ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Χρονικά (μέρος Δ')

 

 

Αναφερόμαστε στη MarieAnneSophie de MarboisLebrun, ή δούκισσα της Πλακεντίας, όπως έμεινε γνωστή μεταξύ των Ελλήνων – έναν άνθρωπο που συνέδεσε το όνομα του με το βουνό της Πεντέλης περισσότερο ίσως από κάθε άλλον. Μιλήσαμε σε προηγούμενες ενότητες για την ιστορία της Γαλλίδας δούκισσας και για τις ασυνήθιστες πνευματικές της αναζητήσεις, που την είχαν οδηγήσει στο να ασπαστεί την ιουδαϊκή πίστη και να ιδρύσει θεοσοφικήεσωτεριστική οργάνωση. Εκείνο που δεν έχουμε αναφέρει, ωστόσο, και που φανερώνει την ένταση των παράξενων πεποιθήσεων της αλλά και την εμμονή της με το βουνό της Πεντέλης, είναι ότι, όπως περιγράφεται σε δημοσίευμα εφημερίδας του 1935, η δούκισσα σχεδίαζε να ανεγείρει στην κορυφή της Πεντέλης έναν ναό «όπου θα μπορούσε να δώση στον κόσμο μια νέα μορφή πίστεως και να γίνη η ιέρεια και η προφήτις μιας θρησκείας που περιελάμβανε πολλές ιουδαϊκές παραδόσεις και απεμακρύνετο ολότελα από τον χριστιανισμό».

 

Απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 07/08/1935, σελίδα 3.

 

Ο ναός μιας νέας θρησκείας στην κορυφή της Πεντέλης... Με τα σημερινά δεδομένα, κάτι τέτοιο ακούγεται εξωφρενικό, μέρος της Πεντέλης μιας άλλης Πραγματικότητας. Και σίγουρα, ως εγχείρημα τόσο ξένο προς τα καθιερωμένα, θα ήταν δύσκολα επιτεύξιμο και την εποχή της δούκισσας, η οποία, θυμίζουμε, είχε γεννηθεί το 1785 στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και εγκατασταθεί στην Ελλάδα το 1829, στο Ναύπλιο αρχικά, και στη συνέχεια, το 1834, στην Αθήνα. Από την άλλη, ούτε τα χρήματα ούτε η επιρροή στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια της εποχής αποτελούσαν αδύνατα σημεία για τη ζάμπλουτη δούκισσα, η οποία και το είχε αποδείξει αυτό, αφενός με τον εξαναγκασμό της μονής Πεντέλης να της διαθέσει άμεσα προς αγορά τις εκτάσεις στην Πεντέλη που την ενδιέφεραν, αφετέρου με τον αριθμό και την ποιότητα των κτιρίων τα οποία είχε ανεγείρει.

 

Πέντε ήταν τα κτίρια αυτά, σχεδιασμένα από τον διάσημο αρχιτέκτονα της εποχής Σταμάτη Κλεάνθη, ή κατά ορισμένους από τον Δανό αρχιτέκτονα Hans Christian Hansen (http://www.archaiologia.gr/blog/issue/τα-κτίρια-της-δούκισσας-της-πλακεντία/), με την ανέγερση των τριών σπουδαιότερων να έχει ξεκινήσει –και αυτό αποτελεί δείγμα της οικονομικής επιφάνειας της δούκισσας– μέσα στην ίδια χρονιά, το 1840. Το πιο κεντρικό, δίπλα στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, γνωστό ως «Μέγαρο Ιλίσσια» (από την επιγραφή «Ilissia» που βρίσκεται λαξευμένη σε τόξο μεταξύ δύο του κιόνων), αποπερατώθηκε το 1848 και απετέλεσε τη χειμερινή της κατοικία, ενώ σήμερα στεγάζει τμήμα του Βυζαντινού Μουσείου. Τα υπόλοιπα τέσσερα κτίρια θεμελιώθηκαν όλα στην Πεντέλη, και αφορούσαν τη «Maisonnette», που είχε ξεκινήσει να κτίζεται επίσης το 1840 και χρησίμευσε ως προσωρινή κατοικία της δούκισσας, την «Plaisance» ("Πλακεντία" στα γαλλικά), που προοριζόταν να λειτουργεί ως μικρός ξενώνας, είχε ξεκινήσει να κτίζεται το 1846, αποπερατώθηκε την ίδια χρονιά, και μετά το θάνατο της δούκισσας μετασκευάστηκε σε ξενοδοχείο, την «Tourelle» ("Πυργάκι"), που είχε ξεκινήσει να κτίζεται το 1846 μαζί και δίπλα στην «Plaisance», προοριζόμενη να λειτουργεί ως συμπληρωματικός ξενώνας και να στεγάζει παράλληλα το προσωπικό αλλά δεν αποπερατώθηκε ποτέ, και, τέλος, το «Καστέλλο της Ροδοδάφνης», η ανέγερση του οποίου, όπως με το «Μέγαρο Ιλίσσια» και τη «Maisonnette», είχε ξεκινήσει το 1840 (τα παραπάνω, μαζί με περισσότερα στοιχεία για τα κτίσματα της δούκισσας, περιέχονται στη μελέτη του πολεοδόμου και αρχιτέκτονα Κώστα Μπίρη "Αι Αθήναι: Από του 19ου εις τον 20ο αιώνα" – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Αριστερά: κάτοψη του Καστέλλου της Ροδοδάφνης. Κέντρο: η «Maisonnette», όπως σωζόταν το 1952, πριν την εκτεταμένη ανακαίνιση που άλλαξε ριζικά την όψη της. Δεξιά: η «Tourelle», επί της λεωφόρου Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως διατηρείται σήμερα. Το κτίριο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

 

Το Καστέλλο της Ροδοδάφνης, ή απλώς "μέγαρο", αποτελεί το γνωστότερο από τα κτίρια της δούκισσας της Πλακεντίας, και ταυτόχρονα χαρακτηριστικότερο σημείο αναφοράς και διαρκή υπόμνηση του περάσματος της από την Ελλάδα, και την Πεντέλη ειδικότερα. Παράλληλα, μαζί με το αστεροσκοπείο του λόφου Κουφού, συνιστά ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα τοπόσημα της τελευταίας (όχι τυχαία, φωτογραφία του παρατίθεται στην αρχή της πρώτης κιόλας ενότητας). Έτσι, μέσω της παράξενης δούκισσας, η Πεντέλη, μπορεί να μην απέκτησε τελικά ναό νέας θρησκείας στην κορυφή, απέκτησε όμως ένα γοτθικού ύφους μέγαρο στους πρόποδες της, που με την ξενική αρχιτεκτονική του έδειχνε και δείχνει να ανήκει σε άλλο χώρο και άλλο χρόνο.

 

Παρά την περί του αντιθέτου διαδεδομένη πεποίθηση, η δούκισσα ουδέποτε κατοίκησε στο κτίριο αυτό, μιας και ο θάνατος την πρόλαβε το 1854, πριν την αποπεράτωση του. Ως οικία της στην Πεντέλη χρησιμοποιούσε τη Maisonnette, η οποία, όπως είπαμε, προοριζόταν να αποτελέσει προσωρινή στέγη, μέχρι την ολοκλήρωση του παραπλήσια ανεγειρόμενου μεγάρου. Και παρέμεινε εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο για κάτι περισσότερο από έναν αιώνα το ημιτελές αυτό μέγαρο, έως το 1959, οπότε ορίστηκε να αξιοποιηθεί ως κατοικία του διαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου Β'. Οι εργασίες αποπεράτωσης και ανακαίνισης πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1960 και 1961, υπό την εποπτεία του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Μπαλτατζή. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το ασυνήθιστης όψης κτίσμα, που προοριζόταν να αποτελέσει την κατοικία μιας δούκισσας, εκπλήρωσε τελικά το αριστοκρατικό του πεπρωμένο, στεγάζοντας έναν μετέπειτα βασιλιά, ο οποίος κατοίκησε σε αυτό από το 1961 έως την ενθρόνιση του, το 1964.

 

Αριστερά και κέντρο: ο τάφος της δούκισσας της Πλακεντίας, δίπλα στη δυτική πλευρά της Maisonnette. Το μνημείο, που από ορισμένους αποδίδεται στον Στ. Κλεάνθη, ενώ από άλλους στον Βαυαρό αρχιτέκτονα Friedrich von Gaertnter (http://www.vrilissia.gr/penteliko/contents/03.05.08.html), οικοδομήθηκε το 1857. Ούτε εκεί κατάφερε να βρει ηρεμία η δούκισσα, καθώς ο τάφος της συλήθηκε το 1946 από βανδάλους που, ψάχνοντας να βρουν θησαυρό, διασκόρπισαν τα οστά της και κατέστρεψαν τα ανθέμια που στόλιζαν τα αετώματα του μνημείου (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Δεξιά: το μνημείο σε φωτογραφία του W. Wrede, τραβηγμένη το 1936, όπως σωζόταν πριν τον βανδαλισμό του.

 

Ο Βρετανός διπλωμάτης, πολιτικός και ποιητής James Rennell Rodd (μετέπειτα Sir Rennell Rodd) είχε δώσει μία περιγραφή της εικόνας του ερειπωμένου μεγάρου, όπως το αντίκρισε το 1889, κατά τη διάρκεια μίας εξόρμησης στην Πεντέλη ("Pentelicon, a day & a night Extr. Universal review, 1889" – το μεταφρασμένο απόσπασμα προέρχεται από την ιστοσελίδα του δήμου Βριλησσίων http://www.vrilissia.gr/penteliko/contents/03.05.05.html)):

 

 

Η έπαυλη βρίσκεται σε υψηλό σημείο μιας ανηφορικής κοιλάδας, η οποία είναι παράλληλη ή μάλλον συγκλίνει με αυτήν που οδηγεί στη μονή. Κτισμένη κυρίως από μάρμαρο, το οποίο εξορύχθηκε από όχι μακριά, παρουσιάζεται με την μορφή ενός μάλλον άχαρου τετράγωνου όγκου, στον οποίο ανοίγονται λίαν οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα, και τον οποίο δεν δείχνει να εκλόνισε ο πρόσφατος σεισμός. Η στέγη έχει κατά διαστήματα καταρρεύσει, τα πατώματα και τα ταβάνια ουδέποτε κατασκευάσθηκαν, αλλά τα δοκάρια είναι σχεδόν ανέπαφα, λόγω του ξηρού κλίματος. Καθώς ό,τι υπάρχει δείχνει γερό, είναι απορίας άξιο το πώς κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να αποπερατώσει ένα σχεδόν έτοιμο σπίτι και επιπλέον κτισμένο σε μία τόσο όμορφη τοποθεσία. Μία αγριοσυκιά φορτωμένη με τους άνοστους καρπούς της που κολλούνε στα δάκτυλα, έχει φυτρώσει καταμεσίς στην αυλή και το νερό μιας πηγής που αναβλύζει από τον βράχο εκεί κοντά, έχει σχηματίσει πραγματικό τέλμα μπροστά στην είσοδο. Από τον εξώστη φαίνεται η δασωμένη κοιλάδα που κατέρχεται απαλά την πλαγιά έως την πεδιάδα, εκτεινόμενη ανάμεσα σε δύο τραχιές βραχώδεις προεξοχές των λόφων, κατάφυτη από πεύκα, ιτιές, βασιλικές δρύες, και θάμνους από μύρτα και σχοίνα.

 

 

Μάλλον θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε δύο ενστάσεις από πλευράς μας όσον αφορά τις εντυπώσεις του Βρετανού διπλωμάτη. Αφενός, το μέγαρο της δούκισσας θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί ανορθόδοξο ή «μη καθαρόαιμο» αρχιτεκτονικά, αλλά ο χαρακτηρισμός «μάλλον άχαρος τετράγωνος όγκος» το αδικεί κατάφωρα. Αφετέρου, αντίθετα με την κριτική περί «άνοστων καρπών», θα λέγαμε ότι οι καρποί των αγριοσυκιών, και δη εκείνων της Πεντέλης, είναι νοστιμότατοι και προσφέρουν σε όσους τους δοκιμάσουν μια ανόθευτη γεύση από Φύση, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πολλές φορές, επί σειρά ετών, ιδίοις ουρανίσκοις. Και είναι ενδιαφέρον το ότι μία αγριοσυκιά φύτρωνε κάποτε στην αυλή του μεγάρου της δούκισσας. Την ίδια εποχή, μία ακόμη αγριοσυκιά κρεμόταν από το στόμιο της σπηλιάς, σύμφωνα με την περιγραφή κάποιου άλλου περιηγητή (σημειώνεται στο βιβλίο του «ΠΑΡ'ΕΙΚΟΣ» "Με αφορμή την ΠΕΝΤΕΛΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ έκθεση των επίμαχων δεδομένων" – https://www.iranon.gr/PM/satanistes1.htm#_ednref30). Γενικά, όπως έχουμε ξαναπεί, αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού η ιδιότητα των δέντρων αυτών να φυτρώνουν αργά ή γρήγορα σε κάθε εγκαταλελειμμένο κτίσμα και σε κάθε «ιδιαίτερο» μέρος (σημειώνουμε ότι μία μικρή συκιά αναπτύσσεται και στο Νυμφαίο άντρο, ενώ άλλες είχαν φυτρώσει παλιότερα στα στόμια των τεχνητών σηράγγων των έργων του 1977). Το όλο θέμα αποκτά προεκτάσεις εάν κανείς αναλογιστεί τους πολλαπλούς, θρησκειολογικούς ιδίως, συμβολισμούς του δέντρου της συκιάς. Οι πρωτόπλαστοι, για παράδειγμα, εμφανίζονται να καλύπτουν τα γεννητικά τους όργανα με φύλλα συκής μετά τη διάπραξη του προπατορικού αμαρτήματος, ο Ιησούς, σύμφωνα με τα κατά Μάρκο και Ματθαίο Ευαγγέλια, καταράστηκε ένα δέντρο συκιάς που δεν έκανε καρπούς, ο δε Ιούδας, μετά τη συνειδητοποίηση της πράξης του, φέρεται να κρεμάστηκε από μια συκιά. Αλλά και πέρα από το Χριστιανισμό, στη βουδιστική πίστη, ο Βούδας φέρεται να βρήκε τη φώτιση κάτω από μια συκιά, ενώ οι sadhus, ινδουϊστές ασκητές, διαλογίζονται ως τις μέρες μας κάτω από ιερές συκιές. Έτσι, τελικά, όλα αυτά, σε συνδυασμό με όσα είδαμε για τις ασυνήθιστες θρησκευτικές αναζητήσεις και εμμονές της δούκισσας της Πλακεντίας, προσδίδουν στο γεγονός της μετά θάνατο αυτοφυούς ανάδυσης μίας αγριοσυκιάς καταμεσής της αυλής του ημιτελούς μεγάρου της μια αξιοσημείωτη συμβολικότητα, η οποία ενισχύεται περαιτέρω και από δύο άλλες αγριοσυκιές, που φυτρώνουν στις μέρες μας στην αυλή ενός άλλου ημιτελούς κτίσματος της, την εγκαταλελειμμένη Tourelle.

 

 

Στον έναν περίπου αιώνα της εγκατάλειψης του, το μέγαρο της δούκισσας δεν έπαψε να δέχεται επισκέπτες. Οι περισσότεροι οδηγούνταν εκεί από εξημμένη περιέργεια, καθώς η παράξενη ιστορία της δούκισσας είχε φορτίσει το έρημο κτίσμα της στην Πεντέλη με διάφορους θρύλους. Πολλοί σκάλιζαν ή έγραφαν με μπογιά στις προσόψεις τα ονόματα τους, ενώ άλλοι επωφελούνταν της απουσίας φύλαξης και έκλεβαν τμήματα του περιτοιχίσματος του, για το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί –τι άλλο;– πεντελικό μάρμαρο. Ως αποτέλεσμα, το ημιτελές Καστέλλο της Ροδοδάφνης παρουσίαζε μια όψη παρακμιακή, που ερχόταν σε αντίθεση με την εικόνα ευμάρειας και δυναμισμού της δούκισσας, αλλά και έδενε παράλληλα με την κατάσταση μαρασμού και σταδιακής κατάπτωσης στην οποία αυτή είχε περιπέσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της, μετά το θάνατο της κόρης της το 1837. Ενδεικτική της εικόνας που παρουσίαζε το μέγαρο είναι η περιγραφή σε άρθρο εφημερίδας του 1932: «Στο αχανές του προαύλιο με τους ερειπωμένους σταύλους βρήκαμε ένα όμιλο εκδρομέων να το περιεργάζεται. Αυτό είνε το σύνηθες. Το μέγαρο δέχεται καθημερινώς πολλές επισκέψεις· της Κυριακές δε πάρα πολλές. Όλοι οι εκδρομείς ξένοι και Έλληνες θεωρούν καθήκον τους μια και ανέβηκαν στην Πεντέλη να σπεύσουν να περιεργασθούν τα μαρμάρινα χαλάσματα της δουκίσσης, τα οποία περιβάλλουν τόσοι και τόσοι θρύλοι. Μια γρήγορη ματιά διαπιστώνει ότι τα μάρμαρα αφαιρούνται· ιδία από το περιτείχισμα της οπισθίας πλευράς λείπουν πολλά, αφηρέθησαν δε εσχάτως. Όσα δε έχουν μείνει είνε φρικτά την όψι από της λαδομπογιές και τα σκαλίσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόσοψι και της πλευρές του κτιρίου. Όλοι οι κατά καιρούς ανόητοι επισκέπται είχαν γράψει εκεί τα ονόματα και της ιδιαίτερες πατρίδες των, αρκετοί δε και ολόκληρο το φύλλο του μητρώου των. Ήθελαν έτσι φθηνά και με τον κακοποιό αυτό τρόπο να εξασφαλίσουν την αθανασία.»

 

Αριστερά: άρθρο της εφημερίδας "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 01/12/1932, σελίδα 3. Κέντρο και δεξιά: το Καστέλλο της Ροδοδάφνης σε φωτογραφίες της εποχής περίπου του άρθρου, τραβηγμένες το 1936 από τον W. Wrede.

 

Η όψη παρακμής σε συνδυασμό με τα ασυνήθιστα γοτθικά στοιχεία του κτιρίου ενίσχυαν του ποικίλους θρύλους που το περιέβαλλαν, κεντρίζοντας τη φαντασία των επισκεπτών και δίνοντας τροφή για περίεργες ιστορίες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε βεβαίως η ανεξιχνίαστη δούκισσα, ενίοτε και η κόρη της Ελίζα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Καστέλλο της Ροδοδάφνης προηγήθηκε της σπηλιάς ως επίκεντρο παράξενων διηγήσεων στην Πεντέλη. Μάλιστα, όπως αργότερα και με τη σπηλιά, ο στρατός της εποχής είχε βρεθεί αναμεμιγμένος, καθώς το μέγαρο της δούκισσας είχε περιέλθει στην κυριότητα του, παρότι αρχικά εκφράζονταν σκέψεις να μετασκευαστεί σε σανατόριο. Συγκεκριμένα, το κτίριο είχε περιέλθει στην κυριότητα της «Αεροπορικής Άμυνας», η οποία, σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας του 1928, κατέβαλλε προσπάθειες να το αξιοποιήσει εκμισθώνοντας το.

 

Αριστερά: εφημερίδα "Οικονομικός Ταχυδρόμος", φύλλο 18/11/1928, σελίδα 5. Δεξιά: εφημερίδα "ΣΚΡΙΠ", φύλλο 23/04/1902, σελίδα 2.

 

Γενικά, ιδίως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ο στρατός είχε συνεχή και ποικιλότροπη παρουσία στην Πεντέλη. Για παράδειγμα, εκτός από τις ασκήσεις με πραγματικά πυρά που είδαμε ότι διεξάγονταν σε περιοχές του βουνού, η Πεντέλη αξιοποιόταν τα καλοκαίρια και ως τόπος ανάπαυσης στρατιωτών, οι οποίοι στάθμευαν εκεί κατά εκατοντάδες.

 

Απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 09/08/1938, σελίδα 3.

 

Υπήρξαν και περιπτώσεις στρατιωτικών ατυχημάτων στην Πεντέλη. Μία τέτοια ήταν εκείνη της συντριβής στις 24/10/1964 ενός εκπαιδευτικού στρατιωτικού αεροπλάνου στη βόρεια πλευρά του βουνού, κοντά στην κορυφή. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, το διθέσιο αεροπλάνο, τύπου "Harvard" (T6G), εκτελούσε εκπαιδευτική «τυφλή πτήση δι' οργάνων», πετούσε δηλαδή δίχως ο χειριστής να ελέγχει με την όραση του το χώρο, βασιζόμενος μόνο στις ενδείξεις των οργάνων. Κατά τις επίσημες ανακοινώσεις, από λανθασμένη εκτίμηση το αεροπλάνο είχε έρθει σε θέση απώλειας στήριξης («stall», στη διεθνή ορολογία), με αποτέλεσμα να καταπέσει, και να απανθρακωθεί ο υποσμηναγός Βασίλειος Κωστούλας, εκπαιδευτής της πτήσης και χειριστής τη στιγμή του ατυχήματος, ενώ ο εκπαιδευόμενος, ανθυποσμηναγός Χρ. Κυριακόπουλος, είχε καταφέρει να απεγκλωβιστεί από τα φλεγόμενα συντρίμμια, γλυτώνοντας με ελαφρά τραύματα.

 

Αριστερά: δημοσίευμα της εφημερίδας "Το Βήμα", φύλλο 25/10/1964, σελίδα 14. Κέντρο: απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Τα Νέα", φύλλο 25/10/1964, σελίδα 9. Δεξιά: αεροπλάνο τύπου "Harvard" (T6G Texan).

 

Δεν ήταν αυτό το μοναδικό αεροπορικό δυστύχημα στην περιοχή της Πεντέλης. Όπως μαρτυρά ένα μικρό μνημείο στους βορειοανατολικούς πρόποδες του βουνού (το είχε εντοπίσει ο «ΟΡΕΣΙΒΙΟΣ»), στο σημείο είχε βρει το θάνατο ο ανθυποσμηναγός Αθανάσιος Μπαρζούκας, κατόπιν ατυχήματος που είχε σημειωθεί στις 5/9/1935.

 

Αριστερά και κέντρο: το μνημείο, δίπλα στον οικισμό Ραπεντώσα Διονύσου (το τοπωνύμιο "Ραπεντώσα" είναι αλβανικής προέλευσης και σημαίνει «γουρουνιών τόπος», ενώ "Διόνυσος" είχε ονομαστεί η ευρύτερη περιοχή το 1888, μετά την ανεύρεση αρχαίου θεάτρου, αφιερωμένου στον ομώνυμο θεό). Δεξιά: αποτύπωση –όχι ακριβής– της βορειοανατολικής πλευράς της Πεντέλης, η οποία είχε δημοσιευθεί στην περιοδική έκδοση "The Illustrated London News", τεύχος 14/05/1870.

 

Τίποτα περισσότερο δε γνωρίζουμε για το ατύχημα εκείνο. Κρίνοντας, δε, από την εικόνα εγκατάλειψης, μνημείο και μνημονευόμενος δείχνουν να έχουν ξεχαστεί προ πολλού.

 

Όπως ξεχασμένη εν πολλοίς είναι πλέον και μία άλλη, ευρύτερη ιστορία της Πεντέλης, τα γεγονότα της οποίας απλώνονται σε περίοδο ενάμισι περίπου αιώνα. Μπορεί, όπως συζητήσαμε, η μακραίωνη δραστηριότητα των αρχαίων λατόμων να έκανε γνωστή την Πεντέλη για το ολόλευκο μάρμαρο της, μπορεί χριστιανοί ασκητές και μοναχοί να κυριαρχούσαν στο "Όρος των Αμώμων" κατά τον Μεσαίωνα και την τουρκοκρατία, όμως η πρόσφατη ιστορία του βουνού είναι συνυφασμένη με τη δράση των λατόμων της νεότερης περιόδου.

 

Στη μακρόχρονη και πολυσχιδή αυτή ιστορία αναφερθήκαμε επιγραμματικά μέσα από προηγούμενη συζήτηση. Όπως σημειώσαμε, με την επανέναρξη της λατόμησης μαρμάρου στην Πεντέλη –και συγκεκριμένα στο λατομείο της σπηλιάς– το 1836, τα αρχαία λατομεία, που είχαν παραμείνει ανενεργά από την εποχή της ρωμαιοκρατίας, σταδιακά λειτούργησαν εκ νέου έπειτα από πολλούς αιώνες ερήμωσης, ενώ χορηγήθηκαν και άδειες για ίδρυση νέων λατομείων στο βουνό. Αρχικά, η λατόμηση αποσκοπούσε στην οικοδόμηση των δημοσίων κτιρίων της Αθήνας, η οποία είχε ανακηρυχτεί πρωτεύουσα της Ελλάδας δύο χρόνια νωρίτερα, το 1834. Καθώς, όμως, η πόλη επεκτεινόταν και περισσότερα κτίρια ανεγείρονταν, το πεντελικό μάρμαρο γινόταν όλο και πιο περιζήτητο, κυρίως από ιδιώτες πλέον. Η ζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμα της τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970, οπότε, με την εκρηκτική οικιστική ανάπτυξη που γνώρισε η Αθήνα, συνοικιακά μαρμαράδικα έκαναν την εμφάνιση τους παντού στην πόλη, ενώ για τους περισσότερους η Πεντέλη έφτασε να είναι γνωστή κυρίως για τα «νταμάρια» της (τουρκικής ρίζας λέξη, από το «damar», που σημαίνει «φλέβα»). Παράλληλα, ζήτηση είχε δημιουργηθεί και σε άλλες πόλεις, εκτός της Αθήνας. Κατ' αυτόν τον τρόπο η ιστορία επαναλήφθηκε, και η Πεντέλη, που τους αιώνες της αρχαιότητας τροφοδοτούσε με το μάρμαρο της την ελληνική επικράτεια, έγινε και πάλι, χιλιάδες χρόνια μετά, βασική τροφοδότης του λευκού πετρώματος.

 

Αριστερά: προκήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας περί προμήθειας πεντελικού μαρμάρου, προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί σε εργασίες ανακατασκευής του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού (η θέση "Σπηλιά" που αναφέρεται στο δημοσίευμα δεν αφορούσε τη γνωστή σπηλιά της Πεντέλης, αλλά ένα άλλο σημείο, ψηλότερα στο βουνό). Εφημερίδα "Το Βήμα", φύλλο 25/02/1951, σελίδα 3. Δεξιά: ανεύρεση αρχαίων σαρκοφάγων από πεντελικό μάρμαρο στην Ηγουμενίτσα. Απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Το Βήμα", φύλλο 02/10/1975, σελίδα 4.

 

Και δεν ήταν μόνο οι Έλληνες, ζήτηση για πεντελικό μάρμαρο υπήρχε και μεταξύ των ξένων. Έτσι, σε παλιά δημοσιεύματα συναντάμε τους Ρουμάνους να ζητούν μάρμαρο από την Πεντέλη προκειμένου να ανεγείρουν άγαλμα του Τάκε Ιωνέσκο (πρωθυπουργού της Ρουμανίας μεταξύ 19211922), τους Γάλλους να προμηθεύονται πεντελικό μάρμαρο προκειμένου ο Πικάσο να φιλοτεχνήσει γλυπτό μνημείο στη Μασσαλία, και τους Αμερικανούς να επενδύουν την πρεσβεία τους στην Αθήνα με πεντελικό επίσης μάρμαρο. Υπήρξε και η περίπτωση των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι το 1933 είχαν ζητήσει παριανό μάρμαρο προκειμένου να ανεγείρουν άγαλμα του βασιλιά τους, Αλεξάνδρου (δολοφονήθηκε την επόμενη χρονιά, στη Γαλλία). Τελικά, είχε προταθεί η χορήγηση μαρμάρου από την Πεντέλη, όπου, όπως σημειωνόταν στο σχετικό δημοσίευμα «υπάρχουν μεγάλα τεμάχια και είνε εύκολος η εξώρυξις».

 


 

 

Από αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω: δημοσίευμα της εφημερίδας "Ελεύθερον Βήμα", φύλλο 03/04/1929, σελίδα 2· δημοσίευμα της εφημερίδας "Ελευθερία", φύλλο 09/04/1963, σελίδα 8· απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Ελευθερία", φύλλο 03/07/1957, σελίδα 3· δημοσίευμα της εφημερίδας "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 28/04/1933, σελίδα 4.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ