Τις μέρες αυτές συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη λειτουργία του site. Ας κάνουμε, λοιπόν, εδώ έναν σύντομο απολογισμό, παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή.
Ξεκινήσαμε να γράφουμε αθόρυβα, δίχως να ενημερώνουμε κανέναν γι' αυτό. Προτιμήσαμε την ανωνυμία, χρησιμοποιώντας ως μέσο επικοινωνίας τα κείμενα μας και μόνο. Επιλέξαμε να αποτυπώνουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα μας αυτούσια, χωρίς να τα λειαίνουμε με τη φρασεολογία ή το ύφος μας.
Δεν ήταν προϊόν αποφάσεων όλα αυτά· ήταν αυτόματες επιλογές, απόρροια ιδιοσυγκρασίας.
Από παλιά νιώθαμε μια άπωση προς ανθρώπους που αρέσκονταν να προσδιορίζονται ως «ορθολογιστές», «ρεαλιστές» «πραγματιστές». Αισθανόμασταν ότι οι άνθρωποι αυτοί, αποκομμένοι στην πραγματικότητα από τον κόσμο γύρω τους, είχαν απορρίψει με επιπόλαιη βιασύνη όσα δε χωρούσαν στη δική τους εικόνα τους γι' αυτόν, θέτοντας ως όρια του δυνατού τα όρια του δογματισμού τους. Αυτάρεσκα δήλωναν ότι είχαν απαλλαγεί από τις δεισιδαιμονίες που ταλαιπωρούν τους αφελείς, τη στιγμή που οι «δεισιδαιμονίες» τούς επισκέπτονταν συχνά–πυκνά τις νύχτες στα όνειρα τους, κάνοντας τους να πετάγονται λουσμένοι από καθ' όλα υπαρκτό ιδρώτα.
Ακόμη λιγότερη εκτίμηση τρέφαμε προς εκείνους που, βρισκόμενοι στον αντίποδα, προσπαθώντας να αισθανθούν ξεχωριστοί και διαφορετικοί από τους πολλούς, ενστερνίζονταν πρόθυμα τις αλλοπρόσαλλες ανοησίες που διάφοροι όμοιοι τους, από εκείνους που δηλώνουν «εσωτεριστές», «διανοητές», «ψυχοερευνητές», τους σέρβιραν με στόμφο. Η φαιδρή τους σοβαροφάνεια, η τραγική άνεση με την οποία επικαλούνταν δύσκολες λέξεις–έννοιες, όπως «ενέργεια», «κραδασμοί», «ψυχή», και η απόπνοια γελοιότητας που ανέδιδε η ιδέα τους ότι κατέχουν την «αληθινή αλήθεια», γίνονταν ακόμη πιο ανυπόφορες από το γεγονός της παντελούς έλλειψης φαντασίας και ομορφιάς στις ιδέες τους. Παράλληλα, η βαθιά τους άγνοια για τα απλούστερα των πραγμάτων, καθώς και η υποκριτική τους απροθυμία να αντικρούσουν και τις πλέον πρόδηλες των απατών προκειμένου να διατηρούν το προφίλ του ανοικτόμυαλου, τους καθιστούσαν ιδανικά θύματα για τις ορδές των απατεώνων που λυμαίνονται τους κύκλους τους.
Σε ανθρώπους που διακατέχονταν από ανάλογα συναισθήματα και που τους έδενε η ίδια παρόρμηση για αναζήτηση του αγνώστου απευθυνόμασταν με τα γραφόμενα μας, καθώς και γενικότερα σε επισκέπτες, ανεξαρτήτως προέλευσης, που προτιμούσαν να σκέφτονται αντί να μιλούν, να νιώθουν αντί να σκέφτονται, και να ζουν αντί να νιώθουν. Όλοι αυτοί, θεωρούσαμε, κατανοούσαν ότι ένα από τα πρώτα οφέλη μιας τέτοιας αναζήτησης είναι η ανάπτυξη ενός νέου εύρους αντίληψης, όχι μόνο του αγνώστου, αλλά και του γνωστού πλέον. Και δε χρειάζονταν οι επισκέπτες του είδους ούτε μελιστάλακτες προσφωνήσεις ούτε γλυκερές φιλοφρονήσεις, για να νιώσουν πραγματικοί φίλοι.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, γράφοντας για την Πεντέλη – ένα θέμα που τη δεκαετία του 1980 είχε λάβει σημαντική δημοσιότητα και εξακολουθούσε να ενδιαφέρει αρκετούς. Η ιστορία δεν είχε ξεχαστεί ούτε από τους δημοσιογράφους, που κατά καιρούς προέβαιναν σε «σοκαριστικές αποκαλύψεις», στερούμενες σοβαρότητας κατά κανόνα.
Εφημερίδα "Έθνος", φύλλο 29/08/1990. |
Στο παραπάνω πρωτοσέλιδο π.χ. γινόταν μία αποκάλυψη για «ύποπτες στοές που οδηγούν στα έγκατα της γης» (οι τεχνητές αυτές σήραγγες, στις οποίες αναφερόμαστε στα "γύρω από τη σπηλιά μέρη" της σελίδας της Πεντέλης, προχωρούν λίγες μόλις δεκάδες μέτρα οριζοντίως, και σταματούν τυφλά σε βράχο, πράγμα που άλλωστε διακρίνεται και στη φωτογραφία του ρεπορτάζ) και για «αόρατες στρατιωτικές δυνάμεις που επιτίθενται στην πολιτιστική μας κληρονομιά, ενδεχομένως και με πυρηνικά όπλα».
Αλλά, δεν ήταν μόνο οι δημοσιογράφοι, το όλο θέμα είχε από καιρό γίνει αυτοτροφοδοτούμενο. Δε χρειαζόταν, δηλαδή, να υπάρχει κανένα μυστήριο· τα πλήθη των επισκεπτών που κατά περιόδους –ιδίως σε εξάρσεις δημοσιότητας– συνέρρεαν στην περιοχή είχαν φορτίσει σταδιακά την Πεντέλη με διάφορες φήμες, οι οποίες ωθούσαν άλλους να επισκέπτονται το βουνό, που με τη σειρά τους δημιουργούσαν νέες φήμες, κοκ. Μοιραία, όσο η φημολογία διογκωνόταν, τόσο οι τυχόν εμπεριστατωμένες απόψεις πνίγονταν στην οχλαγωγία από συνταρακτικές ανακαλύψεις και βαρυσήμαντες αποκαλύψεις. Ξωτικά, νεράιδες, εξωγήινοι, πυρηνικά, κοίλη Γη, και μέσα σ' όλα και ο λήσταρχος Νταβέλης, είχαν σταδιακά σωρευτεί στην Πεντέλη, εκεί, δίπλα στους σωρούς από μπάζα των αρχαίων λατομείων. Όσο για θεωρίες συνωμοσίας, αυτές βέβαια έδιναν κι έπαιρναν. Μέχρι περί των θαυματουργών ιδιοτήτων της πεντελικής λατύπης, και του μυστικού σχεδίου ξένων δυνάμεων να μας την αποσπάσουν, είχε τύχει να πληροφορηθούμε.
Η ερμηνεία των παραπάνω δεν ήταν δύσκολη. Πέρα από φαντασιόπληκτους και ψεύτες, οι οποίοι διέδιδαν ιστορίες για τους δικούς τους λόγους, υπήρχε και μία άλλη πηγή παραγωγής φημών. Ήταν οι άνθρωποι που, δίχως να ανήκουν σε καμία από τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, είχαν, ανάλογα με τις αντιλήψεις τους και ωθούμενοι από την επιθυμία «να δουν κάτι», προαποφασίσει τι θα συναντούσαν στο βουνό. Έτσι, εκείνοι που πίστευαν στα πνεύματα έπιαναν με την άκρη του ματιού τους φασματικές μορφές, οι ασχολούμενοι με το θέμα των UFO πρόσεχαν στον ουρανό παράξενα φώτα, οι θιασώτες των χωροχρονικών ανωμαλιών βίωναν περίεργες μετατοπίσεις, οι οπαδοί της θεωρίας περί κοίλης Γης ανακάλυπταν στοές προς το εσωτερικό της, κλπ. Αντίστοιχα, όσοι επισκέπτονταν το μέρος βέβαιοι ότι τίποτα το περίεργο δε συνέβαινε και ότι όλα ήταν φήμες, έφευγαν δίχως να έχουν διαπιστώσει το παραμικρό.
Το συγκεκριμένο μοτίβο συμπεριφοράς είναι πολύ διαδεδομένο, και αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια σε κάθε απόπειρα σχηματισμού άποψης γύρω από οποιοδήποτε θέμα, πολύ δε περισσότερο σε ό,τι έχει να κάνει με την έρευνα του αγνώστου.
Στους ψυχολόγους είναι γνωστό το ακόλουθο πείραμα: ο εξεταζόμενος τοποθετείται μπροστά σε μία οθόνη, στην οποία εναλλάσσονται γρήγορα ποικίλου περιεχομένου, άσχετες μεταξύ τους εικόνες. Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται και μία θολή φωτογραφία ενός καλοντυμένου λευκού άνδρα που σε στάση συμπλοκής σημαδεύει με μία μπανάνα το στομάχι ενός ρακένδυτου μαύρου. Μετά το πέρας της προβολής, ο εξεταζόμενος καλείται να περιγράψει όσες από τις εικόνες μπόρεσε να συγκρατήσει. Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι ερωτώμενοι αναφέρουν μία σκηνή κατά την οποία ένας μαύρος άνδρας, κρατώντας μαχαίρι, ετοιμάζεται να επιτεθεί σε έναν λευκό. Χαρακτηριστικά δε, την ίδια εντύπωση αποκομίζουν στην πλειοψηφία τους και ερωτώμενοι της μαύρης φυλής.
Γράψαμε πριν ότι η ανθρώπινη αυτή τάση, του να χρωματίζονται δηλαδή τα προϊόντα των αισθήσεων με υποκειμενικές ερμηνείες και στερεότυπα, αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα εμπόδια στην έρευνα. Το πρόβλημα δεν είναι ο εντοπισμός των υποκειμενικών στοιχείων μιας μαρτυρίας – αυτό συνήθως είναι εύκολο. Η πραγματική δυσκολία έγκειται στο ότι η απάλειψη καθετί υποκειμενικού διαγράφει και πολύτιμες εγγραφές–κλειδιά που μόνο ως υποκειμενικές πληροφορίες μπορούν να εντυπωθούν στη συνείδηση και να ανασυρθούν από τη μνήμη. Με άλλα λόγια, απορρίπτοντας κανείς όλα όσα θεωρεί τραβηγμένα, αποδίδοντας τα σε υπερβολές, εξημμένη φαντασία κλπ., κινδυνεύει να εγγράψει ό,τι προσπαθεί να απαλείψει, αντανακλώντας πλέον τη δική του προσωπικότητα, με τις δικές του αντιλήψεις, στη θέση της αρχικής μαρτυρίας.
Για παράδειγμα, στη δήλωση "πήγα στην Πεντέλη και συνάντησα έναν άγγελο που μου αποκάλυψε τα μελλούμενα" ο ακροατής μπορεί μεταξύ άλλων:
● Να δεχθεί τη δήλωση ως αληθινή.
● Να απορρίψει τη δήλωση ως ψέμα.
● Να απορρίψει τη δήλωση ως προϊόν ψυχικής διαταραχής.
● Να απορρίψει την ιδέα περί αγγέλου αποδίδοντας την σε απλοϊκότητα, δεχόμενος ωστόσο ότι έλαβε χώρα μια επικοινωνία με κάτι που εξελήφθη ως άγγελος.
Στην πρώτη περίπτωση κινδυνεύει να πέσει θύμα απάτης. Στη δεύτερη περίπτωση κινδυνεύει να απορρίψει ένα αληθινό γεγονός. Στην τρίτη περίπτωση κινδυνεύει να ακυρώσει έναν καθ' όλα φυσιολογικό άνθρωπο. Στην τέταρτη περίπτωση κινδυνεύει να αντικαταστήσει τα εξαρτήματα μιας πρωτογενούς εμπειρίας με δικά του, εξίσου υποκειμενικά ανταλλακτικά.
Είναι δύσκολο να υιοθετηθεί ικανοποιητική στάση ακόμη και σε μια τραβηγμένη δήλωση όπως του προηγούμενου παραδείγματος, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για πολύ πιο προσγειωμένες μαρτυρίες. Όμως, το πραγματικό πανηγύρι αρχίζει όταν οι μαρτυρίες προέρχονται, όχι από κάποιον τρίτο, αλλά από τον ίδιο τον εαυτό. Εκεί, δεν υπάρχει το αποκούμπι της αντικειμενικότητας, ούτε και η διαφυγή μέσω χαρακτηρισμού του μάρτυρα ως μυθομανούς. Από τη στιγμή που διάφορες αισθήσεις –του πόνου, του κρύου, της δίψας, της χαράς– είναι υποκειμενικές και μη αποδείξιμες, αλλά αληθινές πέραν πάσης αμφιβολίας, με ποιο σκεπτικό άλλες, ασυνήθιστες αισθήσεις και βιώματα, που φέρουν την ίδια σφραγίδα του αυθεντικού, θα πρέπει να απορρίπτονται ως αποκυήματα φαντασίας; Και από την άλλη, πώς μπορεί κανείς να προφυλαχθεί από τον κίνδυνο να μετατραπεί ο ίδιος σε φαντασιόπληκτο ή να πέσει θύμα άλλων, γραφικών ή απατεώνων; Υιοθετώντας το δόγμα του «δεν απορρίπτω τίποτα», η βέβαιη κατάληξη είναι η μετατροπή των προσωπικών πεποιθήσεων σε απέραντο σκουπιδότοπο, γεμάτο με απορρίμματα που θα έπρεπε να είχαν εξ αρχής απορριφθεί στον πλησιέστερο κάδο.
Το πρόβλημα αυτό δεν έχει συνολική ή αδιαμφισβήτητη λύση, και αργά ή γρήγορα απασχολεί όλους όσους επιχειρούν να καταπιαστούν σοβαρά με την έρευνα. Όσον αφορά τη δική μας αναζήτηση, από την αρχή είχε γίνει σαφής η ανάγκη για έναν κατάλληλο τρόπο προσέγγισης – ένα φίλτρο, που θα συγκρατούσε ρύπους και προσμίξεις. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μέχρι να διαμορφώσουμε κάτι σχετικό, καταλήγοντας σε αυτό περισσότερο, παρά σχεδιάζοντας το. Γνωρίζαμε, βέβαια, ότι πέρα από ένα σημείο καμία μεθοδολογία δεν επαρκεί, και η όποια αναζήτηση παίρνει αναγκαστικά τη μορφή εσωτερικής διεργασίας που δεν μπορεί να εκφραστεί με λέξεις.
Αρχίσαμε, λοιπόν, να γράφουμε για την Πεντέλη, εκθέτοντας στοιχεία που είχαν προκύψει έπειτα από έρευνα δύο περίπου δεκαετιών και φιλτραριστεί δεόντως, αποφεύγοντας να εκφέρουμε προσωπικές απόψεις, επισημαίνοντας το όπου το κάναμε. Μας προξενούσε εντύπωση το πώς άνθρωποι που είχαν επισκεφθεί το μέρος δυο–τρεις φορές ή και καθόλου κατέληγαν σε απόλυτα συμπεράσματα, τη στιγμή που εμείς, έπειτα από πολυετή ενασχόληση, δυσκολευόμασταν να δώσουμε ικανοποιητική εξήγηση ακόμη και σε πεζές πτυχές, όπως π.χ. στην απουσία σταλακτιτικού υλικού από την οροφή της σπηλιάς, τη στιγμή που στα τοιχώματα της απαντάται σε αφθονία.
Παρά τη μη προβολή του, το site δεν άργησε να γίνει γνωστό. Ιδίως σε διαδικτυακούς τόπους με θέματα έρευνας, ολοένα και περισσότερες παραπομπές οδηγούσαν αυξανόμενο αριθμό αναγνωστών στις σελίδες του. Αρχικά δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε τις απότομες ανόδους επισκεψιμότητας που βλέπαμε στον server. Μια μικρή διερεύνηση αποκάλυψε την αιτία, δίνοντας μας παράλληλα την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι ορισμένοι μας έβλεπαν ανταγωνιστικά, καταλογίζοντας μας ό,τι περίπου μπορούσε να φανταστεί κανείς. Αποτέλεσμα της εμπάθειας τους ήταν η ώθηση ακόμη περισσότερων επισκεπτών στο site, σπρωγμένων από περιέργεια.
Μέσα σ' όλα αυτά, η υπόθεση της Πεντέλης (ξανα)άρχισε να λαμβάνει δημοσιότητα. Και, ενώ πεντελολόγοι ξεφύτρωναν από παντού, δεν έλειψαν ούτε οι συνήθεις περιπτώσεις ανοησίας ούτε οι αναμενόμενες παραποιήσεις. Σε μερικές τέτοιες περιπτώσεις έχουμε αναφερθεί ήδη, και δεν υπάρχει λόγος να σταθούμε σε περισσότερες.
Τώρα, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που έλκονται πάντα από εξάρσεις δημοσιότητας. Η πρώτη περιλαμβάνει τους δημοσιογράφους. Στη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται όλοι όσοι επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τη δημοσιότητα για να πετύχουν τη δική τους προβολή. Όταν οι δύο αυτές κατηγορίες αναμιγνύονται, τα αποτελέσματα είναι προδιαγεγραμμένα. Οι πρώτοι στοχεύουν σε υψηλά ποσοστά τηλεθέασης, ακροαματικότητας ή αναγνωσιμότητας, παραμορφώνοντας συνήθως το υπό παρουσίαση θέμα, μεγαλοποιώντας πτυχές του που θεωρούν εντυπωσιακές και υποτονίζοντας άλλες, που δε δένουν με το κεντρικό αφήγημα. Οι δεύτεροι, κατά κανόνα άσχετοι ή επιφανειακά ενημερωμένοι, αδιάφοροι ως προς κάθε προοπτική σοβαρής παρουσίασης, επιδιώκουν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της όποιας συζήτησης από το θέμα στις δικές τους αντιλήψεις, και κατ' επέκταση στα άτομα τους. Ως πρόθεση και των μεν και των δε προβάλλεται πάντα «η παρουσίαση των θεμάτων και η ενημέρωση του κοινού», όμως τελικά, πλην σπανίων εξαιρέσεων, η ουσία παραμένει ανέγγιχτη, και το μόνο που μένει είναι οι βλαβερές επιπτώσεις της δημοσιότητας.
Η Πεντέλη δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα αυτό. Λίγο μετά την προβολή του θέματος από κάποιους που θέλησαν να το χρησιμοποιήσουν στα προαναφερθέντα πλαίσια, άλλοι, δημοσιογράφοι και μη, ακολούθησαν. Χαρακτηριστικά, προ εβδομάδων είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού "Star" ένα «ζωντανό ρεπορτάζ από τη σπηλιά του Νταβέλη», διάρκειας 10 περίπου λεπτών. Σε αυτό, κάποιος ρεπόρτερ που μιλούσε εκστασιασμένος στην κάμερα έκανε «αποκαλύψεις που για πρώτη φορά έφερνε στο φως ο τηλεοπτικός φακός», έχοντας εισχωρήσει στο τριγωνικό τούνελ που οδηγεί στη «λιμνούλα» της σπηλιάς. Προχωρώντας στο μικρό τούνελ και υπολογίζοντας ότι είχε φτάσει «σε βάθος 80 περίπου μέτρων» (η «λιμνούλα» εντοπίζεται 6–7 μέτρα χαμηλότερα από το επίπεδο της σπηλιάς στο συγκεκριμένο σημείο), δείχνοντας τα αρχαία σκαλοπάτια και ενημερώνοντας ότι «από κει κατέβαινε ο λήσταρχος Νταβέλης για να συναντήσει τη Δούκισσα της Πλακεντίας, όπως έχουν δηλώσει έγκυροι ερευνητές», κάποια στιγμή έφτασε στη «λιμνούλα». Εκεί, ο ρεπόρτερ κοντοστάθηκε δηλώνοντας: «Η λίμνη αυτή σχηματίζεται από υπόγεια ύδατα και είναι άπατη. Πιο πέρα δεν έχουμε τα κότσια να συνεχίσουμε...» (η συγκεκριμένη συλλογή νερού συνιστά το τέρμα του μικρού τούνελ και σχηματίζεται από σταλάγματα του υπερκείμενου βράχου, έχει δε βάθος περί τα πενήντα εκατοστά και όγκο νερού πολύ μικρότερο μιας μισογεμάτης μπανιέρας). Ολοκληρώνοντας, ο ρεπόρτερ μετέφερε «πληροφορίες ότι η NASA είχε ανοίξει στο παρελθόν τις τεχνητές σήραγγες για να θάψει κλοφέν», και τελικά, με θριαμβευτικό ύφος, χάραξε το όνομα του σταθμού "Star" στα τοιχώματα του αρχαίου τούνελ (δε θα έπρεπε να παρέμβει κάποιος εισαγγελέας για βανδαλισμό κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου;), ενώ ο παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του, δίνοντας συγχαρητήρια για την τολμηρή εξερεύνηση και τις αποκαλυπτικές πληροφορίες.
Υπήρξαν και άλλες δημοσιογραφικές αναφορές γύρω από την Πεντέλη σε διάφορα ΜΜΕ, με τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Έτσι, όταν κάποια στιγμή επισκεφτήκαμε ξανά την περιοχή, αυτό που συναντήσαμε ήταν αυτοκίνητα ανάμεσα σε πεύκα, την αστυνομία να έχει κάνει την εμφάνιση της, αλλά και νεανίες που, έχοντας παρκάρει το αυτοκίνητο τους στο στόμιο της σπηλιάς, έπαιζαν μουσική στη διαπασών, χρησιμοποιώντας το μεγάλο κοίλωμα ως αντηχείο.
Μετά τις εξελίξεις αυτές του περασμένου χρόνου, το να συνεχίσουμε γράφουμε για την Πεντέλη έχει αρχίσει να γίνεται προβληματικό. Σκοπεύουμε να προχωρήσουμε, πάντως, αποφεύγοντας τις σαφείς αναφορές και τον προσδιορισμό ακριβούς «στίγματος» κάποιων πραγμάτων.
Και, έχουν κάποια αξία όσα γράφουμε;
Λοιπόν, κοιτάξτε. Αν εσείς που διαβάζετε τώρα τις γραμμές αυτές βλέπετε την έρευνα του αγνώστου ως μέσο φυγής από την ανία της καθημερινότητας ή ως χόμπι συλλογής «παράξενων περιπτώσεων», έχετε επιλέξει μία ενδιαφέρουσα ενασχόληση, πολύ πιο υγιή από τις συνήθεις ενασχολήσεις των περισσότερων γύρω σας. Όμως, δεν ξέρουμε κατά πόσο μπορεί να σας φανούν χρήσιμα αυτά που εμείς γράφουμε εδώ, αφήστε που δεν πρόκειται ποτέ να σας κάνουμε να αισθανθείτε όμορφα με ένα γοητευτικό παραμύθι του τύπου «εκεί, σε μια έρημη χαράδρα της Πεντέλης, ανακαλύψαμε πίσω από κλαδιά μία κρυμμένη είσοδο που οδηγούσε στο εσωτερικό της κούφιας Γης». Υπάρχουν άλλοι που έχουν ειδικευθεί σε τέτοιου είδους παραμύθια, και που τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα απ' ό,τι εμείς θα μπορούσαμε. Είστε ευπρόσδεκτοι, φυσικά, να ανατρέχετε στο site όποτε θέλετε, όμως μην περιμένετε από μας να σας πούμε τι πρέπει να κάνετε και πού να πάτε. Εδώ θα βρείτε υπομνήσεις μόνο για πράγματα που θεωρούμε ότι δεν πρέπει να κάνετε. Μην απορείτε και μη διαμαρτύρεστε, τέλος, αν μερικές φορές το ύφος μας σας φαίνεται ειρωνικό, τα σχόλια μας πικρόχολα, και το χιούμορ μας δυσνόητο. Μην ξεχνάτε, πρωτίστως οι σελίδες αυτές απευθύνονται σε ένα διαφορετικό, περιορισμένο, μάλλον ιδιόρρυθμο ακροατήριο.
09/11/2003
|