Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1852, μια φοβερή θύελλα ξέσπασε ξαφνικά στον ουρανό της Αθήνας. Ήταν μια θύελλα που, όπως καταγράφηκε από τους κατοίκους της εποχής, κυριολεκτικά σάρωσε οτιδήποτε συνάντησε στο πέρασμα της. Δέντρα ξεριζώθηκαν, σπίτια γκρεμίστηκαν, αλλά, το κυριότερο, η μία από τις τρεις κολώνες που έστεκαν χωριστά από τις υπόλοιπες στο ναό του Ολυμπίου Διός, στο κέντρο της πόλης, κατέπεσε. Το συγκεκριμένο συμβάν θεωρήθηκε τόσο σημαδιακό από τους Αθηναίους, ώστε επί πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν ήθελαν να προσδιορίσουν την εποχή εκείνη, έλεγαν χαρακτηριστικά: «τον καιρό της κολώνας».
Με αυτόν τον οιωνό συνδέθηκε η γέννηση, την ίδια εκείνη ημέρα, του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου στο επί της οδού Ακαδημίας σπίτι του αγωνιστή της Επανάστασης Ρήγα Παλαμίδη, και μάλιστα στο ίδιο δωμάτιο όπου τέσσερα χρόνια νωρίτερα (1848) είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο περίφημος αρχηγός των Μανιατών Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Η ακρίβεια της ημερομηνίας γέννησης του Καμπούρογλου αμφισβητήθηκε από ορισμένους, ο ίδιος όμως ουδέποτε διανοήθηκε να συζητήσει το ενδεχόμενο να είχε γεννηθεί κάποια άλλη ημέρα· τόσο πολύ πίστευε στο «δεσμό» της γέννησης του με την πτώση της κολώνας. Όπως σχολίαζε με εύθυμη διάθεση στα "Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής" (σελίδα 20): «Αφού τα πάντα εκινήθησαν την ημέρα εκείνη, εκκινήθη φαίνεται και η ημέρα της γεννήσεως μου, είμαι δε από τους ολίγους ανθρώπους, ως εκ τούτου, που δεν ημπορούν, και αν θελήσουν, να κρύψουν τα χρόνια των.» Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, επιστήθιος φίλος του Καμπούρογλου, με την ευκαιρία των ογδοηκοστών γενεθλίων του τελευταίου, είχε αποστείλει στο περιοδικό "Νέα Εστία" (τεύχος 141, 1/11/1932) τον ακόλουθο στίχο:
«Τη μέρα που γεννήθηκες
γκρεμίστηκε η κολώνα.
Στη θέση της στυλώθηκες
θα φτάσεις τον αιώνα!»
Όσο για τον ίδιο τον Καμπούρογλου, όπως δήλωνε στα "Απομνημονεύματα" του: «Το βέβαιον εν τούτοις είναι ότι ενώ τόσοι και τόσοι επεσκέφθησαν και επισκέπτονται την "πεσμένη κολώνα" αυτή μόνον εις εμένα κάτι ψιθυρίζει μυστικά. Δι' αυτό και πολύ συχνά την επισκέπτομαι.»
Πατέρας του ήταν ο Γρηγόριος Καμπούρογλου, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη και δημοσιογράφος στο επάγγελμα. Ή μητέρα του, Μαριάννα Αγγέλου Γέροντα, αθηναϊκής καταγωγής, διακρινόταν για την έντονη της φιλομάθεια και το ενδιαφέρον της στο να απομνημονεύει και να κρατάει σημειώσεις σχετικά με τα ήθη, τα έθιμα και γενικά τη ζωή των Αθηναίων στα χρόνια του τουρκικού ζυγού.
Το 1853, βρέφος ακόμα, ο Καμπούρογλου βρίσκεται να παραθερίζει μαζί με την μητέρα του στην Πεντέλη (καμία έκπληξη εδώ). Τον ίδιο χρόνο βαπτίζεται στη μονή Πεντέλης από τον Αυλάρχη του Όθωνα, Π. Νοταρά (ως προς την ημερομηνία βάπτισης του υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές: σύμφωνα με την πρώτη, βαπτίστηκε στις 15 Μαΐου, την ημέρα ταφής της δούκισσας της Πλακεντίας –ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ– ενώ, κατά τη δεύτερη εκδοχή, η βάπτιση του έγινε στις 12 Ιουλίου του ίδιου έτους – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Όπως σχολίαζε αργότερα ο ίδιος: «Θα ήμουν φαίνεται εύσαρκος. Δι' αυτό και εκτύπησα το κεφάλι μου εις την κολυμβήθραν του Μοναστηριού... (το πρώτον του κεφαλιού μου κτύπημα).» ("Απομνημονεύματα")
Από το 1855 η οικογένεια του διαμένει στα Πατήσια. Μη έχοντας αδέλφια, ο μικρός Καμπούρογλου περνά το χρόνο του διαβάζοντας. Στο γονικό του σπίτι, λόγω και του επαγγέλματος του πατέρα του, συχνάζουν αρκετοί αγωνιστές της Επανάστασης, που αφηγούνται αμέτρητες ιστορίες και κατορθώματα των παρελθόντων ετών. Έτσι, ο Καμπούρογλου μεγαλώνει μέσα σε ένα περιβάλλον διαποτισμένο από την αθηναϊκή ατμόσφαιρα και αναπτύσσει ζωηρό ενδιαφέρον γύρω από οτιδήποτε είχε σχέση με την παλιά Αθήνα και Αττική. Η έλλειψη συναναστροφής με συνομηλίκους του συντείνει στη διαμόρφωση ενός αρκετά μοναχικού χαρακτήρα. Όπως σημείωνε ο ίδιος στα "Απομνημονεύματα" του: «Ούτε ένα παιδάκι δεν ενθυμούμαι να εγνώρισα εις την μικράν μου ηλικίαν. Έπαιζα μόνος μου, αλλά και όλοι του σπιτιού, συγγενείς και φίλοι και οι της υπηρεσίας, με την μητέρα μου επί κεφαλής, έκαναν ό,τι ημπορούσαν δια να με διασκεδάσουν.»
Το 1871 εγγράφεται πρωτοετής φοιτητής στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Δ. Καμπούρογλου σε νεαρή ηλικία. |
Το 1884 παντρεύεται την Καλλιόπη Μαράτου, με την οποία αργότερα θα αποκτήσουν τρία παιδία: τον Γρηγόρη, την Ελένη και την Τζένη.
Η δικηγορία θα τον απασχολήσει επί αρκετά χρόνια. Όμως, η ανιαρή ενασχόληση με τις δικαστικές υποθέσεις των πελατών του δεν ταίριαζε με τα πραγματικά του ενδιαφέροντα. Ο Καμπούρογλου, συμπιέζοντας τις λοιπές του δραστηριότητες, αφιερώνει τον ελεύθερο του χρόνο στη μελέτη του χαμένου παρελθόντος της Αθήνας και της Αττικής. Με ασυνήθιστη μεθοδικότητα, υπομονή και επιμονή, συλλέγει κάθε πληροφορία και στοιχείο, ανατρέχει σε κάθε πιθανή πηγή, αφιερώνει μέρες και μήνες στην προσεκτική παρατήρηση του κάθε μνημείου. Φτάνει στο σημείο να περιφέρεται από σπίτι σε σπίτι και να «ανακρίνει» τους γεροντότερους Αθηναίους της εποχής του για την παραμικρότερη πληροφορία. Δεν αρκείται στην επιφανειακή ανάλυση, αλλά προσπαθεί να διασταυρώνει το κάθε στοιχείο και να το «δένει» με τα υπόλοιπα, αρνούμενος να επαναπαυθεί στην πρόχειρη έρευνα και να ναρκισσευθεί με μια ωραία και εντυπωσιακή εικόνα της δουλειάς του. Το 1889 εκδίδει τον πρώτο από τους τρεις τόμους της "Ιστορίας των Αθηναίων", ενώ το 1890 κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος από το επίσης τρίτομο έργο του "Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων". Με τις μελέτες του αυτές, μέσα από πληθώρα χαμένων και αγνώστων έως τότε πηγών, ο Καμπούρογλου φέρνει στην επιφάνεια έναν εκπληκτικό θησαυρό από αφηγήσεις περιηγητών, ημερολόγια, χρονικά, έγγραφα, σχεδιαγράμματα, απεικονίσεις κτιρίων, λαογραφικά στοιχεία, περιγραφές, και γενικά κάθε είδους πληροφορίες σχετικά με την Αθήνα της τουρκοκρατίας, αλλά και των μεσαιωνικών ακόμα χρόνων.
Δεν ήταν αυτά τα πρώτα δημοσιευμένα έργα του Καμπούρογλου. Ήδη από το 1873 είχαν δημοσιευτεί λογοτεχνικά του δοκίμια, θεατρικά έργα, ποιήματα και διηγήματα, μερικά εκ των οποίων είχαν αποσπάσει και επαίνους ή βραβεία. Κάποιες φράσεις από εκείνα τα κείμενα του, μάλιστα, επιβιώνουν ως αποφθέγματα και στις μέρες μας, με τη γνωστή π.χ. παροιμιώδη φράση «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα» να έχει προέλθει από το ποίημα του "Ονομαχία" (πρόκειται για –πάντα επίκαιρα– σατιρικά των πολιτικών πραγμάτων της εποχής του στιχάκια):
«Δυό γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα
δίνουν κλωτσαίς συχναίς πυκναίς,
χαλούν τον κόσμο απ' τις φωνές
δαγκάνει ένας τ' αλλουνού τ' αυτιά και τη σαγόνα.
"Ποιος σούδωσε την άδεια δω μέσα να πατήσης;"
φωνάζει ο μαυριδερός.
Και απαντά ο σταχτερός:
"Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσης;"
Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι
άχυρο, βύκο και σανό,
στήσαν καυγά αληθινό
και δεν τολμά κανείς τους ούτε μεζέ να πάρη.
Κι απ' τον πολύ τον θόρυβο κι ο νοικοκύρης φτάνει,
κρατάει ρόπαλο γερό,
χωρίς να χάσει δε καιρό
τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει.
Τους φίλιωσε η δυστυχία, η πίκρα, το φαρμάκι,
ένας τον άλλον χαιρετά
λένε πως ήσαν χωρατά
κ' επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι.»
Το λογοτεχνικό του ύφος, που είχε καλλιεργηθεί μέσα από όλη αυτή τη συγγραφική ενασχόληση, φρέσκο και ξεκούραστο για τον αναγνώστη, θα αναδείξει ακόμα περισσότερο την αξία των κειμένων του και θα δέσει θαυμάσια με το μεγάλο του πάθος: τη μελέτη της Ιστορίας.
Το 1891, σε ηλικία 39 ετών, βρίσκει την ευκαιρία να ξεφύγει από τη χρονοβόρο και αδιάφορη γι' αυτόν δικηγορία και να καλύψει ταυτόχρονα και τις βιοποριστικές του ανάγκες. Προσλαμβάνεται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ενώ τον επόμενο χρόνο διορίζεται επιμελητής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Στη θέση αυτή παραμένει έως το 1904, οπότε προάγεται σε διευθυντή αυτής. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερη εργασία για τον Καμπούρογλου, που απαλλαγμένος από το άγχος του ελεύθερου επαγγελματία βρίσκεται πλέον μέσα στο στοιχείο του: χιλιάδες βιβλίων και χειρογράφων τον περιβάλλουν και τον καλούν να «βουτήξει» στις σελίδες τους. Διόλου αναπάντεχα, λοιπόν, το διορισμό του στην Εθνική Βιβλιοθήκη ακολουθεί ένας καταιγισμός από νέες μελέτες και εργασίες, ιστορικού κυρίως αλλά και λογοτεχνικού περιεχομένου. Ανέκδοτα έως τότε αρχεία, απομνημονεύματα, τοπωνυμικές αναλύσεις, λαογραφικά, βιογραφίες, μα πάνω απ' όλα ιστορικές μελέτες, εκδίδονται από τον Καμπούρογλου τα επόμενα χρόνια.
Η σταθερά υψηλή ποιότητα των έργων του, που προκύπτει μέσα από άφθονες ώρες πρωτογενούς έρευνας και σε βάθος βιβλιογραφικής διερεύνησης κάθε θέματος, τον καθιερώνει ως έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ιστορικούς της εποχής του. Σοβαρός μελετητής, ο Καμπούρογλου δε διστάζει να αναγνωρίζει τα –αναπόφευκτα, και πάντως λιγοστά– σφάλματα και παραλείψεις των μελετών του, και να τα αποκαθιστά από μόνος του, επανερχόμενος με διευκρινιστικές σημειώσεις σε μετέπειτα εργασίες του. Αν και τακτικός αρχαιοδίφης, γοητεύεται και έλκεται περισσότερο από τη σκοτεινή, υπόδουλη «παλαιότητα» παρά από την ακτινοβολούσα, πολλάκις εξυμνημένη «αρχαιότητα» της Ελλάδας. Όπως σχολίαζε: «Με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος... ...Εις ημάς η έννοια της αρχαιότητος όχι μόνον εξηφάνισε την έννοιαν της παλαιότητος, αλλά και μας ενέπνευσε και άσπονδον προς αυτήν μίσος· παλαιόν πράγμα εις την Ελλάδα δεν μένει στα πόδια του και πρώτη δουλειά του υιού που πλούτισε είναι να κρημνίση το σπίτι του πατέρα του.»
Παράλληλα με τις ιστορικές του μελέτες, εκδίδει και πλήθος λογοτεχνικών κειμένων, όπως τα "Αθηναϊκά διηγήματα", "Αι Αθήναι που φεύγουν", "Μύθοι και διάλογοι", "Αττικοί έρωτες", "Θρύψαλα". Τα τελευταία αποτελούσαν συλλογή αποφθεγμάτων που διακρίνονται για το χιούμορ και την ευστοχία τους. Να μερικά: «Ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που εξαρτάται μόνο από τις τιράντες του.», «Λέγουν αγάπησε και τρελλάθηκε ενώ έπρεπε να πουν τρελλάθηκε και αγάπησε», «Περισσότερο επικίνδυνη είναι μια σπίθα στα γεράματα παρά μια πυρκαϊά στα νειάτα», «Ο έρως δεν είναι πράγμα σύγχρονον, άλλως δεν θα τον εζωγράφιζαν με τόξον», «Η Αρχαία Ελλάς είχε πολίτας, η Ανατολή είχε όχλον, ημείς δεν έχομεν ούτε το ένα ούτε το άλλο», «Αν θέλεις να κάμης καλόν, χωρίς να μετανοήσεις, ελευθέρωσε τα πουλάκια του κλουβιού. Δεν θα σε ευχαριστήσουν, αλλ' ούτε θα σε βρίσουν καμμιά μέρα.», «Οι άνευ αξίας εκλεκτοί του λαού επιθυμούν να μένη ο λαός αμαθής· μόνον εις το σκοτάδι φαίνεται η πυγολαμπίς ότι κάτι είναι.», «Η Αγγλία έχει μιαν Κάτω και μιαν Άνω Βουλήν, ημείς έχομεν μίαν άνω κάτω» (σε αυτή τη συλλογή αποφθεγματικών ορισμών αναφέρεται και η σημείωση του στο άρθρο "Το μονοπάτι της σπηλιάς" περί «θρυψαλικού» χαρακτηρισμού της πάστρας).
Τα κείμενα του τα υπογράφει συχνά με διάφορα φιλολογικά ψευδώνυμα, όπως "Αναδρομάρης", "Απολλινάριος", "Δήμος Κάππας", "Πέτρος Κάραβος", "Ονούφριος", "Γαύρος Ορνίθης", "Παμπάλαιος", "Παχούμιος", "Τιπούκειτος", "Πέτρος Χελιδόνης". Αρθρογραφεί και σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, ενώ ήδη από το 1884 έως το 1887 είχε διευθύνει την έκδοση της εφημερίδας του πατέρα του "Εβδομάς", λογοτεχνικού και λαογραφικού κυρίως περιεχομένου.
Τα χρόνια περνούν, και το 1917, με την άρση τότε της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, ο Καμπούρογλου, σε ηλικία 65 ετών, παύεται από διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου είχε εργαστεί με ζήλο και αγάπη επί 25 χρόνια.
Μπροστά στην ιδιωτική του βιβλιοθήκη. |
Η αποπομπή του αυτή θα τον απογοητεύσει και θα τον λυπήσει. Ο Καμπούρογλου, όμως, δεν είναι ο τύπος που «τα βάφει μαύρα» με τις απογοητεύσεις, ούτε και αποδέχεται το ρόλο του συνταξιούχου που μετά τη συνταξιοδότηση του βιώνει τον ελεύθερο του χρόνο ως κενό, μαραζώνοντας και αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία. Γνήσιος φυσιολάτρης, οργώνει την Αττική με πεζοπορικές και ορειβατικές εξορμήσεις. Την επαφή με τη φύση τη βίωνε ως μυσταγωγία, απέχοντας παρασάγγας από τους «φυσιολάτρες» κυνηγούς, που με το δήθεν άθλημα τους σκοτώνουν ανυπεράσπιστα ζωάκια, και κάποιους εκδρομείς που αφαιρούν τα στολίδια του δάσους για να τα βάλουν στο σπίτι τους, αφήνοντας πίσω τους σκουπίδια. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1920 εκδίδει πρόσκληση σύστασης εκδρομικού σωματείου, τον "Οδοιπορικό Σύνδεσμο οι 12 Απόστολοι", όπως το ονόμασε, όπου οι Απόστολοι παρέπεμπαν στην έννοια της «αποστολικής» πεζοπορίας. Ο σύλλογος ιδρύεται στις 21 Μαρτίου του 1921 στην μπυραρία του "Φιξ", και σαν προορισμός της πρώτης εξόρμησης ορίζεται –ποιος άλλος;– η Πεντέλη. Παρότι ο σύλλογος αυτός προσέλκυσε σύντομα μετά την ίδρυση του πολλά νέα μέλη και είχε αρκετή επιτυχία, ο Καμπούρογλου γρήγορα θα απογοητευτεί από τον οργανωμένο εκδρομισμό και θα τον εγκαταλείψει, συνειδητοποιώντας αυτό που μάλλον ήξερε ανέκαθεν, ότι δηλαδή κάποια πράγματα δεν είναι φτιαγμένα για να τα βιώνεις μέσα από το μπουλούκι. Θα εξακολουθήσει, βέβαια, τις περιπλανήσεις του, μόνος ή παρέα με λιγοστούς και καλούς φίλους. Όπως θα εξακολουθήσει και να ασχολείται με τις μελέτες του, εκδίδοντας τα "Τοπωνυμικά παράδοξα (1920)", το "Αθηναϊκόν αρχοντολόγιον (1921)", το "Μελέται και έρευναι (1923–1926)" και πολλά άλλα, πάντα ποιοτικά έργα.
Το 1927, δέκα χρόνια μετά την αποπομπή του από την Εθνική Βιβλιοθήκη, θα έρθει η μεγάλη αναγνώριση του έργου του. Γίνεται ο πρώτος δι' εκλογής ακαδημαϊκός. Του απονέμεται, δηλαδή, η διάκριση αυτή, όχι κατόπιν επιλογής, όπως ήταν καθιερωμένο μέχρι τότε, αλλά έπειτα από ψηφοφορία των λοιπών ακαδημαϊκών. Ο ίδιος, σεμνός και «παιδί» ως τα βαθιά του γεράματα, θα δηλώσει απλά: «Εκατέβηκα τα σκαλιά της Βιβλιοθήκης για ν' ανεβώ εκείνα της Ακαδημίας». Και θα εξακολουθήσει να ανεβαίνει τα «σκαλιά». Το 1934 και 1935 διατελεί πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. |
Λίγο αργότερα, στις 19 Απριλίου του 1936, ως αναγνώριση του μεγάλου του έργου, του γίνεται μία τιμή την οποία λίγοι άνθρωποι απολαμβάνουν όσο βρίσκονται εν ζωή. Έπειτα από πρωτοβουλία επιτροπής συμπολιτών του, και με την υποστήριξη και χρηματική χορηγία του Δήμου Αθηναίων, του συλλόγου Αθηναίων, της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Βρετανογαλλικής Τράπεζας, της ένωσης θεατρικών συγγραφέων, της λέσχης επιστημόνων, της ένωσης συντακτών, αλλά και ιδιωτών, όπως ο Αντώνιος Μπενάκης (ιδρυτής του φερώνυμου μουσείου), ο Αλέξανδρος Χαλκοκονδύλης και οι Γεώργιος και Δημήτριος Σκουζές, γίνονται στην πλατεία "Φιλομούσου Εταιρίας", στην καρδιά της Πλάκας, τα αποκαλυπτήρια προτομής του.
Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Καμπούρογλου, με τον ίδιο να στέκει δίπλα, κρατώντας το καπέλο του. |
Άνθρωπος που τον απωθούσαν οι φανφάρες και οι κολακείες, ο Καμπούρογλου είχε αρχικά αρνηθεί την προοπτική αυτή όταν η επιτροπή των συμπολιτών του τον είχε επισκεφθεί για να του ανακοινώσει τις προθέσεις της, δηλώνοντας «Σας ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου. Θα επιθυμούσα όμως η προτομή μου αυτή ν' ανεγερθή μετά τον θάνατον μου.» και συμπληρώνοντας με χιούμορ, αλλά και αυτοεπίγνωση «Φοβούμαι ότι όταν κανείς μαρμαρώση, παύει να έχει θέσι στη ζωή». Τελικά, παρά τους ενδοιασμούς του, η προτομή του ανεγέρθηκε, και τη σύντομη ομιλία του ο Καμπούρογλου την έκλεισε με μία φράση του Σατωμπριάν: «Αν πρόκειται να επιζήση το όνομα μου, έγραψα αρκετά. Αν πρόκειται να λησμονηθή, πάρα πολλά.»
Διανύοντας την ένατη δεκαετία της ζωής του, βρίσκεται αντιμέτωπος με μία –συνηθισμένη δυστυχώς στη χώρα μας– τραγελαφική κατάσταση. Έχοντας διαδοθεί οι μελέτες του, διάφοροι κουτοπόνηροι προχειρολόγοι υφάρπαζαν ολόκληρα εδάφια από αυτές, τα διαστρέβλωναν κατά το δοκούν, τα «έκοβαν και τα έραβαν» στα μέτρα τους, και τα παρουσίαζαν ως καινοφανή προϊόντα υψηλής νόησης και έρευνας. Ο ακριβολόγος Καμπούρογλου, που σε όλη του τη ζωή είχε ακούραστα κοσκινίσει το κάθε στοιχείο και είχε περάσει από έλεγχο την παραμικρή πληροφορία, έβλεπε τώρα τις πηγές που με χίλιους κόπους είχε φέρει στην επιφάνεια να χρησιμοποιούνται για τη διάδοση ποικίλων ασυναρτησιών, που καμία σχέση δεν είχαν με την ιστορική αλήθεια, ήταν όμως αρεστές και βαυκαλιστικές για το αναγνωστικό κοινό. Αγανακτισμένος, δεν μπορούσε να χωνέψει την ανευθυνότητα και την επιπολαιότητα με την οποία κάποιοι κακοποιούσαν την Ιστορία και εκμεταλλεύονταν το έργο του. Σημείωνε χαρακτηριστικά σε κάποιο γράμμα του: «Εις τον χθεσινόν "Ασύρματον" εδημοσίευσα τινά περί προχειρογραφίας ως μάστιγος, ανυποφόρου πλέον. Τι δε εδιάβασα εις άλλες εφημερίδες και περιοδικά είναι αφάνταστον! Όσοι μπορείτε, πρέπει να επανορθώσετε. Βοηθώ προφορικώς. Απηύδησα πλέον να γράφω και η σχετική των ως άνω απάντησις μου, θα είναι η τελευταία μου εργασία.»
Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει σε προχωρημένη πια ηλικία. Παρά, ωστόσο, το προχωρημένο της ηλικίας του, ο Καμπούρογλου, βιώνοντας μέσα από τη βαθιά και έμπρακτη του φιλοπατρία το ελληνικό έπος του '40, χοροπηδάει σαν μικρό παιδί, ευχόμενος να ήταν και αυτός σε θέση να πολεμήσει. Σε γράμμα του στο μέτωπο της Αλβανίας, με ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 1940, γράφει: «Με χαράν και υπερηφάνειαν παρακολουθώ την δοξασμένην δράσιν σας λυπούμαι δε ότι το γήρας μου δεν μου επιτρέπει να αυξήσω κατά ένα τους προμάχους της Μεγάλης μας Πατρίδος». Σε άλλο γράμμα προτρέπει συμβολικά: «Κτυπάτε τους Πέρσας! Είναι το ωραιότερον και εθνικότερον κυνήγι.»
Οι μέρες της Γερμανο–Ιταλικής κατοχής θα τον γεμίσουν πικρία. Αυτός, που είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να αναδείξει το ψυχικό σθένος του υπόδουλου Ελληνισμού μέσα στους πέτρινους αιώνες της τουρκοκρατίας, τώρα, στα γεράματα, ζούσε την κατοχή της πατρίδας του από έναν νέο δυνάστη.
Το ακόλουθο περιστατικό, που εξιστορείται από τον συγγραφέα Τάκη Λάππα σε τεύχος του περιοδικού "Φυσιολάτρης" του 1952, αφιερωμένο στα «εκατό χρόνια του Καμπούρογλου», είχε αποτελέσει μία από τις τελευταίες πράξεις της ζωής ενός μεγάλου. Τον πρώτο καιρό της κατοχής, λοιπόν, οι Ιταλοί, επιδιώκοντας να κατευνάσουν την αντίδραση των Ελλήνων μέσα από άρθρα του προπαγανδιστικού τους περιοδικού "Κουατρίβιο", αποζητούσαν τη συνεργασία διαλεχτών Ελλήνων συγγραφέων για τη συγγραφή σχετικών άρθρων. Μερικοί συνεργάστηκαν. Κάποια στιγμή έφτασαν και στον Καμπούρογλου, που δέχτηκε ένα τηλεφώνημα με το οποίο του ανακοινωνόταν ότι την επόμενη ημέρα θα δεχόταν επίσκεψη από έναν Ιταλό αξιωματικό και το διερμηνέα του. Πράγματι, την επομένη το κουδούνι του σπιτιού του χτύπησε την προκαθορισμένη ώρα, και ο Καμπούρογλου υποδέχτηκε τους δύο επισκέπτες φορώντας μαύρα ρούχα. Ο Ιταλός αξιωματικός τού ζήτησε τη συγγραφή ενός άρθρου που θα φανέρωνε την επίδραση του ιταλικού πολιτισμού στην Ελλάδα, ή θα γινόταν εκτεταμένη αναφορά στη «βαθιά και μακραίωνη Ελληνο–Ιταλική φιλία», μη παραλείποντας να τονίσει ότι σαν ανταμοιβή τον περίμενε μια σεβαστή ποσότητα τροφίμων. Ο Καμπούρογλου ζήτησε από το διερμηνέα να μεταφέρει στον αξιωματικό ότι είχε από καιρό σταματήσει να γράφει, όμως ο αξιωματικός επέμενε. Τότε ο ιστορικός της Αθήνας, παίρνοντας ένα βαθυστόχαστο ύφος, έκανε τάχα πως σκεφτόταν και ξαφνικά είπε:
«Α, να κάτι θυμήθηκα. Έχω γράψει κάτι και εγώ για τους Ιταλούς. Αν σας κάνει, ευχαρίστως να το δημοσιεύσετε.»
Χαρούμενος ο διερμηνέας, μετέφραζε στον αξιωματικό. Και ο Καμπούρογλου συνέχισε:
«Θα σας δώσω ένα πολύ ωραίο κομμάτι. Ο τίτλος του είναι: "Πώς ο Μοροζίνης ανετίναξε τον Παρθενώνα.» (πολιορκία της Αθήνας από τους Ενετούς – κανονιοβολισμός και καταστροφή στις 26/09/1687 από τους Ενετούς του μεσαίου τμήματος του Παρθενώνα, τον οποίο οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε πυριτιδαποθήκη).
Αποσβολωμένος, ο διερμηνέας δίσταζε να συνεχίσει τη μετάφραση. Αλλά ο Καμπούρογλου, με έντεχνα χαρωπό ύφος, του έδινε θάρρος:
«Μεταφράσατε σας παρακαλώ εις τον κύριο αξιωματικό τον τίτλον του άρθρου μου. Είναι αρκετά ενδιαφέρον.»
Δαγκωμένος ο Ιταλός αξιωματικός μετά την απάντηση αυτή, έφυγε χωρίς να πει κουβέντα και δεν ξαναπάτησε ποτέ στο σπίτι του Καμπούρογλου.
Δεν πρόλαβε να δει τον τόπο που τόσο είχε αγαπήσει ελεύθερο ξανά. Έφυγε ήσυχα ένα χειμωνιάτικο πρωινό (21 Φεβρουαρίου 1942) στο σπίτι του της οδού Μακεδονίας 29.
Αυτός ήταν λοιπόν –μέσα από πολύ λίγες γραμμές– ο Καμπούρογλου (τα στοιχεία για τα προηγούμενα προέρχονται από τη βιογραφία του με τίτλο "Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, ο αναδρομάρης της Αττικής και της Αθήνας", γραμμένη από τον Δημήτριο Αλ. Γέροντα – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Ιστορικός, λογοτέχνης, λαογράφος, δημοσιογράφος, φυσιολάτρης, εκδότης, ακαδημαϊκός, μα πρώτα και πάνω απ' όλα "αναδρομάρης", άφησε πίσω του δεκάδες βιβλίων και εκατοντάδες άρθρων, όλα διαποτισμένα από το ίδιο πάθος για την αναζήτηση ενός χαμένου και ξεχασμένου παρελθόντος.
Ας ταυτίσουμε, όμως, τώρα κι εμείς το συγγραφέα με το κείμενο του άρθρου του, κι ας ακολουθήσουμε τα βήματα του –μεταφορικά και κυριολεκτικά– πίσω, στο μονοπάτι της σπηλιάς.
|