Ποιο είναι το κυριότερο συστατικό μιας πόλης;
Τα κτίρια.
Τα κτίρια αντιστοιχούν στη βασική μονάδα της πόλης και ταυτόχρονα στο πιο χαρακτηριστικό της γνώρισμα, αφού, εξ ορισμού, πολλά κτίρια ίσον πόλη, και πόλη ίσον πολλά κτίρια, με το «πολλά» να κυμαίνεται ανάλογα με τον τόπο και την ιστορική περίοδο. Από πολλές απόψεις, τα κάθε είδους αστικά οικοδομήματα θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με τα εξειδικευμένα κύτταρα ενός πολυκύτταρου οργανισμού που μετασχηματίζεται διαρκώς. Και, αν κανείς αντέτεινε ότι σε αντίθεση με τα κύτταρα εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ζώσες δομές, τα κτίρια, με τη σειρά τους, διαπνέονται κι αυτά από μια δική τους ζωή.
Στη μεγάλη τους πλειονότητα, πρόκειται για κατοικίες ή, ιδίως από τον 20ο αιώνα και μετά, πολυ–κατοικίες. Οι διαστάσεις, η κατασκευή, τα αρχιτεκτονικά και λοιπά τους χαρακτηριστικά έχουν αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου. Όμως, οι βασικές αναγκαιότητες τις οποίες καλούνται να καλύψουν παραμένουν αμετάβλητες από την αυγή του πολιτισμού: κατά βάση, τα κτίρια προσφέρουν προστασία, ασφάλεια και ιδιωτικότητα, δημιουργώντας διαχωρισμό ανάμεσα σε ένα «έξω» και ένα «έσω».
Αριστερά: αναπαράσταση κατοικίας του νεολιθικού λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς, ο οποίος άκμασε κάπου μεταξύ 6ης και 5ης χιλιετίας π.Χ. Στο χώρο εκτίθεται ομοίωμα ξύλινης πινακίδας με χαράγματα που βρέθηκε επιτόπου, τα οποία από ορισμένους υποστηρίζεται ότι αντιστοιχούν σε μία πρώιμη μορφή γραφής (κέντρο). Δεξιά: σύγχρονο συγκρότημα πολυκατοικιών στον Πειραιά. |
Τουλάχιστον αυτή είναι η επιφάνεια, γιατί λίγο πιο κάτω τα πράγματα μπερδεύονται.
Ιστορικά, τα κτίρια της πόλης αποτελούν μεταφορά της ιδιοκτησίας γης/χωραφιών. Πρόκειται για μία φυσική συνέχεια, δεδομένου ότι οι πρώτοι αστοί προήλθαν από αγροτικούς πληθυσμούς που συγκρότησαν πόλεις και προσάρμοσαν τις κοινωνικές τους συμβάσεις στον αστικό τρόπο ζωής. Μέσα από την αλλαγή αυτή, ο θεσμός της ιδιοκτησίας γης, ο οποίος είχε καθιερωθεί με την εμφάνιση των πρώτων αγροτικών κοινωνιών, εξελίχθηκε στην ιδιοκτησία εκτάσεων εντός της πόλης, οικοπέδων δηλαδή που, καθώς η αστικοποίηση προχωρούσε, οικοδομούνταν όλο και περισσότερο. Έτσι, τα κάθε είδους κτίρια της πόλης συνδέονται εξελικτικά με την καλλιέργεια γης, άμεσα αλλά και έμμεσα, μέσω της πολύ κομβικής έννοιας της ιδιοκτησίας.
Για την ακρίβεια, τα «ακίνητα» δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν την κατ' εξοχήν ιδιοκτησία, το βασικό περιουσιακό στοιχείο των πολιτών. Η κατοχή τους συνδεόταν ανέκαθεν με την οικονομική κατάσταση, μαρτυρώντας περισσότερο από κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο τον πλούτο ή την ένδεια του. Κατ' επέκταση, τα κτίρια –και μιλώντας εδώ για κτίρια αναφερόμαστε πρωτίστως στις κατοικίες, οι οποίες και απαρτίζουν κατά κύριο λόγο τα οικοδομικά τετράγωνα των πόλεων– φέρουν σαφή κοινωνική φόρτιση. Δεν έχει παρά να συγκρίνει κανείς τις πλουσιότερες με τις φτωχότερες συνοικίες σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου, για να διακρίνει μοτίβα παγκοσμίως κοινά. Έτσι, χαρακτηριστικά, στα πιο ακριβά προάστια, οι κατοικίες τείνουν να είναι μεγαλύτερες σε όγκο, να διαχωρίζονται μεταξύ τους με κήπους ή να καταλαμβάνουν ολόκληρους ορόφους κτιρίων, να ακολουθούν αρχιτεκτονικές που δε θυσιάζουν την αισθητική για χάρη της οικονομίας ή της πρακτικότητας. Σε φτωχότερα προάστια, πάλι, παρατηρείται μεγαλύτερος κατακερματισμός και εκμετάλλευση χώρου, με κατοικίες μικρότερες, συχνά κυβοειδείς και κολλημένες μεταξύ τους, με έμφαση περισσότερο στις αναγκαιότητες παρά στην αισθητική.
Ένα λιγότερο προφανές αλλά ενδιαφέρον μοτίβο έχει να κάνει με το γεγονός ότι στις περισσότερες μεγαλουπόλεις του κόσμου ο διαχωρισμός πλουσιότερων και φτωχότερων προαστίων γίνεται στον άξονα Ανατολής - Δύσης, με τους πιο εύπορους να καταλαμβάνουν το δυτικό άκρο των πόλεων, ενώ τους λιγότερο εύπορους το ανατολικό. Η επικρατέστερη ερμηνεία αποδίδει τον κανόνα αυτό –ο οποίος έχει βέβαια και αρκετές εξαιρέσεις– στην ατμοσφαιρική ρύπανση που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση, σε συνδυασμό με τη φορά των ανέμων, που στις περισσότερες πόλεις είναι γενικά προς τα ανατολικά (ενδεικτικά: https://www.theguardian.com/cities/2017/may/12/blowing-wind-cities-poor-east-ends). Ανεξάρτητα από τις όποιες ερμηνείες, το θέμα εμπίπτει σε μία ευρύτερη συζήτηση, περί «γεωμετρίας» των πόλεων. Γι' αυτό, και δε θα επεκταθούμε περισσότερο εδώ.
Αριστερά: στα περίχωρα του Καΐρου στην Αίγυπτο, τα χωράφια χρόνο με το χρόνο τεμαχίζονται σε οικόπεδα, στα οποία σύντομα ξεπηδούν κτίσματα τύπου «Tetris», όπως αυτά. Πρόκειται για κατοικίες που ανεγείρονται παράνομα, κυριολεκτικά μέσα σε δυο–τρεις βραδιές, και προσφέρουν τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή σύνδεση με ρεύμα και δορυφορική τηλεόραση. Κέντρο: στις φτωχογειτονιές της Τζαϊπούρ, όπως και των λοιπών πόλεων της Ινδίας, τα μικροσκοπικά σπίτια διασχίζονται από κανάλια–οχετούς, η δε έννοια της αποκομιδής σκουπιδιών είναι άγνωστη. Δεξιά: τα διαμερίσματα ξεκίνησαν ως κάτι το μοντέρνο και ελκυστικό στην Αθήνα των δεκαετιών 1950 και 1960, όμως σύντομα οι προδιαγραφές και η αισθητική τους υποβαθμίστηκαν, με αποτέλεσμα να καταλήξουν να αποτελούν στις περισσότερες περιπτώσεις καταθλιπτικά κουτιά, στοιβαγμένα με γνώμονα τη μέγιστη εκμετάλλευση οικοδομήσιμου χώρου οριζοντίως και καθέτως. |
Από όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά, εκείνα που διαφοροποιούν περισσότερο τις κατοικίες των φτωχότερων από τις πιο πλούσιες συνοικίες είναι το μέγεθος του χώρου και ο βαθμός πυκνοκατοίκησης. Ουσιαστικά, πρόκειται για διαβάθμιση ζωτικού χώρου, ενός μεγέθους που διαχρονικά, σε όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνίες, αποτελούσε δείκτη ισχύος, οικονομικής, διοικητικής, κοινωνικής ή άλλης. Όσο μεγαλύτερη η ισχύς, τόσο μεγαλύτερος και ο ζωτικός χώρος. Η σχέση αυτή τονίζεται ιδιαίτερα στις μέρες μας, με το στερεότυπο των κάθε είδους «ισχυρών» να είναι συνδεδεμένο με μεγάλες επαύλεις, μεγάλα αυτοκίνητα, ιδιωτικά σκάφη, αεροσκάφη, παραλίες, ενίοτε και ιδιωτικά ψώνια, προκειμένου να αποφεύγεται ο συγχρωτισμός με άλλους. Αντίστοιχα, ανατρέχοντας κανείς στο παρελθόν, θα βρει άρχοντες να διαμένουν σε μέγαρα, παλάτια ή ανάκτορα, με αμέτρητα δωμάτια, ευρύχωρες βεράντες και αχανείς κήπους. Στον αντίποδα, στερεοτυπικά, οι ασθενέστεροι εμφανίζονται πάντα στοιβαγμένοι και στριμωγμένοι, γι' αυτό και πιο καταδεκτικοί, πιο προσηνείς.
Γενικά, στον κόσμο των ανθρώπων, η εξουσία είναι συνυφασμένη με τον μεγάλο ζωτικό χώρο, και ο μεγάλος ζωτικός χώρος εκφράζεται πρωτίστως μέσω της μεγάλης κατοικίας. Είναι τόσο εδραιωμένη στην κοινή αντίληψη η σύνδεση αυτή, ώστε αποτελεί κάτι το αυτονόητο, που δε χρειάζεται αιτιολόγηση, καθώς ενεργεί σε συμβολικό ή και εμβληματικό πολλές φορές επίπεδο. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, χώρα στον κόσμο, ασχέτως του πόσο φτωχή μπορεί να είναι, ασχέτως γεωγραφικής θέσης, πολιτεύματος ή κουλτούρας, όπου η πρωθυπουργική/προεδρική/βασιλική κατοικία να μην είναι σημαντικά μεγαλύτερη εκείνης του μέσου κατοίκου. Δε νοείται άρχων που να διαμένει σε καλύβα. Αλλά και αντίστροφα, προεκτείνοντας τη σημειολογία προς την αντίθετη κατεύθυνση, δε νοείται επαναστάτης που να διαμένει σε βίλα. Εφόσον, βέβαια, η επανάσταση ευοδωθεί και ο επαναστάτης καταλάβει την εξουσία, θα εγκατασταθεί στο προεδρικό μέγαρο, έως ότου ο επόμενος επαναστάτης διεκδικήσει κι αυτός με τη σειρά του ζωτικό χώρο.
Εκείνο που γίνεται φανερό από τα προηγούμενα είναι ότι οι κοινωνικοί συμβολισμοί της κατοικίας γεννούν εκ των πραγμάτων ταξικούς συμβολισμούς, που με τη σειρά τους παράγουν πολιτική. Η αλληλουχία αυτή δεν αποτελεί κάτι το καινούριο – κάθε άλλο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα, σε πολλές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, και χαρακτηριστικότερα όλων στην Αγγλία, οι ακτήμονες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, με το σκεπτικό ότι αφενός δεν πλήρωναν φόρο ακίνητης περιουσίας –ο οποίος τότε αποτελούσε τον μοναδικό φόρο που αναλογούσε στους πολίτες– αφετέρου δε θα είχαν πολλά να χάσουν, αντιθέτως, ίσως επεδίωκαν με την ψήφο τους να κερδίσουν μέσω της ζημιάς των άλλων (σχετικά: https://en.wikipedia.org/wiki/Suffrage). Υπενθυμίζουμε ότι κτήματα και κτίσματα συνδέονται εξελικτικά και ταυτίζονται κοινωνικά ως τα βασικά στοιχεία ιδιοκτησίας των πολιτών. Είναι ενδεικτικό ότι η λέξη «κτήμα» έχει ταυτιστεί με την ιδιόκτητη έκταση γης. Ενδεικτικό, επίσης, μιας και σταθήκαμε στην αρχαιολογία των λέξεων, είναι ότι, όπως σημειώνει ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Pierre Pelegrino στην πραγματεία του "Το Νόημα του Χώρου" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), η λέξη «urban», που έχει καθιερωθεί ως διεθνής όρος για το «αστικό», προέρχεται από το λατινικό «urvum», τη «λαβή του αρότρου» με το οποίο ανοιγόταν η τάφρος που οριοθετούσε την πόλη. Γίνεται έτσι και ετυμολογικά φανερή η εξελικτική συνέχεια αγροτικής γης – πόλης. Με τα λόγια του συγγραφέα: «...Η πόλη εγγράφεται στο έδαφος ως όριο με το εργαλείο του καλλιεργητή, το άροτρο. Η αστική κοινωνία διαφοροποιείται από την αγροτική μεταφέροντας στο περίγραμμα του αποκλεισμού την τάφρο και την πόρτα, στοιχεία με τα οποία ο καλλιεργητής συνδέεται με τη γη και αποσυνδέεται απ' αυτήν. Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, η πόλη προέρχεται από τη γη και σημαδεύεται απ' αυτήν...»
Τα κτίρια της πόλης ορθώνονται μέσα από τη γη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τη βαθειά αρχετυπική υπόσταση της κατοικίας. Ένας επιπρόσθετος λόγος έχει να κάνει με το ότι, όπως παρατηρεί ο Γάλλος καθηγητής Φιλοσοφίας Gaston Bachelard στο έργο του "Η Ποιητική του Χώρου" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), υπάρχει μία αναλογία μεταξύ ανθρώπου και κτιρίου, με τα υπόγεια να αντιστοιχούν στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ την κορυφή, στη συνείδηση του – στο ορατό τμήμα του. Και συμπληρώνει ο ίδιος ότι, κατ' αυτή την έννοια, η στέγη είναι το σημαντικότερο και χαρακτηριστικότερο συστατικό ενός σπιτιού.
Τώρα, αυτό το τελευταίο σηκώνει συζήτηση, την οποία όμως δε θα κάνουμε εδώ. Το βέβαιο είναι ότι η όψη ενός σπιτιού έχει τη δύναμη να γεννά συνειρμούς, ιδέες, συναισθήματα, και γενικά «διαθέσεις», χωρίς να είναι εύκολο να προσδιοριστεί τι ακριβώς είναι εκείνο που τις γεννά. Γι' αυτό και η Αρχιτεκτονική θεωρείται τέχνη, πέρα από επιστήμη. Μέσω της ιδιότητας τους αυτής, τα κτίρια εγγράφονται στην πόλη μετασχηματίζοντας το χώρο σε τόπο – τις ακατέργαστες εκτάσεις σε περιοχές με προσωπικότητα και όνομα. Δημιουργείται έτσι κάτι που ο P. Pelegrino χαρακτηρίζει ως «αστικό κείμενο», ένα είδος γλώσσας, με λέξεις, προτάσεις, σημεία στίξης, γραμματική και συντακτικό, που προκύπτει από την εγγραφή των κτιρίων στον αστικό ιστό.
Αν και κατά βάση αρχιτεκτονικού/πολεοδομικού λεξιλογίου, η γλώσσα αυτή των πόλεων κωδικοποιεί πολύ πιο σύνθετες πληροφορίες, χάρη στην ιδιότητα των κτιρίων να επιδρούν στον ψυχισμό. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα κτίρια, και μόνο με την εικόνα τους, επηρεάζουν τη συλλογική συνείδηση, και σε ένα βαθμό τη διαμορφώνουν.
Στις λέξεις αυτής της γλώσσας αναφερόμασταν όταν στην αρχική ενότητα "Scripta Manent" κάναμε λόγο για λέξεις της πόλης που σιγοψιθυρίζονται μέσω του ίδιου του περιβάλλοντος. Όσο για τις επιδράσεις των κτιρίων στον ανθρώπινο ψυχισμό, χαρακτηριστικό είναι το video clip του μουσικού κομματιού "Crow": https://www.youtube.com/watch?v=lan-Pjv99Xk. Το εικονιζόμενο σύμπλεγμα κατοικιών αναφέρεται μεν στην Αθήνα, ωστόσο αποτελεί ψηφιακή σύνθεση και όχι υπαρκτό κτιριακό συγκρότημα, ο δε συνθέτης της μουσικής, υπό το καλλιτεχνικό όνομα "Forest Swords", είναι Άγγλος, άσχετος με την πόλη της Αθήνας. Παρεμπιπτόντως, το περιεχόμενο ορισμένων από τις αφίσες που διακρίνονται στο video είναι σχετικό με τα όσα λέγαμε πριν περί σχέσης ζωτικού χώρου – πολιτικής. Σημειωτέον, τέλος, ότι το όνομα της Αθήνας έχει συνδεθεί παγκοσμίως με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, μέσω της «Χάρτας των Αθηνών», μία διακήρυξη για το σχεδιασμό των πόλεων του μέλλοντος, στην οποία είχαν καταλήξει το 1933 πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες από όλο τον κόσμο ενώ συνεδρίαζαν στο υπερωκεάνιο "Πατρίς", ταξιδεύοντας από τη Μασσαλία στην Αθήνα (περισσότερα: https://www.goethe.de/ins/gr/el/kul/mag/20572793.html, https://en.wikipedia.org/wiki/Athens_Charter).
Τους όρους «κείμενο» και «λέξεις» τους χρησιμοποιούμε καταχρηστικά, βέβαια, καθώς οι πληροφορίες για τις οποίες συζητάμε είναι μη λεκτικές. Μη λεκτική είναι και η αφήγηση που προκύπτει από αυτές, μεταφέροντας κάτι από το πνεύμα του εκάστοτε τόπου. Υπάρχει η αίσθηση της ροής, κατ' αντιστοιχία με τη συνέχεια του αστικού σκηνικού, ωστόσο συχνά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι σε τέτοιου είδους «αφηγήσεις» δεν είναι το περιεχόμενο, αλλά οι παραφωνίες και τα κενά.
Τρεις κατοικίες σε διαφορετικές περιοχές της Αθήνας. Στην απλούστερη τους μορφή, οι παραφωνίες του αστικού πεδίου αφορούν περιπτώσεις όπως αυτές, κτισμάτων δηλαδή που για διάφορους λόγους έρχονται σε αντίθεση με τον γύρω ιστό. Περισσότερο από τα ίδια τα κτίσματα και τις όποιες ιδιαιτερότητες τους, είναι τελικά το γεγονός της παραφωνίας εκείνο που τραβά την προσοχή και εντυπώνεται στον περαστικό. |
Ασυνέχειες τέτοιου είδους χρειάζονται μερικές φορές δεύτερη και τρίτη «ανάγνωση» για να γίνουν αντιληπτές. Αυτές, συνήθως, είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Για να θυμηθούμε την ορολογία του P. Pelegrino, είναι σαν να ανακαλύπτει κανείς, κρυμμένη ανάμεσα στις αράδες του αστικού κειμένου, μια δεύτερη γλώσσα μέσα στη γλώσσα.
Αλλά, έχουμε μιλήσει ήδη για όλα αυτά, μέσα από την ενότητα "Αστικά Τοπία". Η συζήτηση μας εδώ αφορά το κτίριο, και ειδικότερα την κατοικία. Προϊόν πολιτισμικής εξέλιξης, δείκτης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, έκφραση ζωτικού χώρου – ένα σπίτι είναι όλα όσα συζητήσαμε, αλλά και πολύ περισσότερα. Πρόκειται μάλλον για το πλέον πολυδιάστατο ανθρώπινο κατασκεύασμα, συγκεράζοντας πολλαπλές λειτουργίες, υποστάσεις, συμβολισμούς. Συνιστά «κατοικημένη πέτρα», όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Gaston Bachelard, αλλά και τελεστή ανθρώπινων τάσεων και ορμέμφυτων. Κοινωνιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της οργάνωσης μιας κοινωνίας και της οργάνωσης του χώρου που κατέχει (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ)· και ότι η χωρική διαμόρφωση, με τη σειρά της, επιδρά στη διαμόρφωση συλλογικής αντίληψης. Αρχαιολόγοι του μέλλοντος, ή ακόμη και αρχαιολόγοι σε κάποιον ερειπωμένο πλανήτη, θα μπορούσαν να εξάγουν συμπεράσματα για κατοίκους και κοινωνίες από τα ερείπια που θα συναντούσαν. Το σπίτι ανεγείρεται στο χώρο και στο χρόνο, χαρακτηρίζοντας τον τόπο και την εποχή, προσφέροντας ηχώ στην ύπαρξη του κατοίκου.
Όλη αυτή την ώρα, όμως, στεκόμαστε απ' έξω. Καιρός να περάσουμε εντός.
|