Τα χρονικά της Πεντέλης χάνονται στο αμυδρό παρελθόν, σε εποχές πολύ πριν οι πρώτοι άνθρωποι πατήσουν τη γη. Ήταν κάπου στο πέρασμα των προανθρώπινων εκείνων αιώνων που οι συγκρουόμενες τεκτονικές πλάκες του γήινου φλοιού δημιούργησαν τον αρχικό μικρό λόφο στη θέση του σημερινού ορεινού όγκου. Μεσολάβησαν αμέτρητα χρόνια από τότε. Και στο αχανές αυτό χρονικό διάστημα, καθώς είδη ζωής εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν, η Πεντέλη προσέγγιζε την τωρινή της μορφή, μεταβαλλόμενη διαρκώς.
Όμως, στις μνήμες των ανθρώπων το βουνό ήταν πάντα εκεί. Υπήρχε πριν από αυτούς και θα εξακολουθούσε να υπάρχει μετά, γι' αυτό και η αποτύπωση του στη συλλογική μνήμη ήταν κατά βάση αυτή μιας στατικής εικόνας. Πρόκειται για μια αίσθηση αχρονικότητας που χαρακτηρίζει όλα λίγο–πολύ τα βουνά, και η οποία ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι αυτά, πέραν της φυσικής τους υπόστασης, συνδέονται με ποικίλους αρχετυπικούς συμβολισμούς. Έτσι, διόλου τυχαία, στις περισσότερες θρησκείες, μυθολογίες, φιλοσοφικά συστήματα, ρεύματα εσωτερισμού κλπ. η έννοια του όρους απαντάται ως κεντρικό σύμβολο, είτε με την παραλλαγή του ιερού όρους, είτε με του αρχέγονου όρους, είτε με του αλληγορικού όρους, η μακρά και επίπονη ανάβαση του οποίου οδηγεί στην πνευματική ολοκλήρωση.
"Mons Philosophorum" – "Το Όρος των Φιλοσόφων". Παλιά αλληγορική απεικόνιση, με παραπομπές στον εσωτερισμό. |
Στον αντίποδα όλων αυτών των υποκειμενικών συμβολικών συσχετισμών, κάθε βουνό, ως υπαρκτός τόπος, επιδρά στον πραγματικό ανθρώπινο χώρο και χρόνο, διαμορφώνοντας έναν δικό του ορίζοντα γεγονότων, μετέχοντας στην εξέλιξη της ιστορίας των ανθρώπων, οριοθετώντας έναν δικό του μικρόκοσμο. Και η Πεντέλη, για να ξαναγυρίσουμε σε αυτή, συγκέντρωνε ανέκαθεν όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά σε υπερθετικό βαθμό, μέσα από ένα μακρύ και πολυεπίπεδο παρελθόν.
Τώρα, για το παρελθόν υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλήσει κανείς. Ο αμεσότερος όλων είναι μέσα από τις ιστορίες του. Παρακάτω, λοιπόν, θα μιλήσουμε για το πρόσφατο παρελθόν της Πεντέλης –το χθες μόλις, συγκριτικά– μέσα από μικρές ιστορίες, δοσμένες κυρίως διά μέσω παλιών εικόνων και δημοσιευμάτων εφημερίδων. Σκοπός δεν είναι κάποια συνολική αναδίφηση, αλλά μάλλον η μετάδοση στιγμιότυπων μιας ευρύτερης ιστορίας. Πρωταγωνιστές στα στιγμιότυπα αυτά του παρελθόντος εμφανίζονται άνθρωποι διαφόρων εποχών. Κατά μία άλλη οπτική, ωστόσο, πρωταγωνιστής και φόντο ταυτόχρονα είναι το ίδιο το βουνό, τόσο σαν τόπος όσο και σαν αρχέτυπο. Σε κάθε περίπτωση, τα όσα ακολουθούν μπορούν να αναγνωστούν από διαφορετικές οπτικές γωνίες και προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ακόμα και με διαφορετική σειρά, μεμονωμένα ή σε συνάρτηση με όσα έχουν ήδη διατυπωθεί σε προηγούμενες ενότητες.
Η παλαιότερη –γνωστή σε εμάς– φωτογραφία της Πεντέλης, τραβηγμένη το 1888 από σημείο βορειοανατολικά του βουνού – από τη συλλογή της Αμερικανίδας αρχαιολόγου Dorothy Burr Thompson (1900-2001 – http://www3.ascsa.edu.gr/media/thompson/thompson.html), καταχωρημένη στο αρχείο της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών της Αθήνας. Το πλούσιο δάσος που διακρίνεται στη φωτογραφία έμελλε να καταστραφεί την ίδια εκείνη χρονιά από φωτιά που κατέκαιγε επί πέντε ημέρες την Πεντέλη και τα πέριξ αυτής, σύμφωνα με δημοσίευμα του 1957, με τίτλο "Αττικοί Περίπατοι" (εφημερίδα "Ελευθερία", φύλλο 23/01/1957, σελίδα 4). |
Α, δεν ήταν πάντα εύκολο να φτάσει κανείς στην Πεντέλη. Μέχρι και πριν από μερικές μόλις δεκαετίες η διαδρομή από την Αθήνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ολόκληρο ταξίδι, δεδομένων των συνθηκών. Η Πεντέλη ήταν δίπλα αλλά και «κάπου μακριά» από την πόλη, και ίσως αυτός ακριβώς να ήταν ένας από τους λόγους που ωθούσε ορισμένους ανθρώπους να φτάσουν σε αυτή. Το «μακριά» του πράγματος ήταν, βέβαια, εν μέρει ψυχολογικό, καθώς, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σήμερα, μεταξύ πόλης και βουνού παρεμβαλλόταν εξοχή, οπότε και οι κάτοικοι της Αθήνας έβλεπαν τη μετάβαση στην Πεντέλη ως μία μάλλον μακρινή εξόρμηση. Έτσι, εν είδει ευθυμογραφήματος, σε δημοσίευμα του 1931 έχουμε την –πιθανώς φανταστική, και πάντως υπερβολική– ιστορία δύο ανθρώπων που διατείνονταν ότι ήταν δεινοί περιπατητές, και οι οποίοι, έχοντας στοιχηματίσει με φίλους τους ένα «πεντακοσιόδραχμον» ότι θα κατάφερναν να φτάσουν περπατώντας από την πλατεία Συντάγματος στην κορυφή της Πεντέλης και να επιστρέψουν την ίδια ημέρα, βρέθηκαν τελικά να μεταφέρονται πίσω αναίσθητοι, σε φορεία.
Αριστερά: ο δρόμος που συνέδεε το Χαλάνδρι με την Πεντέλη (στο βάθος), σε φωτογραφία του 1926. Δεξιά: εφημερίδα "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 08/09/1931, σελίδα 2. |
Φωτογραφίες της εποχής του παραπάνω άρθρου. Αριστερά και κέντρο: άποψη της Πεντέλης από τα Τουρκοβούνια, 10/08/1931, D. B. Thompson. Δεξιά: Άποψη της Πεντέλης από το Τατόι – φωτογραφία τραβηγμένη το 1933 από τον Γερμανό αρχαιολόγο Walther Wrede. Ο Wrede (1893-1990 – http://de.wikipedia.org/wiki/Walter_Wrede) υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας, και κατά τη διάρκεια της Κατοχής διετέλεσε διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. |
Ίσως η ίδια αυτή αίσθηση, προσιτού μεν αλλά παράλληλα απομακρυσμένου και απόμερου, να ήταν που έλκυε στο βουνό και ανθρώπους οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ασυνήθιστοι ως προσωπικότητες. Γιατί από την Πεντέλη πέρασαν κατά καιρούς πολλοί, αν μη τι άλλο, ιδιόρρυθμοι άνθρωποι. Υπάρχει, για παράδειγμα, η ιστορία του αυτοδίδακτου γλύπτη Ραϋμόνδου, ο οποίος, όπως περιγράφεται σε δημοσίευμα του 1961, μετέφερε κατά καιρούς στο βουνό ένα καροτσάκι γεμισμένο με γύψινα αγαλματίδια γυναικείων μορφών αγγέλων –μόνο τέτοια φιλοτεχνούσε– και φτάνοντας εκατό μέτρα από την κορυφή τα έθαβε σε λάκκους που έσκαβε εκεί, αφού πρώτα σκάλιζε πάνω τους την ημερομηνία και τα βασικά πολιτικά γεγονότα της εποχής. Ερωτηθείς, ο Ραϋμόνδος είχε εξηγήσει ότι σκοπός του ήταν να ανακαλυφθούν κάποτε τα αγαλματίδια από τις μελλοντικές γενιές, ώστε να μπορέσουν αυτές έτσι να πληροφορηθούν την αλήθεια για το παρελθόν τους. Προφανώς, κάποια τουλάχιστον από τα αγαλματίδια αυτά παραμένουν ως σήμερα θαμμένα λίγο πιο κάτω από την κορυφή της Πεντέλης.
Εφημερίδα "Ελευθερία", φύλλο 18/06/1961, σελίδα 6. |
Για λόγους που σχετίζονταν με το μέλλον της ανθρωπότητας προετοίμαζε την ανάβαση του στην Πεντέλη και ο Δ. Γενακαρέλης, τη δεκαετία του 1930. Όπως αναφέρεται σε δημοσιεύματα του 1934, ο ασυνήθιστα μορφωμένος –γνώστης τεσσάρων ξένων γλωσσών– τριαντάχρονος τότε, είχε συλληφθεί από την Αστυνομία διότι συγκέντρωνε πλήθη κόσμου σε μια σπηλιά δίπλα στην κατοικία του στην Αθήνα, και εκεί κήρυττε μια δική του θρησκεία, στο κέντρο της οποίας τοποθετούσε τον εαυτό του ως υπό δοκιμή Χριστό. Ο Γενακαρέλης υποστήριζε ότι τρία χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 33 ετών, θα ανερχόταν στην Πεντέλη, και από εκεί θα αναχωρούσε, σώζοντας τον κόσμο. Ποιος ξέρει αν ο άνθρωπος αυτός πραγματοποίησε όντως την ανάβαση του, με τι σκέψεις ανέβηκε, και με τι σκέψεις κατέβηκε τελικά από το βουνό... αν, βέβαια, κατέβηκε.
Αριστερά: εφημερίδα "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 02/02/1934, σελίδα 4. Δεξιά: εφημερίδα "Ελεύθερον Βήμα", φύλλο 04/02/1934, σελίδα 1. |
Τον ίδιο συνδυασμό ιδιαίτερα έντονου θρησκευτικού συναισθήματος και έλξης προς το βουνό της Πεντέλης συναντάμε και στην περίπτωση του Αθ. Καραμουρτζούνη, κατοίκου Αμπελοκήπων, ο οποίος, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα, στις 12 Απριλίου του 1961 –την ίδια χρονιά που είδαμε τον γλύπτη Ραϋμόνδο να θάβει τα αγαλματίδια του κοντά στην κορυφή του βουνού– έσυρε ένα σταυρό μήκους 3,5 μέτρων ως την κορυφή της Πεντέλης, τον έστησε εκεί, φόρεσε ακάνθινο στεφάνι, και κρεμάστηκε από το ένα του χέρι με σκοινί που έδεσε στο σταυρό. Με την πράξη του αυτή θέλησε να αυτοτιμωρηθεί επειδή, όντας δραστήριος φιλάνθρωπος, δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει επαρκείς ποσότητες τροφίμων για τους φτωχούς εκείνο το Πάσχα. Τελικά, είχε μεταφερθεί και νοσηλευτεί εκτός κινδύνου σε νοσοκομείο, κατόπιν ειδοποίησης από δύο διερχόμενους.
Στην πραγματικότητα, είναι αμφίβολο κατά πόσο τα προηγούμενα διαδραματίστηκαν στην κορυφή της Πεντέλης, καθώς εκεί υπήρχε εγκατεστημένος από το 1952 ο ΝΑΤΟϊκός σταθμός τηλεπικοινωνιών. Το πιθανότερο είναι το όλο επεισόδιο να έλαβε χώρα σε κάποιο άλλο ύψωμα, κοντά στην κορυφή.
Εφημερίδα "Ταχυδρόμος της Αιγύπτου", φύλλο 13/04/1961, σελίδα 3. |
Θα ήταν, προφανώς, παρακινδυνευμένο το να καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα βασιζόμενος σε μερικά δημοσιεύματα εφημερίδων. Ωστόσο, και δεδομένου ότι σκοπός μας εδώ δεν είναι κάποιου είδους στατιστική διερεύνηση, εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι διαχρονικά η Πεντέλη φαίνεται να προσέλκυε ανθρώπους, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ευαίσθητους. Κάποιοι, μάλιστα, έφτασαν να την επιλέξουν ακόμα και ως τόπο αυτοκτονίας. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις του 37χρονου Κ. Μπάμπαρη στις 2 Ιουνίου 1953, του 35χρονου Γ. Κύρου στις 28–29 Οκτωβρίου 1956 και του 34χρονου Γ. Περιμένη στις 9–10 Μαΐου 1962.
Δημοσιεύματα της εφημερίδας "Ελευθερία". Αριστερά: φύλλο 03/06/1953, σελίδα 5. Κέντρο: φύλλο 30/10/1956, σελίδα 5. Δεξιά: φύλλο 11/05/1962, σελίδα 8. |
Ειδικά οι αυτοκτονίες μέσω απαγχονισμού ήταν σχετικά συνηθισμένο φαινόμενο στην Πεντέλη. Έτσι, ενδεικτικά μόνο, εκτός των προηγούμενων περιπτώσεων, αναφέρουμε εδώ και εκείνες του 64χρονου Τριγγέτα Σπυρίδωνα στις 26 Απριλίου 1972, του 22χρονου Ιωάννη Λιαμπέρη στις 4 Μαΐου 1951, καθώς και την περίπτωση άνδρα αγνώστων στοιχείων, ηλικίας 40 περίπου ετών, ο οποίος είχε βρεθεί απαγχονισμένος σε λατομείο του βουνού στις 27 Αυγούστου 1938.
Αριστερά: εφημερίδα "Τα Νέα", φύλλο 27/04/1972, σελίδα 14. Κέντρο: εφημερίδα "Το Βήμα", φύλλο 05/05/1951, σελίδα 3. Δεξιά: εφημερίδα "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 17/08/1938, σελίδα 6. |
Υπήρξε και αριθμός ατόμων που επέλεξαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους στην Πεντέλη μέσω λήψης φαρμακευτικών ουσιών, ενώ αρκετές ήταν οι περιπτώσεις στις οποίες η ταυτότητα ή και τα κίνητρα των αυτοχείρων παρέμεναν άγνωστα. Ενδεικτικά και πάλι, σημειώνουμε εδώ την ανεύρεση στις 08/11/1975 αποσκελετωμένου πτώματος άνδρα ηλικίας 25–30 ετών μαζί με άδεια φιαλίδια ηρεμιστικών χαπιών σε λατομείο της Πεντέλης, την περίπτωση του 28χρονου φοιτητή Μιχαήλ Τσαλίκη, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει κάπου μεταξύ 27 και 31/05/1951, επίσης με λήψη φαρμάκων, καθώς και την ανεύρεση στις 20/10/1931 του πτώματος του Ιωάννη Ηλιόπουλου, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει για αδιευκρίνιστους λόγους.
Αριστερά: εφημερίδα "Τα Νέα", φύλλο 10/11/1975, σελίδα 1. Κέντρο: εφημερίδα "Το Βήμα", φύλλο 02/06/1962, σελίδα 8. Δεξιά: εφημερίδα "Ελεύθερον Βήμα", φύλλο 20/10/1931, σελίδα 5. |
Φωτογραφίες της Πεντέλης του 1924, από την D. B. Thompson. |
Τώρα, και για να αλλάξουμε θέμα, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές του προσδιορισμού «ευαίσθητοι άνθρωποι», που χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως. Στην ενότητα "Η Πεντέλη και οι άνθρωποι", για παράδειγμα, μιλήσαμε για τη γοητεία που φαίνεται ότι ασκούσε το βουνό της Πεντέλης σε ορισμένους λογοτέχνες. Στη συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων συγκαταλέγονται και άλλες, αξιοπρόσεκτες περιπτώσεις. Έτσι, σε δημοσίευμα του 1938, όπου περιγράφεται η τελετή ανακήρυξης του Ζαχαρία Παπαντωνίου σε ακαδημαϊκό, ο τότε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, στο λόγο του, είχε δηλώσει: «...ότε σε συνάντησα ως μέλος εν τη πολεοδομική επιτροπή του υπουργείου της Πρωτευούσης. Εκεί είδον τους φανατικούς αγώνας σου κατά της βεβηλώσεως ή της καταστροφής των ωραίων τοπείων και ηκολούθησα και εγώ τας αποστολικάς περιπλανήσεις της πολεοδομικής εις τας χαράδρας του Πεντελικού, ων την μορφήν είχες κηρύξη ιεράν και απαραβίαστον...»
Απόσπασμα δημοσιεύματος από την εφημερίδα "Ελεύθερον Βήμα", φύλλο 16/10/1938, σελίδα 5. |
Πολύ πιο βαθιά, θερμή και τελικά μοιραία υπήρξε η σχέση του ποιητή και πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη με την Πεντέλη. Ο Κρυστάλλης, κυνηγημένος από τους Τούρκους στην πατρίδα του, το ορεινό χωριό Συρράκο της Ηπείρου, είχε εγκατασταθεί σε νεαρή ηλικία στην Αθήνα. Όντας φανατικός φυσιολάτρης, σύντομα είχε ανακαλύψει την Πεντέλη, από την οποία είχε μαγευτεί σε βαθμό εμμονής. Όμως, αυτή του η εμμονή έμελλε να του κοστίσει τη ζωή, καθώς κάποια από τις επισκέψεις του στο βουνό έγινε αιτία να προσβληθεί από φυματίωση. Πέθανε το 1894, σε ηλικία μόλις 26 χρονών. Όπως πληροφορούμαστε σε δημοσίευμα του 1936, κατά ταιριαστά συμβολικό τρόπο, το τελευταίο του κείμενο ήταν ένα έκδοσης 1893 ποίημα με τίτλο "Πεντέλη".
Απόσπασμα άρθρου του Στ. Στεφάνου για τον Κρυστάλλη. Εφημερίδα "Αθηναϊκά Νέα", φύλλο 09/03/1936, σελίδα 3. |
Στο παραπάνω δημοσίευμα περιλαμβάνονται οι τελευταίοι τρεις μόνο στίχοι του σχετικού ποιήματος του Κρυστάλλη. Δε θα παραθέσουμε εδώ ολόκληρο το ποίημα, το οποίο είναι αρκετά μεγάλο, αλλά θα προσθέσουμε και τέσσερις ακόμα από τους καταληκτικούς του στίχους (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Μέσα από τους στίχους αυτούς, όπου χρησιμοποιούνται φορτισμένες και αινιγματικές εκφράσεις όπως «απάτητα βάθητα», «μαύρη λαγκαδιά», «άβυσσο και το τρανό της χάος», μπορεί κανείς να διαγνώσει κάτι ιδιαίτερα έντονο, σχεδόν αγωνιώδες, πολύ πέρα από την απλή φυσιολατρική έλξη.
Νάξερες, όμορφο βουνό,
τι ενθύμησες μου φέρνουν
τ' απάτητα τα βάθητα
της μαύρης λαγκαδιάς σου.
Νάξερες, πώς η άβυσσο
και το τρανό της χάος
λησμονημένα και παλιά
κρυφά μου αποσκεπάζουν.
Νάξερες, όμορφο βουνό,
τι κελαϊδεί σ' εμένα
της βρύσης σου το γάργαρο
και δροσερό νεράκι.
Νάξερες, πως κι η πλιό μικρή
γλυκειά σταλαματιά σου
μέσ' την καρδιά μου αρίφνητα
μου ξανανιώνει μάγια.
Νάξερες όμορφο βουνό,
τι πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός
με τη μοσχοβολιά του.
Νάξερες, πώς κ' η μυρουδιά
του χόρτου σου, του βάτου,
ονειροβότανου ακριβού
για εμένα μυρουδιά είναι!
Γι' αυτό βουνό μου, σ' αγαπώ
περίσσ' απ' όλα τάλλα
γι' αυτό μέσα στ' ανέγνωρα
και μυστικά μου βάθεια
τόσο κρυφά, τόσ' άστοχα
θερμή έχεις γένει αγάπη.
Η προτομή του Κ. Κρυστάλλη στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης, φιλοτεχνημένη από πεντελικό μάρμαρο, έργο του γλύπτη Γ. Ματαράγκα. Τα αποκαλυπτήρια είχαν γίνει στις 5 Μαΐου 1940, η δε προτομή τοποθετήθηκε έτσι ώστε ο Κρυστάλλης να κοιτάζει –τι άλλο;– την κορυφή της Πεντέλης. |
Αλλά και ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα: Ηλίας Μέλλος), του οποίου τα έργα μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, είχε ανταποκριθεί στο «κάλεσμα» της Πεντέλης. Σε άρθρο του του 1947 χαρακτήριζε αυτή ως «το πιο θαυμάσιο, το πιο αττικό βουνό», ενώ αναφερόμενος στη σπηλιά της Πεντέλης σχολίαζε, με εκφράσεις δέους που θυμίζουν τις αντίστοιχες του Κρυστάλλη: «...Γιατί αυτή είνε πάνω απ' τα ανθρώπινα τόσο, που το μεγαλείο της συντρίβει τη χαρά, συντρίβει τη λύπη. Αυτή επιβεβαιώνει μονάχα το νόμο του βουνού, την αταραξία του. Απ' το τεράστιο θόλο της, που κάνει κύματα τα στρώματα του βράχου, κύματα με κίτρινο και πράσινο χρώμα, στάζει πού και πού μια στάλα νερό, επιβεβαίωση της αιωνιότητας...» Το κείμενο, γραμμένο στα χρόνια του Εμφυλίου, περιέγραφε την ανάβαση μιας ομάδας αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων στο βουνό της Πεντέλης, με σκοπό να φτάσουν στη σπηλιά, προκειμένου να παρακολουθήσουν εκεί ένα κουαρτέτο εγχόρδων του Μπετόβεν.
Εφημερίδα "Το Βήμα", φύλλο 21/12/1947, σελίδες 1 και 2. |
Και, μπορεί το εν λόγω άρθρο να έφερε τον τίτλο "Όνειρο", όμως τα βασικά τουλάχιστον από τα εξιστορούμενα γεγονότα ήταν πέρα για πέρα πραγματικά. Γιατί πράγματι την περίοδο εκείνη, σε διαφορετικές περιπτώσεις, το εσωτερικό της σπηλιάς κατακλύστηκε από εκατοντάδες ανθρώπων που είχαν έρθει για να ακούσουν μουσική.
Ο δρόμος προς την Πεντέλη. Φωτογραφία του 1942, τραβηγμένη από τον συνάδελφο του W. Wrede, Hermann Wagner, αρχιφωτογράφο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. |
|