Ο αναζητητής άνοιξε κάπως διστακτικά την πόρτα του μικρού βιβλιοπωλείου, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Από καιρό είχε προσέξει εκείνο το αγγλόγλωσσο βιβλίο τοπολογίας στη βιτρίνα, όμως μόλις τώρα του δινόταν η ευκαιρία να μπει και να το αγοράσει. Το σκεπτικό ήταν ότι, εφόσον τον ενδιέφεραν οι βαθύτερες δομές της πόλης, θα μπορούσε ίσως να διευρύνει την αντίληψη του μελετώντας τοπολογία – το παρακλάδι εκείνο των μαθηματικών που ασχολείται με τις γενικότερες, θεμελιώδεις ιδιότητες των γεωμετρικών συνόλων. Γνώριζε ότι πρόκειται για στρυφνή επιστήμη, όμως ήταν διατεθειμένος να προσπαθήσει, τουλάχιστον για την κατανόηση των βασικών.
Ο βιβλιοπώλης –ένας ηλικιωμένος άνδρας– σηκώθηκε όρθιος αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την πόρτα να ανοίγει, και «σήμανε συναγερμό» καλώντας τη γυναίκα του να βγει από ένα διπλανό δωματιάκι – σαφής ένδειξη ότι οι δυο τους δεν έβλεπαν πελάτες συχνά. Ήταν ένα στενό μαγαζάκι, με ράφια γεμάτα από εξειδικευμένα επιστημονικά βιβλία, που προφανώς απευθύνονταν στους φοιτητές διαφόρων σχολών του παραπλήσια στεγαζόμενου Πολυτεχνείου. Η στενότητα του χώρου ήταν τέτοια, ώστε ο βιβλιοπώλης αναγκάστηκε να καταφύγει σε αξιοθαύμαστα για την ηλικία του ακροβατικά προκειμένου να πιάσει το βιβλίο της βιτρίνας και να το παραδώσει στον –ανέλπιστο κατά τα φαινόμενα– πελάτη, που είχε ζητήσει να ρίξει μια ματιά.
Ο αναζητητής κράτησε το βιβλίο, το άνοιξε, και...
Θεωρούσε ότι γνώριζε αρκετά καλά μαθηματικά, όμως αυτές οι σελίδες ήταν γεμάτες από περίπλοκες –σχεδόν κρυπτικές– μαθηματικές παραστάσεις, το νόημα των οποίων, όχι απλώς δεν κατανοούσε, δεν μπορούσε καν να αρχίσει να κατανοεί. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο τίτλος του βιβλίου ήταν "Βασικές Αρχές Τοπολογίας", ή κάτι τέτοιο – τίποτα, πάντως, που να μαρτυρά ότι απευθυνόταν σε προχωρημένους. Θα χρειαζόταν να επενδύσει μήνες, ίσως και χρόνια, απλώς και μόνο για να εκπαιδευτεί στα μαθηματικά που απαιτούνταν για μια τέτοια προσπάθεια. Μπορεί και να το επιχειρούσε αν ήταν πιο νέος, τώρα όμως...
"Δύσκολο αντικείμενο η τοπολογία. Είστε μαθηματικός;" ρώτησε ο βιβλιοπώλης, που τόση ώρα, σαν καλός έμπορος, διάβαζε την αμφιβολία στο βλέμμα του αναζητητή.
"Μπα, όχι. Ας πούμε ερασιτέχνης" απάντησε εκείνος. "Όμως, μάλλον δεν είναι αυτό που ψάχνω, αφήστε που είναι και κάπως φθαρμένο" δήλωσε, ξεκινώντας «μανούβρες απεμπλοκής» και παραδίδοντας το βιβλίο πίσω στο βιβλιοπώλη.
"Έχει παραμείνει καιρό στη βιτρίνα και έχει ξεθωριάσει λιγάκι το εξώφυλλο από τον ήλιο" παραδέχτηκε απολογητικά ο τελευταίος, που τώρα είχε βγάλει ένα κομμάτι γυαλόχαρτο και έτριβε όλο προσήλωση τις κιτρινισμένες ράχες με τις ακμές των φύλλων, προσπαθώντας να τους προσδώσει το αρχικό λευκό τους χρώμα.
"Πάντως, ευχαριστώ" αποχαιρέτησε ο αναζητητής, και βγήκε έξω στο δρόμο. Ήταν ένα συννεφιασμένο, κρύο πρωινό, με λιγοστές αχτίδες φωτός που δημιουργούσαν απαλές φωτοσκιάσεις στις προσόψεις των οικοδομικών τετραγώνων. Κοίταξε πάνω ψηλά, εκεί που οι κορυφές των κτιρίων προβάλλονταν με φόντο τα σύννεφα. Πάντα ένιωθε ότι υπήρχε κάτι περισσότερο από τούβλα και τσιμέντο στον τρόπο που οι τοίχοι συμπλέκονταν, δημιουργώντας κόσμους από επιφάνειες, ακμές και γωνίες, εσοχές και προεξοχές.
Εντάξει, δε θα μάθαινε τοπολογία. Όμως, υπήρχαν και άλλες, πιο εσωτερικές και πιο άμεσες προσεγγίσεις στο θέμα αυτό, σκέφτηκε βαδίζοντας ολοένα και πιο βαθιά μέσα στην πόλη. Και το χειμωνιάτικο πρωινό ήταν πολλά υποσχόμενο.
|