Ιανουάριος 2020
Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο, στην παρέα μάς πιάνει μια νοσταλγία για περασμένους χειμώνες στην Πεντέλη. Ήταν οι εποχές, όχι και τόσο πολλά χρόνια πριν, που οι δρόμοι πλησιάζοντας στο βουνό θύμιζαν επαρχιακές οδούς, με ελάχιστη κυκλοφορία αυτοκινήτων και πλήρη σχεδόν απουσία φαναριών. Η πλατεία Παλιάς Πεντέλης, όπου έκανε τέρμα το λεωφορείο που παίρναμε από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ήταν τα χρόνια εκείνα ερημική. Κατεβαίνοντας, το πρώτο πράγμα που σε υποδεχόταν ήταν οι μυρωδιές από τις δυο–τρεις τότε μόλις ταβέρνες, οι οποίες σου έσπαγαν τη μύτη, κι ας ήσουν βέβαιος λίγες στιγμές πριν ότι δεν πεινούσες. Ήταν μία εικόνα που ο σημερινός επισκέπτης, ερχόμενος αντιμέτωπος με το κομφούζιο από οικογένειες και παρέες που συρρέουν πλέον στην πλατεία, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, δε θα μπορούσε να διανοηθεί. Όντας πένητες φοιτητές, συνήθως αγοράζαμε πατατάκια ή μπισκότα από το περίπτερο της πλατείας, και ξεκινούσαμε. Στην αρχή, ακολουθούσαμε έναν χωματόδρομο, μετά περνούσαμε ένα γεφυράκι, και έπειτα συνεχίζαμε από ένα μονοπάτι που προχωρούσε ανάμεσα στα πεύκα. Σύντομα φτάναμε στο εγκαταλελειμμένο σπαστήριο μαρμάρου, στους πρόποδες. Αν και αντικειμενικά παρείσακτα στη φύση του βουνού, τα ερειπωμένα κτίρια, με τις ιστορίες που κουβαλούσαν, μάλλον προσέθεταν στο τοπίο, τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό μας. Λίγο αργότερα, οδηγούμασταν σε δίλημμα. Ένα τεράστιο χαραδροειδές λατομείο, το λατομείο του Πολυχρονίου, απέτρεπε τη συνέχεια προς τα μπρος. Μπορούσαμε να συνεχίσουμε την ανάβαση είτε δεξιά του, από το δεξί «ενάρετο» μονοπάτι, είτε να το παρακάμψουμε από αριστερά, ακολουθώντας το αριστερό «ολισθηρό» μονοπάτι. Συνήθως επιλέγαμε το αριστερό. Προς υπεράσπιση μας, πάντως, το αριστερό μονοπάτι ήταν πράγματι ολισθηρό, πιο μακρύ και πιο κουραστικό από ό,τι το δεξί.
Η Πεντέλη ήταν τότε δασωμένη από χαμηλά. Κοιτάζοντας τις πλαγιές έβλεπες πεύκα, όχι γυμνό έδαφος, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό είχε αντίκτυπο τόσο στην καθεαυτό εικόνα όσο και στην αίσθηση του βουνού, που έμοιαζε μεγαλύτερο και περισσότερα υποσχόμενο – πιο μυστηριακό κατά κάποιον τρόπο, καθώς τα δέντρα δεν άφηναν και πολλά να φανούν από μακριά. Έτσι, δεδομένης και της δικής μας περιορισμένης γνώσης του τόπου, κάθε λίγο κοντοστεκόμασταν για να περιεργαστούμε αρχαία λείψανα –κατά βάση, ημίεργους όγκους μαρμάρου, που με τον καιρό εξαφανίστηκαν– νεότερα σημάδια και επιγραφές, ερειπωμένες καλύβες λατόμων, ενίοτε και ευρήματα που προξενούσαν μεγαλύτερη εντύπωση, όπως σκαλισμένα σύμβολα και μικρές μαγικές γωνιές. Κοντοστεκόμασταν, βεβαίως, και για να πάρουμε ανάσα ή για να πιούμε νερό, ωστόσο, παρά την ανελέητη ανηφόρα, δε θυμόμαστε να αισθανόμαστε ποτέ κουρασμένοι, κακόκεφοι, ή να μην έχουμε διάθεση για κουβέντα.
Εκείνες τις εποχές, το να συναντούσες άλλον άνθρωπο στη σπηλιά αποτελούσε είδηση. Φτάνοντας, λοιπόν, κι εμείς –τις πρώτες φορές χανόμασταν– τη βρίσκαμε σχεδόν πάντα έρημη, με αποτέλεσμα ο χώρος να δείχνει πιο επιβλητικός αλλά και –κυρίως– πιο υποβλητικός. Κάναμε περί τη μισή ώρα για να γυρίσουμε το εσωτερικό της, ανακαλύπτοντας κάθε φορά καινούρια σημεία ενδιαφέροντος και πιάνοντας διαφορετικές συζητήσεις καθώς περιεργαζόμασταν τα τοιχώματα, την οροφή ή τα σκοτεινά ενδότερα. Βγαίνοντας τελικά έξω, νιώθαμε ότι είχαμε εκπληρώσει τον βασικό σκοπό της επίσκεψης, και πλέον μπορούσαμε να συνεχίσουμε ανάλογα με τη διάθεση μας. Συνήθως περιπλανιόμασταν προς διάφορες κατευθύνσεις, ανακαλύπτοντας καινούρια μέρη πέριξ ή και αρκετά ψηλότερα. Άλλες φορές, πάλι, σταματούσαμε κάπου έξω από τη σπηλιά και μιλούσαμε περί ανέμων, υδάτων και σπηλαίων. Υπήρχε ειδικά ένα υπερυψωμένο, αρκετά δυσπρόσιτο σημείο πάνω σε βράχους, όπου, εφόσον δε φύσαγε πολύ, καταλήγαμε συνήθως να καθόμαστε. Από αυτή τη «βίγλα» είχαμε πανοραμική θέα μεγάλου μέρους του βουνού, της πόλης χαμηλότερα, αλλά και του χωματόδρομου που οδηγεί στη σπηλιά. Μπορούσαμε να περνάμε ώρες εκεί, μιλώντας, ρεμβάζοντας, ή και δείχνοντας ο ένας στον άλλο μορφές που βλέπαμε να σχηματίζονται τυχαία στο ανάγλυφο των βράχων. Δεκαετίες αργότερα, πολλά χρόνια αφότου είχαμε καθίσει εκεί για τελευταία φορά, βρήκαμε στο σημείο σκαλισμένη μία σπείρα.
Ο βασικότερος, όμως, λόγος για τον οποίο προτιμούσαμε το συγκεκριμένο σημείο ήταν το εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα. Λένε ότι τα ομορφότερα δειλινά μπορεί κανείς να τα αντικρίσει από μέρη παραθαλάσσια, όπου ο ήλιος βουτάει και χάνεται χαμηλά, στη γραμμή μεταξύ θάλασσας και ουρανού. Λάθος· την πιο μαγική δύση την προσφέρουν οι ψηλοί τόποι των βουνών.
Αυτή ήταν και η ώρα που συνήθως αποφασίζαμε ότι είχε φτάσει η στιγμή της αναχώρησης. Συνειδητοποιούσαμε πολλές φορές τότε ότι από ώρα κρυώναμε, μιας και σπανίως ήμασταν κατάλληλα ντυμένοι για το κρύο της Πεντέλης. Γενικά, ελάχιστα μας απασχολούσαν θέματα όπως το κατάλληλο ντύσιμο, το αν είχαμε μαζί νερό, ή το αν είχαμε πάρει φωτογραφική μηχανή. Υποτίθεται ότι κάναμε έρευνα, και πράγματι κάναμε, όχι όμως με τον τρόπο που θα φανταζόταν κανείς. Μάλλον κι εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν σίγουροι τι ακριβώς κάναμε, αισθανόμασταν όμως πως, ό,τι κι ήταν αυτό, ήταν όμορφο και γνήσιο.
Η κατάβαση γινόταν σχεδόν πάντα από τον αρχαίο δρόμο μεταφοράς μαρμάρου. Η κοκκινο–πορτοκαλί λάμψη του δύοντος ήλιου δημιουργούσε παιχνιδίσματα φωτός με τα κλαδιά των πεύκων της διαδρομής, ενώ σε αρκετούς κορμούς διατηρούνταν σκουριασμένα τενεκεδάκια, που κάποτε είχαν προσαρμόσει παλιοί ρετσινάδες για να συλλέγουν ρητίνη. Φτάνοντας στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης, τις περισσότερες φορές είχε βραδιάσει. Οι μυρωδιές ήταν πάντα εκεί, πιο γαργαλιστικές τώρα, όμως εμείς είχαμε πλέον χορτάσει τη βασική μας πείνα. Ακολουθούσε νυχτερινή διαδρομή με το λεωφορείο μέσα στα φώτα της πόλης. Εκείνες οι βραδιές δεν τελείωναν ποτέ έτσι απλά· συχνά ακολουθούσε βιβλιοανάγνωση, σπανιότερα βλέπαμε κάποια ταινία, ενώ άλλες φορές μέναμε να συζητάμε ως τις πρώτες πρωινές ώρες, υπό τους ήχους κατάλληλης μουσικής υπόκρουσης.
Όλα αυτά μοιάζουν σήμερα με αναμνήσεις από ένα διαφορετικό βουνό. Ναι, σύμφωνοι, εμείς έχουμε αλλάξει, η εποχή έχει αλλάξει, η χιλιετία έχει αλλάξει. Όμως, και η Πεντέλη έχει αλλάξει. Δεν είναι μόνο οι πυρκαγιές και η γενικότερη αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, είναι η αίσθηση του βουνού, που από άδηλο και απόμακρο έχει μετατραπεί σε αστικό πάρκο, γυμνό από δέντρα και περικυκλωμένο από έναν κλοιό «αξιοποίησης» που όλο σφίγγει. Είναι περίπου αδύνατο πλέον να ανηφορίσεις την Πεντέλη δίχως να διασταυρωθείς με ανθρώπους και τροχοφόρα. Η δε σπηλιά είναι τις περισσότερες φορές κατειλημμένη από αναρριχητές ή άλλους επισκέπτες, που συχνά ρυπαίνουν ή/και ηχορυπαίνουν. Δύσκολα μπορεί πια κανείς να βρει το χώρο έρημο, κι ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, τα ίχνη πρόσφατης ανθρώπινης παρουσίας βρίσκονται διάσπαρτα παντού.
Δεν είναι ότι υπάρχει κάποιος φταίχτης σε όλα αυτά. Και, προφανώς, οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα να βρίσκεται σε έναν δημόσιο χώρο όσο οποιοσδήποτε άλλος. Είναι η φορά των πραγμάτων που έχει οδηγήσει στη συγκεκριμένη εξέλιξη, και για το ορατό μέλλον τουλάχιστον δε φαίνεται κάτι που θα μπορούσε να ανακόψει την επιτάχυνση της. Όσο οι πόλεις εξαπλώνονται, τόσο οι άνθρωποι θα επιζητούν κάποιου είδους φυγή από αυτές, και όσο οι άνθρωποι επιζητούν φυγή, τόσο οι πόλεις θα εξαπλώνονται. Μέρη όπως τα βουνά, και μάλιστα τα περιαστικά, δε θα ήταν δυνατόν να μείνουν ανεπηρέαστα.
Τελικά, είναι η φυσιογνωμία του τόπου που αλλάζει, και αυτό δε θα μπορούσε να αποτραπεί όσες προσπάθειες ανάπλασης και αν γίνονταν, όσα νέα πεύκα κι αν φυτεύονταν. Δεν υπάρχει τίποτα –κίνημα, ρεύμα, μουσικό συγκρότημα, τόπος, τέχνη, ιδεολογία– που να μην αλλοιώνεται όταν εκτίθεται στη μαζικότητα, και η αλλοίωση αυτή τείνει συνήθως προς τον εκφυλισμό. Οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Ακρόπολη, κι ούτε σκοπεύουν να την επισκεφθούν. Στο άκουσμα και μόνο της λέξης, οι εικόνες που ξεπηδούν στο μυαλό τους περιλαμβάνουν τουρίστες, πολυκοσμία, ουρές, σουβενίρ. Πόσο διαφορετικά θα αισθάνονταν, όμως, αν τα ίδια ερείπια τα αντίκριζαν για πρώτη φορά σε έναν τόπο απομονωμένο, μακριά από ανθρώπους;
Και πάλι, τη μετάλλαξη δεν την επιφέρουν οι επισκέπτες, αλλά ο αριθμός των επισκεπτών. Πέρα από ένα σημείο, όλες οι ποσοτικές διαφορές γίνονται ποιοτικές. Δεν μπορείς να περιμένεις από ένα μονοπάτι να παραμείνει μονοπάτι όταν οι περαστικοί που διέρχονται από αυτό αυξάνονται καθημερινά. Το μονοπάτι θα γίνει χωματόδρομος, κι ο χωματόδρομος θα γίνει άσφαλτος, με διακλαδώσεις, οδικά σήματα και ονόματα οδών. Τελικά, κάτι που κάποτε βρισκόταν «αλλού» θα ενταχθεί στον κόσμο της καθημερινότητας και θα γίνει μέρος του.
Τέλος πάντων. Αν η Πεντέλη αποτελεί έναν ιδιαίτερο τόπο, αν η σπηλιά συνιστά κάποιου είδους επίκεντρο, μένει να δούμε –όχι εμείς, εκείνοι που ενδεχομένως θα διαβάζουν όλα αυτά στο μέλλον– την πορεία τους στο χρόνο και το ρόλο τους στις υποθέσεις των ανθρώπων, όταν πια θα έχουν ενταχθεί για τα καλά στον αστικό ιστό. Γιατί, υπενθυμίζουμε, η σπηλιά έχει υπάρξει διαδοχικά λατομείο των μαρμάρων του Παρθενώνα, μεσαιωνική μονή, χώρος τέλεσης ορχηστρικών συναυλιών, πεδίο εκτεταμένων στρατιωτικών έργων, αλλά και επίκεντρο παράξενων συμβάντων/διηγήσεων.
Από την πλευρά μας, δεν μπορούμε να μη νιώθουμε έντονη νοσταλγία όταν θυμόμαστε την Πεντέλη εκείνων των περασμένων χειμώνων, και να μη μακαρίζουμε όσους είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν σε εποχές ακόμη παλιότερες, τότε που η Αθήνα δεν ήταν παρά ένα μακρινό χωριό, και στις πλαγιές του βουνού ζούσαν λύκοι. Μας έρχεται πάντα κατά νου τότε ένα παλιό, μικρό διήγημα του Λόρδου Dunsany, με τίτλο "Το Φάντασμα της Κοιλάδας" – "The Ghost of the Valley". Πάντως, εξακολουθούμε να ανηφορίζουμε την Πεντέλη σαν παρέα – πολύ πιο αραιά, αλλά εξακολουθούμε. Στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης μάς υποδέχονται πάντα οι ίδιες μυρωδιές από τις ταβέρνες, μόνο που πλέον τις έχουμε μπουχτίσει. Κατά βάθος, μας λείπουν τα μπισκότα που αγοράζαμε κάποτε από το περίπτερο (ήταν τα "Παπαδοπούλου" με γέμιση πορτοκάλι και επικάλυψη σοκολάτας από τη μία πλευρά). Και στη σπηλιά, ακόμα βλέπουμε εκείνες τις μορφές στους βράχους.
Το Φάντασμα της Κοιλάδας
Πήγα για έναν περίπατο ένα απόγευμα, κάτω από γέρικες ιτιές, των οποίων οι κουτσουρεμένοι κορμοί έγερναν πάνω από ένα μικρό ποταμάκι. Μια ομίχλη κάλυπτε το ποταμάκι, και γέμιζε την κοιλάδα πολύ πάνω από τις κορυφές των ιτιών, κρύβοντας ως και τα ριζά των λόφων. Ακόμη ψηλότερα, είδα να ξεκορφίζει μια νεφελώδης στήλη, με την κεφαλή της πάνω από το επίπεδο των πρασινισμένων λόφων, εκεί που τερμάτιζαν στις παρυφές του σκουρόχρωμου δάσους. Τόσο παράξενη φαινόταν εκεί, μες στην αχλύ του δειλινού, που πλησίασα για να τη δω – κάτι που δεν μπορούσα να κάνω με ευκρίνεια από εκεί που βρισκόμουν, καμιά εκατοστή γιάρδες μακριά, εξαιτίας της ομίχλης. Όσο πλησίαζα, και η ομίχλη ανάμεσα μας λιγόστευε, την έβλεπα όλο και πιο καθαρά, ώσπου έφτασα να στέκομαι κάτω από την ψηλή αυτή, διάφανη μορφή.
Ένα–ένα, φώτα άρχισαν να ανάβουν εκεί που πριν δεν υπήρχαν, γιατί ήταν η ώρα που στα αγροτόσπιτα έβλεπαν τον ερχομό της νύχτας, και η λάμψη από τα φωτισμένα, σαν άνθη, παράθυρα εδώ κι εκεί πρόσθετε ομορφιά και μυστήριο στο λυκόφως. Στη μεγάλη μοναξιά, εκεί, χωρίς κανέναν να μιλήσω, στεκόμενος μπροστά σε εκείνη την πανύψηλη ομιχλώδη μορφή που ήταν τόσο μοναχική όσο εγώ, θα ήθελα να της μιλήσω. Και μετά μου ήρθε η περίεργη σκέψη "γιατί όχι;" Δεν υπήρχε κανένας άλλος να με ακούσει εκεί, και ούτε χρειαζόταν να μου απαντήσει.
Έτσι, είπα "τι είσαι;" Κι ήταν τόσο χαμηλόφωνη και διαπεραστική η απάντηση, που στην αρχή νόμισα ότι ήταν πουλιά στις καλαμιές και το νερό που μιλούσαν. "Ένα φάντασμα" φάνηκε να έλεγε. "Τι;" είπα. Και τότε, πιο καθαρά, είπε "δεν έχεις ξαναδεί φαντάσματα ποτέ;"
Είπα ότι δεν είχα ξαναδεί ποτέ, και φάνηκε να χάνει το ενδιαφέρον του για μένα. Για να ξανακερδίσω την προσοχή του, ει δυνατόν, είπα ότι κάποιες φορές είχα δει παράξενα πράγματα στο λυκόφως, τα οποία πολύ πιθανόν να ήταν φαντάσματα, αν και τότε δεν το ήξερα. Φάνηκε σαν η ψηλή γκρίζα μορφή να ξαναπύκνωνε ελαφρώς, σαν το χαμένο της ενδιαφέρον να επανερχόταν σταδιακά. Και σε τόνο που ακουγόταν περιφρονητικός για την άγνοια μου, είπε "πιθανότατα ήταν".
"Και εσύ;" ρώτησα πάλι.
"Είμαι το φάντασμα αυτής της κοιλάδας" είπε.
"Ανέκαθεν;" ρώτησα.
"Όχι ανέκαθεν, κάτι περισσότερο από χίλια χρόνια. Πατέρας μου ήταν ο καπνός ενός από εκείνα τα αγροτόσπιτα, και μητέρα μου, η ομίχλη πάνω από το ποταμάκι. Εκείνη, φυσικά, βρισκόταν εδώ από πάντα."
Ήταν παράξενο να ακούω μια τέτοια ψηλή φιγούρα να μιλάει με τόσο ψιλή φωνή. Αν υπήρχε καμιά νερόκοτα να κακαρίζει κοντά μου, θα σκέπαζε τη φωνή του φαντάσματος, η οποία μόλις που ακουγόταν να ξεχωρίζει από το κελάρυσμα του νερού, πέρα μακριά.
"Πώς ήταν σ' αυτη την κοιλάδα όταν εσύ ήσουν νέο;" ρώτησα.
Για λίγο, η ψηλή μορφή έμεινε σιωπηλή, μοιάζοντας να γυρνάει αργά το κεφάλι, σαν να κοίταζε απ' άκρη σ' άκρη την κοιλάδα. "Οι κορυφές των ιτιών δεν ήταν κομμένες, αλλά αυτό συνέβαινε όταν ήμουν πολύ νέο. Λίγο αργότερα, τις έκοψαν. Δεν υπήρχαν τόσα πολλά αγροτόσπιτα, ούτε κατά προσέγγιση τόσο πολλά, και αρχικά είχαν όλα αχυροσκεπές. Άναβαν τις φωτιές τους τα απογεύματα, όλο το φθινόπωρο. Η μητέρα μου αγαπούσε το φθινόπωρο· είναι για μας ό,τι η άνοιξη για εσάς. Ο πατέρας μου υψώθηκε μέσω μίας από τις καμινάδες, ψηλά πάνω από την αχυροσκεπή, τον παρέσυρε ο άνεμος, και έτσι γνωρίστηκαν. Θυμόταν τις κουβέντες που γίνονταν στις παραστιές παλιά, αλλά μόνο λίγους αιώνες παραπάνω από χίλια χρόνια. Η μητέρα μου μπορεί να θυμάται από πάντα. Θυμάται όταν δεν υπήρχαν καλύβες εδώ, ούτε και άνθρωποι. Θυμάται τι υπήρχε, και ξέρει τι θα επακολουθήσει."
"Δε θέλω να ακούσω γι' αυτό" είπα.
Κάτι σαν καγχασμός γέλιου φάνηκε να ξεφεύγει από το φάντασμα. Ίσως, όμως, και να ήταν το κρώξιμο από πάπιες πέρα μακριά, που αναχωρούσαν εκείνη την ώρα.
"Εσύ, το ίδιο, τι κάνεις;" ρώτησα.
"Παρασύρομαι, όποτε φυσάει άνεμος, όπως εσείς" είπε.
"Παρασυρόμαστε! Εμείς δεν παρασυρόμαστε, έχουμε τις τακτικές μας." Ετοιμαζόμουν να τις εξηγήσω στο φάντασμα, όταν με διέκοψε.
"Όλοι σας παρασύρεστε από τους ανέμους ανήμποροι. Εσύ και οι φίλοι σου και οι εχθροί σου."
"Εύκολο το 'χεις να επικρίνεις" απάντησα.
"Δεν επικρίνω. Είμαι εξίσου ανήμπορο. Παρασέρνομαι από δω κι από κει με κάθε άνεμο. Δεν μπορώ να ελέγξω τους ανέμους περισσότερο απ' ό,τι εσείς μπορείτε να αλλάξετε τη μοίρα."
"Ανοησίες" είπα. "Είμαστε οι κυρίαρχοι της Δημιουργίας. Έχουμε κάνει πολλές εφευρέσεις που εσύ δε θα καταλάβαινες ποτέ, εκεί κάτω, δίπλα στο ποτάμι σου και τον καπνό από τα αγροτόσπιτα."
"Είστε, όμως, αναγκασμένοι και να ζείτε μαζί τους."
"Και εσύ;" ρώτησα.
"Φεύγω."
"Γιατί;" το ρώτησα.
"Οι καιροί αλλάζουν" είπε. "Οι παλιές παραστιές αλλάζουν και δηλητηριάζουν το ποτάμι, κι ο καπνός από τις πόλεις είναι βλαβερός, όπως και το ψωμί σας. Φεύγω μακριά, σε μονόκερους, γρύφωνες και φτερωτούς δράκους."
"Μα, υπάρχουν τέτοια πράγματα;" ρώτησα.
"Υπήρχαν κάποτε" απάντησε.
Όμως, είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου με το να δέχομαι διάλεξη από ένα φάντασμα, και κρύωνα λίγο με την καταχνιά.
"Φαντάσματα υπάρχουν;" ρώτησα.
Ένας άνεμος φύσηξε τότε, και το φάντασμα ξαφνικά χάθηκε.
"Υπήρχαμε κάποτε" αναστέναξε απαλά.
Φεβρουάριος 2017
Μόνο ένας μαζοχιστής θα επέλεγε να ανέβει την Πεντέλη καταμεσήμερο Ιουλίου, μέσα στο λιοπύρι. Ούτε ένας μαζοχιστής, όμως, δε θα το έκανε χωρίς καμία προστασία από τον ήλιο, φορώντας μαύρο πουκάμισο και μπότες, φορτωμένος στην πλάτη ένα σακίδιο με διάφορα συμπράγκαλα και τρία λίτρα νερό.
Κάτι τέτοιο σκεφτόμουν το μεσημέρι της 23ης του περασμένου Ιουλίου, καθώς είχα ξεκινήσει να ανηφορίζω υπό αυτές ακριβώς τις συνθήκες τα μονοπάτια του βουνού. Είχα φτάσει εκεί σκοπεύοντας αρχικά να περπατήσω ως τη σκήτη των Αγίων Ασωμάτων, σε μια πλαγιά περί το ένα χιλιόμετρο ανατολικά της σπηλιάς, όμως η θέα των ψηλότερων περιοχών με είχε κάνει να αλλάξω γνώμη (λεπτομερής περιγραφή μαζί με πλούσιο φωτογραφικό υλικό για τη σκήτη των Αγίων Ασωμάτων παρατίθεται από τον «ΟΡΕΣΙΒΙΟ» στο ηλεκτρονικό βιβλίο "ΠΕΝΤΕΛΗ από τους βυζαντινούς χρόνους έως τη σύγχρονη εποχή – μέρος Β", σελ. 134 – https://www.iranon.gr/PO/penteli2.pdf). Ούτως ή άλλως, σκόπευα να κάνω μια τέτοια εξόρμηση εκείνες τις μέρες. Το να ανηφορίζω μία φορά κάθε καλοκαίρι ως τα ψηλότερα μέρη της Πεντέλης μες στο καταμεσήμερο ήταν για μένα ιεροτελεστία και παράδοση μαζί, που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Πάντα ένιωθα ότι οι ώρες του μεσημεριού, ειδικά του παρατεταμένου καλοκαιριάτικου μεσημεριού, είχαν κάτι το «εσωτερικό». Και μου άρεσε η ιδέα της ανάβασης τέτοιες ώρες υπό τον αιώνιο ήλιο, εκτεθειμένος στις ακτίνες του, σε ένα απαστράπτον βουνό. Ένας δερματολόγος θα έφριττε. Ένας ψυχίατρος ίσως εκδήλωνε ενδιαφέρον.
Τώρα, λοιπόν, βρισκόμουν να ανηφορίζω με αργό βήμα και στάλες ιδρώτα να στάζουν από το μέτωπο μου, σταματώντας ανά διαστήματα για να πίνω νερό.
Τα τοπία γύρω μου ήταν γνώριμα και χιλιοειδωμένα, όμως υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες έμοιαζαν διαφορετικά. Το μάρμαρο είναι κρυσταλλικό πέτρωμα, που αντανακλά το φως – εξ ου και το αρχαιοελληνικό «μάρμαρος», που σήμαινε «λαμπερός λίθος». Ειδικά το λευκό μάρμαρο της Πεντέλης, με την ιδιαίτερη μικροκρυσταλλική του δομή, χαρακτηρίζεται από αυξημένη λαμπρότητα. Έτσι, στο φως του μεσημεριάτικου ήλιου του Ιουλίου, τα μέτωπα των λατομείων, αλλά και κάθε ένα από τα απειράριθμα μικρά ή μεγάλα θραύσματα μαρμάρου του βουνού, έλαμπαν. Κοιτάζοντας τα, σκεπτόμουν ότι τα ασβεστολιθικά πετρώματα, από τα οποία σχηματίζεται το μάρμαρο, είναι ιζηματογενή, με σύσταση κυρίως από κελύφη και σκελετούς θαλάσσιων μικροοργανισμών. Γεγονός που σήμαινε ότι αυτό που έβλεπα ήταν στην πραγματικότητα συσσωματώσεις από όστρακα και κοράλλια, τα οποία είχαν ζήσει σε εποχές ανείπωτα παλιές, και έπειτα, επί περιόδους εκατομμυρίων ετών, είχαν εκτεθεί σε τεκτονικές συνθήκες αυξημένης πίεσης και θερμοκρασίας.
Οι συνειρμοί αυτοί διακόπηκαν καθώς συνειδητοποίησα ότι την κατάσταση «ζέστη – ανηφόρα» επιχειρούσα στο μυαλό μου να την παραφράσω σε «ήλιο – χρόνο», και ότι ο τελευταίος συνδυασμός αποτελούσε σταθερή υπόκρουση των σκέψεων σε όλες μου τις μοναχικές βόλτες στο βουνό. Αλλά, και αυτές οι σκέψεις διακόπηκαν όταν πρόσεξα, σε μια εσοχή του εδάφους, ανάμεσα σε πέτρες και βράχους, μία μηλιά που φαινόταν να έχει μήλα.
Πουλιά πέταξαν ενοχλημένα μακριά καθώς πλησίασα, για να διαπιστώσω ότι το δέντρο είχε πράγματι πάνω του μερικά μήλα, μάλλον άωρα όμως. Έκοψα ένα και δοκίμασα. Ήταν κάπως στυφό και σκληρό, ωστόσο, στην ανελέητη ζέστη και με το σώμα μου να έχει χάσει ηλεκτρολύτες μέσω του ιδρώτα, μου φάνηκε θαυμάσιο. Σίγουρα, ήταν πολύ πιο νόστιμο από κάθε καλογινωμένο, καλοκαθαρισμένο μήλο που είχα δοκιμάσει ποτέ μέσα στο σπίτι μου.
Ξεκουράστηκα για λίγο στη μικρή πράσινη γωνιά, που με το χορτάρι και τη σκιά της λειτουργούσε ως όαση στο τραχύ τοπίο, και ξεκίνησα πάλι. Σύντομα έφτασα στο «μεγάλο προαύλιο» (http://www.goodreads.com/book/show/15706677 – http://mysite.du.edu/~treddell/3780/Simak_The-Big-Front-Yard.pdf), ένα εκτεταμένο πλάτωμα ανάμεσα σε αρχαία και νεότερα λατομεία.
Με υποδέχτηκε μία καλύβα, στην οποία κατά το παρελθόν είχα περάσει αρκετές ώρες, όμως τον χειμώνα του 2014 είχε γκρεμιστεί.
Προχωρώντας στο πλάτωμα, υπήρχαν γιγάντιοι κομμένοι βράχοι, χαλάσματα κτισμάτων, επιφάνειες μαρμάρου με ίχνη αρχαίας λατόμησης, αλλά και ασυνήθιστες θέες προς το βουνό και την πόλη. Πάντα ένιωθα αισιοδοξία στο μέρος αυτό και πάντα αναδυόταν μέσα μου μια παιδικότητα, ίσως λόγω της τεράστιας άπλας, που ήταν όλη δική μου, καθώς δεν είχε τύχει να συναντήσω ποτέ κανέναν εκεί.
|
|
|
Παρέμεινα αρκετή ώρα πηγαινοερχόμενος ανάμεσα σε διάφορα σημεία ενδιαφέροντος προτού τελικά ξεκινήσω να ανηφορίζω πάλι, ακολουθώντας μονοπάτια, παλιούς λατομικούς δρόμους, ή και κόβοντας απευθείας μέσα από πλαγιές, όπου χρειαζόταν.
Όλο αυτό το διάστημα, πάνω από το κεφάλι μου περνούσαν αεροπλάνα που απογειώνονταν από το παρακείμενο διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας. Κάποια από αυτά τα φωτογράφιζα υπό μεγέθυνση, προσπαθώντας μετά, από τα διακριτικά τους, να μαντεύω προς τα πού μπορεί να κατευθύνονταν. Εκείνοι πετούσαν, εγώ ανηφόριζα με τα πόδια, αλλά δε ζήλευα. Εγώ ήμουν πιο ελεύθερος.
Ήταν καθώς τραβούσα μια τέτοια φωτογραφία, που το βλέμμα μου έπιασε κάτι ενδιαφέρον σε ένα ύψωμα δίπλα σε ένα χάλασμα, λίγο μακρύτερα από το σημείο όπου στεκόμουν. Πλησιάζοντας, διαπίστωσα ότι δεν είχα κάνει λάθος. Υπήρχαν εκεί κάμποσοι πυργίσκοι από πέτρες, στημένοι σε μικρές αποστάσεις ο ένας από τον άλλο. Στις δεκαετίες των περιπλανήσεων μου στην Πεντέλη, είχα συναντήσει πολλούς τέτοιους πύργους, διαφόρων μεγεθών και τεχνοτροπιών. Ειδικά στην ερημιά των πιο απόμερων περιοχών, οι ψιλόλιγνοι αυτοί σχηματισμοί δημιουργούσαν μερικές φορές μια παράξενη αίσθηση, λες και, κατ' επέκταση της μορφής τους, μάρκαραν τον τόπο με κάποιου είδους προσωπικότητα.
Μέτρησα καμιά δεκαριά στο συγκεκριμένο ύψωμα και λίγο χαμηλότερα, απ' όπου διακρινόταν σε κοντινή απόσταση και η σκήτη των Αγίων Ασωμάτων, αρχικός προορισμός της εξόρμησης.
Επέστρεψα στην ανηφόρα μου. Τώρα περπατούσα πιο άνετα, χωρίς να λαχανιάζω και με το σώμα μου να έχει γενικά προσαρμοστεί. Σε αυτό βοηθούσε και ο ήλιος, που είχε χαμηλώσει στον ουρανό, καθώς η μέρα είχε προχωρήσει και πλέον ήταν απόγευμα.
Κατευθυνόμουν προς το διάσελο νοτιοανατολικά της κορυφής. Κόντευα πια, απείχα γύρω στα πέντε λεπτά, ενώ αριστερά μου μπορούσα να διακρίνω καθαρά τις εγκαταστάσεις της περιφραγμένης και απαγορευμένης κορυφής του βουνού.
Φτάνοντας τελικά στο διάσελο, απηύθυνα νοερό χαιρετισμό σε μια σειρά από παλιές καλύβες λατόμων. Στον τοίχο μίας από αυτές διακρίνονταν μισοσβησμένα ακατανόητα σύμβολα, σαν γραφή, τα οποία είχα πρωτοδεί πέντε – έξι χρόνια πριν. Ολοφάνερα, δεν ήμουν ο μοναδικός τρελός που σύχναζε στην Πεντέλη.
Λίγο πιο πέρα, με περίμενε η ανταμοιβή που το μέρος επεφύλασσε σε όποιον αποφάσιζε να ανέβει ως εκεί: μια πανοραμική θέα του Διονύσου, του Μαραθώνα, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας, του κόλπου των Πεταλίων, αλλά και της Νότιας Εύβοιας.
Φύσαγε ένα δροσερό αεράκι, του οποίου η δροσιά συνδυαζόταν ιδανικά με τη θέα της θάλασσας στο βάθος. Ήταν ό,τι έπρεπε για μένα εκείνη την ώρα, όμως δεν έμεινα πολύ. Είχα ρεμβάσει αρκετές φορές από το συγκεκριμένο σημείο στο παρελθόν, και σε κάθε περίπτωση με ενδιέφερε περισσότερο το ίδιο το βουνό παρά η θέα του. Κατέβηκα, λοιπόν, λίγο χαμηλότερα, σε ένα λατομείο που μου δημιουργούσε την εντύπωση του πιο πετρώδους, πιο γυμνού και πιο ερημικού της Πεντέλης.
Θυμήθηκα ιστορίες, και για λίγο πήγα να παρασυρθώ πάλι σε σκέψεις μεταξύ ήλιου και χρόνου, καθώς κοίταζα τη σκιά μου να σχηματίζεται σε απόσταση απέναντι μου.
Ήταν αυτή η εικόνα που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι είχα καθυστερήσει.
Η εξόρμηση δεν ήταν χωρίς σκοπό. Εννέα χρόνια πριν, Ιούλιο του 2007, είχα τραβήξει μία φωτογραφία σε χαμηλότερο σημείο του βουνού, όπου, δίπλα σε ερείπια παμπάλαιων κτισμάτων, ο ήλιος, καθώς έδυε, φαινόταν να περνάει μέσα από μία σχισμή μεταξύ δύο μεγάλων όγκων βράχου. Αρχικός μου προγραμματισμός ήταν, επιστρέφοντας από τους "Άγιους Ασώματους", να βρεθώ στο ίδιο σημείο την ίδια περίπου ώρα, Ιούλιο μήνα και πάλι, προκειμένου να τραβήξω την ίδια φωτογραφία σε μεγαλύτερη ανάλυση, με καλύτερη πλέον φωτογραφική μηχανή. Και, μπορεί να είχα ματαιώσει την επίσκεψη στη σκήτη των Αγίων Ασωμάτων, σκόπευα όμως να τραβήξω εκείνη τη φωτογραφία, που συνδεόταν με πολλές αναμνήσεις.
14/07/2007 – 20:16 |
Ξεκίνησα να κατηφορίζω βιαστικός, εκνευρισμένος και απορημένος με τον εαυτό μου για το πώς την είχα πατήσει και ξεχαστεί έτσι.
Η κατάβαση ήταν πάντα το καλύτερο κομμάτι τέτοιων εξορμήσεων, καθώς κανείς μπορούσε, χαλαρώνοντας από την προσπάθεια της ανάβασης και έχοντας τη βαρύτητα σύμμαχο πλέον, να απολαύσει τη θέα, να χαζέψει εδώ κι εκεί και να ξεχαστεί στις σκέψεις του. Αντί γι' αυτό, εγώ τώρα κατηφόριζα κακήν–κακώς, προσπερνώντας βιαστικός σημεία που θα ήθελα να περιεργαστώ, όμως δεν είχα το χρόνο.
Πλησίαζα πια, σκεπτόμενος ότι μάλλον θα τα κατάφερνα.
Έστριψα αριστερά σε μια καλύβα, ανέβηκα μια ανηφορίτσα και...
23/07/2016 – 20:27 |
Δεν είχα προλάβει. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει, και μόνο η λάμψη του είχε απομείνει να περνάει πια ανάμεσα από τους βράχους. Στάθηκα εκεί, μη πιστεύοντας ότι περιφερόμουν αμέριμνος επί τεσσερισήμισι ώρες στο βουνό, για να χάσω τελικά παρά λίγα λεπτά εκείνο για το οποίο είχα ξεκινήσει. Έμεινα να κοιτάζω τον ουρανό του δειλινού πριν συνειδητοποιήσω τι πραγματικά συνέβαινε. Όλη αυτή την ώρα, από το ξεκίνημα ακόμα της βόλτας, μεταφορικά στην αρχή και κυριολεκτικά στα τελευταία βήματα, κυνηγούσα τον ήλιο και το χρόνο. Νόμιζα ότι άλλαζα σκέψεις κάθε φορά και ότι έστρεφα την προσοχή μου άλλου, όμως στην πραγματικότητα απλώς άλλαζα οπτική. Η φωτογραφία, βασικό αντικείμενο της όλης εξόρμησης, ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια αποτύπωσης ήλιου και χρόνου. Και τελικά, στη φωτογραφία αλλά και μέσα μου, ο ήλιος ήταν χρόνος και ο χρόνος ήταν ήλιος.
Κατηφόριζα πάλι, πιο ήρεμος τώρα και με καλύτερη διάθεση. Δεξιά μου, ο ήλιος έδυε πίσω από βουνά.
Λίγο αργότερα, μόνο η λάμψη του είχε απομείνει στο βάθος του ορίζοντα.
Αισθανόμουν όμορφα, παρά την προηγούμενη ήττα και το γεγονός ότι κάθε μου άρθρωση είχε και μια ιστορία πόνου να διηγηθεί. Ένιωθα ότι είχα βρει μέρος της απάντησης στο γιατί επέμενα, χρόνια τώρα, να ανηφορίζω την Πεντέλη, και γιατί, άσχετα με τη διάθεση και τις συνθήκες υπό τις οποίες ξεκινούσα, κάθε φορά κατηφόριζα χωρίς να το έχω μετανιώσει.
Λίγο πιο κάτω από τη σπηλιά, με περίμενε το αυτοκίνητο μου. Μπαίνοντας μέσα, έριξα μια ματιά στον καθρέφτη. Το πρόσωπο εκεί ήταν αναμαλλιασμένο και κοκκινισμένο, με κοκκινισμένα επίσης μάτια από τον άφθονο ιδρώτα. Παρόλα αυτά, με κοίταζε με μια παράξενη ζωντάνια, ίσως και κάπως υπαινικτικά. Συνοφρυώθηκα, αλλά το ίδιο έκανε κι εκείνο. Το κοίταξα και με κοίταξε μες στα μάτια, σαν να ήξερε τα πάντα για μένα, ακόμη και πράγματα που εγώ δε γνώριζα. Τον επόμενο Ιούλιο, σκέφτηκα, και ξεκίνησα για το σπίτι μου.
«Ίρανον»
|