητεύεστε όμως, θα επιστρέψουμε ξανά και ξανά, ελαφρώς... αλλαγμένοι. Στο μεταξύ, ακούστε για λίγο τις σταγόνες που πέφτουν από την οροφή της σπηλιάς. Άραγε, ο άγνωστος κάτοικος του οικίσκου ψηλά στον κάθετο βράχο, που περιέγραφε ο Γ. Λαδάς, πόσες φορές να στάθηκε μόνος μες στο σκοτάδι της σπηλιάς, αφουγκραζόμενος τον ήχο τους;
|