Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Και οι παρεξηγήσεις συνεχίστηκαν.
«...είχαμε παρατηρήσει ότι κατά την περίοδο των έργων είχαν αυξηθεί σε τεράστιες ποσότητες τα απορρίμματα μαρμάρων γύρω από τη Σπηλιά και σε όλο το μήκος του χωματόδρομου που οδηγεί σ' αυτή». (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 338)
Αρχικά υπέθεσε σωστά ότι δράστες ήταν οι παράνομοι νταμαρτζήδες με την κάλυψη της αστυνομίας (βλ. αυ. σ. 338).[27] Όμως, αμέσως άλλαξε γνώμη σε συνδυασμό με μια νέα απροσδόκητη παρατήρηση.
«...πολλά εκτεταμένα κοιλώματα του εδάφους (...) γέμισαν από μια κατάλευκη σκόνη (...) Ήταν φανερό ότι το λευκό υλικό είχε φτάσει εκεί σε υγρή μορφή, σαν παχύρρευστη λάσπη (...) Ο μόνος συμβατικός τρόπος για να φτάσει εκεί (...) θα ήταν με φορτηγά (...) Όμως πουθενά δεν υπήρχαν ίχνη από όλα αυτά τα φορτηγά (...) από τις βαριές ρόδες που θα πηγαινοέρχονταν, ως τα αναπόφευκτα σταξίματα και πιτσιλίσματα στην όλη διαδρομή (...) ...οι λευκές λίμνες υπήρχαν και σε σημεία που ήταν μάλλον απρόσιτα για φορτηγά. (...) ...έμοιαζε όντως με μαρμαρόσκονη, αλλά ήταν περιέργως λεπτή πούδρα, σχεδόν σαν ταλκ − αλλά το ανθρακικό ασβέστιο με αυτή τη λεπτή μορφή δεν είναι η κοινή μαρμαρόσκονη, αλλά το λεγόμενο "κατακρημνισμένο" ή PPC». (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 335, 336-7)
Παρότι είχα δει στην εκπομπή Μυστήρια της Ελλάδας (ΕΤ2, 22/1/95) πλάνο χωρίς σχόλιο από το λατομείο (του Παΐδα) που βρίσκεται στα αριστερά μας πριν από την τελική ανηφόρα για τη Σπηλιά (λ41 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ), υπέθεσα ότι το τράβηξαν επειδή στο βάθος του εν λόγω λατομείου υπήρχαν κάποιες "βραχογραφίες", αλλά τα μπέρδεψαν στο μοντάζ. Πού να φανταστώ ότι το αντικείμενο ήταν το «λευκό υλικό»! Πράγματι το υλικό μεταφέρθηκε σε φορτηγά υπό μορφή αραιού πολτού. Όμως δεν ήταν χύμα στις καρότσες αλλά σε βυτία που άδειαζαν με το άνοιγμα βάνας. Γι' αυτό δεν υπήρχαν απώλειες στη διαδρομή,[28] γι' αυτό δε χρειαζόταν να προσεγγίζουν όλα τα σημεία. Αρκούσε να χύνουν το "ζουμί" από ψηλά κι εκείνο απλωνόταν. Ο χρόνος εμφάνισης συμπίπτει με την έναρξη της εντατικής παράνομης λατόμησης (η ασύδοτη περίοδος 1989 - 92) και δράστες ήταν οι ίδιοι άνθρωποι. Τα φορτηγά που μετέφεραν τους όγκους στα σχιστήρια στο Μαρούσι και στα Βριλήσσια, για να μην έρχονται στο βουνό κενά, έφερναν σαβούρα των εργοστασίων και την πετούσαν εκατέρωθεν των διαδρομών τους. Γι' αυτό υπάρχουν οι άφθονοι σωροί απ' τις σπασμένες μαρμαρόπλακες. Αφού το πεδίο ήταν πρόσφορο,[29] άρχισαν να φέρνουν και τη λάσπη, δηλαδή το προϊόν τριβής των τελάρων που σχίζουν τους όγκους σε πλάκες, με συνεχή ροή νερού στα σημεία κοπής για να ψύχονται οι λάμες. Από τέτοιες τομές προέρχεται η "λευκή λάσπη". (Από το σχιστήριο των λατομείων Παρθενών στη βόρεια πλευρά της Πεντέλης). Τίποτε το περίεργο δηλαδή, την ίδια τακτική ακολουθούν ύστερα από 25 χρόνια και οι τωρινοί παράνομοι λατόμοι (η μόνη διαφορά είναι ότι αφήνουν να στραγγίσει ο πολτός ώστε να μεταφέρεται στις καρότσες χωρίς να διαρρέει). Το εικονιζόμενο φορτίο της λευκής λάσπης ρίχτηκε σε αρχαίο δρόμο (βλ. εδώ) από τον ίδιο άνθρωπο που 1,5 μήνα πριν είχε πληρωθεί από το ελληνικό κράτος για να τον ...συντηρήσει! Η «πούδρα» λοιπόν είναι όντως ανθρακικό ασβέστιο (αφού είναι μαρμαρόσκονη), λίγο "καμένη" λόγω της θερμοκρασίας που αναπτύσσεται κατά την κοπή. Φαντάζομαι ότι το υλικό ήρθε από διάφορα εργοστάσια, σίγουρα όμως είδα κατ' επανάληψη φορτηγά των αδελφών Μαρή (μάλιστα το ΧΗ 6056 άδειασε τα ληγμένα αναψυκτικά και τις μπίρες μπροστά στα καλύβια του εργοταξίου στις αρχές Αυγούστου '91). Ό,τι απέμεινε από ολόκληρο φόρτωμα με "κουτάκια". Όσο κι αν ακούγεται εξωφρενικό, κάποιοι με διαβεβαίωσαν ότι σε κάθε τους επίσκεψη στη Σπηλιά έπιναν από αυτά! (Η ένθετη εμφιαλωμένη μπίρα αποκαλύφθηκε σε άριστη κατάσταση 18 χρόνια μετά! Όχι, δεν τη δοκίμασα). Στο νταμάρι της φωτογραφίας (βλ. αυ. σ. 337, είναι το λ41 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ) έριξαν τη λάσπη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του '91. Σε πρώτο πλάνο η λευκή λίμνη. Μιας και έχουμε μιλήσει για πτώσεις βράχων [βλ. εδώ, σημ. 46], οι τεράστιοι όγκοι πίσω από τον άνθρωπο έπεσαν στα μέσα Δεκεμβρίου 2001, όταν κατέρρευσε η χαρακτηριστική "στέγη" του λατομείου (συμπαρασύροντας και την αναρριχητική διαδρομή, που δεν πρόλαβε να ελευθερωθεί). Δηλαδή, κατέρρευσε ένα τέταρτο του αιώνα μετά την υπονόμευσή της και την πυροδότηση των εκρηκτικών. Νέα βραχόπτωση αριστερά της "στέγης" συνέβη στις αρχές Ιανουαρίου 2004. Οι μεγαλύτερες ποσότητες του υλικού αυτού είχαν ήδη ριχτεί (από το 1989) στο λατομείο βορειοανατολικά του πέτρινου πυροφυλακίου (η μαρμαρόσκονη καλύφθηκε από τα μπάζα της Αττικής Οδού το 2000). Αλλά να τονίσουμε (το αυτονόητο) πως η περίφημη λευκή λάσπη παράγεται όταν τα σχιστήρια κόβουν σε φέτες λευκό μάρμαρο. Υπάρχουν ακόμη διάσπαρτες μικρότερες αποθέσεις λάσπης διαφόρων χρωμάτων από μη πεντελικά έγχρωμα μάρμαρα ή γρανίτες. Στη δική μου πρώτη φορά, όταν στις 19/12/78 είδα βυτίο να αδειάζει στη χωματερή Μουζάκη, έτυχε το υλικό να είναι ροζ! (κι αναρωτιόμουν τι είδους "θανατηφόρο χημικό απόβλητο" ήταν αυτό). Η υπόνοια του Μπαλάνου ότι το σπαστηροτριβείο Περράκη 250 μ. ανατολικά της Σπηλιάς ήταν
«...ο χώρος μετατροπής της λατύπης σε κατακρημνισμένο ασβέστιο», (αυ. σ. 354)
προσμετρείται στις ανάλογες (εξίσου σφαλερές) του προηγούμενου κεφαλαίου. Την επίμαχη περίοδο εμφάνισης του «λευκού υλικού» το εργοστάσιο είχε κλείσει πια (1989), αλλά και όσο λειτουργούσε δεν παρήγε τίποτε πέρα από αδρανή οικοδομικά υλικά, κατάλοιπα των οποίων υπάρχουν ακόμη κι έχουν μετατραπεί σε στοιχεία πίστας για μοτοσικλέτες και τζιπ. Δυστυχώς, η (ανύπαρκτη) σύνδεση έργων Σπηλιάς - εγκαταστάσεων Περράκη θεωρείται πια από πολλούς δεδομένη. (π.χ. βλ. http://www.trekearth.com/gallery/Europe/Greece/photo486566.htm) Αριστερά, το τριβείο πρόσφατα στεγασμένο (είχε ξεκινήσει ως υπαίθριο). Στη μέση, άποψη από το εσωτερικό του. Δεξιά, η αρχικά αυτοσχέδια πίστα όταν άρχισε να σχεδιάζεται πιο επαγγελματικά. Η γειτνίαση του τριβείου με τη Σπηλιά δεν το καθιστά σε τίποτε διαφορετικό από τα άλλα τριβεία της Πεντέλης, στα οποία μάλιστα δεν υπήρχε καμία μονάδα παραγωγής πούδρας ανθρακικού ασβεστίου (filler) παρά μόνο στα λατομεία Διονύσου (από το 1975). Περιττεύει λοιπόν ο σχολιασμός για τις εικασίες χρήσης του «κατακρημνισμένου» ανθρακικού ασβεστίου (βλ. αυ. σ. 336-9).[30] Μόνο, επί τη ευκαιρία, να σημειώσουμε ότι κατά κανόνα «ο ζητών ευρίσκει», και δεν το λέω με χιουμοριστική διάθεση· είναι πραγματικά κάτι το μαγικό: όταν καταστρώσουμε μια υπόθεση που μας συναρπάζει, κάποιος "κοσμικός φαρσέρ" βρίσκει την ευκαιρία να παίξει μαζί μας και πλήθος ετερόκλητων και άσχετων μεταξύ τους ευρημάτων, παρατηρήσεων και πληροφοριών ενορχηστρώνονται επιβεβαιωτικά, μόνο που συνήθως ακολουθεί απογοήτευση. Διότι κατά την αριστοτέλεια λογική διαπράττουμε το κλασικό σφάλμα της εκ των προτέρων λήψεως του ζητουμένου, θεωρώντας δεδομένο αυτό που δεν έχει αποδειχθεί ακόμη, οπότε μετά εύκολα πέφτουμε στην επιλεκτική προσοχή και οδηγούμαστε στην αποτύφλωση. Πρόκειται για μια γενική ανθρώπινη τάση:
«Όποτε μας έρχεται μια έμπνευση, αντί να αναζητούμε τρόπους για να την αποδείξουμε εσφαλμένη, συνήθως προσπαθούμε να αποδείξουμε την ορθότητά της». (Leonard Mlodinow, The drunkard’s walk, p. 189)
Όταν λοιπόν δούμε κάποιον να βράζει φασόλια, σέλινο, καρότα, κρεμμύδια, πιπεριές, ντομάτα ευλόγως θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται να φάμε φασολάδα. Όμως, αν εκκινούμε με τη βεβαιότητα πως αυτός ασχολείται με κάτι το μυστηριώδες, παραβλέπουμε το προφανές και επικεντρωνόμαστε στο χρώμα της κατσαρόλας και στο σχήμα της κουτάλας που "σαφώς" παραπέμπουν σε αλχημιστή, άρα..., κ.λπ., κ.λπ. Δεν υπερβάλλω· στο θέμα των έργων της Σπηλιάς έγιναν χειρότερες κυριολεκτικά έκλογες διασυνδέσεις. Οπότε ευτυχώς που το κτήμα Σαραντόπουλου στα Βριλήσσια και η ομώνυμη στάση λεωφορείων (πού αλλού, στη λεωφόρο Πεντέλης φυσικά!) δεν έγιναν αντιληπτά τότε που ο Σαραντόπουλος ξεκίνησε τα έργα στη Σπηλιά. Δυστυχώς, όταν εδέησα να φωτογραφίσω τη στάση, η αυλόπορτα του κτήματος με τη μεταλλική πινακίδα του ιδιοκτήτη δεν υπήρχε πια. Να προσθέσω πως η αρχαία οδός που συνέδεε την Πεντέλη με την Αθήνα, και τμήμα της βρέθηκε κοντά στη Φραγκοκλησιά, περνά και από αυτό το κτήμα. (βλ. http://www.hellinon.net/Aneotera/Pentelikon.htm, επίσης Ορεσίβιου, Πεντέλη - Από την ανάδυση της Αιγαίας γης έως τους ρωμαϊκούς χρόνους, σ. 139-40, βιβλίο που βρίσκεται εδώ: https://www.iranon.gr/PO/penteli.pdf, και http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=252930)
Όταν στην ίδια εκπομπή του Μπαλάνου είδα το πευκάκι έξω από τη Σπηλιά (συμπεριελήφθη κι αυτό στο μοντάζ, όμως δεν υπήρχε χρόνος για το σχόλιο), απόρησα. Η απορία λύθηκε 9 χρόνια αργότερα:
«...το πεύκο αυτό δεν υπήρχε εκεί την προηγούμενη φορά! (...) Είχαμε πολλές παλιότερες φωτογραφίες της εισόδου από την κατάλληλη απόσταση και −πράγματι− κανένα πευκάκι δεν υπήρχε εκεί!» (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 393)
Οι δημοσιευόμενες φωτογραφίες του απέχουν χρονικά 2-3 δεκαετίες, οπότε τίθεται το ερώτημα πότε ήταν η «προηγούμενη φορά» − και φυσικά δεν υπάρχει κανένα πευκάκι στην παλαιά (δημοσιεύτηκε το 1982 στο Αίνιγμα της Πεντέλης), αφού αυτό υπολογίζω πως εμφανίστηκε κάνα δυο χρόνια πριν από το 1990. Δεν υπήρχε λόγος να προσέξει κανείς ένα μικροσκοπικό πεύκο λίγων εκατοστών, είτε ήταν αυτοφυές είτε το έφερε κάποιος από φυτώριο. Πάντως, η πρώτη φορά που το αναφέρω είναι την 1/4/93 (όταν είχε πια υπερβεί το ένα μέτρο ύψος), αν και ήδη μας ήταν από καιρού γνωστό,[31] αφού του ρίχναμε συστηματικά τα φλούδια απ' τα φρούτα μας ως λίπασμα. Αφορμή για τη γραπτή αναφορά στάθηκε η παρατήρηση ότι τα φλούδια έλειπαν την 1/4/93, και αναρωτηθήκαμε αν τα έφαγε πάλι κάνα ζώο (όπως είχαμε δει να κάνει στις 4/2/93 η προβατίνα [βλ. εδώ, σημ. 55]) ή κάποιος τα θεώρησε σκουπίδια και τα μάζεψε. Το πευκάκι σε 2 στιγμιότυπα που απέχουν 9 χρόνια. Αριστερά, διακρίνονται μερικά φλούδια. (Στο μεταξύ, δεξιά, χάρις στην αναστύλωση [βλ. εδώ, σημ. 65], αφαιρέθηκε ο κισσός και προστέθηκε η ξερολιθιά). Αν υπάρχει πραγματικά κάτι άξιο μνείας δεν είναι η "θαυμαστή" του εμφάνιση [32] αλλά το πώς εν έτει 2008, δηλαδή σε ηλικία τουλάχιστον 20 χρόνων, παραμένει τόσο καχεκτικό. Η εξήγηση όμως είναι τετριμμένη: απλώς έχει υποστεί τα πάνδεινα από τα γνωστά δίποδα τύπου ΚΔΟΑ, που μοιάζουν με ανθρώπους,[33] οπότε το ζήτημα μετατρέπεται σε απορία για τη θαυμαστή του διατήρηση.[34] Σε αντίθεση με την "εμφάνιση" του πεύκου, άλλα πράγματα εξαφανίστηκαν:
«Εντελώς ξαφνικά, βράχοι και θάμνοι έπαψαν να υπάρχουν εκεί! (...) «...δεν υπήρχε κανένα ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης». (αυ. σ. 394)
Αν υπήρχαν περισσότερες πληροφορίες (ειδικά με φωτογραφίες) για το ποια συγκεκριμένα βράχια μετακινήθηκαν, θα μπορούσα να παραθέσω για το καθένα ξεχωριστά το πότε, το γιατί (συχνά και από ποιους) μετακινήθηκε. [Όχι πάντα! Βλ. εδώ, σημ. 33, προσθήκη] Για παράδειγμα, στα 24,5 χρόνια που χωρίζουν τις δύο απόψεις λίγες πέτρες έμειναν αμετακίνητες. Πού είναι οι δύο βράχοι που δείχνουν τα βέλη στην πρώτη φωτο; Όμως, προσοχή: ενίοτε οι φωτογραφίες αντί να είναι αξιόπιστα ντοκουμέντα γίνονται πρόξενοι παρανοήσεων. Οι δύο αυτοί βράχοι ισορροπούσαν επικίνδυνα, οπότε συνεπικουρούμενος από τη Μ.Μ. έριξα τον πρώτο στις 18/4/94, και τον δεύτερο μόνος (χρειαζόταν ελάχιστη δύναμη) μια βδομάδα αργότερα. Εδώ έχουμε το αντίθετο: εμφάνιση βράχων (αυτοί με τα βέλη· το κοκκινισμένο τμήμα ανήκει στο τοίχωμα του λατομείου, και είναι κοντά στο φακό). Στις 20/2/14 αποκολλήθηκε τμήμα όγκου, και κατά την προσγείωση έσπασε σε 3 κομμάτια (μην υποτιμήσετε το μέγεθος· το μεγαλύτερο ζυγίζει πάνω από 1 τόνο). Πάντως, εκεί που δείχνει το βέλος αριστερά (βλ. αυ. φωτογραφία σ. 403), όπως ξέρουμε από το προηγούμενο κεφάλαιο [βλ. εδώ, σημ. 50], θρυμμάτισαν βράχους με φουρνέλα την άνοιξη του '81 για να περάσει το ερπυστριοφόρο διατρητικό. Το ίδιο είχαν κάνει τον Αύγουστο του '80 μπροστά στο "πηγάδι". Όπως είπαμε, από εκεί πήρε φορτωτής του Περράκη μεγάλο βράχο για να φτιάξει φράγμα στη μέση του λιθόστρωτου στις 4/4/89. Ίσως, έτσι δικαιολογείται και η εντύπωση ότι (για το "πηγάδι")
«...τώρα, η πρόσβαση ήταν αρκετά άνετη...» (αυ. σ. 394)
Οι δε θάμνοι είναι βρομοκλάδια. [35] Το μεγάλο τους μέγεθος έδειχνε ηλικία μάλλον αιώνων, όμως ήρθε κάποτε η εποχή που οι επισκέπτες της Σπηλιάς άλλαξαν προς το χειρότερο. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι πρώτη φορά έκοψαν κλαριά απ' τα βρομοκλάδια για ν' ανάψουν φωτιά μόλις το 1991; Έκτοτε, η τακτική αυτή καθιερώθηκε με αποτέλεσμα σήμερα ν' απομένουν δείγματα μόνο των αρχικών θάμνων.[36] Ειδικά, στις 9/9 και 1/11/93 η ίδια παρέα που προσπάθησε να σπάσει το πευκάκι έκοψε τόσα πολλά βρομοκλάδια, ώστε και τις δύο φορές έχω σημειώσει ότι «τα ρήμαξαν». Κι εκεί που κάποτε καθόμαστε στη σκιά τους, τώρα ψάχνουμε να βρούμε πού ήταν! Το μέγεθος των θάμνων προκύπτει από τη σύγκριση με το ρυμουλκούμενο βυτίο νερού του Σαραντόπουλου. Στην πρώτη φωτο (παρόλο που αριστερά είναι προχωρημένο καλοκαίρι κι έχουν ρίξει τα φύλλα, εν αντιθέσει με δεξιά όπου είναι πρασινισμένα) η σμίκρυνσή τους είναι σαφής. Το ίδιο και στη δεύτερη φωτο, όπου δεξιά υστερούν εμφανώς παρότι βρίσκονται πιο κοντά στο φακό. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε όλες τις περιπτώσεις έχουμε εξακριβωμένη την αιτία, που δεν είναι άλλη από τον ανθρώπινο παράγοντα. Υπάρχει όμως και κάτι που (αν αλήθευε) αποκλείει ανθρώπινη ανάμειξη.
«Θυμάσαι που η παλάμη είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς και μάταια ψάχνατε όλοι στην παρέα να την εντοπίσετε. Όταν αρκετούς μήνες αργότερα την ξαναβρήκατε, αυτή είχε αλλάξει θέση και κλίση». (Τα φαινόμενα, https://www.iranon.gr/PENTELI/PENTELI4TEXT.htm#1)
«Το περίεργο εδώ είναι ότι το χέρι αυτό μετακινείται διαρκώς στο βράχο σε μια απόσταση λίγων μέτρων. (...) Εξάλλου, κατά περιόδους χάνεται για να εμφανιστεί αργότερα και πάλι». (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 397)
Η σκαλισμένη παλάμη ουδέποτε άλλαξε θέση στο τοίχωμα (στο δικό μου σύμπαν, εννοείται). Αντιθέτως, μεταβλήθηκε αρκετές φορές το έδαφος από κάτω της με αποτέλεσμα πολλοί να την ψάχνουν σε λάθος σημείο.[37] Το να μη τη βλέπει κάποιος, δε σημαίνει ότι δεν είναι εκεί.[38] Όμως, πράγματι η παλάμη εξαφανίστηκε μερικές φορές: την κάλυψαν με λάσπη παρμένη από τη σήραγγα ΙΙΙ στις 17/7/94 (5-6 νεαροί, που με την ίδια λάσπη έγραψαν και τα ονόματά τους), άλλοι την καθάρισαν στην 1/10/94 και στις 4/8/95, στις 16/10/95 τη μαύρισαν με καπνιά, την καθάρισαν στις 13/11/95, ενώ στις 8/1/98 την κάλυψαν με τσιμέντο για τις ανάγκες της ταινίας Ούλοι εμείς, εφέντη του Λεωνίδα Βαρδαρού [39] (προβλήθηκε στην ετ1 στις 17/5/05). Λόγω της επαγγελματικής δουλειάς των τελευταίων δραστών, έχω την εντύπωση πως έμεινε αφανής επί χρόνια (αφού λησμόνησα να καταγράψω το πότε την είδα και πάλι καθαρισμένη). Η παλάμη προτού γίνει διάσημη. «Δεν μπορεί καν ν' αποφασίσει αν είναι αριστερό ή δεξί!» (αυ. λεζάντα, σ. 397)
Ομολογώ πως η δημοσίευση των δύο φωτογραφιών του με προβληματίζει, αφού η δεύτερη είναι απλώς τυπωμένη το πάνω κάτω, κι έτσι η παλάμη εμφανίζεται ως αριστερή.[40]
«...κατά τη γνώμη μου, το τοπίο άλλαζε από μόνο του». (αυ. σ. 395)
Το τοπίο συγκροτείται από αναρίθμητα στοιχεία, που είναι αδύνατον να γίνουν όλα αντιληπτά και να ελέγχονται διαρκώς, ώστε δεν μπορώ ν' αποκλείσω αυθόρμητες (και ανεξήγητες) μεταβολές. Επιμένω όμως ότι όσα επικαλείται δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Αλλά, αφού είμαι πρόθυμος να δεχτώ πως μπορεί να συμβαίνει και το πιο απίθανο πράγμα, ας υποθέσουμε ότι το τοπίο στη Σπηλιά αλλάζει: βράχοι μετακινούνται, δέντρα εμφανίζονται, θάμνοι εξαφανίζονται, μονοπάτια μετατρέπονται, σκαλισμένες παλάμες πηγαίνουν πέρα-δώθε. Όμως, αν δεχτούμε ότι δεν είναι άσκοπα καπρίτσια δεν ξέρω ποιων δυνάμεων, αυτό τι νόημα έχει για μένα; Αν δεν είναι ικανό να με αλλάξει άρδην, δεν έχει κανένα νόημα. Παραμένω τουρίστας, φιλοθεάμων του απόκοσμου βαριετέ, συλλέκτης μυστηρίων. Αν λοιπόν δε μου μιλάει προσωπικά, δεν απευθύνεται σ' εμένα, δε με αφορά. Μένω απέξω. Οι παρατηρήσεις μου δεν ενέχουν μομφή. Απλώς προσπαθώ να ερμηνεύσω −και, ει δυνατόν, να πείσω και άλλους− το πώς φτάσαμε εδώ. Αν ο Μπαλάνος παρουσίασε ανακρίβειες,[41] υπερβολές, παρανοήσεις, όσο τον αφορά έζησε ευτυχής σ' ένα μαγικό κόσμο κι είναι αξιοζήλευτος. Και κάτι σημαντικό: αν με τις υπερβολές, τις ανακρίβειες και τα λάθη έχει την πρόθεση να συντηρήσει την αίσθηση ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει στην Πεντέλη, τότε το πράγμα αλλάζει.[42] Όταν ένας κρίσιμος αριθμός ανθρώπων πιστέψει, δεν αποκλείεται ν' αρχίσουν να συμβαίνουν πολλά και διάφορα περίεργα. Αυτό είναι επιθυμητό και χρήσιμο − αν και πρόσκαιρο. Διότι, ακόμη και τότε, η εξοικείωση σιγά-σιγά αντικαθιστά το άγνωστο με το γνωστό, το απροσδόκητο με το αναμενόμενο, την επαγρύπνηση με τη χαλάρωση, την όξυνση με την άμβλυνση. Τότε ο κόσμος ξαναγίνεται βαρετός. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας τόπος, όπως και τίποτε άλλο, που να μπορεί να μας αλλάξει μόνιμα με αυτόματο τρόπο. Το μόνο που μπορούμε να αποκομίσουμε μετά τη συνάντησή μας με το παράδοξο είναι η βεβαιότητά μας ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου όπως τα νομίζαμε, κι εναπόκειται σ' εμάς ν' αντιληφθούμε ότι δε γίνεται ν' αλλάξουμε μόνιμα επίπεδο όντας οι ίδιοι ανεξέλικτοι. Αντί της ομολογουμένως ψυχαγωγικής ατέρμονης αναζήτησης περαιτέρω μυστηρίων, ή παράλληλα μ' αυτή, να στραφούμε στα εσωτερικά μας παράξενα και να βρούμε λύσεις, γιατί αυτά είναι που συσκοτίζουν τη θεώρησή μας. Για να το πούμε πιο ξεκάθαρα, δε γίνεται να είμαι εξαρτημένος, πολυδιασπασμένος, αντιφατικός, ετεροκινούμενος −γενικά δηλαδή ένας συνηθισμένος προβληματικός άνθρωπος− και να πάω μακριά, έστω κι αν αλήθευαν όλα όσα λέγονται για την Πεντέλη. Αν είχα γεννηθεί τυφλός και πίστευα ότι καθόλου δεν εμποδίζομαι από το να είμαι σινεφίλ ή και κριτικός κινηματογράφου, θα σας έπειθα; Όταν ο Μπαλάνος (όπως και άλλοι) διατείνεται ότι συμβαίνουν παράδοξες αλλαγές στο τοπίο, ναι μεν διαφωνώ ως προς τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς, όμως πιστεύω ότι διαισθητικά απηχούν μια εντελώς δυσδιάκριτη πτυχή της πραγματικότητας, που όλοι την έχουμε βιώσει αλλά και δεν ξέρουμε τίποτε γι' αυτή. Ο Καστανέντα υποστήριξε ότι κάποια από τα αντικείμενα ή τα πρόσωπα που βλέπουμε στα όνειρά μας δεν είναι δικά μας πλάσματα αλλά παρεισδύουν. Μάλιστα, έδινε χαρακτηριστικές οδηγίες για να μπορούμε να τα εντοπίσουμε.[43] Προϋπόθεση είναι βέβαια να έχουμε τη συνείδησή μας της εγρήγορσης ενεργοποιημένη κατά τη διάρκεια του ονείρου και να θυμηθούμε τι πρέπει να κάνουμε. Αν αυτό σας φαίνεται ακατόρθωτο, το ίδιο εξωφρενικά δύσκολο είναι και κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης να είμαστε παρόντες, «να θυμόμαστε τον εαυτό μας», όπως έλεγε ο Γκουρτζίεφ. Αλλιώς, όσα περίεργα και να συμβαίνουν είναι μάλλον αδύνατον να τα αντιληφθούμε. Ορισμένα πάλι που τυχαίνει να φθάσουν στο κατώφλι της συνείδησης παραμένουν εκεί, μετέωρα, σ' ένα προσυνειδητό στάδιο, και χρειάζονται κάτι παραπάνω για να πέσει πάνω τους όλη μας η προσοχή και να εγκατασταθούν στη συνείδηση προτού χαθούν. Όσα είναι στην κατηγορία αυτή τα ξέρουμε και ταυτόχρονα τα αγνοούμε. Για παράδειγμα, είναι δεδομένο ότι με απασχολούν τα σκαλισμένα σύμβολα της Πεντέλης, κι ένα από αυτά περιλαμβάνει το στυλιζαρισμένο περίγραμμα ενός ιχθύος (βλ. κεφ. Σιβυλλικά λαξεύματα). Λοιπόν, χρειάστηκαν πολλοί μήνες για να "ξυπνήσει" η συνείδησή μου και να έχω την πλήρη επίγνωση ότι κάθε πρωί που περίμενα το λεωφορείο της Πεντέλης έβλεπα το ίδιο σχήμα φτιαγμένο με μαρκαδόρο πάνω στον κάδο απορριμμάτων δίπλα μου! Θυμόμουν ότι το έβλεπα διαρκώς, θυμόμουν ότι γνώριζα πως είναι ψάρι, αλλά... Δεν ήταν πραγματική γνώση, και θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ακόμη πως αυτές ήταν ψευδο-αναμνήσεις και ανήκαν στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν. Μόνο αν είχα μια παλαιότερη φωτογραφία θα βεβαιωνόμουν (όσο είναι δυνατόν) ότι πράγματι το σχήμα ήταν εκεί και πριν από την ημέρα που στάθηκα μπροστά του απορώντας γιατί δεν το είχα συνειδητοποιήσει νωρίτερα. Αν λοιπόν υποθέσουμε πως όχι από χέρι ανθρώπινο αλλά από άλλες άγνωστες δυνάμεις συντελούνται εκ προθέσεως επεμβάσεις στο περιβάλλον μέσα στην καθημερινότητά μας (δηλαδή κάτι "υποδύεται" −είτε σκοπίμως είτε λόγω δικής μας αδυναμίας− ένα αναγνωρίσιμο αντικείμενο), πόσο ικανοί είμαστε να τις αντιληφθούμε; Κι αν αυτό συμβεί, πόσο είμαστε ικανοί να αδράξουμε τη φευγαλέα παρατήρηση και να τη μεταβάλουμε σε μόνιμο κτήμα μας; Κι αν το καταφέρουμε και τούτο, πόσο ικανοί είμαστε ν' αποδείξουμε το αντικειμενικό της αντίληψής μας; Ό,τι δεν ανήκει στο συνηθισμένο πλαίσιο που έχει παγιωθεί εντός μας μέσω της πολυποίκιλης κοινωνικής εκπαίδευσης, στην καλύτερη περίπτωση παραμένει στη "ζώνη του λυκόφωτος" (ας βρει κάποιος με ποιον τρόπο εκτελεί ο επαγγελματίας θαυματοποιός τα νούμερά του). Η περίπτωση με το σχεδιασμένο ψάρι δεν ήταν η μοναδική· το ίδιο συνέβη και μ' ένα μεγάλο Φ φτιαγμένο με μαύρη μπογιά πάνω στη μάντρα της Μονής Πεντέλης, ακριβώς δίπλα από τη στάση των λεωφορείων (βλ. φωτο εδώ, από την ιστοσελίδα iranon.gr Η Αδελφότητα της Σπηλιάς (μέρος ΚΓ΄). Μου χρειάστηκαν χρόνια για να συλλάβω το γεγονός ότι αντιστοιχούσε με αρκετά σκαλισμένα Φ στο βουνό. Μιλάμε για προφανή συνάφεια, (έστω και απλώς συμπτωματική, αφού μαρκάρει την ύπαρξη φρεατίου). Γιατί όμως δεν μπορούσα να κάνω τη σύνδεση; Νομίζω πως τα παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά των περιορισμών του συνηθισμένου επίπεδου συνείδησής μας. Αυτή λειτουργεί μηχανικά και παθητικά, γιατί λείπει ο απαιτούμενος βαθμός παρουσίας μας, το ζητούμενο επίπεδο αυτο-συνείδησης, η εναργής επίγνωση. Κάπου-κάπου, για λόγους αδιευκρίνιστους, συμβαίνει κάποια αναλαμπή και τότε ακολουθεί η κατάπληξη. Όπως στις 2/9/04, όταν πρόσεξα σε βράχο που είχε σκιστεί κατά τη λατόμηση να έχει μείνει κολλημένο μέρος της αποσπασμένης μάζας σε σχήμα σχεδόν κανονικού πενταγώνου! Εδώ, ήταν αδύνατον να μην κάνω αμέσως τη σύνδεση με το πλήθος των λαξευμένων πενταγώνων. Όμως, πέρα από το πόσες πιθανότητες είχε να δημιουργηθεί τυχαία το οπωσδήποτε ασυνήθιστο πενταγωνικό σχήμα (κανονικά το μάρμαρο αφήνει πλάγια παραλληλόγραμμα ή τραπέζια), γιατί δεν το είχα δει, δεδομένου πως από τις 21/9/78 περνούσα συστηματικά δίπλα του κυριολεκτικά; (Τουλάχιστον από 20 Αυγούστου ως 20 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, αφού πήγαινα για τα ώριμα σύκα της κοντινής συκιάς). Ακόμη κι αν δεν είχα δει τα διάφορα σκαλισμένα πεντάγωνα, πάλι έπρεπε να καταγράψω το εμφανές σχήμα. Και, φυσικά, κανείς από όσους περνούσαν μαζί μου από εκεί −ή όσους ξέρω να είχαν πάει μόνοι τους− δεν το είχε αντιληφθεί, παρότι η θέση του λες κι είναι επίτηδες διαλεγμένη για να φαίνεται ευχερώς. Όλα δείχνουν ότι πρέπει να ήταν εκεί το λιγότερο από τότε που έκλεισε το λατομείο (1977), δυστυχώς όμως η μοναδική τυχαία φωτογραφία που έχω της περιοχής (1979) αφήνει για λίγο το σημείο απέξω. Αν όμως υποθέσουμε ότι καλυπτόταν από άλλον όγκο, τότε το αργότερο ήρθε στην επιφάνεια τον Απρίλιο 1990, όταν για τελευταία φορά έγινε εκεί παράνομη απόληψη παλαιών μαρμάρων. Έτσι, παραμένει το πρόβλημα: γιατί επί 14 τουλάχιστον χρόνια δεν το έβλεπα, ενώ περνούσα δίπλα του;[44] Ώστε περιστασιακά κάτι θα τραβά την προσοχή μας, όμως αν πραγματικά ανήκει σε άλλο επίπεδο θα παραμείνει άπιαστο στην ουσία του, κι αυτό που θα καταγράψουμε δε θα είναι παρά το χνάρι του στο δικό μας επίπεδο. Ορισμένα από αυτά τα φαινόμενα παρατηρούνται την κατάλληλη στιγμή, και η θεωρία της συγχρονικότητας του Γιουνγκ αποπειράται να ερμηνεύσει το νόημά τους παρά το μηχανισμό που τα παράγει. Δηλαδή, αν δείξω με το χέρι την κορφή ενός γκρεμού λέγοντας «Μη ζυγώνετε, γιατί μπορεί να πέσει κάνας βράχος», κι ακριβώς τότε πέσει ένας βράχος, τι θέλει να πει η σύμπτωση; Κάποτε με ρώτησε κάποιος τι νομίζω πως εννοεί ο Καστανέντα με τη λέξη δύναμη. Αυτοσχεδιάζοντας του απάντησα: «Αν τώρα βγεις από την πόρτα και βρεις ένα νόμισμα στο πεζοδρόμιο, στο οποίο θα αναγνωρίσεις κάποιο μήνυμα για σένα, που θ' αποτελέσει την απαρχή για τον αναπροσανατολισμό της ζωής σου, αυτό είναι εκδήλωση δύναμης». Μου είπε ότι δεν τον φώτισα κι έφυγε. Σε ένα λεπτό χτύπησε η πόρτα μου. 'Ανοιξα κι ήταν αυτός. Κρατούσε ένα τάλιρο εντυπωσιασμένος. Αν λοιπόν δεν είχε προηγηθεί η συζήτηση, η εύρεση του νομίσματος δε θα είχε κανένα νόημα. Τώρα όμως, το πράγμα άλλαζε. Και πρώτα-πρώτα είχε πυροδοτήσει ένα ειδικό αίσθημα μέσα του, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως κινητήρια δύναμη για να ξεκινήσει μια σημαντική μεταβολή στη ζωή του. Επανερχόμαστε λοιπόν: αν πιστέψω (έστω λανθασμένα) πως ένα πεύκο ξεφύτρωσε εκεί όπου χθες δεν υπήρχε, και το συνακόλουθο αίσθημα με αλλάξει οδηγώντας με προς ένα αυξημένο βαθμό αυτοσυνείδησης, τότε ο σκοπός επετεύχθη και δεν έχει σημασία η αφορμή. Όσο για την αντίληψη των υποτιθέμενων αλλαγών του τοπίου, νομίζω πως οφείλεται σε "μετακινήσεις" του παρατηρητή. Αν θυμηθούμε πως η εικόνα του περιβάλλοντος κτίζεται από τον εγκέφαλό μας, ο οποίος χρησιμοποιεί μικρό μόνο μέρος των πληροφοριών που του στέλνουν οι αισθήσεις, και πως αυτές μικρό μόνο μέρος της υφιστάμενης πραγματικότητας μπορούν να συλλάβουν, τότε ας φανταστούμε το τοπίο σαν μία από εκείνες τις "μαγικές εικόνες" που παίζουν τα παιδιά, μεταβάλλοντας τη γωνία ώστε να αλλάζει και η παράσταση. Οπότε, άλλοτε υπάρχουν αλλαγές που δεν αντιλαμβανόμαστε και άλλοτε δεν έχει αλλάξει τίποτε, όμως παρατηρούμε πρώτη φορά κάποια πράγματα και νομίζουμε ότι κάτι άλλαξε (όταν έχει μεσολαβήσει η πρώτη εκδοχή, έχουμε δίκιο αλλά σφάλλουμε ως προς το χρόνο του συμβάντος).[45] 'Αλλωστε, μην ξεχνάμε πως όταν κάποιος πάει μια φορά στη Σπηλιά, η πιθανότητα να του συμβούν διάφορα εξωφρενικά πράγματα είναι πολύ χαμηλή. Όμως, όταν ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων πάει στη Σπηλιά, έστω για μια φορά ο καθένας, σε κάποιον από αυτούς είναι βέβαιο ότι θα συμβούν από σκέτη τύχη ανεξήγητα πράγματα φαινομενικά συνδεόμενα.
Αναγκαστικά λοιπόν, αφού τα όσα χειροπιαστά στοιχεία κρίνονται από ανύπαρκτα έως αδύναμα και άσχετα, η έμφαση καταλήγει στη συμπεριφορά των επισκεπτών της Σπηλιάς, που παρουσιάζεται σαν μη κανονική. Η συνηθισμένη γενική ανθρώπινη ανεπάρκεια −που οφείλεται σ' αυτό που ονομάζουμε "συνείδηση", και μόνο τέτοια δεν είναι, αφού πρόκειται για νεφελώδη κατάσταση η οποία διακόπτεται πού και πού από εκλάμψεις προσοχής−, γεννάει πολλά εξοργιστικά φαινόμενα. Τα εξαρτημένα ανακλαστικά και οι αυτοματοποιημένες ανταποκρίσεις μας στα ερεθίσματα ρουτίνας του οικείου μας περιβάλλοντος είναι απρόσφορα σε διαφορετικές συνθήκες. Φταίνε οι συνθήκες ή εμείς που δεν μπορούμε να κρατήσουμε ένα αξιοπρεπές επίπεδο εγρήγορσης για ικανό χρόνο; Τυπικό παράδειγμα:
«Δυστυχώς δεν μπορούσα να εξακριβώσω αν είχε μείνει κανένα άνοιγμα στο σημείο αυτό, όπως είχαν αναφέρει άλλοι ερευνητές. Είχαμε... ξεχάσει το φακό στο αυτοκίνητο κι όταν τον θυμηθήκαμε ήμαστε ήδη μακριά για να γυρίσουμε πίσω». (αυ. σ. 101)
Όχι μόνο δεν είχαν το μυαλό τους σ' αυτό που έκαναν, όχι μόνο δε γύρισαν πίσω (όσο μακριά κι αν ήταν), αλλά και το γεγονός αφήνεται στην προαίρεση του αναγνώστη: να το μετατρέψει σε εξαιρετικό και αφύσικο, αποδεικτικό στοιχείο δηλαδή για τον υποτιθέμενο επηρεασμό των ανθρώπων από το συγκεκριμένο χώρο, ή να το εκλάβει ως ειλικρινή ομολογία για το πώς διεξάγεται μια έρευνα. Όμως αυτή η συμπεριφορά είναι τυπικά ανθρώπινη,[46] είναι ο κανόνας, και θέλει πολλή δύναμη να υπερνικηθεί η εγγενής νωθρότητα. Πόσες φορές δεν έχουμε μετανιώσει που δε γυρίσαμε πίσω! Όμως, τα παθήματα δε γίνονται μαθήματα.
«Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ότι αυτή ήταν και η τελευταία φορά που είχα μπει στο τεχνητό τούνελ. Αν το ήξερα, είμαι σίγουρος ότι θα γύριζα πίσω για μία τουλάχιστον ακόμη προσπάθεια». (αυ. σ. 66-7)
Δυστυχώς, αν δε θυμόμαστε σε κάθε περίπτωση ότι πιθανότατα δε θα υπάρξει άλλη φορά, είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τα ίδια. Ώστε τα περίεργα φερσίματα [47] στη Σπηλιά οφείλονται σε δύο παράγοντες: στην αυξημένη ετοιμότητα να καταγραφεί κάθε τι που σε άλλες συνθήκες θα περνούσε έτσι, και στην πράγματι λίγο-πολύ τροποποιημένη συμπεριφορά.[48]
«...ο φίλος κυριολεκτικά λυσσούσε να κατέβει το κάθετο πηγάδι χωρίς κανένα βοηθητικό μέσο». (αυ. σ. 55)
Μου έτυχε κι εμένα να θέλει ο Α.Σ. να κατέβει χωρίς σκοινί απ' την κορφή του βράχου πάνω απ' την είσοδο της Σπηλιάς ως το πρώτο μεγάλο πατάρι (μέσα Δεκεμβρίου, πυκνή ομίχλη), όπου βρισκόμουν για να εξετάσω από κοντά μερικές παλιές επιγραφές. Το έβλεπε πολύ εύκολο, και μόλις που τον συγκράτησα λέγοντάς του (όχι βέβαια ότι θα είναι θανατηφόρο), «Εντάξει, αλλά δεν έχει κανένα ενδιαφέρον», ενώ ταυτόχρονα βιάστηκα να ανέβω. Όταν κάποια μέρα έθιξα το θέμα, ήταν της γνώμης πως υπερέβαλλα. Έτσι, το επόμενο καλοκαίρι, με στεγνό το βράχο, τον ασφάλισα με σκοινί για να κατέβει. Φυσικά, μετά τα πρώτα 2 μέτρα τα χρειάστηκε κι ήθελε να ματαιώσει την προσπάθεια. Να πώς ασυνήθιστες συνθήκες παραμερίζουν από λίγο ως πολύ τον καθημερινό μας εαυτό και φερόμαστε ανάρμοστα, είτε απερίσκεπτα είτε πλέον επιφυλακτικά. Αλλά κι εγώ δεν ήμουν καλύτερος· μόλις ένα μήνα έπειτα από το αρχικό περιστατικό, βρήκα εντελώς ακίνδυνη την ανασφάλιστη ανάβαση σε μια εκτεθειμένη σούδα από θρυμματισμένο σχιστόλιθο [49] εν μέσω ψιλόβροχου, και την πραγματοποίησα! Φαντάζομαι πως αν ήταν παρών ο Α.Σ. θα είχε τώρα να διηγείται τη δική μου απερισκεψία. Αριστερά, η καταρρίχηση που ήθελε να κάνει ο Α.Σ. Δεξιά, η αναρρίχηση που έκανα.
«Σε τι οφείλονταν τα φαινόμενα της Σπηλιάς; Γιατί διαφωνούσαμε όλοι στις περιγραφές μας; Γιατί πολλοί αρνούνταν ότι είχαν πει πράγματα που όλοι οι άλλοι τους είχαν ακούσει να λένε; Γιατί υπήρχαν τόσα κενά μνήμης και τι συνέβαινε στις περιόδους που κανείς δε θυμάται τίποτε; Πού πήγαιναν και τι έκαναν όλοι όσοι απομακρύνονταν αδικαιολόγητα και μετά ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν λείψει στιγμή;» (αυ. σ. 127)
Μου έχουν συμβεί κι εμένα όλα τα παράξενα που οδηγούν στα εύλογα ερωτήματα, όμως η άποψή μου είναι αυτή: συμβαίνουν παντού και πάντα! Αν διατηρήσουμε την "κατάσταση Σπηλιάς" (που είναι μια ελαφρά τροποποιημένη εκδοχή του καθημερινού μας εαυτού), θα δούμε πως ακόμη και στο σπίτι μας έχουμε τα ίδια φαινόμενα, απλώς δεν τα προσέχουμε. Αν τώρα στην Πεντέλη η συχνότητα εμφάνισης παράδοξων είναι αντικειμενικά (;) μεγαλύτερη −πράγμα που δεν μπορώ να αποκλείσω− δεν είναι εύκολο να το ελέγξουμε. Θα χρειαζόμαστε κι ένα μόνιμο κάτοικο της Σπηλιάς να μας πει τι του συμβαίνει όταν επισκέπτεται την πόλη, όπου έχει ακούσει ότι γίνονται θαυμαστά πράγματα. Όταν κάποιος εμπλακεί σε συνθήκες εντελώς πρωτόγνωρες γι' αυτόν, όταν για οποιονδήποτε λόγο διακοπεί η συνέχεια της καθημερινής του αντίληψης, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το άγνωστο με όρους του γνωστού παραποιεί ακούσια όσα αντιλαμβάνεται, και τα υπόλοιπα −τα πιο απομακρυσμένα από οτιδήποτε οικείο− απλώς δεν τα καταγράφει. Αν παραμερίσουμε την όχι αμελητέα εκδοχή ότι κάποιος ψεύδεται ("κάνει τον τρελό") δημιουργώντας ζήτημα, επειδή θέλει να αποκρύψει κάτι άλλο χειρότερο κατά τη γνώμη του, τότε όντως δε θυμάται πού πήγε και τι έκανε. Όπως δηλαδή κατά την υπνοβασία ο άνθρωπος μπορεί να εκτελέσει πολύπλοκες δραστηριότητες που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο στόχο, χωρίς να διατηρήσει την παραμικρή ανάμνηση, έτσι υπάρχουν και άλλες συνειδησιακές καταστάσεις (άλλες ανήκουν σε διαφορετικό επίπεδο και άλλες σε διαφορετικές περιοχές του ίδιου επιπέδου), με αντίστοιχα μνημονικά προβλήματα. Η απουσία δηλαδή ξεκάθαρης ανάμνησης θεωρώ πως δεν οφείλεται σε αναστολή της λειτουργίας απομνημόνευσης αλλά στο απρόσιτο της καταγραφής από τη συνείδηση εγρήγορσης. Αν ο άνθρωπος ξαναβρεθεί στην ίδια συνειδησιακή κατάσταση θα θυμηθεί, όμως επιστρέφοντας και πάλι θα ξεχάσει ό,τι θυμήθηκε (και θα ξεχάσει ότι ξέχασε). Τα παραπάνω παρατηρούνται εντονότερα και καθαρότερα σε περιπτώσεις ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως πάσχοντες από συγκεκριμένες ψυχικές διαταραχές. Κατά τη νευρολογία:
«Πρώτα απ' όλα, το πρόβλημα κατά την αποστασιοποίηση είναι ότι δεν προσέχουν οι άνθρωποι τις πληροφορίες, επειδή η πυκνή ομίχλη μέσα στην οποία βρίσκονται αναπόφευκτα επιφέρει προβλήματα στην εναποθήκευση νέων στοιχείων στη μνήμη. Η πληροφορία που δεν είναι αντικείμενο προσοχής δεν κωδικοποιείται. Αντίθετα, το ζήτημα κατά το διαχωρισμό [διαμερισματοποίηση] είναι ότι ναι μεν σχηματίζονται νέες καταχωρίσεις στη μνήμη αλλά είναι προσιτές σε ανάσυρση μόνο σε μια όμοια κατάσταση του εαυτού (δηλαδή είναι εξαρτώμενες από τις καταστάσεις). Επομένως, στα δύο άκρα της επεξεργασίας πληροφοριών και σχηματισμού στοιχείων μνήμης υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη αποσυνδετικών προβλημάτων μνήμης: προβλήματα κωδικοποίησης (αποπροσωποποίηση) από τη μια και ανακλητικά προβλήματα (αποσυνδετική αμνησία) από την άλλη». (Daphne Simeon - Jeffrey Abugel, Feeling unreal, p. 100)
Όπως και να 'χει, είπαμε ότι κανείς απ' τους νταμαρτζήδες δεν έτυχε να μου αναφέρει κάτι αξιοπερίεργο (κατά τις δικές μας προσδοκίες). Οι ιστορίες που διάλεγαν να πουν (χωρίς να τους το ζητήσει κανείς) ήταν όλες σχετικές με την κακοπέραση και τα δυστυχήματα στα νταμάρια. Δεν είναι περίεργο, αφού η ασυνήθιστη για εμάς παραμονή στο βουνό για εκείνους ήταν καθημερινή σκληρή ρουτίνα που τους κρατούσε δέσμιους και συγκεντρωμένους στις απαιτήσεις της. Και το ποιος είναι ο καθένας μας καθορίζει όχι μόνο αυτό που αντιλαμβάνεται, αλλά και το πώς το χρωματίζει. Το 1979 επέστρεψε στην καλύβα του στην Πίριζα για να ξεκαλοκαιριάσει ο μπαρμπα-Γιάννης ο τροτσκιστής. Τα ερείπια της καλύβας. Σύχναζε εκεί από τις αρχές της δεκαετίας '30, αλλά μετά τον πόλεμο έφυγε μετανάστης στη Γερμανία. Ο άνθρωπος αυτός, που κυριολεκτικά είχε ζήσει κατά διαστήματα στο βουνό της Πεντέλης, κατά τις συζητήσεις μας δεν είχε τίποτε μυστηριώδες να αναφέρει. Και δεν ήταν μόνο η κοσμοθεωρία του που δεν είχε χώρο για τέτοια. Σκεφτείτε: σε ηλικία 72 ετών να ξεκινά από Αγία Παρασκευή για την Πίριζα στις 9 το βράδυ, φορτωμένος με σακίδιο πλάτης και από μία μεγάλη τσάντα σε κάθε χέρι (όσες προμήθειες δηλαδή μπορούσε να κουβαλήσει). Έφτανε στη μισογκρεμισμένη καλύβα του τα μεσάνυχτα, χωρίς εννοείται να έχει χρησιμοποιήσει φακό (για λόγους οικονομίας, αλλά και γιατί δεν έβλεπε το λόγο), κι έπεφτε να κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου. Συγκρίνετε:
«Όσους φακούς και να κουβαλάς, προτιμάς να μη σε βρει η νύχτα στην ερημιά, κυρίως μάλιστα όταν δεν έχεις μεταφορικό μέσο. (...) αντίκρισε ένα γεράκο με μαγκούρα που ανέβαινε στο βουνό. (...) Ο γεράκος ούτε στιγμή δε σήκωσε το βλέμμα του από το χώμα, καθώς μέσα από το αυτοκίνητο ακούστηκαν και μερικές τσιρίδες από την τρομάρα που πήραν οι επιβάτες του. (...) Τον προσπέρασαν σιγά-σιγά, καθώς αυτός συνέχιζε να περπατά αργά με τη μαγκουρίτσα του και χωρίς φακό (!) στην άκρη του δρόμου». (Γιώργος Αγγελόπουλος, Πεντελικό − παράξενα γεγονότα, σ. 43, exoγήινο, τ. 1, Μάρτιος 2007)
Όσα δηλαδή για ένα φυσιολογικό άνθρωπο είναι, σε συνάρτηση με τον εκάστοτε χώρο, απολύτως φυσιολογικά, αναγορεύονται από τους εκτός τόπου και χρόνου σε τρομακτικά, παράξενα και αφύσικα. Με τους όρους της παραπάνω σύγκρισης δεν υπαινίσσομαι την υπεροχή της παλιάς γενιάς έναντι της νέας· εξαρτάται από το πρόσωπο. Π.χ. στις 6/11/06 συνάντησα την 23χρονη Δ., που είχε έρθει μόνη της να ερευνήσει τη Σπηλιά. Όταν της είπα για την ύπαρξη της υπόγειας πηγής, δε δίστασε καθόλου να μπει στο λαγούμι μόνη της. Αυτά, λοιπόν, που συνέβαιναν στον Μπαλάνο και στους συνεργάτες του δεν είναι παρά μαρτυρίες για το πώς οικοδομεί την πραγματικότητα ο εγκέφαλος ενός συνηθισμένου ανθρώπου, οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
«Ας ακούσουμε προσεκτικά δύο ανθρώπους που δέχθηκαν από κοινού εξωτερικές εντυπώσεις, που έκαναν π.χ. ένα ταξίδι μαζί, να ανταλλάσσουν λίγο αργότερα τις αναμνήσεις τους. Αυτό που εμπεδώθηκε στη μνήμη του ενός, πολλές φορές ο άλλος το έχει ξεχάσει, σαν να μην είχε συμβεί, χωρίς να μπορούμε μάλιστα να ισχυριστούμε πως η δεδομένη εντύπωση υπήρξε για τον ένα σημαντικότερη απ' όσο για τον άλλον. Πολλά στοιχεία, καθοριστικά για τη μνημονική επιλογή, παραμένουν προφανώς ακόμη άγνωστα». (Σ. Φρόιντ, Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής, εκδ. Επίκουρος, σ. 167-8)
Αλλά και ο ίδιος ο Μπαλάνος, έχοντας πολύχρονη εμπειρία, έκανε λόγο για όλες τις παραμέτρους που ανέφερα κοιτάζοντάς τες υπό διαφορετική γωνία.
«Η ΙΔΙΑ Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΞΕΝΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΠΡΟΣΘΕΤΑ, ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ. Συνεπώς, αν ποτέ καταπιαστείτε με την πρακτική έρευνα, να είστε προετοιμασμένοι για πολλά παράξενα φαινόμενα που, ωστόσο, δεν είναι παρά τα "απόνερα" της δικής σας κίνησης! (...) Αν τα φαινόμενα συμβαίνουν σε χώρους και χρόνους άσχετους με την έρευνα, σχεδόν πάντα οφείλονται στο εσωτερικό micro-nimbus του ερευνητή. (...) Αν ακολουθούν εσάς [τα φαινόμενα], είναι σχεδόν σίγουρα αποτέλεσμα της δικής σας αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον». (Γ. Μπαλάνος, Αινίγματα σε Γκρίζο φόντο, Ανεξήγητο, τ. 51, 1989, σ. 288, 290)
Υπό το φως των παραπάνω, αναρωτιέμαι αν απομένει κάτι που δεν ανήκει σ' αυτή την κατηγορία. Αφού ακόμη και όσα παρατηρούνται επιτόπου, κατά την ώρα της έρευνας, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συμβαίνουν όπως τα αντιλαμβανόμαστε. Προς τι, λοιπόν, ο προβληματισμός;
«Σε μερικές από τις περιπτώσεις αυτές, κανένας δεν ξανάβρισκε τα πράγματα αυτά, και αναρωτιόμαστε πού και πώς τα είχε δει ο άλλος. 'Αλλες φορές, πάλι, υπήρχαν μεν κανονικά και σύμφωνα με την περιγραφή − αλλά έτσι έμενε αναπάντητο το ερώτημα του πώς δεν τα είχαμε δει ως τότε όλοι οι άλλοι στις τόσες και τόσες επισκέψεις μας, με δεδομένο ότι πολλά από αυτά ήταν πολύ φανερά για να μας έχουν διαφύγει...» (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 389-90)
Νομίζω πως έχουμε ήδη απαντήσει, αλλά ας αφήσουμε να το κάνει ο ίδιος με τα δικά του λόγια:
«...έχοντας πλέον ξυπνήσει κανονικά αυτά τα προανθρώπινα στοιχεία μέσα του (...), το πρώτο, άμεσο, βασικότερο και χρησιμότερο απ' όλα είναι ότι πλέον "βλέπει" τον κόσμο με 'Αλλα Μάτια. Αυτό σημαίνει ότι βλέπει ένα πλήθος πραγμάτων που δεν τα έβλεπε προηγουμένως, αν και ήταν απολύτως ορατά, ακριβώς σαν τα χνάρια που δε βλέπει ένας απλός επισκέπτης στο δάσος, αλλά τα διακρίνει ένας έμπειρος κυνηγός ή ιχνηλάτης. Τα χνάρια είναι εκεί, εντελώς ορατά, αλλά μονάχα ο κυνηγός τα βλέπει, τα διακρίνει, τα γνωρίζει. Έτσι και ο Κυνηγός που μας απασχολεί τώρα. Δε βλέπει οράματα. Απλώς βλέπει πολλά που οι άλλοι δε βλέπουν − κι επίσης, μυρίζει, αγγίζει, γεύεται και γενικά βιώνει και αντιλαμβάνεται έναν κόσμο που είναι εντελώς αθέατος και απρόσιτος για τους άλλους, αν και ήταν εξαρχής και παραμένει απολύτως μέσα στα πλαίσια των κοινών αισθήσεων». (Γ. Μπαλάνος, Απαγορευμένες Γνώσεις: Κανένας δε με κατηγόρησε ποτέ ως πολιτισμένο, Strange, τ. 10, 1999, σ. 26)
«Αλλά τι πραγματικά αλλάζει όταν βλέπεις με 'Αλλα Μάτια; Σε πρώτη φάση, αλλάζει η μορφοδιάταξη των πραγμάτων, δηλαδή ο τρόπος που τα επιμέρους στοιχεία τα οποία συνθέτουν την όποια πραγματικότητα γίνονται αισθητά και ερμηνεύονται από τη συνείδηση. Μην ξεχνάτε ότι, ακόμη και για την πλέον ορθόδοξη επιστήμη, είναι αποκλειστικά ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι και ερμηνεύεις τα πράγματα αυτό που ορίζει το εκάστοτε "πραγματικό"». (Γ. Μπαλάνος, Εσείς, Εγώ... και ο Ντοκ Ελ Λούπο, Ανεξήγητο, τ. 165, 2002, σ. 84)
Γιατί λοιπόν να προσφύγουμε π.χ. στην υπόθεση των αλλαγών του τοπίου, εφόσον όλα εξηγούνται κάλλιστα από την εσωτερική αλλαγή του παρατηρητή; Τι απαιτείται γι' αυτή την αλλαγή;
«Θεωρητικά οποιοδήποτε είδος σοκ −από ένα απρόσμενο χαστούκι ως μια βουτιά σε παγωμένο νερό− μπορεί να πετύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, τη μεταπήδηση από ένα επίπεδο στο άλλο, από το ένα Locus στο άλλο. Μάλιστα, τα τυχαία συμβάντα του είδους που διαβάζουμε σε βιβλία με παράξενα γεγονότα οφείλονται συνήθως σε τέτοια τυχαία σοκ που, κατά κάποιο τρόπο, ανοίγουν μια πύλη προς ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο Locus». (Γ. Μπαλάνος, Αινίγματα σε Γκρίζο φόντο, Ανεξήγητο, τ. 53, σ. 111, 1989)
Αν δε θέλουμε να περιμένουμε το τυχαίο σοκ, αλλά επιθυμούμε να έρθουμε με τον ευκολότερο τρόπο στην επιθυμητή κατάσταση, τι πρέπει να κάνουμε;
«Αν εξαιρέσουμε τα ακραία και τα παράλογα πράγματα, τι είναι εκείνο που δε θα τολμούσατε να κάνετε; Ε − αυτό ακριβώς θα έπρεπε να κάνετε». (αυ. 111)[50]
Έχει απόλυτο δίκιο. Όπως έχουμε πει, κάθε εμπλοκή μας με οποιαδήποτε ασυνήθιστη για εμάς κατάσταση μας διαφοροποιεί έστω και ανεπαίσθητα· πόσο μάλλον όταν σκοπίμως εκτεθούμε στους μεγαλύτερούς μας φόβους! Η απομάκρυνση από το γνωστό μας εαυτό ίσως να είναι δραματική, οπότε πολλά μπορεί να συμβούν. Χρειάζεται βέβαια να έχουμε την επίγνωση ότι δεν είμαστε οι ίδιοι, αλλιώς θα παρερμηνεύσουμε την εμπειρία. Υπάρχει τρόπος διάκρισης, γιατί έχουμε σχετική πείρα. Όλοι ονειρευόμαστε και κατά κανόνα νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στην πραγματικότητα της εγρήγορσης. Όμως, συχνά συμβαίνει κάτι παράδοξο, που μας αναγκάζει να κάνουμε τη σκέψη: «Αυτό μόνο σε όνειρο μπορεί να γίνει», και τότε συνειδητοποιούμε ότι κοιμόμαστε και ξυπνάμε. Αντιστοίχως, λοιπόν, όταν κατά την εγρήγορση γινόμαστε μάρτυρες φαινομένων που η λογική μας αδυνατεί να πραγματευτεί, πρέπει να θυμόμαστε πως αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε διαφορετική πραγματικότητα. Αυτή η συνειδητοποίηση ενδέχεται να ενεργήσει ως σοκ και να επιστρέψουμε πάραυτα στη συνηθισμένη μας κατάσταση, οπότε το όλο συμβάν μπορεί να διαγραφεί από τη μνήμη ή να θυμόμαστε μια παραποίησή του. Είναι κρίμα να χαθεί τέτοια ευκαιρία, όμως όσο δύσκολο είναι να μην ξυπνήσουμε από το όνειρο διατηρώντας ταυτόχρονα την αντίληψη ότι κοιμόμαστε (να περάσουμε δηλαδή σε lucid dream), άλλο τόσο είναι να διατηρήσουμε την παραλλαγμένη κατάσταση κατά την εγρήγορση. Κι αυτό, επειδή δεν ξέρουμε πώς να το κάνουμε − ή, αν ξέρουμε, δεν έχουμε την απαιτούμενη ενέργεια. Κάποια εξαιρετικά άτομα ανακαλύπτουν για λογαριασμό τους τον τρόπο, όμως για τους πολλούς χρειάζεται εκπαίδευση, και να σε τι χρησιμεύουν οι σχετικές σχολές. Αλλά κι εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα: σχολή με διεύθυνση και τηλέφωνο δεν είναι σχολή, είναι απομίμηση σχολής. Κι αυτό, επειδή ακόμη και μια καταρχάς αυθεντική σχολή είναι αδύνατον να σταθεί στον κόσμο της καθημερινότητας χωρίς σύντομα να γίνει πλήρες μέρος του. Πολλοί κατά καιρούς στράφηκαν κατά της λογικής κηρύσσοντάς την περιοριστική. Δεν αντιλέγω σ' αυτό. Αλλά σκεφτείτε: όταν έχω ναυαγήσει και βρίσκομαι πάνω σε μικρή σχεδία στη μέση του απέραντου ωκεανού, δεν έχω δίκιο να τη χαρακτηρίζω περιοριστική; Πόσο με συμφέρει όμως να την εγκαταλείψω; Οι καρχαρίες καιροφυλακτούν και ξερογλείφονται! Επομένως, δε θα εστιάσω στην περιοριστική της ιδιότητα αλλά στη σωστική. Ξέρουμε πόσο ωφελήθηκαν όσοι ακολούθησαν τους κήρυκες της ψυχεδέλειας. Παραμέρισαν τη λογική (όση είχαν) και βούτηξαν στα βαθιά για να κερδίσουν τη σοφία με χημικό τρόπο, δυστυχώς όμως ατύχησαν. 'Αλλωστε, τα επιχειρήματα των διαφόρων μουρλαπατεώνων, για να πουλήσουν στο “νοήμον” κοινό την άχρηστη πραμάτεια τους, είναι του τύπου: «Τιιι; Πίνεις κάθε μέρα νερό; Θες, δυστυχισμένε, να πάθεις καρκίνο; Τελευταίες έρευνες μεγάλων επιστημόνων κατέδειξαν πως ΟΛΟΙ οι καρκινοπαθείς είχαν αυτή την κακή συνήθεια! Όμως, έχω αυτό που θα σε σώσει!» Και οι ακροατές τους συνήθως απορούν πώς δεν είχαν αντιληφθεί και οι ίδιοι αυτή την οφθαλμοφανή αλήθεια... Στη θέση ότι το 100% των καρκινοπαθών έπινε καθημερινά νερό δεν μπορούν να αντιτάξουν τον απλό συλλογισμό: και πόσοι από το 100% του γενικού πληθυσμού που πίνει καθημερινά νερό παθαίνουν καρκίνο; Θέλω να πω ότι πρέπει να έχουμε πολύ σοβαρούς λόγους για να εγκαταλείψουμε τη λογική μας (π.χ. να μοιραζόμαστε τη σχεδία με μερικούς πεινασμένους κανίβαλους). Διαφορετικά υποχρεούμαστε όχι μόνο να χρησιμοποιούμε τη λογική μας, αλλά και να την καλλιεργούμε διαρκώς. Αρκεί να μην επεμβαίνει εκεί που δεν έχει αρμοδιότητα. Στο όνειρο η λογική πάει περίπατο. Αν στον ξύπνο μας έχουμε παρόμοια εμπειρία, καλό είναι η λογική να σωπάσει. Αλλά είτε βουτήξαμε θεληματικά είτε μας έριξε το κύμα, η σχεδία πρέπει να είναι εκεί: κοντά (για να την αρπάξουμε) και σε καλή κατάσταση (για να μας κρατήσει). Αριστερά, πάνω στη δορυφορική φωτογραφία σημειώνω τις θέσεις ολίγων από όσα συναντήσαμε στην περιοχή της Σπηλιάς. Δεξιά, η ίδια περιοχή ευκρινέστερα σε αεροφωτογραφία. Το σχέδιο περίφραξης της βάσης [βλ. εδώ, σημ. 20] περιλάμβανε όλη αυτή την έκταση (εκτός από το λατομείο Μπάνου κάτω δεξιά), συν μη προσδιοριζόμενη περιοχή προς ανατολάς.
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
[27] Όμως, δεν το έκαναν κατά τη διάρκεια των έργων της Αεροπορίας (1977 - 1983) αλλά χρόνια μετά (1990-93), όταν ο χωματόδρομος αποτέλεσε τη μία εκ των δύο κύριων προσβάσεων προς τα πάνω από τη Σπηλιά λατομεία. Και δεν το έκαναν μόνο σ' αυτόν το δρόμο αλλά σε κάθε δρόμο που χρησιμοποιούσαν, γεγονός που είχε γραφτεί και στις εφημερίδες: «Όλα θαρρείς τα μαρμαράδικα της Αθήνας αποφάσισαν τα μπάζα και τα αποκόμματα της δραστηριότητάς τους να τα αδειάζουν δεξιά κι αριστερά από το δρόμο, στους χώρους που είναι για σταμάτημα, στα ρέματα, ακόμα και μέσα στα πεύκα. Είναι φανερό ότι κάποιοι επιχειρηματικοί συμπατριώτες μας στέλνουν το φορτηγό με τα σκάρτα να αδειάσει στο δρόμο και αμέσως να φορτώσει καινούριο υλικό απ’ το νταμάρι...» (Φάνη Κακριδή, Ο δρόμος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/3/91, σ. 31) [28] Εξαίρεση στις αρχές Αυγούστου 1991, όταν κάποιος οδηγός άδειασε το φορτίο του στην ανηφόρα πριν από το "πηγάδι". Τώρα, ή βιαζόταν πολύ ή το έκανε για να συντηρήσει το χωματόδρομο. [29] Στις 15/7/91, ώρα 9:15, συνελήφθη από περιπολικό δίπλα στα καλύβια του εργοταξίου φορτηγό να αδειάζει, αλλά το περιστατικό ουδόλως μείωσε τη δραστηριότητα αυτή. [30] Υπενθυμίζω πως ανάλογο "εύρημα" είχα κι εγώ, με το χλωριούχο ασβέστιο (βλ. προηγούμενο κεφ.). Κάτι που συνήθως δε λαμβάνουμε υπόψη είναι το πλαίσιο αναφοράς· π.χ. άλλο πράγμα σημαίνει το σύμβολο Ε σε ένα βιβλίο γεωμετρίας, άλλο στην τοπογραφική αποτύπωση, άλλο σε ελληνοπρεπείς ιδεοληψίες. Όταν, εντελώς αδικαιολόγητα, μεταφέρουμε τα μεν στα δε, τι θα προκύψει; Δεν επέλεξα τυχαία το Ε· ήταν γραμμένο με μπογιά στο χώρο των έργων της Σπηλιάς (σήμαινε τοπογραφικό σημείο εξασφάλισης), αλλά και με κιμωλία πάνω στον τοίχο αντιστήριξης των ναϋδρίων, που είχε χρησιμοποιηθεί σαν πίνακας για υπολογισμούς γωνιών. Όμως, οδήγησε κάποιους να το συνδέσουν με πυρηνικές εγκαταστάσεις. [31] Διακρίνεται τυχαία σε φωτογραφία στις 19/3/91, με ύψος γύρω στο μισό μέτρο. [32] Στο σημείο που αρχίζει η ράμπα προς το στόμιο αερισμού [βλ. εδώ, σημ. 75] (αποθήκη στη συνέχεια [βλ. εδώ, σημ. 66]) υπήρχε άλλο πευκάκι τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας '70. Ξεριζώθηκε το Δεκέμβριο 1982 για να φτιαχτεί η ράμπα. Δηλαδή περνούσα δίπλα του επί 4,5 χρόνια, το είχα φωτογραφίσει σε γενικές απόψεις, όμως στη μνήμη μου δεν υπάρχει η παραμικρή εικόνα του. Και δεν ήταν καθόλου δυσδιάκριτο με πάνω από 3 μ. ύψος εν μέσω γυμνής περιοχής! Αν δεν είχα τις φωτογραφίες, η ύπαρξή του και η εξαφάνισή του θα μου είχαν περάσει εντελώς απαρατήρητες, αφού η προσοχή μου εστιαζόταν στην πρόοδο των έργων. Το πεύκο μέσα στην έλλειψη. Για το μέγεθός του μαρτυρεί ο μεγάλος φορτωτής δίπλα του. [33] Γύρω στο 1970 από τις τότε εκδόσεις Έψιλον είχαν εκδοθεί ορισμένα βιβλία επιστημονικής φαντασίας μεταξύ των οποίων και το Επιστροφή στη Γη του Ρότζερ Ζελάζνυ (ο αρχικός τίτλος της νουβέλας, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1965 στο περιοδικό The Magazine of Fantasy and Science Fiction, ήταν ...and call me Conrad, όμως το 1966 άλλαξε σε This immortal, όταν κυκλοφόρησε σε βιβλίο). Ο μεταφραστής του Πάνος Κουτρουμπούσης είχε αποδώσει με τα αρχικά ΚΔΟΑ (Κτηνώδης Δύναμη και Ογκώδης 'Αγνοια) τα αντίστοιχα B.F.M.I. (Brute Force and Massive Ignorance) του κειμένου. (Δεν ήταν επινόηση του Ζελάζνυ, είναι έκφραση της αμερικανικής καθομιλουμένης του 20ού αι. για όσους χρησιμοποιούν βίαιες μεθόδους, επειδή δε γνωρίζουν πώς λειτουργεί κάτι). Το αρκτικόλεξο ΚΔΟΑ έκανε τόση εντύπωση, ώστε και σήμερα ακόμη πολλοί το χρησιμοποιούν χωρίς να γνωρίζουν την προέλευσή του, ούτε και τι ακριβώς σημαίνει. Χαρακτηρίζει εύστοχα και "κομψά" μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων. (Το και με ελληνικό ενδιαφέρον Επιστροφή στη Γη επανεκδόθηκε το 2000 από τις εκδόσεις Τρίτων). [34] Συγκεκριμένα το αρχείο μου αναφέρει: στις 2 και στις 9/9/93 προσπάθησαν να το σπάσουν. Τη μια φορά ήταν πεσμένο στο έδαφος αριστερά και την άλλη δεξιά (ο κορμός του χαμηλά φαινόταν πως είχε πάθει θανατηφόρα ζημιά). Οπότε, με τον Θ.Μ. το σηκώσαμε, το στηρίξαμε με πέτρες, και καλύψαμε με χώμα τον κατασχισμένο κορμό (αυτές οι ενέργειες χρειάστηκε να επαναληφθούν ολικά ή εν μέρει άλλες 7 φορές). Ίσως εδώ υπάρχει ενδεχόμενη εξήγηση για τη λανθασμένη εντύπωση του Μπαλάνου: στο μεσοδιάστημα (ώσπου δηλαδή να το σηκώσουμε), αν είχε επισκεφτεί τη Σπηλιά ήταν εύκολο να μην προσέξει το "ξαπλωμένο" πευκάκι. Αν ξαναπήγε σε λίγες ημέρες πράγματι υπήρχε "ουρανοκατέβατο" πεύκο. Όμως, ούτε η συνέχεια ήταν ρόδινη: στις 16/5/94 του έκοψαν την κορφή. Εδώ, 9 μήνες μετά, διακρίνεται με δυσκολία. Του είχαν απομείνει 2-3 φούντες. 'Αλλες παλιές φωτογραφίες του μικρού πεύκου υπάρχουν εδώ https://www.iranon.gr/PENTELI/PENTELI3TEXT.htm#1 και εδώ (apollon_9, 6/12/07) http://www.kazam.gr/online/node/103993 Στις 16/6/96 ανέσκαψαν τις πέτρες που το κρατούσαν όρθιο και στις 26/8/96 τις απομάκρυναν. Στις 30/10/97 προσπάθησαν πάλι να το ρίξουν (κι από τότε έχει αυτή την κλίση των 45 μοιρών). Και στις 1/1/94, 21/9/95, 29/12/97, 15/6/00, 30/11/00, 17/3/02, 27/6/02, 1/802, 16/9/02, 17/7/03, 18/9/05, 31/10/05, 13/4/06, 3/9/06, 4/12/06, 4/1/07, 15/1/07, 13/10/08, 13/4/09, 26/1/10, 4/3/10, 19/1/12: του έκοψαν διάφορα κλαριά, συνήθως για τις φωτιές που άναβαν. Επειδή τα τετράποδα δεν ήθελαν να υστερήσουν, στις 12/12/94, 7/3/96 και 23/12/01 γίδια απογύμνωσαν όσα κλαριά έφταναν. (Φυσικά, δεν έτρωγαν τις πευκοβελόνες· απλώς προπονούνταν στο μάδημα και τις έφτυναν). Επίσης, στις 26/3/13 και στις 11/11/13 αφαιρέθηκαν μεγάλα κομμάτια από το φλοιό του: Η πρώτη αποφλοίωση ήταν ατύχημα. Κάποιοι κατά τη μεταφορά κορμού προς τη φωτιά τους, χτύπησαν το πευκάκι. Η δεύτερη ήταν απλώς για να περάσει η ώρα. Ο σκηνοθέτης κατά το γύρισμα ταινίας στις 30/3/06, έβαλε να κόψουν μεγάλη κλάρα από άλλο πεύκο και να τη δέσουν με σύρμα στο πευκάκι, επειδή παραήταν μαδημένο. 'Αλλος σκηνοθέτης στις 4/3/10 δεν ήθελε να φαίνεται το κιγκλίδωμα πίσω από τις στέρνες, κι έβαλε να κόψουν κλάρα από το πευκάκι για να το καλύψουν. Δεν αποκλείεται ο σκηνοθέτης του επόμενου γυρίσματος να διαπιστώσει ότι του χαλάει το πλάνο και να βάλει να το κόψουν. Τελικά, το χιόνι που έπεσε στις 30-31/12/14 έβαλε τέλος στην ταλαιπωρία του. Βέβαια, αν βρισκόταν σε άλλη περιοχή, θα επιζούσε πεσμένο, αφού δεν είχε πάθει κάποια σοβαρή ζημιά. Όμως, φράζοντας το πέρασμα, δεν είχε καμία τύχη, κι ένα μήνα αργότερα κατέληξε σε κοντινό τζάκι. (Αν μετρήσετε τους δακτύλιους στην ένθετη, συμφωνούν με την εκτίμηση που έκανα ότι φύτρωσε το 1988 ή '89).
[35] Η αρχαία του ονομασία ήταν ανάγυρος και υπήρχε η παροιμία «Μη κίνει τον ανάγυρον», ανάλογης σημασίας με τη νεοελληνική «Μην τα σκαλίζεις, βρομάνε!» [36] Κι αυτά όχι για πολύ, αφού ενέσκηψαν και άλλοι καταστροφείς: στις 28/11/04 "φτιαγμένο" τζιπ κατατσάκισε 3 μεγάλα βρομοκλάδια μέχρις εδάφους (πιθανότατα το εικονιζόμενο εδώ, από την ιστοσελίδα http://www.pbase.com/drf/daveli_cave, ο οδηγός του οποίου είχε αναπτύξει σχετική δράση). Δοθείσης ευκαιρίας, να πούμε ότι το απίστευτο πλήθεμα των οχημάτων 4 επί 4 κατά τα τελευταία χρόνια (η πρώτη φορά που αναφέρω τζιπ ήταν μόλις το 1988) έφερε το συνεπαγόμενο αποτέλεσμα: τις μαζικές εξορμήσεις στα βουνά για το καθιερωμένο "όργωμα του Σαββατοκύριακου". Αυτό το πευκάκι είχε την ατυχία να φυτρώσει σε ένα μέχρι πρότινος αδιάβατο παλαιό νταμαρόδρομο. Είναι κι αυτό αναπόφευκτο τίμημα της προαγωγής μας σε ανώτερη οικονομικά κοινωνική κατηγορία. Κι εγώ αν είχα τζιπ, τι θα το έκανα; Δε θα πήγαινα "εκεί που δεν πάνε οι άλλοι", αποδεχόμενος τις λελογισμένες παράπλευρες απώλειες; [37] Αν ένας της παρέας παραπλανηθεί, η κατάσταση γίνεται μεταδοτική, και είναι πολύ δύσκολο να της ξεφύγεις. Κάποτε επιστρέφοντας με τον Γ.Ζ., επειδή είχαμε χάσει την πλατεία της Πεντέλης (!), καταλήξαμε στη μόνη "λογική" εξήγηση ότι το γεφυράκι δεν ήταν το γνωστό μας αλλά κάποιο πανομοιότυπο αλλού. Αριστερά, το γεφύρι. Δεξιά, ακόμη και η επιγραφή που είχαμε σχολιάσει το πρωί, υποτίθεται πως ήταν απλώς όμοια μ' εκείνη στο ζητούμενο γεφύρι. [38] Κι εγώ είχα βρει ένα μάλλον αρχαίο χάραγμα το 1995 και πέρασαν 10 ολόκληρα χρόνια για να το ξαναβρώ, παρόλο που το είχα σχεδιάσει κι έψαχνα στο σωστό μέρος. Είχα καταλήξει πως ήταν παιχνίδι της φαντασίας μου, όμως για να ξεχωρίσει από το βράχο έπρεπε το φως του ήλιου να έρχεται υπό ορισμένη γωνία. [39] Οι αντάρτες κάθονταν γύρω από τη φωτιά, και ίσως η "μούντζα" στο background να θεωρήθηκε ανεπιθύμητος συμβολισμός! [40] Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά. Στη σ. 69 η πάνω φωτογραφία των ναϋδρίων είναι τυπωμένη το αριστερά δεξιά, λάθος εύκολο να γίνει. Όμως, δεν είναι το ίδιο με την περίπτωση της παλάμης, όπου η προσοχή έχει πέσει στο υποτιθέμενο φαινόμενο. [41] Μιας και ο λόγος για ανακρίβειες να αναφέρουμε μία που ο Μπαλάνος βέβαια δεν ήταν ο εισηγητής της, αλλά δεν αποφεύγει τη διαιώνισή της: «...τα τεράστια ραντάρ της Αεροπορίας στην κορυφή της Πεντέλης». (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 264) Αριστερά, πρόσφατη δορυφορική άποψη της κορυφής (Πυργάρι). Στην ένθετη διακρίνονται τα 6 μεγάλα (1-6) και 2 μικρά (7-8) κάτοπτρα, προτού τα πάρουν για σκραπ το 2004. Δεξιά, η ερημωμένη σήμερα βάση, με τις κεραίες διαφόρων υπηρεσιών [βλ. εδώ, σημ. 62]. Στις δύο ένθετες διακρίνονται τα 5 από τα μεγάλα "πιάτα" που υπήρχαν εκεί. Για την πρώην εγκατάσταση της Αεροπορίας καταχρηστικά λέμε ραντάρ· ήταν κυρίως δέκτες τηλεπικοινωνιακών φερεσύχνων, εκείνων με διαμορφωτές λυχνίες klystron (ταλαντωτής μικροκυμάτων) τύπου ανακλάσεως. 'Αλλοι τύποι της αυτής λυχνίας έχουν χρησιμοποιηθεί ως γραμμικός επιταχυντής ηλεκτρονίων, όπως και για τους δέκτες ραντάρ, όμως εδώ είχαμε λήψη και αναμετάδοση δέσμης φερεσύχνων (το ηλεκτρομαγνητικό κύμα μικροκυμάτων που εκπέμπεται και περιέχει τις πληροφορίες ήχου της ακουστικής συχνότητας). Όταν λέμε «ραντάρ» εννοούμε εκπομπή σήματος και λήψη της ανάκλασής του, ώστε να γίνεται αντιληπτό αν υπάρχει κάποιο αντικείμενο και σε τι απόσταση: Radio detecting and ranging. Σκεφτείτε λοιπόν πομπό ραντάρ κρυμμένο πίσω από τα τεράστια "πιάτα"! Να σαρώνει ποια περιοχή και γιατί; Αν θέλετε να δείτε τι εννοείται λέγοντας βάση ραντάρ, πηγαίνετε στην κορυφή της Πάρνηθας ή του Υμηττού (ή στα γνωστά βουνά άλλων περιοχών της Ελλάδας). Τα κάτοπτρα, λοιπόν, της Πεντέλης ήταν κεραίες δεκτών, και η εγκατάσταση μέρος δικτύου Κομβικών Σταθμών Επικοινωνιών. Βέβαια, δε θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν ήταν ραντάρ ή όχι. Απαιτείται όμως να συνομολογηθούν τα όρια του επιπέδου της μεταξύ μας επικοινωνίας. Το παζλ πρέπει να συμπληρωθεί με αυθεντικά κομμάτια. Διότι πιθανώς ο σταθμός fs θα σχετιζόταν με τη βάση της Σπηλιάς, η οποία θα γινόταν για χάρη των ραντάρ, αλλά όχι αυτών της κορυφής που δεν υπήρχαν. Η ανακρίβεια είναι τόσο διαδεδομένη, επί μισό αιώνα τώρα, ώστε έχει επικρατήσει απόλυτα (εμφανίζεται σε χάρτες, στον τύπο, σε δημόσια έγγραφα), και είναι πολύ δύσκολο να ξεριζωθεί. Κάποιες σποραδικές αντιρρήσεις περνούν ως μη γενόμενες. Δεν έτυχε να συναντήσω εμπεριστατωμένη διορθωτική παρατήρηση παρά μόλις στις 15/3/04 από κάποιον Cernavus στο διαδικτυακό φόρουμ (www.esoterica.gr/forums/topic.asp?whichpage=3&ARCHIVEVIEW=&TOPIC_ID=3453), και αργότερα (τον Απρίλιο του 2006) στο βιβλίο του Τάσου Πετούρη Πεντέλη, το ιερό όρος της Αθηνάς, σ. 191. Επί τη ευκαιρία, αξιοσημείωτο είναι ότι στις 27/8/87 βρήκα σε απίθανο σημείο τη μόλις προ μηνός διενεργηθείσα επιθεώρηση των εγκαταστάσεων με τίτλο: nato unclass, subject: klystron survey jul 87. Το απίθανο έγκειται στο ότι βρέθηκα στο συγκεκριμένο σημείο και ανακάλυψα το έγγραφο, και όχι στο πώς πήγε εκεί (πιθανότατα δράστης ήταν ο άνεμος, αλλά μπορεί και κάποιος μυστήριος να το έχωσε κάτω από τις πέτρες). Αριστερά, μέσα σε κύκλο το σημείο όπου βρήκα το χαρτί (και άνθρωπος για σύγκριση μεγεθών). Δεξιά, το εύρημα. Επίσης, στις 4/7/89 βρήκα παρόμοιο χαρτί της NAMSA (NATO Maintenance and Supply Agency ) αριστερά από το κτίσμα για τη στοά ΙΙΙα. Προφανώς, η πηγή των εγγράφων ήταν τα σκουπίδια του σταθμού FS, όπου στις 13/5/96 βρήκα κι εγώ μερικά έγγραφα του ΝΑΤΟ που είχαν διεύθυνση την Αγία Παρασκευή. Επειδή τα άφησα στη Σπηλιά (στη στέρνα), όποιος τα πήρε ας μην τα θεωρεί ως σχετιζόμενα με τα έργα. Μέρος της βάσης του σωρού των πάσης φύσεως απορριμμάτων: από προϊόντα του ΚΨΜ (άνοιξα κάποιες κονσέρβες για τα περαστικά ζώα) μέχρι ηλεκτρονικό υλικό (όπως οι λυχνίες στις ένθετες). (Σημειωτέον ότι τα σκουπίδια που διακρίνονται είναι μόνον όσα κατά την πυρκαγιά 16/8/07 αποδείχθηκαν άκαυστα). [42] Δεν το λέω έτσι. Πολλά από τα γραπτά του δείχνουν μία ασυνήθιστη πλευρά, κι ένας άνθρωπος που την κατέχει δεν είναι εύκολο να κριθεί επιπόλαια. 'Αλλωστε, τελείωνε την εκπομπή του για την Πεντέλη με τα λόγια: «Ο στόχος μας, όμως, δεν ήταν να σας πείσουμε, αλλά μάλλον να ξυπνήσουμε, να ερεθίσουμε, εκείνη την αίσθηση του μυστηρίου που τελικά κρύβουμε όλοι μέσα μας» (βλ. εδώ, 4:01:23). [43] Βλ. Η τέχνη των ονείρων, εκδ. Κάκτος, 1994, σ. 62-3, 144-7, 283. 263-4, 280-5. [44] 'Αλλο ένα περιστατικό που αποδεικνύει πως οι αλλαγές που καταγράφουν τα μάτια μας σ' ένα γνωστό τοπίο δεν είναι καθόλου εύκολο να περάσουν το κατώφλι της συνείδησης: ανάμεσα στο τριβείο Μουζάκη και στο 414 στρατιωτικό νοσοκομείο το μονοπάτι μας διασταυρωνόταν με μια γραμμή της ΔΕΗ που διέσχιζε το δάσος για να τροφοδοτήσει το εργοστάσιο. Στο σημείο αυτό υπήρχε μια μεγάλη δίδυμη τσιμεντένια κολόνα με ύψος 12 μέτρα και διάμετρο του κάθε στελέχους ~40 εκ. στη βάση. Επί πολλά χρόνια ήταν ένα από τα σημεία αναφοράς της διαδρομής μου. Στις 22/4/92 συνεργείο έκοψε τις κολόνες και τις απόθεσε κατά μήκος του μονοπατιού. Επιπλέον, έφεραν και μια σιδερένια κολόνα που έκοψαν από την ίδια γραμμή. Την επόμενη φορά 28/4 ήμουν με τη Μ.Μ. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν παρατήρησε τίποτε! Όταν ούτε στην επιστροφή είδε τις κολόνες που πλαισίωναν το πέρασμά μας, δεν άντεξα και της τις έδειξα. Έτσι, έχασα την ευκαιρία να δω ύστερα από πόσες επισκέψεις θα τις παρατηρούσε. Αφού κι εγώ, που είχα δει αμέσως τις κομμένες κολόνες, σημείωσα στις 4/12/92: «Πήραν τη σιδερένια. Ποιος ξέρει από πότε!» Αν, λοιπόν, δε βλέπουμε την εμφάνιση κι εξαφάνιση τέτοιων τόσο εμφανών και αταίριαστων αντικειμένων μες στη φύση, πόσο δυσκολότερο είναι να καταγράφουμε κάθε μετατόπιση πέτρας ή κάθε μεταβολή στη βλάστηση! Ακόμη κι όταν παρατηρήσουμε αλλαγή, κατά κανόνα είναι από λίγο έως πολύ ετεροχρονισμένη. Η διπλή κολόνα μισοθαμμένη σήμερα, από τα μπάζα που κάποιοι έσπευσαν να ρίξουν στην περιοχή, όταν το δάσος κάηκε το 1998. [45] Είναι γεγονός ότι ο καθένας «ζει στον κόσμο του», ακόμη και στο πλέον συμβατικό επίπεδο. Π.χ. κάποιες φορές έτυχε να περιμένω το λεωφορείο σε μια στάση που δεν ήταν η συνηθισμένη μου. Ποτέ δεν πρόσεξα το πιο κοντινό μαγαζί που ήταν πίσω μου, αλλά από την πρώτη φορά κατέγραψα το διπλανό Εξατμίσεις - Καταλύτες. Πέρασαν έτσι 2 χρόνια και χρειάστηκε να βρεθώ εκεί αργοπορημένος, δηλαδή την ώρα που ανοίγουν τα καταστήματα το πρωί, για να δω να μπαίνουν εκεί γυναίκες η μία μετά την άλλη. Τότε μόνο πρόσεξα πως ήταν κομμωτήριο! (Τόσον καιρό δε χρειαζόταν να δω την επιγραφή, αρκούσε να κοιτάξω δια μέσου της τζαμαρίας). Υποθέτω πως κάθε γυναίκα θα ξέρει τη στάση ως εκείνη μπροστά στο κομμωτήριο, και κάθε άντρας ως εκείνη κοντά στις Εξατμίσεις. Φανταστείτε πόση ασυνεννοησία μπορεί να προκύψει. [46] Μου είναι τόσο βαρετό να επαναλαμβάνεται η ιστορία, που μερικές φορές με πιάνουν οι κακίες μου. Όπως κάποτε που θα βοηθούσα να κατατοπιστεί κάποια υπηρεσία, ώστε να γνωμοδοτήσει σχετικά με προτεινόμενο σχέδιο. Όταν φτάσαμε στη Σπηλιά ο ισχυρός προβολέας τους δεν άναβε (φυσικά, δεν τον είχαν τσεκάρει πριν ξεκινήσουν), οι μπαταρίες της ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής είχαν ξεφορτιστεί (φυσικά, δεν είχαν τσεκαριστεί πριν ξεκινήσουν, ούτε υπήρχαν ρεζέρβες), το δε GPS παρέμενε ξεχασμένο σε κάποιο γραφείο (κι επειδή θα το έφερναν, φυσικά άφησαν ως περιττό το χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, άρα δεν υπήρχε δυνατότητα να τους σημειώσω κάποιες θέσεις έστω κι εκεί). Χαιρέκακα, άφησα κι εγώ το φακό μου και τη φωτογραφική μηχανή να κάθονται μέσα στην τσάντα που είχα κρεμασμένη στον ώμο. Έτσι, το φιάσκο ολοκληρώθηκε με 2-3 πόζες μιας αυτόματης κλασικής φωτογραφικής μηχανής (που τυχαία υπήρχε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου), με το φως του ήλιου όμως, αφού το φλας της δε λειτουργούσε! Όσο για το ζητούμενο (γνωμοδότηση), φυσικά, δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο. Επαναλαμβάνω: όχι μόνο δεν είμαι καλύτερος αλλά μάλλον χειρότερος. Παραδείγματα: σίγουρα είδα την τρύπα [βλ. εδώ, σημ. 7] στο βάθος της Σπηλιάς στις 21/10/79 (μπορεί και νωρίτερα, όμως τότε υπάρχει η πρώτη γραπτή μνεία της). Τι πιο φυσικό από το να μου γεννηθεί η επιθυμία να μπω εκεί το συντομότερο, μήπως και βρεθεί κάποιο πέρασμα; Μάλιστα. Μπήκα τη νύχτα στις... 26/1/86! (κι αυτό, επειδή με παρέσυρε η Σ.Π.) Δηλαδή, παρότι γνώριζα καλά τον κίνδυνο να μην μπω ποτέ, αφού τα έργα στο μεταξύ ήταν σε εξέλιξη, το ανέβαλλα διαρκώς για τις ελληνικές καλένδες. Στις 6/3/78 πηγαίνοντας για το "αντιβαρυτικό" τμήμα του δρόμου προς 'Αγιο Πέτρο, πρόσεξα μέσα στο πυκνό πευκοδάσος το σωρό της σαβούρας ενός παλαιού λατομείου (στη θέση Βορβός, 300 μ. Β-ΒΑ της θέσης Καρυδιά). Μου δημιουργήθηκε η έντονη επιθυμία να πάω εκεί. Πότε πήγα; Στις... 3/3/02! (κι αυτό για χατίρι της Μ.Μ., που είχε βαρεθεί να πηγαίνουμε όλο στα ίδια σημεία). [47] Εδώ τίθεται και το θέμα ποιος και πώς ορίζει το περίεργο φέρσιμο. Παράδειγμα: «Τα παιδιά διασκέδαζαν πεζοπορώντας 4 ώρες κάθε μέρα. Κάθε μέρα με θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 30 βαθμούς (...) Δε νομίζετε ότι κάτι δεν πάει καλά;» (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 347, παράθεση από Παύλο Χ.) Το κατά τον Π.Χ. συγκεκριμένο «εκκεντρικό φέρσιμο» για άλλους είναι φυσιολογικό. Κι εγώ τριγυρίζω κάθε καλοκαίρι στην Πεντέλη μέσα στο μεσημεριάτικο ήλιο και απολαμβάνω την αίσθηση του "φούρνου" (όπως και άλλοι που γνωρίζω, και μάλιστα ασκεπείς). Όσο για τις 4 ώρες πορείας, οι ασχολούμενοι με την ορεινή πεζοπορία σπανίως έρχονται στην Πεντέλη, γιατί θεωρούν το βουνό πολύ μικρό: όπως και να το διασχίσεις δεν μπορείς να περπατήσεις πάνω από 6 ώρες. [48] Περιγράφει την παράλογη συμπεριφορά τους σχετικά με ένα εύρημα: «Ήταν κάτι που έμοιαζε με φυτό (...) και θύμιζε μια τούφα από άσπρο μπαμπάκι. Δεν είχαμε ξαναδεί τίποτε παρόμοιο στη Σπηλιά, ούτε και ξαναείδαμε...» Διαφωνώντας για τη φύση του ο Μπαλάνος δήλωσε πως ήταν «νιτρικά άλατα». (βλ. Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 50-1) Πράγματι πρόκειται για φυτό (θαλλόφυτο) που θυμίζει ξασμένο άσπρο βαμπάκι, και είναι νηματομύκητες. Οι τούφες εμφανίζονται κανονικά κάθε καλοκαίρι. (Όσο για τα «νιτρικά άλατα» −ουσίες που υπάρχουν στα λαχανικά, που προστίθενται σε ζωικά τρόφιμα για συντήρηση και βελτίωση, αλλά που είναι ευρέως γνωστές από τα αζωτούχα λιπάσματα− κατά πάσα πιθανότητα προέρχονταν από τον Λάβκραφτ (βλ. 7 παράξενα διηγήματα, σ. 76, εκδ. Ωρόρα. [49] Όταν ανέβουμε πάνω από τη Σπηλιά και κατηφορίσουμε το διαχωριστικό όρθιο τμήμα μεταξύ των δύο αρχαίων λατομείων, στο αριστερό του άκρο βρίσκουμε το άνω μέρος της σούδας, που είναι και το λιγότερο εντυπωσιακό. (Για τους αναρριχητές: είναι το σημείο δίπλα στο πεύκο του Διογένη, από όπου ανεβαίνουμε στο πάνω επίπεδο). [50] Αν κάποιοι απορούν, πώς είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος να βασανίζεται από ερωτήματα των οποίων διαυγέστατα γνωρίζει τις απαντήσεις, τους πληροφορώ ότι δεν είναι πρωτοφανές. Αντίθετα, πρόκειται για τη συνηθισμένη ανθρώπινη κατάσταση, όπου όντας εμείς πολυδιασπασμένοι σε επιμέρους εαυτούς αγνοεί η αριστερά μας τι ποιεί η δεξιά μας. Αλλά και αυτό, το γνωρίζει ο Μπαλάνος: «Όλοι μας, ως άτομα, έχουμε την αίσθηση μιας ενιαίας ατομικής συνείδησης, ενός ενιαίου "εγώ". Αλλά αυτή η αίσθηση του "ενιαίου" είναι μάλλον ψευδαίσθηση, και μας κάνει να ξεχνάμε ότι, στην ουσία, τόσο η συνείδηση όσο και το εγώ είναι κατά βάση τα τελικά προϊόντα σύνθεσης − και μάλιστα. σύνθεσης πολλών και αντιθέτων πραγμάτων». (Strange 1999, Αν μας κουνούν την ουρά τους... ας κουνήσουμε κι εμείς τη δική μας), και στο Οι Δρόμοι της Γνώσης: «... η αληθινή μύηση στη Γνώση να εκφράζει και μια πορεία προς μια ολοένα και πιο ολοκληρωμένη ή πληρέστερη σύνθεση των επί μέρους εαυτών προς ένα μεγαλύτερο και ενιαίο εαυτό» (σ. 107). (Επί τη ευκαιρία, να το πάμε πιο μακριά: αυτό που απαιτείται να συμβεί μέσα σε κάθε άνθρωπο, στη συνέχεια καλείται να συμβεί σε ομάδες ανθρώπων). Μια επιβεβαίωση των όσων υποστηρίζω: σε συζήτηση με τον Α.Σ., πάνω από 18 χρόνια αργότερα, ανέκυψε τυχαία το περιστατικό όπου μόλις τον πρόλαβα από βέβαιο θάνατο, για να μου πει το εξής αναπάντεχο: «Θυμάμαι πολύ καλά, και σήμερα έχω την ίδια γνώμη», δηλαδή πως ήταν παιχνιδάκι να κατέβει το μέτωπο! Στη δικαιολογημένη απορία μου, πώς συμβιβάζεται αυτό με την τρομάρα που πήρε όταν το κατέβηκε δεμένος, ήταν η σειρά του να απορήσει ταρακουνημένος: «Πότε έγινε αυτό; Δε θυμάμαι τίποτε»! Δηλαδή, η εσωτερική μετακίνηση που υπέστη κατά την κάθοδό του ήταν τόσο απομακρυσμένη από την οικεία του κατάσταση, ώστε η μνημονική εγγραφή κατέστη απρόσιτη − πραγματικά ως μη γενόμενη! Τονίζω και πάλι: ό,τι θυμόμαστε ως σύνολο της προσωπικής μας ιστορίας δεν είναι παρά μέρος των όσων έχουμε ζήσει, κι αυτό διαστρεβλωμένο. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε μερικώς να βελτιωθεί (και ταυτόχρονα να αποδειχθεί), αν μπορούσαμε να κρατάμε σημειώσεις όσων αντιλαμβανόμαστε τη στιγμή που συμβαίνουν.
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
|