ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΚΕ')

 

 

Από τις αρχαιότερες περιγραφές της σπηλιάς είναι εκείνη του Άγγλου βοτανολόγου και «πανεπιστήμονα» των παλιών καιρών Sir George Wheler. Ο Wheler μαζί με τον Γάλλο γιατρό και αρχαιολόγο JacobJacques) Spon είχαν ταξιδέψει στην Ιταλία, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία τα έτη 1675 και 1676. Κατά την περιοδεία τους αυτή είχαν περάσει και από την Πεντέλη, είχαν φιλοξενηθεί στη φερώνυμη μονή και είχαν επισκεφτεί τη σπηλιά. Καθένας εξέδωσε αργότερα απομνημονεύματα των περιηγήσεων τους: ο μεν Spon με το τρίτομο έργο του "Voyage d'Italie, de Dalmatie, de Grèce et du Levant", πρώτης έκδοσης 1678, ο δε Wheler με το δίτομο "A journey into Greece", που πρωτοεκδόθηκε το 1682.

 

Ο Jacob Spon.

 

Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από μία γαλλική, έκδοσης 1723, μετάφραση του συγγράμματος του Sir George Wheler (το πρωτότυπο, αγγλόγλωσσο κείμενο του 1682 εξακολουθεί να καλύπτεται ακόμα σήμερα από copyright) υπό τον τίτλο "Voyage de Dalmatie, de Grece, et du Levant" (http://books.google.com/books?id=LDUVAAAAQAAJ&printsec=titlepage#v=onepage&q=&f=false – σελ. 267):

 

Η αφήγηση του Sir George Wheler – μία από τις παλαιότερες περιγραφές της σπηλιάς.

 

 

Ο καιρός ήταν πολύ κακός, χιονισμένος, βροχερός, ήμασταν χαρούμενοι να περάσουμε αυτή τη μέρα μιλώντας με αυτούς τους καλούς μοναχούς (αναφέρεται στη μονή Πεντέλης), οι οποίοι μας περιποιήθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Μας έφτιαξαν μια καλή φωτιά που ήταν απαραίτητη, αν και σπάνια βλέπαμε πάγο σ' αυτή τη χώρα. Μερικές φορές έκανε πολύ κρύο, ιδιαίτερα όταν οι άνεμοι φύσαγαν μέσα απ' τα βουνά που ήσαν καλυμμένα με χιόνι, όπως συνέβη όταν περάσαμε το Πεντελικό, όπου ο άνεμος φύσαγε τόσο πολύ που δε μπορούσαμε να κρατηθούμε στο άλογο, ούτε να αντέξουμε το κρύο, το οποίο διαπερνούσε όλα τα ρούχα που μπορούσαμε να μεταφέρουμε. Αλλά, αυτός ο κακός καιρός δεν πάγωσε την περιέργεια μας, αφού ήπιαμε κάτι, μισθώσαμε έναν οδηγό για να βγούμε και να μας δείξει τα λατομεία του λευκού μαρμάρου με τις άλλες, γεμάτες περίεργες σταλακτιτικές εναποθέσεις σπηλιές, σκαμμένες στην πλαγιά του βουνού. Αναρριχηθήκαμε μισή λεύγα στα βόρεια του μοναστηριού και διασχίσαμε κατά τη διαδρομή ένα μικρό ρυάκι, που δεν ήταν μακρύ. Βρήκαμε σπηλιές μέσα στους βράχους που άξιζε να τις δούμε, ήσαν σκαμμένες πολύ βαθιά στο βουνό και χωρίζονταν σε πολλές αίθουσες ή μικρά κελάρια που είχαν στο εσωτερικό τους σταλακτιτικές αποκρυσταλλώσεις, πολύ περίεργες, και κάποιες απ' αυτές λάμπαν σαν διαμάντια κι όταν έσπαγαν ήσαν σαν φέτες ταλκ. Κάποιες από τις φέτες φαίνεται πως πρασίνιζαν και έμοιαζαν με μακρύ ξύλο. Κατεβήκαμε σε μία σπηλιά που ήταν περίπου είκοσι γιάρδες από ένα στενό δρομάκι βαδίζοντας σκυμμένοι, όπου υπήρχε μία πηγή (αναφέρεται προφανώς στη «λιμνούλα» του τριγωνικού τούνελ) η οποία, μας είπαν, ότι ήταν τόσο κρύα το καλοκαίρι που δε μπορείς να αντέξεις να κρατήσεις το χέρι σου μέσα μέχρι να πεις το Πάτερ Ημών, το οποίο είναι συνήθως σύντομο και στην ελληνική και στην λατινική εκκλησία. Λέγεται ότι οι αρχαίοι χριστιανοί συνήθιζαν να κρύβονται εκεί την εποχή των διωγμών. Αυτό το βουνό είναι ένας βράχος από άσπρο μάρμαρο και είδαμε πολύ κοντά τα λατομεία, απ' όπου έπαιρναν μεγάλες ποσότητες για τα πιο όμορφα κτίρια των Αθηνών. Γι' αυτό δεν αμφιβάλλαμε ότι ήταν το αρχαίο βουνό της Πεντέλης, για το οποίο μιλάει τόσο συχνά ο Παυσανίας λόγω του μαρμάρου του.

 

 

Η λέξη «congelations», που χρησιμοποιείται δύο φορές στην αφήγηση και που κυριολεκτικά σημαίνει «στερεοποιήσεις υγρού», στην προκειμένη περίπτωση υποδηλώνει τις εναποθέσεις σταλακτιτικού υλικού («σταλακτιτικές εναποθέσεις» και «σταλακτιτικές αποκρυσταλλώσεις», στη μετάφραση). Έτσι, λοιπόν, ο Wheler υπήρξε ένας ακόμα από τους παλιούς επισκέπτες της σπηλιάς που στην περιγραφή του έκανε λόγο για «περίεργους» και «πολύ περίεργους» («curieuses» και «fort curieuses») σταλακτίτες. Μιας και για το θέμα αυτό έχουμε ήδη πει πολλά, σημειώνουμε εδώ μόνο ότι η παρομοίωση των σταλακτιτών με μακριά ξύλα είναι ταυτόσημη σχεδόν με εκείνη του Wordsworth, κατά τον οποίο οι σταλακτίτες παρουσίαζαν «την όψη δέντρων και σύδεντρων από πέτρα, όταν κοιτάζεις από μια απόσταση, καθώς ξεπετιούνται σαν κλαριά από το βράχο, με τις επιφάνειές τους βαμμένες με ποικίλα χρώματα», ενώ θυμίζει και την περιγραφή του Chandler, ο οποίος ανέφερε: «...ένα μικρό διαυγές ρυάκι που αφήνει στο διάβα του κρυσταλλικές εναποθέσεις σταλάζει γλείφοντας το τοίχωμα του βράχου, διαχωριζόμενο σε πολλαπλές παράξενες διακλαδώσεις, ωσάν στερεοποιημένο από παγετό...».

 

Αξιοπρόσεκτη είναι και η αναφορά του Wheler σε σπηλιές, οι οποίες «ήσαν σκαμμένες πολύ βαθιά στο βουνό και χωρίζονταν σε πολλές αίθουσες ή μικρά κελάρια». Στην προηγούμενη συζήτηση μας σημειώσαμε ότι το εσωτερικό της σπηλιάς χωριζόταν παλιά σε δύο τουλάχιστον κύριους θαλάμους, και προφανώς και σε αρκετούς επιμέρους μικρότερους. Τα γραφόμενα του Άγγλου περιηγητή επιβεβαιώνουν την εικόνα αυτή, αλλά οδηγούν και σε περαιτέρω σκέψεις, καθώς γίνεται λόγος για σπηλιές –σε πληθυντικό αριθμό– σκαμμένες βαθιά στο βουνό, φέρνοντας κατά νου την παράξενη μαρτυρία του Chelebi, ο οποίος είχε περάσει από τη σπηλιά κάπου μεταξύ 1667 και 1670, λιγότερο δηλαδή από μία δεκαετία νωρίτερα των Spon και Wheler. Αλλά, και για εκείνη την ιστορία έχουμε ήδη πει πολλά.

 

Ο Evliya ChelebiÇelebi).

 

Όσο για την παράδοση που μετέφερε ο Wheler, σύμφωνα με την οποία χριστιανοί κατέφευγαν στη σπηλιά από την εποχή ακόμα των διωγμών (διήρκεσαν μέχρι τον 4ο αιώνα), δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κατά πόσο απηχεί πραγματικά γεγονότα. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι στο χώρο της σπηλιάς σώζονται παμπάλαια ίχνη της παρουσίας ασκητών. Τέτοια είναι τα λαξεύματα στο βράχο δίπλα από το Ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα, που χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα, αλλά και διάφορα άλλα, αδιόρατα σε πολλές περιπτώσεις σημάδια.

 

Τρεις εξαιρετικά δυσδιάκριτοι σταυροί, σκαλισμένοι σε περίοπτο σημείο του εσωτερικού της σπηλιάς. Η φθορά που έχει υποστεί το πέτρωμα μαρτυρά την παλαιότητα των σκαλισμάτων.

 

Γενικά, όπως έχουμε ξαναπεί, ελάχιστα πράγματα μάς είναι γνωστά σε σχέση με τα τεκταινόμενα στη σπηλιά τους περασμένους αιώνες. Ακόμη και αναφορικά με πρόσφατες σχετικά περιόδους, υπάρχουν τεράστια κενά και πολλά ερωτήματα. Για παράδειγμα, στη λιθογραφία του χώρου έξω από τη σπηλιά που είχε σχεδιάσει μεταξύ 1811 και 1812 ο von Stackelberg, την οποία παραθέσαμε σε εισαγωγική ενότητα, αποτυπώνεται μπροστά από το στόμιο κάτι που μοιάζει με όρθιο βράχο, περιβαλλόμενο από τοιχίο ή στημένο πάνω σε βάθρο.

 

Το μικρό κατασκεύασμα μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς (βέλος). Λεπτομέρεια από την απεικόνιση του Otto Magnus von Stackelberg.

 

Θα μπορούσε να πρόκειται για κάτι το επουσιώδες ή για κάτι σημαντικό, όμως τίποτα δεν αναφέρεται σχετικά. Ούτε και το κατασκεύασμα αυτό αποτυπώνεται σε κάποιο άλλο σχέδιο, με εξαίρεση μία λιθογραφία που περιλαμβάνεται στο έκδοσης 1840 βιβλίο του Γερμανού Karl Gustav Fiedler "Reise durch alle Theile des Königreiches Griechenland" ("Ταξίδι μέσα από όλα τα Μέρη του Βασιλείου της Ελλάδας" – http://books.google.com/books?id=t_0OAAAAQAAJ&printsec=frontcover#v=onepage&q=&f=false, σελ. 30), η οποία όμως αποτελεί απλώς αντιγραφή της λιθογραφίας του von Stackelberg, και όχι γνήσιο επί τόπου σχεδίασμα.

 

Αριστερά: η λιθογραφία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Karl Gustav Fiedler. Δεξιά: μία ακόμη κόπια της λιθογραφίας του Stackelberg, από το βιβλίο "L' Univers Pittoresque" (Ο Κόσμος Εικονογραφημένος"), έκδοσης 1835, στην οποία το κατασκεύασμα έξω από τη σπηλιά απουσιάζει.

 

Κοιτάζοντας στο απώτερο παρελθόν, βέβαια, η εικόνα γίνεται πολύ πιο θολή. Αλλά, μπορούμε πραγματικά να κοιτάξουμε πίσω μέχρι ενός σημείου. Η παλαιότερη γνωστή απεικόνιση της σπηλιάς είναι μία υδατογραφία του 1781, σχεδιασμένη από τον Γάλλο ζωγράφο, αρχαιοδίφη και πράκτορα αρχαιοτήτων Louis François Sébastien Fauvel, ο οποίος είχε αρχικά επισκεφτεί την Ελλάδα πριν την επανάσταση του 1821, ως απεσταλμένος του Γάλλου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να συλλέξει αρχαιότητες, ενώ αργότερα είχε διατελέσει και πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα (το πρωτότυπο σχέδιο φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας – θα πρέπει να σημειωθεί ότι μνεία περί της ύπαρξης και φύλαξης του εκεί είχε πρωτοκάνει ο Μ. Κορρές – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Η υδατογραφία του Fauvel – η παλαιότερη απεικόνιση της σπηλιάς.

 

Στο σχέδιο αποτυπώνονται δύο πύλες του τείχους της σπηλιάς, καθώς και ο παλιός οικίσκος στο βράχο. Μερικά μέτρα αριστερά του τελευταίου, επί του κάθετου βράχου, διακρίνονται τέσσερις οπές σε σειρά, που πιθανότατα αντιστοιχούσαν σε δοκοθήκες, ενώ μεταξύ οικίσκου και εδάφους ξεχωρίζει μία λοξή λωρίδα υφής διαφορετικής από το υπόλοιπο τοίχωμα – απομεινάρια ίσως παλιότερων κατασκευών. Με βάση τα παραπάνω, είναι αρκετά πιθανό στην περιοχή αυτή να υπήρχαν κατά το παρελθόν και άλλα κτίσματα. Είδαμε, άλλωστε, ότι και δεξιότερα του σημείου όπου βρισκόταν κτισμένος ο οικίσκος σώζονται ανάλογα ίχνη.

 

Όμως, η υδατογραφία του Fauvel μεταφέρει κάτι σπουδαιότερο από πληροφορίες τέτοιου είδους, καθώς, μέσα από τους τόνους του γκρίζου, αφηγείται μία ολόκληρη ιστορία. Είναι η ιστορία ενός χαμένου τόπου μιας χαμένης εποχής. Και οι λέξεις που κυριαρχούν στην αφήγηση είναι «ερημιά», «σπήλαιο», «εαυτός». Για τους ασκητές και μοναχούς που διαδραμάτισαν άγνωστοι πρωταγωνιστές της μακραίωνης αυτής ιστορίας, η απομόνωση στο σκοτάδι του σπηλαίου μπορούσε να άγει στο φως, ενώ η κατάδυση στα βάθη του παρείχε τη δυνατότητα εξύψωσης. Τι σημασία έχει αν αυτά όλα συντελούνταν με τους όρους των νευροβιολόγων ή με το τελετουργικό τρεμόπαιγμα του καντηλιού στα εκκλησίδια; Μες στο μοναχικό σκοτάδι και την καθολική σιωπή, ποιος προσυπογράφει την παραίσθηση και ποιος κρίνει το πραγματικό των εικόνων και των συναισθημάτων; Το μεγάλο σκοτεινό κοίλωμα, για τους ανθρώπους εκείνους, δεν ήταν ένα γεωλογικό μόρφωμα· ήταν τόπος και τρόπος ζωής. Ήταν μία σπηλιά με αρχαία ιστορία, παράξενους σταλακτίτες που «λάμπαν σαν διαμάντια», και εγγενείς συμβολισμούς ικανούς να προσδίδουν προσωπικότητα στον κενό χώρο, σε μία έκφανση που –για να κλείσουμε κι εμείς εδώ τον σχετικό κύκλο– θα μπορούσε να αποδοθεί αλληγορικά με ένα "Φ".

 

Ναι, υπάρχουν τόποι με προσωπικότητα· τόποι που υποβάλλουν στους ανθρώπους σκέψεις, συνειρμούς, ακόμα και συμπεριφορές συγκεκριμένων αποχρώσεων· τόποι των οποίων το σύνολο υπερβαίνει το άθροισμα των μερών, δίχως η διαφορά να μπορεί προσδιοριστεί. Και η σπηλιά της Πεντέλης φαίνεται ότι ήταν από καταβολής ένας τέτοιος τόπος. Χαρακτηριστικός είναι ο τόνος της αναφοράς στη σπηλιά στην αφήγηση κάποιου George Cochrane, ενός ταξιδιώτη που μαζί με τη συντροφιά του ανηφόρισαν κάποιο πρωινό επί εποχής Όθωνα την Πεντέλη (από το δίτομο σύγγραμμα "Wanderings in Greece", του ίδιου – http://books.google.com/books?id=gGdoAAAAMAAJ&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_navlinks_s):

 

Η αφήγηση του G. Cochrane.

 

 

Μπήκαμε μετά στον πανέμορφο και πλούσιο κάμπο που εκτείνεται μεταξύ Χαλανδρίου και Πεντελικού όρους, μήκους πέντε περίπου μιλίων. Τον είχα διασχίσει ξανά ένα δεκαπενθήμερο πριν, αλλά η ζέστη του καιρού στο ενδιάμεσο διάστημα είχε καλύψει το έδαφος με μυριάδες λουλούδια. Ιππεύσαμε μέσα από στρώματα ανεμώνων όλων των ειδών και χρωμάτων, και η παρατήρηση μας εστιάστηκε σε πολλές από αυτές που ήταν διπλές. Τα φύλλα των δέντρων ξεπετάγονταν ήδη, παρότι ήταν μόλις 9 Μαρτίου. Τα αρωματικά βότανα από τα οποία οι κάμποι της Ελλάδας αφθονούν έβγαιναν από το χειμερινό τους λήθαργο, και ανήγγειλαν την ανανεωμένη τους ζωή, μεταδίδοντας τις πιο αρωματικές μυρωδιές στον αέρα. Περάσαμε αρκετά ρυάκια και ποταμάκια που πήγαζαν από το Πεντελικό, των οποίων οι όχθες ήταν γεμάτες με κουμαριές, ροδοδάφνες κλπ. Τα κελαηδίσματα των πουλιών, από τα οποία υπήρχαν αριθμοί στα ψηλά γύρω δέντρα, ζωντάνευαν τη σκηνή· οι κυματισμοί του νερού, η κουβέντα της συντροφιάς, το χλιμίντρισμα των αλόγων, τα οποία έδειχναν να απολαμβάνουν τη σκηνή όσο κι εμείς, σκόρπιζαν στα πάντα μια γοητεία που δεν πρόκειται να ξεχάσω σύντομα. Γρήγορα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό και φτάσαμε στο σπήλαιο περίπου στις έντεκα και μισή. Έχοντας ικανοποιήσει την περιέργεια των κυριών σε σχέση με τα θαύματα και τα μυστήρια αυτού του σημείου, είπαμε να αναχωρήσουμε για τη μονή Πεντέλης, που απείχε ένα μίλι, και όπου είχε αποφασιστεί ότι θα παίρναμε πρωινό.

 

 

...«τα θαύματα και τα μυστήρια αυτού του σημείου»... Αν για κάθε περίσταση υπήρχε μία χαρακτηριστική προσδιοριστική μελωδία, τότε οι νότες του δέους, της περισυλλογής και της ονειροπόλησης θα ηχούσαν διαχρονικά ανάμεσα στις περιγραφές των επισκεπτών της σπηλιάς. Αλλά, οι περισσότεροι δεν άφησαν περιγραφές· μόνο τα χνάρια τους.

 

Η παλαιότερη –γνωστή σε εμάς– φωτογραφία της σπηλιάς. Ο εικονιζόμενος είναι ο Ernest Arthur Gardner, διευθυντής της αγγλικής αρχαιολογικής σχολής στην Αθήνα μεταξύ 1887 και 1895. Δεδομένου ότι είχε δημοσιευτεί στο έκδοσης 1902 βιβλίο του ίδιου με τίτλο "Ancient Athens", η φωτογραφία είναι τουλάχιστον παλαιότερη της χρονολογίας αυτής, αναγόμενη πιθανότατα στα τέλη του 19ου αιώνα. Την εποχή εκείνη, το στόμιο της σπηλιάς φραζόταν ακόμα κατά το μεγαλύτερο εύρος του από το παλιό τείχος, ο δε Gardner, όπως και τόσοι άλλοι, είχε σταθεί μπροστά στην κεντρική πύλη, κάτω από τον ηλικίας πολλών αιώνων κισσό.

 

Σκεπασμένα από τη σκόνη του χρόνου είναι τώρα τα χνάρια αυτά. Χνάρια επισκεπτών που πλησίασαν διστακτικά, περιφέρθηκαν διερευνητικά, και τελικά εγκατέλειψαν σε χαοτικά ζιγκ–ζαγκ τη σπηλιά. Ίχνη αρχαίων λατόμων, ξένων περιηγητών, οπλισμένων επιδρομέων... Πολλοί πέρασαν από τον τόπο αυτό μία και μοναδική φορά. Κάποιοι, όπως ο Δ. Καμπούρογλου, υπήρξαν τακτικοί επισκέπτες του. Ορισμένοι τον πρωτοεπισκέφθηκαν νέοι, και επέστρεψαν, με πιο βαριά και αβέβαια βήματα, μόνο όταν πλέον βρίσκονταν στη δύση της ζωής τους.

 

Ένας σύγχρονος επισκέπτης κοντοστέκεται στο τελικό ίσιωμα, λίγα μέτρα πριν τη σπηλιά. Διάφορα μονοπάτια οδηγούν, αλλά και ξεκινούν από εκεί.

 

Υπήρξε, ωστόσο, και μία κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι κατέληξαν στη σπηλιά, όχι ως επισκέπτες, αλλά ως διαμένοντες. Τα δικά τους χνάρια είναι τα περισσότερα και τα πιο μπερδεμένα, γιατί για εκείνους η σπηλιά δεν ήταν προορισμός αλλά αφετηρία αναζήτησης. Χίλια χρόνια κράτησε η ιστορία τους, όμως κανείς δεν την έμαθε ποτέ, παρά μόνο αποσπασματικά.

 

Για κάθε κύκλο υπάρχει ένα ζενίθ και ένα ναδίρ, και η σπηλιά της Πεντέλης έχει βρεθεί στο επίκεντρο διαφορετικών κύκλων ανθρώπινης αναζήτησης.

 

Η σπηλιά ήταν της μονής, αλλά και η μονή ήταν της σπηλιάς. Το «σπήλαιο των αμώμων», όπως έμεινε στην ιστορία, ήταν στην πραγματικότητα ένα σπήλαιο των ψυχών. Στο λαμπερό σκοτάδι και την υπαρξιακή του ηχώ, η αναζήτηση ήταν πρώτα απ' όλα αναζήτηση εαυτού. Ενός εαυτού που ίσως κάποιοι αντίκρισαν τελικά να πλησιάζει αργά μέσα από τα σκοτεινά ενδότερα του σπηλαίου.

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς...

 

Ποιος ξέρει, ίσως τελικά τα ίχνη να μη χάθηκαν, αλλά απλώς να άλλαξαν. Ίσως, στην πραγματικότητα, η αδελφότητα να μην έπαψε ποτέ να υπάρχει. Όσο για τη σπηλιά, κάπου το υποσημείωνε ο λόρδος Βύρωνας σε ένα ποίημα του (http://books.google.com/books?id=g6MgAAAAMAAJ&hl=el&pg=PA162#v=onepage&q=&f=false) πως στην Πεντέλη...

 

 

...«μία αχανής σπηλιά που σχηματίστηκε από τα λατομεία παραμένει ακόμα, και θα παραμένει μέχρι το τέλος του χρόνου».

 

 

 

 

 

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ