ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Χρονικά (μέρος Ζ')

 

 

Ο χρόνος, όπως είπαμε στην αρχή της ενότητας, μοιάζει να κυλά διαφορετικά για τα βουνά απ' ό,τι για τις υποθέσεις των ανθρώπων. Στην περίπτωση της Πεντέλης, αρκεί κανείς να σταθεί μπροστά σε κάποιο από τα μέτωπα των αρχαίων λατομείων για να εισπράξει την αίσθηση αυτή. Εκεί, τα σημάδια από τα λατομικά εργαλεία δρουν ως διαρκής υπενθύμιση του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα στο όλο σκηνικό αιωνιότητας του βουνού.

 

Μέτωπο αρχαίου λατομείου στην Πεντέλη. Μπορεί κανείς να ξεχαστεί επί ώρα στον ήλιο του απομεσήμερου κοιτάζοντας τις φωτοσκιάσεις από τα ίχνη των αρχαίων εργαλείων και ψηλαφώντας το ανάγλυφο τους στον ζεστό βράχο.

 

Τέτοια χτυπήματα στην πέτρα από τα εργαλεία των αρχαίων λατόμων απαντώνται κατά εκατομμύρια, ιδίως στα ψηλότερα λατομεία της Πεντέλης. Λειασμένα από το πέρασμα του χρόνου, χαμένα στην ανωνυμία που τους προσδίδουν το πλήθος και η ομοιομορφία τους, καθένα αποτελεί το αποτύπωμα μιας στιγμής ενός ανθρώπου – ένα ακατέργαστο ίχνος από το παρελθόν, πιο άμεσο από οποιοδήποτε έκθεμα μουσείου, με τη δική του μικρή ή μεγάλη ιστορία.

 

Δε θα μάθουμε τις ιστορίες αυτές. Όσα συνέβησαν εκεί, συνέβησαν πολύ παλιά για να έχουν διασωθεί από τη λήθη. Απόηχοι, ωστόσο, εξακολούθησαν να επιβιώνουν στα αρχαία λατομεία αιώνες μετά την εγκατάλειψη τους, φτάνοντας ως και το χθες σε κάποιες περιπτώσεις.

 

Σχετική είναι η ιστορία ενός μεγάλου ημίεργου αγάλματος, ξεχασμένου σε κάποιο λατομείο της Πεντέλης. Το είχε παρουσιάσει το 1968 ο Αμερικανός αρχαιολόγος James R. Wiseman (http://www.archaeological.org/tours/leaders/jameswiseman), μέσα από μία δημοσίευση του στην περιοδική έκδοση "American Journal of Archaeology" (AJA). Συγκεκριμένα, στο τεύχος Ιανουαρίου εκείνου του έτους (Vol. 72, No. 1) είχαν δημοσιευτεί φωτογραφίες που έδειχναν το ημίεργο άγαλμα γυρισμένο με το πρόσωπο προς τα κάτω, μισοθαμμένο σε μπάζα, μπροστά από την είσοδο ενός αρχαίου λατομείου που είχε τεθεί και πάλι σε λειτουργία. Εκεί, χρησιμοποιόταν ως πρόχειρος πάγκος, με ακουμπισμένα πάνω του κομμάτια μαρμάρου, λάστιχα και εργαλεία.

 

Αριστερά: εικόνα του αγάλματος από τα δυτικά. Κέντρο: το λατομείο, με το άγαλμα σε πρώτο πλάνο, από τα ανατολικά. Δεξιά: το κεφάλι του αγάλματος σε κοντινή φωτογραφία, τραβηγμένη από τα νοτιοδυτικά.

 

Ο ημιτελής κολοσσός, όπως χαρακτήριζε το άγαλμα ο Wiseman λόγω του υπερφυσικού του μεγέθους, παρίστανε μια καθιστή μορφή από τη μέση και πάνω, ύψους 3,50 περίπου μέτρων και πλάτους 2,53 μέτρων στη βάση. Ήταν απροσδιόριστου φύλου, όπως απροσδιόριστο ήταν και το κατά πόσο προοριζόταν να αναπαριστά θεότητα, μυθικό ή υπαρκτό πρόσωπο. Αντιπροσωπευτικότερες φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν στο τεύχος Ιουλίου 1968 του AJA (Vol. 72, No. 3) από τον Αμερικανό ιστορικό τέχνης, καθηγητή Rhys Carpenter (http://www.brynmawr.edu/library/exhibits/BreakingGround/carpenter.html), ως συμπληρωματικές της δημοσίευσης του Wiseman. Στις φωτογραφίες αυτές, που είχε τραβήξει περίπου μία δεκαετία νωρίτερα η Αμερικανίδα αρχαιολόγος και φωτογράφος Alison Frantz (http://www.ascsa.edu.gr/index.php/archives/Photographic-Collection), καθοδηγούμενη μαζί με τον Carpenter από τον Αμερικανό καθηγητή αρχαιολογίας Homer Armstrong Thompson (σύζυγο της Dorothy Burr Thompson – https://www.ias.edu/news/press-releases/2009-189), το άγαλμα αποτυπωνόταν στο εσωτερικό του αρχαίου λατομείου, ακουμπισμένο με το πλάι στον πυθμένα του.

 

Οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει περί το 1957 η Alison Frantz και δημοσιεύτηκαν στο τεύχος Ιουλίου 1968 του AJA.

 

Ο Wiseman, στη δημοσίευση του, διευκρίνιζε ότι το συγκεκριμένο λατομείο ήταν μεταξύ εκείνων που εντοπίζονται κοντά στην κορυφή του βουνού, διατυπώνοντας τη βάσιμη άποψη ότι ο ημιτελής κολοσσός ήταν πιθανότατα έργο ύστερης περιόδου, αναγόμενος σε μια εποχή κατά την οποία το καλής ποιότητας μάρμαρο είχε πλέον εξαντληθεί στα χαμηλότερα λατομεία. Ο ίδιος θεωρούσε πιθανό να προοριζόταν να τιμήσει κάποιον Ρωμαίο αυτοκράτορα, υποθέτοντας ότι αιτία για την εγκατάλειψη του θα πρέπει να είχε σταθεί κάποιο ελάττωμα στο πέτρωμα, ίσως μία ρωγμή που διακρινόταν στη βάση του και έδειχνε αρχαία. Σημείωνε, δε, ότι είχε ειδοποιήσει την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία σχετικά, ελπίζοντας ότι το άγαλμα θα τύγχανε συντήρησης και ανάδειξης, ενδεχομένως επιτόπιας, στο λατομείο απ΄ όπου είχε προέλθει.

 

Τίποτα δεν ξανακούστηκε για τον ημιτελή κολοσσό της Πεντέλης, η τύχη του οποίου αγνοείται έκτοτε. Από τη δική μας πλευρά, σε επανειλημμένες εξορμήσεις είχαμε επιχειρήσει να ταυτοποιήσουμε το σχετικό λατομείο, εγχείρημα φαινομενικά εύκολο με οδηγό τις παλιές φωτογραφίες του AJA. Ο ίδιος ο Wiseman, εξάλλου, έδινε αρκετά σαφείς οδηγίες, αναφέροντας ότι δεν υπήρχε άλλο λατομείο ψηλότερα στο βουνό και ότι ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο ως την κορυφή αρκούσε μια μικρή μόνο κατάβαση προς τα ανατολικά προκειμένου να φτάσει κάποιος στο λατομείο του κολοσσού. Είχε δημοσιεύσει, μάλιστα, και μία φωτογραφία της Πεντέλης, όπου σημείωνε τη θέση με ένα βέλος.

 

Αριστερά: η φωτογραφία που είχε συμπεριλάβει στη δημοσίευση του ο Wiseman, τραβηγμένη από την Αγία Παρασκευή, με το βέλος να μαρκάρει η θέση του λατομείου του ημιτελούς κολοσσού. Ακόμη και τα στοιχειωδέστερα αρχαία λείψανα προκαλούσαν ανέκαθεν το ενδιαφέρον των περισσότερων ξένων επισκεπτών. Η αναμνηστική φωτογραφία στο κέντρο, όπου αποτυπώνεται το ημίεργο θραύσμα σπονδύλου για το οποίο μιλήσαμε και πριν, είχε τραβηχτεί μεταξύ δεκαετίας 1950 και 1960 από μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, ενώ η φωτογραφία δεξιά, στην οποία αποτυπώνεται ορθογώνιος ημίεργος όγκος μαρμάρου στην Πεντέλη, είναι από το αρχείο της D. B. Thompson και είχε τραβηχτεί το 1924.

 

Τελικά, παρά τις σχετικές πληροφορίες, δε στάθηκε δυνατό να καταλήξουμε με βεβαιότητα ως προς την ακριβή θέση του λατομείου. Σχηματίσαμε μεν μια καλή ιδέα για το πού περίπου αυτό θα πρέπει να εντοπιζόταν, όμως, με τις ανατινάξεις της νεότερης περιόδου λατόμησης να έχουν επιφέρει τεράστιες αλλαγές τόσο στην όψη των αρχαίων λατομείων όσο και στη γενικότερη γεωμορφολογία της περιοχής, δεν καταφέραμε να φτάσουμε σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα.

 

Αριστερά: λεπτομέρεια φωτογραφίας του 1942 (κέντρο), όπου με το βέλος σημειώνεται, σε υψόμετρο 950 μέτρων, ένα από τα αρχαία λατομεία που θα μπορούσαν να αντιστοιχούν στο λατομείο του ημιτελούς κολοσσού. Τη φωτογραφία, στην οποία αποτυπώνεται η νοτιοδυτική πλευρά της Πεντέλης, είχε τραβήξει ο Hermann Wagner, μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. Ίδιας χρονολογίας και προέλευσης είναι και η φωτογραφία δεξιά, όπου αποτυπώνεται μία διαφορετική άποψη του βουνού.

 

Στη μελέτη του Μ. Κορρέ σημειώνεται ότι ο ημιτελής κολοσσός σωζόταν στο υψηλότερα κείμενο λατομείο του βουνού, και συγκεκριμένα σε υψόμετρο 1020 περίπου μέτρων (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Η ακριβής διατύπωση, ωστόσο, του Wiseman, στην αναφορά του οποίου φαίνεται ότι βασίστηκε η προηγούμενη εκτίμηση για το υψόμετρο του λατομείου, ήταν: «there is no other quarry higher – δεν υπάρχει άλλο λατομείο ψηλότερα». Με τη διατύπωση αυτή, ο Αμερικανός αρχαιολόγος θα μπορούσε να εννοεί ότι δεν παρεμβαλλόταν άλλο λατομείο μεταξύ του συγκεκριμένου λατομείου και της κορυφής, και όχι ότι το λατομείο ήταν κατ' ανάγκη το υψηλότερο του βουνού σε απόλυτους όρους. Επιπλέον, είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Wiseman, ο οποίος πιθανώς επισκεπτόταν την Πεντέλη για πρώτη φορά, ήταν σε θέση να αναγνωρίσει μικρότερες εστίες αρχαίας λατόμησης ψηλότερα από το λατομείο του κολοσσού. Σε κάθε περίπτωση, οι φωτογραφίες της αναφοράς του Wiseman, και ειδικά εκείνη που αποτυπώνει το άγαλμα από τα δυτικά, δε μοιάζουν να έχουν τραβηχτεί σε υψόμετρο 1020 μέτρων.

 

Ο ημιτελής κολοσσός έχει πια εξαφανιστεί, χωρίς, όπως είπαμε, να είναι γνωστό τι απέγινε. Το πιθανότερο είναι να τεμαχίστηκε και να πωλήθηκε κάποια στιγμή, όταν οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές του πεντελικού μαρμάρου κατέστησαν συμφέρουσα την ανάσυρση και μεταφορά του, παρά τον μικρό για τα λατομικά δεδομένα όγκο του. Και δεν αποκλείεται ορισμένα τουλάχιστον από τα προϊόντα του τεμαχισμού και της επεξεργασίας του, ίσως κάποιο περβάζι, κάποιο πλατύσκαλο ή κάποιο διακοσμητικό αντικείμενο, να σώζονται ακόμα σήμερα, υπό την κατοχή ανυποψίαστων ως προς την προέλευση τους ιδιοκτητών.

 

Ποια να ήταν, άραγε, η ιστορία του; Ποιος αρχαίος γλύπτης να είχε ξεκινήσει να τον σμιλεύει, τι μορφή σκόπευε να του δώσει, και γιατί τελικά τον είχε εγκαταλείψει; Ποιοι να είχαν πλησιάσει για να τον περιεργαστούν από κοντά, και τι να είχε δει και ακούσει ο ημιτελής κολοσσός όλους εκείνους τους αιώνες της εγκατάλειψης του στο αρχαίο λατομείο, εκεί ψηλά στην Πεντέλη;

 

Είπαμε, από κάποιες ιστορίες επέζησε μόνο ο απόηχος. Από άλλες, τις περισσότερες και ίσως τις πιο σημαντικές, ούτε καν αυτός.

 

 

Πιο πολύ από τον ορεινό όγκο τον ίδιο, είναι οι διάφορες αυτές ιστορίες που προσδιορίζουν ένα βουνό στην αντίληψη των ανθρώπων. Ο αρχετυπικά ψηλός, απόμακρος, δυσπρόσιτος τόπος φορτίζεται έτσι με μνήμες και βιώματα που τον φέρνουν πιο κοντά στον ανθρώπινο κόσμο, προσδίδοντας του μια ξεχωριστή υπόσταση και μαζί ένα όνομα. Στην περίπτωση της Πεντέλης, κανείς σήμερα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι σήμαινε αρχικά το όνομα της. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι πρόκειται για ένα όνομα αρχαίο, το οποίο έχει παραμείνει ζωντανό πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια τώρα.

 

Στα πιο αρχαία κείμενα, το βουνό κατονομάζεται ως Βριλησσός ή Βριληττός. Και σίγουρα θα είχαν προηγηθεί και άλλα, προ πολλού λησμονημένα ονόματα. Όμως, σε τελική ανάλυση, τα ονόματα δεν έχουν τόση σημασία, ούτε και αντιπροσωπεύουν το ίδιο πάντα βουνό. Η Πεντέλη του ομώνυμου ποιήματος του Κρυστάλλη αμυδρά μόνο σχετίζεται με το βουνό από πέτρα των λατόμων ή με το βουνό στην κορυφή του οποίου η δούκισσα της Πλακεντίας οραματιζόταν ότι θα δέσποζε ο ναός της. Είδαμε, εκτός της δούκισσας, και άλλες περιπτώσεις ακραίας έκφρασης θρησκευτικού συναισθήματος με επίκεντρο την Πεντέλη, καθώς και ιστορίες ανθρώπων που ανέβηκαν τις πλαγιές της με σκοπό να αφήσουν εκεί την τελευταία τους πνοή. Όλοι αυτοί βάδισαν σε τόπους διαφορετικούς από εκείνον που συναντούν οι εκδρομείς του Σαββατοκύριακου.

 

Για την πλειονότητα των ανθρώπων, η Πεντέλη είναι σήμερα ταυτισμένη με την εξόρυξη του λευκού της μαρμάρου. Αυτή είναι η κυρίαρχη της αποτύπωση, και χάρη σ' αυτή το όνομα της έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό, καθώς το μάρμαρο συνδέεται περισσότερο από κάθε άλλο υλικό με την ανάδυση του πολιτισμού και την ακμή του αρχαίου κόσμου. Μέσα από τις ιστορίες των παλιών δημοσιευμάτων, είδαμε εικόνες της λιγότερο γνωστές ή και τελείως ξεχασμένες. Οι εικόνες αυτές αποτυπώνουν διαφορετικές όψεις του βουνού – ενός βουνού που άλλοτε προβάλλει προσιτό και άλλοτε απόμακρο, άλλοτε φιλόξενο και άλλοτε εχθρικό, άλλοτε μέρος της ανθρώπινης καθημερινότητας και άλλοτε ολοκληρωτικά ξένο. Για την ακρίβεια, βέβαια, εκείνο που τελικά αποτυπώνεται είναι διάφορες δικές μας προβολές, εκδοχές της δικής μας αλληλεπίδρασης με το βουνό. Γιατί, στην πραγματικότητα, το βουνό δεν έχει όνομα· όνομα έχει η εικόνα που εμείς βλέπουμε σε αυτό. Και η εικόνα αυτή κλείνει πάντα μέσα της κάτι από τον εαυτό μας.

 


 

 

 

Μερικά από τα πλοία που κατά καιρούς ταξίδεψαν το όνομα της Πεντέλης στις θάλασσες του κόσμου. Πάνω αριστερά: πλοίο ναυπήγησης του 1915, που το 1933 είχε μετονομαστεί σε "MOUNT PENTELIKON" και το 1934 σε "AEAS" (φωτογραφία). Βυθίστηκε το 1942 από τορπίλη γερμανικού υποβρυχίου (http://www.wrecksite.eu/wreck.aspx?141204). Πάνω κέντρο: Ναυπήγησης 1922, το πλοίο αυτό αρχικά έφερε το όνομα "FARNWORTH" (φωτογραφία), ενώ το 1934 είχε μετονομαστεί σε "MOUNT PENTELIKON". Τορπιλίστηκε και βυθίστηκε το 1940 από γερμανικό υποβρύχιο, έχοντας προηγουμένως μετονομαστεί σε "EMPIRE CONVEYOR"(http://www.wrecksite.eu/wreck.aspx?11892). Πάνω δεξιά: "PENTELIKON", ναυπηγημένο το 1960 στο Αμβούργο της Γερμανίας (http://web.archive.org/web/20140226222201/http:/7seasvessels.com/?p=57849 – ανάκτηση από "Wayback Machine"). Κάτω αριστερά: "PENTELIKON", ναυπηγημένο το 1956 στο Kobe της Ιαπωνίας (http://maritime– connector.com/ship/pentelikon-5274228/). Κάτω κέντρο και δεξιά: "MOUNT PENTELI", ναυπηγημένο το 1980 στη Mukaishima της Ιαπωνίας (http://www.shipspotting.com/gallery/photo.php?lid=329346). Στην τελευταία φωτογραφία, το όνομα διακρίνεται ακόμα πάνω στο σκουριασμένο σκαρί.