Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

 

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

 

 

Όπως είχα προσημάνει, όφειλα να ρίξω το βάρος στα χειροπιαστά στοιχεία που ανήκουν στο καθημερινό μας επίπεδο, και όσο το δυνατόν σχετίζονται με το θέμα της (νεο)μυθολογίας της Πεντέλης. Γιατί εκεί κατά περίπτωση είχα γνώση, άποψη, γνώμη. Και αυτά είναι τα γεγονότα που δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στο άλλο πεδίο (ας το πούμε μεταφυσικό). Τώρα, χωρίς διάκριση, θα παραθέσω ορισμένα περιστατικά που "περίσσεψαν". Θα τα αναφέρω με χρονολογική σειρά (εκτός κι αν υπάρχει συνάφεια), αποφεύγοντας κατά το δυνατόν αξιολογήσεις κι ερμηνείες. Απλώς μου αρέσει ν' ακούω ιστορίες, και για όσους μου μοιάζουν έχω μερικές. Μεταξύ τους υπάρχουν απλές ειδήσεις αλλά και μερικές που, αν και είναι συνυφασμένες με το καθημερινό μας επίπεδο, περισσότερο ανήκουν αλλού. Βέβαια, η παράθεσή τους είναι ολίγον ναρκισσιστική, αφού ο αυστηρά υποκειμενικός τους χαρακτήρας είναι πολύ δύσκολο να συνεγείρει κάθε αναγνώστη. Ακόμη και η πιο σπουδαία εξιστόρηση ενός άλλου (π.χ. πώς ήρθε σ' επαφή με εξωγήινους, συνοδευόμενη από ντοκουμέντα) έχει αμελητέο αποτέλεσμα πάνω μου μπροστά και στο πιο απροσδιόριστο και φευγαλέο συναίσθημα που βίωσα ο ίδιος. Πόσο μάλλον όταν τα περισσότερα περιστατικά δεν είχαν τίποτε το εντυπωσιακό. Παρά ταύτα, ορισμένες διηγήσεις ενδέχεται να "μιλήσουν" σε κάποιους, πράγμα που το εύχομαι (ή, όπως έκανα εγώ συχνά με τις αναφορές άλλων, να έχουν την εξήγηση για το τι αληθινά συνέβη).

 

Στις 13/5/78 με τον Π.Κ. και τον Γ.Ζ. ξεκινήσαμε από την Αγία Παρασκευή για να πάμε με τα πόδια στη Νέα Μάκρη μέσω Πεντέλης. Στο βουνό ακολουθήσαμε το δρόμο από Παλαιά Πεντέλη προς 'Αγιο Πέτρο. Όταν περάσαμε το σημείο με το "βαρυτικό πρόβλημα", είπαμε να αφήσουμε το δρόμο σε κάποιο βολικό μέρος και να κατέβουμε στη θάλασσα διασχίζοντας το βουνό.[1] Το κάναμε, λοιπόν, εκεί που ο δρόμος παρακάμπτει ένα μικρό λόφο, στα αριστερά φεύγει δασικός δρόμος προς την κατεύθυνση των λατομείων Παρθενών, ενώ δεξιά ο χωματόδρομος κατηφορίζει και ξανασυναντά τον ασφαλτόστρωτο στους πρόποδες της Μεγάλης Μαυρηνόρας. Πριν στρίψουμε δεξιά, είδαμε παρκαρισμένο αυτοκίνητο σε πλάτωμα του αριστερού δασικού δρόμου. Έτσι, όταν σε μισό λεπτό ακούσαμε από εκεί γοερές γυναικείες κραυγές, σταματήσαμε βέβαια και αναρωτηθήκαμε αν έσφαζαν καμία. Αμφιταλαντευτήκαμε, όμως υπερίσχυσε η άποψη ότι μάλλον ήταν κραυγές σεξουαλικής φύσεως, και δε γυρίσαμε πίσω (όσον αφορά εμένα, επιπροσθέτως, φορούσα ακατάλληλα παπούτσια και με βόλευε πολύ να μην κάνω ούτε ένα βήμα περιττό). Κατά το υπόλοιπο της πορείας το ζήτημα ανέκυψε μια δυο φορές, η αμφιβολία εντάθηκε, και μεταμεληθήκαμε που δε γυρίσαμε να ελέγξουμε.

Διαβάζοντας (συνήθως στο internet) τις εμπειρίες που έχουν κάνει τόση εντύπωση σε εκείνους που τις έζησαν ώστε θέλουν να τις ανακοινώσουν, εκτός από κάποιες που όντως είναι αξιοπρόσεκτες, οι περισσότερες δεν έχουν κανένα προφανές περιεχόμενο. Π.χ., «Εκεί που ανηφορίζαμε στην Πεντέλη, είδαμε να κατεβαίνουν δύο αυτοκίνητα. Κρυφτήκαμε, και όταν πέρασαν είδαμε μέσα μερικούς τριαντάρηδες. Σκεφτήκαμε πως ήταν καλύτερα να φύγουμε». Μεταξύ τέτοιων αναφορών και εμού (τουλάχιστον) υπάρχει επικοινωνιακό χάσμα. Δεν μπορώ να καταλάβω ποιο ήταν το εξαιρετικό, και μου φαίνονται ως σκέτες ανοησίες. Υποθέτω, λοιπόν, ότι το ίδιο ακριβώς νιώσατε διαβάζοντας την παραπάνω ιστορία. Επομένως, είναι όντως ασυναρτησίες είτε ο λανθάνων παράγων πρέπει να αναζητηθεί σε κάποιο συνοδευτικό συναίσθημα προερχόμενο από ασυνείδητο περιεχόμενο που ανακινήθηκε.

Ευτυχώς (για μένα) ήταν και κάτι περισσότερο· δε θα έμπαινα στον κόπο να συμπεριλάβω το περιστατικό, εάν δεν υπήρχε μορφή συνέχειας, που πράγματι προκάλεσε ιδιάζον συναίσθημα. Στις 22/8/78 με τον Π.Κ. ξαναπεράσαμε από το σημείο εκείνο με αυτοκίνητο αυτή τη φορά. Σταματήσαμε να ρίξουμε μια ματιά. Τώρα, τι θα μπορούσε να βρει κανείς μετά την πάροδο 3,5 μηνών σε χώρο πρόσφορο για ερωτικές επιδόσεις; Μα, μια εφημερίδα (ΤΑ ΝΕΑ συγκεκριμένα) με ημερομηνία 13/5/78! − η οποία ήταν η μοναδική εν μέσω του σχετικού σκουπιδαριού. Η δε καλή κατάστασή της έδειχνε ότι δε βρισκόταν στο ύπαιθρο από τότε. Θα πείτε: «Αξιοσημείωτη σύμπτωση, αλλά και τι μ' αυτό; Δεν εξηγεί τίποτε». Συμφωνώ. Αφήνω το ερμηνευτικό μέρος σε όποιον οιωνοσκόπο έχει τη ζητούμενη ικανότητα, αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος εκτροπής σε αλλόκοτες συνδέσεις που χαρακτηρίζουν ορισμένες ψυχικές παθήσεις. Όμως, κρατώ το συναίσθημα που γεννήθηκε όπως διάβαζα την ημερομηνία, καθώς και τη "μετακίνηση"  που μου επέφερε, γιατί είναι χρησιμότερο από οποιαδήποτε λογική εξήγηση. Για μένα ο χώρος αυτός ήταν πλέον μαρκαρισμένος ως "hot spot", και κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν μου αναβίωνε η "μαγική" αίσθηση ότι κάτι περίεργο θα συμβεί − και (φυσικά) συνέβαινε.

 

► Στις 17/11/78 με τον Γ.Ζ. πηγαίναμε πάλι στη Νέα Μάκρη με τα πόδια. Από τους πρόποδες του βουνού μάταια έψαχνα ένα κατάλληλο ξύλο για ραβδί. Φτάσαμε στο σημείο της προηγούμενης ιστορίας και κάναμε την καθιερωμένη έρευνα. Αμέσως βρήκα ένα καλό αυτοσχέδιο ραβδί από ξύλο δέντρου που δε φυτρώνει στο βουνό, άρα κάποιος το είχε φέρει εκεί. Σχολιάσαμε τη νέα σύμπτωση στο ίδιο μέρος.

Είχα μαζί μου το ραβδί κατά την υπόλοιπη διαδρομή, που τελείωσε στην έρημη παραλία. Πριν καθίσουμε να ξεκουραστούμε κοιτάζοντας τη θάλασσα, πέταξα το ξύλο στο νερό όσο πιο μακριά μπορούσα. Όπως κουβεντιάζαμε, κάθε λίγο το κοίταζα καθώς το κυματάκι το έβγαζε σιγά-σιγά προς τη στεριά. Τελευταία φορά το είδα να απέχει δύο μέτρα από την αμμουδιά 30-40 μ. δεξιά μας. Σε λίγο που αποφασίσαμε να φύγουμε, είπα να το πετάξω άλλη μια φορά μέσα στη θάλασσα. Πήγα στο σημείο που το είχαμε δει να βγαίνει στην άμμο, αλλά δεν ήταν εκεί. Κάτι τέτοια με δαιμονίζουν· έτσι, ψάξαμε όλη την παραλία πηγαίνοντας πέρα δώθε, ερευνήσαμε οπτικά το νερό, πάλι και πάλι, μέχρι που νύχτωσε και φύγαμε. 'Αφαντο.

(Ένα περιστατικό ίδιας τάξεως αλλά αντίστροφο, αντί εξαφάνιση είχαμε εμφάνιση, περιγράφει ο Θ. Ξανθόπουλος στο βιβλίο του 'Αδηλη Ελλάδα, σ. 196-9).

 

► Δεν ξέρω αν θα είχα "κολλήσει" τόσο στην Πεντέλη, αν δεν είχε συμβεί κάτι. Στην 1/11/78 (ήδη είχα πάει 10 φορές στο βουνό) περίμενα τη σειρά μου στα ιατρεία του ΙΚΑ. Η συνήθης μακρά αναμονή, η αγωνία για το αν η θρόμβωση που είχα ήταν επικίνδυνη, η ηλιόλουστη απογευματινή Πεντέλη που έβλεπα από το παράθυρο, μου δημιούργησαν την εξής λαχτάρα: «Και τι δε θα 'δινα να ήμουν εκεί αντί εδώ»! Αμέσως μου έφυγε η κακή διάθεση, και δεν έβλεπα την ώρα που θα μπορούσα να ξαναπάω. Δεν ξέχασα ποτέ αυτό το συναίσθημα. (Η επόμενη επίσκεψή μου στην περιοχή της Σπηλιάς ήταν η πρώτη που πήγα μόνος μου, γεγονός μη συμπτωματικό).

 

► Ένας από τους περίεργους (για μένα) ήχους της Σπηλιάς (13/5/79 πρώτη φορά) ήταν κάτι που θα το περιέγραφα σαν αρκετά υψίσυχνο τσιτσίρισμα ή ήχο νερού που ξεφεύγει υπό πίεση από τριχοειδή ραγισματιά. Επί χρόνια τον άκουγα συχνά, αλλά δε γινόταν να πλησιάσω την πηγή του, αφού κατά κανόνα ερχόταν από σημεία της οροφής. Απλώς, υποπτευόμουν τις νυχτερίδες.

 Στις 22/4/93 καθώς ο αναρριχητής Θ.Μ. πλησίαζε στο ενδιάμεσο ρελέ της διαδρομής Εν λευκώ, που είναι η χαρακτηριστική μεγάλη διαγώνια σχισμή στο τοίχωμα του λατομείου (εδώ με τον αριθμό 13), ακούσαμε όλοι το τσιτσίρισμα, πρώτη φορά εκτός Σπηλιάς. Πράγματι, μέσα στη σχισμή είδε νυχτερίδα, που αναστατωμένη παρήγε το γνωστό ήχο! (Πάντως, εγώ όποτε συνάντησα νυχτερίδες κατά την αναρρίχηση παρέμειναν σιωπηλές και περιορίστηκαν να μου δείχνουν τα δόντια τους).

Νυχτερίδες πίσω από το ιερό κολατσίζουν μυγάκια που ξεσήκωσε η παρουσία μου. (Μόνο η μεσαία νυχτερίδα ανήκει στην αρχική φωτο. Οι άλλες είναι ένθετες από διαδοχικές λήψεις στο ίδιο πάντα σημείο, και οι νυχτερίδες ήταν δύο).

Κάτι που παραμένει ανεξακρίβωτο, και δείχνει πόσο επιφυλακτικοί πρέπει να είμαστε στα βιαστικά συμπεράσματα, είναι το εξής: στις 4/12/88 το βράδυ έκανα μερικά αναρριχητικά περάσματα στο τοίχωμα που βρίσκεται αμέσως αριστερά μέσα από την είσοδο της Σπηλιάς. 'Ακουσα ασθενέστατο μεν αλλά σαφές τσιτσίρισμα να έρχεται από ένα πιάσιμο που είχα βάλει το χέρι μου. Υποχώρησα (μήπως ήταν νυχτερίδα) κι επέστρεψα στο σημείο με φακό. Η σχισμή ήταν μόλις 2 εκατοστά βαθιά και μέσα της δεν υπήρχε τίποτε. Ο ήχος όμως συνέχισε να έρχεται από εκεί, μέσα δηλαδή από το συμπαγή βράχο μπροστά στο πρόσωπό μου! Δεν έχω καμία καλύτερη εξήγηση από την εικασία πως η πηγή ήταν αλλού κι εγώ άκουγα την ανάκλαση του ήχου, που εντοπιζόταν λόγω κάποιας τυχαίας διαμόρφωσης του βράχου. Αυτό όμως δεν εξηγεί επαρκώς το γιατί δεν ακουγόταν πουθενά μέσα στη Σπηλιά ο πρωτογενής ήχος.

 

► Εκτός από την επίδραση (ανεπαίσθητη ως καταλυτική) που έχει πάνω μας ο κάθε άγνωστος τόπος που επισκεπτόμαστε, ανάλογη έχουν και πολλοί βιοχημικοί παράγοντες. Όταν π.χ. έχουμε πιει λίγο οινόπνευμα παραπάνω νιώθουμε τις γνωστές συνέπειες, αλλά δε δίνουμε σημασία επειδή είναι αναμενόμενες. Όμως, πολύ πιο ήπια συμπτώματα (και λιγότερα σε αριθμό) θα μας τραβήξουν την προσοχή και θα διογκωθούν, όταν δε γνωρίζουμε την αιτιολογία τους. Στις 13/5/79 έφτασα στη Σπηλιά στις 19:45. Έκανα την επιβεβλημένη επιθεώρηση των έργων και κατόπιν ανηφόρισα βιαστικός για να μη με προλάβει η νύχτα προτού φτάσω στο σημείο του πρώτου περιστατικού (13/5/78, επέτειος) στην πίσω πλευρά του βουνού. Είχα ήδη καθυστερήσει, (λάθεψα και κάπου λόγω πυκνής ομίχλης και πισωγύρισα), τελικά νύχτωσε κι εγώ ήθελα ακόμη δέκα λεπτά για να βγω στην κορυφογραμμή. Έπιασε και αδιάκοπη βροχή, οπότε ματαίωσα το πρόγραμμά μου και αποφάσισα να κατέβω στην Πουρνάρα και να επιστρέψω από το δρόμο που συνδέει Παλαιά Πεντέλη - 'Αγιο Πέτρο.

Ήταν η εποχή που είχαν γεμίσει το βουνό με δασικούς δρόμους, κι έτσι δεν ήξερα το πού ακριβώς βρισκόμουν.

Μία από τις μπουλντόζες που άνοιγαν τους δρόμους για την προστασία του δάσους. 30 χρόνια αργότερα ας γίνει ο απολογισμός: σε τι ακριβώς χρησίμεψαν;

Εμπιστεύτηκα το ένστικτό μου και, διαλέγοντας αδίστακτα διακλαδώσεις και κόβοντας δρόμο στις πλαγιές κατά το δοκούν, έφτασα στον προορισμό μου. Διψασμένος ήπια μπόλικο νερό στην πηγή και συνέχισα. Σύντομα, ένιωσα κούραση απότομα. Με κάθε βήμα το σακίδιο βάραινε. Και δεν κουβαλούσα μόνο αυτό. Κάποιοι παλαιότεροι πεζοπόροι της Πεντέλης μάς είχαν τρομοκρατήσει με ιστορίες για αγέλες αγριόσκυλων, ώστε είχα κι ένα στειλιάρι μαζί μου.[2] Τόσο μ' ενοχλούσε το βάρος του, που το εγκατέλειψα. Ζεσταινόμουν και ίδρωνα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τόσο πολύ, ώστε σκέφτηκα ως ενδεδειγμένη λύση να ξαπλώσω μέσα στο ρυάκι που έτρεχε στο νεροφάγωμα δίπλα στο δρόμο για να δροσιστώ. Αν δεν το έκανα, δεν ήταν επειδή διέγνωσα το παράλογο της ιδέας, αλλά γιατί το ανέβαλλα ψάχνοντας το ιδανικό σημείο.

Μέχρις εδώ είναι φανερό πως δεν ήμουν στα καλά μου. Όμως, όταν μου συνέβαινε μπορούσα να παραπονεθώ για πολλά εκτός για την ορθοφροσύνη μου. Αν η διήγηση σταματούσε εδώ, τι θα λέγαμε; Ότι αναντίρρητα κάτι μ' επηρέασε στο βουνό. Κάτι που δεν αντιλήφθηκα καθόλου ή σβήστηκε από τη μνήμη μου. Ανάλογα με τις πεποιθήσεις άλλος θα έβλεπε δράση νυμφών, δάκτυλο εξωγήινων, επίθεση ακατονόμαστων δυνάμεων, κ.λπ.

Αλλά ας συνεχίσουμε: πέρασαν μερικά λεπτά ακόμη και τότε άνοιξε η ομίχλη και είδα τα φώτα των πρώτων σπιτιών να είναι αρκετά κοντά. 'Αφησα το σχέδιο του μουλιάσματος, γιατί εμφανίστηκε −και επικράτησε− καινούργια επιθυμία: να χτυπήσω την πρώτη πόρτα και να τους ζητήσω κάτι γλυκό. Δεν έμαθα ποτέ πώς θα με αντιμετώπιζαν (ευτυχώς), αφού ώσπου να φτάσω στα σπίτια συνήλθα κάπως κι αποφάσισα να περιμένω μέχρι να γυρίσω σπίτι. Πράγματι, κατά τα μεσάνυχτα απόλαυσα μια μεγάλη γαβάθα κρέμα ζαχαροπλαστικής (εννοείται μετά τη μακαρονάδα).

Όσοι είναι διαβητικοί, ή έχουν κάποιον στο περιβάλλον τους, θα έχουν καταλάβει από ώρα τι μου είχε συμβεί. Κι εγώ αν ήξερα, θα πρόσεχα: δε θα είχα ξεκινήσει για το βουνό έχοντας φάει μόνο μπριζόλα και σαλάτα. Ή θα έπαιρνα μαζί μου τουλάχιστον μια σοκολάτα. Ό,τι "καύσιμο" είχα το δαπάνησα απότομα προσπαθώντας ν' ανέβω το βουνό τρέχοντας. Μετά, εξαντλημένος, ήπια μονοκοπανιά ένα λίτρο νερό και "αραίωσα" το αίμα μου. Ώσπου να βρει τον απαιτούμενο χρόνο ο οργανισμός να φτιάξει λίγη γλυκόζη από τις εφεδρείες του "ρετάρισα" κανονικά − κι ευτυχώς που έμεινα στα πρώτα στάδια της υπογλυκαιμίας. Εκ των υστέρων ανησύχησα τόσο, που κουβαλούσα για πολλά χρόνια μαζί μου κουφέτα! (Περιττό να πω ότι κάποτε τα πέταξα χωρίς να έχω φάει ούτε ένα).

 

► Αρκετοί μου έχουν αναφέρει για διάφορους ήχους που άκουσαν μέσα στη Σπηλιά. Εκείνος που έχει αναφερθεί τις περισσότερες φορές περιγράφεται σαν ανάσα.

 

«...η αναπνοή ήταν πολύ κοντά μας στο σκοτάδι (...) Ένα ζωντανό ανασάλεμα  [ανάσασμα;] που δεν ήταν... ανθρώπινο...» (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 324)

 

Στις 20/5/79 τα μεσάνυχτα, εγώ, ο Χ.Σ. και η R.G. ανηφορίζαμε το λιθόστρωτο.[3] Φτάνοντας στο σημείο όπου χάνεται κάτω από τα μπάζα, και οι τρεις ακούσαμε θορύβους αριστερά μας, σαν να πλησίαζε κάποιος. Ανάψαμε τους φακούς για να φανεί πως ήμαστε άνθρωποι (μήπως κάνας τρομαγμένος φύλακας έριχνε καμιά μπαταριά προς τα "φαντάσματα"), αλλά δεν είδαμε τίποτε. Μπήκαμε στη Σπηλιά με τα νεύρα τεντωμένα, κι όπως εξετάζαμε την εξέλιξη του υπό κατασκευήν τότε τοίχου αντιστήριξης του υπεδάφους των ναϋδρίων, άκουσα κάτι σαν αναστεναγμό, σαν εκπνοή με ελαφρό βογκητό. Αλληλοκοιταχτήκαμε με τον Χ., και όπου φύγει-φύγει! Η R. ακολούθησε.

Όταν απομακρυνθήκαμε, ο Χ. μού το περιέγραψε σαν "φτεροκόπημα" νυχτερίδας  ή βουητό εντόμου, ενώ η R. δεν είχε ακούσει τίποτε (απλώς τρόμαξε, επειδή μας είδε τρομαγμένους). Βγήκε το συμπέρασμα πως η πηγή του ήχου βρισκόταν πάνω από τις τσιμεντένιες βαθμίδες, γιατί η απόσταση του καθενός μας από την περιοχή αυτή καθόρισε την ένταση που έγινε αντιληπτός. Η φρίκη που είχαμε νιώσει ήταν απερίγραπτη! Ανάσαινε η Σπηλιά;

Στις 16/6/79 ξανάκουσα τον ίδιο ήχο. Αυτή τη φορά ήμουν μόνος. Μπήκα στην εσοχή που υπάρχει πίσω δεξιά από τον 'Αγιο Σπυρίδωνα, στην κορυφή των "σκαλοπατιών", και στο φως του φακού μου ξεσηκώθηκαν (όπως ρίχνεις μια πέτρα στο νερό και τα κυκλικά κύματα απλώνονται) μυριάδες μυγάκια που κάλυπταν την οροφή προκαλώντας την "ανάσα"!

Όταν λέμε μυριάδες μυγάκια, το εννοούμε. (Εδώ βρίσκονται στο τοιχίο που πακτώνει τα πόδια των πλαισίων στη σήραγγα ΙΙΙ).

Έψαξα να βρω και την πιθανή πηγή του πρώτου θορύβου. Είδα ότι το βαμμένο πράσινο ξύλινο παράπηγμα του φύλακα είχε καλυμμένη την έξω μεριά του βορινού του τοίχου με διάφανο πλαστικό (για μόνωση). Το φύλλο αυτό είχε ξεραθεί κι είχε σπάσει σε λωρίδες που θορυβούσαν στο φύσημα του ανέμου. Εκείνη τη νύχτα, με σχεδόν άπνοια, οι ελαφρές τους κινήσεις προκαλούσαν ήχους σαν εκείνους που ακούμε όταν περπατάμε σε έδαφος  στρωμένο με πευκοβελόνες και κλαράκια.

Εδώ διακρίνονται υπολείμματα του πλαστικού, ιδίως στην πάνω αριστερή γωνία του τοίχου.

Οι Χ. και R. παντρεύτηκαν κι έφυγαν οριστικά από την Ελλάδα. Παρόλο που τους είχα εξηγήσει την προέλευση των ήχων, μέχρι σήμερα ο Χ. αναθυμάται τη νύχτα εκείνη και εξακολουθεί ν' αναρωτιέται, ειδικά για το ποιος "αόρατος" περπατούσε προς το μέρος μας.

 

► Ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι του 1979 ο υποδιοικητής του λόχου μου θέλοντας κάπου να ξεσπάσει (είχε προηγηθεί ολονυκτία στο Μαίναλο ως συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων προς αντιμετώπιση πυρκαγιάς, κι επιστρέφοντας με βρήκε αραχτό στη διμοιρία του) εις επήκοον πολλών μού δήλωσε με τον πλέον κατηγορηματικό και πειστικό τρόπο ότι «Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά!» Τη νύχτα που ακολούθησε, λίγα λεπτά πριν από το σιωπητήριο, έπεσα πάνω του έξω από τα σκοτεινά αφοδευτήρια. Εκεί που αναθεμάτιζα το κακό timing, έκπληκτος διαπίστωσα πως είχε κάνει στροφή 180 μοιρών! Φιλικότατος, μου έπιασε την κουβέντα, και απορούσα πού το πήγαινε μέχρι τη στιγμή όπου είπε: «'Ακουσα πως ασχολείσαι με την Πεντέλη» κι άρχισε να με ρωτάει αν αληθεύουν τα όσα λέγονται. Κατάλαβα ότι κάποιος ωτακουστής από τη διμοιρία είχε σπεύσει να μεταφέρει τη συζήτηση που είχα με τον Δ.Κ., και μουρμουρίζοντας κάτι διφορούμενο (για να μην πω ακατάληπτο) απομακρύνθηκα. Αρχικά υπέθεσα πως ο ανθυπολοχαγός έτυχε όντως να ενδιαφέρεται για το θέμα, όμως στη συνέχεια έκλινα αλλού. Προφανώς, το ομολογημένο μου πάθος θεωρήθηκε ως ατράνταχτη απόδειξη ανισορροπίας και ο εν λόγω αξιωματικός δεν ήθελε να έχει κακές σχέσεις με κάποιον πιθανώς επικίνδυνο!

 

Ένα παράδειγμα περιστατικού που έκανα συνεχόμενα λάθη (και στάθηκα τυχερός): την 28η Οκτωβρίου 1979 πήγα σουρουπώνοντας να διανυκτερεύσω στο καλύβι του Νικολάου (αυτό πάνω ακριβώς από τη βορειοδυτική γωνία του περιφράγματος της Σπηλιάς).

   

Αριστερά, το καλύβι όπως φαινόταν τότε μέσα από το συρματόπλεγμα. Στη μέση, όπως είναι σήμερα. Γιατί σε κάποιες εργασίες το 1983 μανουβράροντας ο φορτωτής το χτύπησε ρηγματώνοντας όλους τους τοίχους. Όμως, δεν έπεσε. Ούτε όταν το 1990 το χτύπησε άλλος φορτωτής ρίχνοντας μία γωνία. Έπρεπε να περιμένει μέχρι το 2003 για να το γκρεμίσει κάποιος με κλοτσιές! Δεξιά, το αποτέλεσμα: το ταβάνι στο πάτωμα.

Θα προτιμούσα κάποιο πιο απομονωμένο, αλλά με δελέασε το κρεβάτι που είχε μέσα. Σε λίγο ήρθαν 5 άτομα (μία ή δύο γυναίκες στην παρέα) με αυτοκίνητο και μηχανάκι. Παρκάρισαν σε απόσταση λίγων μέτρων. Έβγαλαν από το πορτμπαγκάζ κάτι που μου φάνηκε ογκώδες και ελαφρύ −ίσως πάπλωμα τυλιγμένο σε ρολό, όμως στο μισοσκόταδο δεν μπόρεσα να δω λεπτομέρειες− και ανηφόρισαν.

Βγήκα αμέσως, γιατί ένιωθα στη φάκα. Καλυπτόμενος πίσω από τον τοίχο του διπλανού ερειπίου προσπάθησα να δω καλύτερα, μήπως και καταλάβω τι ήθελαν εκεί. Πριν χαθούν στη στροφή, κάτι ένιωσε ο τελευταίος και γύρισε. Το μάτι του έπεσε κατευθείαν πάνω μου. Υπολογίζοντας ότι δεν μπορεί να με διακρίνει, αφού το κεφάλι μου εξείχε μόνο από τα μάτια και πάνω, έμεινα ακίνητος. Κι αυτός φάνηκε ότι δεν ήταν σίγουρος αν βλέπει κάτι και αποφάσισε να το εξακριβώσει. Πήρε μια πέτρα ικανού μεγέθους και μου την πέταξε. Πάλι σκέφτηκα πως ήταν απίθανο να με πετύχει και παρέμεινα ακίνητος. Κι όμως! Έπιασε τέλεια την ευθεία, και η πέτρα έσκασε πάνω στην ξερολιθιά μια πιθαμή μπροστά από το μέτωπό μου! Ευτυχώς, αναπήδησε ξυστά πάνω από το κεφάλι μου. Διατηρώντας την ακινησία μου, τον έπεισα ότι τον γελούν τα μάτια του (όχι εύκολα, το σκέφτηκε λίγο και φοβήθηκα ότι θα μου ρίξει και δεύτερη πέτρα), και γύρισε ν' ακολουθήσει τους άλλους.

Πήγα προς το τριβείο Περράκη και τους άκουσα ψηλότερα να ρίχνουν κάτι στον γκρεμό κάποιου νταμαριού. Νύχτωσε. Τα γκρεμίσματα σταμάτησαν. Βαρέθηκα να περιμένω. Δε θυμάμαι τι μ' έπιασε (ίσως ήθελα να πάρω το σακίδιό μου και να πάω αλλού), κι αποφάσισα να γυρίσω στο καλύβι. Είχα το νου μου μήπως πιάσω κουβέντες ή άλλους θορύβους, αλλά δεν άκουσα τίποτε. Όταν πλησίασα, και τους είδα να στέκονται σιωπηλοί πλάι στο αυτοκίνητο, ήταν αργά για να καλυφθώ. Επειδή δεν υπήρχε πιθανότητα να μη με έχουν αντιληφθεί, συνέχισα την πορεία μου καταπάνω τους, σαν να μην τους έβλεπα. Πρόσεξα πως έπιασαν τις πόρτες αιφνιδιασμένοι. Πέρασα ανάμεσά τους, κυριολεκτικά αγγίζοντάς τους, και με άψογη τεχνική μπήκα στο καλύβι από το παράθυρο (αυτή ήταν η είσοδος, γιατί η σιδερένια πόρτα είχε μείνει κλειδωμένη), που είχε μεν οριζόντιες σιδερένιες μπάρες αλλά από τη μέση και κάτω κάποιοι τις είχαν βγάλει. Χωρίς λέξη, έφυγαν. (Θυμάμαι ότι το μηχανάκι δεν είχε φώτα και πήγαινε μπροστά από το αυτοκίνητο, για να βλέπει).

 

► Στις 11/11/79 (ήταν ψυχρή και ομιχλώδης Κυριακή), πήγαμε 3 άτομα στη Σπηλιά για φωτογράφηση. Εγώ με τον Α.Κ. (που θα εμφάνιζε τα φιλμ σπίτι του) αρχίσαμε στις 9:30, κι ο Γ.Δ. έμεινε απέξω για να προσέχει μήπως παρουσιαστεί κανένας. Μόλις είχαμε τελειώσει το πρώτο φιλμ, τον ακούσαμε να μας ειδοποιεί ότι κάποιος έρχεται. Βάλαμε βιαστικά τα σύνεργα στα σακίδια και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο. Μας ένοιαζε μήπως ήταν άνθρωπος των έργων ή της αστυνομίας και θέλαμε να σώσουμε το φιλμ. Οποία έκπληξη λοιπόν, όταν μέσα από την ομίχλη πρόβαλε ψηλός αδύνατος γέρος που φορούσε μόνο το σλιπάκι του! Λίγο μέσα από την είσοδο μας καλημέρισε κανονικά και μετά μας έδωσε συμβουλές: να προσέχουμε γιατί γλιστράει πολύ, ότι πρέπει να έχουμε σκοινιά, κ.λπ. Ήταν προφανές ότι μιλούσε για τη Σπηλιά όπως ήταν προ των έργων και δεν έβλεπε καμία από τις δραματικές αλλαγές που ήταν μπροστά του.

Σαστισμένοι από την περιβολή του, δεν προλάβαμε να τον ρωτήσουμε τίποτε, και συνέχισε το δρόμο του προς τα πάνω. Υποθέσαμε πως ήταν παλιός ορειβάτης, που ποιος ξέρει από πότε είχε να μπει στη Σπηλιά, και μάλλον έτσι ήταν αφού τα επόμενα χρόνια εθεάθη 2-3 φορές με σακίδιο στην πλάτη σε λεωφορεία που κατευθύνονταν προς Πεντέλη.

 

► Στις 29/3/80 βρήκα στην επιφάνεια του δρόμου που εξυπηρετούσε τα έργα της Αεροπορίας (το λιθόστρωτο δηλαδή), καμιά τριανταριά μέτρα μέσα από την πύλη, ένα νόμισμα των 2 λεπτών, χρονολογίας 1836 (από τα σπανιότερα της εποχής του Όθωνα).

Η λογική λέει πως είχε πέσει εκεί την ίδια μέρα, δεδομένου πως από το συχνό πέρασμα των οχημάτων υπήρχε παχύτατο στρώμα σκόνης, πραγματικό "αλεύρι", και ήταν ήδη άξιο απορίας το πώς δεν είχε βυθιστεί τελείως. (Αυτό το εύρημα έφερε ένα πλήθος πληροφοριών για μένα, που δεν είναι του παρόντος για να τις αναφέρω).

Αξιοσημείωτη σύμπτωση: στις 16/1/14 βρήκα ακριβώς στο ίδιο σημείο ένα μονόλεπτο του 1843!

Κατεβαίνοντας το λιθόστρωτο στις 24/5/04, ήρθε στο μυαλό μου αυθόρμητα αυτή η ιστορία κι αναρωτιόμουν τι πιθανότητες υπήρχαν ώστε να βρω τότε εκείνο το νόμισμα. Φτάνοντας ακριβώς στην πύλη, είδα στο νεροφάγωμα ένα πλαστικό μπουκάλι παρασυρμένο από βροχή και κολλημένο σε κάτι πέτρες. Έσκυψα να το βγάλω, για να μη συνεχίσει το ταξίδι του προς το λατομείο του Μπάνου (λ12 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ), κι από κάτω του υπήρχε ένα αρχαίο νόμισμα. Κοιλόκυρτο, όμως τόσο διαβρωμένο που δε διακρίνεται καμία σαφής παράσταση παρά μόνον ίχνη (θα έλεγα, με μπόλικη φαντασία, ότι φέρει κεφαλή αλόγου). Μέγιστη διάμετρος 20,9 χιλ., μέγιστο πάχος 3,3 χιλ.

Στις 28/11/05 ανεβαίνοντας, ύστερα από βροχή, μου 'ρθε η σκέψη πως οι αρχαιοκάπηλοι ψάχνουν τις νεροσυρμές για νομίσματα. Πριν προφτάσω όμως να ρίξω μια ματιά, μπροστά μου υπήρχε άλλο αρχαίο νόμισμα πάνω στο λιθόστρωτο. Μικρότερης διαμέτρου από το προηγούμενο (διάμετρος 18,7 χιλ., πάχος 3,4 χιλ.), ίδιας τεχνοτροπίας, και περισσότερο διαβρωμένο.

Πάνω οι δύο όψεις του πρώτου νομίσματος, κάτω του δεύτερου.

Στην ανάγκη του ο άνθρωπος να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τέτοια περιστατικά λέει διάφορα: οφείλονται στη νοημοσύνη του βουνού, είναι απλές συμπτώσεις χωρίς καμία σημασία, το Θείον έχει πολλούς τρόπους να χτυπήσει την πόρτα του ανθρώπου, είναι αυταπάτες λόγω χρονικής αντιστροφής (πρώτα δηλαδή βρήκα το νόμισμα και μετά θυμήθηκα τις άλλες περιπτώσεις, όμως ο εγκέφαλός μου προτίμησε να τα τακτοποιήσει αλλιώς), κ.λπ., κ.λπ. Και ακολουθούν οι αντιπαραθέσεις και οι διαφωνίες.

Εντάξει, αλλά πώς εξηγείται η παρακάτω περίπτωση: στις 27/9/88 ανεβαίνοντας το λιθόστρωτο μετά την πύλη της περίφραξης είδα μερικές πέρδικες να σκαλίζουν το πρανές του σωρού λατύπης κάτω από το βαυαρικό χάλασμα, για να φάνε βολβούς. Ύστερα από 2 ώρες, φεύγοντας από τη Σπηλιά, μου 'ρθε να πάω και να κοιτάξω εκεί που έσκαβαν οι πέρδικες. Επειδή δεν υπήρχε κανείς λόγος να το κάνω, δίστασα. Ήταν άσκοπο, μ' έβγαζε από το δρόμο μου, κι επιπλέον φυσούσε πολύ ισχυρός άνεμος και το μόνο που ήθελα ήταν να κατηφορίσω γρήγορα. Ωστόσο, πίεσα τον εαυτό μου και πήγα να ρίξω μια ματιά. Σε μια απ' τις γουβίτσες λοιπόν υπήρχε μια τρύπια δεκάρα.

Δεν έχει το χρώμα του κράματος αλουμινίου, γιατί βάφτηκε από το χώμα.

Πέρα από το ότι ανέγραφε τη χρονολογία γέννησής μου, δεν έχω να κάνω άλλο σχόλιο. Ποιο είναι τότε το νόημα; Αν δεν υπάρχει κανένα νόημα, γιατί τόση φασαρία; Γιατί και πώς με κατέλαβε η παρόρμηση; Ο καθένας ας επιλέξει το συμπέρασμά του. Η δική μου άποψη είναι πως αν δεν "αναβαθμιστεί" η συνείδησή μας, είναι αδύνατον να βρούμε τις απαντήσεις.

Οι παραπάνω σειρές γράφτηκαν στα μέσα Δεκεμβρίου 2005. Στις 29/12/05 συνάντησα στη Σπηλιά τέσσερις 19χρονους φοιτητές. Ήταν η πρώτη τους επίσκεψη και ήδη είχαν ανεβεί πάνω από την κατολίσθηση και είχαν μπει στην τρύπα του βάθους. Τους βρήκα να αναρωτιούνται αν το άνοιγμα για την υπόγεια πηγή οδηγεί πουθενά. Με ρώτησαν και τους κατατόπισα. Όπως είπαν τους "ξενέρωσα", αφού ο Νταβέλης δεν είχε σχέση με τη Σπηλιά ούτε με τη Δούκισσα, κ.λπ. Οι πληροφορίες τους προέρχονταν από τηλεοπτικές εκπομπές (δε χρειάζεται να πούμε περισσότερα). Τους είπα εν συντομία για τις γνωστές φαντασιοπληξίες, και εντελώς απογοητευμένοι αναφώνησαν: «Καλά, δε συμβαίνει τίποτε εδώ;» Απάντησα πως αυτά που συμβαίνουν δεν είναι τόσο κραυγαλέα, συνήθως είναι προσωπικά, και κατά κανόνα δεν μπορείς να πεις πολλά πράγματα παρά μόνο: δεν μπορεί, κάτι τρέχει.

Επέμεναν να τους δώσω ένα παράδειγμα. Προσπάθησα να θυμηθώ κάτι εντυπωσιακό, αλλά το μυαλό μου παρέμενε άδειο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και ήμουν έτοιμος να πω κάτι αόριστο και μυστηριώδες του τύπου: «Ε, αυτά δε λέγονται...», όταν μου ήρθε η ιστορία με τη δεκάρα που ξέθαψαν οι πέρδικες. Δεν ικανοποιήθηκα στο ελάχιστο, αφού ήμουν σίγουρος πως όταν θα τελείωνα την αφήγηση αντί σχολίων θαυμασμού θα μου έλεγαν: «Και μετά, τι έγινε;» Όμως, τι να κάνω, ξεκίνησα − μόνο που στην πορεία της αφήγησης αντί της δεκάρας συγκέρασα ιστορίες κι έβαλα αρχαίο νόμισμα. Και τούτο, ώστε να μη μετατοπιστεί το βάρος στο νόμισμα κι ακολουθήσουν ερωτήσεις για το τι είναι δεκάρα, και μάλιστα τρύπια − ενώ ένα αρχαίο νόμισμα είναι εξ ορισμού αυτό που είναι. Ολοκληρώνοντας, πρόσθεσα (για να βεβαιωθούν ότι τελείωσα): «Να, τέτοιες ιστορίες συμβαίνουν. Μπορείτε να πείτε τίποτε;» Με κοιτούσαν άφωνοι, προφανώς ψάχνοντας να βρουν ποιο ήταν το ουσιώδες της ιστορίας. Μόνο ένας κατάφερε να ρωτήσει τι έκανα το νόμισμα, κι όταν απάντησα ότι το κράτησα για σουβενίρ, με επέκρινε λέγοντας ότι «αυτά τα πράγματα είναι κληρονομιά όλων μας και πρέπει να παραδίδονται».

Η αμήχανη σιωπή διέλυσε το "πηγαδάκι" μας, κι ετοιμάστηκαν να μπουν στο τούνελ για τη "λίμνη". Τότε, κι ενώ τους διαβεβαίωνα ότι δε χρειάζονταν σκοινί, κ.λπ., πρόσεξα κάτι μπροστά στη μύτη του παπουτσιού μου. Το σήκωσα και, φυσικά, ήταν ένα νόμισμα! Το ακριβές σημείο που βρέθηκε είναι έξω αριστερά της εισόδου για τη "λίμνη" πάνω σε καλά πατημένο χώμα. Σε δύο σημεία προς την περιφέρεια του κέρματος υπήρχε έντονη οξείδωση που είχε φουσκώσει και παραμορφώσει το μέταλλο, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια ήταν καλυμμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος από άλατα και συγκολλημένους κόκκους σκόνης. Κάποιος είπε πως ήταν πεντάλεπτο του ευρώ, αλλά τον αντέκρουσα λέγοντας ότι δε γινόταν τόσο πρόσφατο νόμισμα να έχει πάθει τόση φθορά. Κόντευε δηλαδή να φτάσει στο σημείο των δύο αρχαίων νομισμάτων που ήταν εκτεθειμένα για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια.

Όμως είχε δίκιο! Ήταν όντως πεντάλεπτο και το διαπίστωσα με δυσκολία στο σπίτι εξετάζοντάς το με φακό. Επομένως, αν πούμε πως ανήκε στα πρώτα κέρματα που κυκλοφόρησαν τον Φεβρουάριο του 2002, και είχε πέσει από κάποια τσέπη εκείνες τις ημέρες, μόλις που κόντευε τα τέσσερα χρόνια!

Ενώ για μένα αυτή ήταν μια "εύγλωττη επίδειξη", που επαναβεβαίωνε το "κάτι τρέχει" της ιστορίας μου, παρατήρησα ότι για αυτά τα παιδιά μάλλον δεν είχε να πει τίποτε. Ενώ εγώ πιστεύω πως τους δόθηκε ένα τρανταχτό παράδειγμα επιτόπου, εκείνοι έφυγαν ελαφρώς απογοητευμένοι.

Όσο για τα αρχαία νομίσματα στο λιθόστρωτο, όταν ξαναθυμήθηκα να κοιτάξω στις 5/1/06, πάλι (φυσικά) βρήκα αμέσως ένα (διάμετρος 18,2 χιλ., πάχος 3,5 χιλ.). Ακολούθησαν ανάλογα ευρήματα στις 12/6/08 (διάμετρος 24,2 χιλ., πάχος 2,7 χιλ.), στις 2/11/09 (διάμετρος 19,65 χιλ., πάχος 2,9 χιλ.) και στις 27/2/14 (διάμετρος 19,9 χιλ., πάχος 2,9 χιλ.).

Το μοναδικό αρχαίο νόμισμα που βρήκα (26/9/10, διάμετρος 19,1 χιλ., πάχος 3 χιλ.) μακριά από τη Σπηλιά (στο λατομείο Μαρή, Λ10) ήταν το πρώτο που διατηρούσε στοιχεία από τα εικονιζόμενα. Στη μια όψη υπάρχει πορτρέτο σε προφίλ (κοιτάζει αριστερά), και διακρίνονται τα γράμματα ΚΑ της επιγραφής. Στην άλλη όψη διακρίνονται δύο όρθιες φιγούρες. Ήταν στη μέση του νεότερου δρόμου που συνδέει αυτό το λατομείο με τα ψηλότερα.

Στην ένθετη το τμήμα της επιγραφής, και με το βέλος η θέση του στο νόμισμα.

Στις 19/11/15 βρήκα και στο λιθόστρωτο αρχαίο νόμισμα (διάμετρος 18,6 χιλ., πάχος 2 χιλ.) με διατηρημένες αρκετά καλά τις παραστάσεις. (Προς αντιδιαστολή με τα προηγούμενα, να πω ότι βρήκα αυτά τα δύο αναγνωρίσιμα νομίσματα επειδή έτυχε το μάτι μου να πέσει πάνω τους, χωρίς δηλαδή να έχω τίποτε σχετικό με νομίσματα στο μυαλό μου).

[Αν ενδιαφέρεται κανείς να μάθει τι γίνεται με τα σύγχρονα κέρματα και χαρτονομίσματα: σε 61 δόσεις βρήκα 12.155,80 δρχ. και σε 54 δόσεις 136,31 ευρώ (μέχρι σήμερα 8/3/16).]

 

► Στις 28/6/80 όπως στεκόμουν στο χείλος του ταφροειδούς λατομείου (Λ2 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ), εκεί που σήμερα περνάει ο χωματόδρομος, κοιτάζοντας τις μπετόβεργες που είχαν καρφώσει για να στηρίξουν το προστατευτικό πλέγμα, άκουσα ένα ήχο από κάτω σαν να χύνεται νερό από ψηλά. Δεν έδωσα σημασία, υπέθεσα πως ο φύλακας κάτι θα έκανε (δεν είχα οπτική επαφή), κι έφυγα. (Το περίεργο είναι ότι ακριβώς σ' εκείνο το σημείο έβαλαν σωλήνα παροχής νερού έπειτα από 2 εβδομάδες).

Όμως στις 16/4/92 στεκόμαστε με τη Μ.Μ. στο χείλος πάνω από το λατομείο του Νυμφαίου (Λ7 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ, του Π. Τσόκαλη). Αυτή τη φορά ακούσαμε και οι δύο από κάτω μας να τρέχει νερό. Σταμάτησε, κι αφού προχωρήσαμε λίγο ξανακούστηκε. Μη μπορώντας να το εξηγήσουμε καταφύγαμε στην τραβηγμένη εικασία μήπως ήταν γίδες και κατούραγαν σε κάνα πατάρι!

Στις 19/2/05 ο Α.Χ. μού είπε ότι κάποτε ευρισκόμενος μπροστά στη Σπηλιά είχε ακούσει ήχο νερού να έρχεται από πάνω. Επομένως, μάλλον αυτός ο ήχος είναι αντικειμενικός. Το κοινό που έχουν οι τρεις περιπτώσεις είναι πως ο ήχος ερχόταν από τα απόκρημνα τοιχώματα. Μήπως είναι κάποιο πουλί που φωλιάζει εκεί; Ξέρω πως ο μαυρολαίμης βγάζει ένα ήχο σαν να χτυπούν δύο πέτρες μεταξύ τους, αλλά για νερό που πέφτει δεν έχω ακουστά. Όμως ως παιδί της πόλης δεν ξέρω απ' αυτά.

Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν ακούγαμε τον ήχο, παρά το παράξενο του πράγματος, δεν κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να εντοπίσουμε την πηγή του. Εκ των υστέρων προκύπτει η απορία για την αμέλεια. Προφανώς, οφείλεται στο ότι η αυτοσυνείδησή μας δεν ήταν στο απαιτούμενο επίπεδο.

 

► Επίσης στις 28/6/80, όταν κατέβηκα νύχτα και στάθηκα στο δάσος να αλλάξω, βρήκα μέσα στο τσεπάκι του πουκάμισού μου ένα παλιό κάλυκα Smith&Wesson 38 (από περίστροφο, εννοείται). Έμεινα να τον κοιτάζω, εκλιπαρώντας να λειτουργήσει η μνήμη μου και να θυμηθώ πώς βρέθηκε εκεί. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δε θυμήθηκα. Αν λάβουμε υπόψη πως ήταν η πρώτη φορά που έβρισκα κάλυκα στο βουνό, αποκλείεται να τον μάζεψα μηχανικά και θα έπρεπε να θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια. Είναι μια ένδειξη υπέρ της θεωρίας που λέει πως όταν βρήκα τον κάλυκα είχα "μετακινηθεί" από το συνηθισμένο μου εαυτό, με αποτέλεσμα το συμβάν να καταγραφεί σε θέση απρόσιτη στην τρέχουσα μνήμη μου. Όταν λοιπόν παρατηρούνται κενά μνήμης, δεν είναι απαραίτητο να οφείλονται σε εγκεφαλικές βλάβες, ούτε σε τραυματικές εμπειρίες που ενδεχομένως οδηγούν σε ψυχογενείς διαταραχές όπως η αποσυνδετική αμνησία ή ο διαχωρισμός (διαμερισματοποίηση)· ενδέχεται να είναι "τεχνικό" πρόβλημα.

Θα ήταν δυνατόν να συμβούν και τα εξής: να πέσει ο κάλυκας, όπως έβγαζα το πουκάμισο, κι έτσι να μην υπήρχε ποτέ κανένα πρόβλημα. Ή να πέσει μεν, κι εγώ αργότερα να θυμηθώ πότε και πού τον βρήκα. Χωρίς όμως το αποδεικτικό στοιχείο, τι θα έκανα; Μάλλον θα απέδιδα την ανάμνηση σε όνειρο.

[προσθήκη] 33 χρόνια μετά, παρά 1 μέρα, στις 27/6/13, όντας στο βουνό ξαφνικά θυμήθηκα ότι προ 2 ημερών είχα βρει ένα παλιό κάλυκα από πολεμικό τουφέκι (βρισκόταν ακόμη μέσα στην τσάντα μου). Οπότε, κάποια πρόοδο έκανα. Αυτή τη φορά θυμήθηκα ότι τον βρήκα και τον έβαλα στην τσάντα, αλλά βέβαια το πού παραμένει άγνωστο.

 

► Οι δυσεξήγητες αποχρώσες περιπτώσεις σπανίζουν. Συνήθως νιώθουμε ένα ιδιαίτερο νοσταλγικό αίσθημα, όπως όταν θυμόμαστε μια ευχάριστη στιγμή από το παρελθόν, που έχει όμως και μια δόση μελαγχολίας. Εγώ, για παράδειγμα, κάθε φορά που προσεγγίζω από τα δυτικά την είσοδο του λατομείου Πολυχρονίου (λ3 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ) αισθάνομαι κάτι το απόκοσμα σαγηνευτικό. Έχω την εξής ανάμνηση: ήταν νύχτα και κατηφόριζα μέσα στη σιγαλιά. Το ωχρό αντιφέγγισμα της Σελήνης φώτιζε τα ψηλά κάθετα τοιχώματα σε αντίθεση με το πυκνό σκοτεινό δάσος εκατέρωθεν. Τίποτε άλλο που να δικαιολογεί αυτή την έντονη θύμηση που επιμένει για πάνω από τρεις δεκαετίες. Είμαι σίγουρος ότι πράγματι συνέβη η σκηνή, αλλά πότε; Δυστυχώς, παρά τις λεπτομερείς σημειώσεις μου, δεν μπορώ να την τοποθετήσω σε συγκεκριμένη επίσκεψή μου στην Πεντέλη. Το μόνο που βρήκα τυχαία είναι κάποιο καταγραμμένο όνειρο του 1980, κατά το οποίο βρισκόμουν μέσα στο λατομείο με τον πατέρα μου (δε ζούσε τότε) και υπήρχε παρόμοιο αίσθημα και ατμόσφαιρα πραγματικότητας.

Ακόμη και τώρα που έχει αλλάξει τόσο, που δε θυμάμαι πια πώς ήταν τότε, το αίσθημα είναι παρόν.

► Στις 31/5/81 βρήκα σε παράθυρο στο καλύβι του Περράκη ένα τετράδιο που έφραζε τρύπα σε τζάμι. Είχε σημειώσεις σχετικές με τη λειτουργία του λατομείου (Λ8 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ) (θυμάμαι αυτή που ανέγραφε τα έξοδα έκδοσης αντιγράφων ποινικού μητρώου δύο νεοπροσληφθέντων) εν μέσω ποιημάτων![4]

Όμως δεν ήταν ο μόνος ποιητής των λατομείων. Όταν το τριβείο Ράικου [5] έκλεισε, το λατομείο μετατράπηκε σε χωματερή. Στο οίκημα της εισόδου εργαζόταν ηλικιωμένος που έπαιρνε το αντίτιμο από τα φορτηγά. Αυτός όχι μόνο έγραφε ποιήματα, αλλά και τα είχε εκδώσει! Αρκετά αντίτυπα βρίσκονταν ακόμη σε φωριαμό στις 17/2/97, όταν είχε κλείσει και η χωματερή. Δυστυχώς, δεν πήρα κανένα και ύστερα από δύο χρόνια δεν υπήρχαν πια.

Όταν σκέφτηκα να φωτογραφίσω το οίκημα, το βρήκα καμένο και μισοθαμμμένο.

► Σουρουπώνοντας στις 7/11/81 μπήκα στη Σπηλιά και στάθηκα στην άκρη των μπάζων που βρίσκονται μπροστά στον τσιμεντένιο τοίχο με τις αγκυρώσεις. Όπως πετάμε βότσαλα στη θάλασσα, μου ήρθε να πετάξω μερικές πετρούλες προς το σκοτεινό βάθος της Σπηλιάς. Το χέρι μου έπιασε κι ένα μικρό ελατήριο. Το πέταξα με τη σειρά του, αλλά βάζοντας περισσότερη δύναμη μου έφυγε ψηλά και το άκουσα να χτυπά στην οροφή. Περίμενα ν' ακούσω και το χτύπο από το πέσιμό του, όμως... Απόλυτη σιγή. Ήταν τόσο απρόσμενο, που ένιωσα το σβέρκο μου ν' ανατριχιάζει. Έκανα μεταβολή και βγήκα έξω με το στόμα στεγνό από τρόμο. Ήμουν πρόθυμος να δεχτώ τη μόνη πρόχειρη εξήγηση: κάποια πύλη προς άλλη διάσταση είχε ανοίξει στο κενό μεταξύ οροφής και δαπέδου της Σπηλιάς και το ελατήριο δεν έφτασε ποτέ κάτω. Με την ψυχή στο στόμα ξαναμπήκα και πέταξα προς την ίδια γενική κατεύθυνση αρκετές πέτρες. Όλες, ακόμη κι εκείνες που επεδίωκα να χτυπήσουν στην οροφή, ακούγονταν να πέφτουν στο βάθος. Μπερδεμένος γύρισα να φύγω και τότε, ως περιγέλασμα, ακούστηκε χτύπος σαν να 'πεσε άλλη μια πέτρα!

Αυτή δεν ξέρω από πού ήρθε, το ελατήριο όμως βρήκα πού πήγε. Κάποια άλλη φορά, που ήταν ημέρα και ο ήλιος φώτιζε καλά τη Σπηλιά, διέκρινα στο επίμαχο σημείο της οροφής, στη ρίζα μιας από τις προεξοχές, μια μάλλον ρηχή οριζόντια σχισμή. Πέταξα μερικές πέτρες σημαδεύοντάς τη, κι όταν βρήκα το στόχο η πέτρα έμεινε μέσα! Επομένως, εκεί βρίσκεται και το ελατήριο (ελπίζω).

 

► Στις 26/5/82 πέρασα μια δύσκολη νύχτα στο μικρότερο από τα δύο παράσπιτα των Αγίων Ασωμάτων.[6]

 

Πριν και μετά την ανακαίνιση. Είχα καταλύσει στην πρώτη πόρτα αριστερά. Όσο για τη μοίρα της τεράστιας γκορτσιάς (έφερε κρεμασμένη και την καμπάνα) ήταν να μετατραπεί σε καυσόξυλα.

Απ' το πρωί έβρεχε κατά διαστήματα, το μεσημέρι έριξε χαλάζι, το απόγευμα μπόρα με κεραυνούς, αλλά το χειρότερο το φύλαγε για τη νύχτα: από τις 21:00 ως τα μεσάνυχτα ήμουν στο επίκεντρο μιας ηλεκτρικής καταιγίδας (όπως έλεγαν και στα παλιά μυθιστορήματα).

Μάταια προσπαθούσα να κοιμηθώ. Δε μου έφταναν τα συνεχή αστραπόβροντα, βγήκε κι ένα ποντίκι από τρύπα του τοίχου δίπλα στο κεφάλι μου και σκάλιζε τα αποφάγια μου. Ήταν θρασύτατο και δεν έμεινε στην τρύπα του, ακόμη κι όταν το κυνήγησα για να τη φράξω μόλις μπήκε μέσα. Έσκαψε γύρω-γύρω και πέταξε έξω την μπάλα από αλουμινόχαρτο που είχα σφηνώσει. Πήρα ένα ξύλο για να το σκοτώσω και να τελειώνουμε, αλλά δεν πρόλαβα. Τη στιγμή που το είχα στριμώξει και θα το χτυπούσα, έπεσε ένας κεραυνός και με απογείωσε. Όλα μέσα στο δωμάτιο διασκορπίστηκαν κι έσβησαν ο φακός και το κερί. Πριν ακόμη πέσω στο πάτωμα, ήμουν σίγουρος πως είχα πεθάνει.

Τελικά όμως, δεν είχα πάθει τίποτε. Βρήκα ψαχτά το φακό και τον άναψα. Είδα το ποντίκι, αυτό που πριν δεν μπορούσα να διώξω, τώρα να βγαίνει κάτω από την πόρτα προς τη νεροποντή, κι αυτό μ' έκανε να μαζέψω βιαστικά τα πράγματά μου για να φύγω. Σιγά-σιγά όμως συνειδητοποίησα πως έξω θα ήμουν πιο εκτεθειμένος: αν ανηφόριζα θα τραβούσα τους κεραυνούς, επειδή από εκεί και πάνω η περιοχή ήταν καμένη και θα ήμουν το εξέχον σημείο· αν κατηφόριζα, υπήρχε αδιαπέραστο δάσος στη ρεματιά που διχαζόταν, ενώ δεν ήμουν εξοικειωμένος με το γλιστερό μονοπάτι σε μια διαδρομή που δεν είχα κάνει ποτέ νύχτα, πόσο μάλλον και σε πυκνή ομίχλη (και, το χειρότερο, κατέληγε στα σπίτια).

Έτσι, κάθισα πάλι. Ο κεραυνός είχε χτυπήσει στις 23:30 και σε μισή ώρα σταμάτησε η βροχή. Ο αριθμός των κεραυνών που είχαν πέσει σε ακτίνα 500 μέτρων ήταν τριψήφιος! Το ποντίκι επέστρεψε και περιμέναμε μαζί να ξημερώσει.

Τη διετία 1994-96 τα κτίσματα των Αγίων Ασωμάτων ανακαινίστηκαν, οπότε χάθηκαν και τα ίχνη εκείνης της νύχτας.

 

Αριστερά, οι Ασώματοι όπως ήταν μετά τις επισκευές του 1937. Δεξιά, μετά την τελευταία ανακαίνιση.

Τουλάχιστον, τα εντυπωσιακά μαντρόσκυλα φαίνονται να απολαμβάνουν τη νέα στέγη.

Στις 10/4/03 βρήκα στον τοίχο, πάνω από εκεί που κάποτε ήταν η ποντικοφωλιά, γραμμένα διάφορα. Μάλλον ανοησίες, αφού δεν μπήκα στον κόπο να τα αντιγράψω. Όμως, όλη μου την προσοχή τράβηξε η λέξη «ποντίκι»!

 

► Είναι πολύ εύκολο να λαθέψει κανείς με τους ήχους. Θυμάμαι στις 15/6/82 το σούρουπο, τη στιγμή που έδειχνα στον Ν.Π. το τοίχωμα του λατομείου χαμηλά ακριβώς έξω από το στόμιο της Σπηλιάς, ακούστηκαν 6 απανωτά χτυπήματα που μας φάνηκαν ότι έβγαιναν μέσα από το βράχο δίπλα μας. Φύγαμε απορημένοι − και λίγο βιαστικά, εννοείται· ποιος είχε διάθεση να περιμένει για να δει τι θα ξεπροβάλει; Όμως σύντομα,  βγαίνοντας από την πύλη της περίφραξης, διαπιστώσαμε ότι χτύπαγαν τενεκέ κάπου στα σπίτια, αριστερά του στρατιωτικού νοσοκομείου!

Κάποιος γνωστός ερευνητής είπε ότι θα ήθελε να βάλει ένα μεγάφωνο μέσα στη Σπηλιά και αυτός κρυμμένος απέξω να κάνει διάφορους θορύβους, όταν βλέπει να μπαίνουν επισκέπτες. Σκοπός του, βέβαια, όχι μόνο να διασκεδάζει βλέποντάς τους να φεύγουν κατατρομαγμένοι, αλλά να γελάει και αργότερα όταν τα περιστατικά αυτά θα έχουν συμπεριληφθεί στη φιλολογία των φαινομένων της Σπηλιάς.

Διαβάζοντας τα περί διαφόρων ανεξακρίβωτων ήχων στη σελίδα Τα φαινόμενα

(www.iranon.gr/PENTELI/PENTELI4TEXT.htm#1),

 και στις σελίδες 319-20 του Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, αναρωτιέμαι: μήπως η σχεδιαζόμενη φάρσα του δεν αναφερόταν στο μέλλον, αλλά ήδη την είχε διαπράξει; Και κάτι που το έχει σκεφτεί ένας είναι πολύ πιθανό να το έχουν σκεφτεί και άλλοι. Πάντως, είναι εξακριβωμένο ότι κάποιος (που γνωρίζω) ήδη προξενεί δια ζώσης παράξενους ήχους, με σκοπό ν' απομακρύνει ανεπιθύμητους, και είναι υπεύθυνος για αρκετές ιστορίες του είδους.

Όμως, είτε αυθεντικό είτε σκαρωμένο, πολλές φορές κάτι μένει ανεξήγητο, επειδή λες: «'Ασ' το καλύτερα!» Όπως στις 27/9/04 που απομακρυνόμαστε από τη Σπηλιά με τη Μ.Μ. Μόλις στρίψαμε προς το "αρχαίο πηγάδι" ακούσαμε από κάπου προς το λιθόστρωτο κάτι σαν βρυχηθμό. Τόσο δυνατός και βαθύς που αν ήταν σκύλος θα πρέπει να είχε τουλάχιστον το μέγεθος τίγρης. Δεν είχαμε καμία όρεξη να πάμε να δούμε, οπότε δεν έχω να προσθέσω τίποτε (εκτός από τη χρονολογική μετάθεση, γιατί μόλις ένα χρόνο αργότερα ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι το περιστατικό είχε συμβεί τουλάχιστον προ πενταετίας).

 

► Κάποια απροσδόκητα ευρήματα προκαλούν ισχυρές συγκινήσεις, ιδίως όταν είσαι μέσα στην τρύπα στο τέρμα της Σπηλιάς.

 

«Ποιος είχε συρθεί σ' εκείνη την τρύπα για ν' αφήσει μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα;» (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 381)

 

Μπορεί να ήταν ο ίδιος που στις 16/1/82 [7] είχε αφήσει στην ίδια τρύπα το Playboy του περασμένου μήνα! (Εντάξει, εννοείται πως έλειπαν οι πιο ενδιαφέρουσες φωτογραφίες). Και δεν ήταν ανάγκη να φέρει την ανθοδέσμη μαζί του. Συχνά επισκέπτες αφήνουν λουλούδια στην εκκλησία (τότε βέβαια ήταν κλειδωμένη όμως, αν συνέβη κάτι τέτοιο, φαντάζομαι ότι δε θα τα έπαιρναν πίσω).

 

«Εκτός από την αναφερθείσα εκδοχή της φάρσας,[8] η παρουσία της ανθοδέσμης κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια εναπόθεση στη μνήμη κάποιου ατυχήματος...» (Ε. Ζήσης, Τα Μυστήρια της Πεντέλης, σ. 174)

 

Λογική υπόθεση, αλλά και τα περί φάρσας δεν είναι απλή εικασία. Στις 4/10/86 μέσα σ' αυτή την τρύπα υπήρχε ανδρείκελο σε φυσικό μέγεθος. Βλέποντάς το από ψηλά στο φως του φακού ήταν αδύνατον να μην πιστέψεις στα μάτια σου: ήταν πτώμα ανθρώπου, και μάλιστα ακέφαλο! Και για να κατεβείς στην τρύπα έπρεπε πραγματικά να πιέσεις τον εαυτό σου.

Όπως αποδείχτηκε, ήταν κατασκευασμένο από υπολείμματα του εργοταξίου: τα πόδια από χοντρή σωλήνα,[9] ο θώρακας από μεγάλο μπιτόνι, πάνω σε σκελετό από μπετόβεργες που κατέληγε σε χέρια, και ντυμένο με παντελόνι, χοντρό πουκάμισο, άρβυλα και γάντια.

Την επόμενη επίσκεψη που φέραμε φωτογραφική μηχανή, τότε ήρθε του φλας να καεί! Όταν επανήλθαμε την άλλη βδομάδα, το "πτώμα" ήταν ριγμένο κάτω από την τρύπα, δηλαδή στον κύριο θάλαμο της Σπηλιάς. Έτσι, η μοναδική μου φωτογραφία το δείχνει λίγο στραπατσαρισμένο.

Στις 5/12/86 βρισκόταν  στο χώρο πάνω από την κατολίσθηση και παρέμεινε εκεί μέχρι τις 2/3/87. Στη συνέχεια περιφερόταν στο βάθος της Σπηλιάς και απογυμνωνόταν σταδιακά, ώσπου απέμεινε ο μεταλλικός σκελετός. Χρησιμοποιήθηκε και ως στόχος από τους πιστολέρος. Τελευταία σημείωσή μου το αναφέρει στις 22/1/01, επειδή κάποιος το είχε βγάλει στην είσοδο της Σπηλιάς, και μετά ξαναβρέθηκε στο βάθος της. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη ή το πήραν σε κάποια "εκκαθαριστική" επιχείρηση. Το ωραίο είναι ότι στις 21/9/95 συνάντησα κάποιον (καταγόταν από την Ερατεινή) στη Σπηλιά κι όπως ήταν φυσικό πιάσαμε την κουβέντα. Ήταν κάπως "χειμαρρώδης" και, μεταξύ των πολλών που είπε, ανέφερε την προ δεκαετίας ύπαρξη ακέφαλου πτώματος! Ε, υποθέτω, ένα μόνο ακέφαλο πτώμα ήταν την ίδια χρονική περίοδο στη Σπηλιά. Πάντως, αυτός ήταν βέβαιος για την "ανθρωποθυσία" κι έμεινε αμετακίνητος.

[προσθήκη - 5/7/14] Στις 16/8/13 είδα κι ένα άλλο ανδρείκελο στην περιοχή. Από τη φθορά του έδειχνε να βρίσκεται πολύ καιρό εκεί. Η κατασκευή του ήταν επαγγελματική, κι επειδή ήταν ασήκωτο (παραγεμισμένο με πέτρες), ίσως να μη μεταφέρθηκε στο δυσπρόσιτο σημείο στα χέρια, αλλά να... έπεσε τυχαία εκεί από τον ουρανό!

'Αλλωστε, παρά τη στιβαρή κατασκευή του, είχε τέτοιες ζημιές που μόνο αν είχε πέσει από πολύ μεγάλο ύψος δικαιολογούνταν. Υποθέτω ότι χρησιμοποιήθηκε σε κάποιο γύρισμα.

 

► Η αισθητή συνειδησιακή "μετακίνηση" που προκάλεσε η εύρεση της  ανθοδέσμης δεν έμεινε εκεί· στο δρόμο της επιστροφής συνέβη κάτι που την επέτεινε δραματικά:

 

«Η αρχική εντύπωση ήταν εκείνη ενός μεγάλου πιθήκου που σάλταρε γοργά και με μεγάλα άλματα από βράχο σε βράχο (...) είχε το σχήμα ενός κανονικού ανθρώπου (...) σαν συμπαγής σκιά στην οποία δε διακρινόταν κανένα χαρακτηριστικό ή έστω ρούχο (...) διέκριναν μόνο κάτι ασπριδερό στα πόδια του (...) και είχε άλλα δύο ασπριδερά σημεία στο μέτωπο "σαν τούφες άσπρων μαλλιών"». (Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 381-2)

 

Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς παρουσιάζεται η ίδια διήγηση στο βιβλίο του Ζήση:

 

«...είδα σε απόσταση τριάντα μέτρων έναν άνθρωπο. Με απαλές κινήσεις και βάδισμα παράξενο σαν χοροπηδητό, προχώρησε μπήκε στα δέντρα και χάθηκε. (...) Προχωρήσαμε άλλα είκοσι μέτρα περίπου, όταν είδαμε όλοι τον άνθρωπο. (...) Είχε μέτριο ανάστημα, αρκετά εύσωμος, και είχε παράξενη στάση. Είχε τα πόδια του ανοιχτά και τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του. Στεκόταν ακίνητος και ήταν κατάμαυρος, εκτός από κάτι σαν τούφες άσπρων μαλλιών στο κεφάλι του». (σ. 144, παραθέτει από το προσωπικό του αρχείο και το περιοδικό Αστρικός κόσμος − Ψυχική έρευνα, τ. 2, 1983, Το Μυστήριο της Σπηλιάς του Νταβέλη, Μάκης Νοδάρος)

 

Όταν ύστερα από 4 χρόνια ο Νοδάρος αναφέρθηκε ξανά στην ίδια υπόθεση, έγραψε:

 

«...κατέβαινε την πλαγιά με μεγάλα πηδήματα και με έναν τρόπο που έδειχνε ότι δεν υπάκουε στο νόμο της βαρύτητας. Χάθηκε πίσω από κάτι δέντρα για να ξαναφανεί μετά από 20 μέτρα στην άκρη του δρόμου. Στεκόταν εντελώς ακίνητος. Ήταν ένας τύπος με μέτριο ανάστημα, αρκετά εύσωμος, και παράξενη στάση. Είχε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του, και το μόνο που ξεχώριζε από όλο το σώμα του ήταν κάποια φωτεινά σημεία στο κεφάλι και στα πόδια του. Περάσαμε από δίπλα του, αμίλητοι και σφιγμένη την καρδιά από τρομερό φόβο. Κάτι που δε θα συγχωρέσω ποτέ στον εαυτό μου. Γιατί θα μπορούσα να έχω χρησιμοποιήσει τη φωτογραφική μηχανή που είχα μαζί μου. Εξάλλου, γι' αυτό είχαμε πάει στο βουνό. (...) Πάντως το περιστατικό εκείνο είχε αργότερα κι άλλες προεκτάσεις...». (Μάκης Νοδάρος, Το Αίνιγμα της σπηλιάς του Νταβέλη στην Πεντέλη, Ανεξήγητο, τ. 30, Φεβρ. 1987, σ. 15)

 

Αν επιμένω τόσο στις περιγραφές ενός τρίτου, δεν το κάνω για να επισημάνω τυχόν διαφορές, αλλά για να δείξω το πόσο βαθιά γράφτηκε η εμπειρία στον Νοδάρο. Τόσο, που η πρώτη του αντίδραση ήταν να μην ξαναπάει στη Σπηλιά! (βλ. Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 379). Αλλά και για κάτι ακόμη, που κάνει την ιστορία παράξενα οικεία και για μένα. Η περιγραφή του περίεργου όντος συνέπιπτε τουλάχιστον 90% με την περιγραφή μου! Για τρεις λόγους: πρώτον, επειδή όταν φυσούσε κρύος άνεμος συνήθιζα τότε να δένω στο κεφάλι ένα μεγάλο λευκό μαντίλι (έδενα τις δύο άκρες πίσω από το κεφάλι και τις άλλες δύο κάτω από το σαγόνι), δεύτερον, επειδή φορούσα λευκά πάνινα παπούτσια, και τρίτον επειδή είχα αναπτύξει μια δική μου εκδοχή του gait of power [10] (έτρεχα τη νύχτα στον κατήφορο, με συνεχή χαμηλά άλματα, κρατώντας τη λεκάνη σε σταθερό ύψος από το έδαφος, ώστε να μη θορυβεί το σακίδιό μου).

Για να πω την αλήθεια, ούτε εγώ θα ήθελα να συναντήσω στο βουνό κάποιον με την εμφάνισή μου.

Η τελευταία αφήγηση (1987) ήταν η πρώτη που διάβασα εγώ, και δεν έδινε ακριβή ημερομηνία παρά μόνο «χειμώνα 1982». Έψαξα τις σημειώσεις μου και δε βρήκα τίποτε σχετικό, αλλά ούτε είχα και κάποια ανάμνηση εμπλοκής σε παρόμοιο περιστατικό. Όμως το αίσθημα πως είχε να κάνει μ' εμένα παρέμενε ισχυρό. Όταν το 2004 διάβασα ότι το συμβάν έγινε το σούρουπο στις 7 Νοεμβρίου 1982, παραξενεύτηκα περισσότερο. Την ίδια ώρα την προηγούμενη μέρα (Σάββατο) τριγύριζα εγώ στην ίδια περιοχή. Αλλά το μόνο που είχα σημειώσει ήταν ότι φυσούσε κι έκανε τόσο κρύο, που «είχα πάθει ζημιά».[11] Η λογική μού λέει ότι δεν ήμουν εγώ, αλλά γιατί δεν μπορώ να ξεκολλήσω; Τι να πω;[12] Σίγουρα η μοναδικότητά μας είναι αμφισβητήσιμη, και προφανώς κάποιος άλλος τριγύριζε στην Πεντέλη στο δικό μου στιλ.

Η πραγματικότητα της εγρήγορσης, αν και φαινομενικά παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη σταθερότητα, είναι αρκετά αμφιλεγόμενη. Δεν είναι απολύτως στέρεα και αρραγής. Μπορούμε να το αντιληφθούμε, ή μάλλον να το υποπτευθούμε, αν έχουμε την ετοιμότητα να αδράξουμε κάθε ευκαιρία που μας προσφέρουν διάφορα παράδοξα, κι αντί να τα αφήνουμε να μας προσπερνούν (ό,τι δεν ανήκει στην οικεία μας σφαίρα δε βρίσκει πού να πιαστεί μέσα μας), να σταθούμε και να κάνουμε τα πάντα για να το εγγράψουμε πλήρως στη συνείδηση. Πράγμα πολύ δύσκολο, επειδή συνήθως δεν πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα σημαντικό που είμαστε αναγκασμένοι να λύσουμε. Όμως αν μπορέσουμε να το κάνουμε εμείς σημαντικό, ίσως καταφέρουμε να θέσουμε προσωρινά εκτός λειτουργίας τον "αυτόματο πιλότο μας".

Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον συνάντησαν κάποιον άλλον, που είχε τόσο εκκεντρική συμπεριφορά όσο κι εγώ.

 

► Αλλά ας δούμε τι είχε συμβεί λίγους μήνες νωρίτερα:

 

«Το '81, όταν σταμάτησαν τα έργα και ο χώρος της σπηλιάς άνοιξε για τους πολίτες, πλήθος ερευνητών άρχισαν να επισκέπτονται τη σπηλιά. Έτσι και ο φίλος μου με την παρέα του (άλλα τρία άτομα) πολλές φορές επισκέφθηκαν τη σπηλιά, και μάλιστα αρκετές φορές πέρασαν τη νύχτα τους εκεί (άλλες εποχές τότε). Το περιστατικό που μου διηγήθηκε είναι το εξής:

Κάποια φορά μετά από επίσκεψη στη σπηλιά η τετραμελής παρέα αποφάσισε να διανυκτερεύσει εκεί − για την ακρίβεια σε μία καλύβα λίγο πιο πάνω από τη σπηλιά που είχε κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια των έργων. Είχαν περάσει κι άλλες φορές τη νύχτα τους εκεί και όλα έδειχναν φυσιολογικά. Ξαφνικά, όταν περίπου η ώρα είχε πάει 01:00, ακούνε γυναικεία ουρλιαχτά. Τα σπαραχτικά ουρλιαχτά [βλ. ανάλογο περιστατικό] διάρκεσαν για 5 περίπου λεπτά και όταν επιτέλους σταμάτησαν αποφασίζουν να βγουν και να δουν τι συμβαίνει. Έψαξαν όλη τη γύρω περιοχή με φακούς για μία ώρα αλλά μάταια.

Το πραγματικό μυστήριο ξεκινά το επόμενο πρωί. Οι τέσσερις φίλοι αποφασίζουν να επισκεφθούν τη σπηλιά για μία τελευταία φορά πριν φύγουν. Οι δύο περιμένουν έξω και ο φίλος μου με άλλον έναν μπαίνουν μέσα. Εκείνη την περίοδο η σπηλιά είχε διάφορες μικρές τρύπες στα τοιχώματά της, αλλά ήταν τόσο μικρές που μετά βίας χώραγε ανθρώπινο χέρι. Από μία τέτοια τρύπα έβγαινε λίγο νερό που κατέληγε σε ένα σκουριασμένο τενεκεδάκι. Αυτό το πρόσεξε ο φίλος μου και ο άλλος που ήταν μαζί του και τους έκανε εντύπωση. Ποιος να το είχε βάλει εκεί και γιατί;

Αφού πέρασε λίγη ώρα, αποφασίζουν να βγουν. Όταν βγήκαν, βρήκαν μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς τούς άλλους δύο που τους περίμεναν. Οι άλλοι δύο με το που τους βλέπουν τους ρωτάνε: "Τι κάνατε τόση ώρα μέσα; Σας είπε τίποτα ο τύπος;" Οι άλλοι δύο μένουν έκπληκτοι. Τόση ώρα; Μα μόνο λίγα λεπτά ήταν μέσα [βλ. ανάλογη διαφωνία]. Και ποιος τύπος; Αυτοί δεν είδαν κανέναν να μπαίνει μέσα. Υποψιασμένοι ότι οι άλλοι δύο τούς παίζουν ένα άσχημο παιχνίδι, αρχίζουν τις ερωτήσεις. Οι άλλοι δύο τούς εξηγούν ότι όσο αυτοί ήταν μέσα είχε έρθει ένας παράξενος γέροντας ντυμένος με κουρέλια και τους είπε ότι θα έμπαινε μέσα στη σπηλιά για να μαζέψει νερό! Αυτοί δεν ήξεραν γιατί ήθελε να κάνει κάτι τόσο παράλογο, αλλά τον είδαν να μπαίνει στη σπηλιά και μετά από λίγο να βγαίνει κρατώντας ένα τενεκεδάκι γεμάτο νερό στα χέρια του. Οι άλλοι δύο βέβαιοι πως τους δουλεύουν, τους προκαλούν να ψάξουν εκεί κοντά για να τον βρουν.

Ψάχνουν τη γύρω περιοχή, αλλά πάντα έχοντας θέα ο ένας τον άλλον και τη σπηλιά, ώστε αν κανείς μπει να τον δουν. Δεν τον βρίσκουν. Γυρίζουν στη σπηλιά και μπαίνουν και οι 4 μέσα. Το τενεκεδάκι με το νερό δεν ήταν εκεί. Ποιος ήταν ο γέρος, πώς και δεν τον είδαν, πώς εξαφανίστηκε το τενεκεδάκι, από πού προέρχονταν τα ουρλιαχτά και τι χωροχρονικά ολισθήματα βιώσανε ίσως δεν το μάθουν ποτέ». (Αυτή την ιστορία παραθέτει εδώ ο DAGON στις 21/4/03:

http://www.esoterica.gr/forums/topic.asp?ARCHIVE=&whichpage=9&TOPIC_ID=1020)

 

Ο φίλος του που του διηγήθηκε τα παραπάνω (μάλλον αρκετά χρόνια από τότε που συνέβη) εκείνη την εποχή ανέβαινε συχνά στη Σπηλιά («τριψήφιος αριθμός επισκέψεων»). Προφανώς, το περιστατικό με το «γέρο», αν δεν ήταν το εντυπωσιακότερο που τους έλαχε, τουλάχιστον θα ήταν το εντυπωσιακότερο από τα ανακοινώσιμα. Επειδή αυτή η ιστορία πάλι κάτι μου θυμίζει, θα παραθέσω και μία δική μου.

Στις 20/3/82 ανηφορίζοντας προς Σπηλιά φύτεψα κισσό σε 4 θέσεις, ελπίζοντας να αναπτυχθεί και να καλύψει κάποιες αντιαισθητικές επιφάνειες λατομείων. Για τα πρώτα ποτίσματα, λοιπόν, έβαλα δίπλα στις στέρνες ένα μικρό σκουριασμένο τενεκέ για να γεμίζει από τα σταλάγματα.

Το βέλος δείχνει το σημείο όπου είχα στήσει τον τενεκέ.

Το Σάββατο 3/4/82 φτάνοντας απόγευμα εκεί που τελειώνει το λιθόστρωτο είδα δύο άτομα ν' ανεβαίνουν προς τις δεξαμενές νερού (που βρίσκονταν πάνω από τη Σπηλιά από τον Ιούνιο 1980 ως τον Ιούνιο του 1984). Με είδαν κι εκείνοι. Θέλοντας να πάρω νερό από το δοχείο, κατευθύνθηκα προς Σπηλιά. Όμως, έξω από το στόμιο είδα άλλα δύο άτομα. Αποφεύγοντας τη συνάντηση, κατέβηκα από τις σκάλες της σήραγγας Ια στο νέο εργοτάξιο και πήρα το νερό που χρειαζόμουν από ένα σκαφάκι που είχε συγκεντρώσει το βρόχινο.

Ύστερα από αυτά τα απαραίτητα προκαταρκτικά ερχόμαστε τώρα στη δική μου ιστορία, την οποία παραθέτω ακριβώς όπως γράφτηκε τότε (παρεμβάλλοντας ορισμένες διευκρινίσεις):

 

«Σάββατο απόγευμα 15/5/82: Μέσα στο πράσινο [το καλύβι του πρώτου εργοταξίου] είδα μπουκάλια νερό κρεμασμένα, εκδρομικές τσάντες, υπνόσακους και μπουκάλια γάλα με μπλε πώμα. Έξω από τη Σπηλιά είδα δυο να κάθονται πάνω σ' ένα βράχο. Ο ένας γυαλιά; και μούσι; [δεν ήμουν σίγουρος, γιατί κατέγραψα καλά μόνον τον κοντινότερο που απαντούσε στις ερωτήσεις μου] κι ο άλλος ίσιο μαλλί 20 εκ. με φάτσα Μητσόβιου [προσδιορισμός που για μένα συνόψιζε τον τύπο του]. Στρατιωτικές αρβύλες. Τους ρώτησα τάχα για νερό και μου είπαν για το "ντενέκι". [Δεν απέφυγα τη συνάντηση, επειδή είτε είχα χρησιμοποιήσει το νερό που λίμναζε σε διάφορα σημεία είτε είχε εξατμιστεί.] Μπήκα και γέμισα το μπιτόνι [που είχα μαζί  μου]. 'Ακουσα φωνές [μέσα από τη Σπηλιά]. Τους  ρώτησα [τους έξω] αν τα πράγματα είναι δικά τους. ―Ναι. ―Διανυκτέρευση; ―Αόριστο νεύμα. Από πάνω [κατόπιν ανέβηκα πάνω από τη Σπηλιά] είδα 4 [άτομα] να 'χουν πάει στα σύρματα μετά το [βαυαρικό] χάλασμα. Έκαναν διάφορες μ...κίες (νομίζω ότι κάρφωναν κι ένα μαχαίρι στην άμμο). Ο ένας είπε: Θα μας ακούσουν. Ξαναγύρισαν προς σπηλιά». [2 ώρες αργότερα κατηφορίζοντας νύχτα, άκουγα ακόμη φωνές έξω από τη Σπηλιά]

 

Επομένως, ο Ε., ο άνθρωπος που διηγήθηκε το περιστατικό στον DAGON, δεν είδε ποτέ το «γέρο» και η περιγραφή τού έγινε από τους δύο που συνάντησα έξω από το στόμιο. Εγώ πάλι απλώς ήμουν μόλις 4 χρόνια μεγαλύτερός του (και οι άλλοι τρεις ήταν περίπου της ίδιας ηλικίας με τον Ε.) και η όψη μου ήταν αυτή της ακόλουθης φωτογραφίας:

Η φωτογραφία τραβήχτηκε ακριβώς 1 μήνα πριν από το περιστατικό. (Όντως ήταν άλλες εποχές τότε, αφού αργότερα τη χρησιμοποίησα στο ασφαλιστικό μου Ταμείο Μετάλλων, όπου ενθουσιασμένοι οι εργατοπατέρες με ρώτησαν αν εικόνιζε τον Μαρξ ή τον Μπακούνιν − επειδή είχα ξυριστεί και κουρευτεί στο μεταξύ).

Όσο για τα κουρέλια του γέρου, εγώ μάλλον φορούσα ένα σορτς που είχε ξηλωθεί μέχρι το λάστιχο στο αριστερό μπατζάκι (ή ένα παλιό παντελόνι με ανάλογες αβαρίες), και από πάνω ένα κοντό ριχτό πουκάμισο του οποίου είχα αφαιρέσει τα μανίκια (τα ευπρεπέστερα ρούχα μου βρίσκονταν στο σακίδιο), οπότε εδώ η περιγραφή δεν αφίσταται πολύ.

Γενικά, ήμουν επιρρεπής στα κουρέλια.

Για την εξαφάνιση του σκουριασμένου τενεκέ δεν είμαι σίγουρος, γιατί δεν έχω σημειώσει κάτι. Όμως εικάζω, με πολλές πιθανότητες να έγινε έτσι, ότι αδειάζοντας το περιεχόμενό του στο μπιτόνι μου τον έκρυψα εκεί κοντά. Πρώτον, επειδή υπέθεσα ότι, αφού είδαν για ποιο λόγο ήταν εκεί, θα τον έκαναν "πίτα" χάριν παιδιάς. Δεύτερον, επειδή η σταγονορροή είχε ελαττωθεί πολύ στο σημείο αυτό και μέχρι την επόμενη φορά το συγκεντρωμένο νερό δε θα έφτανε να γεμίσει το πεντάλιτρο μπιτόνι. Όλα αυτά συνάγονται από τις σημειώσεις των ακόλουθων δύο μηνών (μετά σταμάτησα το πότισμα, γιατί ξεράθηκαν όλοι οι κισσοί), όπου όλες τις φορές σημειώνω ότι προμηθεύτηκα νερό από άλλες πηγές εκτός Σπηλιάς. Συνεπώς, μπαίνοντας οι δύο στη Σπηλιά φυσικά είδαν τον τενεκέ μπροστά τους και πράγματι βγαίνοντας εκείνος δεν ήταν πια εκεί.

Όπως δεν τους είδα εγώ, έτσι δε με είδαν κι εκείνοι. Ακούγοντάς τους να συνομιλούν κατάλαβα ότι δεν είχαμε οπτική επαφή, και είτε βρίσκονταν στη βάση των σκαλοπατιών είτε στον πάτο της Σπηλιάς από κάτω.

Συνοψίζω: το 1982 ο Ε. ακούει τη διήγηση των φίλων του για το περιστατικό που μόλις έλαβε χώρα. Ύστερα από πολλά χρόνια το διηγείται με τη σειρά του στον DAGON, που το 2003 το παραθέτει από τη δική του μνήμη στο forum. Αν λάβουμε υπόψη όλες τις παραμέτρους, τρεις διαδοχικές μεταφορές σε διάστημα 21 χρόνων, πάλι καλά. Φυσικά, οι αρχικές ανακρίβειες δεν οφείλονταν στη μνήμη αυτών που συνάντησα αλλά στην αντίληψή τους. (Έχω κάποιες σκέψεις σχετικά με το τι συνέβαλε, πέρα από τα όσα έχουμε ήδη πει, όμως δεν αφορούν το αντικείμενο του παρόντος βιβλίου).

Νομίζω πως όλα αυτά είναι αρκετά διδακτικά, ιδίως όσον αφορά τις μαρτυρίες ακόμη και των πιο αξιόπιστων ανθρώπων, και δε χρειάζονται περαιτέρω σχόλια. (Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως ο «γέρος» δεν ήμουν εγώ, ούτε η παρέα των τεσσάρων που συνάντησα ήταν εκείνοι που τον είδαν, τόσο το χειρότερο!)

 

► Όταν βρίσκεσαι έξω από την πόλη μπορείς να παρατηρήσεις πολλά. Κατεβαίνοντας από τη Σπηλιά στις 10/5/84 έφτασα εκεί όπου το λιθόστρωτο περνάει στο χείλος της εσοχής του λατομείου Μοσχού (Λ16 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ), και ο μεγάλος δίσκος του Ήλιου που έδυε τράβηξε το μάτι μου. Πρόσεξα αμέσως ένα σκούρο σχηματισμό πάνω του, σαν μια κάθετη παράκεντρη γραμμή, με μήκος περίπου το 1/4 της διαμέτρου. Η πρώτη μου υπόθεση ήταν ότι το φαινόμενο οφειλόταν σε κάποιο μακρινό μοναχικό σύννεφο που έτυχε να παρεμβάλλεται. Μάταια όμως περίμενα ν' αλλάξει θέση. Ακολουθούσε την κίνηση του Ήλιου σαν κάτι που ήταν πάνω σ' αυτόν. Ένιωσα περίεργα. Ανέτρεξα στα διάφορα αποκαλυπτικά σημεία των προφητειών. Μήπως είχε έρθει το τέλος του κόσμου; Κάθε φορά που κατεβαίνω από την Πεντέλη σκέπτομαι πως ίσως αυτή να είναι η τελευταία. Εκείνο το δειλινό δεν ήταν μόνο σκέψη αλλά και αίσθημα. Το βλέμμα μου γύρισε στη θάλασσα από σπίτια στο λεκανοπέδιο. Εκατομμύρια άνθρωποι, ο καθένας με τις δικές του −αλλά και τόσο όμοιες με των άλλων− σκοτούρες στο μυαλό του, αγνοούσαν τη Δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα κεφάλια τους. Περίμενα ώσπου ο Ήλιος χάθηκε πίσω από την Πάρνηθα και συνέχισα μελαγχολικά το δρόμο μου.

Όπως αποδείχτηκε, αυτό που είδα ήταν μια ομάδα από μεγάλες ηλιακές κηλίδες, που στο μάτι φαίνονταν ενωμένες σε μία γραμμή. (Απορία: αφού ενίοτε είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού, γιατί όλοι ξέρουμε ότι πρώτη φορά τις εντόπισε ο Γαλιλαίος με τη διόπτρα του κι αντιμετώπισε στη συνέχεια σοβαρά προβλήματα από την Εκκλησία, που δε δεχόταν την ύπαρξη κηλίδων στον άσπιλο Ήλιο; Οι κηλίδες δε θα είχαν παρατηρηθεί από τότε που ο άνθρωπος υπάρχει στη Γη;)

 

► Στις 27/10/84 βρήκα χαμηλά στο δάσος ένα κουτάκι με αχρησιμοποίητο προφυλακτικό. Όχι και τόσο σπουδαίο εύρημα, αν σκεφτεί κανείς πως η περιοχή πρόσφερε καταφύγιο σε αυτοκίνητα με ζευγάρια. Όμως, επειδή η χρονική στιγμή της εύρεσης συνέπεσε με κάτι που συλλογιζόμουν, τραβήχτηκε τόσο η προσοχή μου ώστε στο εξής είχα το νου μου μήπως υπάρξει συνέχεια. Πραγματικά, σε 9 μήνες (μέχρι τις 28/7/85, οπότε και βαρέθηκα το παιχνίδι) βρήκα 21 αχρησιμοποίητα προφυλακτικά. (Για να δώσω μέτρο σύγκρισης, με τον ίδιο ρυθμό στα υπόλοιπα 29,75 χρόνια έπρεπε να έχω βρει 833 προφυλακτικά, ενώ βρήκα μόνο 19).

Όσο διαρκούσε η φάση, είχα τέτοια πίστη ότι το αστείο θα συνεχιστεί, που στις 21/4/85 ενώ ήμουν με τον Π.Μ., και λόγω του χαρακτήρα των ευρημάτων δίσταζα να περάσω από το συνηθισμένο σημείο, δεν άντεξα και, αφού προσπεράσαμε, του είπα να περιμένει και γύρισα πίσω. Επέστρεψα αμέσως με ένα ολοκαίνουργιο και σφραγισμένο κουτάκι αυτή τη φορά! Δεν έκανα κανένα σχόλιο, και ο Π. έβγαλε το εύλογο συμπέρασμα πως εγώ για κάποιο μυστήριο λόγο το είχα αφήσει εκεί μια άλλη μέρα.

 

► Στις 30/3/85 ψιλόβρεχε ασταμάτητα. Τριγύρισα στο βουνό κι έφτασα μέχρι το λατομείο Μαρή (το αρχαίο Λ10 στο τοπογραφικό διάγραμμα του Μ. Κορρέ). 'Αρχισε να κατεβαίνει και ομίχλη κατά διαστήματα. Κατηφορίζοντας, έκανα αριστερά σκοπεύοντας να πάω στο Νυμφαίο (Λ7) πάνω από το τριβείο Περράκη. Κοκάλωσα όμως, όταν βγήκα από την ομίχλη κι είδα κάποιον να στέκεται σ' ένα μικρό πλάτωμα μπάζων δίπλα στο δάσος, κοντά στο σημείο όπου σήμερα αρχίζει ένας μικρός δασικός δρόμος φτιαγμένος για τις ανάγκες της αναδάσωσης του 1987. Παρά την απόσταση που μας χώριζε (γύρω στα 400 μέτρα) είχα την εντύπωση ότι με κοίταζε. Βεβαιώθηκα όταν φώναξε αρκετές φορές: «Έι!».

Περίμενα ακίνητος ώσπου με κάλυψε πάλι ομίχλη και οπισθοχώρησα. Πήρα το δρόμο που κατεβαίνει ακριβώς πάνω από τη Σπηλιά. Όταν σκόρπιζε η ομίχλη σταματούσα κρυμμένος πίσω από πεύκα. Αυτό έγινε αρκετές φορές, και σε όλες τον έβλεπα να έχει γυρίσει και να κοιτάζει ακριβώς στη θέση που ήμουν, λες κι είχε ακτίνες Χ! Ήταν τόσο περίεργο, ώστε δε βιάστηκα να απομακρυνθώ παρά μόνο ήθελα να δω τι θα κάνει. Αφού σταμάτησα να μετακινούμαι, άρχισε να φωνάζει: «Μάστορα!» Φώναζε για μισή ώρα τουλάχιστον. Εγώ δεν εμφανιζόμουν ούτε απαντούσα και η φωνή του αγρίεψε: «Μάστορα, μάστορα, δεν ακούς;»

Όποτε η ομίχλη επέτρεπε τη θέα, τον έβλεπα στο ίδιο ακριβώς σημείο. Εντωμεταξύ, το ψιλόβροχο έπεφτε κι ενώ εγώ δε βρεχόμουν πολύ κάτω από κορμούς πεύκων, αυτός ήταν τελείως ακάλυπτος. Η προσφώνηση «μάστορα» έδειχνε ότι μάλλον δεν ήταν επισκέπτης αλλά εργαζόμενος στο βουνό. 'Αρχισα να σκέφτομαι μήπως ήταν νταμαρτζής, μήπως είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα και χρειαζόταν βοήθεια, όμως (και παρά τις τύψεις) δεν αποφάσιζα ούτε να του απαντήσω ούτε να φανερωθώ. Αυτό που δε μου άρεσε ήταν ότι δεν άλλαζε θέση. Πρώτα υπέθεσα ότι για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να κινηθεί, αλλά τελικά έκανε λίγα βήματα. Όμως περιοριζόταν σε χώρο 2-3 τετραγωνικών μέτρων. Η κατάσταση μου θύμιζε τους Γεζίντι, που αν χάραζες ένα κύκλο γύρω τους δεν μπορούσαν να τον διαβούν.

Προφανώς απογοητευμένος είχε σταματήσει πια να φωνάζει. Πέρασα δυτικότερα, ώστε να μην έχουμε οπτική επαφή, και κάνοντας μεγάλο κύκλο πήγα πάνω από τη Σπηλιά απ' όπου μπορούσα να τον δω. Έστεκε πάντα στο ίδιο μέρος. Έκανα νέο γύρο και κατέβηκα στη Σπηλιά. Μετά, κι αφού είχαν περάσει πια 2,5 ώρες, βγήκα φανερά από την πύλη του περιφράγματος της Σπηλιάς. Βολτάριζα στο χείλος του λατομείου Μπάνου (λ12 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ). Εκείνος, στο ίδιο πάντα σημείο, με κοίταζε σιωπηλός (τώρα με έβλεπε πραγματικά, ενώ προηγουμένως ήταν αδύνατο να με βλέπει, αν ίσως εξαιρέσουμε την πρώτη φορά). Μην μπορώντας να βγάλω νόημα, έφυγα.

Αν το φέρσιμο του ανθρώπου αυτού σας φαίνεται κι εσάς ακατανόητο, ακούστε και πιο εξωφρενικό περιστατικό: τι θα λέγατε αν στις 16/7/90 βλέπατε κάποιον να βγαίνει από την πύλη της περίφραξης πισωπατώντας; Και να συνεχίζει έτσι καθ' όλη τη διαδρομή μέχρι πριν από την πλατεία της Παλιάς Πεντέλης; (δηλαδή, διαρκώς με την όπισθεν μέσα από αρκετά δύσβατα μονοπάτια επί περίπου σαράντα λεπτά). Πολύ θα ήθελα να μάθω τις εικασίες σας για την αιτία που προκάλεσε αυτή την κατάφωρα παράλογη συμπεριφορά. Γιατί σ' αυτό το περιστατικό γνωρίζω την απάντηση, αφού ο οπισθοβάτης ήμουν εγώ! Είχα πάθει ζημιά στην κατάφυση ενός τένοντα στο γόνατο, που μου επέτρεπε μεν να βαδίζω χωρίς κανένα ενόχλημα σε οριζόντιο ή ανηφορικό πεδίο, αλλά στον κατήφορο έπειτα από μόλις 5-10 βήματα ο πόνος ήταν αφόρητος. Έτσι, στην απελπισία μου, αναγκάστηκα να κατέβω το βουνό με την όπισθεν, ρίχνοντας εκατέρωθεν ματιές πάνω από τους ώμους μου για να βλέπω πού πηγαίνω. (Τελικά, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο φανταζόμουν).

Αν, λοιπόν, τόσο αλλόκοτο θέαμα έχει τόσο πεζό αίτιο, υποθέτω πως και ανάλογες περιπτώσεις, όσο και να μοιάζουν απρόσιτες στη λογική προσέγγιση, πιθανώς θα έχουν τη δική τους απλή εξήγηση.

 

ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

 


[1] Ο δρόμος ήταν ακόμη υπό κατασκευήν και τα αυτοκίνητα ελάχιστα. Αν όμως συνεχίζαμε, θα βγαίναμε στον πολυσύχναστο δρόμο Διονύσου - Νέας Μάκρης.

Σύμφωνα με τον τύπο ο δρόμος «παραδόθηκε στην κυκλοφορία» τον Οκτώβριο του 1975 (ΤΑ ΝΕΑ, 10/10/75, σ.16), όμως το 1978 υπήρχαν μπάζα που εμπόδιζαν τη διέλευση, ενώ το τελικό S στον 'Αγιο Πέτρο ήταν εντελώς κακοτράχαλο (ακόμη και σήμερα είναι εμφανές πως η πρόχειρη σύνδεση των δρόμων πιστοποιεί το "ουδέν μονιμότερον του προσωρινού".

[2] Βέβαια, σύντομα διαπίστωσα ότι τα σκυλιά που γύριζαν στο βουνό είχαν ακόμη λιγότερη όρεξη από μένα για συναντήσεις. Ουδέποτε με ενόχλησαν· ακόμη και σε σημεία που κάποιος έπρεπε να κάνει πίσω βιάζονταν να υποχωρήσουν. Μόνον εκείνα που είχαν παρέα το αφεντικό τους ή φύλαγαν κάποιο κοπάδι δοκίμαζαν την αναμέτρηση. Γι' αυτό κι εγώ, που (πολύ αργότερα) είχα φτάσει να σέρνω μαζί μου επί χρόνια αδέσποτα σκυλιά (πολλές φορές μέχρι 9) σταμάτησα να το κάνω, γιατί τα σκυλιά παίρνοντας θάρρος συχνά γίνονταν ενοχλητικά και προς άλλους επισκέπτες (γιατί προς γάτες, αλεπούδες ή άλλα σκυλιά δεν το συζητάμε), κι εγώ καταντούσα αντιπαθής.

Είπαμε, όμως, η ιστορία επαναλαμβάνεται: http://paysanias.blogspot.com/2008/02/blog-post_1073.html

[3] Τότε δε φαινόταν, αφού βρισκόταν κάτω από το κατάστρωμα του νεότερου δρόμου που αποτελούσε την κύρια πρόσβαση της Σπηλιάς. Η αποκάλυψή του οφείλεται στη διάνοιξη της διόδου προς τα τούνελ ΙΙΙ και ΙΙ (ανατίναξαν το ΝΑ τοίχωμα του αρχαίου λατομείου) το 1982 (ολοκληρώθηκε το 1987), οπότε τα νερά της βροχής βρίσκοντας πλέον διέξοδο προς το λιθόστρωτο παρέσυραν την επικάλυψη. (Βλ. σχετικές φωτογραφίες).

[4] Εδώ συνέβη μια πραγματικά παράξενη σύμπτωση. Ύστερα από σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, στην ενότητα Η Πεντέλη και οι άνθρωποι και υπό τον τίτλο Υποθετικό σενάριο,

(βλ. https://www.iranon.gr/PENTELI/PENTELI3addendum.htm),

εξιστορείται η εύρεση ενός ημερολογίου μέσα στο ίδιο καλύβι (!), κάτι που κατά το συγγραφέα του δε συνέβη ποτέ και είναι προϊόν φαντασίας. Τι κρίμα που το παλιό τετράδιο παράπεσε στην αποθήκη μου και χάθηκε σε μια εκκαθάριση. Θα άξιζε να ξαναδιαβαστεί με περισσότερη προσοχή.

[5] Πηγαίνοντας προς Κηφισιά, μόλις βγούμε από τα τελευταία σπίτια της Ν. Πεντέλης στα δεξιά. (Επιχωματώθηκε και φυτεύτηκε εν μέσω πυρκαγιών, όμως ακολούθησαν κι άλλες. Δείτε εδώ φωτο του 2003 κι εδώ του 2008).

[6] Εκτενή φανταστική χρήση του περιστατικού κάνω στο 29ο κεφάλαιο του ανέκδοτου μυθιστορήματος  ...και 12 κιλά κάρβουνο (μπορείτε να το βρείτε εδώ).

[7] Το προηγούμενο περιστατικό (που διηγήθηκε ο Νοδάρος στον Μπαλάνο) συνέβη στις 7/11/82.

[8] Όπως υποθέτω πως ήταν ένα σπρέι hair mousse (!) που βρισκόταν εκεί μέσα στις 20/12/88, κι ένα τόπι το χειμώνα 1995-96.

Ποτέ δεν έλειψαν εκείνοι που ρίχνουν διάφορα αντικείμενα σε τρύπες: μια άλλη μπάλα ριγμένη πρόσφατα στην ανασκαφή (5). Επίσης, βλέπουμε (από το 1988-90 [βλ. εδώ, σημ. 43]) ένα κουτάκι Löwenbräu, ενώ το βέλος δείχνει ακόμη παλαιότερο κουτί μάλλον από κονσέρβα.

[9] Ανήκε στη 2η πύλη του περιφράγματος, αυτή που οδηγούσε στην πάλαι ποτέ σήραγγα Ια. Καταστράφηκε όταν πέρασε από πάνω της ο δρόμος που σήμερα οδηγεί στη Σπηλιά.

Μόνο αυτός ο καταπλακωμένος στύλος απέμεινε από την πύλη.

[10] Ειδικός βηματισμός για να τρέχει κάποιος στο σκοτάδι χωρίς να σκοντάφτει (βλ. Κάρλος Καστανέντα, Ταξίδι στο Ιξτλάν, εκδ. Καστανιώτη, 1978, σ. 225-6).

[11] Πέρα βέβαια από το ότι η σήραγγα ΙΙΙ είχε φτάσει τα 15 μ. μήκος, κι έκαναν προετοιμασίες να ξεκινήσουν και τη διάνοιξη της ΙΙ, εξελίξεις που ελπίζω να παρατήρησε και ο Νοδάρος.

Εδώ πρέπει να πω ότι ο Νοδάρος, φύσει δραστήριος και εύτολμος, όχι μόνο ήρθε σε προσωπική επαφή με κάποιους από τους εμπλεκομένους στην υπόθεση των έργων, αλλά ενημέρωσε γι' αυτά και ορισμένους ειδικούς. Έτσι, χάρις στις ενέργειές του προκλήθηκε μια αλυσιδωτή διεργασία με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί πρώτη φορά εμπεριστατωμένα η γεωλογική καταλληλότητα της Σπηλιάς. (Σύμπτωση ή όχι, ακολούθησε η ξαφνική διακοπή των εργασιών τον Μάρτιο 1983).

Αυτό δεν ξέρω αν το γνωρίζει ο ίδιος, όμως είναι απόδειξη πως αν κάποιος είναι αρκετά επίμονος αργά ή γρήγορα θα βρει τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση.

[12] Ακόμη και σήμερα (17/5/06) που γράφω αυτές τις γραμμές, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι τις έχω ξαναγράψει, και μάλιστα πολύ πρόσφατα. Όμως η έρευνα στα αρχεία του υπολογιστή μου δεν απέδωσε τίποτε. Να σημειώσω όμως ότι κάποιες άλλες αναφορές που σαφώς είχαν να κάνουν μ' εμένα ήταν τόσο απομακρυσμένες από ό,τι συνέβη πραγματικά, ώστε μετά μεγάλης δυσκολίας αναγνώριζα τον εαυτό μου στις διηγήσεις (όπως θα δούμε στο επόμενο περιστατικό).

Μια ανάλογη περίπτωση συνάντησης με "παράξενο άνθρωπο" παρουσιάζεται στο άρθρο του Γιώργου Αγγελόπουλου, Πεντελικό: παράξενα γεγονότα (περιοδικό exoγήινο, τ. 1, σ. 42, Μάρτιος 2007). Βέβαια, δεν ήμουν εγώ ο «φαλακρός» που τους τρομοκράτησε αλλά ο γνωστός (και περιστασιακός συνοδοιπόρος) Α.Π. Τι έκανε; Απλώς, δεν είχε φακό αναμμένο και δεν έδωσε καμία σημασία στους ερευνητές! Αυτά.

 

ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ