Ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχε διαπιστωθεί σε μελέτες ότι, δίχως προφανείς λόγους, οι κάτοικοι μπορούσαν να θυμηθούν ορισμένες περιοχές της πόλης καλύτερα από άλλες. Το εύρημα είχε τραβήξει την προσοχή αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, που την εποχή εκείνη ήταν επιφορτισμένοι με τη ρυμοτόμηση του μεταπολεμικού αστικού ιστού, ενώ εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη ως παράμετρος αστικού σχεδιασμού στις μέρες μας. Από τις πιο γνωστές εργασίες πάνω στο θέμα είναι εκείνη που δημοσίευσε το 1960 ο Αμερικανός πολεοδόμος Kevin Lynch, ο οποίος, στην ανάλυση του, έκανε λόγο για νοητικούς χάρτες («mental maps»), μέσω των οποίων οι κάτοικοι χαρτογραφούν την πόλη στηριζόμενοι σε πέντε κύρια χαρακτηριστικά: «μονοπάτια» («paths»), δηλαδή δρόμους, διαβάσεις, διόδους κλπ., «όρια» («edges»), από τοίχους, γραμμές τρένων, οικοδομικά τετράγωνα κ.α., «επικράτειες» («districts»), που μπορεί να διαχωρίζονται απλώς και βάσει ατμόσφαιρας, «όζους» («nodes»), όπως οδικούς κόμβους, σταθμούς, επίκεντρα κάθε είδους, και τέλος «τοπόσημα» («landmarks»), δηλαδή ψηλά κτίρια, μνημεία ή άλλα ιδιαίτερα γνωρίσματα που διευκολύνουν τον προσανατολισμό στο αστικό τοπίο (σχετικά: https://en.wikipedia.org/wiki/Kevin_A._Lynch).
Η εργασία του Lynch είχε μεγάλη απήχηση, αποτελώντας σημείο εκκίνησης για σειρά άλλων εργασιών τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Από τη σχετική έρευνα προέκυψε ποικιλία συμπερασμάτων, αρκετά από τα οποία αξιοποιήθηκαν ως στοιχεία σύγχρονου πολεοδομικού σχεδιασμού, όχι μόνο στη Δύση, αλλά και σε μητροπόλεις του υπόλοιπου κόσμου. Όμως, το γιατί τελικά οι κάτοικοι διατηρούν πιο ολοκληρωμένες αναμνήσεις ορισμένων περιοχών της πόλης απ' ό,τι άλλων παρέμενε ως ερώτημα, και μόνο σχετικά πρόσφατα δημοσιεύτηκαν ερευνητικά δεδομένα ως προς το ζήτημα καθεαυτό. Όπως διαπιστώθηκε, λοιπόν, προσλαμβάνουμε και εντυπώνουμε καλύτερα στη μνήμη μας τμήματα της πόλης που έχουν ξεκάθαρη γεωμετρία, ενώ οι αναμνήσεις μας είναι πιο αχνές όταν πρόκειται για τμήματα των οποίων η ρυμοτομία δεν ακολουθεί σαφείς γεωμετρικούς κανόνες. Μεταξύ άλλων, στη σχετική μελέτη διαπιστώθηκε, για παράδειγμα, ότι το πλάτος των δρόμων λειτουργεί ιεραρχικά στην απομνημόνευση τους και ότι διασταυρώσεις που σχηματίζουν ορθές γωνίες εντυπώνονται καλύτερα στη μνήμη απ' ό,τι διασταυρώσεις με γωνίες που απέχουν από τις 90 μοίρες (επιγραμματικά: https://dspace.mit.edu/handle/1721.1/65743 – η πλήρης μελέτη: https://dspace.mit.edu/bitstream/handle/1721.1/65743/748856415-MIT.pdf?sequence=2).
Δε χρειάζεται να επιμείνουμε εδώ στην παράθεση όλων των επιμέρους ευρημάτων. Άλλωστε, το ότι εντυπώνουμε καθαρότερα περιοχές ρυμοτομημένες απ' ό,τι άλλες, με χαοτική δόμηση, είναι κάτι που, και μόνο διαισθητικά, όλοι αντιλαμβανόμαστε. Μεγαλύτερη σημασία έχει η κεντρική χρήση του όρου «αστική γεωμετρία» στην προηγούμενη και σε άλλες μελέτες του είδους. Γιατί εκείνο που τελικά υποδεικνύεται είναι ότι η γεωμετρία της πόλης καθορίζει τόσο την ανάμνηση της όσο και τα κριτήρια με τα οποία η μνήμη καθοδηγείται στην ανάμνηση αυτή. Σαν δακτυλικό αποτύπωμα, μοναδικό για κάθε πόλη και για κάθε περιοχή της πόλης, η βασική μνημονική χαρτογράφηση συνίσταται έτσι, όπως έχουν δείξει οι σχετικές μελέτες, σε μία γεωμετρική σύνοψη από γραμμές και περιγράμματα, με τα ενδιάμεσα τους διαστήματα κενά. Γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει ότι, πριν οι κάτοικοι διαμορφώσουν την προσωπική τους ανάμνηση της πόλης, η πόλη, μέσω της γεωμετρίας της, έχει προκαθορίσει ότι συγκεκριμένα μέρη της θα εντυπώνονται πιο έντονα, ενώ άλλα –τα κενά ανάμεσα στις γραμμές– θα παραμένουν θολά στη μνήμη.
Σε ένα πιο πρωταρχικό επίπεδο, πριν από δρόμους και κτίρια, η πόλη είναι γεωμετρία. |
Αυτή η σύνδεση μεταξύ γεωμετρίας και μνήμης αποτελεί συνέχεια μιας βαθύτερης σχέσης, αφού, από ένα σημείο και μετά, κάθε γεωμετρία είναι μνήμη και κάθε μνήμη είναι γεωμετρία. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, μιλώντας για γεωμετρία της πόλης και για μνήμη της πόλης, ο συσχετισμός αποκτά πρόσθετο νόημα, καθώς οι μνήμες της πόλης αποτελούν βασικό στοιχείο της όλης γεωμετρίας της. Θέτοντας το με διαφορετικούς όρους, η ταυτότητα της πόλης, η γεωμετρία της με την ευρύτερη έννοια, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις μνήμες που οι κάτοικοι διατηρούν γι' αυτή.
Δεν αποφύγαμε τυχαία εδώ τη χρήση της λέξης «ιστορία». Η ιστορία είναι κάτι το αντικειμενικό, που δεν αλλάζει, ασχέτως ερμηνειών. Οι μνήμες των πολιτών για την πόλη τους, αντιθέτως, είναι δυναμικές και εύπλαστες, μεταβαλλόμενες από γενιά σε γενιά. Αν, λοιπόν, κανείς είχε τη δυνατότητα να χειραγωγεί τις μνήμες των κατοίκων σε σχέση με την πόλη, αν μπορούσε να τις στρέφει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, υπερτονίζοντας επιλεγμένα γεγονότα ως σημεία αναφοράς και υποβαθμίζοντας άλλα με αντίρροπη φόρτιση, θα είχε και τη δυνατότητα να επηρεάζει την ταυτότητα της πόλης στο μυαλό των πολιτών.
Πώς θα μπορούσε να γίνει πρακτικά κάτι τέτοιο; Με πολλούς τρόπους. Και πρώτα–πρώτα, εφόσον κανείς επιδίωκε να χειραγωγήσει τη μνήμη, θα ξεκινούσε από τα μνημεία.
Είναι χαρακτηριστικές οι τηλεοπτικές εικόνες ξεσηκωμένων πολιτών που με μανία ξηλώνουν από τα βάθρα τους αδριάντες και άλλα μνημεία καταρρέοντων απολυταρχικών καθεστώτων. Εκ πρώτης όψεως, αντιδράσεις αυτού του είδους ξενίζουν, υπό την έννοια ότι, εν μέσω μεγάλων ανακατατάξεων στη ζωή τους, ορισμένοι εμφανίζονται να έχουν ως πρώτο τους μέλημα το ξήλωμα μνημείων. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα αποκάλυπτε ότι τέτοιες πράξεις δε συνιστούν τυφλά ξεσπάσματα οργής αλλά στοχευμένες ενέργειες, που σκοπό έχουν την κατάργηση των συμβόλων του παλιού καθεστώτος. Τα μνημεία αποτελούν το ισχυρότερο είδος συμβόλων, καθώς συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, προβάλλοντας το ταυτόχρονα ως παρακαταθήκη για το μέλλον. Το ξήλωμα τους, λοιπόν, σαν ουσιαστική και συμβολική πράξη, στοχεύει, όχι τόσο στο παρόν –αυτό συνήθως έχει ήδη κριθεί όταν τα πράγματα φτάνουν σε τέτοιο σημείο– όσο στη διαγραφή της μνήμης του παρελθόντος, και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, και στη διαγραφή του παρελθόντος του ίδιου.
Ανατροπές τέτοιας μορφής και έντασης δε σημειώνονται, βέβαια, στις δημοκρατίες. Ακόμη περισσότερο σε αυτές, όμως, τα μνημεία των πόλεων λειτουργούν ως φάροι μνήμης και ταυτότητας, ενώ σε περιόδους πολιτικής αστάθειας δεν είναι ασυνήθιστες οι συγκρούσεις –υπόγειες, κατά κύριο λόγο– για τον έλεγχο τους. Λέγοντας έλεγχο στην προκειμένη περίπτωση, εννοούμε χειρισμό ή και αλλαγή των μηνυμάτων με τα οποία τα μνημεία είναι συνδεδεμένα. Ενέργειες όπως επιλεκτικοί βανδαλισμοί, ανάδειξη αντι–μνημείων και προπαγάνδα αλλοίωσης του αρχικού νοήματος μνημείων–συμβόλων συγκαταλέγονται στις σχετικές κινήσεις. Έτσι, ακόμη κι αν ο δράστης δεν το συνειδητοποιεί, η κόκκινη ή μαύρη μπογιά σε ένα βανδαλισμένο άγαλμα π.χ. λιγότερο στοχεύει στο να επικαλύψει τη μορφή του και περισσότερο στο να επικαλύψει το μήνυμα της τοποθέτησης του με το μήνυμα της πράξης διαμαρτυρίας. Και τελικά, είναι αυτή η δεύτερη που μένει στη μνήμη των περαστικών.
Υπάρχουν και πιο εκλεπτυσμένες μέθοδοι «υφαρπαγής μνήμης μνημείων». Όπως υπάρχουν και τακτικές κινήσεις διαφόρων άλλων ειδών στους πολέμους αυτούς της μνήμης. Μεταξύ των πιο συνηθισμένων είναι η αλλοίωση του αρχικού νοήματος επετείων, συνήθως σε συνδυασμό με την καθιέρωση νέων, καθώς και η μετονομασία οδών, πλατειών, σταθμών, στάσεων κλπ. Ειδικά η τελευταία αποτελεί διαδεδομένη πρακτική παγκοσμίως, και είναι ενδεικτική σε βαθμό ώστε από τις αλλαγές στα ονόματα κεντρικών δρόμων ή πλατειών πρωτευουσών να μπορεί κανείς συνήθως να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα για τα πολιτικά τεκταινόμενα και τις ανατροπές διαφόρων περιόδων.
Στην Αθήνα, για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα, η πλατεία Ομονοίας είχε αρχικά ονομαστεί πλατεία Ανακτόρων, καθώς εκεί προβλεπόταν να κτιστούν τα βασιλικά ανάκτορα. Όταν ο σχεδιασμός άλλαξε, η πλατεία μετονομάστηκε σε "Όθωνα", για να πάρει τελικά το 1862 το σημερινό της όνομα, ως ορόσημο συμφιλίωσης των Ορεινών και των Πεδινών, αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων της εποχής. Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας ονομάστηκε έτσι το 1932, ενώ προηγουμένως ονομαζόταν λεωφόρος Κηφισίας. Το αρχικό όνομα της πλατείας Βικτωρίας ήταν "Κυριακού", μετονομάστηκε όμως προς τιμήν της βασίλισσας Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία το 1864 είχε παραχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα ως δώρο για την ενθρόνιση του ανιψιού της, πρίγκιπα της Δανίας, Γουλιέλμου Γεωργίου. Η πλατεία Αμερικής αρχικά ονομαζόταν πλατεία Ανθεστηρίων, καθώς, ως εξοχή τότε, αποτελούσε τόπο εορτασμού της Πρωτομαγιάς. Αργότερα μετονομάστηκε σε πλατεία Αγάμων, λόγω –σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή– μιας κεφάτης παρέας ορκισμένων εργένηδων που σύχναζαν σε καφενείο της περιοχής, και οι οποίοι είχαν δημιουργήσει κίνημα κατά του γάμου επ' αφορμή δημοσιεύματος του 1887 στην "Εφημερίδα των Κυριών", που εξέδιδε η Καλιρρόη Παρρέν, το οποίο καλούσε σε φορολόγηση των άγαμων ανδρών άνω των 30 ετών προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των ανύπαντρων γυναικών. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι όταν ένας από τους «άγαμους», ο Γεώργιος Περπινιάς, ενέδωσε και παντρεύτηκε παρά τις πεποιθήσεις του μια γυναίκα που αμέσως μετά αποδείχθηκε δύστροπη, «έφερεν ένα κάρρο, εφόρτωσεν επάνω του τα έπιπλα της με όλην την προίκα και, αφού εξαπέστειλε την νεόνυμφον εις τους γονείς της», επέστρεψε στους άγαμους φίλους του. Τελικά, το 1927, το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε για την πλατεία το όνομα "Αμερικής" ως ένδειξη αναγνώρισης του φιλελληνισμού που είχαν επιδείξει οι πολίτες των ΗΠΑ. Οι οδοί Πανεπιστημίου και Πατησίων, πάλι, μετονομάστηκαν το 1945 και το 1946 αντίστοιχα σε "Ελευθερίου Βενιζέλου" η πρώτη και σε "28ης Οκτωβρίου" η δεύτερη (το τμήμα της από την οδό Πανεπιστημίου ως την πλατεία Αμερικής), όμως τα ονόματα αυτά ποτέ δεν «κόλλησαν» και οι δύο δρόμοι παρέμειναν γνωστοί με τα αρχικά τους ονόματα. Δεν είναι όλες οι μετονομασίες του είδους επιτυχημένες, και μερικές φορές οι αλλαγές απλά δε γίνονται αποδεκτές από τη συλλογική μνήμη των κατοίκων (περισσότερες σχετικές λεπτομέρειες, μαζί με έναν μεγάλο όγκο επιπρόσθετων πληροφοριών, μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη "Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία" – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).
Σε μια πόλη όπως η Αθήνα, όπου κάθε πέτρα έχει και μια αρχαία ιστορία να διηγηθεί, οι απόηχοι του παλιού πολλές φορές υπερισχύουν έναντι του αρχαίου. Λογικό, αφού οι δεκαετίες βρίσκονται πιο κοντά στις ανθρώπινες κλίμακες απ' ό,τι οι αιώνες ή οι χιλιετίες. Τέτοιες υπομνήσεις του χθες, δοσμένες με τον πιο άμεσο τρόπο, απαντώνται διάσπαρτες σε όλη την πόλη. |
Μία πιθανή ένσταση στα προηγούμενα θα ήταν ότι, σαφώς η ιστορική μνήμη των πολιτών αποτελεί μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης και άσκησης χειρισμών, όμως η διαχρονική αυτή σύγκρουση είναι κάτι το ευρύτερο και δε σχετίζεται άμεσα ούτε περιορίζεται στην πόλη. Εκείνο που θα παρέβλεπε μια τέτοια θεώρηση, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι η πόλη δεν αποτελεί απλώς τόπο διαβίωσης αλλά έναν ολόκληρο κόσμο, και για την ακρίβεια τον κόσμο όπου οι αστοί περνούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Οι μνήμες των κατοίκων έχουν, έτσι, ως βασικό υπόστρωμα την πόλη, με την οποία και είναι βιωματικά συνυφασμένες. Επομένως, οτιδήποτε σχετίζεται με τη μνήμη του άμεσου περιβάλλοντος τους, δηλαδή την πόλη, επιδρά αυτομάτως και στην αίσθηση ταυτότητας τους. Αλλάζοντας οι μνήμες αυτές, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες αυτοπροσδιορίζονται. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζεται στα συμπεράσματα της μελέτης του αρχιτέκτονα Mahsan Mohsenin περί αστικής μνήμης, που προαναφέραμε: «...Ο Kevin Lynch διερεύνησε επίσης τη συνάφεια μεταξύ της μνήμης ενός τόπου και της ατομικής αίσθησης ταυτότητας, που οδηγεί σε μια καλύτερη συναίσθηση του τόπου. Διατύπωσε την άποψη ότι η ευκρινής αίσθηση του αστικού περιβάλλοντος στο οποίο οι άνθρωποι διαβιούν συνδέεται μέσω μιας περίπλοκης σχέσης με την αίσθηση ταυτότητας τους και με τη θέση τους στην κοινωνία (Lynch, 1960; 6). Ένα απροβλημάτιστο περιβάλλον, του οποίου οι άνθρωποι έχουν πιο ολοκληρωμένη μνήμη, θα μπορούσε, έτσι, να βελτιώσει τα ποιοτικά αυτά χαρακτηριστικά της ταυτότητας και της ένταξης. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι νιώθουν ότι ανήκουν σε μια περιοχή, τόσο πιο ασφαλείς αισθάνονται. Οι αρμόδιοι σχεδιασμού θα έπρεπε, για το λόγο αυτό, να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε τοπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που δημιουργούν πιο έντονες εικόνες...» Και, βέβαια, όταν μιλάμε εδώ για πόλη, δεν αναφερόμαστε μόνο στον καθεαυτό αστικό ιστό αλλά και στη γενική αίσθηση της πόλης. Σε μητροπόλεις του μεγέθους της Αθήνας, υπάρχουν ολόκληρες συνοικίες τις οποίες αρκετοί κάτοικοι δεν πρόκειται να διασχίσουν ποτέ, όμως αυτό δεν τους εμποδίζει να τις θεωρούν «δικά τους μέρη», αισθανόμενοι ότι τους αφορά πολύ περισσότερο το τι συμβαίνει σε αυτές παρά σε όλες τις γειτονικές πόλεις μαζί. Κατ' επέκταση, εφόσον κανείς εστίαζε περισσότερο στη σύνδεση μεταξύ τόπου κατοικίας και αίσθησης ταυτότητας, θα διαπίστωνε ότι, όχι πλέον η πόλη, αλλά η συνοικία ή ακόμη και η γειτονιά αποτελούν πολλές φορές τα καθοριστικότερα κριτήρια αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων, σε σημείο ώστε π.χ. συχνά να εκδηλώνεται πολύ πιο έντονος φανατισμός σε αναμετρήσεις τοπικών πρωταθλημάτων απ' ό,τι σε αγώνες εθνικού ή διεθνούς επιπέδου.
Η Αθήνα του 1873 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Η φωτογραφία μόνο στα γενικά θυμίζει το σήμερα. Περισσότερο από την εικόνα, είναι η μνήμη της πόλης που της προσδίδει την αίσθηση της ταυτότητας και της συνέχειας. |
Κάπου εδώ, όμως, οδηγούμαστε στο ίδιο κομβικό σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε. Μιλήσαμε για το πώς η πόλη επιδρά στον τρόπο που οι κάτοικοι την καταγράφουν στη μνήμη τους και για τη σημασία που έχουν οι εγγραφές αυτές στην αίσθηση ταυτότητας τους. Ωστόσο, όπως επισημάναμε στην αρχή, υπάρχει και ένα δεύτερο βασικό σκέλος στη συζήτηση περί μνήμης και πόλης. Αφορά, όχι πλέον τη μνήμη της πόλης, αλλά τη μνήμη του εαυτού μέσα στην πόλη.
Αποτελεί κοινό τόπο το ότι η μνήμη μας δεν είναι αλάνθαστη και ότι συστηματικά στρογγυλεύει ή συμπιέζει τις εγγραφές της προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Λίγοι μπορούν να θυμηθούν τι ακριβώς έκαναν πριν από μία εβδομάδα, ενώ δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει μπερδέψει τις μέρες επιχειρώντας να ανατρέξει ακόμη και σε πρόσφατα γεγονότα. Πρόκειται για τη γνώριμη, φυσιολογική αμνησία/παραμνησία που προκύπτει από το γεγονός ότι η μνήμη απωθεί τις εγγραφές που δεν έχουν άμεση χρησιμότητα, διατηρώντας στο προσκήνιο εκείνες που είναι πιο ζωτικής σημασίας. Όμως, πέρα από τις συνήθεις αυτές μικροαστοχίες, οι περισσότεροι βιώνουν και πολύ πιο ακραίες, πολύ πιο θορυβώδεις δυσλειτουργίες της μνήμης τους. Από τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα είναι εκείνο που αφορά το φαινόμενο déjà vu, το οποίο, σύμφωνα με μελέτες, βιώνει μία τουλάχιστον φορά στη ζωή του το 60–70% των ανθρώπων. Συνίσταται στην ξαφνική, έντονη αίσθηση ότι τα γεγονότα ή τις περιστάσεις στις οποίες υπόκειται το άτομο τις έχει δει ή βιώσει ξανά κατά το παρελθόν. Για την ακρίβεια, μεταξύ διαφόρων ενδιάμεσων παραλλαγών, υπάρχουν δύο βασικά υποφαινόμενα: το καθεαυτό «déjà vu», που στα γαλλικά σημαίνει «ήδη ιδωμένο» και στο οποίο προεξάρχει η εντύπωση της οικειότητας, και το «déjà vécu», που σημαίνει «ήδη βιωμένο» και είναι εκείνο που οι περισσότεροι εννοούν όταν αναφέρονται σε «déjà vu», κατά το οποίο το άτομο δεν έχει απλώς ανάμνηση της τρέχουσας περίστασης αλλά μία ολοκληρωμένη αίσθηση προηγούμενου βιώματος, συνοδευόμενη συχνά από μια εντύπωση προαίσθησης του τι πρόκειται να επακολουθήσει. Οι εμπειρίες του είδους σπανίως διαρκούν πάνω από μισό λεπτό, και ενώ σε μερικές περιπτώσεις συνδέονται με επιληψία του κροταφικού λοβού, γενικά, αφορούν υγιή άτομα. Όσο για την εξήγηση τους, η αύρα υπερβατικού που τις χαρακτηρίζει έχει δώσει γένεση σε διάφορες παραψυχολογικές και θρησκειολογικές προσεγγίσεις, με αναφορές, μεταξύ άλλων, σε προηγούμενες ζωές και παράλληλες Πραγματικότητες. Τις τελευταίες, απορρίπτουν οι πιο πραγματιστικές αλλά πάντως αντικρουόμενες θεωρίες των νευροεπιστημόνων, που αναζητούν τις απαντήσεις σε επίπεδο νευρώνων. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι ότι κατά τη διάρκεια τέτοιων επεισοδίων η μνήμη ξεφεύγει από την κανονική της λειτουργία. Αλλά, και από τη δική τους μεριά, όσοι έχουν βιώσει déjà vu ή déjà vécu συμφωνούν ότι η ανεξίτηλα γοητευτική αίσθηση αποκάλυψης των εμπειριών αυτών εμπίπτει σε ένα επίπεδο κατανόησης πολύ διαφορετικό από εκείνο στο οποίο απευθύνονται οι όποιες θεωρητικές προσεγγίσεις (συνοπτικά για το φαινόμενο déjà vu: https://en.wikipedia.org/wiki/D%C3%A9j%C3%A0_vu – στο άρθρο των New York Times της διεύθυνσης http://www.nytimes.com/2006/07/02/magazine/02dejavu.html παρουσιάζονται, μαζί με άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες, οι περιπτώσεις δύο ανθρώπων που βρίσκονταν σε μόνιμη κατάσταση déjà vécu, φτάνοντας στο σημείο να χάσουν κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε γύρω τους, καθώς είχαν την αίσθηση ότι τα πάντα είχαν ξανασυμβεί και τους ήταν γνωστό τι θα επακολουθούσε).
Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η μνήμη μας ενίοτε δυσλειτουργεί, και λίγο–πολύ το έχουμε βιώσει όλοι. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η πόλη ενορχηστρώνει τέτοιες στρεβλώσεις της μνήμης – κατά πόσο τις προκαλεί. Μια τέτοια επίδραση θα σήμαινε ότι η πόλη επενεργεί άμεσα στην ίδια την προσωπικότητα μας. Γιατί η μνήμη είναι ο θεματοφύλακας της προσωπικότητας. Και, εν πολλοίς, είμαστε αυτοί που θυμόμαστε ότι είμαστε.
Είναι από δύσκολο έως αδύνατο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα με αντικειμενικούς όρους. Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μετρηθεί η συχνότητα déjà vu ανά περιοχές της πόλης; Ή, πώς θα μπορούσαν να διακριβωθούν μοτίβα επιλεκτικής αμνησίας μεταξύ των κατοίκων; Και, πώς θα διασφαλιζόταν ότι τα όποια συμπεράσματα θα ήταν απαλλαγμένα από τις επιδράσεις των μυριάδων άλλων πιθανών και απίθανων εκλυτικών παραγόντων; Τέτοια ζητήματα μπορούν να προσεγγιστούν βιωματικά και διαισθητικά περισσότερο παρά επιστημονικά, καθώς, πέρα από ένα όριο, όχι απλώς δεν υπάρχουν μελέτες, αλλά και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν. Υπό αυτό το πρίσμα, θα λέγαμε ότι, με δεδομένες την πολυπλοκότητα, την πολυμέρεια και την επαναληψιμότητα του αστικού περιβάλλοντος αφενός, και τα όσα είδαμε για την πλαστικότητα της μνήμης αφετέρου, η πόλη προδιαθέτει τουλάχιστον σε αυξημένες αστοχίες της μνήμης.
Στο τέλος της μέρας, ο κάτοικος της πόλης έχει εκτεθεί σε ερεθίσματα, καταστάσεις και αναγκαιότητες, το φάσμα και ο ρυθμός εναλλαγής των οποίων υπερβαίνουν κατά πολύ τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος, στο οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξελίχθηκε επί σειρά εκατομμυρίων ετών. |
Όσο για την ουσία του ερωτήματος, ναι, πέρα από τις συνήθεις μικροαστοχίες, η πόλη μπορεί να παίζει και πολύ πιο σύνθετα παιχνίδια με τη μνήμη των κατοίκων. Παιχνίδια, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν κενά μνήμης αλλά και αναμνήσεις πραγμάτων που δε συνέβησαν ποτέ. Είδαμε πόσο εύκολο είναι να εμφυτευθούν ψευδείς αναμνήσεις: το 25% των συμμετεχόντων στο πείραμα της Elizabeth Loftus θυμόταν να έχει χαθεί ως παιδί σε κάποιο mall, ενώ ένα 50% στο πείραμα της Kimberley Wade μπορούσε να ανακαλέσει κάτι τόσο εξεζητημένο όσο μια πτήση με αερόστατο. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια λογικοφανής περίσταση, ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι κάτι μπορεί να έχει πράγματι συμβεί, και μια χρονική απόσταση από το υποτιθέμενο συμβάν, προκειμένου ο εγκέφαλος να πλάσει μια ανάμνηση που θα γέμιζε το κενό. Η πόλη παρέχει τα δομικά υλικά για τέτοιες καταστάσεις σε αφθονία. Παρέχει, επίσης, αναρίθμητες αντανακλάσεις του εαυτού, παραμορφωμένες και αποσπασματικές συνήθως, μπροστά στις κάθε είδους βιτρίνες της.
Μνήμη της πόλης – πόλη της μνήμης...
Είπαμε, πέρα από ένα σημείο οι γενικεύσεις χάνουν το νόημα τους και κάθε τέτοια συζήτηση υποχρεωτικά εξατομικεύεται. Μπορεί το 25% των συμμετεχόντων στο πείραμα της Loftus και το 50% στο πείραμα της Wade να βρέθηκαν δεκτικοί στην εμφύτευση αναμνήσεων, όμως ένα 75% και 50% αντίστοιχα παρέμειναν ανεπηρέαστοι. Και μεταξύ αυτών, ωστόσο, οι περισσότεροι θα αποδεικνύονταν δεκτικοί σε άλλου είδους χειρισμούς. Κάθε μνήμη, όπως και κάθε πόλη, έχει τις δικές της κερκόπορτες, τους δικούς της λαβυρίνθους, και τελικά τα δικά της φαντάσματα.
|