ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς (μέρος Ζ')

 

 

Τελικά, εντοπίσαμε μία αναφορά του Άγγλου Επισκόπου Christofer Wordsworth, ο οποίος είχε επισκεφτεί την Αττική το 1832–33. Ο Wordsworth, επιτέλους, έδινε μία συνοπτική περιγραφή των σταλακτιτών της σπηλιάς. Μεταφέρουμε από το βιβλίο "Ελλάδα" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

  

 

Είναι μια διαδρομή πέντε ωρών από την Πεδιάδα του Μαραθώνα στο Όρος Πεντελικό, επάνω στο οποίο φαίνονται τα λατομεία μαρμάρου, που έδωσαν σ' αυτό το βουνό τόση μεγάλη φήμη κατά την περίοδο της αρχαίας Τέχνης. Ο δρόμος ανεβαίνει από την πεδιάδα προς τα νοτιοδυτικά και περνά από γκρεμούς καλυμμένους από πεύκα και ελιές διασχίζοντας σύδεντρα που δροσίζονται από καθαρά ρυάκια, ενώ μυρτιές και πικροδάφνες τον σκεπάζουν. Τα λατομεία, από τα οποία σώζονται δύο, είναι στο βορρά, το ένα σε απόσταση ενός μιλίου, το άλλο λίγο περισσότερο από δύο από το Μοναστήρι, που έχει πάρει το όνομά του από το βουνό και που βρίσκεται κάτω από την κορυφή του. Το μεγαλύτερο λατομείο είναι εκτεθειμένο στο φως. Στο νότο ορίζεται από ένα λαξευμένο βράχο που σχηματίζει έναν υψηλό και κατακόρυφο τοίχο. Στη βάση του είναι ένα ανοιχτό σπήλαιο που διεισδύει μέσα στις εσοχές των βράχων, από όπου κρέμονται σταλαχτίτες από άσπρο μάρμαρο, που ακτινοβολεί με τη λαμπρότητα του αλάβαστρου (οι σταλακτίτες δεν αποτελούνται από μάρμαρο, αυτό όμως είναι λογικό να μην το γνώριζε ένας άνθρωπος που έζησε το 1832). Παρουσιάζουν την όψη δέντρων και σύδεντρων από πέτρα, όταν κοιτάζεις από μια απόσταση, καθώς ξεπετιούνται σαν κλαριά από το βράχο, με τις επιφάνειές τους βαμμένες με ποικίλα χρώματα. Το στόμιο του σπήλαιου περιβάλλεται από θύσανους κισσού.

 

 

Ο Wordsworth θεωρείται ένας από τους εγκυρότερους και πλέον ακριβολόγους περιηγητές που πέρασαν από την Ελλάδα εκείνης της περιόδου. Όπως σημειώνεται στον πρόλογο της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου του "Ελλάδα", «τα συμπεράσματα του για το πού ήταν η ακριβής τοποθεσία της Δωδώνης επιβεβαιώθηκαν το 1887 από τις ανασκαφές του Καραπάνου». Σύμφωνα, λοιπόν, με την περιγραφή του, οι σταλακτίτες είχαν την όψη «δέντρων και σύδεντρων από πέτρα», καθώς ξεπετάγονταν «σαν κλαριά από το βράχο». Αυτό θα σήμαινε ότι τμήματα των σταλακτιτών εκείνων φέρονταν, όχι κάθετα, αλλά υπό γωνία ως προς το κατακόρυφο επίπεδο. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει. Τι θα μπορούσε να είχε προκαλέσει την όντως παράδοξη αυτή όψη των σταλακτιτών της παλιάς σπηλιάς;

 

Δε γνωρίζουμε. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να διατυπωθούν κάποιες εικασίες, όμως τελικά, δίχως δυνατότητα εξέτασης των ίδιων των σταλακτιτών, τεκμηριωμένη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί στο ερώτημα αυτό. Και οι συγκεκριμένοι σταλακτίτες, μαζί με το πίσω τμήμα της σπηλιάς, έχουν καταστραφεί προ πολλού.

 

 

Κάποτε, πολλούς αιώνες πριν, κάποιες ανθρώπινες φιγούρες θα μπορούσαν να διακριθούν κινούμενες υπό το φως λυχναριών στο μισοσκόταδο της σπηλιάς. Ήταν οι μόνιμοι κάτοικοι του μέρους, τα βήματα των οποίων θα προσπαθήσουμε τώρα να ακολουθήσουμε. Γιατί υπάρχουν ακόμα στη σπηλιά μισοσβησμένα τα ίχνη από τα βήματα αυτά.

 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς

 

ΑΡΧΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ    ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ    Η ΠΑΛΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΣΤΑΛΑΚΤΙΤΕΣ   Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ    Φ

 

Ο πρώτος εχθρός που θα συναντήσεις στο δρόμο προς την αφύπνιση θα είναι το ίδιο σου το σώμα. Θα σε πολεμήσει μέχρι το πρώτο λάλημα του κόκορα, αλλά, αν καταφέρεις να αντικρίσεις την αυγή της αιώνιας αφύπνισης, που θα σε απομακρύνει από την ομήγυρη των αιώνιων υπνοβατών που πιστεύουν ότι είναι άνθρωποι, αγνοώντας ότι είναι κοιμώμενοι θεοί, τότε ο ύπνος του σώματος θα έχει εξαφανιστεί και το Σύμπαν θα έχει υποταχτεί σ' εσένα.

 

Gustav Meyrink, "The Green Face" – "Το Πράσινο Πρόσωπο"

 

 

Η αδελφότητα της σπηλιάς...

 

Ίσως βρίσκετε το χαρακτηρισμό αυτό καθ' υπερβολήν υποβλητικό. Κι όμως, ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Γιατί ο χώρος της σπηλιάς δεν απετέλεσε απλά χώρο διαβίωσης μεμονωμένων ασκητών, υπήρχε κάποτε εγκατεστημένη εκεί μία μικρή μονή. Αλλά, ας προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι του παρελθόντος αυτού. Ένα κουβάρι του οποίου το νήμα απλώνεται σε χρονικό διάστημα δέκα ολόκληρων αιώνων, και που εκεί, στον ερημικό χώρο της σπηλιάς, ανάμεσα στους κάθετους βράχους που φέρουν ακόμα τις μνήμες του Παρθενώνα που έκρυβαν στα σπλάχνα τους, φαίνεται να έχει υφάνει μια ιστορία παράξενη όσο και άγνωστη.

 

Στις ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 παρατίθεται μία υδατογραφία της σπηλιάς από τα τέλη του 18ου αιώνα, η οποία συμπυκνώνει σε στοιχεία και –κυρίως– σε αίσθηση όσα πρόκειται να συζητήσουμε στη συνέχεια της ενότητας. Παραπέμπουμε, λοιπόν, στην εικόνα αυτή, πριν, μετά, ή κατά την ανάγνωση όσων ακολουθούν.

 

Κάποιες γενικές σκέψεις για την αδελφότητα της σπηλιάς διατυπώσαμε στην ενότητα "Οι στοές της Πεντέλης". Εδώ, θα επιχειρήσουμε να μιλήσουμε συνολικότερα για το θέμα, εστιάζοντας περισσότερο στα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε γύρω από αυτό. Στα όσα ακολουθούν, λάβετε υπόψη ότι αναφερόμαστε σε μια ιστορία που διήρκησε χονδρικά από τις αρχές του 7ου έως τα τέλη του 16ου μ.Χ. αιώνα, δηλαδή χίλια ολόκληρα χρόνια. Αναφερόμαστε, με άλλα λόγια, σε πλήθος γεγονότων χρονικής περιόδου ίσης με αυτή που παρεμβάλλεται μεταξύ των ημερών μας και του έτους 3000 μ.Χ. Είναι, λοιπόν, ευνόητο ότι τα όσα θα δούμε, όχι απλώς εμπεριέχουν τεράστια κενά, αντιστοιχούν –τηρουμένων των αναλογιών– τα ίδια σε ελάχιστα κενά γνώσης μέσα σε έναν τεράστιο καμβά άγνοιας. Και δεν είναι και τόσο περίεργη η κατάσταση αυτή, ούτε αφορά μονάχα την Πεντέλη και τη σπηλιά. Απελπιστική είναι η ένδεια διαθέσιμων στοιχείων και όσον αφορά την Αθήνα και την Αττική σε σχέση με την προαναφερθείσα χρονική περίοδο.

 

Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων από τον Θεοδόσιο τον Α' το 394 μ.Χ. και την παύση λειτουργίας της Φιλοσοφικής Σχολής από τον Ιουστινιανό το 529 μ.Χ., η Αθήνα, άλλοτε περίλαμπρο κέντρο του αρχαίου κόσμου, είχε πλέον σχεδόν ερημώσει και ξεχαστεί από τους πάντες.

 

Αναπαράσταση της Αθήνας, όπως ήταν την εποχή του Αδριανού (αρχές 2ου μ.Χ. αιώνα)

 

Στο διάστημα που ακολούθησε τα παραπάνω γεγονότα και έως τα τέλη της πρώτης μ.Χ. χιλιετίας, οι μοναδικές αναφορές που υπάρχουν σε σχέση με την πόλη είναι ορισμένες που αφορούν επισκέψεις επισήμων –όπως εκείνη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κώνσταντα του Β' το 662– καθώς και ένας ημιτελής κατάλογος από διατελέσαντες επισκόπους. Ανάλογη είναι η κατάσταση και όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας, πρακτικά έως τον 17ο αιώνα, οπότε κάποιοι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Αττική εκείνη την περίοδο κατάφεραν τελικά, μέσω των απομνημονευμάτων τους, να ξυπνήσουν το ενδιαφέρον της Ευρώπης για την προ πολλού λησμονημένη Αθήνα. Ενδιάμεσα, ειδικά μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους το 1456 (πήραν τη θέση των Φράγκων, που είχαν καταλάβει την Αθήνα το 1204), η πόλη ήταν σαν –κυριολεκτικά– να μην υπήρχε για τον υπόλοιπο κόσμο. Ενδεικτική της κατάστασης είναι η επιστολή που είχε αποστείλει το 1575 ο Martin Crusius, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Tübingen, προς τον Θεοδόσιο Ζυγομαλά, πρωτονοτάριο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ρωτώντας: «είναι αλήθεια αυτό που υποστηρίζουν οι Γερμανοί ιστορικοί, ότι δηλαδή η Μητέρα των Τεχνών και των Γραμμάτων δεν υπάρχει πια;», για να λάβει τη διαβεβαίωση: «Η Αθήνα υπάρχει, δεν έχει εξαφανιστεί από προσώπου της γης».

 

Και πράγματι, η Αθήνα υπήρχε ακόμα, αν και πλέον ερειπωμένη. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Κυριάκου του Αγκωνίτη, ο οποίος είχε επισκεφθεί την πόλη το 1437: «Εδώ είδα... τα τεράστια τείχη, τα κατερειπωμένα... και στην πόλη και στους αγρούς αμύθητο πλούτο μαρμαρένιων κτιρίων, ναών, σπιτιών και κάθε λογής γλυπτών θαυμαστής τέχνης. Κι όλα αυτά σ' έναν απέραντο όγκο συντριμμάτων...». Οι κάτοικοι της Αθήνας, κατά το μεγαλύτερο μέρος της χιλιετούς περιόδου για την οποία συζητάμε, υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνούσαν τις λίγες χιλιάδες (γύρω στις 10.000 υπολογίζουν οι περισσότεροι μελετητές τον πληθυσμό της τον 18ο αιώνα, και ο αριθμός αυτός αφορά μία περίοδο κατά την οποία οι κάτοικοι είχαν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με προηγούμενες εποχές). Όσο για την ίδια την πόλη, η βασική κατοικημένη της έκταση λίγο ξεπερνούσε εκείνη που με τα σημερινά δεδομένα καταλαμβάνει ένα κεφαλοχώρι.

 

Ο Γάλλος πρεσβευτής του Λουδοβίκου του ΙΔ' στην Κων/πολη Francois Olier Marquis de Nointel, μαζί με την ακολουθία του, στις παρυφές του Λυκαβηττού, με φόντο την Αθήνα. Τμήμα από ελαιογραφία του 1674.

 

Άποψη της Αθήνας περί το 1840. Σε πρώτο πλάνο το Θησείο, και δεξιά, στο βάθος του ορίζοντα, η Πεντέλη.

 

Αυτά και πολύ περισσότερα στοιχεία για την ιστορία της πόλης μπορείτε να βρείτε στο μικρό αλλά πολύ αξιόλογο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών Βούρου–Ευταξία, στην πλατεία Κλαυθμώνος – http://www.athenscitymuseum.gr.

 

Οι απεικονίσεις που παρατίθενται παραπάνω μεταφέρουν εικόνες της Αθήνας από εποχές πολύ μεταγενέστερες της περιόδου που μας απασχολεί, δίνουν ωστόσο μια γενική ιδέα του έρημου αττικού τοπίου των περασμένων αιώνων (με την εξαίρεση ενός σχεδίου του 1670 που εκτίθεται σε μουσείο της Βόννης, δε σώζονται παλαιότερες της ελαιογραφίας του 1674 απεικονίσεις της πόλης, πέρα από λιγοστά φανταστικά σχεδιάσματα). Και γίνεται φανερό ότι, όταν αναφερόμαστε στην Πεντέλη του Μεσαίωνα (4ος–15ος μ.Χ. αιώνες), μιλάμε για ένα ερημικό και απομονωμένο βουνό, πολύ μακριά από την πολίχνη που ήταν τότε η Αθήνα. Γιατί, αν σήμερα κανείς χρειάζεται μισή ώρα για να φτάσει από το κέντρο της Αθήνας στην Πεντέλη, τις εποχές εκείνες θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία ολόκληρη ημέρα, δεδομένου ότι δρόμοι, όπως τους ξέρουμε σήμερα, δεν υπήρχαν, και τα λιγοστά υπάρχοντα μονοπάτια ήταν φιδογυριστά και κακοτράχαλα.

 

Συν τοις άλλοις, υπήρχε και ο κίνδυνος των ληστών, που ενέδρευαν σε ερημικές τοποθεσίες. Είναι χαρακτηριστικές οι σκέψεις του Χ. Α. Παρμενίδη κατά την περιγραφή της ανάβασης του στο βουνό της Πεντέλης, που μάλιστα είχε πραγματοποιηθεί το 1847, σε μία σχετικά πρόσφατη δηλαδή εποχή, με την Αθήνα πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...επεθύμουν όμως να μεταδώσω, ει δυνατόν, τον πόθον μου εις τίνας ή εις τίνα των συντρόφων, καθότι η μονήρης ανάβασις έρημου και μονήρους όρους, εν μέσω μεσημβρίας, δεν μ' εφαίνετο ευάρεστον πράγμα, και καθότι αι εν μέσω των βουνών μονήρεις συναπαντήσεις μυστηριωδών ανθρώπων δεν εμπνέουσι πάντοτε, παρ' υμίν, εμπιστοσύνην. Τέλος κατώρθωσα να παραλάβω ένα των ραθυμούντων φίλων, και ήρχισα ευθύμως την τραχείαν άνοδον, χωρίς όμως να παύσω ενθαρρύνων τον συναναβάτην, ούτινος η προθυμία ήρχιζεν εκ πρώτης αφετηρίας να χαλαρούται...».

 

Τώρα βέβαια, και μιας και το θίξαμε εδώ, ίσως η μνεία του Παρμενίδη περί «μυστηριωδών ανθρώπων» να μην αναφερόταν αποκλειστικά σε ληστές, αλλά να αφορούσε την εν γένει ανθρώπινη παρουσία επί του «έρημου και μονήρους όρους». Γιατί η Πεντέλη περιβαλλόταν ανέκαθεν από παράξενους θρύλους, οι οποίοι μερικές φορές ενισχύονταν και από ασυνήθιστες περιστάσεις. Σημείωνε ο Παρμενίδης κλείνοντας την αναφορά του: «...Μετά περίπου ημισείας ώρας κάθοδον απηντήσαμεν (δεν ενθυμούμαι το όνομα της θέσεως) σωρείαν βράχων ούτω διατεθειμένων, ώστε κατά τύχην εύρομεν αυτού εμφωλεύουσαν περίεργον ηχώ. Η ηχώ αύτη επανεφώνει εις τίνας ημών 20 και 25 βήματα περιισταμένους πολυσυλλάβους λέξεις, και τίνας συντόμους φράσεις σαφώς και καθαρώς...».

 

Τα όσα αναφέραμε στις παραπάνω γραμμές σε σχέση με την κατάσταση της Αθήνας και της Αττικής των μεσαιωνικών χρόνων συνιστούν το φόντο πάνω στο οποίο γράφτηκε η ιστορία της αδελφότητας της σπηλιάς, και κατ' αυτή την έννοια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας αυτής. Κρατήστε κατά νου τις εικόνες της ερειπωμένης Αττικής του 17ου και 19ου αιώνα, και ας γυρίσουμε τώρα πολύ πιο πίσω στο χρόνο, κάπου στα τέλη του 6ου προς αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα – μία εποχή της οποίας δε διαθέτουμε καν εικόνες. Ήταν τότε που ξεκίνησαν να γράφονται οι πρώτες σελίδες του «βιβλίου» της αδελφότητας της σπηλιάς. Ένα παμπάλαιο βιβλίο πάχους χιλίων φύλλων, που κάθε του φύλλο αντιστοιχεί και σε ένα έτος της ερημικής και απομονωμένης τότε σπηλιάς της Πεντέλης. Οι περισσότερες σελίδες του βιβλίου αυτού έχουν πια σβηστεί ή σκιστεί, όμως αραιά και που διακρίνονται αχνά κάποιες αράδες. Ας ανοίξουμε στις αρχικές σελίδες.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ