Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Η επαφή μου με την Πεντέλη ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1977,[1] όταν διάβασα στο περιοδικό Ταχυδρόμος (τ. 1223, 6/10/1977) μία συνέντευξη του Γιώργου Μπαλάνου με τη Ρένα Θεολογίδου περί ιπταμένων δίσκων, κ.λπ. (Πετούν ή δεν πετούν οι ιπτάμενοι δίσκοι;) Υπήρχαν λίγες σειρές στο τέλος περί μυστικών έργων στη σπηλιά του Νταβέλη, σε τοποθεσία δηλαδή όπου υποτίθεται πως είχαν συμβεί πολλά ανεξήγητα φαινόμενα, πάντοτε κατά τον Μπαλάνο. Θυμήθηκα την περίπτωση ενός 15χρονου μαθητή, ο οποίος είχε χάσει τη ζωή του στη Σπηλιά,[2] (ο Δ. Μαρίνης, την 1/6/73, βλ. Το Βήμα, 3/6/73), καθώς ταίριαζε με υπονοούμενα σε βιβλίο του Μπαλάνου που είχα διαβάσει παλαιότερα. Για παράδειγμα:
«Η περίπτωση του Γάλλου σπηλαιολόγου στο Σπήλαιο Αμώμου της Πεντέλης, η τριπλή εμφάνιση κι εξαφάνιση...» (Εισβολείς; σ. 159)[3]
Όταν λέω «ταίριαζε», εννοώ με τις διηγήσεις συμμαθητών του, οι οποίες ήταν το ίδιο νεφελώδεις, και άφηναν να πλανάται η υποψία ότι δεν ήταν ένα κοινό δυστύχημα, απλώς μια θανατηφόρα πτώση.[4] Έτσι, συζητώντας τα περί Σπηλιάς, καλλιεργήθηκε μέσα μου περιέργεια και ενδιαφέρον· όχι πάντως τόσο, ώστε να τρέξω αμέσως, διότι η πρώτη μου επίσκεψη πραγματοποιήθηκε 7 μήνες αργότερα, στις 12/5/78.[5] Ύστερα από σχετική περιπλάνηση,[6] αφού δεν είχαμε την παραμικρή πληροφορία για την ακριβή θέση της Σπηλιάς, εγώ κι ο Χ.Κ. βρεθήκαμε μπροστά στην πύλη της περίφραξης, πάνω στην οποία υπήρχε η πινακίδα: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΙΣ ΠΑΝΤΑΣ.[7] Για την ακρίβεια, έλειπε ένα Ε κι έγραφε ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ. Εκεί τελείωσε η εκδρομή, αφού τα έργα ήταν σε πλήρη εξέλιξη και ακριβώς από την πύλη αυτή μπαινόβγαιναν φορτηγά,[8] τα οποία άδειαζαν τα μπάζα από την εκσκαφή της Σπηλιάς σε παρακείμενο λατομείο (λ10 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ). Πού να το φανταζόμουν ότι ο χώρος αυτός θα ασκούσε τέτοια έλξη πάνω μου, ώστε θα γινόταν σύντομα δεύτερο σπίτι μου,[9] ένα πεδίο πραγματικό σχολείο για μένα. Είναι δύσκολο τώρα, ύστερα από επισκέψεις τόσων χρόνων,[10] να ταξινομήσω τα στάδια, τις εμπειρίες, τα συμπεράσματα· άλλωστε η ιστορία αυτή εξελίσσεται ακόμη και δεν πρόκειται να λάβει οριστικό τέλος, εφόσον αφορά στην αντίληψη του κόσμου που περιβάλλει τον παρατηρητή. Ο παρατηρητής, όντας ο ίδιος μέρος του κόσμου, διευρύνοντας την αντίληψή του γι' αυτόν αντιλαμβάνεται καλύτερα και τον εαυτό του. Η νέα του επίγνωση οδηγεί σε βελτίωση της εικόνας του κόσμου, και η ανέλιξη συνεχίζεται. Ορισμένοι εξ όσων γνώριζαν τις επισκέψεις μου, χωρίς βέβαια να ξέρουν τις ακριβείς δραστηριότητές μου, χαρακτήρισαν τη σχέση μου με την Πεντέλη, ως έμμονη ιδέα, ως ψύχωση, ως Γολγοθά.[11] Όμως, αυτός που φαίνεται πως είχε περισσότερο δίκιο ήταν ένας ημιπαράφρων πρώην ερημίτης, συνθέτης τροπαρίων, (ο Γ.Α. ή "Φ." από την Πάτρα) τον οποίο στις 24/6/82 συνάντησα στο ξωκλήσι του Αγιάννη, λίγα λεπτά από τη Σπηλιά. Με ρώτησε γιατί γυρίζω στο βουνό και, συνηθισμένος να μην περιμένει αφού ήταν κουφός, απάντησε μόνος του: «Ξέρω, ψάχνεις να βρεις τον εαυτό σου!»[12] Τον περισσότερο καιρό ο "Φ." κοιμόταν έξω, έχοντας βάλει το κρεβάτι του αριστερά της εκκλησίας κάτω από το πελώριο πεύκο. Έφυγε όταν έκλεισαν τα λατομεία κι έχασε την τροφοδοσία του. Ξεκινώντας με την προϋπόθεση πως εισέρχομαι σ' ένα κόσμο του οποίου αγνοώ τα συστατικά και τις ιδιομορφίες, έπρεπε ν' αναλάβω την ευθύνη για τις όποιες συνέπειες. Ώστε, μη γνωρίζοντας ποιο το σημαντικό και ποιο το ασήμαντο, ποιο το επικίνδυνο και ποιο όχι, προσπαθούσα να προσέχω τα πάντα και να είμαι σε ετοιμότητα· με δύο λόγια είχα επιστρατεύσει ό,τι διέθετα, δίνοντας τον καλύτερό μου εαυτό. Οποία απογοήτευση, λοιπόν, όταν γρήγορα συνειδητοποίησα πόσο ανεπαρκής ήμουν! Διαπίστωσα ότι μέσα στην πόλη, στο γνωστό μου περιβάλλον δηλαδή, ζούσα βάσει ορισμένων συντεταγμένων οι οποίες λειτουργούσαν μόνον όταν υπήρχε κάποιο αρχικό σημείο αναφοράς. Για παράδειγμα, ήξερα ότι βρίσκομαι στον τάδε δρόμο, επειδή είχα ξεκινήσει από το σπίτι μου και είχα ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδρομή· αν είχα οδηγηθεί με δεμένα μάτια, θα ήταν αδύνατον ν' αναγνωρίσω το σημείο, έστω κι αν είχα περάσει από εκεί χιλιάδες φορές. Και αυτό, διότι δεν έβλεπα πραγματικά το περιβάλλον και τις διαρκείς μεταβολές του στο πέρασμα του χρόνου. Η απομνημονευμένη εικόνα του τοπίου ήταν πολύ χοντρική και περιοριζόταν σε μια σειρά από ορισμένα σημάδια-κλειδιά που ήταν αρκετά για να κυκλοφορώ χωρίς να χάνομαι, ενώ οι μεταξύ τους περιοχές ήταν εντελώς φλου (για το σύστημα χωρικής αντίληψης, βλ. Στην πεδιάδα με τις επιφάνειες (μέρη Α΄, Β΄, Γ΄), https://www.iranon.gr/ATHINA/ATHINA22TEXT.htm). Η ανακάλυψη αυτή μ' έκανε να συνειδητοποιήσω ότι το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και στον εσωτερικό μου κόσμο. Ήταν σαν να ήμουν ένοικος σε ένα τεράστιο πολυδαίδαλο κάστρο, με πύργους, αίθουσες, υπόγεια, σήραγγες· ένα κάστρο μαγικό, αφού δεν ήταν στατικό αλλά μεταμορφωνόταν διαρκώς, αν και σπανίως οι αλλαγές γίνονταν αμέσως αντιληπτές. Όσο για τους ενοίκους, πόσοι και ποιοι ακόμη ζούσαν υπό την ίδια στέγη; Πού και πού αντιλαμβανόμουν φευγαλέα σκιές ανθρώπων και ζώων, αλλά τίποτε περισσότερο. Αυτή η αίσθηση προβλήθηκε στην περιοχή της Σπηλιάς αρχικά, και μετά επεκτάθηκε σε μεγάλο τμήμα του βουνού. Έτσι, η βόλτα, το «πάω πάνω», έγινε σύμβολο της εσωτερικής εξερεύνησης, σε αναδραστική σχέση· από τη μια μετέφερα το δικό μου άγνωστο στον −ας πούμε− αντικειμενικό τρισδιάστατο χώρο, και από την άλλη τα όσα συνέβαιναν εκεί (ανεξάρτητα ή μη της δικής μου παρουσίας), επηρέαζαν δραστικά το υποκειμενικό τοπίο, άρα και το προβαλλόμενο. Ήταν ένα παιχνίδι, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να παιχτεί στο γνώριμο περιβάλλον μου, λόγω των περιορισμών που επιβάλλουν πάσης φύσεως άκαμπτες συνήθειες και εξαρτημένα ανακλαστικά. Χωρίς υπερβολή, τον πρώτο καιρό η αίσθηση που είχα μπορεί να συγκριθεί με αυτή που θα έχουν τα μέλη της πρώτης αποστολής στον 'Αρη! Φυσικά, χρόνο με το χρόνο, η αρχική αίσθηση του θαυμαστού ξεθύμανε· αυτό που αποκαλούσα ένεση μη-καθημερινότητας έγινε σιγά-σιγά μέρος της καθημερινότητάς μου. Αναμφίβολα, μιας διευρυμένης καθημερινότητας εμπλουτισμένης με πολυποίκιλες εμπειρίες, πράγμα που σημαίνει μνήμες ιδιότυπων αισθημάτων, αλλά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις αφυπνιζόταν πάλι η προσοχή μου. Απ' τη μια, λοιπόν, η δεδομένη αυτή κατάσταση κι απ' την άλλη το γεγονός ότι πέραν μιας ορισμένης ηλικίας έρχονται στον άνθρωπο ιδέες απολογισμού, με ωθούν να γράψω τη δική μου εκδοχή της υπόθεσης. Η υπόθεση βέβαια δεν έκλεισε, βρίσκεται σε εξέλιξη· ωστόσο, δεν είναι συνετό να περιμένω άλλο, γιατί προφανώς η προσωπική μου συμμετοχή μάλλον θα τελειώσει πρώτη.
«Το μονοπάτι του Βριλησσού θα το πάρω και πάλι, για να επισκεφθώ τη σπηλιά που συνδέεται τόσο με τη ζωή μου, και κάθε τόσο θα το ανεβαίνω έως να έρθει η μέρα που θα μου πει η ανηφοριά του: "Φτάνει σου. Εγέρασες πια"». (Νέα Εστία, τ. 14-15, Δημήτριος Καμπούρογλου, Το μονοπάτι της Σπηλιάς, σ. 778, 15/10/27)
Όπως συμβαίνει γενικά σε όλους τους τομείς με ανθρώπινο ενδιαφέρον, έτσι και στο ζήτημα της Πεντέλης υπάρχουν δύο μεγάλες παρατάξεις: αυτοί που δέχονται ανεπιφύλακτα και υποστηρίζουν τα περί ανεξήγητων μυστηρίων, κι εκείνοι που απορρίπτουν από πεποίθηση τα πάντα. Δηλαδή, το συνηθισμένο: άσπρο εσείς, μαύρο εμείς (ενώ η κατάσταση μάλλον κυμαίνεται μεταξύ ασπρόμαυρου και μαυρόασπρου). Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αυτές οι γενικεύσεις είναι παράλογες, του τύπου: με αφήνει η γυναίκα μου, άρα όλες οι γυναίκες είναι άπιστες. Πρέπει λοιπόν να εξετάζεται κάθε περίπτωση ξεχωριστά, αμερόληπτα και με ανοιχτό μυαλό. Αν έχω τη βεβαιότητα ότι κάποια από τα θρυλούμενα δεν ισχύουν, αυτό δε σημαίνει πως επεκτείνω την άρνηση και για όσα δεν έχω άποψη. Οπωσδήποτε, η πείρα επιτρέπει να κάνω εικασίες και για ορισμένες ιστορίες που δεν είχα άμεση εποπτεία, όμως δεν παύουν να είναι προτάσεις ερμηνείας. Κανονικά έπρεπε να περιττεύει το παρόν βιβλίο· όμως, όσο ο χρόνος μάς απομακρύνει από τα γεγονότα, τόσο το ανεξέλεγκτο εποικοδόμημα καταχωνιάζει τον όποιο γνήσιο πυρήνα.[13] Έχουν δημοσιευτεί κείμενα όπου η σύγχυση είναι τόσο αβάσταχτη, ώστε διαβάζοντάς τα δεν μπορώ πια να αγανακτήσω, μόνο (χωρίς να υπερβάλλω) νιώθω την κατάθλιψη "να μου χτυπά την πόρτα". Κείμενα όπου σχεδόν τίποτε από όσα αναφέρονται δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Και δεν εννοώ τους αδίστακτους επαγγελματίες, των οποίων τα πονήματα δεν πρέπει να μας ξενίζουν, αλλά καλής προαίρεσης νέους ερευνητές που πραγματικά πελαγοδρομούν. Μόλις έγραψα τις παραπάνω σειρές συνειδητοποίησα ξαφνικά το πόσο άδικος ήμουν. Τα ίδια δε θα μπορούσε να πει κάποιος και για μένα, αν άκουγε τα ερωτήματα που είχα το 1978; Βέβαια (προσπαθώ "να βγω από πάνω") οι εξωφρενικές θεωρίες μου δεν είχαν κοινολογηθεί παρά σε περιορισμένο αριθμό φίλων (των οποίων οι θεωρίες ήταν ακόμη πιο "απογειωμένες"). Έτσι, όταν τις αναθεώρησα, καθώς τα τότε αινίγματα ένα ένα εξηγούνταν, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Όμως οι νέοι ερευνητές, που μάλλον βιάζονται να δημοσιοποιήσουν τα πορίσματά τους, θα αντιμετωπίσουν μια δυσάρεστη κατάσταση (εφόσον, εννοείται, τροποποιήσουν κάποτε τις ιδέες τους): ορισμένοι που θα έχουν ενστερνιστεί ασμένως τις θεωρίες τους, θα αρνηθούν να τις "προδώσουν"! Και οι γεννήτορές τους θα βρεθούν στην άβολη θέση να αντιμάχονται τον εαυτό τους στο πρόσωπο των παλαιών τους οπαδών. Τι θα ακούσουν; Τα συνηθισμένα: «Τώρα τελευταία, δε μας τα λέει καλά ο έτσι», «Τα γύρισε, κι αυτό είναι πολύ περίεργο. Κάτι πρέπει να τον φόβισε», «Μπα, εγώ λέω ότι τα έχει πάρει, μας πούλησε σου λέω», «Πώς την έχει δει έτσι, δεν ντρέπεται;» «Ρε, μπας κι έχει χαζέψει το παλικάρι;» Θα παραθέσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, που δεν είναι το χειρότερο αλλά απλώς ενδεικτικό του πώς η εξέλιξη της Πεντελικής μυθολογίας τραβά ακάθεκτη το δρόμο της, επιμένοντας κατά κανόνα να εδράζεται κυριολεκτικά στο πουθενά:
«Όμως τα αινίγματα του αρχαίου δρόμου δε σταματούν εδώ. Σε εκείνη την ανάβαση, είχα αντιληφθεί την ύπαρξη αρκετών πέτρινων κτισμάτων, που ουσιαστικά ίσως και να μην τους έδινα την πρέπουσα σημασία, εάν δε συναντούσα δύο μεγαλιθικά κτίσματα. Το περίεργο ήταν ότι υπήρχαν αρκετά στο χώρο και μάλιστα είχαν την ίδια δομή με κάποια πιο πρόσφατα τσιμεντένια σπιτάκια. Ήταν, σαν αυτός που έχτισε εκείνα τα παλιά κτίσματα από ξερολιθιές, να έχτισε και τα καινούργια ή για τον ίδιο σκοπό που φτιάχτηκαν τα παλιά, να κατασκευάστηκαν και τα νέα. (...) Ανεβαίνοντας τον αρχαίο δρόμο, σχεδόν κοντά στο ίδιο σημείο που υπάρχει το τσιμεντένιο σπιτάκι (...), εάν κοιτάξει κάποιος στα δεξιά θα αντικρίσει μια σύγχρονη κατασκευή από τσιμεντόλιθους ανάμεσα στις χαράδρες. Αυτό που μου γεννά ερωτήματα είναι το τι μπορεί να χρησιμεύει μια τέτοιου είδους κατασκευή σε ένα μέρος τόσο επικίνδυνο. Επισκεπτόμενος το χώρο από κοντά, διαπίστωσα ότι μπροστά του βρίσκεται μια μεγάλη πλάκα από μάρμαρο και κάποια απομεινάρια παγανιστικών τελετών. Το περίεργο είναι το πώς μετέφεραν αυτή τη μαρμάρινη πλάκα, αφού ακόμα και με τη χρήση μηχανημάτων η τοποθέτησή της είναι αδύνατη! Σίγουρα ο χώρος θυμίζει τελεστήριο, αλλά μην πάει η σκέψη σας στους γνωστούς-αγνώστους σατανιστές. Ακόμα και αυτοί, όσα "δαιμονικά" και αν κάνουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να σηκώσουν πλάκες τόνων...» (άρθρο Παράξενες ιστορίες από τη Σπηλιά της Πεντέλης, Γρηγόρης Τσουκαλάς,[14] περιοδικό Mystery, τ. 8, σ. 35-6, βλ. και http://www.enterstar.gr/pendeli/mpetonkpetres.htm)
Δεν ξέρω τι άλλη γνώμη μπορεί να σχηματίσει ένας αναγνώστης που δεν έχει προσωπική αντίληψη του συγκεκριμένου τόπου παρά να θεωρήσει ως αληθινά όλα τα αναφερόμενα, και να αναφωνήσει: «Μα, τι γίνεται επιτέλους στην Πεντέλη;» Ας κάνουμε όμως μερικές διορθώσεις: δεν πρόκειται για τον αρχαίο λιθόστρωτο δρόμο, αλλά για το σύγχρονο νταμαρόδρομο που οδηγούσε στα λατομεία Μοσχού (η οδός 10 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ). Η φωτογραφική μηχανή βρίσκεται στον αρχαίο δρόμο. Τα 2 βέλη δείχνουν τον άλλο δρόμο απέναντι. Το κόκκινο βέλος δείχνει τη διακλάδωση που μπαίνει στο λατομείο και την κατεύθυνση που βρίσκονται τα καλύβια. Είναι αυτός ο δρόμος που συνεχίζοντας περνάει πίσω (και γύρω) από το "Σπίτι των Νάνων"[15] και συναντά τον αρχαίο δρόμο ακριβώς στην πύλη της παλιάς περίφραξης της Σπηλιάς. Το "Σπίτι των Νάνων" (απλώς οι τσιμεντόλιθοι για μένα, που η πεζότητά μου είναι παροιμιώδης) όπως φαινόταν κάποτε από τα βορειοδυτικά. Για τα "μεγαλιθικά κτίσματα" ας πούμε πως είναι ποιητική αδεία, και ας συμφωνήσουμε ότι πρόκειται για ξερολιθιές με ικανού μεγέθους πέτρες. Τυπικό παλαιό νταμαροκάλυβο. Φυσικά, όντως για τον ίδιο λόγο που έφτιαχναν αυτά τα παλαιά κτίσματα, έφτιαξαν και τα νεότερα: για καταλύματα των λατόμων δηλαδή (και από τότε που υπήρξαν μηχανήματα και για τη στέγασή τους). Το «ανάμεσα στις χαράδρες» πρέπει να το αντικαταστήσουμε με το «μέσα σε εσοχή του λατομείου Μοσχού» (λ5 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ). Με το βέλος σημειώνεται το συγκρότημα των καλυβιών που του τράβηξε περισσότερο την προσοχή. Για το επικίνδυνο της τοποθεσίας οφείλουμε να πούμε πως όταν χτίστηκαν τα οικήματα δεν ήταν καθόλου απόκρημνο το σημείο. Με την πρόοδο των εργασιών ο περιβάλλων χώρος βάθυνε και τα καλύβια έμειναν εκεί που βρίσκονταν για ευνόητους λόγους: να μην τα μεταφέρουν από δω κι από κει. Η μαρμάρινη πλάκα είναι ένας χοντρικά παραλληλεπίπεδος όγκος που χρησίμευε ως πάγκος εργασίας και υπαίθρια τράπεζα φαγητού (γι' αυτό και τα πολλά κονσερβοκούτια μπροστά του). Εννοείται ότι δεν περίμεναν να τον πάνε εκεί όταν τα καλύβια θύμιζαν κάτι από Μετέωρα· απλώς τον έσπρωξε κάποιος φορτωτής όταν η γύρω περιοχή ήταν στο ίδιο επίπεδο. Τώρα, για τα περί τελεστηρίου δεν ξέρω από πού προέκυψαν, πάντως υπήρχε επιτόπου και καμίνι σιδηρουργού ("γύφτικο"). Όντας η εστία χτιστή με πέτρες και χώμα, και καλυμμένη από κάρβουνα, ίσως θεωρήθηκε βωμός. Πιθανώς εκεί να ήταν και τα «παγανιστικά» υπολείμματα· εφόσον δε διαθέτουμε καμία συγκεκριμένη περιγραφή, δεν έχουμε να πούμε τίποτε ασφαλές. Με το κόκκινο βέλος η "μεγάλη πλάκα" και με το κίτρινο η εστία του σιδερά. Πού οφείλονται τα παραπάνω; Στην έλλειψη έγκυρων πληροφοριών, στον μη έλεγχο των όποιων πληροφοριών, στην ανεπάρκεια ειδικών γνώσεων, στην παράλειψη προσφυγής σε γνώστη, και, το κυριότερο, στην άγνοια της άγνοιας.[16] Έτσι, τι προοπτικές υπάρχουν; Το θέμα της Πεντέλης θα συνεχίζει να εκφυλίζεται και να γελοιοποιείται. Γιατί αν είχαμε να κάνουμε μόνο με μυθολογία, ίσως πίσω από το προφανές περιεχόμενο να κρυβόταν κάτι ενδιαφέρον· όμως πίσω από την κενολογία υπάρχει μόνο το κενό. Ερώτηση: τι μένει από την παραπάνω άξια αναφοράς ιστορία; Όσον αφορά τα λεγόμενα σε πρώτο επίπεδο, τίποτε απολύτως.[17] Όμως, στο υποκειμενικό επίπεδο μπορεί να παραμείνει κάποιο ειδικό συναίσθημα. Αν δεν αφεθεί να εξατμιστεί, ίσως γίνει η κινητήρια δύναμη για τη συνέχιση της προσπάθειας. Και, ποιος ξέρει; Κάποτε, αντί των ανύπαρκτων μυστηρίων να ορθωθεί στη θέση τους το ανυπέρβλητο και τελικό: ποιος είναι αυτός που ψάχνει; Τότε, είτε συντρίβεσαι είτε "πιάνεις την καλή". Όμως, δεν είναι προτιμότερο οι όποιες προβολές μας να γίνονται τουλάχιστον σε κάτι πραγματικό; Θέλω, λοιπόν, να δώσω στους ενδιαφερομένους κάποιες πληροφορίες (κατά τις δυνάμεις μου, έγκυρες), ελπίζοντας ότι το κακό που θα κάνουν (δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα παρανοηθούν και θα διαστρεβλωθούν κατά το μέτρο εκάστου), θα είναι λιγότερο από την επωφελή συνεισφορά στην αξιόπιστη ενημέρωση. Έτσι, προτού χαθούν και τα τελευταία ίχνη αλήθειας, καταθέτω ό,τι ελπίζω να περισωθεί. 'Αλλωστε, δε βιάστηκα να υποκύψω στον πειρασμό να "κάνω ταμείο" και να δημοσιοποιήσω τα αποτελέσματα: πάνω από 30 χρόνια αδιάλειπτης εντοπισμένης ενασχόλησης [κατά την πρώτη δημοσίευση του παρόντος το 2008] δεν είναι και λίγα. Δεν απευθύνομαι σε ώτα μη ακουόντων, όπως είναι η πλειονότητα των ασχολουμένων με το ζήτημα της Πεντέλης, γιατί δεν αιθεροβατώ πως τάχα μπορώ να διορθώσω κανέναν, όταν αυτό αποκλείεται εκ προοιμίου.[18] Πέρα από όσους ενδιαφέρονται για το θέμα, και ανήκουν στο ευρύ κοινό που δεν ξέρει τι να πρωτοπιστέψει, αποσκοπώ ιδιαίτερα σε ορισμένα άτομα που βαδίζουν (ή θα βαδίσουν) σε παράλληλες διαδρομές, ελπίζοντας να βοηθήσω για να "κόψουν δρόμο", μήπως και καταφέρουν να φτάσουν μακρύτερα από μένα. Διότι κάθε νέος έρχεται για λογαριασμό του αντιμέτωπος με τα ερωτήματα των παλαιών, πολλά των οποίων έχουν ήδη απαντηθεί αλλά δεν το γνωρίζει, και η διαδικασία επαναλαμβάνεται από την αρχή. Ας λογισθεί, λοιπόν, το παρόν ως βάση δεδομένων με υψηλό βαθμό αξιοπιστίας. Όσον αφορά το προκείμενο, συμφωνώ πως δεν είναι ίδιοι όλοι οι τόποι, πράγμα γνωστό τουλάχιστον από την εποχή του Ιακώβ:
«Πόσον φοβερός είναι ο τόπος ούτος! Δεν είναι τούτο, ειμή οίκος Θεού [Βαιθήλ], και αύτη η πύλη του ουρανού» (Γέν. κη΄ 17),
και μπορεί όντως στη Σπηλιά να συμβαίνει κάτι εξαιρετικό· όμως εδώ θα εξετάσουμε το αν υπάρχουν βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία, κάτι δηλαδή πέρα από τη διαδεδομένη πίστη που το υποστηρίζει. Διότι, όλη αυτή η ιστορία είναι έργο ενός και μόνον ανθρώπου: του Μπαλάνου! Αν δεν υπήρχε αυτός, κανείς δε θα είχε να πει τίποτε για μυστήρια και ανεξήγητα φαινόμενα στη Σπηλιά.[19] Ενδέχεται ο Μπαλάνος να έχει δίκιο· όμως αυτό θα είναι ευτυχής συγκυρία διαισθητικής προέλευσης, διότι κανένα από τα στοιχεία του δεν είναι ισχυρό. Θα δούμε τι είδους είναι οι πάμπολλες επιβεβαιωτικές μαρτυρίες, και κατά πόσον τα πάσης φύσεως αντικειμενικά ευρήματα, που τις τεκμηριώνουν, είναι έγκυρα.
Έτσι, θ' ασχοληθούμε σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα με το βιβλίο του Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, που κυκλοφόρησε το 2004 (είναι εμπλουτισμένη και επαυξημένη έκδοση αντίστοιχου βιβλίου του 1982), λιγότερο με αναφορές ανθρώπων της άμεσης ή έμμεσης επιρροής του και ελάχιστα με τρίτους. Αν καταπιανόμουν αδιάκριτα με την τελευταία κατηγορία, θα έπρεπε να ανασκευάσω ανοησίες, μυθεύματα και παραληρήματα, πράγμα περιττό και ανθυγιεινό. Θα απαντήσω, λοιπόν, μόνο σε εύλογα ερωτήματα. Όσον αφορά το δικό μου μέρος, δε θα ανακοινώσω τις πιο σημαντικές (διευκρινίζω: για μένα) ιστορίες, γιατί είναι εντελώς προσωπικές (κι ως εκ τούτου μη μεταβιβάσιμες, εκτός κι αν υπάρχει ανάγκη απόκτησης "τρελόχαρτου" με συνοπτικές διαδικασίες), πάντως δε θα 'λεγα πως ήταν σπάνιες (μπορείτε να πάρετε μια ιδέα από ορισμένες ιστορίες που αναφέρω στα Περιστατικά). Αυτό δε σημαίνει πως υπάρχουν κάποια αδιάσειστα τεκμήρια για οτιδήποτε πέρα από αναμνήσεις ιδιαίτερων συναισθημάτων που προκλήθηκαν από αδιευκρίνιστα κατά κανόνα αίτια. Για να γίνω πιο κατανοητός: αν κάποιος στην καθημερινή του βόλτα στην πόλη βρίσκει μπροστά του τόσα χρήματα ώστε δε χρειάζεται να δουλεύει, δεν εννοώ ως τεκμήρια τα χρήματα ούτε ως συναισθήματα την ευχαρίστηση που επιφέρει η θέα τους, αλλά τα στοιχεία για την αιτία του φαινομένου και το συνακόλουθο δέος αντίστοιχα. Οπωσδήποτε, δεν ήταν μόνο οι θεσπέσιες και συναρπαστικές αλλά και οι φρικιαστικές (επίσης συναρπαστικές) εμπειρίες. Πόσες φορές δεν υποσχέθηκα «να τη γλιτώσω κι απόψε, και δεν πρόκειται να εκτεθώ πάλι σε παρόμοιες συνθήκες», και την επόμενη κιόλας φορά βρισκόμουν ξανά στην ίδια θέση! Γι' αυτό και οι καλύτερες αναμνήσεις μου προέρχονται από τις μοναχικές επισκέψεις.[20] Όμως, στις υπόλοιπες είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω και τις αντιδράσεις των άλλων, σε συνθήκες που δεν τους ήταν οικείες, και έτσι απέκτησα μέτρο σύγκρισης. Μέχρι στιγμής (26/5/16) συμπορεύτηκα (κατόπιν ραντεβού) με 90 ανθρώπους (62 άντρες, 28 γυναίκες), εκ των οποίων οι 51 οδηγήθηκαν από μένα στην πρώτη τους επίσκεψη στη Σπηλιά. Συναντήθηκα εκεί και συζήτησα με πολλές εκατοντάδες, και συνυπήρξα με χιλιάδες (αν και αναπολώ τον πρώτο καιρό, όταν σε μια ολόκληρη χρονιά συναντούσα λιγότερους επισκέπτες από όσους σε μια ημέρα τώρα). Διαπίστωσα ότι δεν υπήρξα εξαιρετική περίπτωση· όλοι εμφάνιζαν παρόμοια συμπτώματα: τυφλοί και κουφοί σε ό,τι δεν αποτελούσε ήδη μέρος της καθημερινότητάς τους, επέλεγαν να εστιάσουν την προσοχή τους όχι στο σημαντικότερο αλλά σύμφωνα με τις προκαταλήψεις τους. Ίσως η γωνία θεώρησής μου προσεγγίζει περισσότερο εκείνη ενός μάρτυρα ορισμένων γεγονότων παρά ενός ερευνητή. Κι αυτό γιατί οι αναζητήσεις μου περιορίστηκαν στο πρακτικό πεδίο, επιτόπου, χωρίς να επεκταθούν εκτός Πεντέλης. Όσοι από τους αναγνώστες δεν ανήκουν στους παθιασμένους με τη Σπηλιά (ιδίως όσοι δεν την έχουν επισκεφθεί καν) ίσως κουραστούν με τα λεπτομερή στοιχεία, τις πολλές υποσημειώσεις, κ.λπ.[21] Όμως τα παραθέτω, γιατί υπήρξα συλλέκτης στοιχείων, συχνά χωρίς να μπορώ και να τα αξιοποιήσω. Ελπίζω λοιπόν, ως άλλος Τύχων Μπράχε να βρεθεί ένας Κέπλερ για να τα εκμεταλλευτεί και να βγάλει καινοτόμα συμπεράσματα. Γιατί οι μέχρι σήμερα πολυποίκιλες θεωρίες εδράζονται κατά το πλείστον σε στοιχεία από μη έγκυρα έως ανύπαρκτα.
ΔΙΑΡΚΕΙΣ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΕΙΣ: Για να προλάβω αναμενόμενες ενστάσεις, α) πρέπει να δηλώσουμε σε ποιο επίπεδο αναζητούμε το μυστήριο και να ορίσουμε τις συντεταγμένες του. Γιατί αν ξεδιαλύνουμε κάποια θεωρούμενα ως μυστήρια δε σημαίνει ότι γυρίζουμε σε μια πεζή και προβλέψιμη πραγματικότητα. Ουσιαστικά, τα πάντα είναι άλυτα, παρότι συνήθως νομίζουμε το αντίθετο. Κάθε πόρτα που ξεκλειδώνουμε αποκαλύπτει άλλη κλειδωμένη πόρτα από πίσω της. Επομένως, οι διευκρινίσεις, οι εξηγήσεις, οι αποκαταστάσεις περιορίζονται στο −δύσκολο να οριστεί, αλλά όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοώ− επίπεδο της συμβατικής καθημερινότητας. Δηλαδή, αν διερωτώμαστε πώς εξαφανίστηκε ένας βράχος και μας δώσουν την αξιόπιστη πληροφορία ότι τον πήρε ένας ερπυστριοφόρος φορτωτής, θ' αρκεστούμε σ' αυτή και θα τη θεωρήσουμε ως λύση της απορίας. Δε θα μεταθέσουμε το μυστήριο στα ερωτήματα τι είναι βράχος, τι είναι φορτωτής, τι είναι ο χειριστής του, γιατί όλα αυτά έχουμε συμφωνήσει ότι τα γνωρίζουμε, ενώ βέβαια δεν είναι δυνατόν να υπάρξει έσχατη απάντηση σε κανένα. Αλλιώς δεν υπάρχει ανάγκη να πάμε πουθενά ψάχνοντας για μυστήρια, τα μεγαλύτερα είναι ο εαυτός μας κι ό,τι έχουμε μπροστά μας ανά πάσα στιγμή. β) Δε διεκδικώ το αλάθητο, ούτε το εντελές, αλλά διατείνομαι ότι κατέχω τη μέχρι ώρας καλύτερη συνολική εικόνα για το παζλ της Πεντέλης, κι αυτό το προτάσσω ως απλό γεγονός.[22] Αυτό δε σημαίνει ότι τα ξέρω όλα· ας μην ξεχνάμε και την τύχη του πρωτάρη: να πέσει κάποιος με τη μία πάνω σε κάτι πολύ καθοριστικό, που εγώ δεν αντιλήφθηκα ποτέ. Μπορεί λοιπόν το «40 χρόνια φούρναρης» να μη θεωρείται αμάχητο εύσημο, αλλά η παρακαταθήκη μου πρωτίστως δε βασίζεται σε υποθέσεις, θεωρίες, μαρτυρίες τρίτων, κ.λπ. Απλώς ήμουν εκεί.[23] Είναι γεγονότα των οποίων έχω προσωπική επιτόπια γνώση και υπάρχουν οι αντικειμενικές αποδείξεις για χρήση οποιουδήποτε έχει ανάγκη επαλήθευσης. Και διευκρινίζω πως τα όσα θα υποστηρίξω αναφέρονται στη "δική" μου Σπηλιά, στη "δική" μου Πεντέλη, και δεν τα αξιολογώ· είναι αυτά που είναι. Έτσι, δε θα δώσω βάρος σε ιστορικά, λαογραφικά, κ.λπ. στοιχεία για την Πεντέλη (πλην των αναγκαίων), επαναλαμβάνοντας δηλαδή πράγματα που μπορεί κάποιος να βρει σε άλλες πηγές.[24] γ) Δεν παριστάνω πως ξέρω περισσότερα από όσα γράφω: απλώς έτσι είναι. Όμως δεσμεύομαι να μην αποκαλύψω κάποιους που μ' εμπιστεύτηκαν και μου ζήτησαν ν' αποσιωπήσω ορισμένα πράγματα. 'Αλλοι πάλι μου ομολόγησαν με αφέλεια πράξεις τους, που οι ίδιοι έκριναν (κατά τη δική μου άποψη, εσφαλμένα) ότι δεν ήταν μεμπτές. Όπως καλύπτω και άλλους, που ποτέ δεν έμαθαν ότι γνωρίζω τις δραστηριότητές τους, γιατί αυτή τη φορά δεσμεύω εγώ ηθικά τον εαυτό μου, αφού δε θα μου άρεσε καθόλου να υποστώ τα ίδια. Αυτονόητο είναι ότι προστατεύω και τον εαυτό μου. Ωστόσο, όσα αποσιωπώ δεν έχουν να κάνουν με την ουσία αλλά μόνο με πρόσωπα. δ) Οι μυθολογίες των λαών ονομάστηκαν έτσι, γιατί τα γεγονότα που αναφέρουν δεν μπορούν να τοποθετηθούν ιστορικά αλλά χάνονται στο απροσδιόριστο παρελθόν. Πολλές και διάφορες οι θεωρίες περί του πώς δημιουργήθηκαν οι μυθολογίες. Όμως, όλες συμφωνούν ότι το περιεχόμενο μεταφέρει κωδικοποιημένες πληροφορίες, και μένει να βρει κάποιος το κλειδί για την ερμηνεία. Στην περίπτωση της Πεντέλης έχουμε το φαινόμενο να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη γένεση μύθου μπροστά στα μάτια μας. Η διαδικασία έχει κινηθεί και κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει. Όμως έχουμε την ευκαιρία να συμβάλουμε στην τελική διαμόρφωση του μύθου. Δική μου επιδίωξη: να μη μεταφερθεί άχρηστο και αποπροσανατολιστικό υλικό, αλλά, ει δυνατόν, μόνον ο ωφέλιμος πυρήνας. Πώς ορίζεται; Ο Καστανέντα περιγράφει πολύ καλά αυτό που εννοώ. Όταν ο Δον Χουάν τού έδειξε κάτι στο σούρουπο, εκείνος είδε ένα απερίγραπτο ζώο διασταύρωση θηλαστικού και πτηνού. Πλησίασε κατάπληκτος και για μια στιγμή πανικοβλήθηκε, όταν το πεσμένο ζώο φάνηκε να του ρίχνεται. Όμως τότε, η αντίληψή του έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: ήταν ένα ξερόκλαδο που πάνω του είχαν πιαστεί διάφορα, και όπως κουνιόταν ελαφρά απ' τον άνεμο έμοιαζε ν' ανασαίνει. Στο φως της ημέρας δε θα είχε ξεγελαστεί· όμως στο μισοσκόταδο και με την επιτήδεια καθοδήγηση του Δον Χουάν η αντίληψή του "κλείδωσε" στην παράδοξη εικόνα. Όταν όλα εξηγήθηκαν, ο Δον Χουάν δεν τον συνεχάρη. Αντίθετα, του είπε πως ήταν κρίμα που έχασε τέτοια ευκαιρία, γιατί αν διατηρούσε λίγο ακόμη την παραίσθηση ποιος ξέρει σε τι κόσμο θα είχε οδηγηθεί.[25] Επομένως, αν απομυθοποιώ κάποια πράγματα, αυτό ισχύει μόνο για όσους δεν ήταν εκεί. Αν δηλαδή ο Καστανέντα είχε μια συγκλονιστική εμπειρία ικανή να του αλλάξει εκ βάθρων το κοσμοείδωλό του και την πορεία της ζωής του, τι θα λέγαμε; Ότι είναι αλαφροΐσκιωτος; Νεραϊδοπαρμένος; Ανεπαρκής; Παραμυθάς; Όχι· θα τον ζηλεύαμε και θα λέγαμε: «Τον τυχερό! Κοίτα τι κατάφερε ξεκινώντας μ' ένα κλαρί και μερικές τούφες ξερόχορτα!» Αν όμως είχε φύγει τρέχοντας, χωρίς ποτέ να μεταφερθεί "αλλού", και χωρίς ποτέ να μάθει τι ήταν αυτό που είδε στον κόσμο της καθημερινότητας, αλλά αντιθέτως διακήρυσσε: «Το είδα το τέρας· δε λέω ψέματα!» τότε μόνο θα είχε νόημα η απομυθοποίηση. Παρακαλώ, η διάκριση αυτή να είναι μόνιμος οδηγός για τα όσα γράφονται στο παρόν βιβλίο. [1] Ήδη από διετίας αρκετοί από τις παρέες μου πήγαιναν συχνά στην Πίριζα (όπου υπήρχαν καλύβες για διανυκτέρευση [βλ. εδώ, σημ. 70]), αλλά δεν ακολουθούσα. Συχνά αυτές οι εκδρομές συνδυάζονταν με καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως μουσικούς αυτοσχεδιασμούς ή ζωγραφική. Εδώ διακρίνουμε κιθάρα, φλάουτο και (με λίγη προσπάθεια) κρουστά. [2] Πρέπει να είχαν συμβεί αρκετά τέτοια δυστυχήματα. Υπήρχαν στη Σπηλιά σημεία, στα οποία αν γλιστρούσες η πτώση ήταν πολύ επικίνδυνη. Έμαθα από εργάτη, που δούλευε το '67-'68 στο λατομείο Μπάνου (νότια κάτω από τη Σπηλιά, λ12 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ), ότι κάποιος Κορίνθιος οδηγός πήγε τη φιλενάδα του απ' το Ξυλόκαστρο στη Σπηλιά. Εκείνη κάπου γκρεμίστηκε και χτύπησε στο κεφάλι. Αυτός φώναξε από πάνω στους νταμαρτζήδες που έσπευσαν και την ανέσυραν αναίσθητη (βλ. και Τα Νέα, 4/7/68). 'Ακουσαν ότι πέθανε την επόμενη μέρα. Στο στρατό ένας συνάδελφος Δ.Κ. από τα Μελίσσια μού είπε ότι μια κοπέλα από την παρέα του έπεσε σε βάραθρο, κι ήταν τυχερή αφού στάθηκε σε πατάρι σπάζοντας μόνο το πόδι της. 'Αλλος από Μελίσσια, είχε έρθει 12 χρόνων στη Σπηλιά και μια ξαδέρφη του έπεσε σε πηγάδι στο βάθος αριστερά. Την άκουγαν, χωρίς να τη βλέπουν. Έφυγαν και ξαναγύρισαν με κάποιους μεγαλύτερους εφοδιασμένους με σκοινιά, οι οποίοι και την έβγαλαν χωρίς σοβαρό τραυματισμό. [3] Όπως γράφει ο Ν. Λελούδας (Εξερευνώντας την υπόγεια Ελλάδα, σ. 87), «Αυτή η "ιστορία" ξεκίνησε από μια διήγηση που είχε κάνει κάποτε για αστείο η αείμνηστη 'Αννα Πετροχείλου σε φίλους της, για να διασκεδάσει απ' τις αντιδράσεις τους, όπως μας αποκάλυψε πολύ αργότερα η ίδια σε συζήτησή μας, αηδιασμένη στην κυριολεξία από τα παραμύθια που είχαν αρχίσει αλυσιδωτά να κυκλοφορούν τότε γύρω απ' την παραπάνω πολύπαθη σπηλιά...» (Θα είχε ενδιαφέρον αν μπορούσε να εξακριβωθεί η χρονολογία της διήγησης, για να δούμε αν έγινε πρώτα η κότα ή το αυγό!) Από την τριπλή εμφάνιση κι εξαφάνιση του σπηλαιολόγου, φτάσαμε να έχουμε τριπλή εξαφάνιση (τριών) στρατιωτών από τη βάση της κορυφής που χάθηκαν μέσα στο εκκλησάκι! Εντάξει, χάθηκε κι ένας από τέσσερις Γερμανούς (μου τα είπαν στις 25/3/92 κάποιοι που εξερευνούσαν με ζήλο τη Σπηλιά). Ή και ακόμη χειρότερα. [4] Βέβαια, αυτά λέγονταν μετά τη συνέντευξη Μπαλάνου. Μάλιστα, τέτοιο ήταν το κλίμα στα τέλη του 1977, που ο Α.Β. (γνωστός συνδικαλιστής σήμερα) μου είχε τηλεφωνήσει από το θάλαμο έξω από την πύλη του νεκροταφείου Χαλανδρίου, για να μου πει βαθιά εντυπωσιασμένος ότι μόλις είχε επισκεφθεί τον τάφο του Μαρίνη, λες και η επιβεβαίωση της ύπαρξής του αποδείκνυε κάτι παραπάνω. [5] Από τις αρχές Μαρτίου 1978 είχαν προηγηθεί αρκετές επισκέψεις στο δρόμο με την υποτιθέμενη βαρυτική ανωμαλία. [6] Αρχικά πήραμε τη ράχη της ρεματιάς βόρεια του στρατιωτικού νοσοκομείου 414, ώστε να βγούμε κάπου πάνω από το δάσος και να έχουμε θέα. Το 414 και μέρος του αιωνόβιου πευκοδάσους που κάηκε στις 6/8/98. Είδαμε λοιπόν απέναντί μας ένα φορτηγό να ξεπροβάλλει από την πύλη της περίφραξης. Κατευθυνόμενοι προς τα εκεί, περάσαμε από εγκαταλειμμένα μηχανήματα των λατομείων και απορούσαμε γιατί τα παράτησαν, αφού πολλά ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Η φαντασία μας δούλευε και φτιάχναμε σενάρια για κάτι φοβερό που είχε συμβεί και τους είχε αναγκάσει να φύγουν αφήνοντας τα πάντα πίσω τους. Το δέος εντάθηκε, όταν σε κάποια πυκνόφυτη περιοχή παρατηρήσαμε αρκετά σπασμένα πεύκα. Ο κορμός τους είχε σπάσει σε ύψος γύρω στα δύο μέτρα από το έδαφος. Θυμηθήκαμε αναφορές σχετικές με θεάσεις UFO που έκαναν λόγο για παρόμοια ευρήματα. Παρά το ηλιόλουστο της ειρηνικής ημέρας, τα είχαμε χρειαστεί. Ήταν ακριβώς η ατμόσφαιρα της ταινίας του Ταρκόφσι Στάλκερ (με σενάριο βασισμένο στο βιβλίο των αδελφών Στρουγκάτσκι Roadside picnic), μόνο που δεν είχε γυριστεί ακόμη! (Όταν το 1980 παίχτηκε στο φεστιβάλ των Κανών και διάβασα την υπόθεση, ήταν τόσες οι ομοιότητες που αναρωτήθηκα μήπως είχε ακούσει τίποτε για την Πεντέλη). Βέβαια, τον επόμενο χειμώνα είδα πώς έσπαζαν τα φορτωμένα με χιόνι πεύκα σε συνδυασμό με χαμηλές θερμοκρασίες και ισχυρό άνεμο (ειδικά όσα είχαν προσβληθεί από μικροοργανισμούς στο εγκάρδιο ξύλο, επομένως είχαν χάσει σε κάποια σημεία τη μηχανική τους αντοχή), οπότε πάει το μυστήριο. Όσο για τα μηχανήματα, διαπίστωσα πως είχαν εγκαταλειφθεί σε όλα τα λατομεία και όχι μόνο σ' εκείνα κοντά στη Σπηλιά. Μια δραστηριότητα που ξεκίνησε με το κλείσιμο των λατομείων, και συνεχίστηκε σποραδικά μέχρι το 2007, ήταν η περισυλλογή αυτών των μηχανημάτων. Συνήθως οι παλιατζήδες τα τεμάχιζαν επιτόπου με φλόγα οξυγόνου - ασετιλίνης για να τα πουλήσουν ως σίδερο σκραπ με το κιλό. Μη βλέπετε τα μεταγενέστερα χάλια τους. Ορισμένα (όπως τα δύο επάνω της αριστερής φωτο) δούλευαν επί αρκετά χρόνια μετά το κλείσιμο των λατομείων (παράνομα η μπίγα, "ημι-νόμιμα" ο σπαστήρας των αδελφών Μαρή). Η ερπυστριοφόρος τσάπα Liebherr 941 (ένθετη) ήταν το τελευταίο μηχάνημα που διαλύθηκε στην Πεντέλη (ζύγιζε 21 τόνους). Το βέλος δείχνει τα υπολείμματα του απογυμνωμένου φορείου της, λίγο πριν φορτωθεί κι αυτό με την ελαστικοφόρο τσάπα Liebherr 912 σε χρήση γερανού. Το μηχάνημα δεν ανήκε σ' εκείνα των προ του 1977 λατομείων, αλλά είχε ξεμείνει από τις παράνομες εργασίες στις αρχές της δεκαετίας '90. Όμως, ακόμη κι αυτή η απλή δραστηριότητα των παλιατζήδων αποτελεί μέρος του μυστηρίου: «Το ερώτημα τώρα είναι, ποιος και γιατί μετακίνησε ένα παλιό και άχρηστο αντικείμενο που ζύγιζε τόνους; (...) O γερανός ήταν άχρηστος ως προς τη χρήση και δεύτερον, δε σύμφερε η μεταφορά του για σκραπ. Αποτέλεσμα των δυο παραπάνω; Όποιος εξαφάνισε το γερανό ήθελε να μην υπάρχει στο χώρο. Για ποιο λόγο; Ίσως για να μην κινήσει υποψίες η ύπαρξή του για πράγματα που γίνονταν κάπου εκεί κοντά...» (Το σκουριασμένο αίνιγμα - Ο εκσκαφέας μυστήριο. Copyright Γ. Τσουκαλά - 2006, http://www.enterstar.gr/pendeli/rusty excavator.htm ) Αντιπαρερχόμενοι τα αυθαίρετα και αστήρικτα προαπαιτούμενα, ας περιοριστούμε να σημειώσουμε ότι το φορείο με τις ερπύστριες του συγκεκριμένου shovel (NCK βρετανικής κατασκευής) δε μετακινήθηκε καθόλου· υπάρχει ακόμη κάτω από τα χώματα που κατέβασαν τα βροχόνερα το 2003 (από τα υπερκείμενα μπαζώματα της Αττικής Οδού), διότι οι αθίγγανοι που το τεμάχισαν βιαστικά το 2005 δεν είχαν τα μέσα για να το ξεθάψουν. Αφού επί 25 χρόνια ανέβαλλα τη φωτογράφηση του σόβελ [βλ. εδώ, σημ. 11], όταν επιτέλους πήγα αποφασισμένος, φυσικά, μόλις είχαν διαλύσει και είχαν πάρει το σκάφος και τις εξαρτήσεις. Έτσι, φωτογράφισα τα ερείπια του παρακείμενου χοιροστασίου, που διατηρούσε ο Κ.Σ., επιστάτης της Μονής, όταν λειτουργούσαν τα λατομεία. Αυτός κατέγραφε τους όγκους που έφευγαν από το βουνό, διαμένοντας σε οικίσκο στην άκρη του ασφαλτόστρωτου δρόμου. Εδώ βρήκα μια μικρή φωτο του συγκεκριμένου shovel (σε συνδυασμό με τη μη εξαιρετέα γίδα, βέβαια). [7] Δεν ξέρω αν ήταν η πρώτη πινακίδα, σίγουρα όμως δεν ήταν η τελευταία. [8] Όταν εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά φορτηγό κατηφορίζοντας προς το μέρος μας, δεν είχαμε άλλη λύση από το να σταθούμε αριστερά της πύλης (τότε δεν υπήρχε ούτε ένα πεύκο για να καλυφθούμε πίσω του) και να βασιστούμε στην αποχαύνωση του οδηγού από τη διαρκή επανάληψη της σύντομης διαδρομής. Πράγματι, πέρασε δίπλα μας χωρίς να μας αντιληφθεί και, όταν μπήκε στο νταμάρι για ν' αδειάσει (στο λ10 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ), κατεβήκαμε στον αρχαίο δρόμο, αφού επιστρέφοντας θα έπρεπε πλέον να είναι τυφλός για να μη μας δει. Όταν πέρασε λίγα μέτρα από πάνω μας, έτρεξα πίσω του (πολύ κοντά, ώστε να μη φαίνομαι από τους καθρέφτες) για να σημειώσω τον αριθμό του, όμως (ως εργοταξιακό) δεν είχε πινακίδες. Για του λόγου το αληθές: αριστερά, προσέξτε πόσο γυμνό ήταν το μέρος έξω από την πύλη και δεξιά, πώς έσπευσαν τα πεύκα να καταλάβουν το κενό που άφησαν οι λατόμοι. (Για την ταυτοποίηση το σημείο μέσα στην έλλειψη). [9] Συζητούσα με κάποιον της νεότερης γενιάς που αισθάνεται την Πεντέλη σαν το σπίτι του, και υπέθεσε ότι κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο. Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τότε. Συνειδητοποίησα ότι την αισθάνομαι καλύτερα απ' το σπίτι μου. Γιατί στο σπίτι μου και μόνο που σκέφτομαι, ας πούμε, ότι πρέπει να ποτίσω τα λουλούδια, κουράζομαι. Στο βουνό, που έχουν "μακρύνει" τα χέρια μου κουβαλώντας μπιτόνια με νερό επί χρόνια και χρόνια για να ποτίσω, το κάνω ανελλιπώς. Μάλιστα, επειδή φυτεύουν κι άλλοι κοντά στις πηγές, εγώ διαλέγω άνυδρες περιοχές όπου η φυσική βλάστηση έχει κάποια κενά (κι αυτό δεν είναι τυχαίο, είτε και οι εδαφικές συνθήκες δεν ευνοούν είτε πρόκειται για περιοχή φυτών που έχουν βρει τρόπο να εξοντώνουν τα παρείσακτα φυτά, οπότε το εγχείρημα δυσκολεύει περισσότερο). Τι σημαίνει αυτό; Για παράδειγμα, το 2005 μετέφερα πάνω από 1000 λίτρα νερό (τα 350 από σταλάγματα της Σπηλιάς, 250 από το γεφύρι βορειοδυτικά της πλατείας Αγία Τριάδα και τα υπόλοιπα από την πηγή του Αγιάννη) σε διάφορα σημεία που απέχουν ικανές αποστάσεις, μέχρι και 1 χλμ. Και δεν είναι ότι βλέπω τους κόπους μου ν' ανταμείβονται και η ευχαρίστηση μου δίνει δύναμη. Αντίθετα, από τις 107 ρίζες που έχω κατά καιρούς φυτέψει οι 80 ήδη δεν υπάρχουν (καιρικές συνθήκες, αρρώστιες, αρουραίοι, γίδια, άνθρωποι), και από τις λοιπές καμία δεν έχει φτάσει ακόμη σε φάση ανάπτυξης που να δείχνει ότι μπορεί να ζήσει υπερνικώντας τις παραπάνω αντιξοότητες. (Να προσθέσω, για τους υπερευαισθητοποιημένους, ότι δε φυτεύω ό,τι λάχει· προέρχονται από σπόρους ντόπιων φυτών που παίρνω και τους αναπτύσσω σπίτι μου). Όμως, δεν έχω την αποκλειστικότητα, γνωρίζω κι άλλον ένα που κουβαλάει νερό για τα δικά του φυτέματα, τον αλλοδαπό μόνιμο κάτοικο Ελλάδας E.J. Όσοι ενδιαφέρονται για τη χλωρίδα της Πεντέλης, ας διαβάσουν εδώ: http://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/26845 [10] 'Αλλοι έχουν πάει "εκατομμύρια" φορές ή "αμέτρητες" ή "άπειρες", εγώ μόνο 3307 (μέχρι 26/5/16). Όμως και το νούμερο αυτό από μόνο του δε λέει τίποτε. Ξέρω ανθρώπους που πηγαίνουν κάθε μέρα στην Πεντέλη βόλτα με το σκύλο τους. Θα μπορούσε κάποιος να έχει μετρήσει διπλάσιες επισκέψεις. Ή κάποιος παλιός νταμαρτζής που δούλευε στο βουνό να έχει ακόμη περισσότερες ημέρες. Πρέπει λοιπόν να προσθέσουμε και τον παράγοντα πρόθεση. Οπωσδήποτε όμως κατά τα τελευταία 38 χρόνια της ζωής μου είναι σαν να έχω περάσει πάνω από 9 στην Πεντέλη. (Ρεκόρ συνεχούς παραμονής στον ευρύτερο χώρο της Σπηλιάς: 77 ώρες, από 22 ως 25/7/93). [11] Το φαινόμενο της προσκόλλησης σε ένα βουνό δεν περιορίζεται στην Πεντέλη. Για να μείνουμε στο λεκανοπέδιο, υπάρχουν πολλοί μόνιμοι επισκέπτες του Υμηττού και της Πάρνηθας, κατά κανόνα κοντινοί κάτοικοι. Κι εγώ το ίδιο: σε όλη μου τη ζωή μένω στους πρόποδες του Υμηττού και παιδιόθεν ανέβαινα στο βουνό. Όμως, όταν γνώρισα την Πεντέλη τον εγκατέλειψα (γνωρίζω αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις). Δεν ξέρω πόσο συχνό είναι και το αντίστροφο, δηλαδή κάτοικοι των παρυφών της Πεντέλης να την αγνοούν και να έχουν αφοσιωθεί στον Υμηττό, οπότε δεν ξέρω κι αν πράγματι η Πεντέλη έχει την αποκλειστικότητα. [12] Ο Κώστας Κρυστάλλης, που ανέβαινε στην Πεντέλη στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αι., διατυπώνει τα παραπάνω με συγκινητική ακρίβεια στους αρχικούς και καταληκτικούς στίχους του εκτενούς ποιήματος Πεντέλη (15/7/1893, 'Απαντα Κρυστάλλη, εκδ. Μαίναλον, σ. 124, και Ιστορία, Θρύλοι και Παραδόσεις του Πεντελικού βουνού, 1983, σ. 175).
Ας σημειώσουμε πως άρρωστος από φυματίωση, είχε διαρκή υπόμνηση του επικείμενου θανάτου του − που δεν απέφυγε στα 26 του χρόνια (1894). [βλ. κι εδώ, σημ. 57] Η προτομή του Κρυστάλλη στην πλατεία της Παλιάς Πεντέλης (Αγία Τριάδα). Επίσης, «Γύριζα να γνωρίσω την Αττική, έτσι νόμιζα· μα εγώ γύριζα να γνωρίσω την ψυχή μου· στα δέντρα, στα βουνά, στη μοναξιά ζητούσα να βρω και να γνωρίσω την ψυχή μου». (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, σ. 137) [13] Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των νέων ανθρώπων που ενδιαφέρονται για το θέμα δεν έχει ούτε ακουστά το όνομα Μπαλάνος! (Αν ανήκετε σ' αυτή την κατηγορία, ξεκινήστε από εδώ: http://www.locus7.gr/balanos.asp) Βέβαια, προτού το Μπαλάνος χαθεί από το προσκήνιο, μεσολάβησαν σταδιακές παραφθορές (έχω ακούσει τα Μπαλάμος και Μπαλαμάνος). [14] Ο πατέρας του συντάκτη είχε επισκεφτεί τη Σπηλιά με την ομάδα του Μπαλάνου, όταν ξεκινούσαν όλα αυτά (βλ. και τις καλές συστάσεις: Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, σ. 372), οπότε θα περιμέναμε κάτι καλύτερο από το γιο. [15] Για την ονοματοδοσία βλ. Γ. Μπαλάνος: Κάτι που έρπει...ΣΑΝ ΣΚΙΑ, Εκδ. Locus-7 2000, σ. 39-40, και κεφ. του παρόντος: Αξιοσημείωτα φαινόμενα ή πλάνες; [16] Και όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός αυτής της ειδικής άγνοιας τόσο ριζώνει η αυταρέσκεια. Μια περιήγηση στους σχετικούς διαδικτυακούς τόπους ανταλλαγής ιδεών (forum επί το "ελληνικότερον") με έκανε να νιώσω κάτι σαν λιποψυχία. Φυσικά, συνάντησα το άκρον άωτον εκεί όπου συνδιαλέγονταν για το θέμα της Πεντέλης οι πλέον ανίδεοι. Όταν κάποιος τους λυπήθηκε και τους συνέστησε για έγκυρες πληροφορίες την ιστοσελίδα που με φιλοξενεί, γράφτηκε το αμίμητο: «Δε νομίζω να λέει κάτι παραπάνω από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα»! http://www.myphone.gr/forum/showthread.php?p=868495#post868495, (hydro, 28/4/05) [17] Για να μην πει κανείς ότι το φαινόμενο οφείλεται στο νεαρόν της ηλικίας του ερευνητή, να κι ένα απόσπασμα από ηλικιακό αντίποδα: «Το εσωτερικό της σπηλιάς είναι διαφορετικό. Υπάρχουν ίχνη πρόσφατα, από αυτοκίνητα (τροχών) ή μικρών φορτωτών τα οποία πρέπει να πήραν αρκετά κυβικά... γης, γιατί το έδαφος στα δεξιά έχει χαμηλώσει εκ νέου και το επίπεδο είναι χαμηλότερο από την προηγούμενη φορά που την επισκέφθηκα (πριν έξι μήνες). Μα τι διάβολο το κάνουν το υλικό;» (Γιάννης Γιαννόπουλος, Πρόσφατη επίσκεψη στο βουνό της Πεντέλης και στη σπηλιά του, Λυκάονες, τ. 12, σ. 65, Μάιος 2006) Εννοείται ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει. Τα δε ίχνη που πυροδότησαν την πλάνη δεν ανήκαν σε φορτωτές αλλά σε "φτιαγμένα" τζιπ και μηχανές ATV (all terrain vehicles), τις γνωστές "γουρούνες". [18] Όσες φορές συνέπεσα με κάποιον ερευνητή στη Σπηλιά (σ' αυτούς δεν περιλαμβάνεται ο Γ. Μπαλάνος), διαπίστωσα πως οι όποιες "διορθωτικές" πληροφορίες μου έπεφταν κυριολεκτικά στο κενό, δεν είχαν την παραμικρή απήχηση. Επομένως, περισσότερο στοχεύω στην ερχόμενη (μη "μολυσμένη") γενιά, που δεν έχει ακόμη ούτε ακουστά για την Πεντέλη. [19] Για να μην είμαι απόλυτος, ίσως κάποια ελάχιστα και άγνωστα μεταξύ τους άτομα να είχαν κάτι να πουν, όμως ποτέ δε θα το μάθαινε το ευρύ κοινό. [20] Οι οποίες σήμερα (7 Ιουλίου 2008), είναι 1536, δηλαδή το ~63%. Όμως τα πρώτα 6 χρόνια, που ήταν και τα καλύτερα, ξεπερνούσαν το 72%. Δεν το επιδίωξα, έγινε από μόνο του. Γρήγορα κατάλαβα πως αν ήθελα να πηγαίνω συχνά στο βουνό, έπρεπε να το κάνω μόνος μου, για τον απλούστατο λόγο ότι τη μια δεν μπορούσε ο ένας και την άλλη δεν μπορούσε ο άλλος. [21] Ειδικά ορισμένες εκτεταμένες σημειώσεις απευθύνονται σε όσους έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα, ώστε να μπορούν να διασταυρώσουν ορισμένες πληροφορίες με τις δικές τους παρατηρήσεις. Να προσθέσω ότι το "στήσιμο" του παρόντος αρχικά έγινε στο Word με σκοπό την έντυπη έκδοση. Οπότε, στη μετεγγραφή του στο FrontPage μόνη μου μέριμνα ήταν ο λιγότερος δικός μου κόπος σε συνδυασμό με λειτουργικό αποτέλεσμα και όχι η αισθητικά άρτια μορφή της ιστοσελίδας. Θυμηθείτε ότι κάθε εσωτερικός σύνδεσμος ανοίγει στο ίδιο παράθυρο, οπότε η επιστροφή γίνεται με την εντολή Back, σε αντίθεση με τις φωτογραφίες και τους εξωτερικούς συνδέσμους που ανοίγουν σε νέο παράθυρο, οπότε χρειάζεται η εντολή Close. [22] Δε μου περιποιεί τιμή, αντιθέτως. Αν κάποτε υποβληθώ στη βάσανο της ψυχοστασίας κι ερωτηθώ προκαταρκτικά: «Εσύ, παιδί μου, τι έκανες στη ζωή σου;» θ' απαντήσω μουδιασμένα: «Εγώ..., εγώ..., να, πήγαινα στην Πεντέλη!» και θα υποστώ τις όποιες συνέπειες. [23] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ερώτημα που με είχε παιδέψει επί μεγάλο διάστημα. Κάποτε παρατήρησα πως έλειπαν λωρίδες από το φλοιό νεαρών πεύκων, εκείνων δηλαδή που έχουν ακόμη την ασημιά φλοίδα. Υπέθεσα ότι κάποιος με τσεκουράκι ή ματσέτα περνώντας από το μονοπάτι χτυπούσε τα δέντρα για γούστο. Φυσικά, η παρατήρηση αυτή σύντομα οδήγησε στον εντοπισμό και άλλων περιοχών στο βουνό όπου υπήρχαν όμοιες αποφλοιώσεις, οπότε η υπόθεση που είχα κάνει δεν έστεκε. Έμεινα με την απορία, και πέρασε αρκετός καιρός προτού δω τους δράστες επί τω έργω. Ήταν τα γίδια! Κατά τον ίδιο τρόπο, οι απαντήσεις που δίνω δεν είναι προϊόντα διανοητικής εργασίας αλλά καρποί των συχνών επισκέψεων επί πολλά χρόνια. Αργά ή γρήγορα, δηλαδή, τα περισσότερα ερωτήματα λύνονται μόνα τους. [24] Προβληματίστηκα αν πρέπει να παρουσιάσω πλήρη βιβλιογραφία. Τελικά, αποφάσισα να μην το κάνω, (παρότι είναι αντιδεοντολογικό, αφού κάνω και αναφορές σε πρόσωπα που έχουν πλούσιο συγγραφικό έργο χωρίς να παραπέμπω στα βιβλία τους). Όμως, η επιλογή αυτή επιβλήθηκε από την απόφασή μου να μη συμβάλω στη διάδοση της παραπληροφόρησης, ούτε καν με απλή μνεία. Γιατί άλλο είναι να διαφωνώ με καλοπροαίρετα και έντιμα πονήματα και να προσπαθώ να τα ανασκευάσω, κι άλλο να καταπιαστώ με παράγωγα χώρων με τους οποίους δε θέλω να έχω καμία σχέση. Φυσικά, ούτε στις παρακάτω πηγές είναι σωστά όλα όσα αναγράφονται (όπως και σε κάθε άλλο βιβλίο, ακόμη κι αν το υπογράφει ο... Πάπας), και πάντα το κάθε τι χρειάζεται επαλήθευση.
Ο λήσταρχος Νταβέλης, Αιμίλιου Αθηναίου Τα μυστήρια της Πεντέλης, 2004 και Πεντέλη - Ιστορία, Θρύλοι, Μυστήρια, 2013, Ευάγγελου Ζήση Η Δούκισσα της Πλακεντίας, Δημήτριος Καμπούρογλου Ληστές - Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Γιάννης Κολιόπουλος Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα, Μανόλη Κορρέ Η Σπηλιά της Πεντέλης, Γεώργιος Λαδάς, σε 2 τεύχη του περιοδικού Συλλέκτης Οι βυζαντινές τοιχογραφίες των παρεκκλησίων της Σπηλιάς της Πεντέλης, Ντούλας Μουρίκη Το Ασκηταριό της σπηλιάς του Νταβέλη, Νικόλαος Μουτσόπουλος, Ζυγός, τ. 50 Πέρα από το Αίνιγμα της Πεντέλης, Γιώργου Μπαλάνου Τα βουνά της Αττικής, Νίκος Νέζης Ιερά Μονή Πεντέλης, Διονυσίου Αλβανάκη Πεντέλη: το ιερό όρος της Αθηνάς, Τάσος Πετούρης Η Σπηλιά της Πεντέλης, Γεώργιος Σωτηρίου, Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 1927 Ταξίδι στην Ελλάδα, Εβλιά Τσελεμπί Ιστορία, Θρύλοι και Παραδόσεις του Πεντελικού βουνού, 1983 Πεντέλη - Από την ανάδυση της Αιγαίας γης έως τους ρωμαϊκούς χρόνους, Ορεσίβιου (pdf εδώ) Πεντέλη - Από τους βυζαντινούς χρόνους έως τη σύγχρονη εποχή - Μέρος Α΄: το όρος των Αμώμων, Ορεσίβιου (pdf εδώ) [25] Βλ. Ταξίδι στο Ιξτλάν, εκδ. Καστανιώτη, 1978, σ. 142-5. |