ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος Γ')

 

 

Κατ' αρχάς, θα πρέπει να υπενθυμιστεί και να τονιστεί ότι ο Καμπούρογλου δεν ήταν ένας αδαής επισκέπτης της σπηλιάς, που κάποια στιγμή αποφάσισε να γράψει ένα ευφάνταστο άρθρο γι' αυτή. Ήταν, αντιθέτως, ένας γνώστης, ο οποίος, όπως είδαμε, είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αναζήτηση της ιστορίας και της λαογραφικής παράδοσης της Αττικής, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της Πεντέλης με τη σπηλιά της. Οι σκέψεις και τα στοιχεία που εξέθετε στο συγκεκριμένο άρθρο δεν αποτελούσαν συμφύρματα περιστασιακών εντυπώσεων, αλλά καρπούς πολυετούς και σταθερής ενασχόλησης με το αντικείμενο. Ας μην ξεχνάμε ότι για μία περίοδο 25 περίπου ετών είχε εργαστεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη, και μάλιστα είχε διατελέσει και επιμελητής των εκεί φυλασσόμενων χειρογράφων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ερευνητική του ενασχόληση, του έδινε την ευχέρεια να αντλεί μεγάλο όγκο στοιχείων και αναφορών που με την πάροδο των χρόνων είχαν πια σχεδόν χαθεί.

 

Ένα από τα πρώτα πράγματα που προκαλούν εντύπωση στο άρθρο αυτό είναι η αναφορά στους θρύλους που φαίνεται ότι περιέβαλλαν από τα πολύ παλιά, ίσως και τα αρχαία ακόμα χρόνια, τη σπηλιά της Πεντέλης. Έτσι, έχουμε το θρύλο του βασιλιά που χάθηκε μέσα στους θόλους της σπηλιάς (αξίζει να θυμηθεί κανείς στο σημείο αυτό την αναφορά του Τσελεμπί), και της βασίλισσας που χάθηκε και αυτή αναζητώντας τον εκεί (κατά το θρύλο, μόνο η βασίλισσα κατόρθωσε να ξαναβγεί έξω, οδηγημένη από μια κουκουβάγια), καθώς και εκείνον με τις δύο μέλλουσες νύφες που, επιθυμώντας να αποφύγουν τα δεσμά του γάμου, βρήκαν καταφύγιο στη σπηλιά. Είναι εμφανής η ομοιότητα ορισμένων συμβολισμών των θρύλων αυτών με ανάλογα στοιχεία της αρχαιοελληνικής αλλά και της πανανθρώπινης αρχετυπικής–μυθολογικής παράδοσης. ¶ξια προσοχής είναι και η διάκριση που κάνει ο Καμπούρογλου μεταξύ θρύλου, παράδοσης και παραμυθιού. Οι θρύλοι, εξ ορισμού και σε αντίθεση με τους μύθους, εμπεριέχουν και πραγματικά γεγονότα, που με το πέρασμα του χρόνου και από γένιά σε γενιά έχουν φτάσει να αλλοιωθούν σε σχέση με την αρχική τους μορφή. Θρύλοι, βέβαια, για την Πεντέλη και τη σπηλιά υπήρχαν πάρα πολλοί, αρκετοί μάλιστα απέπνεαν ξεκάθαρα την αίσθηση του υπερφυσικού και του αλλόκοτου. Σε ορισμένους από αυτούς, καταγεγραμμένους σε λαογραφικές μελέτες, αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ενότητα, ενώ διάφορες σχετικές προφορικές παραδόσεις επιβιώνουν ως και τις μέρες μας.

 

Αλλά, εκείνο που μας είχε αφήσει άναυδους όταν πρωτοδιαβάσαμε το άρθρο του Καμπούρογλου ήταν κάτι άλλο, που υποψιαζόμασταν μεν, δεν περιμέναμε όμως ποτέ ότι θα συναντούσαμε τόσο απόλυτα, ολοκληρωτικά και ξεκάθαρα.

 

Αυτός ο άνθρωπος, έχοντας ζήσει έναν περίπου αιώνα πριν, έγραφε για ένα μονοπάτι που οδηγούσε σε μια σπηλιά, την οποία είχε επισκεφθεί αμέτρητες φορές και με την οποία, όπως ο ίδιος δήλωνε, είχε συνδεθεί ολόκληρη η ζωή του («Όταν το πρωτοανέβηκα κ' εγώ, ήμουν παιδί.», «Και μόνον, όσες φορές και να πήγα στη σπηληάν αυτή, –αμέτρητες είναι–...», «Το μονοπάτι του Βριλησσού θα το πάρω και πάλι, για να επισκεφθώ τη σπηληά που συνδέεται τόσο με τη ζωή μου, και κάθε τόσο θαν το ανεβαίνω εως να έρθη η μέρα που θα μου πη η ανηφόρα του: «Φτάνει σου. Εγέρασες πια».»). Τι στα κομμάτια... ήταν σαν να στεκόμασταν μπροστά σε έναν καθρέφτη και να κοιτάζαμε τους εαυτούς μας. Γιατί, κι εμείς το ίδιο αυτό μονοπάτι ανηφορίζαμε από παιδιά, και στην ίδια αυτή σπηλιά καταλήγαμε πάντα, έχοντας την επισκεφτεί αμέτρητες φορές και συνδέσει με αυτή τις δικές μας ζωές. Περιέγραφε σκέψεις, παρατηρήσεις, μικρές «ιεροτελεστίες» και συναισθήματα που ήταν όμοια με τα αντίστοιχα δικά μας. Απέπνεε με τα γραφόμενα του την ίδια εκείνη χαρακτηριστική αίσθηση που οδηγούσε πάντα και τα δικά μας βήματα πίσω στη σπηλιά. Ναι, μιλούσε για ένα περίεργο και ακαθόριστο κάλεσμα· ένα κάλεσμα, τον αντίλαλο και μόνο του οποίου επιχειρούσε να μεταδώσει πίσω από τις λέξεις.

 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που «διασταυρωνόμασταν» με κάποιον που, με έκπληξη, διαπιστώναμε ότι ακολουθούσε τα «χνάρια» στο μονοπάτι της σπηλιάς μια ολόκληρη ζωή. Υπάρχουν και άλλοι, συνειδητά σιωπηροί και αφανείς άνθρωποι, που, ανεξάρτητα μεταξύ τους και μάλιστα αγνοώντας ο ένας την ύπαρξη του άλλου, γνωρίζουν το «μονοπάτι της σπηλιάς» πολύ καλά, έχοντας το βαδίσει ξανά και ξανά, σπρωγμένοι ακριβώς από το παράδοξα κοινό αυτό κάλεσμα. Κάποιοι, μάλιστα, έχουν χαράξει –μεταφορικά και κυριολεκτικά– τα δικά τους, «παράπλευρα μονοπάτια» προς τη σπηλιά. Ήταν, όμως, η πρώτη φορά που συναντούσαμε ένα «συνοδοιπόρο» από τόσο παλιά, τότε που λιγοστοί άνθρωποι είχαν ακούσει για τη σπηλιά της Πεντέλης και που η διαδρομή από την Αθήνα ως αυτή αντιστοιχούσε σε ολόκληρο ταξίδι. Αισθανθήκαμε λες και το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν ένας μεγάλος κρίκος που συνέδεε άρρηκτα τις ζωές αγνώστων μεταξύ τους και από διαφορετικές εποχές ανθρώπων με τον τόπο αυτό. Και φαίνεται ότι αυτό συνέβαινε από πολύ παλιά – ποιος ξέρει από πότε...

 

Όταν το 1927 ο Καμπούρογλου έγραφε το «μονοπάτι της σπηλιάς», ήταν σε ηλικία 75 ετών, στη δύση πλέον της ζωής του, επιφανής ιστορικός και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Δεν είχε καμία ανάγκη να καταφεύγει σε υπερβολικές και βαρύγδουπες εκφράσεις για να περιγράψει αυτά που ένιωθε και επεδίωκε να μεταδώσει. Αντιθέτως, τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, σε συνδυασμό με τη θέση του, μάλλον τον περιόριζαν ως προς αυτά που μπορούσε να εκφράσει δημόσια. Όταν, λοιπόν, αναφερόταν στα «μυστήρια του χάους» («Τώρα γίνε δαδούχος, αναγνώστα, προχώρησε προς τα μυστήρια του χάους») μέσα από το υπαινικτικό, αλληγορικού ύφους άρθρο του, είναι φανερό ότι είχε κατά νου κάτι περισσότερο από τον απλό εντυπωσιασμό που γεννούν οι λέξεις.

 

Κατέβαινε στο τριγωνικό τούνελ και έπινε από το νερό της «λιμνούλας» – της «μυστικής στέρνας» ή φυσικής «γουβίτσας», όπως την ανέφερε ο Καμπούρογλου. Το «αθάνατο» νερό, που κατά τη σχετική παράδοση διατηρούσε τον ασκητή της σπηλιάς νέο και ακμαίο. Έ, λοιπόν, είναι εντυπωσιακό το ότι και αρκετοί άλλοι, εδώ και αιώνες, γνώριζαν για τη μυστική αυτή στέρνα και εισέρχονταν στο στενό τριγωνικό τούνελ για να πιούν από το νερό της. Ένας Αυστριακός, ο Anton von Prokesch–Osten, ο οποίος είχε επισκεφτεί την Πεντέλη το 1825 και εκδώσει τα απομνημονεύματα του το 1837 υπό τον τίτλο "Denkwürdigkeiten und Erinnerungen aus dem Orient – Απομνημονεύματα και Αναμνήσεις από την Ανατολή", αναφερόταν μεταξύ άλλων και στη «μυστική στέρνα». Σημείωνε, λοιπόν, ο Αυστριακός (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Οι μοναχοί (της μονής Πεντέλης) μου έδωσαν μιαν απόδειξιν της απλότητος και της αμάθειας των δια τρόπου καθ' ον ούτοι επαινούν και περιγράφουν τα, τοσούτον πλησίον κείμενα, λατομεία μαρμάρου. Η διατύπωσις του σοφοτέρου εξ αυτών περιωρίσθη εις τας λέξεις: "...εκεί πάνω στο βουνό είναι μια τρύπα και σ' αυτήν μια πηγή· εκεί κάτω έρπουν οι μυλόρδοι, πίνουν απ' το νερό, γράφουν τα ονόματα τους και μετά συνεχίζουν το δρόμο τους "Μυλόρδοι" αποκαλούνταν παλιά τα σημαίνοντα πρόσωπα γενικώς (από το αγγλικό «My Lord» – «Λόρδε μου»). Και οι μυλόρδοι που εισχωρούσαν έρποντας στο τριγωνικό τούνελ της σπηλιάς προς τη μυστική στέρνα ήταν σε κάποιες περιπτώσεις και ξένοι ευγενείς, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Βαρόνος και διπλωμάτης ήταν, άλλωστε, και ο Anton von Prokesch–Osten, πρέσβης της Αυστριάς στη μόλις απελευθερωμένη Ελλάδα, όπου παρέμεινε μεταξύ 1834 και 1849.

 

Ο Anton von Prokesch–Osten.

 

Στον αρχαίο αυτό ιερό χώρο, που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία των Νυμφών, θα επανέλθουμε ξανά και ξανά στην πορεία της ενότητας αυτής, με διαφορετικές κάθε φορά σκέψεις. Κάτι έγραφε, όμως, ο Καμπούρογλου για παραπετάσματα και θόλους από σταλακτίτες της σπηλιάς, που ήταν ήδη μισοθαμμένοι την εποχή του («καταχωμένοι είναι τώρα οι περισσότεροι θόλοι»). Ας κάνουμε, λοιπόν, στο σημείο αυτό κι εμείς μία μεγάλη αναδρομή, και ας βαδίσουμε νοερά στη σπηλιά, όπως αυτή υπήρξε κάποτε, πίσω στο χρόνο.

 

 

Η παλιά σπηλιά και οι παράξενοι σταλακτίτες

 

ΑΡΧΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ    ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ    Η ΠΑΛΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΣΤΑΛΑΚΤΙΤΕΣ   Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ    Φ

 

Στο δρόμο, αλήθεια, της ψυχής αναγνωρίζεται ο τύπος του Σπηλαίου, του αρχαίου τόπου των μυητικών τελετών, με τ' ατέλειωτά του λοξοδρομίσματα, σταυροδρόμια και αλλογυρίσματα, με τις καμάρες τις σκοτεινές, με τους υπόγειους ποταμούς, τις λίμνες και τους άπατους γκρεμούς, που δρασκελίζουνται ή περνιούνται με δεντροκορμούς ή σκοινένια γιοφύρια. Τόπος του συμβολικού Θανάτου και Ξαναγεννημού των Μυητικών Τελετών, το Σπήλαιο γίνεται η πύλη των Δυό Κόσμων. Εδώθε κατεβαίνουν οι ψυχές κ' εδώθε ανεβαίνουν στον Απάνου Κόσμο. Ανάπτυξη του σχεδίου και σχηματική παράσταση του Σπηλαίου είναι ο Λαβύρινθος και τα ομόλογα σχέδια, που ανακρατούν σταθερά την αρχική σχέση τους τόσο με το Σπήλαιο όσο και με τη μυητική του σημασία.

 

Παναγής Λεκατσάς, "Η Ψυχή"

 

Ποια σπηλιά, όμως; Γιατί, μέσα από την κλεψύδρα του χρόνου πέρασαν πολλές σπηλιές, στο ίδιο πάντα «πού» αλλά σε διαφορετικά «πότε».

 

Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε σε ποια αρχαία εποχή η διαβρωτική δράση του νερού επί του ασβεστολιθικού πετρώματος ξεκίνησε να σμιλεύει στα σωθικά της Πεντέλης το αρχικό κοίλωμα που με την πάροδο αμέτρητων αιώνων και υπό τη συνεχή επίδραση των υπογείων υδάτων του βουνού έφτασε να επεκταθεί και να διαμορφωθεί στον υπόγειο χώρο της σπηλιάς. Εκείνο που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο είναι ότι, όπως έχουμε σημειώσει ξανά, η σπηλιά ήταν «τυφλή» μέχρι την εποχή που οι αρχαίοι Αθηναίοι ξεκίνησαν τη λατόμηση μαρμάρου στο συγκεκριμένο σημείο του βουνού, κάπου τον 5ο αιώνα π.Χ. (η αρχαιότερη, πάντως, χρήση πεντελικού μαρμάρου για την κατασκευή γλυπτών χρονολογείται το 570 π.Χ., τον 6ο δηλαδή αιώνα π.Χ.). Τότε ήταν που δημιουργήθηκε το τεχνητό σημερινό άνοιγμα της σπηλιάς, καθώς το μέτωπο της λατόμησης προχωρούσε όλο και βαθύτερα στο βουνό.

 

 

Ολόκληρος ο σημερινός προαύλιος χώρος της σπηλιάς αντιστοιχεί στο έδαφος του αρχαίου εκείνου λατομείου, ενώ ο κάθετος βράχος ολόγυρα, που φέρει άλλωστε εμφανή ακόμα τα ίχνη των αρχαίων εργαλείων, αντιστοιχεί στο όριο όπου τελικά σταμάτησε η λατόμηση.

 

Ο κάθετος βράχος έξω από τη σπηλιά. Κάθε του χτύπημα και μια χαμένη στο χρόνο στιγμή.

 

Η αποκάλυψη, λοιπόν, του σπηλαίου από τους αρχαίους λατόμους απετέλεσε τυχαίο γεγονός. Μέχρι τότε η σπηλιά ήταν ένα κλειστό σύμπλεγμα από μία κύρια και μερικές μικρότερες επικοινωνούσες αίθουσες – ένας μυστικός, κατασκότεινος χώρος μέσα στα σπλάχνα του βουνού. Ένας μυστικός χώρος, όμως, που κάποτε, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, γέμιζε και από τα νερά μιας εσωτερικής λίμνης.

 

Κατηφορίζοντας στα ενδότερα της σπηλιάς, λίγα μέτρα μετά την είσοδο και επί του αριστερού τοιχώματος, μπορεί κανείς να διακρίνει εκτεταμένες οριζόντιες γραμμώσεις στην επιφάνεια του βράχου.

 

 

Οι γραμμώσεις αυτές δε μοιάζουν να έχουν προκληθεί από τεκτονικής φύσεως μεταβολές και παραμορφώσεις. Το γεγονός ότι είναι εντελώς ευθείες και οριζόντιες, με μικρά μεσοδιαστήματα ανάμεσα τους, συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι σχηματίστηκαν κάποτε από την ευμετάβλητη στάθμη λιμναζόντων υδάτων (αυτό, πάλι, δεν είναι επιβεβαιωμένο –δύο γεωλόγοι που ρωτήθηκαν σχετικά δεν μπόρεσαν ούτε να επαληθεύσουν ούτε να απορρίψουν την άποψη αυτή– είναι όμως μάλλον το πιθανότερο ενδεχόμενο). Όπως και να 'χει, και άσχετα με την αιτιολογία σχηματισμού των συγκεκριμένων γραμμώσεων, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η σπηλιά περιείχε κάποτε σημαντικούς όγκους νερού, καθώς ο τρόπος σχηματισμού της («καρστικοποίηση») προϋποθέτει, ακριβώς, τη διέλευση και λίμναση μεγάλων ποσοτήτων νερού στο εσωτερικό της. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξάλλου, στο κατώτατο σημείο της σπηλιάς, εκεί όπου σήμερα συναντάει κανείς στρώμα λάσπης, σχηματιζόταν καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους μία λιμνούλα διαμέτρου 5–6 μέτρων και βάθους 10–12 εκατοστών, από διαυγές, πόσιμο νερό που έσταζε από την οροφή της.

 

Επανερχόμενοι στην αποκάλυψη της σπηλιάς, ίσως οι γύρω βράχοι να θυμούνται ακόμα τους αντίλαλους από τις ομιλίες των αρχαίων λατόμων, καθώς εκείνοι πρωτοαντίκριζαν τα ενδότερα και εισέπνεαν για πρώτη φορά το νοτισμένο αέρα που διέφευγε από το κλειστό έως τότε εσωτερικό της. Δε θα μάθουμε ποτέ τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα εκεί. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι η σπηλιά, εκτός από εστία λατόμησης μαρμάρου, απετέλεσε και τόπο λατρείας για τους αρχαίους μας προγόνους. Το τριγωνικό τούνελ της σπηλιάς, με τη μικρή «λιμνούλα» στο τέρμα του (φυσικό ως προς τον τρόπο δημιουργίας του, αλλά τεχνητά διαμορφωμένο εκ των υστέρων σε λατρευτικό χώρο), αποτελούσε κάποτε λατρευτικό Ιερό αφιερωμένο στις Νύμφες.

  

Αλλά και λίγο ψηλότερα από τη σπηλιά, ανακαλύφθηκε, μόλις το 1952, το Νυμφαίο άντρο Πεντέλης. Να πώς περιγράφει η αρχαιολόγος Χάρης Δεληγιώργη (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ) τα σχετικά με το άντρο αυτό και τη λατρεία των Νυμφών:

 

 

Το Νυμφαίο βρίσκεται σε υψόμετρο 800 μ. πάνω στο βουνό της Πεντέλης, σε υψομετρική διαφορά 100 μ. από την γνωστή σπηλιά του Νταβέλη.

 

Το κοίλωμά του που αποτελείται από μαρμάρινους βράχους, είναι μικρό διότι το μήκος του ορίζεται μόλις στα 6,50 μ. και το πλάτος τους στα 6,40 μ. Η οροφή του κατέπεσε στους αρχαίους χρόνους και μάλιστα σε μια εποχή που η λατρεία υφίστατο σ' αυτό.

 

Σήμερα, μαρμάρινες μονολιθικές παραστάδες και τμήμα κατωφλιού, αποτελούν την είσοδο που έχει πλάτος 1,13 μ. Η είσοδος και τα πλευρικά τοιχώματα κτίσθηκαν με λατύπη, όταν ανακαλύφθηκε η σπηλιά, για να εμποδισθεί το γέμισμα του Νυμφαίου με χώματα και πέτρες.

 

Η κατακρήμνιση της οροφής θα έγινε μάλλον κατά τον εξής τρόπο: Το κυριώτερο λατομείο της αρχαιότητας, βρισκόταν 30 μ. πιο ψηλά από το Νυμφαίο. Κατά την λατόμηση, έπεφταν κομμάτια προς την κατωφέρεια της πλαγιάς και έφθαναν μέχρι το Νυμφαίο. Από σεισμό ή κάποια λατόμηση του μαρμάρου που έγινε πάνω από το άντρο των Νυμφών, φαίνεται ότι κατέπεσαν οι τεράστιοι βράχοι της οροφής και έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς. Τα κομμάτια (οι λατύπες) που έπεφταν από το λατομείο, κατέχωσαν σιγά – σιγά με την πάροδο του χρόνου, τόσο την είσοδο όσο και την περιοχή γύρω από αυτό, ώστε σήμερα υπάρχει ένα πολύ στέρεο στρώμα λατύπης πάνω από την φυσική επιφάνεια της πλαγιάς της Πεντέλης...

 

...Οι λατόμοι της αρχαιότητας κατέφευγαν μέσα στο σκοτάδι του άντρου για να ξεκουραστούν και να πιούν νερό από την πηγή. Οι όγκοι των σταλαγμιτών, μέσα στο μισοσκόταδο, με τα περίεργα σχήματά τους, τους έδιναν την εντύπωση των Νυμφών σε διάφορες στάσεις. Με την εντύπωση αυτή άρχισε και η λατρεία των Νυμφών που ο Όμηρος στην Οδύσσεια τις παρουσιάζει να υφαίνουν στα άντρα «υφάσματα αλυπόρφυρα θαύμα ιδέσθαι». Το ένα από τα δύο ανάγλυφα, βρέθηκε κοντά στον όγκο των σταλαγμιτών που αντιπροσωπεύουν τις μορφές των Νυμφών μέσα στο σπήλαιο.

 

Σαν θεότητες που έχουν σχέση με το νερό, εκτός από τις θεραπευτικές ιδιότητες είχαν και την ικανότητα να προφητεύουν, γι' αυτό ορισμένα άντρα ήταν συγχρόνως και μαντεία. Η λεκάνη που βρέθηκε μας δείχνει ίσως, ότι πρόκειται και στην περίπτωση αυτή, για ένα νυμφαίο–μαντείο, γιατί η υδρομαντική και η λεκανομαντεία ήταν γνωστές από αρχαιοτάτων χρόνων αλλά η μεγάλη διάδοσή τους γίνεται κατά την ρωμαϊκή περίοδο.

 

Ορισμένοι που επισκέπτονταν τα άντρα αυτά, επηρεασμένοι από τις νεαρές θελκτικές θεότητες, καταλαμβάνονταν από οίστρο και προέλεγαν το μέλλον. Αυτούς τους ονόμαζαν «νυμφόληπτους». Δεν αποκλείεται, στην περίπτωση αυτή να ανήκαν και οι αναθέτες των δύο γλυπτών. Το Νυμφαίο είναι μοναδικό στο είδος του γιατί κανένα άντρο μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε όπως ήταν την εποχή της λατρείας του. Μας παρέχει τις πλέον θετικές αποδείξεις για τον τρόπο της λατρείας των Νυμφών .

 

 

Οι ανάγλυφες αναθηματικές πλάκες που βρέθηκαν στο Νυμφαίο Πεντέλης και που αναφέρονται στο παραπάνω απόσπασμα εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

 

Οι δύο ανάγλυφες πλάκες, και δεξιά φωτογραφία από την ανεύρεση και ανάσυρση τους το 1952 (του φωτογράφου Νικολάου Τομπάζη, καταχωρημένη στο αρχείο του Μουσείου Μπενάκη – http://www.benaki.gr).

 

Στην πρώτη, που έχει σχήμα ναΐσκου και χρονολογείται περί το 350 π.Χ., απεικονίζεται ο Πάνας, κρατώντας σύριγγα (σουραύλι), «λαγωβόλον» και λαγό, ακολουθούμενος από τον Ερμή και τρεις Νύμφες. Στη βάση της αναγράφονται τα ονόματα των τριών αναθετών της –Τηλεφάνης, Νικήρατος και Δημόφιλος– οι οποίοι στέκονται μπροστά στον Πάνα. Η δεύτερη αναθηματική πλάκα χρονολογείται το 330–310 π.Χ. και απεικονίζει δεξιά τον αναθέτη της Αγαθήμερο, με κάνθαρο (κύπελλο) στο χέρι, να δέχεται κρασί από νεαρό οινοχόο. Αριστερά, απεικονίζεται ο Πάνας καθώς ετοιμάζεται να παίξει μουσική με τη σύριγγα του, ο Ερμής και τρεις Νύμφες. Η όλη σκηνή διαδραματίζεται στο εσωτερικό σπηλαιώδους χώρου.

 

Η λατρεία των Νυμφών ήταν συνυφασμένη με τη λατρεία του Πάνα. Η σχέση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες θεότητες λατρεύονταν συνήθως σε σπήλαια, οδηγεί στην άποψη πως στη σπηλιά της Πεντέλης, εκτός του αφιερωμένου στις Νύμφες μικρού Ιερού στο εσωτερικό του τριγωνικού τούνελ, υπήρχε πιθανώς κατά την αρχαιότητα και κάποιο μεγαλύτερο Ιερό, αφιερωμένο στον Πάνα. Σχετικά, σημείωνε η αρχαιολόγος Χάρης Δεληγιώργη (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

...Ίσως από κει να βρίσκαμε πιο σίγουρα στοιχεία για την θεότητα που λατρευόταν στους αρχαίους χρόνους στη σπηλιά (της Πεντέλης). Πάντως το λάξευμα σκαλοπατιών στο βράχο, η κατάληξη στο νερό, το θραύσμα μαρμάρινης λεκάνης που βρέθηκε όχι στην αρχική της θέση μας θυμίζει Νυμφαίο. Επίσης, αν αναλογισθούμε ότι 100 μ. πιο ψηλά στην ίδια κατεύθυνση και πάντα στην περιοχή του αρχαίου λατομείου, υπάρχει το περίφημο Νυμφαίο, τότε μπορούμε να υποθέσουμε αυτό που όλοι οι μελετητές παραδέχονται, ότι βρισκόμαστε σε ένα άντρο Νυμφών και Πανός...

 

...Στη δεξιά πλευρά, μαζί με δύο κτιστές δεξαμενές που οι καμάρες τους έχουν καταπέσει, συναντάμε ό,τι πιο όμορφο έχει να επιδείξει η σπηλιά: δύο ναΐδρια καρφωμένα μέσα στο βράχο. Ίσως τα θεμέλια των δύο εκκλησιών να στήθηκαν πάνω σ' ένα αρχαίο ιερό αφιερωμένο μάλλον στις Νύμφες και στον θεό Πάνα, εφ' όσον, 100 μ. ψηλότερα, υπάρχει το περίφημο Νυμφαίο της Πεντέλης, και η λατρεία των Νυμφών ήταν ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των λατόμων αλλά και σ' όλη την περιοχή του Πεντελικού. Έτσι, η μεγαλόπρεπη αυτή είσοδος συνδυάζει δυο διαφορετικούς κόσμους , τον προχριστιανικό και τον χριστιανικό με μια αρμονία αφάνταστης απλότητας και χάρης...

 

 

Εκτός του θραύσματος λεκάνης που αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα, στη σπηλιά έχουν βρεθεί κατά καιρούς και αρκετά άλλα υπολείμματα δοχείων νερού, αλλά και μία ολόκληρη μαρμάρινη λεκάνη, άγνωστης χρονολόγησης.

 

 

Υπάρχει, όμως, και η αντίθετη άποψη. Σημείωνε χαρακτηριστικά ο αρχαιοδίφης Γεώργιος Λαδάς (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Εγράφη υπό του Γ. Σωτηρίου ότι το σπήλαιον τούτο κατά τους προχριστιανικούς χρόνους ετιμάτο πιθανότατα ως άντρον του Πανός. Τούτο είναι εντελώς αβάσιμον, αφ' ενός μεν διότι ουδέν ίχνος λατρείας του Πανός ευρέθη μέχρι τούδε, αφ' ετέρου δε διότι, ως ελέχθη ανωτέρω, το στόμιον του σπηλαίου διευρύνθη κατά τους αρχαίους χρόνους εκ της συνεχούς λατομήσεως των βράχων.»

 

Πράγματι, στη σπηλιά δεν έχει βρεθεί κανένα υπόλειμμα που να τη συνδέει άμεσα με τη λατρεία του Πάνα. Η απουσία αποδείξεων, όμως, δε συνιστά κατ' ανάγκη και απόδειξη απουσίας, ειδικά μάλιστα σε ζητήματα που αφορούν το μακρινό παρελθόν. Η ύπαρξη του Νυμφαίου Ιερού στο τέρμα του «τριγωνικού» τούνελ ενισχύει την άποψη που συμμερίζονται και οι περισσότεροι αρχαιολόγοι, ότι δηλαδή στο εσωτερικό της σπηλιάς –άγνωστο πού ακριβώς– υπήρχε κατά την αρχαιότητα Ιερό αφιερωμένο στον Πάνα. Αυτό, χωρίς σε καμία περίπτωση να είναι βέβαιο, είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο.

 

Βέβαιο, πάντως, είναι ότι στο βουνό της Πεντέλης είχε στηθεί κατά την αρχαιότητα μεγάλο μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Αναφέρεται από τον Παυσανία στα «Αττικά» του: «Αθηναίοις δε τα όρη και θεών αγάλματα έχει. Πεντέλησι μεν Αθηνάς, εν Υμηττώ δε άγαλμα εστίν Υμηττίου Διός και εν Πάρνηθι Παρνήθιος Ζευς, χαλκούς εστί.» Η Αθηνά ήταν προστάτιδα, όχι μόνο της πόλης των Αθηνών, αλλά και του αρχαίου Δήμου Πεντέλης, ο οποίος εκτεινόταν στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής μονής Πεντέλης. Από την παραπάνω αναφορά γίνεται αντιληπτό ότι το όνομα "Πεντέλη" είναι αρχαίας προέλευσης, και ότι ήδη από την εποχή του Παυσανία (3ος π.Χ. αιώνας) είχε αντικαταστήσει το αρχαιότερο όνομα "Βριλησσός" ή "Βριληττός", με το οποίο ανέφεραν το βουνό ο Θουκυδίδης και ο Ηρόδοτος. Πανάρχαια (πελασγικής προέλευσης) είναι, εξάλλου, και τα ονόματα "Υμηττός" και "Αιγάλεω". Όσο για το ακριβές σημείο της Πεντέλης επί του οποίου είχε ανεγερθεί το άγαλμα της θεάς Αθηνάς, οι δύο επικρατέστερες εκδοχές είναι ότι αυτό εντοπιζόταν είτε στην περιοχή των αρχαίων λατομείων (κοντά, δηλαδή, στη σπηλιά) είτε κάπου προς την κορυφή του βουνού.

 

Για να ξαναγυρίσουμε στη σπηλιά, οι αρχαίοι λατόμοι αφαίρεσαν από το εσωτερικό της όγκους μαρμάρου, τα μέτωπα αποκοπής των οποίων είναι ορατά σε αρκετά τμήματα των τοιχωμάτων της. Επιπροσθέτως, εναπόθεσαν στο εσωτερικό της σπηλιάς μεγάλους όγκους λατύπης (θραυσμάτων μαρμάρου, δηλαδή), που προήλθαν από τις εργασίες άλλων λατομείων. Έτσι, και όπως έχουν δείξει στρωματογραφικές μελέτες, ο πυθμένας της αρχικής σπηλιάς ανέβηκε κατά 20 τουλάχιστον μέτρα σε σχέση με την αρχική του στάθμη.

 

Το λατομείο της σπηλιάς υπολογίζεται ότι λειτούργησε, με ενδιάμεσες περιόδους διακοπής των εργασιών, έως και τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Οι τεράστιοι όγκοι μαρμάρου που αφαιρέθηκαν από τον εξωτερικό χώρο της σπηλιάς μαρτυρούν την επί πολλούς αιώνες συνέχιση των εργασιών στο συγκεκριμένο λατομείο. Αλλά, και ολόκληρη η Πεντέλη βρίθει από πολλά άλλα, μικρά και μεγάλα αρχαία λατομεία, μάρτυρες της εκτεταμένης και μακραίωνης λατόμησης μαρμάρου στο βουνό.

 

Αρχαία εστία λατόμησης στην Πεντέλη, με εμφανή ακόμα τα ίχνη από την αρχαία μέθοδο αφαίρεσης του μαρμάρου.

 

Αρχαίο λάξευμα σε μέτωπο μικρολατομείου.

 

Μπορεί κανείς να φανταστεί τις ομάδες των αρχαίων λατόμων να εργάζονται στους βράχους της Πεντέλης, άλλοτε με τον ιδρώτα να στάζει από το μέτωπο τους κάτω από τον λαμπερό ήλιο και τον καταγάλανο ουρανό του αττικού καλοκαιριού, άλλοτε με τον παγωμένο άνεμο του πεντελικού χειμώνα να λυσσομανά γύρω τους. Πόσες συζητήσεις, πόσα περιστατικά, πόσες ιστορίες, χαμένες για πάντα στις πλαγιές του βουνού...

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ