ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Χρονικά (μέρος Γ')

 

 

Οι θρύλοι που περιέβαλαν τον Νταβέλη ήδη πριν το θάνατο του το 1856 (πραγματικό όνομα: Χρήστος Νάτσος), συνδέοντας τον μεταξύ άλλων και με τη σπηλιά της Πεντέλης, είχαν μεγάλη απήχηση, εξάπτοντας τη φαντασία πολλών. Χαρακτηριστική της κατάστασης ήταν η περίπτωση του Θ. Κάππου, κατοίκου Μελισσίων Αττικής, τον οποίο συναντάμε σε δημοσίευμα εφημερίδας του 1966 να διαμαρτύρεται εντόνως για την άρνηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να του χορηγήσει άδεια ανασκαφής της σπηλιάς, προκειμένου να φέρει στο φως τον θαμμένο θησαυρό του Νταβέλη. Ο Κάππος διατεινόταν ότι κατείχε «αδιάσειστα στοιχεία» που καθιστούσαν «βέβαιο ότι υπάρχει στην Πεντέλη, θαμμένος πριν από ένα αιώνα μέσα στη γνωστή σπηλιά του Νταβέλη, ένα μέρος του θησαυρού του αρχιληστή, αποτελούμενου από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα (νομίσματα, κοσμήματα κλπ.).» Φαίνεται, μάλιστα, ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί είχαν προκαλέσει αρκετές συζητήσεις, ενώ και ο αρθρογράφος της εφημερίδας, Φ. Καββαδίας, συμμεριζόταν την αγανάκτηση του, σχολιάζοντας στην αρχή του άρθρου: «Αυτά τα "κακώς κείμενα" (κακώς παληά τοποθετηθέντα) των κρυψώνων της Πεντέλης, επιβάλλεται το ταχύτερον να θιγούν. Οι αντιρρήσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας πρέπει να αρθούν και μαζί με αυτές και ο θρυλούμενος θησαυρός του βουνού για τον οποίον ο σχετικός θόρυβος καθημερινά εντείνεται.» Οι δοξασίες του είδους ατόνησαν με τον καιρό, αλλά δεν έπαψαν ποτέ εντελώς. Είναι ενδεικτικό ότι το 2012 μόλις, σε τσιμεντένιο κτίσμα έξω από τη σπηλιά που είχε κατασκευαστεί κατά τα έργα του 1977, ολοκληρώθηκε ένα περίτεχνο γκραφίτι όπου απεικονίζεται γενειοφόρος άνδρας –πιθανότατα ο Νταβέλης– να φέρει σεντούκι γεμάτο με χρυσά νομίσματα, έχοντας ως φόντο το άνοιγμα του σπηλαίου (το φόντο προστέθηκε το 2012, προσδιορίζοντας το χώρο όπου διαδραματίζεται η όλη σκηνή· η υπόλοιπη παράσταση είχε ολοκληρωθεί το 2011).

 

Αριστερά: δημοσίευμα της εφημερίδας "Ελευθερία", φύλλο 16/02/1966, σελίδα 4. Δεξιά: η παράσταση του γενειοφόρου με το σεντούκι θησαυρού, έξω από τη σπηλιά.

 

Οι κυνηγοί θησαυρών αποτελούσαν μία μικρή μόνο, ιδιότυπη ομάδα μεταξύ των επισκεπτών της σπηλιάς των τελευταίων δεκαετιών. Οι υπόλοιποι οδηγούνταν εκεί για διάφορους άλλους λόγους, συνήθως από απλή περιέργεια, εν είδει εκδρομής. Και καθώς η πρόσβαση γινόταν ολοένα και ευκολότερη, ειδικά από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και μετά, όλο και περισσότεροι συνέρρεαν στην περιοχή. Αυτή η αυξημένη ανθρώπινη παρουσία είχε, αναπόφευκτα, τις επιπτώσεις της στη σπηλιά, η οποία από τόπος σχετικά δυσπρόσιτος μετατρεπόταν σταδιακά σε εκδρομικό προορισμό πολλών αθηναίων, που πλέον διέθεταν αυτοκίνητα. Έτσι, από τη δεκαετία του 1960 και μετά άρχισαν να πυκνώνουν τα δημοσιεύματα εφημερίδων που έκαναν λόγο για βανδαλισμούς στα εκκλησίδια της εισόδου, τονίζοντας την ανάγκη συντήρησης και προστασίας τους.

 

Αριστερά: δημοσίευμα της εφημερίδας "Το Βήμα", φύλλο 05/07/1964, σελίδα 4. Δεξιά: απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Οικονομικός Ταχυδρόμος", φύλλο 06/07/1972, σελίδα 10.

 

Τα δημοσιεύματα εστιάζονταν στα εκκλησίδια, αγνοώντας συνήθως τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές στην ίδια τη σπηλιά, η οποία, ιστορικά και πολιτιστικά, θα έπρεπε να αποτελεί τον μείζονα χώρο ενδιαφέροντος. Τα εκκλησίδια ανήκαν στη σπηλιά, όχι το αντίστροφο. Και η ιστορία της σπηλιάς εκτεινόταν πολύ πιο πίσω στο χρόνο και πολύ πιο πέρα στα ανθρώπινα πεπραγμένα, εμπεριέχοντας την ιστορία των εκκλησιδίων ως ένα μόνο ανάμεσα στα πολλά της κεφάλαια.

 

Αριστερά: φωτογραφία της περιοχής της σπηλιάς, τραβηγμένη κάπου μεταξύ τελών δεκαετίας 1950 και δεκαετίας 1960 (η ακριβής χρονολογία λήψης δεν είναι γνωστή) από μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. Δεξιά: λεπτομέρεια της φωτογραφίας σε μεγέθυνση, όπου διακρίνεται μία σκυφτή γυναικεία μορφή να βαδίζει προς τη σπηλιά. Υπολογίζοντας με βάση τις διαστάσεις του μεγάλου όγκου βράχου στο αριστερό όριο της φωτογραφίας, ο οποίος διατηρείται άθικτος στην ίδια θέση, το ύψος της γυναίκας δε θα μπορούσε να ξεπερνά το ενάμισι μέτρο.

 

Ήταν μόλις το 1957 που, με διάταγμα του βασιλιά Παύλου, η σπηλιά και η γύρω περιοχή χαρακτηρίστηκαν προστατευόμενος χώρος αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Προβλεπόταν η απαγόρευση λατόμησης σε μία ζώνη μήκους 1600 μέτρων και πλάτους 400 μέτρων, η οποία περιελάμβανε τη σπηλιά αλλά και το Νυμφαίο άντρο, που είχε ανακαλυφθεί πέντε χρόνια νωρίτερα λίγο πιο ψηλά στο βουνό. Το διάταγμα εκείνο ουδέποτε εφαρμόστηκε. Έτσι, το 1974 εκδόθηκε νέο διάταγμα, προεδρικό αυτή τη φορά, που απαγόρευε τη λατόμηση σε ακτίνα 250 μέτρων από τη σπηλιά και 100 μέτρων από το Νυμφαίο άντρο. Αλλά, και εκείνο το διάταγμα καταστρατηγήθηκε. Έκτοτε ακολούθησαν πολυάριθμες προτάσεις, αποφάσεις, εγκύκλιοι και τροποποιήσεις αυτών, για την προστασία της περιοχής της σπηλιάς.

 


 

 

Δημοσιεύματα της εφημερίδας "Τα Νέα". Από αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω: φύλλο 05/06/1957, σελίδα 6· φύλλο 16/11/1974, σελίδα 10· φύλλο 19/09/1990, σελίδα 36· φύλλο 10/04/1991, σελίδα 24.

 

Όμως, κάπου στο ενδιάμεσο η παλιά σπηλιά της Πεντέλης, παρά τις διακηρύξεις περί προστασίας της, είχε ήδη εν πολλοίς πάψει να υφίσταται. Αιτία ήταν τα έργα του 1977, με τα οποία το μεγαλύτερο μέρος του πυθμένα της ανασκάφηκε, ενώ το εσώτερο τμήμα, γύρω από το οποίο περιστρέφονταν ενδιαφέρουσες και παράξενες διηγήσεις, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Τούρκου περιηγητή Evliya Chelebi, καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.

 

Φωτογραφίες της σπηλιάς από την D. B. Thompson, με ημερομηνίες λήψης 05/07/1924 και 06/07/1924 αντίστοιχα. Η δεύτερη αποτελεί την παλαιότερη –γνωστή σε εμάς– φωτογραφία του εσωτερικού της σπηλιάς. Και είναι μικρή, θολή και υποφωτισμένη η φωτογραφία αυτή, όπως ακριβώς θα της άρμοζε.

 

Πολλά γράφτηκαν για τα έργα εκείνα, επιτείνοντας τελικά μάλλον παρά ξεδιαλύνοντας τη σύγχυση που κάλυπτε οτιδήποτε σχεδόν τα αφορούσε. Τα περισσότερα από τα σχετικά δημοσιεύματα βασίζονταν σε εικασίες, φήμες, συχνά και σε διάθεση τρομολαγνείας, κάνοντας λόγο μεταξύ άλλων για πυρηνικά όπλα και για απόρριψη ραδιενεργών υλικών. Ανάμεσα τους, ωστόσο, υπήρξαν και ορισμένα πιο «ήρεμα» και πιο τεκμηριωμένα, τα οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα. Τέτοιο ήταν ένα δημοσίευμα του "Οικονομικού Ταχυδρόμου" του 1978, όπου γινόταν αναφορά σε συγκεκριμένη υπουργική απόφαση, βάσει της οποίας προβλεπόταν η ανέγερση αποθηκών εφεδρικού τηλεπικοινωνιακού υλικού των Ενόπλων Δυνάμεων στην απαλλοτριωμένη περιοχή της σπηλιάς.

 

Εφημερίδα "Οικονομικός Ταχυδρόμος", φύλλο 25/05/1978, σελίδα 16.

 

Στο θέμα των έργων του 1977 και σε αρκετές από τις λιγότερο γνωστές πτυχές του αναφερθήκαμε αναλυτικά μέσα από την ενότητα "Πεδία, κύματα, έργα και κεραίες". Δε θα επανέλθουμε εδώ. Σημειώνουμε απλώς ότι η αποθήκευση εφεδρικού τηλεπικοινωνιακού υλικού σε τέτοιες ποσότητες ώστε να απαιτείται η ανέγερση αποθηκών προς φύλαξη του παραπέμπει στην κατασκευή κέντρου τηλεπικοινωνιών, στο είδος εγκαταστάσεων, δηλαδή, που σημειώσαμε ότι πιθανότατα αποσκοπούσαν τα έργα.

 

Η απουσία επίσημων εξηγήσεων σε σχέση με τους σκοπούς των έργων του 1977 και, ίσως ακόμα περισσότερο, η διακοπή τους σε ημιτελές στάδιο το 1983, δίχως και πάλι να δοθούν εξηγήσεις, ενέτειναν τα ερωτήματα γύρω από αυτά, συντηρώντας το θόρυβο που είχε δημιουργηθεί. Ενδεικτικό είναι ένα σχόλιο που είχε δημοσιευτεί το 1987, δέκα χρόνια μετά την έναρξη των έργων και τέσσερα χρόνια μετά τη διακοπή τους, στο οποίο ο αρθρογράφος σχολίαζε ένα δημοσίευμα άλλης εφημερίδας, σύμφωνα με το οποίο κατασκηνωτές της Πεντέλης απαιτούσαν να γίνει γνωστός ο προορισμός των τούνελ που είχαν διανοιχτεί γύρω από τη σπηλιά. Το σχόλιο κατέληγε μέσα σε κυνική διάθεση: «Επισημαίνω ότι πέρασε σχεδόν μια ολόκληρη εβδομάδα και η κυβέρνηση δεν είπε λέξη για τη σπηλιά του Νταβέλη. Γιατί σιωπά;»

 

Εφημερίδα "Το Βήμα", φύλλο 09/08/1987, σελίδα 12 .

 

Όταν, τον Αύγουστο του 1990, επιχειρήθηκε επανέναρξη των έργων στην περιοχή της σπηλιάς, κοινή γνώμη και δημοσιογράφοι ήταν πολύ πιο «υποψιασμένοι» αλλά και προετοιμασμένοι. Έτσι, παρότι τα έργα εκείνα δεν προχώρησαν πέρα από την εγκατάσταση εργοταξίου και διακόπηκαν μόλις έναν περίπου μήνα αργότερα, τα σχετικά δημοσιεύματα ήταν πολύ περισσότερα από ό,τι για τα έργα του 1977, που είχαν διαρκέσει έξι περίπου χρόνια. Ορισμένοι ειδικά δημοσιογράφοι έκαναν συνεχείς αναφορές στο θέμα μέσα από άρθρα τους.

 

Άρθρα του δημοσιογράφου Κώστα Σταματίου στην εφημερίδα "Τα Νέα". Από αριστερά προς τα δεξιά: φύλλο 31/08/1990, σελίδα 24· φύλλο 04/09/1990, σελίδα 30· φύλλο 10/08/1991, σελίδα 38. Λίγο μετά το δημοσίευμα του 1991, ο Σταματίου θα πέθαινε στο Λονδίνο, σε ηλικία 62 ετών.

  

Η επανέναρξη των έργων είχε πρακτικά συμπέσει με την ανάληψη καθηκόντων από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έπειτα από τις εκλογές της 08/04/1990. Ωστόσο, όπως αποκαλυπτόταν μέσα από τα διάφορα δημοσιεύματα, η απόφαση για την επανέναρξη αυτή είχε ληφθεί ήδη από το 1987. Υπεύθυνος για τις ενέργειες διακοπής των έργων, με εντολή που εκδόθηκε στις 12/09/1990, θεωρήθηκε ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Τζαννής Τζαννετάκης – όπως υπεύθυνη για τη διακοπή των έργων του 1977 είχε θεωρηθεί, από το ίδιο αξίωμα, η Μελίνα Μερκούρη.

 


 

 

Δημοσιεύματα της εφημερίδας "Τα Νέα". Από αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω: φύλλο 27/08/1990, σελίδα 5· φύλλο 01/09/1990, σελίδα 21· φύλλο 12/09/1990, σελίδα 32· φύλλο 22/12/1990, σελίδα 48.

 

Γεγονός είναι ότι τόσο για τα έργα του 1977 όσο και για εκείνα του 1990 υπήρξαν πολλές αντιδράσεις, από αξιωματούχους, φορείς, αλλά και απλούς πολίτες. Πιθανώς έπαιξαν και αυτές κάποιο ρόλο στη διακοπή των εργασιών, σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Όμως, όπως συζητήσαμε, πίσω από την όλη αυτή ιστορία φαίνεται ότι υπήρχε ένα εν πολλοίς άγνωστο παρασκήνιο, σχετιζόμενο με τις στρατιωτικές τηλεπικοινωνίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Και θα πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί ότι, πνιγμένα μέσα στον δημοσιογραφικό θόρυβο, υπήρξαν και στην περίπτωση των έργων του 1990 δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για κατασκευή κέντρου τηλεπικοινωνιών στην περιοχή της σπηλιάς.

 

Όπως και να 'χει, η ιστορία των στρατιωτικών έργων, με τη δημοσιότητα που έλαβε και με τα ερωτήματα που δημιούργησε, έδρασε συμπληρωματικά, προσφέροντας χειροπιαστά δεδομένα σε μία άλλη, ευρύτερη, ανορθόδοξη και πιο αόριστη συζήτηση, που είχε αρχίσει να διαχέεται μεταξύ κύκλων «μυημένων» και μη. Ήταν η συζήτηση περί παράξενων συμβάντων και ανεξήγητων φαινομένων στη σπηλιά και την ευρύτερη Πεντέλη, την οποία είχε πυροδοτήσει έπειτα από αναφορές του ο ερευνητήςσυγγραφέας Γιώργος Μπαλάνος, κυρίως μέσα από την έκδοση του βιβλίου του "Το Αίνιγμα της Πεντέλης" το 1982 (http://www.locus7.gr/index.php?id_product=23&controller=product), αλλά και πριν ακόμα από αυτή.

 

Εφημερίδα "Το Βήμα", φύλλο 25/01/1981, σελίδα 39.

 

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η συζήτηση αυτή πέρασε από φάσεις διάδοσης, έξαρσης, ύφεσης και αναζωπύρωσης, δίχως ποτέ να πάψει εντελώς. Αφήνοντας εδώ κατά μέρος την ουσία και εστιάζοντας στις επιδράσεις της, θα αρκεστούμε να σημειώσουμε ότι η όλη συζήτηση περί παράξενων φαινομένων στην Πεντέλη, με επίκεντρο τη σπηλιά, έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα «cult», σε σημείο ώστε οι σχετικές αναφορές μέσα από έντυπα, τηλεόραση και Διαδίκτυο, να φτάσουν έπειτα από μερικά χρόνια να μετρώνται σε χιλιάδες.

 

Αριστερά: απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Το Βήμα", με τίτλο "Περιοδικά για όλα τα «βίτσια»", φύλλο 07/12/1997, σελίδα 196. Κέντρο: απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Τα Νέα", με τίτλο "UFO και βρικόλακες..." και θέμα τηλεοπτική σειρά, φύλλο 07/03/2001, σελίδα 65. Δεξιά: απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας "Τα Νέα", με τίτλο "Ο μύθος της υπόγειας Αθήνας", φύλλο 18/12/2006, σελίδα 18.

 

Κατά το μεγαλύτερο μέρος, οι διάφορες αναφορές ήταν φαντασιώδεις και παραπλανητικές. Και αυτό ήταν κάτι που χαρακτήριζε, όχι μόνο αρκετούς από τους θιασώτες των θεωριών περί μεταφυσικών φαινομένων, αλλά και αντικρούοντες τις θεωρίες αυτές, καθώς και δημοσιογράφους που, στην πρόθεση τους να εμφανιστούν σοβαροφανείς, κατέληγαν σε αναφορές που στερούνταν σοβαρότητας.

 

Δημοσίευμα της εφημερίδας "Το Βήμα", φύλλο 25/01/2001, σελίδα 35. Εδώ, ο αρθρογράφος παρουσιάζει τη σπηλιά ως άντρο σατανιστών, χρηστών και εμπόρων ναρκωτικών, αλλά και «πάσης φύσης κακοποιών στοιχείων», κάνοντας λόγο για εκκλησάκια που «έρπουν», αναμιγνύοντας ενδιάμεσα τον Τζέιμς Μπόντ και προειδοποιώντας ότι «είναι επικίνδυνο να ανέβει κανείς εκεί τη νύχτα». Αφήνοντας τα υπόλοιπα ασχολίαστα, σημειώνουμε μόνο πως η πιθανότητα του να συναντήσει κανείς χρήστη ή –ακόμα περισσότερο– έμπορο ναρκωτικών έξω από το σπίτι του είναι απείρως μεγαλύτερη από ό,τι στη σπηλιά, και πως η συχνότητα χρήσης τοξικών ουσιών έξω ακριβώς από το δημαρχείο Αθηνών είναι τουλάχιστον 100000% υψηλότερη (αναλογία 1:1000).

 

Άσχετα με την ουσία του όλου θέματος, άσχετα με την προσωπική αποδοχή ή μη αναφορών και αναλύσεων περί παράξενων/ανορθόδοξων/ανεξήγητων εκδηλώσεων στη σπηλιά και την ευρύτερη Πεντέλη, το σίγουρο είναι ότι τα κύματα δημοσιότητας που εκπέμφθηκαν σε σχέση με την υπόθεση άλλαξαν για πάντα την εικόνα της σπηλιάς στη συλλογική αντίληψη. Όπως όταν ένα βότσαλο πέφτει σε μια λίμνη δημιουργούνται κυματισμοί που διαδίδονται σε απόσταση, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση εκλύθηκαν κύματα πληροφόρησης που ταξίδεψαν μαζικά και μακριά, καθώς η σπηλιά της Πεντέλης έγινε γνωστή και εντυπώθηκε σε εκατομμύρια ανθρώπους ως ένας τόπος περιτριγυρισμένος από αναφορές περί ανεξήγητων φαινομένων. Από αυτή την άποψη, δεν έχει καμία σημασία αν τα κύματα αυτά μετέφεραν τεκμηριωμένες πληροφορίες, αμφιλεγόμενες αναφορές ή ασυνάρτητο θόρυβο. Ήταν τα κύματα τα ίδια και η διάδοση τους που είχαν σημασία, και κάποιος με επίγνωση της «κυματικής» της όλης κατάστασης θα μπορούσε να τα παρακολουθεί να φέρονται, να διαχέονται, να ανακλώνται, να εξασθενούν, να ενισχύονται, να συμβάλλουν, να αναλύονται, να παρεμβάλλονται, εκδηλώνοντας όλες εκείνες τις χρήσιμες και συνάμα θαυμαστές ιδιότητες των κυμάτων. Δε θα είχε καμία σημασία αν εκείνο που έπεσε στη λίμνη ήταν πράγματι βότσαλο ή κάτι άλλο, ούτε και ποιο χέρι το είχε τελικά πετάξει. Το σημαντικό θα ήταν η συμπεριφορά και οι επιδράσεις των κυματισμών στη συλλογική αντίληψη – εκείνη την όχι και τόσο ήρεμη, και σίγουρα διόλου διαυγή επιφάνεια της λιμνούλας που λέγαμε.

 

Ο δρόμος προς τη σπηλιά. Φωτογραφία του 1933, τραβηγμένη από τον W. Wrede, όπου αποτυπώνεται ο αρχαίος δρόμος με αφετηρία το λατομείο της σπηλιάς. Ο ημίεργος όγκος μαρμάρου στο κέντρο της φωτογραφίας (στον οποίο έχουμε αναφερθεί ξανά) αποτελεί θραύσμα μεγαλύτερου όγκου, που προοριζόταν να αποτελέσει σπόνδυλο κάποιου αρχαίου κίονα, αλλά κατά τη μεταφορά έσπασε. Έκτοτε, το θραύσμα αυτό, όπως και ένα άλλο μικρότερο, λίγο ψηλότερα, παραμένει ξεχασμένο στο πλάι του αρχαίου δρόμου μεταφοράς μαρμάρου.

 

Αλλά ξεφεύγουμε, και ενώ πριν είπαμε ότι εδώ δεν πρόκειται να υπεισέλθουμε στην ουσία του θέματος, κάνουμε το αντίθετο, θίγοντας βαθύτερες όψεις αυτής ακριβώς της ουσίας – της βαθύτερης ουσίας, τελικά, πίσω από κάθε συζήτηση. Στα χρονικά της Πεντέλης, εξάλλου, συγκαταλέγονται γεγονότα και ιστορίες που, δίχως σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν τα όρια του κοινώς αντιληπτού ή να αποκλίνουν από την κοινή σύμβαση περί αληθινού, αποπνέουν μια αύρα εξωπραγματικού και παράδοξου, συχνά συνοδευόμενη από μια αίσθηση ονείρου.

 

Μία τέτοια ιστορία ήταν εκείνη της σχεδιαζόμενης ανέγερσης ενός ναού μιας νέας θρησκείας στην κορυφή της Πεντέλης. Θα ήταν ο ναός μιας παράξενης πίστης, νέας αλλά και παλιάς, με ρίζες σε αποκρυφιστικές παραδόσεις του παρελθόντος. Όσο για τον εμπνευστή του σχεδίου, είχε αποδείξει ότι διέθετε και τους πόρους και την αποφασιστικότητα για κάτι τέτοιο.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ