ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος Ι')

 

 

Βρισκόμαστε πλέον κάπου μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. αιώνα. Ο ασκητής που είχε λαξεύσει τις παραστάσεις και οι λοιποί της αρχικής ασκητικής κοινότητας έχουν προ πολλού αποβιώσει, αντιστοιχώντας πια σε ξεθωριασμένες εγγραφές στα χρονικά της σπηλιάς. Όμως, η σπηλιά δεν είναι έρημη. Στο μεσοδιάστημα, άλλοι ασκητές έχουν ζήσει και πεθάνει εκεί, συντηρώντας και πληθαίνοντας σταδιακά την ασκητική της κοινότητα.

 

Για την κατάσταση που επικράτησε και για τις γενιές των ασκητών που έζησαν στο χώρο το ενδιάμεσο αυτό διάστημα –μεταξύ δηλαδή της πρώτης εμφάνισης χριστιανών ασκητών τον 7ο αιώνα και του 10ου με 11ο μ.Χ. αιώνα, όπου βρισκόμαστε– δεν υπάρχει κανένα στοιχείο. Φαίνεται, πάντως, ότι η παρουσία ασκητών στη σπηλιά ήταν συνεχής. Όπως σημείωνε ο καθηγητής Σωτηρίου σε σχετικό απόσπασμα που παραθέσαμε: «..Ούτως εκ των αναγλύφων τούτων συνάγομεν, ότι κατά τον 7ον αιώνα είχεν ήδη γίνει το σπήλαιον τόπος λατρείας και διαμονής χριστιανών ασκητών, έκτοτε δε δεν εγκατελείφθη είτε ως ασκηταριόν χρησιμοποιούμενον είτε και ως παρεκκλήσιον ή μετόχιον Μοναστηρίου, όπως δεικνύουν αι κοσμούσαι τα ναΰδρια διαφόρων εποχών τοιχογραφίαι...».

  

Κάπου, λοιπόν, μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. αιώνα η αδελφότητα της σπηλιάς αρχίζει να μορφοποιείται ως τέτοια, υπερβαίνοντας τη δομή της απλής ασκητικής κοινότητας. Γιατί την περίοδο αυτή οι ασκητές, που με την πάροδο των ετών έχουν πια αυξηθεί σε αριθμό, οργανώνονται σε κοινόβιο ιδρύοντας μονή. Την ίδια εποχή κτίζονται και τα εκκλησίδια, ενώ η είσοδος της σπηλιάς φράσσεται με τείχος.

 

Ας δούμε τι γνωρίζουμε για όλα αυτά.

 

Και πρώτα–πρώτα ας ξεκινήσουμε από τα εκκλησίδια. Το πότε ακριβώς κτίστηκαν δεν είναι γνωστό. Εκείνο, ωστόσο, στο οποίο συμφωνούν όλοι οι κατά καιρούς μελετητές τους είναι ότι αρχικά ο χώρος όπου εντοπίζονται οι λαξευμένες παραστάσεις και επιγραφές χρησιμοποιόταν ως ασκηταριό. Σε κάποια εποχή, με την προσθήκη Ιερού, το ασκηταριό μετατράπηκε σε εκκλησίδιο, το εκκλησίδιο του Αγίου Σπυρίδωνα, όπως ονομάζεται σήμερα (δεξιά, μπαίνοντας από την κύρια είσοδο των εκκλησιδίων). Το εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου κτίστηκε αργότερα, με διαφορά μικρότερη μάλλον του ενός αιώνα, κατ' επέκταση του κτίσματος του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο βυζαντινολόγος καθηγητής Σωτηρίου σημείωνε σχετικά ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59): «...Τα σπουδαιότερα κτίσματα του σπηλαίου είνε τα συνεχόμενα ναΰδρια. Εκ τούτων το μεν προς τα δεξιά ευρίσκεται ολόκληρον εντός του βράχου και φαίνεται ότι είνε το αρχαιότερον ασκητήριον, το δε προς τ' αριστερά είνε επιμελώς εκτισμένον κατά τας τρεις πλευράς με τους θόλους του (για την ακρίβεια, υπάρχει ένας μόνο θόλος, αυτός του τρούλου) εντός των βράχων, προφανώς μεταγενέστερον του πρώτου...». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Λαδάς σχολίαζε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «... Αρχικώς δηλαδή κατά τους πρωτοβυζαντινούς ως φαίνεται χρόνους, εχρησιμοποιήθη το Α και ΝΑ τμήμα του φυσικού σπηλαίου ως είχε, δι' "ασκητήριον", το οποίον συν τω χρόνω δια μικράς επεξεργασίας μετεσχηματίσθη εις μικρόν εκκλησίδιον... ...Εκ του σπηλαίου, αφού διέλθη τις δια κτιστής καμάρας ευρίσκεται προ της σημερινής κοινής εισόδου των εκκλησιδίων, άτινα τιμώνται νυν αμφότερα επ' ονόματι του αγίου Νικολάου. Διακρίνονται δε σαφώς απ' αλλήλων τα δύο εκκλησίδια ταύτα εκ της κατασκευής των, και το μεν νεώτερον, κτισθέν κατ' επέκτασιν του "ασκητηρίου", αποτελεί μονόκλιτον εκκλησίδιον μετά τρούλλου, το δε αρχαιότερον, το συνεχόμενον "ασκητήριον", ευρίσκεται καθ' ολοκληρίαν επί των βράχων του δεξιού άκρου του σπηλαίου...».

 

Αν και, όπως είπαμε, ο ακριβής χρόνος κατασκευής των εκκλησιδίων δεν είναι γνωστός, οι εκτιμήσεις τον τοποθετούν μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. αιώνα, δίχως να αποκλείονται και οι αρχές του 12ου αιώνα. Κατά τον καθηγητή Σωτηρίου, το εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου –το νεότερο δηλαδή από τα δύο– είχε ήδη κτιστεί τον 10ο αιώνα ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59): «...θα ηδύνατο εν τούτοις η τοιχοδομία μερών τινών και ιδία της βορείας πύλης και των παραθύρων καθώς και η χρήσις παλαιοχριστιανικού γλυπτού διακόσμου να μαρτυρώσι την ηλικίαν του αριστερού ναΐσκου (Αγίου Νικολάου), όστις εις τους από του 10ου αι. χρόνους να αναχθεί δύναται». Παραπλήσια ήταν και η εκτίμηση του καθηγητή Ν. Μουτσόπουλου, που σε σχετικό του άρθρο (περιοδικό "Ζυγός", τεύχος 50, έτος 1960) σημείωνε: «...Από τον τύπο του ναού, τις αναλογίες, τους όγκους που διαφαίνονται στην κάτοψη και στις τομές, από την τεχνική γενικά της κατασκευής του θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το ναό στους τελευταίους χρόνους του 10ου αιώνα... ...Το σημείο αυτό της σπηληάς (το σημείο όπου εντοπίζονται οι λαξευμένες παραστάσεις και επιγραφές) φαίνεται πως ήταν ο αρχικός πυρήνας του ασκηταριού. Πολύ αργότερα, ίσως στις αρχές του 11ου αιώνα, διαμορφώθηκε ο χώρος και χτίστηκε το εκκλησάκι και ο ναός του Αγίου Νικολάου...».

 

Γνωρίζουμε ότι το εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου ήταν εξαρχής αφιερωμένο στον φερώνυμο άγιο (θα γίνει αντιληπτό στη συνέχεια), όμως δε γνωρίζουμε την αρχική ονομασία του αρχαιότερου εκκλησιδίου, που σήμερα αποκαλείται Άγιος Σπυρίδωνας. Όπως συμφωνούν όλοι οι μελετητές και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γ. Λαδάς (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Το γραφέν ότι το "ασκητήριον" ετιμάτο επ' ονόματι του αγίου Σπυρίδωνος οφείλεται εις ανεύθυνον πληροφορίαν καλογήρου τινός, όστις ερωτηθείς κατά τον παρελθόντα αιώνα, ινα μη φοραθή αγνοών, είπε το όνομα του αγίου Σπυρίδωνος, έχων ίσως υπ' όψιν τας δύο τότε σωζομένας ακεραίας πιθανώς, παρακειμένας εικόνας των αγίων Νικολάου και Σπυρίδωνος, εν τη Μονή του Αγίου Νικολάου των Καλησίων...».

 

Η αρχική μορφή των εκκλησιδίων διέφερε σε αρκετά σημεία από τη σημερινή. Ο επισκέπτης σήμερα συναντά ένα σύμπλεγμα που διαθέτει δύο πόρτες και δύο παράθυρα.

 

Γενική άποψη των εκκλησιδίων.

 

Η κύρια είσοδος και το ένα από τα παράθυρα βλέπουν προς τα νοτιοδυτικά – προς το εξωτερικό, δηλαδή, της σπηλιάς.

 

Η σημερινή πρόσοψη των εκκλησιδίων, με την κύρια είσοδο και το δίλοβο παράθυρο, που βλέπουν προς το εξωτερικό της σπηλιάς.

 

Το ίδιο παράθυρο, εκ των έσω των εκκλησιδίων. Λίγο πιο αριστερά διακρίνεται ένα μικρό άνοιγμα στο βράχο, μέσω του οποίου τα εκκλησίδια επικοινωνούν με τον προαύλιο χώρο της σπηλιάς.

  

Η άλλη είσοδος και το δεύτερο –επίσης δίλοβο– παράθυρο βλέπουν προς τα βορειοδυτικά, προς το εσωτερικό της σπηλιάς.

 

Τα βορειοδυτικά ανοίγματα των εκκλησιδίων. Το τσιμεντένιο τοιχίο αντιστήριξης του έδαφους μπροστά από αυτά αποτελεί υπόλειμμα των έργων του 1977.

 

Τα ίδια ανοίγματα, από το εσωτερικό των εκκλησιδίων.

 

Η προσεκτική εξέταση της τοιχοποιίας των εκκλησιδίων οδηγεί σε μία σημαντική για το ξετύλιγμα της ιστορίας παρατήρηση: αρχικά τα εκκλησίδια διέθεταν μόνο την είσοδο των αμέσως προηγούμενων φωτογραφιών, εκείνη δηλαδή που βρίσκεται στραμμένη προς τα βορειοδυτικά, προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Η σημερινή κύρια είσοδος, που βλέπει προς το εξωτερικό της σπηλιάς, ανοίχθηκε αργότερα – πολύ αργότερα μάλλον. Μάλιστα, για άγνωστους λόγους και σε σχετικά πρόσφατη εποχή, μεταξύ μέσων 19ου και αρχών 20ου αιώνα, η αρχική είσοδος και το σύστοιχο παράθυρο σφραγίστηκαν με πέτρες, κατάσταση που διατηρήθηκε ως τη δεκαετία του 1970 (οπότε τα σφραγισμένα ανοίγματα αποκαταστάθηκαν, η τοιχοδομή συντηρήθηκε και η στέγη ανακατασκευάστηκε, καθώς τα εκκλησίδια υπέστησαν παρεμβάσεις αναστύλωσης) και αποτυπώθηκε σε φωτογραφίες παλιών επισκεπτών της σπηλιάς.

 

Η σφραγισμένη μέχρι πριν μερικές δεκαετίες αρχική είσοδος των εκκλησιδίων και το σύστοιχο με αυτή, επίσης σφραγισμένο, βορειοδυτικό παράθυρο (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Αντίστοιχες φωτογραφίες, από τον καθηγητή Ν. Μουτσόπουλο (περιοδικό "Ζυγός", τεύχος 50, έτος 1960). Παρατηρήστε στην πρώτη φωτογραφία το τοιχίο αντιστήριξης της στέγης –μεγάλο τμήμα του οποίου σήμερα δεν υπάρχει πλέον– και τις λοιπές διαφορές με τη σημερινή όψη των εκκλησιδίων.

 

Σχετικά, ο καθηγητής Σωτηρίου σχολίαζε ("Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος", τόμος έτους 1927, σελίδες 45–59): «...Αμφότερα τα εκκλησίδια φωτίζονται σήμερον δια της θύρας μόνον της δυτικής πλευράς του αριστερού ναΐσκου· άλλοτε όμως υπήρχε και ετέρα θύρα –σήμερον πεφραγμένη (σφραγισμένη με πέτρες την εποχή εκείνη, όπως είδαμε)– εις την βορείαν πλευράν, δι ης συνεκοινώνει το ναΰδριον προς το σπήλαιον το εκτεινόμενον μεγαλοπρεπώς γραφικόν και ικανώς φωτιζόμενον βορείως και ανατολικώς του αριστερού ναϋδρίου. Η θύρα μάλιστα αύτη –η κοσμούμενη δια τυμπάνου απολήγοντος εις αέτωμα και έχουσα ως υπέρθυρον βυζαντινόν ανάγλυφον μετά σταυρών, πτηνών, και φύλλων ακάνθου– είνε ίσως η αρχική, της σημερινής θύρας ανοιγείσης πιθανώτατα εις μεταγενεστέρους χρόνους...». Ο Γ. Λαδάς σημείωνε με τη σειρά του (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Η επί του τοίχου, εκτισμένη νυν θύρα (σφραγισμένη ακόμα τη δεκαετία του 1950, εποχή της περιγραφής), η χρησιμεύσασα πιθανώς ως κυρία είσοδος της εκκλησίας, ότε ολόκληρον το στόμιον της Σπηληάς ήτο κεκλεισμένον δια τοίχου, σώζει μαρμάρινον υπέρθυρον κοσμούμενον δια τριών αναγλύπτων σταυρών εκ τεσσάρων φύλλων ακάνθου και δύο πτηνών, ύπερθεν δ' αυτού πλινθόκτιστον κόγχην μετ' αψίδος και κτιστού αετώματος...».

 

Το υπέρθυρο της αρχικής εισόδου των εκκλησιδίων, όπου διακρίνονται λαξευμένα πουλιά, σταυροί και φύλλα ακάνθου.

  

Γιατί έχουν σημασία τα παραπάνω, που αφορούν την αρχική είσοδο των εκκλησιδίων;

 

Διότι σχετίζονται με το τείχος που κάποτε έφραζε το στόμιο της σπηλιάς. Γνωρίζουμε για την ύπαρξη του τείχους αυτού από μαρτυρίες παλιών επισκεπτών του μέρους.

 

Άποψη του χώρου έξω από τη σπηλιά. Σχέδιο του Ιταλού ζωγράφου Simone Pomardi, ο οποίος είχε περιηγηθεί στην Ελλάδα μαζί με τον Ιρλανδό αρχαιοδίφη και συγγραφέα E. Dodwell τα έτη 1805–1806. Ο τελευταίος έχει επισκεφτεί τη χώρα μας και το 1801, ενώ αργότερα, το 1819, είχε εκδόσει το βιβλίο "A Classical and Topographical Tour Through Greece, During the Years 1801, 1805 and 1806", στο οποίο είχε συμπεριλάβει το σχέδιο του Pomardi (http://books.google.com/books?id=SGYGAAAAQAAJ&printsec=frontcover&dq=editions:0ea-iF0S-qrYbB31). Διακρίνεται το καλυμμένο από κισσό τείχος, που επί αιώνες έφραζε απ' άκρη σ' άκρη (όχι όμως και καθ' όλο το ύψος) την είσοδο της σπηλιάς. Με περισσότερες λεπτομέρειες αποτυπώνεται το τείχος στην απεικόνιση του Ludwig Lange (1836), που παραθέσαμε σε προηγούμενη ενότητα. Σε εκείνη διακρίνονται καθαρά οι μισοκατεστραμένες –ήδη το 1836– καμάρες του τείχους, αλλά και τα βορειοδυτικά ανοίγματα των εκκλησιδίων, που αργότερα σφραγίστηκαν με πέτρες.

 

Σήμερα, μονάχα ένα μικρό τοιχίο έχει απομείνει να θυμίζει την ύπαρξη του άλλοτε επιβλητικού τείχους της σπηλιάς.

 

Το πάχος καταδεικνύει και την ανθεκτικότητα της κατασκευής.

 

Ακουμπισμένο, μάλιστα, στη βάση του υπολείμματος αυτού, σώζεται (διακρίνεται και στην προηγούμενη φωτογραφία) το παλιό υπέρθυρο της κεντρικής πύλης του τείχους.

 

 

Τα βέλη δείχνουν το άλλοτε στερεωμένο πάνω από την κεντρική πύλη υπέρθυρο (τμήμα της απεικόνισης του Ludwig Lange)

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ