ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος ΚΑ')

 

 

Στη μονή Πεντέλης έχουμε αναφερθεί κατ' επανάληψη, σε αυτή και σε προηγούμενες ενότητες. Υπενθυμίζουμε, λοιπόν, ότι η μονή, που βρίσκεται εγκατεστημένη στους πρόποδες του βουνού, ιδρύθηκε το 1578 από τον επίσκοπο Ευρίπου Τιμόθεο, ο οποίος, διωκόμενος από τους Τούρκους, είχε καταφύγει στην Πεντέλη με σκοπό να ιδρύσει κοινόβιο. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς μαζί με άλλους κληρικούς αναζητούσαν κατάλληλη τοποθεσία, έπεσαν πάνω στον λευκασμένο από τον ήλιο, τις βροχές και το χρόνο σκελετό ενός ασκητή, συνοδευόμενο από μία εικόνα της Παναγίας. Το εύρημα θεωρήθηκε σημαδιακό, οπότε και το συγκεκριμένο σημείο επιλέχτηκε ώστε να κτιστεί εκεί η μονή Πεντέλης (η εν λόγω εικόνα της Παναγίας σωζόταν στη μονή έως το 1966, οπότε και κλάπηκε).

 

Μονή Πεντέλης

  

Δεν αποκλείεται η παραπάνω παράδοση –της οποίας υπάρχουν και διαφορετικές εκδοχές– να ευσταθεί ως προς τα εξιστορούμενα γεγονότα, οφείλουμε όμως εδώ να επισημάνουμε το ιδεώδες του σημείου όπου βρίσκεται εγκατεστημένη η μονή, καθώς και το γεγονός ότι, όπως είδαμε, κάτω ακριβώς από αυτή διέρχεται η σήραγγα του πεντελικού κλάδου του Αδριάνειου υδραγωγείου, καθιστώντας τη θέση της στρατηγική, ειδικά αν κανείς λάβει υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα των περασμένων αιώνων. Μάλιστα, αναφέρεται ότι (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...ο Τιμόθεος διάλεξε τον τόπο του Ησυχαστηρίου του και άρχισε την εργασία για την ανέγερση λατρευτικού χώρου. Εργάστηκε σκληρά με όλους τους συντρόφους του και κατασκεύασε στην αρχή υπόγειο Μονή...». Η πληροφορία περί υπόγειας αρχικά μονής Πεντέλης προέρχεται από τον Διονύσιο Σ. Αλβανάκη και τη μελέτη του "Ιστορία των ιερών Μονών του κράτους", έκδοσης 1905 (ηλεκτρονικό αντίτυπο παρατίθεται στη διεύθυνση http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/9/c/e/metadata-462-0000024.tkl). Εκεί σημειώνεται συγκεκριμένα: «...Καταγινόμενος λοιπόν δι' όλης της νυκτός ο άγιος μετά της συνοδείας του εις την κατασκευήν του Ησυχαστηρίου του, έφερε τούτο μετά καιρόν εις πέρας κατασκευάσας εν αρχή υπόγειον Μονήν (ο τονισμός της λέξης είναι του συγγραφέα, ενώ σε υποσημείωση συμπληρώνεται: «Μέρος της υπογείου εκκλησίας σώζεται έτι υπό την νυν τοιαύτην.»).

 

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η απόφαση για το σημείο όπου κτίστηκε η μονή Πεντέλης υπήρξε περισσότερο συνειδητή επιλογή παρά προϊόν θεόσταλτου οιωνού. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι η ευρύτερη έκταση επί της οποίας κτίστηκε η μονή ανήκε αρχικά στους προγόνους των σημερινών κατοίκων του χωριού Κορωπί Αττικής, οι οποίοι πείστηκαν –ή πιέστηκαν με πλάγια μέσα, κατά ορισμένους– να την ανταλλάξουν με γη της περιοχής του Κορωπίου που είχε εν τω μεταξύ περιέλθει στην κυριότητα του Τιμοθέου και των ακολούθων του κληρικών. Σχετικά, Ο Δ. Καμπούρογλου ανέφερε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Τα της ανταλλαγής της θέσεως, ένθα ιδρύθη η Μονή, προς τους κατοίκους του Κορωπίου φαίνονται ακριβή, καίτοι διαφόρως και εν μεταγενεστέροις χρόνοις μεταφέρων διηγείται αυτά ο Σουρμελής – εκτός αν πρόκειται περί άλλης ανταλλαγής (Δήμοι σ. 64)· βεβαίως δε οφείλομεν να προτιμήσωμεν τας πληροφορίας του ηγουμένου Πεντέλης Δέγλερη. Ιδού τι σημειοί ο Σουρμελής:

 

«οι νυν Κορωπαίοι κατώκουν πρότερον εις την μεσημβρινήν πλευράν του Πεντελικού όρους πέραν του Γαργηττού... Η Μονή Πεντέλης είχεν ιδιοκτήτους γαίας εις την νυν Κορωπήν Τόχην καλούμενην πρότερον. Και επειδή όλαι σχεδόν αι περί το Πεντελικόν γαίαι είναι της Μονής ο ηγούμενος αυτής καθ' ην εποχήν ερημώθη η Αττική υπό του Βενετού Μοροζίνη και μετά την επιστροφή των κατοίκων έκρινε συμφέρον νανταλλάξη τον τόπον μετά των Κορωπαίων και δια να τους πείση μετεχειρίσθη και μέσα δεισιδαιμονίας, ότι εις εξ αυτών είδεν όραμα καθ' ύπνον ότι η Παναγία προστάζει τους Κορωπαίους να αφήσωσι το χωρίον αυτών εις την Μονήν και να μεταβώσιν εις τας κατά το Τόχι γαίας της και εκεί να κατοικήσωσι. Και ούτω συνήλθον εις την νυν Κορωπήν κλ.»

 

Την μετοικησίαν των κατοίκων Κορωπίου διηγείται ως εξής κατά παράδοσιν ο Θ. Πολυκράτης (Εβδομάς τομ. Δ. αριθ. 35).

 

«Η παλαιά θέσις του χωρίου (Κορωπί) δεν ήτο εκεί αλλά παρά το Πεντελικόν, εις την ωραίαν θέσιν Γέρακα και το νυν Κορωπί ήτο μετόχι (ουχί Τόχη) της μονής Πεντέλης, όπως και μέχρι σήμερον εμφαίνουσι τα σωζόμενα ίχνη της Μονής· οι δε παμπόνηροι Καλόγηροι θέλοντες ναπαλλάξωσι την Πεντέλην των χωρικών εκείνων εξηπάτησαν τους παπούληδες δια πολλών τεχνασμάτων και αντήλλαξαν τον μαγευτικόν Γέρακα δια του Κορωπίου, θέσεως αδένδρου και ανύδρου, πλην αλλ' όμως οινοπαραγωγού αρίστης. Οι δε χωρικοί κατ' αρχάς μεν εδυστρόπουν, τέλος όμως απεδέξαντο πεισθέντες υπό του προεστώτος του χωρίου, ιδόντος καθ' ύπνον την Παναγίαν και διαταχθέντος, όπως παραλαβών τους χωρικούς απαλλάξη την Μονήν της καθ' εκάστην ενοχλήσεως».

 

 

Σε σχέση, πάντως, με το θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί και διαφορετικές εκτιμήσεις. Σχολίαζε σχετικά ο Δρ Θεολογίας Αθανάσιος Νίκας (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Ο συνοικισμός των Κορωπαίων δεν βρισκόταν εκεί που κτίσθηκε η Μονή, αλλά στο Γέρακα. Συνεπώς η ανταλλαγή δεν πρέπει να έγινε κατόπιν πιέσεως των μοναχών και πολύ περισσότερον κατόπιν τεχνασμάτων. Το πιθανότερον είναι να παρηνώχλουν τα μεγάλων εκτάσεων κτήματα της Μονής στο Γέρακα, καθώς εκείνοι ζούσαν περιωρισμένοι ανάμεσα σ' αυτά και ο Τιμόθεος να επρότεινε την ανταλλαγήν δια να μην αναγκάζεται να έρχεται σε προστριβές μαζί τους. Άλλωστε η τακτική αυτή εφαρμόζεται όχι σπάνια στη ζωή των ανθρώπων. Εκείνο όμως που αναφέρει ο Σουρμελής ότι η ανταλλαγή έγινε μετά την ερήμωση των Αθηνών από τον Βενετό Μοροζίνη είναι εσφαλμένο. Την ανταλλαγή έκανε ο ιδρυτής της Μονής ενώ η ερήμωση έγινε στα 1688–1690...».

 

Όπως και να 'χει, αμέσως μετά την ανέγερση της και έπειτα από πρόσκληση του ιδρυτή, η μονή προσέλκυσε το μεγαλύτερο μέρος των πολυάριθμων ασκητών που διαβίωναν εκείνη την εποχή στις πλαγιές της Πεντέλης. Όσο για τον ιδρυτή Τιμόθεο, του οποίου η κάρα (κρανίο) φυλάσσεται σήμερα στη μονή Πεντέλης, αυτός, καταδιωγμένος από τους ίδιους τους μοναχούς, εγκατέλειψε τελικά τη μονή λίγο μετά την ίδρυση της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο νησί της Κέας, όπου και απεβίωσε περί το 1590, ενώ αργότερα ανακηρύχθηκε όσιος από την Εκκλησία.

 

Στις μέρες μας, η μονή Πεντέλης, ή μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως είναι η επίσημη ονομασία της, βρίσκεται περιζωμένη από δρόμους, σπίτια και ταβέρνες, σε ένα πολυσύχναστο μέρος που δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πραγματικός τόπος μοναχισμού. Δεν ήταν, βεβαίως, πάντα έτσι. Και αξίζει, πριν σταθούμε σε ορισμένες από τις ενδιαφέρουσες πτυχές της ιστορίας της, να περιηγηθούμε για λίγο στο χώρο της μονής, όπου, πνιγμένοι από το βουητό των αυτοκινήτων και τις ομιλίες των επισκεπτών, εξακολουθούν να επιβιώνουν ψίθυροι από το μακρινό παρελθόν.

 

 

 

 

Ο κεντρικός ναός («καθολικό») και μερικές απόψεις της μονής.

  

Θα πρέπει, λοιπόν, πρώτα–πρώτα να επισημάνουμε ότι το σύνολο των κτιρίων που ο σημερινός επισκέπτης αντικρίζει περιδιαβαίνοντας τη μονή Πεντέλης αντιστοιχεί σε νεότερες προσθήκες ή παρεμβάσεις επί των αρχικών κτισμάτων. Αυτό ισχύει πρωτίστως για τον κεντρικό ναό, ο οποίος μεταξύ 1950 και 1953 κατεδαφίστηκε και ξανακτίστηκε από την αρχή, ενώ το περίτεχνο μαρμάρινο τέμπλο του αφαιρέθηκε και μεταφέρθηκε σε ναό της πόλης των Ιωαννίνων, τόπο καταγωγής του τότε Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα.

  

Αριστερά: ο παλιός ναός («καθολικό») της μονής σε φωτογραφία του 1932, τραβηγμένη από την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Dorothy Burr Thompson και καταχωρημένη στο αρχείο της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών της Αθήνας. Κέντρο: προγενέστερη φωτογραφία, άγνωστης ακριβούς χρονολόγησης, στην οποία αποτυπώνεται ο τρούλος του παλιού ναού μαζί με άλλα κτίσματα της μονής. Δεξιά: η επιγραφή στην είσοδο του σημερινού ναού, όπου αναγράφονται τα περί της ανακατασκευής του την περίοδο 1950–1953.

 

Από την κατεδάφιση γλύτωσε μόνο ο πρόναος, κι αυτό ύστερα από παρέμβαση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ακόμα και ο πρόναος, όμως, που αντιστοιχεί στο αρχαιότερο τμήμα του ναού, δεν αποτελεί μέρος του αρχικού κτίσματος, αλλά είχε ανεγερθεί μεταγενέστερα, κάπου τον 17ο αιώνα (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Είναι εμφανείς οι διαφορές στην τοιχοποιία μεταξύ παλαιότερου πρόναου και νεότερου κυρίως ναού.

 

Υπήρξε κατά το παρελθόν και πλήθος άλλων παρεμβάσεων στα κτίσματα της μονής, με πιο εκτεταμένες εκείνες του 1768 και του 1858, ενώ και στις μέρες μας εκτελούνται σποραδικά εργασίες συντήρησης και ανακαίνισης. Ως επακόλουθο όλων αυτών των ανακατατάξεων, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με ακρίβεια για τη χρονολόγηση των διαφόρων αρχιτεκτονικών στοιχείων της μονής. Για παράδειγμα, αβέβαιης χρονολόγησης είναι μία σειρά από εντοιχισμένες διακοσμητικές παραστάσεις, λαξευμένες σε πλάκες πορώδους πετρώματος. Αν και κατά βάση άτεχνες, ορισμένες από αυτές παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως προς το συμβολικό–θεολογικό τους περιεχόμενο, στο οποίο περιλαμβάνονται παγώνια, οφιοειδή τέρατα, γρύπες, καθώς και μία εκδοχή σφίγγας της μυθολογίας.

 

Μερικές από τις λαξευμένες παραστάσεις.

  

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία διαφορετικής τεχνοτροπίας ανάγλυφη πλάκα, στην οποία παριστάνεται εστεμμένος μυστακοφόρος άνδρας. Το ερώτημα εδώ δεν έχει να κάνει μόνο με την ταυτότητα του λαξευμένου προσώπου, αλλά και με το γιατί αυτό επιλέχτηκε να τοποθετηθεί πίσω από το Ιερό του ναού της μονής. Για την ακρίβεια, η ανάγλυφη πλάκα βρίσκεται ενσωματωμένη σε κυκλικό περιτοίχισμα δέντρου δάφνης, σημείο όπου κατά την παράδοση είχε βρεθεί η εικόνα της Παναγίας από τον Τιμόθεο.

 

Η ανάγλυφη πλάκα πίσω από το Ιερό του ναού, προσαρμοσμένη σε κυκλικό τοιχίο που περιβάλλει δέντρο δάφνης (δεξιά φωτογραφία).

 

Η οπή στη θέση του στόματος μαρτυρά ότι το λαξευμένο πρόσωπο αποτελούσε αρχικά την πρόσοψη κάποιας κρήνης, εγκατεστημένης πιθανώς κάποτε στο χώρο της μονής. Όσο για την τωρινή του θέση, αν και η χρήση τσιμέντου –όπως διακρίνεται στη φωτογραφία– δείχνει ότι η στερέωση της πλάκας στο πέτρινο περιτοίχισμα έγινε σε σχετικά πρόσφατη εποχή (ενδεχομένως κατά την ανακατασκευή του ναού την περίοδο 1950–53), το πρόσωπο πιθανότατα βρισκόταν τοποθετημένο σε ανάλογο σημείο πίσω από το Ιερό και του αρχικού ναού, δίκην «αποτρεπτικής κεφαλής». Πρόκειται για παλιά και σχετικά διαδεδομένη πρακτική, κατά την οποία ανθρώπινες μορφές λαξεύονταν σε καίρια σημεία εκκλησιαστικών ή άλλων κτιρίων προκειμένου να προστατεύουν το χώρο από «κακόβουλες επιρροές». Αναφερόμενος στην προκειμένη περίπτωση, ο συγγραφέας και σπηλαιολόγος Ιωάννης Ιωάννου σχολίαζε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Είναι έργο σίγουρα των πελεκάνων της Ηπείρου και έχει όλα τα διακριτικά της τεχνοτροπίας τους. Έχει έντονη έκφραση με γουρλωτά μάτια και μουστάκι. Η Κατερίνα Κορρέ στο βιβλίο της "η ανθρώπινη κεφαλή, θέμα αποτρεπτικό στη νεοελληνική λαϊκή τέχνη", στη σελίδα 81–85, δημοσιεύει κατάλογο για 68 κεφαλές σε ολόγλυφο ή ανάγλυφο που υπάρχουν σ' Ελληνικά κτίσματα...» (μία άλλη σχετική περίπτωση, που αφορά την εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών στη Μάνη, παρουσιάζεται στη σελίδα http://www.mani.org.gr/ekklisies/anagl_taxareop/anagl.htm).

 

Ο αποτρεπτικός, δίκην φύλακα ρόλος του λαξεύματος στη μονή Πεντέλης ενισχύεται από το γεγονός ότι το πρόσωπο παριστάνεται στο κέντρο αψιδωτής πύλης, σαν φρουρός, ενώ ψηλότερα και εκατέρωθεν υπάρχουν ανάγλυφες μορφές αγγέλων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, όχι μόνο βρίσκεται, όπως είπαμε, εντοιχισμένο πίσω από το Ιερό του ναού, αλλά, έχοντας παρόμοιο προσανατολισμό με αυτό, είναι έτσι στραμμένο ώστε να κοιτάζει απέναντι, ακριβώς προς την είσοδο του στεγαζόμενου στο χώρο της μονής «Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος», τόπο συχνών συναντήσεων και συνεδριάσεων της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας και άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών. Έτσι, δυσδιάκριτο στο πέτρινο περιτοίχισμα του, το βλοσυρό πρόσωπο από το παρελθόν μοιάζει να επιτηρεί τη δραστηριότητα στη μονή Πεντέλης του σήμερα.

 

Απέναντι ακριβώς από το λαξευμένο πρόσωπο βρίσκεται η είσοδος του Διορθοδόξου Κέντρου, το οποίο στεγάζεται στο χώρο της μονής Πεντέλης. Διαθέτει αίθουσα συνεδριάσεων 250 θέσεων, πέντε μεταφραστικούς θαλάμους, βιβλιοθήκη, τραπεζαρία και 60 «κελιά» για τη φιλοξενία των συνέδρων.

 

Αλλά, ας μιλήσουμε για εκείνο το παρελθόν και για την ιστορία που κρύβει. Όχι για τη στυλιζαρισμένη ιστορία του είδους που συνήθως κανείς συναντά στα σχολικά βιβλία, αλλά για την πραγματική, «ακατέργαστη» ιστορία της καθημερινότητας και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, που συνήθως ξεχνιέται και χάνεται μαζί με τους ανθρώπους που τη γράφουν. Στην περίπτωση της μονής Πεντέλης, εικόνες από το παρελθόν μάς μεταφέρονται μέσα από τις αφηγήσεις ξένων περιηγητών των περασμένων αιώνων. Μία τέτοια είναι εκείνη του Βρετανού πολιτικού και χρονικογράφου Sir John Hobhouse, ο οποίος είχε επισκεφτεί την Πεντέλη την 1η Φεβρουαρίου 1810 και αποτυπώσει τις εντυπώσεις του στο βιβλίο "A Journey Through Albania, and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, During the Years 1809 and 1810", έκδοσης 1817 (http://books.google.com/books?id=IUMCAAAAYAAJ&printsec=titlepage):

 

Η περιγραφή του Sir J. Hobhouse.

 

 

Υπάρχει ένα μοναστήρι, το πιο πλούσιο στην Αττική, το οποίο στέκει δίπλα στο βουνό και γενικά χρησιμοποιείται ως σταθμός ανάπαυσης από εκείνους που επισκέπτονται τα λατομεία...

 

...Ανηφορίζοντας το βουνό, σύντομα συναντάς πεύκα και άλλα αειθαλή δέντρα, και φτάνεις στο μοναστήρι το ίδιο, σε απόσταση τριών ωρών από την Αθήνα, έχοντας ταξιδέψει σε κατεύθυνση περίπου βορειοανατολική. Αυτό το κτίσμα βρίσκεται στην εσοχή ενός λόφου, περικυκλωμένο από έναν ελαιώνα, μέσα από τον οποίο ένα πλούσιο ρυάκι απορρέει σε ένα γεμάτο χαλίκια κανάλι προς την πεδιάδα πιο κάτω. Μια μικρή έκταση πρασίνου έξω από την πόρτα του μοναστηριού σκιάζεται από τα απλωμένα κλωνιά ενός πλατάνου. Η είσοδος στον τετράγωνο περίβολο του κτιρίου γίνεται, ως είθισται, δια μέσω μιας μικρής πόρτας επενδεδυμένης με φύλλα σιδήρου. Οι τρεις πλευρές του περιβόλου καταλαμβάνονται από μικρά κελιά, ασβεστωμένα και καλοσκουπισμένα – εκείνο του ηγουμένου έχει καναπέδες και χαλί, για την υποδοχή των ξένων. Ένα πηγάδι και ένα δέντρο, από το οποίο κρέμεται το σιδερένιο στεφάνι–σήμαντρο που καλεί τους μοναχούς σε προσευχή, βρίσκονται σε μια πλευρά της αυλής. Στο μέσο του τετραγώνου στέκει η εκκλησία, το εσωτερικό της οποίας είναι επενδεδυμένο παντού με χρυσίζον κονίαμα, και μαρτυρά τον πλούτο της αδελφότητας. Το μοναστήρι έχει στην ιδιοκτησία του αρκετά μετόχια σε διαφορετικές περιοχές της Αττικής, στην εποπτεία των οποίων βρίσκεται διασκορπισμένο το πολυάριθμο σώμα των μοναχών, ώστε σπάνια περισσότεροι των πέντε–έξι να βρίσκονται ταυτοχρόνως στην Πεντέλη. Ο αρχικός φόρος υποτελείας, καταβαλλόμενος υπέρ του Βαλιδέ τζαμιού στην Κωνσταντινούπολη, ήταν έξι χιλιάδες λίβρες μελιού (περίπου 2730 κιλά) –αξίας πέντε δολαρίων οι εκατό λίβρες– και δεν έχει, απ' όσο γνωρίζω, αυξηθεί έκτοτε. Όταν επισκεφθήκαμε το μέρος, οι μοναχοί έδειχναν να ζουν καλά και μας παρέθεσαν ένα πλούσιο γεύμα με αυγά, ξηρές ελιές και μέλι, με ένα υπέροχο κρασί και ένα εύγευστο λικέρ. Ωστόσο αποκαλούσαν τους εαυτούς τους φτωχούς και έδειχναν να ανησυχούν μήπως μέναμε με την εντύπωση ότι ευημερούν. Μια τέτοια αναφορά θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του φόρου που πληρώνουν στην αυλή του Σουλτάνου για προστασία.

 

 

Όπως τονίζεται και στην αφήγηση του Hobhouse, η μονή Πεντέλης υπήρξε μία από τις πλουσιότερες στην Ελλάδα της τουρκοκρατίας. Βασικό ρόλο για αυτή την ευημερία έπαιξε η ανακήρυξη της σε «Σταυροπηγιακή», κάπου μεταξύ 1587 και 1595, σχεδόν αμέσως δηλαδή μετά την ίδρυση της. Οι σταυροπηγιακές μονές δεν υπάγονταν στους κατά τόπους μητροπολίτες, που συχνά τις λυμαίνονταν και τις απομυζούσαν, αλλά απευθείας στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Επιπλέον, η μονή ήταν απαλλαγμένη και από τους φόρους που επέβαλλαν οι τοπικοί Τούρκοι αξιωματούχοι, καθώς είχε τεθεί υπό την προστασία της βασιλομήτορος Βαλιδέ Σουλτάνας, με μόνη υποχρέωση την ετήσια καταβολή μιας σημαντικής ποσότητας μελιού για λογαριασμό του Γενί (ή "Βαλιδέ") Τζαμιού στην Κωνσταντινούπολη. Το μέλι αυτό έπρεπε να παραδίδεται πριν την αρχή κάθε ραμαζανιού (τη σημαντικότερη θρησκευτική γιορτή των Μουσουλμάνων, διάρκειας 29 έως 30 μερόνυχτων) και χρησίμευε στην παρασκευή του «σερμπέτ», ενός παραδοσιακού ποτού που μοιραζόταν κατά τους εορτασμούς. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η γύρη από τα φυτά της Πεντέλης, αφού μετουσιωνόταν σε μέλι, κατέληγε να καταναλώνεται στην Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κέντρο του μουσουλμανικού κόσμου, στο όνομα της κυριότερης μουσουλμανικής γιορτής.

 

Αριστερά: σχεδίασμα της μονής Πεντέλης κατά το 1745, από τον Ρώσο προσκυνητή Basil Barskij (παρατίθεται στα "Μεσαιωνικά Μνημεία της πεδιάδος των Αθηνών και των κλιτύων Υμηττού–Πεντελικού–Παρνηθος και Αιγάλεω", του Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, έκδοσης 1933). Δεξιά: σχέδιο της μονής του 1810, από τον William Haygarth.

 

Με τον καιρό, η ευρωστία της μονής έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε, όπως σχολίαζε ο Δ. Καμπούρογλου: «...Το πεντελικόν είχε λησμονηθή, και αν ελέγετο «βουνόν της Μεντέλης», τούτο ωφείλετο εις την Μονήν. Δεν ήτο αυτή του Πεντελικού, αλλά το βουνόν ήτο της Μονής...». Η κυριαρχία της μονής Πεντέλης στην ευρύτερη περιοχή του βουνού αντικατοπτρίζεται και από το γεγονός ότι, με πατριαρχικό σιγίλιο του 1692, οι δύο άλλες κύριες μονές του Πεντελικού, ο Άγιος Νικόλαος Καλλισίων και η μονή ΤΑΩ, συγχωνεύτηκαν με αυτή και μετατράπηκαν σε μετόχια της. Η μονή του Αγίου Νικολάου δεν υπάρχει πια σήμερα (σώζεται μόνο ο ναός). Όσο για τη μονή ΤΑΩ, έχουμε μιλήσει για τον διαφαινόμενο ρόλο μοναχών της μονής Πεντέλης στην καταστροφή της από πειρατές περί τα τέλη του 17ου αιώνα, γεγονός που οδήγησε και στην μετατροπή της σε μετόχι της τελευταίας.

 

Κατ' αντιστοιχία προς τον μεγάλο πλούτο της μονής, σημαντικός ήταν και ο αριθμός των μοναχών, οι οποίοι κατά διαστήματα έφταναν να ξεπερνούν τους 120. Όσο για την αναφερόμενη από τον Hobhouse ανησυχία των μοναχών μήπως η ευημερία της μονής γινόταν ευρύτερα γνωστή, αυτή αποδείχτηκε βάσιμη, αφού, σύμφωνα με τις περιηγητικές εντυπώσεις του Ιρλανδού αρχαιοδίφη Edward Dodwell, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Πεντέλη την ίδια περίπου χρονική περίοδο με τον Hobhouse, ο φόρος που καταβαλλόταν είχε αυξηθεί από τις 6000 στις 9000 λίβρες μελιού. Η σχετική περιγραφή περιέχεται στο βιβλίο "A Classical and Topographical Tour Through Greece, During the Years 1801, 1805 and 1806", έκδοσης 1819 (http://books.google.com/books?id=gGYGAAAAQAAJ&printsec=titlepage):

  

Η περιγραφή του E Dodwell.

 

 

Το μεγαλύτερο μοναστήρι διατηρεί, όπως και το βουνό, το όνομα "Πεντέλη". Βρίσκεται εγκατεστημένο κάτω από τη μυτερή κορυφή και πιο χαμηλά από τα λατομεία μαρμάρου. Πέρασα μία νύχτα εκεί κατά το μήνα Ιούνιο και βρήκα λιγοστούς μόλις μοναχούς, καθώς οι περισσότεροι ήταν απασχολημένοι με την καλλιέργεια της γης ή την επιστασία των αγροκτημάτων τους. Αυτό το μοναστήρι αποπνέει έναν αέρα αφθονίας, ο οποίος, με την εξαίρεση της μονής Μεγάλου Σπηλαίου στην Αρκαδία, δε συναντάται σε κανένα άλλο στην Ελλάδα. Ο ναός είναι πλούσιος και σε καλή κατάσταση, ενώ τα ενδιαιτήματα των μοναχών πολυάριθμα και καθαρά. Οι βασικοί πλουτοπαραγωγικοί τους πόροι συνίστανται σε ελιές και σε μέλι, το οποίο είναι λίγο, αν όχι καθόλου, κατώτερο από εκείνο του Υμηττού, καθώς και στα δύο βουνά φυτρώνει ποικιλία θυμαριών και αρωματικών φυτών – και το Πεντελικό διαθέτει περισσότερα μελίσσια από οποιοδήποτε άλλο μέρος στην Αττική. Το βουνό προμηθεύει το Σαράι στην Κωνσταντινούπολη με την ποσότητα των 9000 λιβρών μελιού ετησίως, και αυτό υπό τη μορφή δώρου, καθώς το μοναστήρι είναι απαλλαγμένο από τις συνήθεις επιβολές φόρων και απολαμβάνει σημαντικά προνόμια και ασυλίες.

 

 

Γενικά, υπάρχει κάποια σύγχυση μεταξύ των διαφόρων πηγών όσον αφορά τις ακριβείς ποσότητες μελιού που η μονή Πεντέλης απέστελλε στην Κωνσταντινούπολη ως φόρο προστασίας, γεγονός που εν μέρει οφείλεται στη χρήση αλλού της λίβρας (μία λίβρα αντιστοιχεί σε περίπου 453,6 γραμμάρια) και αλλού της οκάς (1282 γραμμάρια) ως μονάδων μέτρησης (ο Δ. Καμπούρογλου ανέφερε ότι οι ποσότητες αυτές ανερχόταν κατά περιόδους σε 3, 4, 6 και 8 χιλιάδες οκάδες – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Κατά τα λοιπά, οι εντυπώσεις του Dodwell ταυτίζονται με εκείνες του Hobhouse.

 

Ας γυρίσουμε, όμως, τώρα τα φύλλα σε κάποιες λιγότερο ευανάγνωστες σελίδες της ιστορίας της μονής – σελίδες, ορισμένες από τις οποίες φυλάσσονταν σε μια χαμένη πια βιβλιοθήκη.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ