ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΙΑ')

 

 

Αν και το τείχος της σπηλιάς θεωρείται μεσαιωνικό, για τον ακριβή χρόνο κατασκευής του δεν υπάρχει καμία πληροφορία. Μπορούμε όμως, με βάση τα όσα είδαμε προηγουμένως σε σχέση με την αρχική είσοδο των εκκλησιδίων, να εξάγουμε έμμεσα συμπεράσματα τόσο για το χρόνο κατασκευής του τείχους όσο και για τη γενικότερη σειρά των γεγονότων στη σπηλιά.

 

Αρχικά, όπως είπαμε, υπήρχε κτισμένο μονάχα το ασκηταριό.

 

Εντός του πλαισίου περικλείεται το αρχικό τμήμα που κάποτε λειτουργούσε ως ασκηταριό. Το υπόλοιπο κτίσμα αντιστοιχεί στο μεταγενέστερο εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου.

 

Η είσοδος του ασκηταριού βρισκόταν στη θέση που σήμερα καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό παράθυρο των εκκλησιδίων (το παράθυρο εντός του πλαισίου της παραπάνω φωτογραφίας). Όπως σημείωνε ο Γ. Λαδάς (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Παρά την σημερινήν θύραν υπάρχει δίλοβον παράθυρον (το παράθυρο εντός του πλαισίου), το οποίον άλλοτε είχε χρησιμοποιηθή ως θύρα του "ασκητηρίου", αργότερον δε εκτίσθη κατά το πλείστον και μετεσχηματίσθη πάλιν εις παράθυρον...». Όταν –πιθανότατα κάπου μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. αιώνα, όπως είδαμε– κτίστηκε το εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου κατά συνέχεια του αρχικού ασκηταριού, δημιουργήθηκε ένα ενιαίο σύμπλεγμα, όμοιο με αυτό που αντικρίζουμε σήμερα (όχι όμως πανομοιότυπο, αφού, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, τη δεκαετία του 1970 τα εκκλησίδια υπέστησαν εκτεταμένες εργασίες αναστύλωσης, που άλλαξαν την όψη τους σε σημαντικό βαθμό). Αλλά και το ασκηταριό απέκτησε Ιερό και μετατράπηκε σε εκκλησίδιο, το αποκαλούμενο σήμερα εκκλησίδιο του Αγίου Σπυρίδωνα. Το πότε ακριβώς το ασκηταριό μετατράπηκε σε εκκλησίδιο δεν είναι γνωστό. Θα μπορούσε αυτό να είχε συμβεί πριν (το πιθανότερο) ή και ταυτόχρονα με την ανέγερση του διπλανού εκκλησιδίου του Αγίου Νικολάου.

 

Όπως και να 'χει, το σύμπλεγμα που προέκυψε μετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου εκκλησιδίου είχε ως είσοδο την πόρτα που βλέπει προς το εσωτερικό της σπηλιάς.

 

Η αρχική είσοδος του συμπλέγματος των δύο εκκλησιδίων.

 

Μαζί με την είσοδο δημιουργήθηκε και το διπλανό της παράθυρο, ενώ φαίνεται ότι ήταν τότε που και η παλαιά είσοδος του πρώην ασκηταριού μετατράπηκε σε παράθυρο επίσης (το παράθυρο εντός του πλαισίου της πρώτης παραπάνω φωτογραφίας). Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τα δύο παράθυρα των εκκλησιδίων έχουν ίδιο σχήμα, μέγεθος και τεχνοτροπία κατασκευής, άρα μάλλον δημιουργήθηκαν την ίδια εποχή, από τους ίδιους ανθρώπους.

 

Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τείχος της σπηλιάς κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με το εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου, δηλαδή μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. αιώνα. Μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι οι κτίστες επέλεξαν να τοποθετήσουν την είσοδο των εκκλησιδίων στον βορειοδυτικό τοίχο του συμπλέγματος, που βρίσκεται στραμμένος προς τα σκοτεινά ενδότερα της σπηλιάς, και όχι στον νοτιοδυτικό, που βλέπει προς το εξωτερικό της και δέχεται άμεσα το ηλιακό φως. Έτσι εξηγείται, επίσης, και το γιατί η παλαιά είσοδος του πρώην ασκηταριού μετατράπηκε σε παράθυρο. Μια είσοδος που θα έβλεπε προς το εξωτερικό της σπηλιάς δε θα ήταν διόλου χρηστική, αφού δυο–τρία μέτρα μπροστά από αυτή θα υπήρχε το ανεγειρόμενο την ίδια εκείνη περίοδο τείχος.

 

Ιανουάριος 2004. Η χειμωνιάτικη λιακάδα, ανεμπόδιστη από το κατεστραμμένο πια τείχος και διά μέσω της μεταγενέστερης νοτιοδυτικής εισόδου, φωτίζει άπλετα το εσωτερικό των εκκλησιδίων. Την εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία δεν είχαν τοποθετηθεί πόρτες και παράθυρα στα ανοίγματα, καθώς δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί οι εργασίες συντήρησης του 2002–2004.

 

Από όσα είδαμε ως εδώ γίνεται φανερό ότι μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. η σπηλιά συγκέντρωνε πλέον σημαντικό αριθμό ασκητών, τέτοιον ώστε να προκύψει η ανάγκη αλλά και η δυνατότητα ανέγερσης του εκκλησιδίου του Αγίου Νικολάου και –κυρίως– του τείχους που έφραζε την είσοδο της. Το τείχος αυτό, πάντως, είναι φανερό ότι δε θα αρκούσε για να εμποδίσει ένα οργανωμένο στρατιωτικό απόσπασμα από το να εισχωρήσει στα εκκλησίδια και τους λοιπούς χώρους της σπηλιάς. Φτιάχτηκε μάλλον για να αποθαρρύνει τους πολυάριθμους επιδρομείς που την περίοδο εκείνη ταλάνιζαν με συνεχείς επιθέσεις τις επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από κάποια τέτοια επίθεση πιστεύεται, εξάλλου, ότι είχε καταστραφεί για πρώτη φορά και η πλούσια όσο και παράξενη μονή ΤΑΩ Πεντέλης (πρώτη καταστροφή από τις τρεις που υπέστη στην ιστορία της). Μάλιστα, όπως συζητήσαμε και σε προηγούμενη ενότητα, το συμβάν αυτό, που υπολογίζεται ότι σημειώθηκε την ίδια περίπου εποχή με την ανέγερση του Αγίου Νικολάου και του τείχους στη σπηλιά (10ος–11ος αιώνας), είναι πιθανό να οδήγησε κάποιους από τους μοναχούς της κατεστραμμένης πια μονής ΤΑΩ να εγκατασταθούν στη σπηλιά και να εμπλουτίσουν το ανθρώπινο δυναμικό, ίσως και τους πόρους της εκεί κοινότητας.

  

Συνεχίζοντας την αναδρομή μας στο παρελθόν των κτισμάτων της σπηλιάς, υπενθυμίζουμε ότι η σημερινή κύρια είσοδος των εκκλησιδίων διανοίχτηκε μεταγενέστερα, ενδεχομένως στη θέση κάποιου αρχικού παραθύρου (στη φωτογραφία του Γ. Λαδά, που παραθέσαμε στην αρχή της ενότητας, διακρίνεται η σημερινή κύρια είσοδος όπως σωζόταν τη δεκαετία του 1950, πριν υποστεί τις παρεμβάσεις των εργασιών αναστύλωσης της δεκαετίας του 1970). Μπροστά ακριβώς από τη νέα είσοδο ανοίχτηκε και μία νέα πύλη στο τείχος (μικρότερη της κεντρικής πύλης με το υπέρθυρο), το αριστερό όριο της οποίας αντιστοιχούσε στο δεξί άκρο του υπολείμματος του τείχους που στέκει ακόμα όρθιο. Παράλληλα με τις εργασίες αυτές, κτίστηκαν, εκατέρωθεν της νέας εισόδου και κάθετα μεταξύ τείχους και εκκλησιδίων, δύο τοιχία με αψιδωτά ανοίγματα. Το αριστερό τοιχίο με το σύστοιχο άνοιγμα διατηρείται ακόμα. Από το δεξί, μόνο υπολείμματα διακρίνονται εκεί όπου αυτό προσφυόταν στα εκκλησίδια, αμέσως δεξιά της κεντρικής εισόδου.

 

Διακρίνονται, δεξιά της εισόδου, υπολείμματα της καμάρας του σύστοιχου τοιχίου.

 

Το σημείο ένωσης μεταξύ του τόξου του αριστερού τοιχίου και των εκκλησιδίων. Είναι εμφανής η εκ των υστέρων κατασκευή και προσαρμογή του τόξου στα εκκλησίδια.

 

Έτσι δημιουργήθηκαν τέσσερα νέα ανοίγματα, σε διάταξη σταυρού.

 

1. Η πύλη που ανοίχτηκε στο τείχος, μπροστά από τη νέα είσοδο των εκκλησιδίων. 2. Η νέα είσοδος των εκκλησιδίων (σημερινή κεντρική είσοδος). 3, 4. Τα ανοίγματα των εκατέρωθεν της νέας εισόδου κάθετων τοιχίων.

 

Τα πλαϊνά τοιχία φαίνεται ότι κτίστηκαν για να υποστηρίξουν θολωτό στέγαστρο που κάλυπτε το χώρο μεταξύ νέας εισόδου των εκκλησιδίων και νέας πύλης του τείχους, το χώρο δηλαδή μεταξύ (1), (2), (3) και (4) της προηγούμενης φωτογραφίας (διακρίνεται η προς τα έσω κοίλανση του αριστερού τοιχίου στο άνω του τμήμα, ενδεικτική της ύπαρξης άλλοτε θόλου στο σημείο αυτό). Για το πότε ανοίχτηκε η νέα είσοδος των εκκλησιδίων, δεν υπάρχει καμία ένδειξη. Το πιθανότερο είναι η εξέλιξη αυτή να σημειώθηκε σε κάποια εποχή που ο κίνδυνος των επιδρομέων είχε πλέον περιοριστεί, οπότε και η μείωση της αποτρεπτικής ικανότητας που επέφερε η διάνοιξη νέας πύλης στο τείχος, μπροστά από τη νέα είσοδο των εκκλησιδίων, μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η νέα πύλη του τείχους, όπως και η κεντρική με το υπέρθυρο, αποτυπώνονται καθαρά στην απεικόνιση της σπηλιάς που περιλαμβάνεται στις περιηγητικές εντυπώσεις του E. Dodwell. Στην ίδια απεικόνιση διακρίνονται και δύο ακόμα πύλες, στο αριστερό τμήμα του τείχους, που προφανώς θα είχαν και αυτές ανοιχτεί σε δεύτερο χρόνο.

 

Πέρα από τις όποιες τεχνικότητες και ανακατατάξεις των κτισμάτων, εκείνο που αφήνει μια ιδιαίτερη «γεύση» στον σημερινό επισκέπτη είναι το γεγονός ότι άλλοτε ένα ψηλό τείχος έφρασσε την είσοδο της σπηλιάς. Και, για να εισέλθει κάποιος στο εσωτερικό της, έπρεπε πρώτα να περάσει μέσα από την ψηλή, σε σχήμα αψίδας πύλη του τείχους, που προφανώς θα έκλεινε με κάποια χοντρή αμπάρα. Ναι, υπήρχε κάποτε μία πύλη της σπηλιάς. Όπως διακρίνεται καθαρά στην απεικόνιση του Ludwig Lange, η κεντρική αυτή πύλη με το υπέρθυρο βρισκόταν αμέσως αριστερά του τμήματος του τείχους που διατηρείται ακόμα (δηλαδή, το υπόλειμμα αυτό αντιστοιχούσε στο τμήμα του τείχους μεταξύ της κεντρικής και της νεότερης πύλης που ανοίχτηκε μπροστά από τα εκκλησίδια).

 

Άραγε, να δέχτηκε ποτέ επίθεση το τείχος της σπηλιάς; Να εισέβαλαν ποτέ επιδρομείς στα εκκλησίδια;

 

Ίσως ναι. Θα συναντήσουμε κάποια σχετική ένδειξη παρακάτω, όμως εδώ ας συνεχίσουμε την περιήγηση μας στα εκκλησίδια, καθώς αυτά έχουν να επιδείξουν αρκετές και ενδιαφέρουσες ιδιομορφίες.

 

Η ακόλουθη κάτοψη των εκκλησιδίων προέρχεται από άρθρο του καθηγητή Μουτσόπουλου (περιοδικό "Ζυγός", τεύχος 50, έτος 1960):

 

 

Η διάταξη των χώρων αποτυπώνεται με αρκετή ακρίβεια, ενώ δικές μας προσθήκες αποτελούν ο προσδιορισμός των σημείων του ορίζοντα και οι συνοδευτικές λεζάντες. Στην κάτοψη αυτή παρουσιάζονται σχηματικά όλα όσα συζητήσαμε για τα κτίσματα. Αποτυπώνεται ο χώρος του ασκηταριού, που σε κάποια εποχή απέκτησε Ιερό και μετατράπηκε σε εκκλησίδιο («Αγ. Σπυρίδων» – υπενθυμίζουμε ότι η ονομασία αυτή είναι αυθαίρετη και ότι δεν είναι γνωστό σε ποιον άγιο ήταν αρχικά αφιερωμένο το εν λόγω Ιερό)· ο χώρος και το Ιερό του νεότερου εκκλησιδίου («Αγ. Νικόλαος»), που κτίστηκε κατά συνέχεια του παλιού ασκηταριού· η αρχική είσοδος του όλου συμπλέγματος («Είσοδος από σπηλιά») με το σύστοιχο παράθυρο («Παράθυρο Β»)· η είσοδος του παλιού ασκηταριού, που μετατράπηκε σε παράθυρο («Παράθυρο Α») όταν κτίστηκαν ο Άγιος Νικόλαος και το τείχος της σπηλιάς· η νεότερη είσοδος του συμπλέγματος των εκκλησιδίων («Κεντρική είσοδος»), που βλέπει προς το εξωτερικό της σπηλιάς και ανοίχτηκε μεταγενέστερα, πιθανώς στη θέση κάποιου αρχικού παραθύρου.

 

Τώρα, όπως έχουμε συζητήσει ξανά, δύο εμφανή χαρακτηριστικά των εκκλησιδίων προξενούν εντύπωση και εγείρουν ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο δύο διαφορετικών Ιερών. Εφόσον, όπως είπαμε, το αποκαλούμενο σήμερα Ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα δημιουργήθηκε ως προσθήκη στο ασκηταριό είτε πριν (το πιθανότερο) είτε ταυτόχρονα με την κατά συνέχεια ανέγερση του Αγίου Νικολάου, προκαλεί απορία το γεγονός της κατασκευής και δεύτερου Ιερού, εκείνου του Αγίου Νικολάου. Αν το ζητούμενο ήταν μια επέκταση του στεγασμένου χώρου, ποιος ήταν ο λόγος για την κατασκευή και δεύτερου Ιερού; Η συστέγαση αυτή γίνεται ακόμα πιο αξιοπερίεργη αν κανείς αναλογιστεί ότι τα δύο Ιερά αρχικά επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω ενός στενού διαδρόμου. Σημείωνε ο Γ. Λαδάς (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Άλλοτε υπήρχε και ετέρα δίοδος, η οποία ήνωνε τα Ιερά Βήματα αμφοτέρων των εκκλησιδίων, η οποία νυν είναι εκτισμένη, αλλ' εντός αυτής, δια τινός τετραγώνου ανοίγματος επίτηδες αφεθέντος (ως θυρίδος της πιθανώς αργότερον χρησιμοποιηθήσης ως αποθήκης) διακρίνεται η παλαιά κόγχη της ιεράς προθέσεως του "Ασκητηρίου"...».

 

Τα τοιχία αυτά, στα αριστερά του Ιερού του Αγίου Σπυρίδωνα και στα δεξιά του Ιερού του Αγίου Νικολάου αντίστοιχα, αρχικά δεν υπήρχαν.

 

Γεγονός που δημιουργεί περισσότερες απορίες. Τι ήταν εκείνο που οδήγησε στο διαχωρισμό των δύο επικοινωνούντων Ιερών; Και, σε ποια εποχή σημειώθηκε η εξέλιξη αυτή;

 

Μία πιθανή εξήγηση στο ζήτημα της συνύπαρξης των δύο Ιερών θα μπορούσε να είναι ότι η συγκεκριμένη επιλογή εξυπηρετούσε τη δυνατότητα τέλεσης δύο ξεχωριστών Λειτουργιών την ίδια ημέρα στον ενιαίο χώρο των εκκλησιδίων, καθώς σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας δεν επιτρέπεται η τέλεση Θείας Λειτουργίας δεύτερη φορά την ίδια ημέρα στην ίδια Αγία Τράπεζα. Είδαμε ότι και στον κεντρικό ναό της μονής ΤΑΩ υπήρχαν οκτώ Αγίες Τράπεζες, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Σε μια τέτοια περίπτωση, βέβαια, το ερώτημα θα ήταν ποια ανάγκη εξυπηρετούσε η τέλεση δύο Λειτουργιών την ίδια ημέρα στα εκκλησίδια. Όσον αφορά τη μονή ΤΑΩ, σκοπός ήταν η αδιάλειπτη τέλεση Λειτουργίας καθ' όλο το εικοσιτετράωρο (τρίωρες Θείες Λειτουργίες σε οκτώ Αγίες Τράπεζες). Στα εκκλησίδια όμως, εφόσον κανείς δεχτεί την παραπάνω εξήγηση, γιατί δύο Λειτουργίες;

 

Το δεύτερο ασυνήθιστο χαρακτηριστικό αφορά τον προσανατολισμό των εκκλησιδίων. Όπως φαίνεται και στην κάτοψη του καθηγητή Μουτσόπουλου, αντίθετα με τον κανόνα που θέλει τα χριστιανικά Ιερά να κοιτούν προς την Ανατολή, τα συγκεκριμένα παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις, με το μεν Ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα να βρίσκεται στραμμένο προς τα νοτιοανατολικά, το δε Ιερό του Αγίου Νικολάου προς τα βορειοανατολικά – προς το βάθος της σπηλιάς.

 

Εδώ, πάλι, υπάρχει μία ενδιαφέρουσα «παράπλευρη» παρατήρηση. Ο καθένας μπορεί εύκολα, με μόνο μια πυξίδα στο χέρι, να ελέγξει τον προσανατολισμό των Ιερών και να διαπιστώσει ότι το Ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα κοιτάζει 60 περίπου μοίρες νοτιοανατολικά (απόκλιση 30 μοιρών από την Ανατολή), ενώ εκείνο του Αγίου Νικολάου, 75 περίπου μοίρες βορειοανατολικά (απόκλιση 15 μοιρών από την Ανατολή). Είναι, λοιπόν, αρκετά περίεργο το γεγονός ότι άνθρωποι που ειδικεύονταν στη μελέτη βυζαντινών μνημείων και που αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην εξέταση των εκκλησιδίων έκαναν χονδροειδή λάθη σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό τους. Ο βυζαντινολόγος καθηγητής Σωτηρίου, που ήταν και ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με τα εκκλησίδια της σπηλιάς, δεν αντιλήφθηκε καν τη διαφορά στον προσανατολισμό των δύο Ιερών, και σε σχετικό του άρθρο ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59) δημοσίευσε την ακόλουθη κάτοψη:

 

Η κάτοψη του καθηγητή Σωτηρίου.

 

Αλλά και ο Γ. Λαδάς, που τόσες λεπτομερείς παρατηρήσεις είχε κάνει σε σχέση με τα εκκλησίδια, αντιλήφθηκε μεν τη διαφορά στον προσανατολισμό, δημοσίευσε όμως την κάτοψη που είδαμε σε εισαγωγική ενότητα, η οποία εμφανίζει το Ιερό του Αγίου Νικολάου να κοιτάζει, όχι βορειοανατολικά, αλλά προς Βορρά – με σφάλμα δηλαδή περίπου 70 μοιρών (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

Μάλιστα, τη λεπτομερέστατη και ακριβέστατη κατά τα άλλα αυτή κάτοψη δεν την είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Γ. Λαδάς, αλλά ο Κωνσταντίνος Χρ. Μαριανάκης (το όνομα του αναγράφεται σε αυτή, κάτω αριστερά). Ούτε, λοιπόν, και αυτός ο τελευταίος, που θα πρέπει να είχε περάσει αρκετές ώρες στα εκκλησίδια παρατηρώντας, μετρώντας και σημειώνοντας, αποτύπωσε την πραγματικότητα όσον αφορά τον προσανατολισμό τους, παρά την εκτεταμένη χρήση πυξίδας για τις δεκάδες τοπογραφικές μετρήσεις που θα πρέπει να απαιτήθηκαν κατά το σχεδιασμό της κάτοψης.

 

Τα παραπάνω αποτελούν μέρος μιας άλλης, μεγάλης συζήτησης, που σχετίζεται με τις πολλαπλές περιπτώσεις κατά τις οποίες διαφορετικοί άνθρωποι –απλοί επισκέπτες άλλα και μελετητές– αποτύπωσαν θεαματικά αποκλίνουσες, έως και διαμετρικά αντίθετες μερικές φορές, εικόνες του χώρου της σπηλιάς. Παρότι οι περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν να αποδοθούν σε απλή παραμνησία ή σε ελλιπή παρατήρηση, υπάρχουν και άλλες –όπως η προηγούμενη, που αφορά τον προσανατολισμό των εκκλησιδίων– όπου οι εκδοχές αυτές κρίνονται αρκετά τραβηγμένες και οι μέσω αυτών εξηγήσεις προβληματικές. Κλείνουμε την παρένθεση εδώ χωρίς άλλα σχόλια, καθώς, όπως είπαμε, ανήκει σε μια διαφορετική συζήτηση.

 

Επιστρέφοντας στα εκκλησίδια, η συστέγαση δύο επικοινωνούντων Ιερών και ο παρά τον κανόνα προσανατολισμός τους αποτελούν οπωσδήποτε ασυνήθιστα χαρακτηριστικά, θα μπορούσαν όμως αυτά και να αποδοθούν σε τυχαίους παράγοντες ή στην εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών. Ναι, θα ήταν πιθανό η δημιουργία και δεύτερου Ιερού –εκείνου του Αγίου Νικολάου– και ο προσανατολισμός του ακριβώς προς το βάθος της σπηλιάς να μην υποδηλώνουν τίποτα το ιδιαίτερο, αν το συγκεκριμένο Ιερό δεν παρουσίαζε ένα ακόμα, πολύ πιο ασυνήθιστο χαρακτηριστικό, που οδηγεί προς διαφορετικές σκέψεις.

 

Θα το συναντήσουμε, μαζί με αρκετές άλλες ιδιομορφίες, στο εσωτερικό των εκκλησιδίων, όπου και θα περάσουμε τώρα.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ