ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Οι στοές της Πεντέλης (μέρος Α')

 

 

Είναι καιρός να σταθούμε για λίγο και να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα σε σχέση με το θέμα των στοών της Πεντέλης, οι θρύλοι περί της ύπαρξης των οποίων συνοδεύουν πολλούς αιώνες τώρα την περίφημη σπηλιά της. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από μία αναφορά που περιέχεται στα απομνημονεύματα του Τούρκου περιηγητή του 17ου αιώνα Evliya Chelebi (Εβλιά Τσελεμπί), και συγκεκριμένα στο βιβλίο "Ταξίδι στην Ελλάδα" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), για την οποία κάναμε μνεία σε προηγούμενη ενότητα:

 

 

Πάνω από το Μεντίλ Μοναστιρί (Μονή Πεντέλης) υψώνει το πελώριο ανάστημα του ένα βουνό, που – η κορυφή του – μοιάζει ν' ακουμπάει στον ουρανό. Το βουνό αυτό είναι ο μαρμαρώνας της Αθήνας. Στην κορυφή του υπάρχει ανάκτορο – κτίσμα περίτεχνο – που ο σοφός βασιλιάς Σολομών – ας έχει ειρήνη! – το έχει αναγείρει για χάρη της Μπαλκίς Ανά (Μπαλκίς: η Βαλκίδα που κατά μία εκδοχή είναι η περίφημη βασίλισσα του Σαββά). Μόνο που, τώρα πια, μονάχα ερείπια έχουν απομείνει. Αποκεί πάνω μπορείς ν' αγναντέψεις όλα τα νησιά της Μεσόγειος Θάλασσας.

 

Όλα τα μάρμαρα, αγάλματα, κολόνες, κτίσματα κ.λπ., που υπάρχουν στην πόλη των Αθηνών, προέρχονται απ' τα νταμάρια του βουνού αυτού. Στις χαράδρες και τις πλαγιές του, ακόμα διακρίνονται τα ίχνη των εξορύξεων των μαρμάρων και τα μέτωπα αποκοπής τους. Σ' αυτά, απασχολούνται εκατοντάδες εργάτες καθημερινά στην κοπιαστική αυτή δουλειά.

 

Κάτω απ' τα νταμάρια υπάρχουν υπόγεια σπήλαια που αξίζει τον κόπο να τα επισκεφτεί κανείς. Εμείς κατεβήκαμε, φορώντας μόνο το ζιπούνι μας και με την καθοδήγηση παπάδων, που ήξεραν καλά το δρόμο και κρατούσαν στα χέρια τους χοντρά κεριά από τα μελίσια τους.

 

Σκυφτοί, τρυπώνοντας μέσα σε χαμηλές στοές, προχωρήσαμε σ' αυτή τη μακάβρια κατάβαση στα έγκατα της γης. Εκεί, μες στις ανήλιαγες σπηλιές, δεχόντουσαν να θαφτούν τα πιο φωτεινά πνεύματα για χάρη της τέχνης και της επιστήμης. Εκεί μέσα γίνονταν η μύηση τους κι εκεί μάθαιναν τον τρόπο να συνεννοούνται μεταξύ τους, μεταβιβάζοντας τη σκέψη τους χωρίς να χρησιμοποιούν ομιλία. Εκεί μάθαιναν κι ένα σωρό μαγικές αγωγές και τελέσματα.

 

Τα σπήλαια αυτά είναι φτιαγμένα απ' το Θεό, χωρίς να 'χει μεσολαβήσει ανθρώπινο χέρι στην κατασκευή τους. Ανάμεσα στα βράχια υπάρχουν ρωγμές που – σαν φυσικοί φεγγίτες – αφήνουν το φως να κατεβαίνει στα έγκατα και να τα φωτίζει. Στα μάρμαρα, που αποτελούν τα τοιχώματα τους, είναι χαραγμένοι ολόκληροι κατάλογοι με τα ονόματα των σοφών, που κάποτε πέρασαν από το υπόγειο αυτό διδασκαλείο. Υπάρχουν ακόμα στους τοίχους επιγραφές, παραστάσεις και σύμβολα, που όμοια τους μπορείς να δεις μόνο στον οβελίσκο, που 'ναι στημένος μπροστά στο Ατ Μεϊντάν (Ιππόδρομο), στην Ισλαμπόλ. Είναι χαραγμένα επίσης και τα ονόματα των επισκεπτών, τούτων των μυστικών σπουδαστηρίων, καθώς και – με δυό λόγια – οι εντυπώσεις τους απ' την επίσκεψη. Αν προχωρήσεις λίγο παρακάτω, προς το ναδίρ της σήραγγας, θα δεις διάφορες άλλες κατασκευές και χιλιάδες ανθρώπινα κόκαλα.

 

Ακολουθώντας πάντα τους παπάδες οδηγούς μας, καταφέραμε να ξαναδούμε το φως του ήλιου (ύστερα από τρίωρη κοπιαστική ανάβαση), χωρίς κανείς μας να πάθει το παραμικρό.

 

Προχωρήσαμε ευθεία στα πόδια του βουνού για δύο ώρες περίπου, συναντώντας διαρκώς αμπέλια, μπαχτσέδες και κατάφυτους λόφους. Πού και πού, απαντούσαμε και κανένα μελίσσι. Κατά τη διαδρομή, ξαποστάσαμε σε μερικές αγροικίες.

 

 

Αυτή είναι η αναφορά του Τσελεμπί. Προσέξτε τώρα τις πολλές και σημαντικές διαφορές μεταξύ της παραπάνω μετάφρασης και της ακόλουθης, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Μανόλη Κορρέ "Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), και που προέρχεται από το παλαιότερο βιβλίο "Τα αττικά του Εβλιά Τσελεμπή" του Κ. Μπίρη, έκδοσης 1959:

  

 

... βουνό μεγάλο, εντελώς από μάρμαρο, πού φθάνει στον τρίτο ουρανό. Φαίνονται ακόμα τα απομεινάρια του κτιρίου του μεγάλου παλατιού που έκτισε απάνω σ' αυτό ο Σολομών για την Βαλκίδα. Φαίνονται από πάνω ως κάτω όλα τα νησιά ολόκληρης της Άσπρης Θάλασσας. Ακόμα ορθώνονται οι μεριές του μεγάλου αυτού βουνού, από όπου εκόπηκαν όλες οι μαρμαρένιες κολώνες και οι μαρμαρόπετρες όσων έργων και κτιρίων υπάρχουν στην Αθήνα. Και τώρα, πόσες εκατοντάδες λατόμων εξακολουθούν να κόβουν ωραία μάρμαρα!

 

Σε τούτο το μέρος υπάρχει μια μεγάλη βαθειά σπηλιά. Οι παπάδες άναψαν κεριά και όλοι μας ξεντυθήκαμε και, μόνο με ένα ζουπούνι, περάσαμε ανάμεσα από πολύ στενές πέτρες, κατεβήκαμε κάτω από τρύπα σε τρύπα και σε μια ώρα φθάσαμε στο βάθος τής γης και είδαμε τούς τόπους των διδασκάλων και των ασκητών. Όλοι αυτοί έφθειραν το σώμα τους σ' αυτές τις σπηλιές και με άφωνα λόγια, ακατάληπτα, αποκτούσαν, λένε, φιλοσοφικές γνώσεις. Όλες αυτές οι σπηλιές είναι εκ Θεού (φυσικές), δεν είναι ανθρώπινα έργα. Ανάμεσα στους βράχους υπάρχουν μέρη για να μπαίνη φως. Σε κάθε σπηλιά και σε κάθε μαρμαρόπετρα υπάρχουν τα ονόματα εκατοντάδων χιλιάδων σοφών και λογής – λογής υποδειγματικά χαράγματα και γραφές συμβόλων σαν τα γράμματα των οβελίσκων πού είναι στο Άτ Μεϊντάν (Ιππόδρομο) τής Κωνσταντινούπολης. Ο καθένας πού μπήκε στην σπηλιά αυτή εχάραξε απάνω στην πέτρα ό,τι είδε.

 

Και φθάνοντας πιο κάτω προς το Ναδίρ, βλέπει κανείς χιλιάδες παράδοξα έργα και χιλιάδες ανθρώπινα κόκκαλα. Βγήκαμε έξω με τους οδηγούς μας παπάδες σε τρεις ώρες. Ύστερα, καλοπεράσαμε σε αμπέλια και σε περιβόλια, σε εκατοντάδες χιλιάδες κουβέλια.

 

 

Στην πρώτη μετάφραση δε γίνεται πουθενά λόγος για είσοδο στις στοές μέσα από κάποιο συγκεκριμένο σπήλαιο, σε αντίθεση με τη δεύτερη, όπου αναφέρεται σαφώς «μια μεγάλη βαθειά σπηλιά» ως σημείο εισόδου. Στην πρώτη μετάφραση γίνεται λόγος για «μεταβίβαση σκέψης δίχως τη χρήση ομιλίας», ενώ στη δεύτερη αναφέρεται η χρήση «άφωνων, ακατάληπτων λόγων προς κτήση φιλοσοφικών γνώσεων». Υπάρχουν, βέβαια, και άλλα σημεία που διαφέρουν. Αλλά, πού οφείλονται τελικά όλες αυτές οι διαφορές;

 

Είναι πολύ απλό. Μιας και η πρόσβαση στο πρωτότυπο κείμενο δεν είναι ευχερής, οι διάφοροι εκδότες, επιμελητές και μεταφραστές των απομνημονευμάτων του Chelebi βασίστηκαν σε άλλες παλαιότερες μεταφράσεις, οι οποίες και αυτές είχαν βασιστεί σε άλλες παλαιότερες, κ.ο.κ. Όπως με ειλικρίνεια παραδέχεται ο επιμελητής του –πολύ αξιόλογου– βιβλίου της πρώτης μετάφρασης (η οποία δεν προέρχεται από τον ίδιο), Νίκος Χειλαδάκης, η έκδοση την οποία επιμελήθηκε προέρχεται από συρραφή άλλων παλαιότερων σχετικών κειμένων, που είχαν δημοσιευτεί κατά το παρελθόν σε διάφορα βιβλία και περιοδικά. Ενδεικτικά, αναφέρουμε: περιοδικό "Ελληνικά" 1931, περιοδικό "Αθηναϊκά" 1957, τομίδιο έκδοσης "Τα Αττικά του Εβλιά Τσελεμπή" Κ. Μπίρης 1959, "Ευβοϊκή Βιβλιογραφία" 16201936, "Επετηρίς Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών" 1938, 1939, περιοδικό "Ηπειρωτικά Γράμματα"... και πάει λέγοντας. Σημειώνει δε, με αίσθηση σοβαρότητας στον πρόλογο του βιβλίου: «Αφού μάζεψα το υλικό μου, βρέθηκα μπροστά σε ένα κομφούζιο. Λόγιοι και διανοητές με διαφορετικές παιδείες και ιδεολογίες, κείμενα που είχαν απόσταση μεταξύ τους 30 χρόνια, έπρεπε να παρουσιαστούν μαζί σε έναν τόμο. Η έλλειψη κάθε ομοιογένειας στα κείμενα που είχα συγκεντρώσει, μ' έσπρωξε στην ιδέα να διασκευάσω λογοτεχνικά το υλικό μου, για να ενοποιήσω το ύφος. Την ευθύνη για το εγχείρημα τη φέρνω στο ακέραιο.»

 

Διασκευές επί διασκευών... Μήπως σας θυμίζει λίγο το παιδικό παιχνίδι «Χαλασμένο Τηλέφωνο»;

 

Τώρα, πριν προχωρήσουμε στην ουσία της αναφοράς του Τσελεμπί, και πιθανώς προς ελαφρά σας απογοήτευση, θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι ο Τούρκος περιηγητής δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα λέγαμε "αξιόπιστος χρονικογράφος". Από τους διάφορους ιστορικούς χαρακτηρίζεται ως κλασικός ανατολίτης της εποχής του, με έντονη ροπή προς την υπερβολή (κάτι που φαίνεται παντού στα κείμενα του, αφού π.χ. αναφέρει ότι γνώρισε ανθρώπους ηλικίας 160 ετών ή, όπως διατυπώνεται στην πρώτη μετάφραση, «η Πεντέλη είναι ένα πελώριο βουνό, με κορυφή που μοιάζει να ακουμπάει στον ουρανό και από την οποία μπορεί κανείς να διακρίνει όλα τα νησιά της "Μεσόγειος" θάλασσας»), έντονα δεισιδαίμονας και φανατικά παθιασμένος με τις δοξασίες του τότε Ισλάμ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νίκος Χειλαδάκης, επιμελητής της έκδοσης από την οποία προέρχεται το πρώτο εδάφιο που παραθέσαμε: «Ένας παραμυθάς. Ένας ράθυμος ανατολίτης παραμυθάς, να τι είναι ο Εβλιά Τσελεμπί» και «...Κατά τη διάρκεια της αποστολής αυτής θα πάρει ειδικό διαβατήριο από τον αυτοκράτορα της Αυστρίας και θα επισκεφτεί τη Βοημία, Πρωσία, Πολωνία, Σουηδία, Δανία, Ολλανδία και Δουνκέρκη. Για τα ταξίδια αυτά ο καθήγητής Β. Δημητριάδης στον πρόλογο του βιβλίου του: "Η κεντρική και δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιά Τσελεμπί", εκφράζει βάσιμες αμφιβολίες κατά πόσο πραγματοποιήθηκαν ή είναι απλώς φανταστικές ταξιδιωτικές περιγραφές του περιηγητή μας», για να συμπληρώσει, όμως, εξισορροπιστικά παρακάτω: «όπως παραδέχεται ο Τουρκαλβανός λόγιος, λεξικογράφος και εγκυκλοπαιδιστής Μιντχάτ Φράσαρι, που γράφει για τον Εβλιά: "Αν και περιγράφει ωραία και ορθά τους τόπους που είδε, ανακατεύει και κάποια υπερβολή στην παράθεση των γεγονότων. Οι γνώσεις του πάλι της αρχαίας ιστορίας είναι ελλιπείς". Εντελώς άδικοι απέναντι του υπήρξαν οι Έλληνες διαννοούμενοι που ασχολήθηκαν μαζί του και κύρια ο Ν. Μοσχόπουλος, που αγανακτεί διαρκώς μαζί του και τον βρίζει ή τον ειρωνεύεται.»

 

Κρατήστε, λοιπόν, μια επιφύλαξη σχετικά με την ακρίβεια των μεταφράσεων αλλά και των περιγραφών του ίδιου του Τσελεμπί, και ας επανέλθουμε στο θέμα μας. Πριν μιλήσουμε για τις στοές της Πεντέλης, αξίζει να προσέξουμε την αναφορά περί της ύπαρξης ερειπίων κατά το χρόνο επίσκεψης του Τούρκου περιηγητή –κάπου μεταξύ 1667 και 1670– στην κορυφή του βουνού, τα οποία ο ίδιος ερμήνευσε ως υπολείμματα ανακτόρου της εποχής του Σολομώντα. Εκείνο που ενδέχεται να ισχύει, και στο οποίο κατατείνουν διάφορες άλλες αναφορές και παρατηρήσεις, είναι ότι στην κορυφή του βουνού, και συγκεκριμένα στο χώρο τον οποίο καταλάμβανε παλιότερα ο στρατιωτικός σταθμός τηλεπικοινωνιών, υπήρχε κατά το μακρινό παρελθόν κτισμένο μεγάλο οικοδόμημα, πιθανώς αρχαιοελληνικός ναός. Ας αφήσουμε, όμως, το θέμα αυτό, καθώς τα περισσότερα σχετικά στοιχεία παραμένουν αδιασταύρωτα (οι εκκρεμούσες εκκρεμείς εκκρεμότητες που λέγαμε στις ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΙΟΥΝΙΟΥ 2004), και ας επικεντρωθούμε στις στοές.

 

Κατ' αρχάς, θα πρέπει να θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι τα τούνελ στα οποία ανέφερε ο Τσελεμπί ότι εισήλθε είχαν ως σημείο εισόδου τη γνωστή μας σπηλιά της Πεντέλης. Αυτό προκύπτει από το μεταφρασμένο εδάφιο του βιβλίου "Τα αττικά του Εβλιά Τσελεμπή" που παραθέσαμε προηγουμένως («Σε τούτο το μέρος υπάρχει μια μεγάλη βαθειά σπηλιά. Οι παπάδες άναψαν κεριά και όλοι μας ξεντυθήκαμε και, μόνο με ένα ζουπούνι, περάσαμε ανάμεσα από πολύ στενές πέτρες, κατεβήκαμε κάτω από τρύπα σε τρύπα και σε μια ώρα φθάσαμε στο βάθος τής γης...» – δεν υπάρχει και δεν υπήρχε, τουλάχιστον τον 17ο αιώνα, καμία άλλη γνωστή «μεγάλη βαθειά σπηλιά» στην Πεντέλη που θα μπορούσε να πληροί την περιγραφή του Τσελεμπί). Εξάλλου, η ύπαρξη τούνελ που ξεκινούσαν από το βάθος της σπηλιάς και εκτείνονταν σε σημαντική απόσταση είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς αναφέρεται από πλήθος ιστορικών, σπηλαιολόγων και περιηγητών, ενώ υπάρχουν και στις μέρες μας αρκετοί μάρτυρες που είχαν προχωρήσει μέχρι κάποιου σημείου στο εσωτερικό τους, προτού τα έργα του 1977 καταστρέψουν τα ανοίγματα (αυτό αποτελεί και μία θετική ένδειξη για την εγκυρότητα του βασικού τουλάχιστον κορμού της μαρτυρίας του Τσελεμπί).

 

Ένα δεύτερο βασικό σημείο στην όλη αυτή παράξενη ιστορία έγκειται στο ότι τα τούνελ της περιγραφής, όπως τονίζει ξεκάθαρα ο Τσελεμπί αλλά και όλοι όσοι είχαν εισχωρήσει κατά το παρελθόν στα τούνελ της σπηλιάς, ήταν φυσικά, και όχι τεχνητά. Η ύπαρξη εκτεταμένων δικτύων φυσικών τούνελ και ενδιάμεσων σπηλαιωμάτων στο εσωτερικό πολλών βουνών, και ιδιαίτερα στα γεωλογικώς αρχαιότερα απ' αυτά, όπως η Πεντέλη, είναι γνωστή στους γεωλόγους. Η διαδικασία σχηματισμού τους περιγράφεται ως εξής (από βιβλίο Γεωλογίας):

 

 

Οι ασβεστόλιθοι (πετρώματα πολύ συνηθισμένα που στην Ελλάδα καλύπτουν πάνω από το 1/4 της επιφάνειας) έχουν κύριο συστατικό το CaCO3 που είναι αδιάλυτο στο καθαρό νερό. Όμως το νερό της βροχής προσλαμβάνει CO2 από τον αέρα και μετατρέπεται σε ασθενές οξύ που μπορεί να διαλύσει τον ασβεστόλιθο κατά τη χημική αντίδραση CaCO3 + H2O + CO2 Ca(HCO3)2. Η διάλυση είναι τόσο εντονότερη όσο περισσότερο CO2 δεσμεύει το νερό τόσο στον αέρα (π.χ. σε βιομηχανικές ή αστικές περιοχές) όσο και στο έδαφος, από την αποσύνθεση οργανικών ουσιών (π.χ. φύλλα δέντρων κτλ.). Το όξινο ανθρακικό ασβέστιο που προκύπτει από την αντίδραση είναι ευδιάλυτο και απομακρύνεται με το νερό που, συνεχίζοντας την πορεία του, κυκλοφορεί μέσα στη μάζα του πετρώματος διαμέσου ρωγμών, ασυνεχειών κ.ά. διόδων τις οποίες διευρύνει διαλύοντας το υλικό. Έτσι σχηματίζεται ένα ιδιόμορφο τοπίο στην επιφάνεια και ένα πολύπλοκο και δαιδαλώδες σύστημα υπόγειων αγωγών μέσα στη μάζα του ασβεστόλιθου, που χαρακτηρίζονται με τον όρο «καρστ» (από την ονομασία της περιοχής της Γιουγκοσλαβίας όπου πρωτομελετήθηκε – «καρστικά πετρώματα»).

 

 

Η Πεντέλη βρίθει από τέτοιους υπόγειους αγωγούς και σπηλαιώματα, ίχνη των οποίων είναι άλλωστε ορατά σε πολλά της σημεία.

 

 

Η υπόμνηση, μάλιστα, του Τσελεμπί ότι προχώρησαν στις στοές φορώντας μόνο το ζιπούνι τους (ζιπούνι σημαίνει μεσοφόρι, εσώρουχο) εξηγείται αν αναλογιστούμε ότι τα τούνελ που σχηματίζονται κατόπιν της φυσικής διαδικασίας που αναλύεται στο προηγούμενο απόσπασμα έχουν την ιδιότητα να στενεύουν ασφυκτικά («...περάσαμε ανάμεσα από πολύ στενές πέτρες...») σε μερικά τους σημεία, ενώ στον αυλό τους παραφυλάνε συνήθως και αρκετοί σταλακτίτες και σταλαγμίτες, που θα γαντζώνονταν στα ρούχα κάποιου που θα δοκίμαζε να εισχωρήσει σε αυτά ντυμένος κανονικά (το γνωρίζουμε καλά αυτό, ιδίοις πλάτοις, από αρκετές ανάλογες εμπειρίες σε άλλα τούνελ).

 

Τώρα εδώ, πριν προχωρήσουμε παρακάτω, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στη σπηλιά τους περασμένους αιώνες.

 

Η περιοχή της σπηλιάς λοιπόν, όπως έχουμε σημειώσει ξανά, υπήρξε κατά την αρχαιότητα ένα από τα κύρια λατομεία των αρχαίων Αθηναίων, οι οποίοι επί σειρά αιώνων λατόμησαν από εκεί πολλές χιλιάδες τόνων μαρμάρου. Είναι ευρέως γνωστό ότι για την ανέγερση του Παρθενώνα και πολλών άλλων από τα σπουδαιότερα κτίρια της αρχαίας πόλης των Αθηνών χρησιμοποιήθηκε λευκό πεντελικό μάρμαρο. Εκείνο, ωστόσο, που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι, όπως σημειώνει ο Μ. Κορρές στη μελέτη του "Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Από τα διάφορα ευρήματα και τη συγκριτική στρωματογραφική μελέτη των λατομείων, φαίνεται ότι το λατομείο της Σπηλιάς (ο τονισμός των λέξεων είναι του συγγραφέα), ως αρχαιότερο υπήρξε η πηγή των μαρμάρων του Παρθενώνος και των άλλων κλασικών κτηρίων της Αθήνας.»

 

Ο Παρθενώνας, δηλαδή, το σπουδαιότερο και γνωστότερο μνημείο της κλασικής Ελλάδας, το αρχιτεκτόνημα το οποίο έχουν υμνήσει, μελετήσει και θαυμάσει αμέτρητοι άνθρωποι από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, το διεθνές «σήμα κατατεθέν» της Ελλάδας και σύμβολο της ακμής ολόκληρου του αρχαίου κόσμου, αποτελεί στην ουσία ένα κομμάτι της αινιγματικής μας γνώριμης, της σπηλιάς της Πεντέλης!

 

Η ιστορία της σπηλιάς χάνεται κατ' επανάληψη και αναδύεται ξανά, στο πέρασμα των αιώνων. Υπάρχουν αχανείς χρονικές περίοδοι για τις οποίες οι γνώσεις μας σχετικά με την κατάσταση στη σπηλιά και τις γύρω περιοχές χαρακτηρίζονται από απόλυτο κενό. Ας μην ξεχνάμε ότι οι περισσότερες και σημαντικότερες σελίδες της ιστορίας της σπηλιάς σκεπάζονται από το σκοτεινό πέπλο του Μεσαίωνα (ο οποίος διήρκεσε χονδρικά από το 350 μ.Χ. έως το 1450 μ.Χ.), ενώ η Αττική κατά τη διάρκεια της όλης αυτής ταραγμένης περιόδου υπήρξε υπόδουλη διαδοχικά των Ρωμαίων, των Φράγκων, των Καταλανών και των Τούρκων, έχοντας υποστεί το έτος 395 μ.Χ. και την κατάληψη από τις ορδές των Βησιγότθων του Αλάριχου. Είναι επόμενο να μην υπάρχουν αρχεία, και τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε να προέρχονται κυρίως από περιγραφές περιηγητών. Έτσι, υπάρχουν π.χ. ελάχιστα στοιχεία όσον αφορά την πρώτη μ.Χ. χιλιετία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η σπηλιά χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένως και σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους ως τόπος λατόμησης μαρμάρου, αλλά και ως τόπος λατρείας της αρχαίας ελληνικής, και αργότερα της χριστιανικής θρησκείας.

  

Θραύσματα σαρκοφάγου ρωμαϊκής εποχής στο εσωτερικό της σπηλιάς.

 

Οι πληροφορίες μας σε σχέση με την ιστορία του μέρους πυκνώνουν κάπως όσον αφορά τη μετά τον 10ο μ.Χ. αιώνα περίοδο. Ήδη, αρκετούς αιώνες νωρίτερα, είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα η εξάπλωση του ασκητισμού και του μοναχισμού. Οι χριστιανικές παραστάσεις στο βράχο του Ιερού του Αγίου Σπυρίδωνα, στα δεξιά της εισόδου της σπηλιάς, χρονολογούνται τον 7ο αιώνα μ.Χ., αρκετούς αιώνες πριν την ανέγερση του ομώνυμου εκκλησιδίου και του διδύμου του, του Αγίου Νικολάου (υπήρχε και ένα τρίτο εκκλησίδιο, πιθανώς παλαιότερο, τα ερείπια του οποίου διακρίνονται ακόμα σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από τη σπηλιά).

 

Οι λαξευμένες παραστάσεις στα δεξιά του Ιερού του Αγίου Σπυρίδωνα.

 

Η σπηλιά, λοιπόν, ήδη αρκετά πριν τον 10ο μ.Χ. αιώνα, είχε καταστεί κέντρο ασκητισμού/μοναχισμού. Από τη λατρευτική δραστηριότητα της ευρύτερης ιστορικής περιόδου έλκει, εξάλλου, την καταγωγή της και η ονομασία "Σπήλαιο Αμώμων Πεντέλης".

 

Στο σημείο αυτό οφείλουμε μία επισήμανση: η ονομασία "σπηλιά Νταβέλη", που έχει επικρατήσει στις μέρες μας για τη σπηλιά της Πεντέλης, είναι παντελώς ατυχής και οφείλει την προέλευση της στις διάφορες λαϊκές δοξασίες γύρω από το λήσταρχο Νταβέλη. Ο Νταβέλης, όπως έχουμε κατ' επανάληψη τονίσει, ουδεμία σχέση είχε με τη σπηλιά. Η χρήση του τοπωνυμίου "σπηλιά Νταβέλη" από τον πολύ κόσμο, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για την ακρίβεια και τη σωστή χρήση των τοπωνυμίων ("Χαϊδάρι", από τον αιμοσταγή Χαϊδάρ πασσά· "Μπραχάμι", από τον Μπραχάμ μπέη· "Καλογρέζα", από το παρατσούκλι των Τούρκων για την Αγία Φιλοθέη κλπ.) είναι κατανοητή μεν, λανθασμένη δε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μ. Κορρές: «Η περιοχή των αρχαίων λατομείων, σε υψόμετρο ~ 800, αναφέρεται μερικές φορές ως "Άσπρα Μάρμαρα". Πολλά νεώτερα τοπωνύμια είναι περιστασιακά, προερχόμενα από τους κατά καιρούς μισθωτές των διαφόρων λατομείων. Κάπως παλαιότερα είναι τα τοπωνύμια "Βαθύρεμα" και "Σουληνάρι" (δυτικώς της σπηλιάς). Το όνομα "Σπηλιά" ή "Σπηλιά της Πεντέλης" είναι το παλαιότερο και το ασφαλέστερο από τα νεώτερα τοπωνύμια. Το «δημοφιλές» "Σπηλιά του Νταβέλη" είναι μάλλον αστήρικτο. Συχνά, ιδίως σε επιστημονικές μελέτες, χρησιμοποιείται το όνομα "Σπήλαιον των Αμώμων"»

 

Οι ασκητές του βουνού πληθαίνουν ως τον 16ο μ.Χ. αιώνα, με τη σπηλιά και τους γύρω χώρους να αποτελούν επίκεντρο μίας μοναστικής κοινότητας που είχε συσταθεί και εγκατασταθεί σταδιακά στα διάφορα σημεία της Πεντέλης, αρχής γενομένης ήδη πολύ πριν από τον 6ο αιώνα μ.Χ., όπως δείχνουν τα στοιχεία. Σχετικά, ο Γεώργιος Γ. Λαδάς, στην εργασία του "Η σπηληά της Πεντέλης και απάντησις εις επικρίσεις των βυζαντινολόγων καθηγητών Γ. Α. Σωτηρίου και Α. Κ. Ορλάνδου", ανέφερε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

  

 

Συμπεράσματα

 

Επί τη βάση των ανωτέρω περιγραφέντων ερειπίων και των κατεσπαρμένων ειδήσεων των διαφόρων περιηγητών, οι οποίοι επισκέφθηκαν κατά καιρούς την Σπηληά, δύναται να αναπλασθη η ιστορία της ως εξής: Κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους (150–527 μ.Χ.), ως εμφαίνεται εκ των περισωθέντων επιγραφών καθιερώθη εν αυτή η χριστιανική λατρεία, κατά δε τους υστέρους βυζαντινούς, ως επίσης αποδεικνύεται εξ επιγραφής και εκ των προ της σπηλιάς κτισμάτων, συνεστήθη εκεί μονύδριον, του οποίου η ακμή εξηκολούθησε, καθ ημάς, και κατά την περίοδον της εν Αθήναις Φραγκοκρατίας (1204–1456), διότι εκεί, εις το απρόσιτον σχεδόν ύψος θα ηδύναντο να τελούν ακωλύτως τα της ορθοδόξου λατρείας.

 

 

Πρόκειται, δηλαδή, για μία δραστηριότητα που διήρκεσε πολύ περισσότερο από μία ολόκληρη χιλιετία. Είναι αδύνατο, φυσικά, να ξεδιαλύνει κανείς τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στην Πεντέλη κατά τη διάρκεια της αχανούς αυτής περιόδου. Μπορούμε απλώς να φανταστούμε πόσες παράξενες –εκπληκτικές ίσως– ιστορίες θα είχε να διηγηθεί το βουνό αν μπορούσε να μας μιλήσει...

 

Εδώ, θα πρέπει να σημειώσουμε κάτι το οποίο έχει σημασία. Η ιστορικές περίοδοι στις οποίες αναφερόμαστε χαρακτηρίζονται από μεγάλη ρευστότητα, έντονη αστάθεια, μείζονες ανακατατάξεις, και γενικά ισχυρές τάσεις διάσπασης όσον αφορά το επίσημο δόγμα της τότε Χριστιανικής Εκκλησίας, με απανωτές οικουμενικές συνόδους και εμφάνιση πληθώρας νέων αιρέσεων. Θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι το οριστικό σχίσμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής Χριστιανικής Εκκλησίας έλαβε χώρα το έτος 1054, αρκετούς αιώνες μετά την εγκατάσταση των πρώτων ασκητών στην Πεντέλη. Η δε Αθήνα και η ευρύτερη Αττική, κατά τους αιώνες εκείνους, δεν αντιστοιχούσε σε τίποτα περισσότερο από μια μάλλον ξεχασμένη επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μακριά από τα κέντρα των εξελίξεων και με σημαντική υστέρηση στην παρακολούθηση τους. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι, όταν μιλάμε για ασκητές και μοναχούς εκείνων των περιόδων, μιλάμε ουσιαστικά για ένα αρκετά ανομοιογενές, ετερόκλητο σύνολο ατόμων, οι πεποιθήσεις των οποίων χαρακτηρίζονταν από μεγάλες αποκλίσεις, τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με αυτό που σήμερα νοείται ως επίσημο Ορθόδοξο θρησκευτικό δόγμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι των εποχών εκείνων δε γνώριζαν καν ανάγνωση, όσο για βιβλία, αυτά ήταν ανύπαρκτα αρχικά, ενώ στη συνέχεια αντιστοιχούσαν σε δυσεύρετα και πανάκριβα χειρόγραφα. Τα θρησκευτικά «πιστεύω» των μοναχών, λοιπόν, και ιδιαίτερα των ασκητών των περιόδων που μας απασχολούν, δε χαρακτηρίζονταν από την αυστηρή δογματικότητα που θα περίμενε κανείς –αντιθέτως– ενώ συχνά οι θρησκευτικές αντιλήψεις αναμειγνύονταν με απόηχους των, σχετικά νωπών τότε, προγενέστερων θρησκειών.

 

Επανερχόμενοι στην Πεντέλη, δεν ήταν πάντα οι «άμωμοι» οι μοναδικοί διαμένοντες στη σπηλιά και στα λοιπά μοναστικά κέντρα του «Όρους των Αμώμων». Γιατί, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, πλήθη Αθηναίων αλλά και κάτοικοι γύρω περιοχών κατέφευγαν σε αυτά και σε άλλα σημεία του βουνού για προστασία. Όπως σημείωνε ο Γεώργιος Λαδάς (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Ούτω κατά τους ενετοτουρκικούς πολέμους, οι Αθηναίοι προσεχώρησαν και υποστήριξαν τους Ενετούς εις την κατάληψιν των Αθηνών, ότε δε οι Ενετοί ήρχισαν να αποσύρωνται οικειοθελώς των Αθηνών, οι Αθηναίοι αναλογιζόμενοι τα φοβερά αντίποινα των επανερχόμενων Τούρκων, ηναγκάσθησαν να αυτοεξοριστούν επί τριετίαν (1688–1690) εις διαφόρους τόπους, ασφαλώς δε και εις τα όρη της Αττικής. Τότε ίσως κατά την τριετή ταύτην φυγήν, οι καταφυγόντες εις την Πεντέλην εικονογράφησαν, μεταξύ άλλων, εις την κόγχην του Ιερού Βήματος την εικόνα του Αγίου Νικολάου (του ενός από τα δύο εκκλησίδια στα δεξιά της εισόδου της σπηλιάς).

 

Ωσαύτως κατά τα έτη 1778 και 1782 ότε ενέσκηψεν εν Αθήναις φοβερή λοιμική νόσος παραμείνασα εις το στόμα του λαού ως «εις τον καιρόν του θανατικού», ως διηγειται δε εις τα Απομνημονεύματα του ο ηγούμενος της Μονής Πεντέλης, Κύριλλος Δέγλερης «Καθ' όλην δε την διάρκειαν της λοιμικής νόσου διέμενεν εν τη μονή της Πεντέλης όλον το αρχοντολόγι, ήτοι οι της πρώτοις τάξεως πολίται διατρεφόμενοι και περιποιούμενοι επαξίως της τάξεως των, οι δε μοναχοί εκκενώσαντες την Μονήν διεσπάρησαν εις τα διάφορα μετόχια...». Εκείνην την εποχήν εγένετο μεγάλη ανακαίνησις των εκκλησιδίων της Σπηληάς και εικονγράφησις αυτών, ως αναφέρει η επί του τρούλλου δια χρώματος χρονολογία «εν έτει ΑΨΠΒ' (1782)» ασφαλώς ταύτα έγιναν εξ ευλάβειας των καταφυγόντων Αθηναίων εις το Πεντελικόν.

 

 

Όσον αφορά το «μεγάλο θανατικό», την πολύνεκρη δηλαδή επιδημία βουβωνικής πανώλης (πανούκλα – μεταδίδεται μέσω των ποντικών και άλλων τρωκτικών) που έπληξε την Αθήνα, φαίνεται ότι εκτός του «μεγάλου» υπήρξαν και αρκετά άλλα, τα οποία έμειναν χαραγμένα, όχι μόνο στη μνήμη, αλλά και στα κτίρια των Αθηναίων. Έτσι, ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου στο βιβλίο του "Αι Παλαιαί Αθήναι" ανέφερε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Το λίθινον χρονικόν

 

Το Θησείον δύναται να θεωρηθεί άξιον του τίτλου αυτού, επί των μαρμάρων του οποίου αναγράφονται ονόματα και πληροφορίαι πάντων των αιώνων. Είχε δε την προνομιακήν ταύτην τύχην το Θησείον, διότι, ούτε επί τουρκοκρατίας, ίσως δε ούτε επί Φραγκοκρατίας υπήρχε τι το παρμποδίζον τον περιπατητή να χαράξη ότι ήθελε. Εις την Ακρόπολιν όμως, ο μη ανήκων εις τον κύκλον των κατακτητών δεν ήτο δυνατόν να εισέλθη ευχερώς και να γράψη, να χαράξη μάλιστα. Το χρονικόν του Θησείου παρέχει εις ημάς πληροφορίας ληξιαρχικάς, περί φυσικών φαινομένων και κυρίως ιστορικάς και κοινωνικάς περιπέτειας. Εις τινα μάλιστα των επιγραφημάτων τούτων διαβλέπει τις και κοινωνικά πάθη και οικογενοιακάς αντιζηλίας και υπαινιγμούς εμπαικτικούς. Και τα μεν περί της αναγραφής του θανάτου Ηγουμένων και Καλογραιών εμνημονεύσαμεν ήδη δια γενικών γραμμών. Εκ των της Τουρκοκρατίας όμως, εκ των αιώνων δηλαδή της παλαιότητος, υποδειγματικώς παραθέτομεν χαράγματά τινα εκ του ως ανωτέρω Λίθινου χρονικού:

 

1555. Έγινε το κακό θανατικό εις την Αθήνα και απέθαναν χιλιάδες λαός και Καστριώται.

 

Θανατικόν ελέγετο συνήθως η πανώλης και όχι η χολέρα. Καστριώται δε ωνομάζεντο οι Τούρκοι της Ακροπόλεως, ως κατοικούντες εις το Κάστρον. Τα κατά την πανώλην αυτήν αναγράφει και το Χρονικόν του 16ου αιώνος, το εν Οξωνίω περισωθέν.

 

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ