Υποθετικό σενάριο
Κάποιο χειμωνιάτικο, συννεφιασμένο απόγευμα, έπειτα από μία επίσκεψη σας στη σπηλιά, αποφασίζετε να περπατήσετε προς τα ψηλότερα σημεία της Πεντέλης. Σύντομα, και εν μέσω ενός ελαφριού λαχανιάσματος, βρίσκεστε να βαδίζετε σε μέρη τα οποία οι επισκέπτες του βουνού σπάνια μπαίνουν στον κόπο να ορειβατήσουν και να γνωρίσουν. Κάποια στιγμή, από μακριά, εντοπίζετε ένα μικρό πετρόκτιστο σπιτάκι. Είναι ένα παλιό κτίσμα, από εκείνα που είχαν κτιστεί το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, και στα οποία διέμεναν οι μόνιμοι φύλακες λατομείων και μηχανημάτων που ήταν εγκατεστημένα εκεί, ζώντας απομονωμένοι, ζωές ερημιτών. Αποφασίζετε να πλησιάσετε και να περιεργαστείτε το παλιό σπιτάκι από κοντά. Φτάνοντας, διαπιστώνετε ότι, ενώ το καγκελόφραχτο παράθυρο έχει μείνει απαραβίαστο, η μικρή σιδερένια πόρτα του βρίσκεται μισάνοικτη. Κάπως διστακτικά, εισέρχεστε στο εσωτερικό, που απαρτίζεται από ένα και μοναδικό δωμάτιο, το οποίο είναι φανερό ότι έχει παραμείνει αχρησιμοποίητο και ερειπωμένο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Γύρω σας υπάρχουν τα υπολείμματα μίας παλιάς ξυλόσομπας, ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι, δύο εξίσου ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, καθώς και μερικά άλλα παρατημένα και πολυκαιρισμένα, άχρηστα πια μικροαντικείμενα. Ρίχνοντας μια ματιά ολόγυρα συνειδητοποιείτε πόσο μικρός είναι ο χώρος του παλιού αυτού δωματίου σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα, και η αίσθηση αυτή, σε συνδυασμό με την εικόνα εγκατάλειψης που κυριαρχεί, σας δημιουργεί ένα μάλλον δυσάρεστο συναίσθημα, καθώς και την επιθυμία να αποχωρήσετε. Ρίχνετε μια τελευταία ματιά καθώς ετοιμάζεστε να εγκαταλείψετε το μικρό δωμάτιο, και τότε προσέχετε ότι από μία εσοχή, ανάμεσα σε δύο πέτρες του τοίχου, φαίνεται να εξέχει κάτι σαν σακούλα. Πλησιάζετε, και διαπιστώνετε ότι πρόκειται πράγματι για μία παλιά σκονισμένη σακούλα, η οποία, δεμένη όπως είναι, φαίνεται να περιέχει κάτι. Τραβώντας τη με δυσκολία από την εσοχή στην οποία βρισκόταν κρυμμένη, λύνετε τον κόμπο, την ανοίγετε, και με έκπληξη πιάνετε στα χέρια σας ένα χοντρό τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο. Καθώς ξεφυλλίζετε το τετράδιο, διαπιστώνετε πως, παρότι η πολύχρονη παραμονή του σε συνθήκες υγρασίας έχει κολλήσει μερικά από τα φύλλα μεταξύ τους και το μελάνι έχει πια ποτίσει για τα καλά το χαρτί, οι πυκνογραμμένες και συχνά ανορθόγραφες λέξεις στις σελίδες του διαβάζονται ακόμα, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Οι λέξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις εν είδει επικεφαλίδων ημερομηνίες από τη δεκαετία του 1960 που διακρίνονται διάσπαρτα σημειωμένες ανάμεσα στα κείμενα, σύντομα σας δίνουν να καταλάβετε ότι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας είναι ένα ημερολόγιο με τις σημειώσεις κάποιου ανθρώπου που είχε ζήσει την εποχή εκείνη στο πετρόκτιστο σπιτάκι. Καταγεγραμμένα εκεί, από το χέρι ενός ερημίτη της Πεντέλης μιας άλλης εποχής, αναφέρονται περιστατικά, σκέψεις, βιώματα και περιγραφές από επισκέψεις στη σπηλιά και σε άλλα σημεία του βουνού. Βγαίνοντας βιαστικά έξω στο φως, βρίσκετε έναν μικρό βράχο για να καθίσετε, και αρχίζετε να διαβάζετε...
Πρόκειται, βεβαίως, απλώς για ένα σενάριο. Όμως, αλήθεια, αν η Πεντέλη είναι ένας Παράξενος Τόπος, τι θα μπορούσε να περιέχει ένα ημερολόγιο όπως αυτό; Πώς θα μπορούσε ένας τέτοιος τόπος να επιδρά στους ανθρώπους;
Ας αφήσουμε τον ανώνυμο ερημίτη του παραπάνω σεναρίου και ας δούμε κάποιες πραγματικές πτυχές από τη ζωή ενός άλλου, διάσημου ερημίτη της Πεντέλης, της περίφημης Σοφίας Λεμπρέν ντε Μαρμπουά, δούκισσας της Πλακεντίας. Τα ακόλουθα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλα "Η Ρομαντική Αθήνα", και αναφέρονται στη ζωή της (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Η Δούκισσα της Πλακεντίας ήταν αγνώριστη (μετά το θάνατο της κόρης της, το 1837). Όσοι την είδαν έμειναν έκπληκτοι μπροστά στην αλλαγή, που αντίκρισαν. Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά της. Τα είχε κόψει και δεν διατηρούσε πια τις μεγάλες κοτσίδες της. Φορούσε κατάλευκα ρούχα. Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να πενθήσει το παιδί της. Ήταν πάντα ντυμένη μ' ένα απλό μακρύ φόρεμα, που έμοιαζε με αρχαία εσθήτα. Είχε μια ζώνη στη μέση κι ένα πέπλο μακρύ, που άρχιζε από το κεφάλι για να φτάσει μέχρι τα πόδια της.
Η μανία που είχε για τα ζώα έγινε τώρα πιο έντονη. Διατηρούσε πάντα πολλούς σκύλους και είχε φέρει μαζί της στην Αθήνα αρκετούς, πιστεύοντας διάφορα περίεργα πράγματα για την ψυχή των ζώων. Το μεγάλο χτύπημα από το θάνατο της Ελίζας την είχε κάνει παράξενη. Πίστευε σε άλλες δοξασίες. Πίστευε ότι η ψυχή των ζώων περικλείει κάποια ανθρώπινη ψυχή. Ζούσε πολύ μόνη. Και δεν ήθελε να έχει πολλές επαφές με άλλους ανθρώπους. Μοναδικός σκοπός της ήταν να βοηθάει τα παιδιά των αγωνιστών και ιδιαίτερα τα κορίτσια, αυτά που είχαν ορφανέψει κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Η μόνη της παρηγοριά ήταν να βρίσκεται κοντά στην άψυχη κόρη της. Τη διατηρούσε στο υπόγειο του μικρού της παλατιού στην Αθήνα (οδός Πειραιώς – το 1847 καταστράφηκε από πυρκαγιά, αποτεφρώνοντας και το ταριχευμένο σώμα της κόρης της). Είχε νύχτα – μέρα αναμμένες μεγάλες άσπρες λαμπάδες και το δωμάτιο, όπου ήταν ξαπλωμένη η Ελίζα, ήταν πάντα γεμάτο με φρέσκα λουλούδια από την Αττική γη. Προσευχόταν κοντά της ώρες ολόκληρες. Της κουβέντιαζε. Της μιλούσε για τα θέματα που την απασχολούσαν. Της έλεγε ό,τι νόμιζε πως μπορεί κι αυτήν να την ευχαριστήσει.
Οι υπηρέτες σεβόντουσαν τις ιδιοτροπίες της και προπάντων την άφηναν ανενόχλητη σ' αυτό το καθημερινό προσκύνημα της κόρης της, που διατηρούσε βαλσαμωμένη. Ένα μεγάλο σκυλί που είχε από τον καιρό που ζούσε η Ελίζα, στεκόταν έξω από την πόρτα του δωματίου που βρισκόταν το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της. Σα να καταλάβαινε κι αυτό ότι η μικρή του κυρία δεν ζει. Σεβόταν το χώρο που η μάνα διατηρούσε τις πιο τραγικές της αναμνήσεις...
...Η Δούκισσα της Πλακεντίας παρακολουθούσε το χτίσιμο του ανακτόρου της και πήγαινε συχνά στην Πεντέλη, εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί της αγαπημένης της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το συντηρούσε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του λατρεμένου παιδιού της. Κι έπαιρνε μαζί της πάντα μερικά από τα αγαπημένα της σκυλιά και κυρίως δύο τεράστιους σκύλους μιας ράτσας από τα Πυρηναία. Καλούσε επίσης γνωστούς και φίλους να την ακολουθήσουν στις ημερήσιες αυτές εκδρομές της, όπου η ίδια εύρισκε την ευκαιρία να συζητήσει φιλοσοφικά θέματα, ν' απαγγείλει ποιήματα και να διαβάσει κείμενα αγαπημένων της συγγραφέων...
Η Δούκισσα της Πλακεντίας. Από ελαιογραφία του Γάλλου ζωγράφου Ρομπέρ Λε Φέβρ (1818). |
...Στο νέο παλάτι της (τη λεγόμενη «Maisonnette», στην Πεντέλη, η οποία προοριζόταν να αποτελέσει προσωρινή κατοικία μέχρι την ολοκλήρωση του παραπλήσιου «Καστέλλου της Ροδοδάφνης» – του μεγάρου της δούκισσας) η Δούκισσα της Πλακεντίας καλούσε και πάλι τα βράδια τους φίλους της και τις φίλες της, ανάμεσα στις οποίες ήταν και πολλές Ελληνίδες, σύζυγοι ή κόρες γνωστών αγωνιστών της Επανάστασης. Οι περισσότερο αγαπητές οικογένειες στη Δούκισσα ήταν του Λεβίδη και του μηχανικού Γεωργαντά. Η κόρη μάλιστα του Γεωργαντά είχε πάρει έναν ξένο και λεγόταν κυρία Τεμπό. Επίσης καλούσε πολλούς εταίρους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, οι οποίοι βρίσκονταν από εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα. Τα βράδια στο σπίτι της Δούκισσας περνούσαν με φιλολογικές συζητήσεις. Διάβαζαν στίχους ξένων ποιητών, διάβαζαν κείμενα γνωστών συγγραφέων και πάντα περίμεναν ν' ακούσουν τη γνώμη της Δούκισσας που έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πνευματικά ζητήματα...
...(περιγραφή της Ιουλίας Νόρδενπφλιχτ, κυρίας επί των τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας) Η ενδυμασία της είναι ιδιόρρυθμη. Φοράει συνήθως κυανή ή λευκή εσθήτα, ένα είδος σάκου, ραμμένου μόνο στους ώμους, έχει μια ζώνη στη μέση, πέπλο στα μαλλιά της, που άσπρισαν και έχει ριγμένο στην πλάτη της ένα μπουρνούζι. Βγαίνει κάθε μέρα σε περίπατο ή διοργανώνει εκδρομές στην Πεντέλη, στις οποίες καλεί τους ευνοούμενους της. Αλλά και τότε προηγούνται στο γεύμα τα σκυλιά της, στα οποία δίνει τα καλύτερα κομμάτια. Διαδίδεται γι' αυτήν ότι ασπάσθηκε στην Παλαιστίνη τον Ιουδαϊσμό. Δεν πρεσβεύει βέβαια φανερά αυτό το θρήσκευμα αλλ' από τις θρησκευτικές της δοξασίες, που αποτελούν το κύριο θέμα της ομιλίας της, βγαίνει αυτό το συμπέρασμα. Στο ζήτημα της θρησκείας δεν δέχεται καμιά αντίρρηση...
Όσον αφορά τις παράξενες θρησκευτικές, πνευματικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις και πεποιθήσεις της δούκισσας, αξίζει να τονιστεί ότι, αντίθετα με τις απόψεις της κοινής γνώμης της εποχής, αυτές φαίνεται ότι είχαν διαμορφωθεί πριν από το θάνατο της κόρης της και άσχετα με αυτόν. Ενδεικτική είναι η επισήμανση του συγγραφέα του προηγούμενου αποσπάσματος στη φράση «...εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί της αγαπημένης της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το συντηρούσε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του λατρεμένου παιδιού της». Η μετά θάνατο ταρίχευση του σώματος της Ελίζας ήταν, λοιπόν, επιθυμία της ίδιας της κόρης της δούκισσας. Η ταρίχευση της σορού ενός νεκρού ήταν τότε, όπως και σήμερα άλλωστε, μία πολύ ασυνήθιστη πρακτική, εντελώς αντίθετη προς τα ήθη και τις κρατούσες πεποιθήσεις. Κι όμως, η κόρη της δούκισσας είχε εκφράσει την επιθυμία να ταριχευθεί το σώμα της, η δε δούκισσα, όχι απλώς δεν είχε εναντιωθεί στην επιθυμία αυτή, αλλά την εκτέλεσε και την τήρησε με, κυριολεκτικά θρησκευτική, ευλάβεια. Φαίνεται, λοιπόν, (και από άλλα στοιχεία) πως μητέρα και κόρη είχαν ασπασθεί και υιοθετήσει τις ασυνήθιστες δοξασίες, τις οποίες η δούκισσα αργότερα πλέον πρέσβευε και φανερά, πολύ πριν από το θάνατο της Ελίζας.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο, όμως, που προκύπτει και από τα προηγούμενα αποσπάσματα, είναι η εμμονή που φαίνεται ότι είχε η δούκισσα με το βουνό της Πεντέλης. Αναφέρεται, λοιπόν, στα προηγούμενα ότι η δούκισσα, ακόμα και πριν από τη μετεγκατάσταση της στην εκεί κατοικία της, επισκεπτόταν το βουνό τακτικά, μόνη ή παρέα με φίλους και γνωστούς. Μετά δε τη μόνιμη εγκατάσταση της στη νέα της κατοικία, τη βρίσκουμε να «βγαίνει κάθε μέρα σε περίπατο ή διοργανώνει εκδρομές στην Πεντέλη, στις οποίες καλεί τους ευνοούμενους της».
Η εμμονή της δούκισσας της Πλακεντίας με την Πεντέλη διαφαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο αυτή επεδίωξε και πέτυχε τελικά την αγορά της έκτασης στην οποία κτίστηκε το μέγαρο της. Η συγκεκριμένη έκταση ανήκε τότε στη Μονή Πεντέλης, οι μοναχοί της οποίας ήταν διστακτικοί ως προς την προοπτική πώληση της. Αναφέρεται, λοιπόν, στο βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλα "Η Ρομαντική Αθήνα" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Η Δούκισσα της Πλακεντίας αποφάσισε μια μέρα να χτίσει ένα νέο ανάκτορο για να φιλοξενήσει εκεί και την αγαπημένη της κόρη, την Ελίζα. Ζήτησε από τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη να την επισκεφθεί και του είπε τα σχέδιά της. Τον παρεκάλεσε να τη βοηθήσει για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Κάποια όνειρα βέβαια που δεν ήταν τόσο ευχάριστα. Γιατί μέσα στο καινούργιο παλάτι που θα έχτιζε, αντί ν' ακούγονται οι χαρούμενες φωνές της μονάκριβης κόρης της, θα υπήρχε η αιώνια σιωπή. Η Ελίζα δεν θα μπορούσε να δει αυτά που θα ετοίμαζε η Δούκισσα. Το άψυχο σώμα της θα έμενε εκεί μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα ακίνητο.
Ο Κλεάνθης της πρότεινε διάφορες περιοχές της Αττικής και της είπε ότι μπορούν να διαλέξουν το μέρος μαζί. Έκαναν πράγματι πολλές εκδρομές σε διάφορα σημεία, όπου ο αρχιτέκτονας θεωρούσε ότι μπορούσε ν' ανεγερθεί το παλάτι της Δούκισσας. Μια μέρα που έφτασαν στην Πεντέλη η Δούκισσα έμεινε έκπληκτη μπροστά στην ομορφιά του τοπίου. Το ήρεμο δάσος την έκανε να συγκινηθεί. Σκέφτηκε ότι εκεί μπορεί ν' αναπαυθεί η ψυχούλα της Ελίζας. Ήταν η Πεντέλη ένα ωραίο βουνό καταπράσινο. Κι εκεί δίπλα υπήρχε κι ένα Μοναστήρι. Το σημείο που διάλεξαν με τον Κλεάνθη για να χτίσει το παλάτι της βρισκόταν σε εκτάσεις που ανήκαν στους μοναχούς. Αυτούς έπρεπε να βρούνε για να τις αγοράσουν.
Χωρίς καθυστέρηση, μετά λίγες μέρες, η Δούκισσα επισκέφθηκε μαζί με τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη τη Μονή της Πεντέλης και ζήτησε να δει τον ηγούμενο. Η συζήτηση περιστράφηκε στην αγορά εκτάσεων, που ήθελε η Δούκισσα. Ο ηγούμενος βέβαια είπε ότι η Μονή έχει ανάγκη από χρήματα, αλλά θα έπρεπε να δοθεί και η έγκριση της Κυβέρνησης για να πουλήσει στη Δούκισσα κάποιο κομμάτι γης...
...Η απάντηση προς τη Δούκισσα αργούσε πολύ. Οι καλόγεροι ήταν δύστροποι και έβαζαν αυστηρούς όρους για να πουληθεί η έκταση στη Δούκισσα. Έτσι, όταν κάποτε η Κυβέρνηση έμαθε ότι η Μονή δυσκολεύει την κατάσταση, ίσως ύστερα και από παραστάσεις της Δούκισσας προς τους αρμόδιους υπουργούς, κλήθηκε ο ηγούμενος και του έγιναν αυστηρές συστάσεις για να προχωρήσει η πώληση των κτημάτων για τα οποία ζητούσαν τότε 30.000 δρχ.
Το παραχωρητήριο της Μονής προς τη Δούκισσα της Πλακεντίας Σοφία ντε Μαρμπουά υπογράφτηκε το Μάρτη του 1840. Της μεταβίβαζαν οι καλόγεροι το απέναντι από τη Μονή ορεινό κομμάτι, γνωστό με τ' όνομα Κουφός ή Σκαπέτος, έκτασης 1.738 στρεμμάτων, από τα οποία τα 8 μόνο ήταν καλλιεργημένα με 126 ελαιόδεντρα. Μέσα στο χώρο του κτήματος ήταν και η πηγή της Ροδοδάφνης, την οποία υποχρεωνόταν η Δούκισσα να επισκευάσει για να μπορούν να πίνουν νερό οι διαβάτες και τα ζώα.
Το αντίτιμο για την παραχώρηση της έκτασης αυτής ορίστηκε τελικά σε 7.155 δρχ. και η Δούκισσα πρόσθεσε άλλες 357 δρχ., έτσι ώστε στο ταμείο της Μονής κατατέθηκαν 7.512 δρχ. Το ποσόν δεν ήταν και μεγάλο, παρά τις αρχικές αξιώσεις των καλογέρων. Φαίνεται ότι ύστερα από κάποιες κυβερνητικές επεμβάσεις καθορίστηκε το χαμηλό τίμημα, γιατί ήθελαν όλοι να ευχαριστήσουν τη Δούκισσα, που υποσχόταν ότι θα έκανε πολλά έργα, θα άνοιγε δρόμους και θα καλλιεργούσε πολλές εκτάσεις.
Πραγματικά, αμέσως μετά την υπογραφή των σχετικών συμβολαίων, άνθρωποι της Δούκισσας με τις οδηγίες του αρχιτέκτονα Κλεάνθη άρχισαν να κάνουν έργα στην περιοχή. Πρώτα–πρώτα χάραξαν μια συνοριακή οδό, που θα χρησίμευε και για τη συγκοινωνία. Κατόπιν δημιουργήθηκε η βάση για τον τοίχο που θα τριγύριζε το Καστέλο και τον κήπο και δεν άργησε να γίνει μεταφορά μεγάλων όγκων μαρμάρων από την περιοχή Βριλησσού, επειδή επιθυμία της Δούκισσας ήταν το Καστέλο να είναι κατάλευκο από μάρμαρο...
Η δούκισσα της Πλακεντίας... Μία αινιγματική προσωπικότητα που, για λόγους τους οποίους τελικά μόνο η ίδια γνώριζε, μετατράπηκε από κοσμοπολίτισσα αριστοκράτισσα σε απομονωμένη και ανεξιχνίαστη ερημίτης της Πεντέλης. Για τη ζωή της στο βουνό θα μπορούσαν να γραφούν πολλά, τα οποία όμως ξεφεύγουν από την παρούσα συζήτηση. Υπάρχουν, μάλιστα, και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις σε σχέση με το θάνατο της. Η τελευταία ημέρα της ζωής της υπήρξε η πρωτομαγιά του 1854 (σύμφωνα με το παλαιό, Ιουλιανό ημερολόγιο, που ίσχυσε στην Ελλάδα έως το 1923). Τα ξημερώματα της 2ας Μαΐου (14 Μαΐου, σύμφωνα με το σύγχρονο, Γρηγοριανό ημερολόγιο), στις 9 η ώρα το πρωί, η δούκισσα απεβίωσε σε ηλικία 69 ετών. Όπως αναφέρεται στο φυλλάδιο του Αριστοτέλους Τσάκωνα "Η Πεντέλη" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Την ημέραν του ενταφιασμού της Δουκίσσης (3 Μαΐου, στο κτήμα της στην Πεντέλη) εβαπτίζετο από του Αυλάρχου Νοταρά εν τω ναώ της Μονής Πεντέλης ο καλός φίλος Δ. Γρ. Καμπούρογλους, του οποίου η ισχυρά πνευματική δύναμις εξακολουθεί να παράγη πολύτιμον συγγραφικόν πλούτον». Και, βέβαια, ο Καμπούρογλου υπήρξε και αυτός με τη σειρά του, εκτός από ένθερμος μελετητής, τακτικότατος επισκέπτης της Πεντέλης. Όπως και πολλοί άλλοι. Αναφέρεται στο προηγούμενο φυλλάδιο:
Όσον αφορά τις ημερομηνίες γέννησης και βάπτισης του Καμπούρογου, υπάρχουν αντιγνωμίες. Κατά μία διαφορετική εκδοχή, ο Καμπούρογλου βαπτίστηκε στη μονή Πεντέλης στις 12 Ιουλίου του 1853. Όσο για την ημερομηνία γέννησης του, ο ίδιος διακήρυττε ότι είχε γεννηθεί στις 30 Σεπτεμβρίου του 1852. Η ημερομηνία, όμως, αυτή αμφισβητήθηκε από πολλούς, ενόσω μάλιστα ο Καμπούρογλου βρισκόταν εν ζωή. Στο θέμα θα αναφερθούμε λεπτομερέστερα σε επόμενη ενότητα, καθώς και εκεί υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες συμπτώσεις.
ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑΙ ΤΗΣ ΠΕΝΤΕΛΗΣ
Μεταξύ των τακτικών επισκεπτών και θαυμαστών της Πεντέλης συγκαταλέγοντο από του Όθωνος και αι Βασιλικαί οικογένιαι της Ελλάδος, αίτινες συχνάκις μετέβαινεν εκείσε προς αναψυχίν. Ο τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Ναύαρχος Κουντουριώτης, ο κ. Ελευθέριος Βενιζέλος, Πρωθυπουργός, όστις διαμείνας προ ολίγων ετών επί 15 ημέρας εις τω εν κτήματι ξενοδοχείω Plaisance απεφάνθη ότι εκεί πρέπει να γίνη ο αριστοκρατικότερος συνοικισμός. Και άλλοι επίσημοι Έλληνες και ξένοι διέμενον κατά διαφόρους εποχάς πολλάς ημέρας εν Πεντέλη. Πάντες δ' εξεφράζοντο με θαυμασμό δια την γραφικωτάτην ταύτην τοποθεσίαν...
Αριστερά: παράρτημα του τότε ξενοδοχείου "Plaisance". Κέντρο και δεξιά: το ξενοδοχείο "Plaisance" άλλοτε και σήμερα. |
Ασφαλώς και η Πεντέλη αποτελούσε, ιδίως τα χρόνια εκείνα, έναν μαγευτικό, ιδεώδη τόπο αναψυχής. Όμως, η φανατική επιμονή με την οποία διάφοροι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και αρκετοί οι οποίοι κατείχαν κορυφαία αξιώματα και δύναμη, την επισκέπτονταν «συχνάκις» ή και διέμεναν επί «πολλάς ημέρας εν Πεντέλη» υπαινίσσεται πως, πέρα από το φυσικό κάλλος, ο τόπος αυτός διέθετε ανέκαθεν και κάτι άλλο, το οποίο τραβούσε και «έδενε» για πάντα κάποιους ανθρώπους μαζί του. Κάποιους, οι οποίοι φαίνεται ότι έπιαναν αυτό το «κάτι άλλο» διαισθητικά και συχνά επιχειρούσαν να το εκφράσουν μέσα από κείμενα που διαπνέονταν από μια εκστατική, σχεδόν ερωτική διάθεση. Ενδεικτικά (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
● Γεώργιος Δροσίνης, ποιητής: «...Αν η τέχνη από τα σπλάχνα σου ανάστησε του μαρμάρου τ' ασύγκριτα κάλλη, μα και συ θαύμα τέχνης επλάστηκες απ' τα χέρια τεχνίτη – Θεού...»
● Ιωάννης Ν. Δεμέστιχας, Πλοίαρχος του ΠΝ: «...Αι περιοχαί των Πεντελικών προσβάσεων και πλαγιών είναι μια σειρά ζωγραφικών πινάκων, χάρμα οφθαλμών και μέθη αρωμάτων, θησαυροί συνεχείς πρασινάδας, ειδυλλιακής χάριτος, ευμορφίας και ζωής. Και έπειτα το φως, το μάγον φως του Αττικού Ηλίου και του Αττικού φεγγαριού σκορπίζον, και απλώνον ολούθε τους μυριόχρωμους εκ χρυσού πέπλους του, εις την ασημένια σιωπηλή μαγεία του, καθηδύνει, ονεροποιεί τα πάντα...»
● Αναστάσιος Πεζοπόρος, δημοσιογράφος: «...Αν υπάρχη μια εξοχή κοντά εις τας Αθήνας, που διετήρησε το χρώμα της, που είναι περθένος, που αξίζει ύμνον ολόκληρον, είναι η Πεντέλη. Αναπαύεται εκεί επάνω η ψυχή και το σώμα και όπως και τα πάντα. Θεία Πεντέλη! Εκεί επάνω εύρον την υγείαν των όχι κουρασμένοι από την ζωήν, αλλά τσακισμένοι από αυτήν. Εκείνος που δεν πιστεύει ας ανέβει έως εκεί επάνω...»
● Richard Voss, διηγηματογράφος (από διήγημα του, το οποίο είχε δημοσιευτεί μεταφρασμένο σε συνέχειες στην εφημερίδα "Εστία", από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 1928): «...Ο ήλιος έδυεν. Επάνω από τους θάμνους εξετείνοντο μεγάλες βαθυκύανες σκιές. Ο ουρανός είχε πάρει ένα περίεργο κιτρινοκόκκινο χρώμα. Και επάνω από αυτό διεγράφετο κατέρυθρος, σαν να είναι τυλιγμένη σε πορφύρα η Πεντέλη. Και η πορφύρα αυτή εγίνετο ολοένα περισσότερο σκοτεινή. Και μόνο τα ορυχεία του μαρμάρου διεκρίνοντο με ένα ανοικτότερο μενεξεδένιο χρώμα...»
Ανάλογοι ύμνοι, διαπνεόμενοι από αυτή τη χαρακτηριστική, ευδιάκριτη διάθεση σαγήνης και πάθους για την Πεντέλη, υπάρχουν πολύ περισσότεροι. Και η έντονη αυτή έλξη διακρίνεται όπως είδαμε αποτυπωμένη, όχι μόνο στα γραφόμενα, αλλά και στους βίους πολλών ανθρώπων, από το παρελθόν ως τις μέρες μας. Έλξη προς το ίδιο το βουνό, και όχι βέβαια προς τη γενικότερη περιοχή ή τον οικισμό της Πεντέλης, ο οποίος την εποχή που γράφονταν τα προηγούμενα αποσπάσματα αντιστοιχούσε σε ένα μικρό χωριό (προσέξτε στη φωτογραφία του παραρτήματος του ξενοδοχείου "Plaisance" τον έρημο τότε και γεμάτο σπίτια σήμερα λόφο "Κουφό"). Ένα αρχαιότατο μικρό χωριό, για την ακρίβεια. Γιατί, όπως σημείωνε και ο δημοσιογράφος Δημήτριος Λαμπίκης το 1928 στην εφημερίδα "Πολιτεία" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Προ δύο χιλιάδων ετών πριν ο Τιμόθεος εγκαταστήση εκεί το θρησκευτικόν του στρατόπεδον δια της στρατολογίας των σπηλαιοβίων μοναχών του βουνού, εις την σημερινήν ακριβώς περιοχήν της Μονής (Πεντέλης), ευρίσκετο ο Δήμος Πεντέλης, ανήκων εις την Αντιοχίδα φυλήν, υπό την θρησκευτικήν προστασίαν της Αθηνάς, της οποίας υπήρχε ναός και άγαλμα και βωμοί. Η αρχαιοτάτη ονομασία του όρους, το οποίον ελέγετο Βριλησσός, υπεχώρησε σχεδόν εντελώς εις την ονομασίαν Πεντέλη.»
Η συνεχής και μακραίωνη αυτή παρουσία των ανθρώπων στο βουνό της Πεντέλης δημιούργησε αμέτρητους θρύλους και παραδόσεις γύρω από αυτό. Θα πρέπει κανείς να αναλογιστεί ότι μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, και για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, οι λιγοστοί κάτοικοι της Πεντέλης εξαρτούσαν πλήρως την επιβίωση τους από το βουνό. Λατόμοι, υλοτόμοι, μελισσουργοί, κτηνοτρόφοι, ρετσινάδες... άσχετα με την εργασία, το τελικό προϊόν ήταν ουσιαστικά προϊόν του ίδιου του βουνού. Ακόμη και το νερό που έπιναν ανάβλυζε από τα σπλάχνα του. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να πει ότι, στην ουσία, οι άνθρωποι ήταν του βουνού, και όχι το βουνό των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι εκείνοι, που για πολλούς αιώνες όργωναν καθημερινά την Πεντέλη και γνώριζαν την κάθε της σπιθαμή, είχαν αναπτύξει μία δική τους, ιδιαίτερη και εξατομικευμένη αίσθηση του μεγάλου όγκου που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους, δεσπόζοντας μονίμως στον οπτικό τους ορίζοντα.
Στους πολυάριθμους θρύλους που γεννήθηκαν κατά καιρούς γύρω από το βουνό της Πεντέλης από τους παλαιούς της κατοίκους, ένα σημείο αναφέρεται σταθερά, περιτριγυρισμένο συνήθως από ένα αίσθημα δέους, ενίοτε και φόβου. Είναι η γνωστή μας σπηλιά, η σπηλιά της Πεντέλης.
Να πώς αναφέρεται η σπηλιά σε ένα ακόμα, τελευταίο απόσπασμα από το φυλλάδιο "Η Πεντέλη", του 1930 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Εκ του κτήματος Plaisance ανέρχεται τις πεζή εις την κορυφήν του Πεντελικού, ήτις απέχει μόνον 689 μέτρων ήτοι 2250 πόδας από του μέσου ύψους του κτήματος. Εις το μέσον περίπου της ανόδου κείνται τ' αρχαία λατομεία μαρμάρου εκ των οποίων ελήφθησαν τα κολοσσιαίων διαστάσεων μάρμαρα του αθανάτου Παρθενώνος, των αγαλμάτων του Φειδίου και Πραξιτέλους και των άλλων μνημείων της προγονικής τέχνης. Εκεί ευρίσκεται επίσης το περίφημον μέγα Σπήλαιον εκ σταλακτιτών, εις το βάθος του οποίου υπάρχει πηγή αναβρύζουσα απαύστως διαυγέστατον και ψυχρόν ύδωρ (η γνωστή μας «λιμνούλα» του τριγωνικού τούνελ). Επί δε του βράχου της δεξιάς πλευράς της εισόδου υπάρχει λαξευμένος Βυζαντινός αετός.
Η σπηλιά της Πεντέλης αντιστοιχεί σε ένα μετρίου μεγέθους σπήλαιο. Ειδικά πριν από τα έργα του 1977, οπότε υπέστη μεγάλη εκβάθυνση ο πυθμένας, το μέγεθος της σε καμία περίπτωση δε δικαιολογούσε το χαρακτηρισμό «μέγα» του παραπάνω αποσπάσματος. Ίσως, πάλι, ο χαρακτηρισμός να αφορούσε τα πολυδαίδαλα τούνελ που ξεκινούσαν από το βάθος της. Όπως και να 'χει, η αναφορά σε αυτή ως «περίφημον μέγα Σπήλαιον» (με κεφαλαίο σίγμα) υποδηλώνει το αίσθημα δέους που λέγαμε προηγουμένως. Αλλά, υπέβοσκε και κάποιος φόβος για τη σπηλιά. Φόβος, ο οποίος αποτυπωνόταν μερικές φορές και στις διηγήσεις των παλαιοτέρων κατοίκων της Πεντέλης.
Ας δούμε στο σημείο αυτό μία ακόμα αναφορά στη σπηλιά, από τη συλλογή ποιημάτων του Λ. Δ. Παπαγεωργίου "Της Πεντέλης τα Κάλλη", έκδοσης 1947 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Όσον αφορά τη μνεία του παραπάνω ποιήματος περί της ύπαρξης χάσματος στη βάση του μεγάλου σταλακτίτη αριστερά της εισόδου της σπηλιάς, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ανάλογες αναφορές για το συγκεκριμένο σημείο έχουμε συναντήσει ξανά.
Ο σταλακτίτης της εισόδου. |
Επί του αριστερού τοιχώματος υπάρχει ένα ακόμα σημείο από όπου ενδέχεται να ξεκινούσε κάποτε κάποιο τούνελ. Φράσσεται από μία παλιά ξερολιθιά, οι πέτρες της οποίας έχουν κολλήσει πολύ γερά, τόσο μεταξύ τους όσο και με το τοίχωμα της σπηλιάς, λόγω της μακροχρόνιας συσσώρευσης αλάτων στα διάκενα.
Είναι γνωστό ότι η σπηλιά υπέστη πολλές και μεγάλες παρεμβάσεις, εκτός των έργων του 1977, και πολύ πριν από αυτά. Είναι, λοιπόν, φυσικό κάποια σημεία της που σημειώνονται σε παλαιότερες περιγραφές να έχουν αλλοιωθεί ή και εξαφανιστεί εντελώς στις μέρες μας. Σε επόμενη ενότητα θα αναφερθούμε και σε κάποια παραλειπόμενα επί του θέματος. Για την ώρα, προσέξτε πόσο πολύ η περιγραφή «χάσματα μέσα παράδοξα και φοβερά, δεν βρίσκεται καθόλου έξοδος πουθενά» θυμίζει την ανάλογη αναφορά του Τσελεμπί.
Η διάθεση δέους και φόβου που περιέβαλλε τη σπηλιά αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις λέξεις και στις εκφράσεις του προηγούμενου ποιήματος («πελώριος βράχος μαυρωπός – ολόρθος και κοφτός – θαυμαστή σπηλιά – καθένας την ηξεύρει – λαβύρινθος σωστός – φόβος κρυερός – ανατριχίλα – χάσματα παράδοξα και φοβερά»). Ακόμα και η κατάληξη του, με την αναφορά στην «εκκλησιά» και τον «Ύψιστο Δημιουργό», παραπέμπει σε διάθεση εξευμενισμού και καθαγιασμού του μέρους.
Στη συνείδηση αρκετών από τους παλιούς κατοίκους της Πεντέλης, η σπηλιά αντιστοιχούσε σε ένα μέρος που καλό θα ήταν να αποφεύγεται γενικώς, ενώ κυκλοφορούσαν και διαδόσεις που την ήθελαν να αποτελεί στοιχειωμένο τόπο. Κι όμως, παρότι μεγάλο μέρος των ανθρώπων εκείνων ενστερνίζονταν τις σχετικές διαδόσεις, η σπηλιά ήταν ένα από τα πλέον πολυσύχναστα σημεία –μάλλον το πιο πολυσύχναστο– του βουνού. Και, να σας πούμε ένα μικρό μυστικό; Ακόμα είναι.
Αυτός ο παράδοξος συνδυασμός έλξης και δέους/φόβου διακρίνεται στη συμπεριφορά αρκετών ανθρώπων, ακόμα και στις μέρες μας. Δεν έχετε παρά να ανηφορίσετε ένα σαββατιάτικο απόγευμα κατά κει και να ρωτήσετε τους διάφορους επισκέπτες τι ήταν εκείνο που τους τράβηξε στο μέρος. Ύστερα, ρωτήστε τους πώς αισθάνονται για τον συγκεκριμένο τόπο. Μετά, ρωτήστε τους πόσες φορές έχουν ξανάρθει. Δε θα δυσκολευτείτε να διακρίνετε τον συνδυασμό συναισθημάτων που προαναφέραμε στα λεγόμενα τους, ακόμα κι αν αυτά δεν προέρχονται εκ βαθέων αλλά κινούνται σε συμβατικά πλαίσια. Παρατηρήστε, τέλος, τη μέση διάρκεια παραμονής των επισκεπτών στη σπηλιά και το περιεχόμενο των επισκέψεων τους εκεί.
Είναι παράξενη η επίδραση που ο τόπος αυτός φαίνεται να ασκεί σε ορισμένους από τους επισκέπτες του. Κατά κάποιον περίεργο, υποσυνείδητο τρόπο, η αρχετυπική, βαθύτερη αίσθηση της σπηλιάς, για αρκετούς ανθρώπους, έχει ταυτιστεί με εκείνη μιας πύλης – ό,τι κι αν αυτή αντιπροσωπεύει μέσα τους. Και η συγκεκριμένη αίσθηση επιβεβαιώνεται μερικές φορές και από τις πράξεις των ανθρώπων, συχνά με τρόπο αναπάντεχο. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη ιστορία, που διαδραματίστηκε κάπου το 1995.
Θα πρέπει να ήταν κατά τις 2 η ώρα τη νύχτα. Δύο από εμάς ανηφορίζαμε για μυριοστή φορά το χωματόδρομο που οδηγεί στη σπηλιά. Διάθεση παράξενη. Λίγα μέτρα πριν τη σπηλιά, ο ένας φακός πέφτει πάνω στο σταλακτίτη αριστερά της εισόδου. Κάτι άσπρο κρέμεται εκεί. Σταματάμε και ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας. Είναι ένας ανθρώπινος σκελετός. Ξανανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας. Το επόμενο δευτερόλεπτο αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ψεύτικος, φτιαγμένος από πλαστικό. Υπόλειμμα ίσως κάποιας τελετής, σκεφτόμαστε, και προχωράμε. Στα τοιχώματα του εσωτερικού της σπηλιάς υπάρχουν στερεωμένα θυμιατήρια, σβηστοί πυρσοί, τελετουργικά αντικείμενα. Η σπηλιά έρημη. Στρέφουμε τους φακούς προς τον πυθμένα της. Μία μεγάλη πρασινόμαυρη πύλη, με κολώνες και σχήμα αρχαιοελληνικής τεχνοτροπίας, στέκει πάνω σε μία εξέδρα. Η όλη σκηνή μοιάζει εντελώς εξωπραγματική. Την επόμενη στιγμή καταλαβαίνουμε.
Επρόκειτο για τα σκηνικά κάποιας ταινίας που είχε μόλις γυριστεί εκεί (την εποχή εκείνη γυρίστηκαν αρκετές ταινίες και επεισόδια από σήριαλ στο χώρο της σπηλιάς). Δε μάθαμε ποτέ ποια ήταν η ταινία αυτή. Η πύλη ήταν φτιαγμένη από βαμμένο φελιζόλ. Για κάποιο λόγο, οι υπεύθυνοι των γυρισμάτων δε μάζεψαν ποτέ τα σκηνικά τους από τη σπηλιά. Τα τελετουργικά αντικείμενα καταστράφηκαν ή εξαφανίστηκαν σε σύντομο διάστημα από τους επισκέπτες, ενώ η μεγάλη πρασινόμαυρη πύλη κατέρρευσε και έσπασε σε άπειρα μικρά κομματάκια.
Ήταν απλώς μια πύλη από φελιζόλ, μέρος κάποιων σκηνικών. Τίποτα το περίεργο. Απλώς μια σύμπτωση.
Όταν, όμως, πολλές συμπτώσεις στριφογυρίζουν συμπτωματικά και επίμονα γύρω από έναν τόπο, τότε ίσως οι συμπτώσεις να μην είναι τόσο συμπτωματικές. Όταν ο τόπος αυτός διαχρονικά διεγείρει παρόμοια, έντονα συναισθήματα στους επισκέπτες του, όταν ανεξάρτητα συμβάντα εναρμονίζονται με την αίσθηση αυτή και την ενισχύουν, όταν θρύλοι και παραδόσεις που έχουν πλαστεί στο διάβα αιώνων αντηχούν την ίδια πάντα αίσθηση, όταν οι περιγραφές αγνώστων μεταξύ τους περιηγητών, από διαφορετικές εποχές, μιλούν για την παραδοξότητα ενός τόπου, τότε αυτός είναι ένας Παράξενος Τόπος.
Το βουνό της Πεντέλης... Ένα βουνό που ανέκαθεν ασκούσε μια ασυνήθιστα έντονη αίσθηση γοητείας και σαγήνης στους ανθρώπους. Κάπου στο βουνό υπάρχει μια σπηλιά. Αποτελούσε από παλιά το σταθερό επίκεντρο παράδοξων διηγήσεων. Και, αν το βουνό γεννούσε μια μαγική αίσθηση γοητείας, η σπηλιά προκαλούσε στους ανθρώπους δέος και φόβο. Και έλξη. Και οι άνθρωποι πήγαιναν. Και πηγαίνουν. Και θα πηγαίνουν.
Είναι η σπηλιά της Πεντέλης.
|