Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Κατά τους αρχαιολόγους, η μεγάλης έκτασης εκμετάλλευση του πεντελησίου μαρμάρου άρχισε μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) στο λατομείο της Σπηλιάς. Στην αεροφωτογραφία το τελικό τμήμα του λατομείου, όπου και το άνοιγμα της Σπηλιάς. Παλαιότερα η ζήτηση δομικών υλικών για τα σημαντικά κτίρια (κυρίως ναούς) καλυπτόταν από τον πωρόλιθο του Πειραιά. Όταν τα εργαλεία των αρχαίων Αθηναίων βελτιώθηκαν, ο πωρόλιθος έπαψε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των κατασκευαστών για χάρη του υπέρτερου, αλλά και δυσκολότερου στην κατεργασία, μαρμάρου του Υμηττού. Με την περαιτέρω πρόοδο της τεχνολογίας (οδοποιία, μεταφορικά μέσα), αλλά και λόγω της οικονομικής ακμής της πόλης, οι αρχιτέκτονες στράφηκαν στην πιο μακρινή Πεντέλη (Βριλησσό τότε). Έκτοτε, το ευγενέστερο λευκό μάρμαρό της απετέλεσε το κατεξοχήν υλικό που συνδέθηκε με την ιστορία του τόπου. Όχι, βέβαια, επειδή το λευκό συμβολίζει κάτι φιλοσοφικό ή μεταφυσικό, όπως όλοι έχουμε ακούσει να υποστηρίζεται και να υμνείται, αλλά για κάποιον πρακτικότερο λόγο: το λευκό μάρμαρο ήταν ιδανικό για να χρωματίζεται! Οι αρχαίοι ναοί δεν έστεκαν ανέκαθεν σαν λευκασμένα οστά κάποιου γιγάντιου αποσαρκωμένου τέρατος· ήταν βαμμένοι με έντονα χρώματα και εκτός από τον γλυπτό οι μαρμάρινες επιφάνειες έφεραν και γραπτό διάκοσμο. Επί 7 ακόμη αιώνες συνεχίστηκε η εξόρυξη του μαρμάρου και τα λατομεία επεκτάθηκαν [1] κατά μήκος της ράχης με τις καλύτερες φλέβες (στην οποία βρίσκεται και η Σπηλιά, που έδωσε το όνομά της σε όλη αυτή την περιοχή), αλλά και σε άλλες θέσεις στο βουνό. Αριστερά, στην κοκκινισμένη περιοχή βρίσκονται τα μεγαλύτερα και περισσότερα αρχαία λατομεία. Στη μέση, στην κιτρινισμένη περιοχή εντοπίζονται οι δύο κύριες φλέβες μαρμάρου με τα αρχαία λατομεία (σημειώνεται η θέση της Σπηλιάς). Δεξιά, το τοπογραφικό διάγραμμα του Μ. Κορρέ (Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα, σ. 92-3) της ίδιας περιοχής (σημειώνεται η θέση της Σπηλιάς). Ακόμη και όταν η Αθήνα έχασε την ηγεμονία της, η πνευματική της αίγλη παρακινούσε πολλούς χορηγούς, μεταξύ των οποίων και Ρωμαίοι αυτοκράτορες, να την προικίζουν με κοινωφελή καθιδρύματα. Όλα τα γνωστά σήμερα μνημεία της Αθήνας είναι δείγματα των εποχών εκείνων. Παράλληλα, υπήρχε ζήτηση για μάρμαρο της Πεντέλης εκτός Αθηνών, αλλά και εκτός Ελλάδας. Ωστόσο, κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή, τα γούστα άλλαξαν και η αγορά στράφηκε προς το έγχρωμο μάρμαρο. Έτσι, τα λατομεία της Πεντέλης έχασαν τη σπουδαιότητά τους και πέρασαν στο περιθώριο. Δυστυχώς, δε σώζονται πολλές αναφορές για τα πεντελικά λατομεία, επειδή δεν ανήκαν στα αυτοκρατορικά λατομεία αλλά σε ιδιώτες (βλ. Alfred Michael Hirt, Imperial Mines and Quarries in the Roman World). Όμως και οι καιροί άλλαξαν. Στα χρόνια που ακολούθησαν η αρχαία θρησκεία καταργήθηκε, η Αθήνα ξέπεσε σε μια ασήμαντη πόλη μιας επαρχίας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι νέοι ναοί χρησιμοποίησαν τους παλιούς, είτε ως πηγή οικοδομικού υλικού είτε μετασκευάζοντάς τους, και τα λατομεία, που είχαν συνδεθεί με την ακμή της, ακολούθησαν τη μοίρα της. Από το κακό στο χειρότερο, ήρθαν τα 250 χρόνια της Φραγκοκρατίας και τα κοντά 400 της Τουρκοκρατίας. Η Αθήνα πέρασε φάσεις εγκαταλειμμένης πόλης, πολίχνης, χωριού. Μέχρι που το 1834 ανακηρύχτηκε ως πρωτεύουσα της Ελλάδος, βαυαροκρατούμενης βέβαια. Αφού ο βασιλιάς Otto I (Όθων Α΄, επί το ελληνικότερον) επείσθη να μην οικοδομήσει το ανάκτορό του [2] πάνω στην Ακρόπολη (!) αλλά στο λοφίσκο του Αγίου Αθανασίου, προς τούτο την άνοιξη 1836 άρχισαν εκ νέου εξορύξεις στο λατομείο της Σπηλιάς (Λ1).[3] Τώρα πια τον πρώτο λόγο είχε η πυρίτις, και τα αποτελέσματα είναι ορατά σε αρκετά τμήματα του λατομείου, ειδικά εκεί όπου οι αρχαίοι είχαν αφήσει άτμητες προεξέχουσες μάζες πετρώματος για να στηρίζουν τα ψηλά τοιχώματα με την έντονη κρέμαση. Αν και τα σημεία αυτά είχαν επιλεγεί σε θέσεις όπου ήταν ασύμφορη η εκμετάλλευση, (κακής ποιότητας μάρμαρο λόγω προσμείξεων ή πυκνών αρμών και ρωγμών), με τα νέα κριτήρια δε γλίτωσαν. Οι Βαυαροί ξεκίνησαν ακριβώς από αυτά τα σημεία και, όταν σύντομα εξαντλήθηκαν, στράφηκαν προς το διπλανό προς βορράν αρχαίο λατομείο (Λ2). Στο λατομείο της Σπηλιάς, κοκκινισμένα τα ΒΔ τμήματα που φέρουν τα ίχνη των Βαυαρών. Λίγα σημεία, και πιο δυσδιάκριτα, υπάρχουν και στα ΝΑ τοιχώματα του λατομείου, καθώς και σε ένα σημείο πάνω από το στόμιο. Ήταν επόμενο ν' αυξηθεί η ζήτηση μαρμάρου στην αναπτυσσόμενη πόλη. Σε μια εποχή νεοκλασικισμού οι νέες κατοικίες, τα δημόσια κτίρια, το Παναθηναϊκό στάδιο, δημιούργησαν την ανάγκη εξόρυξης και σε άλλες θέσεις, κυρίως από την περιοχή του 'Αγιου Παντελεήμονα και χαμηλότερα (Βαθύρεμα, Κοκκιναράς), δυτικά των αρχαίων λατομείων. Στο χάρτη του Kaupert (φύλλο PENTELIKON 1882) η περιοχή των κύριων αρχαίων λατομείων με κίτρινο χρώμα (με το βέλος επισημαίνεται ένα απομονωμένο), τα λατομεία του 19ου αιώνα με κόκκινο, και με πράσινο λατομεία ασβεστόλιθου (ίσως εννοούσε όχι εκμεταλλεύσιμων όγκων αλλά απλής πέτρας για ασβεστοκάμινα και λοιπά οικοδομικά υλικά) της ίδιας περιόδου. Για τη γεωλογία της Πεντέλης βλ. Ηλία Μαριολάκου, Η γεωλογική δομή και τα μάρμαρα της Πεντέλης (Ιστορία, Θρύλοι και Παραδόσεις του Πεντελικού βουνού, σ. 143), και Μερτζάνης Α., Σκοτίδα A., Ευθυμίου Γ., Ζακυνθινός Γ., Διαχρονική εξέλιξη της κατάστασης περιβάλλοντος (γεωλογία - γεωμορφές) και των χρήσεων γης σε αργούντα λατομεία του Πεντελικού όρους (Αττική) http://geolib.geo.auth.gr/digeo/index.php/bgsg/article/viewFile/1508/1354
«Τα σύγχρονα λατομεία διακρίνονται σαν λευκό σημάδι στην πλαγιά του Πεντελικού, στα αριστερά της κορυφής όπως κοιτάζουμε από την Αθήνα. Τα αρχαία λατομεία βρίσκονται στα δεξιά της». (Ernest Arthur Gardner, Ancient Athens, 1902, σ. 35) Τμήμα φωτογραφίας από το αρχείο της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Μεταξύ των βελών η περιοχή των αρχαίων λατομείων. Είναι εμφανής η διαφορά στο χρωματισμό με τα δυτικότερα νέα λατομεία. Παρά ταύτα η λατόμηση προχωρούσε με βραδείς ρυθμούς λόγω του χαμηλού επιπέδου τεχνογνωσίας και τεχνολογίας,[4] αλλά και γιατί το βάρος μετατοπίστηκε σε νέα λατομεία στη βόρεια πλευρά της Πεντέλης και στα λατομεία Διονύσου, επειδή αυτά συνδέθηκαν με το σιδηροδρομικό δίκτυο που κατασκευάστηκε εντωμεταξύ μέχρι την Κηφισιά (αγγλική εταιρεία γαρ − η Marmor Ltd με αριθμό μητρώου στο βρετανικό υπουργείο βιομηχανίας και εμπορίου 54031 το 1897, σύμφωνα και με επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα στο Διόνυσο, ενώ εμφανίστηκε και η Pentelikon Marble Quarries Ltd, αρ. μητρ. 61410 το 1899, πηγή εδώ). 'Αλλο πρόβλημα ήταν ότι το εξορυσσόμενο μάρμαρο στα νέα λατομεία της νότιας πλευράς δεν ήταν και τόσο λευκό.
«...σήμερα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί ένας εντελώς λευκός όγκος μαρμάρου· σχεδόν όλοι διασχίζονται από μπλε φλέβες, και ορισμένοι μπλεδίζουν τόσο όσο το μάρμαρο του Υμηττού». (αυ.)
Έτσι, όταν το 1898 χρειάστηκαν μάρμαρα για τον Παρθενώνα τα προμηθεύτηκαν από την αγγλική εταιρεία (βλ. Το 'Αστυ, αρ. φύλ. 2670, 23/04/1898, σ. 2). Ακολούθησαν περίοδοι κάμψης της αγοράς μαρμάρου. Οπότε, από το 1836 πέρασε πάνω από ένας αιώνας χωρίς σοβαρή αλλοίωση του τοπίου που είχαν αφήσει οι αρχαίοι. Χαρακτηριστικό είναι πως ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του '50 το λευκό μάρμαρο που απαιτήθηκε για την ανοικοδόμηση της στοάς του Αττάλου προήλθε από το λατομείο Διονύσου, ενώ το υποκύανο από λατομείο στον Κοκκιναρά (βλ. Craig A. Mauzy, Agora excavations, 1931-2006, p. 45). Μέχρι που φτάνουμε στα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε αρχίζει και η λεγόμενη "χρυσή οκταετία" Καραμανλή (υποθέτω, κατά το χρυσούς αιών του Περικλέους). Ήδη είχε συμβεί η μαζική εγκατάλειψη της επαρχίας για τους γνωστούς λόγους, και η δραστική αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας έθεσε επείγον οικιστικό πρόβλημα, που λύθηκε με το παγκοσμίως ανυπέρβλητο ρηξικέλευθο σύστημα της αντιπαροχής. Έτσι, τα νεοκλασικά κτίρια έδωσαν τη θέση τους σε πολυκατοικίες, και η Αθήνα επεκτάθηκε ταχύτατα. Τότε, πολλαπλασιάστηκαν οι θέσεις εξόρυξης και, το χειρότερο, επαναλειτούργησαν τα μισοθαμμένα αρχαία λατομεία. Η φωτο του 1931 (της Dorothy Burr Thompson) δείχνει τις θέσεις 2 (κάτω από τον 'Αγιο Παντελεήμονα, Κοκκιναράς) και 3 (πάνω και κάτω από το μαρμάρινο πυροφυλάκιο, Βαθύρεμα) όπου γινόταν εξόρυξη κατά τον 19ο αι. Οι θέσεις 1 (πάνω από την Πολιτεία) και 4 (ανατολικά των Αγίων Ασωμάτων) μάλλον δουλεύτηκαν στις αρχές του 20ού αι. Η φωτο του 1957 (καταληκτικό πλάνο της ταινίας Ο γυναικάς) δείχνει (ανάμεσα στα βέλη) το ξεκίνημα της δράσης στην περιοχή των μεγάλων αρχαίων λατομείων. Οι πρώτες μπουλντόζες έκαναν εύκολη τη διάνοιξη οδικών προσβάσεων, οι μηχανικοί εκσκαφείς (shovel) ξεμπάζωναν τα αρχαία λατομεία [βλ. εδώ, σημ. 33], τη μεταφορά των μαρμάρων ανέλαβαν φορτηγά αυτοκίνητα −όλα στρατιωτικά μηχανήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που εκποιήθηκαν φθηνά μετά−, κι αυξήθηκε κατακόρυφα η παραγωγή.[5] Μια μπουλντόζα Caterpillar D7 (των αδελφών Ματσάγγου). Τόσο παλιά που αντί υδραυλικού συστήματος για τις κινήσεις του μαχαιριού είχε μηχανικό με συρματόσκοινα. Και για εκκινητή του ντιζελοκινητήρα είχε μικρό βενζινοκινητήρα. Μία από τις εκατοντάδες χιλιάδες "Καναδέζες" που φτιάχτηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (η συγκεκριμένη ήταν του Β. Μπισμπιρούλα). Μερικά από τα σουβενίρ (οι ημερομηνίες δηλώνουν το πότε αποσπάστηκαν): πάνω αριστερά, θερμόμετρο μεγάλου εγκαταστημένου αεροσυμπιεστή από το λατομείο Μπάνου. Το όργανο πάνω δεξιά δε θυμάμαι από πού. Κάτω αριστερά, προβολέας (Westinghouse) από φορτηγό Ford Canada (του Γεμελιάρη ή του Αρκά), και κάτω δεξιά από το ίδιο όχημα το καταπληκτικό φλας (βελγικής προέλευσης). Μπροστά στον ορυμαγδό της ανάπτυξης κάποιες φωνές διαμαρτυρίας καταπνίγηκαν. Χαρακτηριστική του κλίματος είναι η απάντηση (πραγματιστική, κυνικότατη, επίκαιρη!, και αξιοσημείωτα αλαζονική) των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, που μάλιστα πλήρωσαν για να δημοσιευτεί στις εφημερίδες:
«Εάν η Πεντέλη διαθέτει τον ορυκτόν πλούτον, είναι μοιραίον δια την ενίσχυσιν της Εθνικής Οικονομίας να ισοπεδωθή ακόμη εις το διάστημα μερικών αιώνων, παρά τα δάκρυα των σημερινών και των μετέπειτα νοσταλγών του ρωμαντισμού. (...) Η Πεντέλη μόνη της εδημιούργησεν την τύχην της (...)». («Υπόμνημα συλλόγου εργοδοτών λατόμων μαρμάρων Ελλάδος», ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/5/60, σ. 9, ΤΑ ΝΕΑ, 16/5/60, σ. 4)
Έτσι, το πεντελίσιο μάρμαρο, που χρησιμοποιήθηκε για τα αριστουργήματα της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής, έγινε σκαλοπάτια, νεροχύτες και μαρμαρόσκονη για τα επιχρίσματα, αφού εκτός των λατομείων μαρμάρου δίνονταν άδειες και για λατομεία «κοινής πέτρας» ή αδρανών οικοδομικών υλικών.
«...παρά τας επιμόνους αντιδράσεις ανωτάτων ιδρυμάτων, πολιτιστικών οργανώσεων και πνευματικών ανθρώπων, απειλείται η καταστροφή όχι μόνον της Πεντέλης, αλλά και της Αττικής, επειδή ένα μοναστήρι θέλει να πλουτίση και ο νομάρχης Αττικής εκδίδει αθρόως αδείας επεκτάσεως λατομείων, χωρίς να λαμβάνη υπ' όψιν αντίθετες υποδείξεις του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, των τεχνικών περί ανάγκης επιστημονικής μεθόδου λατομεύσεως −αντί της επικρατούσης "ληστρικής"− της Φιλοδασικής Ενώσεως, των αρχαιολόγων και επί πλέον την εκδήλωσιν ενδιαφέροντος του Βασιλέως». «...ίσως πρέπει να εκφωνηθή ο "επικήδειος της Πεντέλης" (...) η εποχή μας θα χαρακτηρισθή (...) ως "εποχή βαρβαρότητος"...». («Θα περισωθή τελικώς ή θα... "κηδευθή" η Πεντέλη;» ΤΑ ΝΕΑ, 29/5/61, σ. 3)
Κι ενώ αυτή η κατάσταση φαινόταν να είναι ανεπίστρεπτη, με αναπότρεπτο επακόλουθο η Πεντέλη να καταλήξει μελλοντικά σε υπόλειμμα ορεινού όγκου −κάτι σαν τα Τουρκοβούνια−, 15 χρόνια αργότερα, ενώ η κυβέρνηση φαινόταν να τα έχει βρει με τη Μονή (βλ. ΤΑ ΝΕΑ, 15/3/75, σ. 4 και 7/6/75, σ. 9), ενώ οι επιχειρηματίες προσαρμόζοντας επί το πολιτικώς ορθότερον το λόγο τους
«...πονούν το βουνό και κάνουν ό,τι από αυτούς εξαρτάται για την διατήρηση και της ομορφιάς του», («Σωματείο λατόμων μαρμάρου», ΤΑ ΝΕΑ, 23/7/75, σ. 12),
απρόσμενα τα λατομεία της ΝΔ πλευράς, της ορατής από την Αθήνα, έκλεισαν (για τους προαναφερθέντες λόγους [βλ. εδώ, σημ. 22]) [6] στα τέλη του 1976 - αρχές 1977 (καταληκτική ημερομηνία απομάκρυνσης 21/1/77, βλ. Το Βήμα, 27/7/76, σ. 7) αφήνοντας το βουνό βαριά πληγωμένο. Η εικόνα είναι τραγική! Οι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί από το ίδιο σημείο (από το Νυμφαίο) και χωρίζονται από 63 χρόνια.
«Η επαφή με το τωρινό περιβάλλον των λατομείων και το πολυδαίδαλο οδικό του σύστημα, ωθεί αναπόφευκτα σε σκέψεις και οδηγεί σε θλιβερά συμπεράσματα: το σύνολο των νεοελληνικών πεντελικών δραστηριοτήτων είναι ένα από τα τελειότερα δείγματα της απουσίας κάθε σχεδιασμού και της κερδοσκοπικής κακοποίησης ενός σπουδαίου τόπου. Με την αισχρή αυτή κατάσταση είναι σύμμαχος η αυτοκαταστροφική ανάπτυξη της πόλεως και ειδικότερα η ογκώδης δόμηση που κατακλύζει το πολύπαθο Πεντελικόν. Το μέγεθος αυτών των θλιβερών φαινομένων τονίζεται ακόμη περισσότερο από την αναπόφευκτη σύγκριση αρχαίων και νέων λατομείων και οδών. Τότε, ο τέλειος σχεδιασμός, η απόλυτη οικονομία, η μέγιστη ποσοτική και ποιοτική χρησιμοποίηση του ευγενούς πετρώματος και η καλαίσθητη δράση στο τοπίο.[7] Τώρα, ο ατυχέστερος αυτοσχεδιασμός, η λεηλάτηση και η κατασπατάληση του αναντικατάστατου πετρώματος και η πλήρης φυσική και αισθητική καταστροφή και βεβήλωση του τόπου». (Μ. Κορρέ, Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα, σ. 127)
Ακολούθησαν μεγαλεπήβολα σχέδια και ανακοινώσεις από οργανισμούς, οι οποίοι αγνοούσαν τα πάντα, δεν είχαν την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα, αλλά ήθελαν να αναπλάσουν το Πεντελικό! Τώρα, ύστερα από 31 χρόνια [2008], φτάνουμε δυστυχώς στο συμπέρασμα πως αν τα έργα της Αεροπορίας είχαν αίσιο τέλος, μπορεί να χανόταν η Σπηλιά, αλλά θα σωζόταν το βουνό.[8] Διότι, μέχρι το 1988, για 11 χρόνια δηλαδή, στα λατομεία επικρατούσε άκρα ησυχία,[9] και οι μόνες επιχειρήσεις εν λειτουργία, ήταν τα σπαστηροτριβεία που εκμεταλλεύονταν τους τεράστιους σωρούς των απορριμμάτων, μετατρέποντάς τους σε μαρμαρόσκονη. Το έργο που προσέφεραν, πέρα από την προσωρινή όχληση του περιβάλλοντος, ήταν σημαντικό διότι ακριβώς αυτοί οι εξέχοντες σωροί των στείρων αποτελούν το αντιαισθητικό θέαμα και όχι οι κρατήρες που εισέχουν. Όμως το 1988 αρχίζει μια νέα μαύρη σελίδα για την Πεντέλη. Καταλαβαίνοντας ότι τα στρατιωτικά έργα καθυστερούν ή και ματαιώνονται, ενέσκηψαν παράνομοι λατόμοι, οι οποίοι αλώνιζαν το βουνό ανενόχλητοι. Αριστερά, το λατομείο Πολυχρονίου (το λ3 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ) όπως είχε εγκαταλειφθεί. Δεξιά, οι παράνομες εξορύξεις σε εξέλιξη. Επειδή το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η αρπαγή, οι εργασίες, πρόχειρες και βιαστικές, ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια της ληστρικής εκμετάλλευσης. Χαρακτηρίστηκαν από τέτοια περιφρόνηση για τις βλαπτικές συνέπειες των "εκρηκτικών" τους μεθόδων στο υγιές πέτρωμα, ώστε η δυσαναλογία μεταξύ του ελάχιστου απολήψιμου υλικού κι εκείνου που αχρηστευόταν έφτασε στον ανώτατο βαθμό. Παράδειγμα: στο λατομείο Γεωργιάδη (ΒΔ τμήμα του λ3 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ) η τεράστια αυτή ανατίναξη με δυναμίτη γκρέμισε όλο το τοίχωμα στο σημείο αυτό, και δεν απέδωσε τίποτε. Οι εκρήξεις δονούν την περιοχή, αλλά τίποτε δε γίνεται.[10] Το γιατί είναι απλό (είναι σαν να λέμε, πώς χτίζονται αυθαίρετα σπίτια αφού απαγορεύεται από το νόμο;): πρώτον, οι αυτουργοί λαθρολατόμοι είναι κάτοικοι Πεντέλης και όμορων δήμων και κοινοτήτων, και δεύτερον, δρουν εν γνώσει του (αυτοδιορισμένου) ιδιοκτήτη των λατομείων, της Μονής Πεντέλης βέβαια, και υπό την κάλυψη συμβάσεων για την εκμετάλλευση της λατύπης. Οι υπόλοιποι, τοπικό αστυνομικό τμήμα και δασαρχείο, δεν αποτελούν εμπόδιο διότι η δουλειά αποφέρει τεράστια κέρδη − και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Αν βλέπετε διεσπαρμένες στο βουνό σκουριασμένες πινακίδες σαν κι αυτές στις ένθετες, πρόκειται για τα ορόσημα της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Στις 15/2/89 ανακοινώθηκε στις ειδήσεις «η διευθέτηση των λατομείων Πεντέλης». Και φυσικά ακολούθησαν τα τρισχειρότερα.[11] Αυτό που άρχισε περιορισμένα και δοκιμαστικά το 1988, εξελίχτηκε την εξαετία 1989-95 σε όργιο παράνομης δραστηριότητας: επαναλειτούργησε το 90% των παλαιών μεγάλων λατομείων, και μάλιστα −πλην μιας δυο εξαιρέσεων− εντός του αρχαιολογικού χώρου, που έχει έκταση σχεδόν 4500 στρέμματα. Στην καρδιά του αρχαιολογικού χώρου: πριν και μετά τις εργασίες στο λατομείο του Νυμφαίου (Π. Τσόκαλη, Λ7 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ). Τα βέλη δείχνουν τη θέση του αρχαίου ιερού (πίσω και κάτω από τα πεύκα). Ειδικά τη διετία 1990 - 92, που είχαμε την κορύφωση, τα δεκάδες βαριά μηχανήματα έμεναν επί τόπου, διότι αποθρασυνθέντες δεν έμπαιναν πια στον κόπο να τα ανεβοκατεβάζουν στο βουνό. Δύο από τις υδραυλικές τσάπες που έδρασαν εκείνη την περίοδο. Δύο στιγμιότυπα από τη δράση της δεύτερης τσάπας στο λατομείο του Νυμφαίου (Π. Τσόκαλη, Λ7 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ). Στη δεξιά φωτο, ξεχωρίζουν τα μόλις αποκαλυφθέντα πάλλευκα αρχαία τοιχώματα, καθώς και ο εγκιβωτισμός της λατύπης [βλ. εδώ, σημ. 37]. Απλώς, κύριοι του πεδίου, τοποθέτησαν σε αρκετούς δρόμους λατομείων μπάρες, αλυσίδες και συρματόσκοινα με λουκέτα, για να εμποδίζουν την πρόσβαση! (βλ. και Τάκης Καμπύλης, «Νταβέληδες του μαρμάρου», ΤΑ ΝΕΑ, 11/2/92, σ. 19)[12]
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
[1] Στη διδακτορική του διατριβή ο καθηγητής Scott Harris Pike, γεωλόγος με ειδίκευση στην αρχαιολογία, Archaeological Geology and Geochemistry of Pentelic Marble, Mount Pentelikon, Attica, Greece, (βλ. http://www.willamette.edu/cla/classics/news/pikepentelicabstract.html, και https://getd.libs.uga.edu/pdfs/pike_scott_h_200012_phd.pdf) υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τα ισότοπα στοιχεία των δειγμάτων τα λεγόμενα Ελγίνεια Μάρμαρα του Παρθενώνα προέρχονται από θέσεις προς την κορυφογραμμή, και πιθανότερα από το λατομείο Π90 − βλ. p. 78-9 (σ. 88-9 του pdf), 180 (190 του pdf), Fig.3, p. 115 (125 του pdf). Στις 7/6/81 σωζόταν σε καλύβι του λατομείου έγγραφο που το 1963 επέβαλλε πρόστιμο στον Γεμελιάρη. Υποθέτω λοιπόν πως αυτός δούλευε τότε αυτό το λατομείο, που αργότερα μίσθωσαν οι «Αρκάδες».
Αν ο Pike έχει δίκιο (αμφιβάλλω, και όχι μόνον εγώ), το πότε ξεκίνησαν τα λατομεία και με ποια σειρά θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Όσον αφορά το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, κατά τον Μ. Κορρέ η ζωφόρος προέρχεται από το λατομείο της Σπηλιάς, ενώ τα αγάλματα από εκείνο του Νυμφαίου (Λ7). [2] Πρόκειται για το κτίριο της σημερινής Βουλής, πάνω από την πλατεία Συντάγματος. (Για την ιστορία του κτιρίου βλ. εδώ). [3] «Πρότινων μηνών 400 περίπου εργάται δουλεύουν εις τα Πεντελικά λατομεία, προς εξαγωγήν λίθου δια την χρήσιν του μετώπου του Βασικού [βασιλικού;] Ανακτορίου, αλλ' η δια της πυρίτιδος εξαγωγή, ασχήμησε το ωραίον και θαυμάσιον θέαμα του λατομείου, και το πλείστον μέρος των τυχηρώς εκρηγνυμένων λιθίνων κομματίων καταντά άχρηστον». (Ελληνικός Ταχυδρόμος, αρ. φύλ. 32, 08/09/1836, σ. 153-154, βλ. εδώ) Στο περιοδικό Blackwood's Edinburgh Magazine (Volume 54, No. 335, September 1843) και σε άρθρο για τη χρεοκοπία της Ελλάδας (The bankruptcy of the Greek Kingdom), σημειώνεται (μεταξύ πολλών αιχμών για κατασπατάληση των πόρων του νεοσύστατου κράτους προς ίδιον όφελος του βασιλιά): «Ο καλύτερος δρόμος που κατασκευάστηκε με το δάνειο ήταν εκείνος προς τα λατομεία μαρμάρου στο Πεντελικό, με σκοπό να χτιστεί το νέο παλάτι...» Επίσης στο ίδιο περιοδικό (Volume 55, No. 344, June, 1844, p. 728-9): «[Ο βασιλιάς Όθων] Για να προμηθευτεί τους μερικές χιλιάδες λίθους που απαιτούσε το ανάκτορο των Αθηνών, κονιορτοποίησε χιλιάδες τετραγωνικών ποδών του πλέον καθαρού μαρμάρου κατάλληλου για ανδριαντοποιία, βάζοντας εδώ κι εκεί φουρνέλα με μπαρούτι (…) … μετατρέποντας τα λατομεία μαρμάρου στο Πεντελικό σε ένα κυκεώνα απορριμμάτων…» Περίπου ένας αιώνας χωρίζει τις δύο φωτογραφίες. (Η παλαιά βρίσκεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, τ. Ε΄, λήμμα Ελλάς, σ. 252). Το ότι γλίτωσε η Σπηλιά από τους Βαυαρούς μάλλον οφείλεται στην ύπαρξη των ναϋδρίων και όχι στην ποιότητα του μαρμάρου, γιατί λατόμησαν πολύ χειρότερα σημεία. [4] Χαρακτηριστικό της εποχής είναι η έλλειψη ντόπιων μαστόρων (οφείλεται στις ερημώσεις της Αθήνας κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας) με αποτέλεσμα να δουλέψουν στην Πεντέλη μέχρι τις ημέρες μας εργάτες και τεχνίτες κυρίως από τις Κυκλάδες (Πάρο, Τήνο, Σαντορίνη) και την Κάρπαθο (οι Σαντορινιοί δούλευαν κυρίως στα τριβεία και στα λατομεία που τα τροφοδοτούσαν, ενώ οι Καρπάθιοι κυρίως στα λατομεία της βόρειας πλευράς και στο Διονυσοβούνι [βλ. κι εδώ, σημ. 7]). Τα τεχνικά μέσα στα λατομεία (ειδικά της νότιας πλευράς) ήταν υποτυπώδη, και κυριαρχούσε η μυϊκή δύναμη. Η εξόρυξη και η μετακίνηση των όγκων μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γίνονταν με σφήνες, λοστάρια, γάντζους, χειροκίνητους γρύλους και βαρούλκα, το γώνιασμα με πικούνι, η απομάκρυνση μπάζων και λιθαριών με βαγονέτα πάνω σε ράγες (φορτώνονταν με τα χέρια, αφού πρώτα έσπαζαν με τη βαριά όσες πέτρες δε σηκώνονταν), τα διατρήματα ("καλάμια") των φουρνέλων ανοίγονταν χειρωνακτικά με παραμίνα ή ματσακούπι [βλ. εδώ, σημ. 49] (στην αρχή της εκμηχάνισης χαρακτηριστικό ήταν πως υπήρχαν κάποιοι που αγόραζαν αεροσυμπιεστή και περιόδευαν τα λατομεία προσφέροντας τις υπηρεσίες τους), τα μάρμαρα φορτώνονταν σε κάρα... (βλ. και εδώ). Εδώ οι σφήνες έχουν κάνει τη δουλειά τους, ο όγκος έχει ανασηκωθεί με λοστό περίπου 1 εκατοστό (για να τον κρατήσουν εκεί μπήκαν τα σιδερένια ελάσματα), κι αν συνεχιζόταν η διαδικασία του σκαρώματος, θα σηκωνόταν σιγά-σιγά περισσότερο, με όλο και πιο χοντρά υποστηρίγματα, ώσπου να χωρέσουν από κάτω του είτε κατρακύλια είτε μπάλες, ώστε να τραβηχτεί με τον γάντζο χωρίς τριβές. Τέτοια βαρούλκα ήταν κατά κανόνα πακτωμένα δίπλα στην είσοδο κάθε λατομείου (το εικονιζόμενο ήταν σκοτσέζικο, από τη Γλασκόβη). Στη δεύτερη φωτο ο κάδος ενός βαγονέτου. Στην εν είδει προβόλου ξερολιθιά ("κρεμάλα") στην κορυφή του λιθοσωρού γινόταν το εκατέρωθεν πλευρικό άδειασμα του βαγονέτου. Κι ένας τσεχοσλοβάκικος γρύλος (γνωστός ως "λατέρνα", για προφανείς λόγους). Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι να μπουν στη διαδικασία τα φορτηγά αυτοκίνητα, και να διανοιχτούν οι απαραίτητοι δρόμοι, η τροφοδοσία με πέτρα του προπολεμικού τριβείου Μουζάκη (από το λατομείο πίσω από το πέτρινο πυροφυλάκιο) γινόταν με "τελεφερίκ", δηλαδή με βαγονέτα σε εναέριο συρματόσκοινο αναρτημένο σε πυλώνες. Αριστερά, 4 από τις 8 σωζόμενες βάσεις των πυλώνων (οι δύο πάνω είναι ιδιαίτερα ογκώδεις γιατί γεφύρωναν το Βαθύρεμα, και απείχαν πολύ μεταξύ τους). Δεξιά, κατά πάσα πιθανότητα, ένα από τα συρματόσκοινα. [5] Οι ονομασίες που δόθηκαν (καταχρηστικά) στις θέσεις των λατομείων ήταν (εξ ανατολών προς δυσμάς): 'Αγιοι Ασώματοι, Σπηλιά, Μανιάτι, Βαθύρεμα, Κοκκιναράς. Και στη βόρεια πλευρά της Πεντέλης (επίσης εξ ανατολών): Πίριζα, Βαθιά Χούνη, Σουληνάρι, Διόνυσος. Ο τρόπος εκμετάλλευσης συνοψίζεται στο εξής: «Ό,τι αρπάξουμε!» Βασική υπεύθυνη η Μονή Πεντέλης που, ως κύριος κάτοχος της νότιας πλευράς του Πεντελικού (γιατί η Μονή Πετράκη κατέχει τον Κοκκιναρά), κατακερμάτισε την (αμφισβητήσιμη) ιδιοκτησία της (66 διακριτούς χώρους αναφέρει η Γενική ρυθμιστική μελέτη αναπτύξεως Πεντέλης, Α. Αραβαντινός, Κ. Λεοντίδου – Γεράρδη, Ι. Πετρίδης, 1975, σ. 67), εκμισθώνοντας τη μαρμαροφόρο έκταση (που η ίδια υπολόγιζε σε 2400 στρέμματα, βλ. ΤΑ ΝΕΑ, 24/4/69, σ. 8), σε δεκάδες μικρών συνήθως επιχειρήσεων, των οποίων οι ακατάλληλες μέθοδοι εξόρυξης, η απουσία κάθε σχεδιασμού σε βάθος χρόνου, η μη τήρηση νόμων και συναφών διατάξεων περί λειτουργίας και αποκατάστασης λατομείων ήταν ο ορισμός της λεγόμενης ληστρικής εκμετάλλευσης. Συγκρίνετε: στην πρώτη φωτο, τα τοιχώματα του παλαιού λατομείου (όπου ακολούθησαν τους αρμούς του πετρώματος) δύσκολα ξεχωρίζουν από φυσικές επιφάνειες. Στη δεύτερη, οι λείες επιφάνειες της συρματοκοπής. Στην τρίτη, "γάζωμα" ώστε να μη σπάσει ακανόνιστα το πέτρωμα. Και στην τέταρτη, τα κατακερματισμένα τοιχώματα που αφήνουν τα συνήθη φουρνέλα. Για να προλάβουμε πιθανά απίθανα μυστήρια, οι διάσπαρτοι στύλοι με τις τροχαλίες απλώς κατηύθυναν τα σύρματα που έκοβαν το μάρμαρο. Όποιος είχε πρόσβαση στη Μονή αποκτούσε αναλόγως το μεγάλο ή μικρό λατομείο του. 'Ανθρωποι που ελάχιστη σχέση είχαν με το αντικείμενο μπήκαν στο χώρο παραγωγής κι εμπορίας μαρμάρου. Ας αφήσουμε τους πρώην βοσκούς ή ψαράδες −αυτοί έμαθαν τη δουλειά στο πετσί τους−, ας κατανοήσουμε πως ο γραμματικός της Μονής ήθελε κι αυτός μερίδιο απ' το μέλι, αλλά να φτάσει γιατρός (!) να έχει σπαστηροτριβείο και σήμερα, μετά τις πυρκαγιές, οι κληρονόμοι του να διεκδικούν την έκταση του εργοστασίου για τα περαιτέρω; Πώς να μη γίνει χαλασμός; Διαρκής φαγωμάρα για τα όρια των λατομείων, πόλεμος για το ποιος θα εκμεταλλευτεί τη σαβούρα... Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νυμφαίου [βλ. εδώ, σημ. 37]: ο λατόμος που βρήκε το αρχαίο ιερό και τα ανάγλυφα αναγκάστηκε να μισθώσει άλλο λατομείο, αφού η αρχαιολογική υπηρεσία απαγόρευσε τις εργασίες στην περιοχή. Όμως, αργότερα το λατομείο εκμισθώθηκε από τη Μονή σε άλλο λατόμο, ο οποίος «είχε κάποιο δεσπότη». Μόνο όταν είδαν τα λατομεία τους κλειστά θυμήθηκαν τις υποχρεώσεις τους, αλλά ήταν αργά πια (βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 13/1/77, σ. 30, όπου το Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών και το Σωματείο Λατόμων μαρμάρων Πεντέλης προτείνουν αποκατάσταση του τοπίου με δαπάνες τους και συνέχιση της εκμεταλλεύσεως υπογείως). Σε αντίθεση, τα λατομεία Διονύσου είναι υπόδειγμα ορθολογικής εκμετάλλευσης: μέθοδοι εξόρυξης που ελαχιστοποιούν τις απώλειες εκλεκτού μαρμάρου σε συνδυασμό με υπόγειες εργασίες, σχιστήριο, και αξιοποίηση της σαβούρας με επιτόπιες μονάδες παραγωγής μαρμαρόσκονης, ασβέστη, κρυσταλλικού ανθρακικού ασβεστίου και ετοίμων κονιαμάτων. Παράλληλα, όσο προχωρεί το μέτωπο, αποκατάσταση των παλαιών θέσεων με επιχωμάτωση και δενδροφύτευση. (Το γεγονός ότι των λατομείων Διονύσου προΐσταται Γερμανός μάλλον δεν είναι συμπτωματικό). (Για το ιστορικό των λατομείων Διονύσου, βλ. http://www.dionyssomarble.gr/History.aspx). Βέβαια, για όλα υπάρχει και η άλλη άποψη: http://www.alexanderchalkidis.com/blog/post/2008/01/Ti-klaite-tin-Parnitha---ftina-tin-glitose!.aspx όμως, επιμένω πως ακόμη και τη ζημιά πρέπει να την κάνεις με το σωστό τρόπο. Τα λατομεία Διονύσου. [6] Για το νομοσχέδιο βλ. ΤΑ ΝΕΑ, 24/6/76, σ. 10. Είχαν προηγηθεί διαβεβαιώσεις ότι τα θιγόμενα λατομεία της ορατής πλευράς θα μεταφέρονταν στην αθέατη από την Αθήνα βόρεια πλευρά (βλ. ΤΑ ΝΕΑ, 17/10/75, σ. 4, 20/2/76, σ. 4), όμως από ό,τι φάνηκε αυτό δεν ήταν εφικτό (για λόγους πιθανώς γεωλογικούς αλλά και ιδιοκτησιακούς, αφού εκεί δεν υπάρχουν μοναστηριακές διεκδικήσεις). Η απαγόρευση για «αισθητικούς και οικολογικούς λόγους» συνέπεσε με την έναρξη των γνωστών έργων στη Σπηλιά, οπότε είναι ευλογοφανές πως υπάρχει σχέση [βλ. εδώ, σημ. 22] (αν και ορισμένοι λατόμοι υποστηρίζουν πως η τότε κυβέρνηση Καραμανλή απλώς ευεργέτησε τους συναδέλφους τους στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ άλλοι θεωρούν ως υπεύθυνη την εταιρεία Μαρμάρων Διονύσου «που ήθελε το μονοπώλιο», δηλαδή ούτε οι άνθρωποι της δουλειάς δε γνωρίζουν την αλήθεια). Οπωσδήποτε, υπήρξε αναντίρρητη βαθμιαία προετοιμασία 2 χρόνια πριν. Όταν ΤΑ ΝΕΑ δημοσίευσαν σε δύο συνέχειες έρευνα με τίτλο Η Πεντέλη θα μας εκδικηθή, (βλ. φύλλα 3 & 4/2/75, σ. 5), και ο αρμόδιος υπουργός Βιομηχανίας σπεύδει να δώσει συγχαρητήρια στην εφημερίδα (βλ. ΤΑ ΝΕΑ, 15/2/75, σ. 9), είναι προφανής η εφαρμογή δοκιμασμένης μεθόδου. «Χαρακτηρίζομεν ως αρχαιολογικούς χώρους τας κάτωθι περιοχάς του Νομού Αττικής: (...) 21) Τον περί το σπήλαιο του "Νταβέλη" και μέχρι του αποκαλυφθέντος Νυμφαίου επί του Πεντελικού όρους χώρον και εις απόστασιν 300 μ. εκατέρωθεν της γραμμής ταύτης προς προστασίαν των αρχαίων λατομείων». Όχι, το κείμενο αυτό δεν είναι του 1976, αλλά του... 1957! (ΥΑ 25666/984/30-5-1957 - ΦΕΚ 265/Β/1-10-1957) (βλ. http://listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=661&v17=νταβέλη) Επί μια 20ετία, λοιπόν, αυτός ο νόμος είχε μείνει κενό γράμμα. Όχι μόνο δεν προστατεύτηκαν τα αρχαία λατομεία, αλλά τα εκμεταλλεύτηκαν εξαντλητικά. Αυτό το υποκριτικό, ανίκανο και διεφθαρμένο κράτος μερίμνησε για «αισθητικούς και οικολογικούς λόγους»; Ακόμη και επί «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» της χούντας, ενώ υπήρχαν από το 1969 αποφάσεις για το κλείσιμο των λατομείων έμειναν ανεκτέλεστες (βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, «Αντιφατικές εξαγγελίες και αβυσσαλέα απόσταση λόγων και έργων για τα λατομεία», 24/8/72, σ. 9, 38). Το πλήρωμα του χρόνου λοιπόν συνέπεσε με το ενδιαφέρον της Αεροπορίας για τη Σπηλιά. [7] Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και στην αρχαία εποχή θα υπήρχαν κάποιοι που ένιωθαν φρίκη μπροστά στο ανοσιούργημα των λατομικών εργασιών και στηλίτευαν τους υπευθύνους. (Μπορείτε να βρείτε την απήχηση αυτής της νοοτροπίας στο πρόσφατο άρθρο του Ικάριου Περί Φύσεως και Πολιτισμού (Σκέψεις στα αρχαία λατομεία της Πεντέλης), στο διαδικτυακό περιοδικό Ιδεών 'Αντρον, τ. 2, σ. 46: http://www.thyrsos.gr/zine/issue02/Default.html ) Εννοείται πως από τη στιγμή που θέλουμε μάρμαρο, ο αντίκτυπος στο περιβάλλον είναι δεδομένος − και η μόνη διάκριση έγκειται μεταξύ λελογισμένης και αλόγιστης συμπεριφοράς. [8] Αν υπολογίσουμε και τις καταστροφές που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλες μεγάλες πυρκαγιές, όπως και την παρεμπόδιση της αναδάσωσης (φυσικής και τεχνητής) από τα γίδια, αυτή την παμφάγο μάστιγα, το βουνό δεν παρουσιάζει πια σχεδόν τίποτε το ελκυστικό παρά μόνο σε κάποιες νησίδες. Οι περιγραφές των επισκεπτών στα τέλη του 19ου αιώνα μοιάζουν με αναφορές για ένα εντελώς διαφορετικό μέρος. Όμως, το πόσο σύντομη είναι η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και το πόσο είμαστε δέσμιοι της χρονικής περιόδου όπου υπάρχουμε φαίνεται από τα παρακάτω: «Το γηραιόν τούτο κτίριον [Μονή Πεντέλης] κείμενον παρά τους πρόποδας του όρους, εν μέσω κοιλάδος αδένδρου...» (Χ. Α. Παρμενίδης, «Περιοδία εις Πεντέλην», περιοδικό Νέα Πανδώρα, τόμος Ζ΄, φυλλάδιο ΡΝΒ΄, 1856, σ. 180) «Τώρα η περιοχή [Βαγιάτι, Πλατάνα, Μαυρηνόρα] είνε η φαλακροτέρα της Αττικής». (Πεζοπόρος, «Εντυπώσεις της ημέρας: Μπύρζα», εφημερίδα Εμπρός, 5/11/1921) Ποιοι είχαν δίκιο; Αυτοί ή ο Κρυστάλλης; Οι δύο φωτογραφίες των εγκαταλειμμένων παλαιών λατομείων στο Σουληνάρι (του T. Bowman, βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 2/8/56, σ. 11) απέχουν ακριβώς 88 χρόνια. Τεράστια χρονική περίοδος για ένα άνθρωπο, αμελητέα για ένα βουνό. Αν δεν είχαν μαυρίσει οι πέτρες της σαβούρας, οι διαφορές είναι ελάχιστες. (Η φωτο του 1921 είναι από την ETH-Bibliothek Zürich). [9] Εκτός βέβαια μεμονωμένων περιστατικών, όπου κάποιοι έρχονταν (κατά κανόνα νύχτα, χωρίς χρήση φώτων) και φόρτωναν παρατημένα ογκομάρμαρα. Αριστερά, διακρίνονται οι μεγάλοι γωνιασμένοι όγκοι στο λατομείο Περράκη (Λ8 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ). Δεξιά, το ίδιο σημείο 29 χρόνια μετά. [10] Πολλές φορές χάζευα με τις ώρες τους παράνομους νταμαρτζήδες επί τω έργω. Ειδικά, στο λατομείο Πολυχρονίου (η νότια πλευρά του λ3 κατά το τοπογραφικό διάγραμμα Κορρέ), που ο δασωμένος αρχαίος δρόμος από πάνω του πρόσφερε ιδανική κάλυψη. Μπορώ να πω ότι έτσι έμαθα όλη τη διαδικασία της εξόρυξης (όπως και τις φάτσες και τα μικρά ονόματα των νταμαρτζήδων, ή και των παιδιών τους που έφερναν − για να μαθαίνουν τη δουλειά τα αγόρια και να μην ατακτούν τα ζωηρά κορίτσια). Όσα φουρνέλα ήταν με μαύρο μπαρούτι δε με προβλημάτιζαν (αφού η ισχύς τους δεν ήταν πολύ μεγάλη, για να μη θρυμματίζεται το μάρμαρο, συν ότι βρισκόμουν 50 μέτρα ψηλότερα). Στην πρώτη φωτο, 18 λίτρα μαύρης πυρίτιδας αποθηκευμένης σε μπιτόνι λαδιού. Στη δεύτερη, αριστερά κρυμμένη θρυαλλίδα ασφαλείας για την πυροδότηση μαύρης πυρίτιδας. Δεξιά και στην ένθετη, χρησιμοποιημένη θρυαλλίδα σε φουρνέλο. Όμως στις 20/6/89 το παράκανα. Εκείνη τη μέρα ήθελαν να ανατινάξουν όσο περισσότερη μάζα άχρηστου πετρώματος γινόταν, για να διανοίξουν πρόσβαση σε ανώτερη βαθμίδα του λατομείου. Έτσι, στάλθηκε κάποιος με την οδηγία να φέρει αυτή τη φορά δυναμίτη και ακαριαία θρυαλλίδα. Κατάλοιπα της εποχής εκείνης: ακαριαία θρυαλλίδα και στην ένθετη καψύλλιο. Δεν ήθελα να χάσω το θέαμα, παρότι και η απόστασή μου είχε μειωθεί αρκετά. Περίμενα στο χείλος για πάνω από 3 ώρες μέχρι να τρυπήσουν όλα τα φουρνέλα και να τα γομώσουν. Όταν είδα ν' απομακρύνονται βιαστικά άνθρωποι και μηχανήματα, ανησύχησα λίγο. Όμως δεν πτοήθηκα· αρκέστηκα να μετακινηθώ ένα μέτρο και να πάω από το συνηθισμένο χαμηλό βράχο που με κάλυπτε πίσω από τον κορμό του διπλανού πεύκου. Σκέφτηκα πως αν καμιά πέτρα έφτανε ως εμένα θα προλάβαινα να τραβήξω και το κεφάλι μου πίσω από το δέντρο. Περίμενα μέχρι την πυροδότηση. Ο πάταγος ήταν εντυπωσιακός, καθώς και ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε κι έκρυψε τον ήλιο για μερικά λεπτά. Δεν παρατήρησα θραύσματα κοντά μου. Όμως την επόμενη φορά είδα ότι πολλά κομμάτια του κιλού με είχαν προσπεράσει και είχαν πέσει 50 μέτρα πίσω μου! Το βέλος δείχνει την κοκκινωπή περιοχή που ανατίναξαν. (Πρόκειται για μέρος της διαχωριστικής βραχόμαζας μεταξύ των αντικείμενων και παράλληλων προς τον άξονα της λαγκαδιάς λατομείων Γεωργιάδη - Πολυχρονίου). Με τις συχνές παρακολουθήσεις είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι κατά τις παράνομες εργασίες καταπατούσαν και κάθε κανόνα ασφαλείας (για να πάρετε μια ιδέα των κανονισμών διαβάστε εδώ: http://www.mar-in.gr/Fasi1/P3-1_Diaxeirhsh_Kindynou.pdf) Μεταξύ πολλών άλλων, είδα να δουλεύουν μέσα σε υψωμένους κάδους φορτωτών. Να ανεβοκατεβαίνουν πολλά μέτρα σε στιλ Ταρζάν σε κάθετα μέτωπα κρατημένοι από ψευτοδεμένες τριχιές, συχνά τυλιγμένες γύρω από πέτρες που δε σου γέμιζαν το μάτι για βαρύτερες από τους ίδιους (μάλιστα, στις 7/6/89 ένας το έκανε φορώντας σαγιονάρες! που φαίνεται ότι τότε συνηθίζονταν στα νταμάρια [βλ. εδώ, σημ. 17]). 'Αλλοτε πάλι επέμεναν να φορτώσουν ένα τόσο μεγάλο μπλοκ, ώστε το φορτηγό "σουζάρισε" κι άδειασε τον όγκο μπροστά στη ράμπα (αναγκάστηκαν μετά να τον κόψουν με φουρνέλο επιτόπου). Ανάλογα ταλαιπωρούσαν μέχρι καταστροφής και τους φορτωτές. Συχνά, σηκωνόταν το μηχάνημα αντί ο όγκος (!) ενώ ο κινητήρας "κάπνιζε" και σταματούσε. [11] Πόσο καχύποπτος θα ήταν κάποιος που θα έβλεπε ως υποβολιμαία την ανακοίνωση, έτσι ώστε να μην κινητοποιηθούν όσοι θα έβλεπαν την επέκταση της παράνομης δραστηριότητας; [12] Η ολομέτωπη επίθεση του 1989 δεν ήταν άσχετη με την πολιτική αστάθεια της εποχής εκείνης, καθώς και με την κυβερνητική μεταβολή, γιατί «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται». Και, ως γνωστόν, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
|