Απρίλιος 2011
Σύμφωνα με είδηση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Το Βήμα" της 4ης Μαΐου 2010 και μεταδόθηκε και από άλλα μέσα, κατόπιν έγκρισης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το διάστημα μεταξύ 14 Μαΐου και 4 Ιουνίου 2011 η σπηλιά της Πεντέλης πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως θεατρική σκηνή. Στο διαμορφωμένο εσωτερικό της, η αμερικανική καλλιτεχνική ομάδα Zoo District Theater Company θα ανεβάσει την "Μήδεια" του Ευριπίδη σε 24 συνολικά παραστάσεις, οι οποίες θα ξεκινούν τη 1 μετά το μεσημέρι και τη 1 μετά τα μεσάνυχτα.
Το ότι εδώ και χρόνια γίνονταν συζητήσεις για κάποιου είδους «αξιοποίηση» της σπηλιάς ήταν γνωστό. Γνωστό, επίσης, είναι ότι στη χώρα μας η έννοια της αξιοποίησης είναι συγκεχυμένη και συνήθως συνεπάγεται περιορισμούς στην πρόσβαση σε συνδυασμό με αλλοίωση των προς αξιοποίηση χώρων. Έτσι, νέα στρώματα μπογιάς θα πρέπει να αναμένεται να πασαλειφτούν στα τοιχώματα της σπηλιάς και στους βράχους στο εξωτερικό της, προκειμένου να καλυφθούν τα γκραφίτι που έχουν αφήσει πίσω τους νεοέλληνες βάνδαλοι –πρακτική που ακολουθήθηκε πολλάκις μέχρι σήμερα για τις ανάγκες τηλεοπτικών γυρισμάτων– καθιστώντας ακόμη πιο δυσδιάκριτα τα εναπομείναντα παλαιά ή αρχαία σκαλίσματα. Και, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ασφάλεια θεατών και καλλιτεχνών, κατασκευές από ξύλα και σχοινιά είναι αναμενόμενο να αναπτυχθούν στο χώρο, αποκλείοντας την πρόσβαση σε τμήματα που οι διοργανωτές θα θεωρήσουν επικίνδυνα. Υποτίθεται ότι οι παρεμβάσεις αυτές θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα, αφού ο αριθμός των παραστάσεων θα είναι περιορισμένος. Ωστόσο, η έως τώρα πείρα έχει δείξει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το προσωρινό συχνά καθίσταται μόνιμο, καθώς, εφόσον γίνει η αρχή, ο δρόμος ανοίγει και για συνακόλουθες «αξιοποιήσεις». Ας ελπίσουμε ότι κάτι τέτοιο δε θα συμβεί στη σπηλιά.
Πάντως, και για να μην αφήνουμε τα «πεντελικά» να επικαλύπτονται και αυτά από την μπογιά της φαινομενικής κανονικότητας, αξίζει να σημειώσουμε ότι αναφορά περί του άρθρου (το οποίο δεν κατόρθωνε να αποφύγει συνηθισμένα λάθη και ανακρίβειες, τύπου «σπηλιά, κρησφύγετο ίσως του Νταβέλη», «κατακόρυφο βάραθρο 15 μέτρων στο μέσο της σπηλιάς», «παραστάσεις χριστιανικών συμβόλων, όπως σταυροί και αετοί στο εξωτερικό των εκκλησιδίων» κ.ά.) γινόταν, μαζί με φωτογραφία της σπηλιάς, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας δίπλα σε άρθρο με θέμα το εφικτό των ταξιδιών στο χωροχρόνο.
Στα θαυμαστά παρασκήνια της σπηλιάς, πίσω από το θόρυβο της μεγάλης σκηνής, οι συγχρονικότητες εξακολουθούν να αντηχούν πάντα, σε σταθερή και υποβλητική υπόκρουση.
Για το βουνό της Πεντέλης έχουν δημοσιευτεί πολλές επιστημονικές μελέτες, ποικίλου περιεχομένου. Ανάμεσα τους έχουν διενεργηθεί και αρκετές γεωφυσικού ενδιαφέροντος, των οποίων το φάσμα και η εξειδίκευση μερικές φορές ξενίζουν. Ως βασικό ζητούμενο των μελετών αυτών αναφέρεται συνήθως η διερεύνηση του φαινομένου της σεισμικότητας και η ανάπτυξη μεθόδων έγκαιρης πρόγνωσης σεισμών μέσω ανίχνευσης πρόδρομων γεωηλεκτρικών σημάτων. Προφανώς αυτό απηχεί την πραγματικότητα, ωστόσο μετρήσεις και αποτελέσματα, σε κάποιες περιπτώσεις, ωθούν και προς διαφορετικές σκέψεις. Πάνω σε μία τέτοια μελέτη, του 2002, πέσαμε πρόσφατα (δημοσιεύεται στη διεύθυνση http://www.nat-hazards-earth-syst-sci.net/3/243/2003/nhess-3-243-2003.pdf, ενώ αντίγραφο υπάρχει αρχειοθετημένο εδώ). Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, κατόπιν δοκιμών σε πεντελικό –συγκεκριμένα πεντελικό– μάρμαρο, διαπιστώθηκε ότι το τελευταίο διαθέτει πιεζοηλεκτρικές ιδιότητες, δηλαδή αποδίδει ηλεκτρικό φορτίο όταν υποβάλλεται σε συνθήκες αυξημένης πίεσης. Από μόνο του το εύρημα αυτό ίσως να μην ακούγεται εντυπωσιακό, εφόσον όμως συνδυαστεί με τα αποτελέσματα κάποιων άλλων μελετών συμπληρώνει ένα βασικό κομμάτι του μεγάλου πάζλ που ονομάζεται «ηλεκτρομαγνητικές ιδιομορφίες Πεντέλης». Έτσι, μία ενδιαφέρουσα εικόνα αρχίζει να σχηματίζεται αν κανείς κοιτάξει και τα «γειτονικά κομμάτια» του πάζλ, όπου αποτυπώνεται το γεγονός της ύπαρξης στην Πεντέλη μιας σεισμογενούς εστίας, του σχηματισμού ηλεκτρομαγνητικών δινών στο υπέδαφος του βουνού, καθώς και της παράδοξα υπέρμετρης συγκέντρωσης μικροσεισμικών δονήσεων στην περιοχή μεταξύ 19:00 και 21:00 σε 24ωρη βάση. Γιατί, εφόσον το πεντελικό μάρμαρο συμπιεζόμενο γεννά ηλεκτρικά φορτία, και δεδομένου ότι οι μικρές και μεγάλες σεισμικές δονήσεις προκαλούν –ακριβώς– τη συμπίεση των φλεβών μαρμάρου, στο υπέδαφος της Πεντέλης θα πρέπει να συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα.
Βεβαίως, στην υπόθεση αυτή υπάρχουν πολύ περισσότερα στοιχεία, αλλά και προεκτάσεις. Γι' αυτό και τα περί της παραπάνω μελέτης προστέθηκαν και συμπληρώνουν την ενότητα "Πεδία, κύματα, έργα και κεραίες", όπου γίνεται διεξοδική παρουσίαση των διαθέσιμων δεδομένων.
Στα τέλη του Οκτωβρίου 2010, άγνωστοι κατεδάφισαν την Αγία Τράπεζα του Αγίου Σπυρίδωνα στη σπηλιά.
Η κατεστραμμένη Αγία Τράπεζα. Φωτογραφία της πριν καταστραφεί παρατίθεται σε σχετική συζήτηση της ενότητας "Η αδελφότητα της σπηλιάς". |
Έτσι, η ηλικίας πολλών αιώνων Αγία Τράπεζα του εκκλησιδίου, που είχε αντέξει τουρκοκρατία, επιδρομείς και σεισμούς, διαλύθηκε μέσα σε λίγα λεπτά από τα χέρια νεοβαρβάρων του 21ου αιώνα, που φαίνεται ότι έψαχναν για κρυμμένα φλουριά.
Οι ίδιοι άνοιξαν και μια τρύπα στον τοίχο δεξιά του Ιερού, καταστρέφοντας τμήμα της αγιογράφησης, ενώ μερικές μέρες νωρίτερα είχαν ανασκάψει διερευνητικά το έδαφος έξω από τα εκκλησίδια.
Αριστερά: η τρύπα που διανοίχθηκε οδηγεί σε ένα μικρό, τυφλό κοίλωμα (κέντρο). Δεξιά: είχε προηγηθεί μικρή διερευνητική ανασκαφή έξω από τα εκκλησίδια. |
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, και αφού πλέον οι παραπάνω καταστροφές τραβούσαν την προσοχή και άλλων νεοβαρβάρων στο χώρο, τον Ιανουάριο του 2011 κάποιος έκαψε το αριστερό χέρι ενός από τους λαξευμένους αγγέλους του σχετικού συμπλέγματος, με αποτέλεσμα ο βράχος να ξεφλουδίσει και να καταστραφεί στο σημείο αυτό το ηλικίας 15 περίπου αιώνων λάξευμα.
Μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις, η σιωπή είναι το περιεκτικότερο δυνατόν σχόλιο. Δε χρειάζεται, λοιπόν, να πούμε τίποτα περισσότερο.
Ομολογώ ότι τα τελευταία 2–3 χρόνια οι διαδρομές μου στην Πεντέλη ακολούθησαν φθίνουσα πορεία, τόσο από άποψη συχνότητας όσο και περιεχομένου. Αιτία γι' αυτό ήταν πολλαπλές και έκδηλες μεταβολές, γύρω μου και μέσα μου. Υποπτεύομαι, ωστόσο, ότι θα πρέπει να υπήρξαν και βαθύτεροι λόγοι, σχετιζόμενοι με μύχιες διεργασίες του ψυχισμού και της ομοιόστασης μου. Όχι ότι η θέα του κατεστραμμένου τοπίου που άφησαν πίσω τους οι πυρκαγιές των τελευταίων χρόνων δεν αποτελούσε από μόνη της σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα, ήταν όμως εκδηλώσεις σήψης όπως η καταστροφή του μεγάλου λαξευμένου κλειδιού που κινητοποίησαν το «ανοσοποιητικό μου σύστημα» σε μία αντίδραση άπωσης. Και είχε βαθείς συμβολισμούς για μένα το κλειδί εκείνο, συμβολισμούς που προσεγγίζονται ιδανικά –σε ανησυχητική αντιστοιχία, μπορώ να πω– μέσα από το μικρό διήγημα "The Silver Key – Το Ασημένιο Κλειδί" του H. P. Lovecraft (http://www.locus7.gr/χφ-λάβκραφτ-ωγκ-ντέρλεθ/111-η-αναζήτηση-του-ίρανον.html – http://www.hplovecraft.com/writings/texts/fiction/sk.aspx), όπου επίσης γίνεται λόγος για ένα βουνό, ένα κλειδί, μια σπηλιά και μια αναζήτηση.
Τέλος πάντων. Άσχετα με το ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι, σημασία έχει ότι πολλά είχαν αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Υπήρξαν, βέβαια, και όμορφες βόλτες, με αρκετές ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις στο βουνό, όχι όμως σαν εκείνες τις Βόλτες με κεφαλαίο "Β" του παρελθόντος, των οποίων το ταξίδι εξελισσόταν σε πολλαπλά επίπεδα και η επίδραση συνεχιζόταν πολύ μετά την επιστροφή στο σπίτι. Πίστευα ότι η εποχή τους είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, και πως μεγαλώνοντας μόνο τις αναμνήσεις τους θα μπορούσα να διατηρήσω. Τον Φεβρουάριο του 2010, όμως, τα βήματα μου με διέψευσαν, οδηγώντας με σε μία ακόμα από εκείνες τις μαγικές βόλτες που θεωρούσα χαμένες.
Συγκεκριμένα, ήταν πρωινό Σαββάτου της 27ης Φεβρουαρίου 2010, και η περιπλάνηση στην Πεντέλη είχε ξεκινήσει με μια σκηνή αρκετά δυσοίωνη. Στεκόμουν μπροστά σε έναν καμένο κορμό δέντρου, με φόντο ένα λοφίσκο και ένα κομμάτι ουρανού. Το γυαλιστερό μαύρο του καρβουνιασμένου ξύλου επιπροβαλλόταν στο πράσινο του λόφου και το μπλε–άσπρο του ουρανού, ενώ το όλο απομεινάρι του κορμού θύμιζε απροσδιόριστα σιλουέτα. Σε συνδυασμό και με την ησυχία που επικρατούσε στο μέρος, μάλλον αυτά θα πρέπει να ήταν τα στοιχεία που με έκαναν να κοντοσταθώ για κάμποση ώρα εκεί, κοιτάζοντας το πάζλ θανάτου, ζωής και αιωνιότητας που συνέθετε η σκηνή.
Με τον τρόπο της, η εικόνα μού φαινόταν αλλόκοτη και κάπως τρομακτική. Και ήδη ένιωθα ότι αυτή η βόλτα θα ήταν ιδιαίτερη.
Συνέχισα να προχωράω κατά μήκος της συνήθους διαδρομής μου, ώσπου έφτασα στο τεράστιο χαραδροειδές λατομείο στη βάση της Πεντέλης – το αποκαλούμενο λατομείο του Πολυχρονίου. Εδώ, τα τοιχώματα του λατομείου ορθώνονταν γιγάντια εκατέρωθεν μου, υπενθυμίζοντας μου ότι, στην πραγματικότητα, βάδιζα στα εκτεθειμένα σπλάχνα του βουνού.
Μέσα στο απέραντο αυτό χαντάκι, οι κλίμακες μεγεθών και αποστάσεων έμοιαζαν σουρεαλιστικά αλλοιωμένες. Η εντύπωση ενισχυόταν από δύο μικροσκοπικά σπιτάκια στο αριστερό τοίχωμα του λατομείου, τα οποία έστεκαν ερειπωμένα, κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Ήταν κτίσματα των παλιών λατόμων και είχαν κτιστεί όταν ακόμα το λατομείο δεν είχε επεκταθεί σε τέτοιο βάθος. Με άλλα λόγια, τα σπιτάκια είχαν προηγηθεί της δημιουργίας του γκρεμού μπροστά τους. Γεγονός που έκανε τη χρονική αλληλουχία να μοιάζει και αυτή ελαφρώς σουρεαλιστική.
Έστριψα αριστερά, σκαρφάλωσα ακολουθώντας ένα μονοπάτι που περνούσε δίπλα από τα σπιτάκια, και βρέθηκα ψηλότερα. Χασομέρησα περιεργαζόμενος χορτάρια και χαμολούλουδα, και έπειτα έπαιξα με την αντίληψη μου της προοπτικής, βάζοντας για σημάδι μια σειρά από παλιούς ξύλινους πυλώνες της ΔΕΗ.
Η θέα προς την κορυφή του βουνού ήταν ανεμπόδιστη από το σημείο όπου βρισκόμουν. Και, ενώ ήμουν έτοιμος να ανηφορίσω ακολουθώντας τα γνώριμα μονοπάτια, κοίταξα αριστερά, προς τα δυτικά. Εκεί, στην ηλιόλουστη πλαγιά απέναντι μου, μοναδικό δέντρο σε ακτίνα πολλών δεκάδων μέτρων, δέσποζε ένα μεγάλο πεύκο. Είχα περάσει και άλλες φορές από εκεί, άλλοτε ανηφορίζοντας και άλλοτε κατηφορίζοντας. Πώς, λοιπόν, γινόταν να μην είχα προσέξει ποτέ αυτό το δέντρο;
Φαίνεται ότι η τελευταία πυρκαγιά, με τις αλλαγές που είχε επιφέρει στο τοπίο, έκανε το μοναχικό πεύκο να ξεχωρίζει από απόσταση. Ίσως, πάλι, οι πυρκαγιές να μην είχαν σχέση. Όπως και να 'χε, το προς τα πού θα συνεχιζόταν η βόλτα ήταν πλέον σαφές.
Πλησιάζοντας, μπορούσα να δω το μεγάλο δέντρο να θροΐζει. Υπήρχε η αίσθηση της έκπληξης, του δέους και της αποκάλυψης, μαζί με κάτι το έντονα αρχετυπικό στην επικείμενη «συνάντηση». Φτάνοντας, τα συναισθήματα μου αυτά δε μετριάστηκαν.
Το πεύκο, που ήταν ακόμη μεγαλύτερο απ' ό,τι υπολόγιζα από μακριά, φύτρωνε πάνω σε έναν ογκώδη βράχο, δίπλα στον οποίο έστεκαν χαλάσματα που μαρτυρούσαν την ύπαρξη παλαιότερα κάποιου κτίσματος.
Σίγουρα, αρκετοί άνθρωποι θα είχαν περάσει τη νύχτα ή το απομεσήμερο τους εκεί. Και, ποιος ξέρει τι όνειρα να είχαν ονειρευτεί κάτω από τον γερο–Πεύκο...
Ξαπόστασα για λίγο κάνοντας διάφορες σκέψεις και απολαμβάνοντας την περίσταση. Τότε, δεν έκανα την αντιδιαστολή με τον καρβουνιασμένο κορμό από τον οποίο είχε ξεκινήσει η βόλτα. Ούτε και πρόσεξα ότι πάνω από το κεφάλι μου τα σύννεφα πύκνωναν τάχιστα.
Αποχαιρέτισα τον γερο–Πεύκο και ξεκίνησα να ανηφορίζω τη ρεματιά. Ένα μικρό ρυάκι κυλούσε εδώ, κατά μήκος του οποίου είχαν στηθεί φράγματα από κορμούς δέντρων, προκειμένου να συγκρατούν το χώμα και να εμποδίζουν τη διάβρωση του εδάφους.
Πέρασα αρκετή ώρα χαζεύοντας το μικρόκοσμο της ρεματιάς. Η ζωή ήταν παντού, και κοιτάζοντας την από κοντά ήταν σαν να έμπαινα κι ο ίδιος σε μια μυστική πραγματικότητα.
Όταν τελικά, απορροφημένος, σήκωσα το κεφάλι μου για να κοιτάξω μια ερειπωμένη καλύβα, είδα τον ουρανό καλυμμένο από μαύρα σύννεφα. Τρία πράγματα ήταν πλέον αναμενόμενα: α) Θα έβρεχε. β) Θα βρεχόμουν. γ) Θα βρεχόμουν πολύ.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν ένα νοερό "ωχ". Το μπλου–τζιν, το δερμάτινο και οι μπότες που φορούσα λίγα πράγματα θα μπορούσαν να κάνουν κόντρα στη βροχή, ενώ σε μεγάλη ακτίνα δεν υπήρχε τίποτα που να προσφέρει κάλυψη, αφού και η καλύβα μπροστά μου είχε απολέσει –προ πολλού, κατά τα φαινόμενα– την οροφή της. Αυτή η αρχική μου αντίδραση, ωστόσο, σχεδόν αμέσως αντιστράφηκε, καθώς αναγνώρισα στον εαυτό μου έναν αστό, που βλοσυρός αντιμετώπιζε την προοπτική του να μουσκέψει με εντεινόμενη ανησυχία. Και τότε, γιατί είχα έρθει εδώ; Υπήρχε επαρκής προστασία από καιρικά και άλλα φαινόμενα στην πόλη, κι εγώ είχα ανέβει στο βουνό, ακριβώς, για να απελευθερωθώ από κάθε είδους προστασία. Ας βρεχόμουν, λοιπόν. Ή, μάλλον, μακάρι να βρεχόμουν.
Δεν ήταν καμιά καταιγίδα, αλλά ούτε και ψιλόβροχο. Το σκούρο μέτωπο των νεφών ήταν μεγαλόπρεπο καθώς περνούσε πάνω από το κεφάλι μου, ενώ από ένα διπλανό ύψωμα, με βράχια που τα μεταξύ τους διάκενα θύμιζαν πολεμίστρες, μπορούσα να δω την ακόμα ηλιόλουστη και εν πολλοίς ανυποψίαστη για την επερχόμενη βροχή πόλη, με θέα που έφτανε ως τη χρυσαφιά θάλασσα.
Βρέθηκα πάλι να ανηφορίζω, σκυφτός και με κουμπωμένο ως πάνω το μπουφάν, ώσπου έφτασα σε ένα μεγάλο, έρημο λατομείο. Εδώ υπήρχαν βράχοι που τα καιρικά φαινόμενα είχαν λαξεύσει σε ασυνήθιστα σχήματα.
Κοιτάζοντας τους βράχους αυτούς μπορούσα να φανταστώ μορφές και πρόσωπα και ιστορίες, όμως η προσήλωση μου διακόπηκε απότομα καθώς πρόσεξα κάτι περίεργο: παρότι η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα ώρα τώρα, εγώ είχα βραχεί ελάχιστα. Θα πρέπει η σωματική θερμότητα από τη συνεχή ανάβαση να προκαλούσε την εξάτμιση των σταγόνων που έπεφταν πάνω μου. Πράγμα που σήμαινε ότι η ηρωική αποφασιστικότητα που είχα επιδείξει προηγουμένως μπροστά στο ενδεχόμενο να βρεχόμουν πήγαινε στράφι.
Συνέχισα να ανηφορίζω, φτάνοντας σύντομα στο χωματόδρομο που οδηγεί στη σπηλιά. Καθώς προχωρούσα κατά μήκος του, μπορούσα να αντιληφθώ ότι η βροχή στο βουνό λιγόστευε, εν αντιθέσει με την πόλη πιο χαμηλά, που έμοιαζε να είχε μπει κάτω από μια τεράστια ντουζιέρα.
Η σπηλιά ήταν έρημη, όπως όφειλε να είναι έπειτα από όσα είχα περάσει για να φτάσω ως εκεί. Διεξήχθη ο καθιερωμένος σιωπηρός διάλογος μεταξύ μας, μόνο που τη φορά αυτή η μεν σπηλιά εξέφρασε περισσότερα απ' ό,τι συνήθως παράπονα, εγώ δε ήμουν ασυνήθιστα απολογητικός. Παρόλα αυτά, ειπώθηκαν ενδιαφέροντα πράγματα, ενώ ενημερώθηκα και για τα τρέχοντα κουτσομπολιά.
Όταν βγήκα έξω, η βροχή είχε σταματήσει και ο ουρανός είχε καθαρίσει από τα πολλά σύννεφα. Τα καμένα δέντρα, όμως, καμιά βροχή δεν μπορούσε πλέον να τα ποτίσει.
Ήταν απόγευμα πια. Αρχική μου σκέψη ήταν να κινηθώ προς αναζήτηση μιας σκαλισμένης επιγραφής, της οποίας γνώριζα μεν καιρό τώρα την ύπαρξη, αλλά όχι τη θέση και το περιεχόμενο (https://www.iranon.gr/PM/laxeumata1.htm#mi). Από την ομάδα των ιδιαίτερων σκαλισμάτων της Πεντέλης, αυτό ήταν το μοναδικό –από τα γνωστά, τουλάχιστον– που δεν είχα εντοπίσει, αν και είχα μια ιδέα για το πού περίπου θα έπρεπε να βρίσκεται. Κατά βάθος, επίτηδες δεν είχα επιμείνει στην αναζήτηση της επιγραφής, καθώς ήθελα να αιωρείται η προοπτική της μελλοντικής της ανακάλυψης και η υπόσχεση των θαυμάσιων συναισθημάτων που θα τη συνόδευαν. Ίσως αυτός να ήταν ο βαθύτερος λόγος που, τελικά, και αυτή τη φορά ματαίωσα την αναζήτηση της μόλις πρόσεξα ότι οι αγριοσπαραγγιές του βουνού είχαν βγάλει τα πρώτα σπαράγγια.
Παιδικές αναμνήσεις από βαθιά μέσα μου αναδύθηκαν στη θέα αυτή. Πολύ παλιά, τότε που ήμουν παιδί, η μητέρα μου συνήθιζε να μου φτιάχνει ομελέτες με σπαράγγια επιστρέφοντας από εξορμήσεις στην ύπαιθρο. Αντικειμενικά, η γεύση τους δεν είχε κάτι το εξαιρετικό, ήταν όμως ξεχωριστή. Πάνω απ' όλα, ήταν μία από εκείνες τις γεύσεις των παιδικών χρόνων, που δεν ξεχνά κανείς, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και για μένα είχαν περάσει τόσο πολλά χρόνια...
Ξεκίνησα, λοιπόν, να κατηφορίζω τον αρχαίο δρόμο, επιθεωρώντας τις αγριοσπαραγγιές στα πλάγια του και μαζεύοντας σπαράγγια. Η συγκομιδή ήταν μικρή αλλά η ζεστασιά που εισέπραττα μεγάλη, βοηθούντος και ενός χρυσού ήλιου που ανεμπόδιστος πλέον από σύννεφα έλουζε με τη λάμψη του την Πεντέλη.
Από παλιά, τακτική μου ήταν να μην αφαιρώ ούτε να προσθέτω τίποτα κατά τις επισκέψεις μου στο βουνό, ενώ είχαν υπάρξει ακόμη και περιπτώσεις όπου είχα φτάσει να σβήνω τα ίχνη από τα βήματα μου. Ωστόσο, αυτή η φορά ήταν διαφορετική, καθώς τα σπαράγγια αντιπροσώπευαν για μένα περισσότερο μαγικά βότανα που είχαν την ιδιότητα να με μεταφέρουν στο παρελθόν, παρά υλική τροφή. Αυτό εξηγούσε και τη δυσανάλογα μεγάλη χαρά που ένιωθα κάθε φορά που έβρισκα ένα.
Δεν πολυκατάλαβα πώς πέρασε η ώρα και βρέθηκα στα χαμηλά της Πεντέλης. Βαδίζοντας πλέον με τον ήλιο να δύει μπροστά μου, αναλογιζόμουν σε τι μέρη θα ταξίδευαν τώρα οι ακτίνες ηλιακού φωτός που, έχοντας φωτίσει το πρόσωπο μου την εποχή που ήμουν παιδί, ανακλάστηκαν στο διάστημα.
Στις δεκαετίες που είχαν μεσολαβήσει από τότε, κάποιες από αυτές θα είχαν προσπεράσει άστρα όπως το Άλφα του Κενταύρου, τον Σείριο, ή το Έψιλον του Ηριδανού. Και ορισμένες από τις ακτίνες του Ήλιου που φώτιζαν τώρα το πρόσωπο μου θα έφταναν τον Μπετελγκέζ στον αστερισμό του Ωρίωνα σε περίπου 640 χρόνια – όση και η απόσταση του σε έτη φωτός από τη Γη.
Ήμουν παρασυρμένος από διάφορες τέτοιες σκέψεις και υπολογισμούς, έχοντας κλείσει έναν μεγάλο κύκλο και ακολουθώντας πλέον αντίστροφα την πορεία που είχα κάνει το πρωί ανεβαίνοντας, όταν σε μία από τις τελευταίες στροφές της διαδρομής το θέαμα που αντίκρισα με έκανε να κοντοσταθώ, αρχικά με έκπληξη και έπειτα με θαυμασμό.
Αυτή ήταν και η τελευταία μου εικόνα από το βουνό.
Στην ομελέτα με σπαράγγια που έφτιαξα εκείνο το βράδυ, το μείγμα είχε γεύση από λατομείο, πεύκο, ρυάκι, καμένο κορμό, βροχή, χρόνο, ήλιο, παιδική ηλικία. Και τρώγοντας, κατάλαβα ότι οι μαγικές βόλτες δεν είχαν ακόμα τελειώσει για μένα.
«Ίρανον»
|