ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΙΣΤ')

 

 

Το χρονικό της αδελφότητας της σπηλιάς αναλογεί, όπως έχει γίνει φανερό, σε μια μακραίωνη ιστορία που καλύπτεται από αντίστοιχα μακρύ πέπλο λησμονιάς. Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, η επιδίωξη μας σε τούτη την ενότητα θυμίζει περισσότερο διαδικασία ιχνηλασίας παρά συνολική ιστορική αναδίφηση. Ακουμπάμε το στιλπνό ύφασμα της λήθης επιχειρώντας να σχηματίσουμε εικόνα για τα όσα αυτό σκεπάζει, ψηλαφώντας κάτω από τις ζάρες το ανάγλυφο των καταστάσεων και εντοπίζοντας εδώ κι εκεί μικρά σκισίματα–στοιχεία που μας επιτρέπουν να ρίξουμε ματιές σε επιμέρους κεφάλαια της ιστορίας. Στοιχεία υπάρχουν, κυρίως έμμεσα όμως, υπό τη μορφή υπολειμμάτων.

 

Οπωσδήποτε, θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η ανεύρεση κάποιας αναφοράς σε σχέση με τη μονή της σπηλιάς από την εποχή που αυτή ήταν ενεργή. Όμως, οι παλαιότερες σωζόμενες μαρτυρίες από την Πεντέλη –εκτός των αρχαίων αναφορών– προέρχονται από περιηγητές του 17ου αιώνα, όταν η μονή είχε πια διαλυθεί.

 

Κατά τους αιώνες λειτουργίας της μονής, πάντως, η σπηλιά θα πρέπει να υπήρξε ένας πραγματικά μαγευτικός τόπος. Γιατί, αν και, όπως είπαμε, καμία άμεση καταγραφή δεν έχει διασωθεί, μπορούμε να φανταστούμε το μέρος βασιζόμενοι σε μία μεταγενέστερη της περιόδου εκείνης περιγραφή, του ¶γγλου αρχαιοδίφη Richard Chandler, που είχε περιηγηθεί στην Ελλάδα μεταξύ 1763 και 1766 ("Travels in Greece" – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ http://en.wikipedia.org/wiki/Richard_Chandler).

 

Η περιγραφή του Chandler, ο οποίος είχε επισκεφτεί την Πεντέλη και τη σπηλιά κάπου μεταξύ 1763 και 1766.

 

Παρακάτω ακολουθεί η μετάφραση του σχετικού αποσπάσματος, μαζί με μερικές απαραίτητες επεξηγήσεις:

  

 

Έφυγα από την εξέδρα του τράγου δίπλα στη Βραυρώνα (1) νωρίς το πρωί, συνοδευόμενος από τις καλές ευχές του χωρικού οικοδεσπότη μου, και ξεκίνησα την ανάβαση στην Πεντέλη, επιλέγοντας να διασχίσω το βουνό αντί να επιστρέψω στην Αθήνα από το δρόμο που είχαμε έρθει. Η διαδρομή, καθώς προχωρούσαμε, έγινε τόσο κακοτράχαλη και απότομη, και τόσο δυνητικά επικίνδυνη από τους γκρεμούς, ώστε σε πολλές περιπτώσεις δυσαρεστήθηκα με αυτή μου την επιλογή. Εντέλει, όμως, καταφέραμε να φτάσουμε κοντά στη βουνοκορφή, και ξεπεζέψαμε για να αναζωογονηθούμε σε ένα σημείο με βλάστηση, δίπλα σε μια πηγή.

 

Κατηφορίζοντας από την αντίθετη πλευρά, ανακαλύψαμε έναν καλόγερο ή μοναχό που πρόσεχε το κοπάδι του, ο οποίος μας έδωσε κατευθυντήριες οδηγίες για τα λατομεία, που βρίσκονται εκτός μονοπατιού, σε μια ρίζα του βουνού. Το επάνω λατομείο είναι εκτεθειμένο στον ουρανό, με το βράχο κομμένο κάθετα. Το κάτω είναι άξιο προσοχής για τα αχανή, νοτερά του σπήλαια (2). Εκεί μέσα η πλατιά οροφή εκτείνεται σε πολύ μεγάλη έκταση πάνω από το κεφάλι, και είναι στολισμένη με κρεμάμενους κούφιους σωλήνες, σαν παγοκρυστάλλους, με τον καθένα να έχει μία ταλαντευόμενη σταγόνα στην άκρη του, έτοιμη να προσθέσει με την πτώση της στο μήκος των δοκίδων που αναπτύσσονται από κάτω. Εντός της εισόδου, στο δεξί χέρι, ένα μικρό διαυγές ρυάκι που αφήνει στο διάβα του κρυσταλλικές εναποθέσεις σταλάζει γλείφοντας το τοίχωμα του βράχου, διαχωριζόμενο σε πολλαπλές παράξενες διακλαδώσεις, ωσάν στερεοποιημένο από παγετό, και σχηματίζοντας γουβίτσες και λεκάνες από τις οποίες υπερχειλίζει. Μία πηγή (3) βρίσκεται βυθισμένη βαθιά μέσα στο βουνό, με στενή πορεία κάτω προς το νερό, το οποίο είναι υπερβολικά ψυχρό. Είδαμε ξέσματα μαρμάρου, και μας έδειξαν στην Αθήνα έναν κρύσταλλο που είχε βρεθεί στο λατομείο αυτό.

 

Το μάρμαρο της Πεντέλης το είχαν σε μεγάλη εκτίμηση και οι γλύπτες και οι αρχιτέκτονες. Η Αθήνα όφειλε πολλά από τα λαμπρά της οικοδομήματα στην εγγύτητα του βουνού αυτού και του Υμηττού, όπου επίσης υπάρχει ένα λατομείο ορατό από την πόλη. Μετά την παρακμή της, τα ερείπια εφοδίασαν με άφθονα υλικά όποια καινούρια κτίρια τα είχαν ανάγκη. Το κάτω λατομείο έχει, στο στόμιο του, κάτι ερειπωμένα παρεκκλήσια, των οποίων οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι με απεικονίσεις αγίων. Έξω, πάνω ψηλά, υπάρχει ένα μικρό τετράγωνο κτίσμα ή δωμάτιο με παράθυρο, το οποίο προεξέχει από το απόκρημνο τοίχωμα του βράχου, που έχει κοπεί κάθετα, εκτός από μία στενή προεξοχή που μοιάζει με αντιστήριγμα. Αυτή καλύπτεται από πυκνό και αρχαίο κισσό, και τερματίζεται λίγα πόδια χαμηλότερα, καθιστώντας το σημείο απρόσιτο χωρίς κάποια σκάλα, η οποία, απ' ό,τι φαίνεται, τοποθετείτο εκεί και απομακρυνόταν κατά περίπτωση. Θα υπέθετα ότι πρόκειται για κελί κάποιου ερημίτη, όμως μοιάζει να έχει σχεδιαστεί και κτιστεί τον καιρό που το λατομείο λειτουργούσε (4). Είχε σχεδιαστεί ίσως για κάποιο βιγλάτορα, προκειμένου να επιτηρεί και να ρυθμίζει με σήματα την προσέγγιση ανθρώπων και συνεργείων που εργάζονταν για τη μεταφορά μαρμάρου στην πόλη.

 

 

(1) Στο αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο των περιηγητικών του εντυπώσεων, ο Chandler περιέγραφε την αναζήτηση μιας σπηλιάς που ο Παυσανίας (Έλληνας γεωγράφος, χρονικογράφος και περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα), στα "Αττικά" του, ανέφερε ως "Πανός αιπόλιον". Αυτή τη σπηλιά αφορά η μνεία περί «εξέδρας του τράγου» (όπου «τράγος» ο τραγοπόδαρος Παν). Εδώ, με την ευκαιρία, να σημειώσουμε ότι, ξεκινώντας ως αποκάλυψη κάποιου «ερευνητή», αρκετοί διατηρούν την πεποίθηση ότι η σπηλιά που ο Παυσανίας κατονόμασε ως "Πανός αιπόλιον" ταυτίζεται με τη γνωστή μας σπηλιά της Πεντέλης. Δε χρειάζεται κανείς ούτε να έχει διαβάσει την αναφορά του Chandler ούτε και να γνωρίζει πού βρίσκεται η συγκεκριμένη σπηλιά για να αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να ισχύει. Ο Παυσανίας, στα Αττικά του (παρατίθενται στη διεύθυνση http://www.mikrosapoplous.gr/texts1.htm#paus_attica), ανέφερε κατά λέξη (32 [1]): «...ὄρη δὲ Ἀθηναίοις ἐστὶ Πεντελικὸν ἔνθα λιθοτομίαι, καὶ Πάρνης παρεχομένη θήραν συῶν ἀγρίων καὶ ἄρκτων, καὶ Ὑμηττὸς ὃς φύει νομὰς μελίσσαις ἐπιτηδειοτάτας πλὴν τῆς Ἀλαζώνων. Ἀλαζῶσι γὰρ συνήθεις ὁμοῦ τοῖς ἄλλοις ἐς νομὰς ἰοῦσιν εἰσὶν ἄφετοι καὶ μέλισσαι, οὐδὲ σφᾶς ἐς σίμβλους καθείρξαντες ἔχουσιν· αἱ δὲ ἐργάζονταί τε ὡς ἔτυχον τῆς χώρας καὶ συμφυὲς τὸ ἔργον αὐταῖς ἐστιν, ἰδίᾳ δὲ οὔτε κηρὸν οὔτε μέλι ἀπ᾽ αὐτοῦ ποιήσεις. τοῦτο μὲν τοιοῦτόν ἐστιν, Ἀθηναίοις δὲ τὰ ὄρη καὶ θεῶν ἀγάλματα ἔχει· [2] Πεντελῆσι μὲν Ἀθηνᾶς, ἐν Ὑμηττῷ δὲ ἄγαλμά ἐστιν Ὑμηττίου Διός, βωμοὶ δὲ καὶ Ὀμβρίου Διὸς καὶ Ἀπόλλωνός εἰσι Προοψίου. καὶ ἐν Πάρνηθι Παρνήθιος Ζεὺς χαλκοῦς ἐστι καὶ βωμὸς Σημαλέου Διός· ἔστι δὲ ἐν τῇ Πάρνηθι καὶ ἄλλος βωμός, θύουσι δὲ ἐπ᾽ αὐτοῦ τοτὲ μὲν Ὄμβριον τοτὲ δὲ Ἀπήμιον καλοῦντες Δία. καὶ Ἀγχεσμὸς ὄρος ἐστὶν οὐ μέγα καὶ Διὸς ἄγαλμα Ἀγχεσμίου...». Τα μόνα στοιχεία, λοιπόν, που περιέχονται στο κείμενο του αρχαίου περιηγητή για την Πεντέλη είναι ότι σε αυτή λειτουργούσαν λατομεία και ότι υπήρχε στημένο άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Όταν, λίγο παρακάτω, έκανε λόγο για το "Πανός αιπόλιον", ο Παυσανίας ανέφερε (32 [7]): «...ἔστι δὲ ἐν τῷ Μαραθῶνι λίμνη τὰ πολλὰ ἑλώδης· ἐς ταύτην ἀπειρίᾳ τῶν ὁδῶν φεύγοντες ἐσπίπτουσιν οἱ βάρβαροι, καί σφισι τὸν φόνον τὸν πολὺν ἐπὶ τούτῳ συμβῆναι λέγουσιν· ὑπὲρ δὲ τὴν λίμνην φάτναι εἰσὶ λίθου τῶν ἵππων τῶν Ἀρταφέρνους καὶ σημεῖα ἐν πέτραις σκηνῆς. ῥεῖ δὲ καὶ ποταμὸς ἐκ τῆς λίμνης, τὰ μὲν πρὸς αὐτῇ τῇ λίμνῃ βοσκήμασιν ὕδωρ ἐπιτήδειον παρεχόμενος, κατὰ δὲ τὴν ἐκβολὴν τὴν ἐς τὸ πέλαγος ἁλμυρὸς ἤδη γίνεται καὶ ἰχθύων τῶν θαλασσίων πλήρης. ὀλίγον δὲ ἀπωτέρω τοῦ πεδίου Πανός ἐστιν ὄρος καὶ σπήλαιον θέας ἄξιον· ἔσοδος μὲν ἐς αὐτὸ στενή, παρελθοῦσι δέ εἰσιν οἶκοι καὶ λουτρὰ καὶ καλούμενον Πανὸς αἰπόλιον, πέτραι τὰ πολλὰ αἰξὶν εἰκασμέναι... ». Πουθενά στο συγκεκριμένο απόσπασμα δεν κατονομάζεται η Πεντέλη, της οποίας η αναφορά ολοκληρώνεται μερικές παραγράφους πριν. Είναι, λοιπόν, ευνόητο ότι το βουνό στο οποίο εντοπιζόταν το "Πανός αιπόλιον" δεν ταυτίζεται με την Πεντέλη, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, ο Παυσανίας θα την κατονόμαζε σαφώς, όπως έκανε παραπάνω με τη μνεία του περί λατομείων και αγάλματος της θεάς Αθηνάς. Εξάλλου, την εποχή του Παυσανία η είσοδος της σπηλιάς της Πεντέλης μόνο στενή δεν ήταν, όπως αναφέρεται ότι συνέβαινε με την είσοδο του "Πανός αιπολίου". Είδαμε σε άλλο σημείο της ενότητας ότι, σύμφωνα με τις ενδείξεις και όπως συμφωνούν οι περισσότεροι αρχαιολόγοι, στη σπηλιά της Πεντέλης υπήρχε πιθανώς κάποιο αρχαίο Ιερό, αφιερωμένο στον Πάνα. Το πιθανολογούμενο αυτό Ιερό, όμως, καμία σχέση δεν είχε με το "Πανός αιπόλιον" που ανέφερε ο Παυσανίας, το οποίο στην πραγματικότητα δεν εντοπιζόταν ούτε στην Πεντέλη ούτε στη Βραυρώνα, όπως πίστευε ο Chandler, αλλά σε μία απότομη πλαγιά κοντά στην Οινόη Αττικής (http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9865).

 

(2) Υπάρχουν δεκάδες αρχαία λατομεία διάσπαρτα στη νοτιοδυτική πλευρά της Πεντέλης, και όχι μόνο τα δύο –το «πάνω» και το «κάτω», όπως περιγράφονται– που επισκέφθηκε ο Chandler. Το «κάτω λατομείο» της περιγραφής αντιστοιχεί στο λατομείο της σπηλιάς –δηλαδή τη σπηλιά με τον προαύλιο της χώρο– ενώ το «πάνω» αφορά μάλλον ένα χαραδροειδές αρχαίο λατομείο, μερικές δεκάδες μέτρα ψηλότερα.

 

(3) Το πρωτεύον νόημα της αγγλικής λέξης «well» είναι «πηγάδι», σημαίνει όμως και «πηγή». Και, από την περιγραφή, γίνεται σαφές ότι ο Chandler αναφερόταν στη «λιμνούλα» του τριγωνικού τούνελ, στο εσωτερικό της σπηλιάς.

 

(4) Αναφέρεται στο κτίσμα επί του βράχου έξω από τη σπηλιά, για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως. Η πρώτη εντύπωση του Chandler, ότι δηλαδή επρόκειτο για κελί ερημίτη, ήταν και η πλησιέστερη προς την πραγματικότητα. Δεν αποκλείεται, πάντως, στην ίδια θέση να προϋπήρχε κάποιο άλλο, αρχαιότερο κτίσμα, από τον καιρό που το λατομείο της σπηλιάς ήταν ενεργό, μιας και το τοίχωμα του βράχου στο σημείο αυτό μοιάζει ειδικά κομμένο και διαμορφωμένο για την υποστήριξη ενός μικρού κτίσματος.

 

 

Υπάρχουν αρκετά αξιοπρόσεκτα σημεία στη μαρτυρία του Chandler. Και, πρώτα–πρώτα, αξίζει να σταθούμε στον σταλακτιτικό διάκοσμο της σπηλιάς. Οι «κούφιοι σωλήνες» της περιγραφής του ¶γγλου αρχαιοδίφη αντιστοιχούν σε ένα σχετικά σπάνιο είδος σταλακτιτών, οι οποίοι στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία αναφέρονται και ως «soda straw stalactites», δηλαδή «σταλακτίτες–καλαμάκια αναψυκτικού», λόγω του ότι είναι κούφιοι, σε αντίθεση με τους συνηθισμένους σταλακτίτες. (http://www.goodearthgraphics.com/virtcave/sodastw/sodastw.html).

 

Σταλακτίτες τύπου «soda straw».

 

Αυτοί οι σωληνοειδείς σχηματισμοί, που μπορούν να εξελιχθούν και σε τυπικούς σταλακτίτες εφόσον το στόμιο τους αποφραχθεί, είναι ιδιαίτερα ντελικάτοι και εύθραυστοι. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Chandler τους βρήκε ανέπαφους κατά την επίσκεψη του το 1763–1766 δείχνει ότι οι ασκητές και μοναχοί που επί αιώνες διαβίωναν στο χώρο της σπηλιάς τον σεβάστηκαν και διαφύλαξαν το διάκοσμο του.

 

¶ξια προσοχής είναι και η μνεία για το μικρό ρυάκι που στάλαζε –ποιος ξέρει από ποια εποχή– στο δεξί τοίχωμα της σπηλιάς, αφήνοντας σταδιακά γραμμοειδείς εναποθέσεις σταλακτιτικού υλικού που διαχωρίζονταν «σε πολλαπλές παράξενες διακλαδώσεις». Υπενθυμίζοντας όσα συζητήσαμε για την παλιά σπηλιά και τους σταλακτίτες της, σημειώνουμε εδώ ότι ο Chandler είναι ο πέμπτος περιηγητής που συναντάμε, μετά τους Gell, Wordsworth, Παρμενίδη και Καμπούρογλου, στη μαρτυρία του οποίου ο σταλακτιτικός διάκοσμος της σπηλιάς χαρακτηρίζεται «παράξενος».

 

Ένα αδιευκρίνιστο σημείο σε σχέση με την όλη μαρτυρία αφορά το κατά πόσο ο Chandler ξεναγήθηκε στη σπηλιά από κάποιον ή κάποιους. Γιατί, αν και πουθενά δε γίνεται λόγος για ανθρώπινη παρουσία στο μέρος, το γεγονός ότι ο ¶γγλος περιηγητής κατάφερε να φτάσει στη «λιμνούλα» του τριγωνικού τούνελ με το «υπερβολικά ψυχρό» νερό γεννά σκέψεις περί του αντιθέτου. Η είσοδος του σχετικού τούνελ είναι αρκετά δύσκολο να εντοπιστεί ακόμα κι αν κάποιος είναι ενήμερος για την ύπαρξη του, πόσο μάλλον αν δε γνωρίζει τίποτα και επισκέπτεται για πρώτη φορά τη σπηλιά υπό το φως πυρσών. Ίσως, πάλι, τα χρόνια εκείνα η είσοδος προς τη «λιμνούλα» να έφερε κάποια διακριτικά ή ίχνη που θα τραβούσαν την προσοχή ενός νεοφερμένου.

  

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο που σηκώνει συζήτηση έχει να κάνει με το χαρακτηρισμό «αχανή, νοτερά σπήλαια» («vast humid caverns»). Κανένας από τους σημερινούς επισκέπτες της σπηλιάς δε θα έκανε λόγο για σπήλαια –χρησιμοποιόντας πληθυντικό αριθμό– και μάλιστα αχανή. Όσο για το ενδεχόμενο να υπήρχε παλιότερα κατά μήκος συνέχεια της σπηλιάς πέρα από το σημερινό της όριο, αυτό μάλλον θα πρέπει να αποκλειστεί. Τα έργα του 1977–1983, με τις καταστροφές που επέφεραν, αποκάλυψαν τα όρια του ασβεστολιθικού πετρώματος, πέραν του οποίου εκτείνεται σχιστόλιθος. Και η σπηλιά, λόγω του τρόπου δημιουργίας της («καρστικοποίηση»), δε θα μπορούσε να συνεχίζεται επί σχιστολιθικού πετρώματος. Από την άλλη, θα ήταν επιπόλαιο το να βιαστεί κανείς να αποδώσει το χαρακτηρισμό αυτό σε εξημμένη φαντασία εκ μέρους του Chandler. Είναι γνωστό ότι πριν τις καταστροφές των έργων η σπηλιά διαχωριζόταν σε δύο βασικούς θαλάμους: έναν κύριο αμέσως μετά την είσοδο και έναν μικρότερο προς το βάθος. Η διαμόρφωση αυτή θα μπορούσε δικαιολογημένα να οδηγήσει στην εντύπωση δύο συνεχόμενων σπηλαίων, εξηγώντας τον πληθυντικό αριθμό της μαρτυρίας. Θα πρέπει, επίσης, να θυμηθούμε τα φυσικά πηγάδια και τούνελ που ξεκινούσαν από τον μικρότερο θάλαμο του βάθους της σπηλιάς. Γιατί, μπορεί η σπηλιά να μην επεκτεινόταν κατά μήκος, κανείς όμως σήμερα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την πορεία και κατάληξη των συνεχειών εκείνων. Και δεν αποκλείεται ο Chandler να είχε διεισδύσει, εκτός του τούνελ της «λιμνούλας», και σε κάποιο από τα ανοίγματα του βάθους της σπηλιάς. Κάτι τέτοιο θα δικαιολογούσε και το χαρακτηρισμό «αχανή» της μαρτυρίας.

 

Όμως, πέρα από οτιδήποτε άλλο, οι παραστάσεις που ξεπηδούν από την περιγραφή του παλιού περιηγητή συνθέτουν, όπως είπαμε, την εικόνα ενός ονειρικού μέρους – μίας πολύ ιδιαίτερης γωνιάς, κατάφορτης με αντίλαλους από ιστορίες και μυστικά που δε διέφυγαν ποτέ από τα όρια του τόπου που τα γέννησε. Μπορεί κανείς να φανταστεί το χώρο έξω από τη σπηλιά, με το παμπάλαιο κτίσμα να προβάλλει ψηλά στον απόκρημνο βράχο και τα φύλλα του κισσού που απλωνόταν κάτω του –του πυκνού αρχαίου κισσού, όπως τον χαρακτήριζε ο Chandler– να θροΐζουν στον άνεμο· το μικρό ρυάκι στο εσωτερικό της σπηλιάς, που σχημάτιζε γραμμές κρυσταλλικών εναποθέσεων και γούρνες γεμάτες με νερό· τους ασυνήθιστους κούφιους σταλακτίτες, με τις ταλαντευόμενες σταγόνες στις άκρες, διστακτικές στο να πέσουν στο έδαφος...

 

Ναι, η σπηλιά υπήρξε ένας μαγικός τόπος. Και θα περίμενε κανείς ότι όσο πιο πίσω κοιτάζουμε στο χρόνο τόσο η εικόνα που έχουμε γι' αυτή θα ξεθώριαζε. Αυτό ισχύει σε γενικές γραμμές, όμως η «ανασκαφή» του παρελθόντος της μας επιφυλάσσει και εκπλήξεις. Γιατί, ποιος θα φανταζόταν ότι σώζεται χάρτης της σπηλιάς από το 1817, και μάλιστα λεπτομερής;

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ