Πεντέλη - Εξελίξεις και νέα

 


 

 

Δεκέμβριος 2023

 

Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα διάθεση να συνεχίσω ψηλότερα. Η πεζοπορία μέχρι εκεί μού είχε φανεί ευχάριστη, όμως στα τελευταία βήματα ένιωθα μια περίεργη ζάλη, οι δε προειδοποιητικές σουβλιές στο ισχίο είχαν ενταθεί σε βαθμό που δε γινόταν πια να αγνοώ. Κοίταξα την κορυφή της Πεντέλης ζυγίζοντας τις επιλογές μου: θα μπορούσα να συνεχίσω την ανάβαση, παρά τα προβλήματα· θα μπορούσα να κατηφορίσω, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής· ή θα μπορούσα να βρω ένα κατάλληλο σημείο εκεί κοντά και να ρεμβάσω. Καθώς ήταν μόλις απομεσήμερο ακόμα, επέλεξα το τελευταίο.

 

Προηγουμένως είχα περάσει από τη σπηλιά, την οποία, παραδόξως, είχα βρει έρημη. Παρά το σπάνιο της περίστασης, δεν είχα μείνει πολύ, συνεχίζοντας την πορεία προς τα ψηλά, χωρίς σαφή ιδέα για το τι ήθελα να κάνω.

 

 

Είχα ανηφορίσει το χωματόδρομο, και τώρα στεκόμουν πάνω από τη σπηλιά, επανεξετάζοντας την κατάσταση. Κοιτάζοντας δεξιά, θυμήθηκα το μεγάλο χαραδροειδές λατομείο, λίγο ψηλότερα. Αποφάσισα να κατευθυνθώ εκεί, και αργά, για να μην επιβαρύνω το ισχίο, ξεκίνησα.

 

Το λατομείο ήταν όπως ακριβώς το θυμόμουν από την τελευταία επίσκεψη, ένα–δυο χρόνια πριν. Ουσιαστικά, αποτελούσε ένα φαράγγι μέσα σε βράχο, μήκους καμιά σαρανταριά μέτρων, με ψηλά κάθετα τοιχώματα, επίπεδο σχετικά πυθμένα, και απότομο τέρμα.

 

 

Ήταν ένα μέρος που γνώριζα καλά, έχοντας περάσει σ' αυτό αρκετές ώρες κατά καιρούς, ιδίως τις εποχές που πρωτοανηφόριζα την Πεντέλη. Σκαρφάλωσα τους μεγάλους βράχους που έφραζαν την είσοδο, κατέβηκα προσεκτικά, και φτάνοντας στο μέσο περίπου του λατομείου κάθισα στο χορτάρι. Διάφορες αναμνήσεις από παλιότερες επισκέψεις ξεπήδησαν στο μυαλό μου, όμως τις απομάκρυνα, καθώς δεν ήθελα να παρασυρθώ σε αναπολήσεις. Αυτή η τάση να απορροφώμαι σε αναμνήσεις ήταν κάτι που μού συνέβαινε σταθερά κατά τις τελευταίες εξορμήσεις στο βουνό, και είχε καταντήσει ενοχλητική, αφού, αντί να βιώνω το εδώ και το τώρα, μεταφερόμουν σε ιστορίες του παρελθόντος. Αποφάσισα, λοιπόν, να επικεντρωθώ στο παρόν, και κοίταξα γύρω. Το όρυγμα του λατομείου, με τα ύψους δεκάδων μέτρων κάθετα τοιχώματα, ήταν υποβλητικό, ενώ την αίσθηση απομόνωσης ενίσχυε η ησυχία που επικρατούσε στον περίκλειστο χώρο.

 

Έτσι όπως καθόμουν στραμμένος προς την είσοδο του λατομείου, μπορούσα να δω τον εαυτό μου των προηγούμενων πέντε λεπτών να καταφθάνει, κάνοντας προσεκτικά βήματα με τεντωμένα χέρια, για να μη χάσει την ισορροπία του. Αντικειμενικά, ήμουν ένα αστείο δίποδο ον, με θώρακα, κοιλιά, μέλη, που όλα μαζί εξυπηρετούσαν έναν εγκέφαλο πάνω σ' ένα λαιμό. Και ο εγκέφαλος, πάλι, χωριζόταν σε περιοχές που εξυπηρετούσαν την όραση, την ακοή, την όσφρηση, το λόγο, την ισορροπία – αλλά, ποιος ήμουν εγώ; Ήμουν απλώς ένας μέσος όρος;

 

Μια αγανακτισμένη εσωτερική φωνή διαμαρτυρήθηκε ότι το 'χα ξευτιλίσει. Εκεί που παλιά ανέβαινα στην Πεντέλη για να δω τα μυστήρια γύρω μου, πλέον κοίταζα μέσα μου. Την είχα παρατηρήσει τη μεταστροφή αυτή να συμβαίνει σε όσους περνούσαν μια ηλικία, και με εκνεύριζε, καθώς τη θεωρούσα έμμεση ένδειξη παραίτησης. Ξανακοίταξα, λοιπόν, το λατομείο διερευνητικά, επιχειρώντας να μετακινήσω το μυστήριο από μέσα, έξω μου. Έπειτα από αρκετή ώρα, δεν καταλάβαινα να έχει αλλάξει κάτι, πέρα ίσως από την εντύπωση ότι, όχι μόνο εγώ κοίταζα το λατομείο, αλλά και εκείνο κοίταζε εμένα. Σηκώθηκα και φώναξα "Α", για να εισπράξω την ηχώ ενός "Α". Ξανακάθισα.

 

Έμεινα πάλι να κοιτάω το χώρο, πιο αφηρημένα τώρα, ώσπου το μάτι μου έπεσε σε ένα μικρό σπηλαιοβάραθρο στο δεξί τοίχωμα.

 

 

Δεν ήταν κάτι καινούριο· το είχα δει πολλές φορές και δεν το πολυπρόσεχα, ωστόσο τη δεδομένη στιγμή μού μετακίνησε την οπτική. Ίσως τελικά να μην υπήρχε λατομείο. Ίσως, δηλαδή, αυτό που οι αισθήσεις μου κατέγραφαν ως λατομείο να ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ίσως, αν είχα άλλες αισθήσεις, στη θέση του κοιλώματος να αντιλαμβανόμουν συμπαγή όγκο, και στη θέση του βράχου, κενό. Όπως υπήρχε ένα σπηλαιοβάραθρο πίσω από τα τοιχώματα, που είχε αποκαλυφτεί τυχαία, έτσι, μπορεί και πίσω από τα τοιχώματα των αισθήσεων, των οποιονδήποτε αισθήσεων, να υπήρχε ένα ασύλληπτο υπόστρωμα, μία θεμελιώδης ουσία που δεν μπορούσα να διανοηθώ.

 

Και άλλες φορές είχα αναλογιστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως τώρα, μέσα στο μεγάλο όρυγμα, κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε πιο πιθανό. Δεν ήμουν, βέβαια, ο πρώτος που έκανε τέτοιες σκέψεις. Θυμήθηκα τον Donald Hoffman, καθηγητή Γνωσιακής Ψυχολογίας, ο οποίος, υποστηρίζοντας ότι ο πραγματικός κόσμος ήταν κάτι πέρα από τις δυνατότητες αντίληψης μας, έφερε το παράδειγμα ενός εικονιδίου σε μια οθόνη υπολογιστή. Κοιτάζοντας το από κοντά, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι αποτελείται από pixel, και εξετάζοντας το επιστημονικά θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι κάθε pixel αναλύεται σε αναλογίες κόκκινου, κίτρινου και μπλε. Όσο, όμως, και αν αναλύαμε το εικονίδιο, δε θα μπορούσαμε ποτέ να διανοηθούμε την πραγματική του φύση, ότι δηλαδή συνιστά απλώς μια διεπαφή με ένα πρόγραμμα σε έναν υπολογιστή που ελέγχει την οθόνη. Θα μπορούσαμε να περάσουμε μια αιωνιότητα αναλύοντας το κάθε pixel ξεχωριστά, τα ρεύματα που το ρυθμίζουν, τις επιμέρους αποχρώσεις, τη διάταξη τους στο εικονίδιο, δίχως ποτέ να πλησιάσουμε στο τι πραγματικά σήμαιναν όλα αυτά. Αντίστοιχα, οι επιστημονικές μας έρευνες, για τα κουάρκ, τον ηλεκτρομαγνητισμό, τα κβάντα, εμβάθυναν στο εικονίδιο της αντίληψης μας για τον κόσμο, χωρίς σε καμία περίπτωση να αγγίζουν την ουσία του. Ο Hoffman θεωρούσε ότι η Εξέλιξη είχε διαμορφώσει τις αισθήσεις μας με γνώμονα, όχι την ορθή αποτύπωση της Πραγματικότητας, αλλά τις μέγιστες πιθανότητες αναπαραγωγής. Και προχωρούσε ακόμη πιο πέρα, υποστηρίζοντας ότι ο Χώρος και ο Χρόνος δεν αποτελούσαν αυθύπαρκτα μεγέθη, αλλά απλώς ένα πλαίσιο αναφοράς που ο εγκέφαλος μας είχε εξελιχθεί να πλάθει. Αυθύπαρκτη και θεμελιώδη θεωρούσε τη Συνείδηση, από την οποία απέρρεε αυτό που ονομάζουμε Πραγματικότητα. Δεν ήταν, δηλαδή, ο εγκέφαλος που γεννούσε τη Συνείδηση, ήταν η Συνείδηση που εκδηλωνόταν, μεταξύ άλλων, ως εγκεφαλική δραστηριότητα.

 

Στον πυρήνα τους, οι απόψεις του Hoffman δεν ήταν κάτι νέο. Ανάλογες θεωρήσεις είχαν διατυπώσει φιλόσοφοι ήδη από τη μακρινή αρχαιότητα, ενώ και η σύγχρονη Φυσική είχε καταλήξει σε προσεγγίσεις που δεν απείχαν πολύ. Η ιδέα ότι ίσως ζούμε σε μια προσομοίωση, στημένη είτε από τις αισθήσεις μας είτε από κάτι ξένο, είχε διατυπωθεί πολύ πριν το "Matrix". Εξάλλου, και η ιδέα περί Θεού/Δημιουργίας σε κάτι τέτοιο παρέπεμπε. Ήταν γνωστά όλα αυτά, καταδικασμένα όμως να χάνονται πίσω από τους πραγματισμούς της καθημερινότητας. Τώρα, στη σιγαλιά του λατομείου, αποκομμένος από θορύβους και «θορύβους», ήταν η καθημερινότητα που μου φαινόταν απόμακρη.

 

Έμεινα αρκετή ώρα ακόμα, απορροφημένος στο ίδιο κανάλι σκέψεων. Ο απομονωμένος χώρος έμοιαζε να ενισχύει έναν τέτοιο ειρμό, με τα τοιχώματα να του προσδίδουν ηχώ. Και όταν τελικά ξεκίνησα να φύγω, η περίεργη ζάλη είχε περάσει, ενώ και οι ενοχλήσεις στο ισχίο ήταν λιγότερες.

 

Κατηφορίζοντας, προσπαθούσα να αποφασίσω αν τελικά όλη την προηγούμενη ώρα στο λατομείο εστίαζα μέσα ή είχα καταφέρει να κοιτάξω έξω μου. Τις σκέψεις, ωστόσο, διέκοψε μια πεταλούδα, που με συντρόφευσε για λίγο πριν χαθεί στους θάμνους.

 

 

Μπροστά, με περίμενε μια καθ' όλα αληθινή προσομοίωση πόλης.

 

«Ίρανον»

 

 

Δεν υπάρχουν νεότερες πληροφορίες σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου στην Πεντέλη, για την οποία κάναμε λόγο στην τελευταία ενημέρωση. Επισήμως, τίποτα δεν έχει ανακοινωθεί για το θέμα από τη νέα δημοτική αρχή.

 


 

 

Απρίλιος 2022

 

Δύσκολα θα τη γλυτώσει η Πεντέλη αυτή τη φορά.

 

Τον Νοέμβριο του 2021, εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού μελέτη με τίτλο «Masterplan Πεντελικού Όρους. Προγραμματική Μελέτη Ανάδειξης Τοπίου και Μνημείων Πεντελικού Όρους». Σε αυτή, προτείνεται η δημιουργία στο βουνό πέντε γηπέδων τένις, τεσσάρων γηπέδων μπάσκετ, επτά γηπέδων mini soccer, τεσσάρων χώρων στάθμευσης συνολικής χωρητικότητας άνω των 350 θέσεων, δύο θεάτρων, 2000 και 200 θέσεων, μίας κολυμβητικής λίμνης, τριών αναψυκτηρίων και μίας παιδικής χαράς. Οι εγκαταστάσεις αυτές προβλέπεται να κατασκευαστούν σε χώρους παλιών λατομείων, ενώ ειδικά για τη σπηλιά προτείνεται η κατασκευή κερκίδων για επισκέπτες στο προαύλιο της, καθώς και χώρου στάθμευσης 200 μέτρα δυτικότερα, στο λατομείο του Παΐδα.

 

Το σχέδιο των προτεινόμενων παρεμβάσεων, καθώς και την υπουργική απόφαση, μπορεί κανείς να βρει στο link: https://drive.google.com/drive/folders/1EG2u1ucyW6DdvOjx4fN5AX8LQAjvIox-. Εναλλακτικά, εδώ και εδώ.

 

Τώρα, δε θα έπρεπε, εφόσον πρόθεση είναι η προστασία και ανάδειξη ενός βουνού, πρώτο μέλημα να είναι η διασφάλιση του ότι το βουνό θα παραμείνει βουνό; Θα εξακολουθήσει η Πεντέλη να είναι βουνό με όλες αυτές τις εγκαταστάσεις; Κάπου, στο σχέδιο προτεινόμενων παρεμβάσεων, αναφέρεται σε σχέση με τα εκκλησίδια της σπηλιάς: «Η εμπειρία της καταστροφής της περίφραξης του χώρου και του βανδαλισμού των εκκλησιδίων αναδεικνύει το πρόβλημα της παραβατικότητας και δηλώνει εμφατικά την επιτακτική ανάγκη για την ενσωμάτωση του χώρου στη ζωή των πολιτών της Αθήνας με δράσεις φιλικές στην οικογένεια, όλο το χρόνο.» Ωραίες οι ευγενείς προθέσεις, και καμία αντίρρηση για την ανάγκη αποτροπής βανδαλισμών, όμως η κατασκευή γηπέδων, καντινών και χώρων στάθμευσης σε ένα βουνό με την ιστορία της Πεντέλης, δε συνιστά βανδαλισμό; Τα πεταμένα στο δάσος σκουπίδια, θα μειωθούν ή θα αυξηθούν με τον πολλαπλασιασμό των επισκεπτών; Με την ηχώ της οχλαγωγίας από τα τα τοιχώματα των λατομείων–γηπέδων και των λατομείων–θεάτρων, το μέρος θα γίνει πιο υποβλητικό και θα προστατευθεί η δύσμοιρη πανίδα του; Πράγματι, τα λατομεία της νεότερης εποχής παραμορφώνουν το ανάγλυφο του βουνού, όμως, με τον καιρό, έχουν γίνει κι αυτά μέρος της ιστορίας του. Κάποτε, και τα αρχαία λατομεία αντίστοιχες παραφωνίες συνιστούσαν. Και, εν πάση περιπτώσει, θα αλλάξει προς το καλύτερο η εικόνα αν στα τοιχώματα των λατομείων προσαρμοστούν κερκίδες και οι πυθμένες τους διαμορφωθούν σε γήπεδα; Αυτό, θα είναι λιγότερο ξένο προς το τοπίο;

 

Δύο απλά μέτρα θα αρκούσαν για να προστατευθεί –και κατ' επέκταση να αναδειχθεί– η Πεντέλη. Το πρώτο θα ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας κάθε είδους τροχοφόρων στο βουνό, με την εξαίρεση οχημάτων κρατικών υπηρεσιών και ειδικών άλλων περιπτώσεων, όπως μεταφοράς ατόμων με κινητικά προβλήματα. Γιατί είναι δέον να μπορεί ο επισκέπτης να φτάσει δίπλα στη σπηλιά με το αυτοκίνητο του; Η εμπειρία θα ήταν πολύ πιο γνήσια αν χρειαζόταν να αφήσει το αυτοκίνητο στις υπώρειες και να ανηφορίσει με τα πόδια, κάτι που θα του έδινε την ευκαιρία να γνωρίσει –και ίσως να αγαπήσει– το βουνό και τη φύση του. Εφόσον κάποιος δε θέλει να αφήσει το αυτοκίνητο ή τη μηχανή του, υπάρχουν τόσα άλλα μέρη που μπορεί να επισκεφτεί. Γιατί είναι σκόπιμη η ανεξέλεγκτη κυκλοφορία οχημάτων σε ένα πολύπαθο, ιστορικό βουνό; Το δεύτερο μέτρο δε θα ήταν αναγκαίο αν το κράτος μας ήταν αποτελεσματικό στην εφαρμογή των νόμων. Μιας και αυτό δε συμβαίνει, θα μπορούσε να συνταχθεί ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για την Πεντέλη και άλλα βουνά, το οποίο θα προέβλεπε την επιβολή και άμεση εκτέλεση παραδειγματικών ποινών για όσους πιάνονται να βανδαλίζουν, να αφαιρούν (λαθρολατόμηση, λαθροϋλοτόμηση) ή να προσθέτουν (απόρριψη μπάζων, σκουπιδιών) οτιδήποτε στους υπό προστασία τόπους.

 

Δεν αυταπατόμαστε, ούτε αιθεροβατούμε. Ξέρουμε ότι αυτά που περιγράφουμε προϋποθέτουν διοικητική επάρκεια χωρίς να συμφέρουν την τσέπη κανενός, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο «masterplan». Είναι, όμως, οξύμωρο –αν όχι τίποτα άλλο– το να δηλώνονται δίπλα–δίπλα στους στόχους του προγράμματος: «Εισαγωγή κατάλληλων υποδομών έτσι ώστε το Πεντελικό να συνδεθεί με την πόλη ως ένα πάρκο μητροπολιτικής σημασίας» και «Εισαγωγή των χρήσεων με κατάλληλο τρόπο ώστε να μην διαταραχθεί ο χαρακτήρας του τόπου». Δε γίνονται και τα δύο. Αν η Πεντέλη γίνει πάρκο, θα πάψει να είναι βουνό. Ποιος έχει δικαίωμα για κάτι τέτοιο;

 

 

Θα ήταν αδύνατον να υπάρξει κάποια προσέγγιση, στοιχειώδης έστω, για τον αριθμό των επισκεπτών που κατά καιρούς ανηφόρισαν την Πεντέλη. Και ούτε μπορούμε, βέβαια, να γνωρίζουμε κάτι για τους ανθρώπους αυτούς, πλην ελαχίστων συγκριτικά, καταγεγραμμένων περιπτώσεων. Στους επισκέπτες της τελευταίας κατηγορίας συγκαταλέγεται η διάσημη Αγγλίδα συγγραφέας Virginia Woolf (Βιρτζίνια Γουλφ – "Παρθενία Λύκος" θα ήταν η κατά λέξη μετάφραση του ονόματος, με μόνη διαφορά ότι το "λύκος" γράφεται "wolf").

 

Γεννημένη το 1882 στο Λονδίνο, η Woolf ήταν το έβδομο παιδί μιας εύπορης, αριστοκρατικής οικογένειας. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι με τεράστια βιβλιοθήκη και επισκέπτες διάσημους λογοτέχνες της βικτωριανής εποχής, το ενδιαφέρον της στράφηκε από νωρίς στις τέχνες, και ιδιαίτερα στη λογοτεχνία. Σαν παιδί, ήταν ιδιαίτερα εύθραυστη. Ο χαμός της μητέρας της το 1895, ακολουθούμενος από το θάνατο της ετεροθαλούς αδερφής, του πατέρα και του αδερφού της μέσα σε μία δεκαετία, την οδήγησε σε νευρική κατάρρευση και νοσηλεία σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Εξερχόμενη, η Woolf γνωρίστηκε με έναν κύκλο καλλιτεχνών, συγγραφέων και διανοούμενων, γνωστό ως Bloomsbury Group, μεταξύ των οποίων και ο μέλλων σύζυγος της, Leonard Woolf.

 

Το Bloomsbury Group απαρτιζόταν από πρωτεργάτες του Μοντερνισμού, ενός καλλιτεχνικού κινήματος που πειραματιζόταν με εναλλακτικούς τρόπους αποτύπωσης της πραγματικότητας. Βασικά στοιχεία της μοντερνιστικής γραφής ήταν η μη γραμμική χρονική αλληλουχία και η προβολή των καταστάσεων από πολλαπλές οπτικές ταυτοχρόνως. Χαρακτηριστικότερο γνώρισμα, ωστόσο, ήταν το "ρεύμα συνείδησης" ("stream of consciousness"), ένα στυλ αφήγησης τύπου εσωτερικού μονολόγου, στο οποίο επιδιώκεται η ρεαλιστικότερη δυνατή μετάδοση της συνειδησιακής κατάστασης του αφηγητή, μέσω ανάμιξης σκέψεων και αισθήσεων, χρήσης ατελών ιδεών, ασύντακτου συντακτικού και ιδιόρρυθμης γραμματικής. Ο Μοντερνισμός βρήκε σημαντική απήχηση, υιοθετούμενος από έναν μεγάλο αριθμό συγγραφέων της εποχής. Μεταξύ των γνωστότερων περιλαμβάνονται οι T. S. Eliot, Ezra Pound, Franz Kafka, F. Scott Fitzgerald, Frederico Garcia Lorca, James Joyce, André Breton, Ernest Hemingway, Hermann Hesse, Joseph Conrad, και βέβαια η Virginia Woolf.

 

Ειδικά η Woolf, χειρίστηκε στα έργα της το πέρασμα του χρόνου με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ως ένα υποκειμενικό φαινόμενο, και όχι ως κάτι αυθύπαρκτο. Επιπλέον, χρησιμοποίησε την έννοια του μαζικού ασυνείδητου, ταυτίζοντας διαφορετικούς χαρακτήρες σε μία φωνή, στρεβλώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την αλληλουχία των συμβάντων στο γράψιμο της.

 

Στην Ελλάδα ταξίδεψε δύο φορές: την πρώτη, τον Σεπτέμβριο του 1906, και τη δεύτερη, παντρεμένη πλέον, τον Απρίλιο του 1932. Ήταν κατά την πρώτη της επίσκεψη που ανηφόρισε την Πεντέλη. Αναμιγνύοντας φανταστικά στοιχεία, η Woolf διασκεύασε την εμπειρία της επίσκεψης σε μία μικρή ιστορία, την οποία καταχώρισε στο ημερολόγιο της υπό τον τίτλο "Ένας Διάλογος στο Όρος Πεντελικό".

 

"A Dialogue upon Mount Pentelicus" – σχετική αναφορά γίνεται στο βιβλίο "Virginia Woolf and the Visible World", σελ. 49 (https://books.google.gr/books?id=4HkNDsdlddcC&printsec=frontcover&dq#v=onepage&q&f=false), ενώ η ιστορία η ίδια δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1986, στο βιβλίο "The Complete Shorter Fiction of Virginia Woolf".

 

Η Virgnia Woolf σε ηλικία 20 ετών, τέσσερα χρόνια πριν την ανάβαση της στην Πεντέλη.

 

Η ιστορία ξεκινά με τη θέα της Πεντέλης από μακριά, που με τη λευκή ουλή των λατομείων στον γκριζοπράσινο όγκο της ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα αττικά βουνά. Έξι Άγγλοι, συνοδευόμενοι από Έλληνες οδηγούς, ανηφορίζουν τις πλαγιές της, συζητώντας για την Ελλάδα και τους Έλληνες, τόσο τους σύγχρονους όσο και τους αρχαίους. Φτάνοντας στην κορυφή, νιώθουν «να κατακλύζονται ολόγυρα από τιτάνιες παρουσίες» –τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, επιστήμονες και φιλοσόφους, που είχαν ζήσει σε αυτά τα μέρη– όμως ξαφνιάζονται δυσάρεστα όταν οι νεοέλληνες οδηγοί τους αδυνατούν να κατανοήσουν την αρχαία ελληνική, στην οποία επιχειρούν να συνομιλήσουν. Καθώς ξεκινούν την κάθοδο, η συζήτηση στρέφεται στην Ελλάδα και τη θέση της στον κόσμο. Ορισμένοι εκφράζουν την άποψη ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, και πως οι πραγματικοί "Έλληνες", οι κληρονόμοι του αρχαιοελληνικού πνεύματος και πολιτισμού, είναι πλέον οι Βρετανοί. Με τις λέξεις να αντηχούνται στα τοιχώματα των αρχαίων λατομείων, η συντροφιά φτάνει σε ένα ρυάκι, όπου αποφασίζει να κάνει στάση για να ξεκουραστεί. Η συζήτηση εξακολουθεί να περιστρέφεται γύρω από την Ελλάδα. Κάποιοι βλέπουν στους σύγχρονους Έλληνες ένα αβέβαιο παρόν, άλλοι διακρίνουν μέλλον, ενώ ορισμένοι μιλούν για παρελθόν και μόνο. Ένας απ' όλους διακηρύττει ότι η εντύπωση των Άγγλων για το κλέος της αρχαίας Ελλάδας δεν αποτελεί παρά μία ψευδαίσθηση, συμπληρώνοντας έναν άλλο, που υποστηρίζει ότι η αρχαία Ελλάδα έχει πεθάνει ανεπιστρεπτί, σαν τη μέρα που τελειώνει και σβήνει στη νύχτα. Ένας τρίτος, πάλι, τον οποίο η αφηγήτρια σατιρίζει για την αρνητική του ψήφο στο να καταστεί υποχρεωτική η διδασκαλία των ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Cambridgre, επιμένει να βλέπει στους Έλληνες μια αντανάκλαση από «ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα σου», και στα κείμενα τους «όλα όσα έχεις νιώσει ότι είναι υπέροχα στην τέχνη και αληθινά στη φιλοσοφία». Στο σημείο αυτό, η συζήτηση διακόπτεται απότομα από την εμφάνιση μιας μεγαλόσωμης, σκούρας φιγούρας. Πρόκειται για έναν Έλληνα μοναχό που κουβαλάει καυσόξυλα – ψηλό, με μακριά μαλλιά και γένια, αλλά και με χαρακτηριστικά προσώπου που θυμίζουν αρχαιοελληνικό άγαλμα. Οι Άγγλοι τον κοιτούν, βλέποντας σε αυτόν αρχικά έναν άπλυτο, αμόρφωτο άνθρωπο. Η αφηγήτρια σχολιάζει αλληγορικά, υπονοώντας τον τραγοπόδαρο Πάνα και τους ακόλουθους του θεού Διονύσου, Σάτυρους: «δυστυχώς, είναι πλέον πέρα από τις δυνατότητες του αγγλικού νου να διακρίνει μαλακό τρίχωμα στ' αυτιά και δισχιδείς οπλές στα πόδια, στη θέση δέκα ξεχωριστών δακτύλων». Για λίγο, οι Άγγλοι τουρίστες κοιτούν τον Έλληνα μοναχό χωρίς να μιλούν, ώσπου κάποια στιγμή διακρίνουν στο βλέμμα του μια λάμψη, ίσως εκείνη που ο λόρδος Βύρωνας είχε περιγράψει ως «τη φλόγα που σπιθίζει ακόμα στα μάτια» κάθε σύγχρονου Έλληνα. Είναι, κατά την αφηγήτρια, η φλόγα που «πέρασε από πολλά και συνέχισε σαν βέλος, δημιουργώντας μια χρυσή αλυσίδα ανάμεσα σε εποχές και λαούς, μέχρι που οι μορφές των ανδρών και των γυναικών, του ουρανού και των δέντρων, ορθώθηκαν στο πέρασμα της, και διατάχθηκαν σε μια στέρεη, συνεχή λεωφόρο, από τη μία άκρη του χρόνου στην άλλη». Η ιστορία τελειώνει με δηκτικό τρόπο: "Καλησπέρα" χαιρέτησε τελικά απλά ο μοναχός, ξαφνιάζοντας τους Άγγλους. Κι ακόμη κι εκείνος που προηγουμένως επιχειρηματολογούσε κατά της συνέχειας των Ελλήνων απάντησε στο χαιρετισμό «σαν Έλληνας προς Έλληνα. Κι αν το Cambridge είχε απαρνηθεί τη συνέχεια των Ελλήνων, οι πλαγιές του Πεντελικού και οι ελαιώνες της Μεντέλης την είχαν πιστοποιήσει».

 

Η Virginia Woolf έδωσε τέλος στη ζωή της το 1941, σε ηλικία 59 ετών, γεμίζοντας τις τσέπες της με πέτρες και πέφτοντας σε ένα ποτάμι κοντά στο σπίτι της. Ενδιάμεσα είχε γίνει διεθνώς γνωστή ως λογοτέχνης, αλλά και ως γνήσια φιλέλληνας. Δεν θα μάθουμε ποτέ τα ακριβή βήματα της στην Πεντέλη, μιας και η ίδια προτίμησε να διασκευάσει την επίσκεψη της σε φανταστικό διάλογο, μεταφέροντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα της (στη σπηλιά, πάντως, που την εποχή εκείνη αποτελούσε βασικό σημείο ενδιαφέροντος κατά τις αναβάσεις των περιηγητών, έκανε μία ασαφή, φευγαλέα αναφορά, υποδεικνύοντας έμμεσα ότι την επισκέφθηκε). Ούτε και θα μάθουμε τους πραγματικούς διαλόγους που διημείφθησαν. Αυτούς, όπως και τόσων άλλων, τους ξέρουν μόνο τα τοιχώματα των αρχαίων λατομείων που τους αντήχησαν.

 


  

 

Μάρτιος 2021

 

Ένα κομμάτι της αναζήτησης μας γύρω από την Πεντέλη είχε να κάνει εξ αρχής με την ανεύρεση παλιών απεικονίσεων που θα αποκάλυπταν πληροφορίες για το παρελθόν. Σε διάστημα τρεισήμισι περίπου δεκαετιών, η σχετική έρευνα απέφερε εκατοντάδες παλιές φωτογραφίες, από τις οποίες αρκετές έχουμε παραθέσει στις διάφορες ενότητες. Όμως, περισσότερο από τις φωτογραφίες, το ενδιαφέρον μας στρεφόταν πάντα στις πιο παλιές απεικονίσεις, από εποχές που οι φωτογραφικές μηχανές ήταν άγνωστες. Και σε αυτή την κατηγορία υπήρξαν ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις, χαλκογραφιών, λιθογραφιών, υδατογραφιών, ξυλογραφιών και άλλων σχεδίων. Παρότι η αναδίφηση δεν έπαψε ποτέ, τα τελευταία χρόνια όλο και πιο αραιά συναντούσαμε κάτι το καινούριο, καθώς, ό,τι ήταν να βρεθεί είχε σε γενικές γραμμές βρεθεί, και οι όποιες νέες ανακαλύψεις περιορίζονταν σε αποτυπώσεις μικρότερου ή έμμεσου ενδιαφέροντος. Ακόμη κι έτσι, τα στιγμιότυπα αυτά του παρελθόντος, πέρα από την ιστορική τους αξία, ασκούσαν μέσα μας μια γοητεία. Στην Πεντέλη, και ιδίως στην περιοχή της σπηλιάς, είχαμε αφιερώσει ένα μέρος του εαυτού μας ήδη από τα χρόνια της εφηβείας. Έτσι, κάθε μικρή οπτική πληροφορία, ασχέτως του πόσο θολή ή αόριστη μπορεί να ήταν, είχε για εμάς ειδική αξία. Αισθανόμασταν όπως θα ένιωθε κανείς αν συναντούσε απόψεις της γειτονιάς που μεγάλωσε, εκατό, διακόσια ή και περισσότερα χρόνια πριν.

 

Εν πάση περιπτώσει, δεν περιμέναμε ότι θα βρίσκαμε ξανά κάτι το πραγματικά σημαντικό. Πρόσφατα, ωστόσο, διαψευστήκαμε:

 

1794–1796, αγνώστου.

 

Πρόκειται για μία υδατογραφία αγνώστου, φιλοτεχνημένη μεταξύ 1794 και 1796, η οποία αποτυπώνει την εικόνα που θα αντίκριζε κανείς εκείνα τα χρόνια αν στεκόταν στο εσωτερικό της σπηλιάς κοιτάζοντας προς τα έξω. Την εποχή της υδατογραφίας, η Αθήνα δεν αντιστοιχούσε παρά σε αρχαία ερείπια και στάνες, με διάσπαρτα λιγοστά χαμόσπιτα.

 

Είναι η πιο παλιά αποτύπωση του εσωτερικού της σπηλιάς που έχουμε υπόψη μας, και η δεύτερη παλαιότερη συνολικά, μετά την υδατογραφία του Fauvel, που είχε φιλοτεχνηθεί 15 περίπου χρόνια νωρίτερα. Οι δύο αυτές υδατογραφίες είναι οι μοναδικές απόψεις του χώρου από τον 18ο αιώνα που γνωρίζουμε. Ως αποτύπωση, είναι αρκετά λεπτομερής. Φαίνονται καθαρά οι δύο υδατοδεξαμενές που εξυπηρετούσαν κάποτε τις ανάγκες των μοναζόντων, η είσοδος και το δίλοβο παράθυρο των εκκλησιδίων που βλέπουν προς το εσωτερικό της σπηλιάς, το καταρρέον ήδη τότε τείχος με ανοιγμένη τη βαριά πόρτα της κεντρικής πύλης (αλήθεια, τι να απέγινε άραγε εκείνη η πόρτα;), καθώς και τα λίγα πρώτα μέτρα της σπηλιάς μετά την είσοδο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι τα στοιχεία αυτά αποτυπώνονται με απρόσμενη ακρίβεια, κάτι που μπορεί να πιστοποιηθεί και από τη σύγκριση με την κατά 40 χρόνια μεταγενέστερη, αντίστοιχη υδατογραφία του Lange. Γενικά, θα λέγαμε ότι η εικόνα αυτή αποτελεί το πλέον ταιριαστό φόντο για την ενότητα "Η αδελφότητα της σπηλιάς", στην οποία και νομοτελειακά παραπέμπει.

 

Αφήνοντας κατά μέρος την ιστορική της σημασία, όταν την πρωτοείδαμε, η υδατογραφία αυτή μας μετέφερε στο «εκεί» και στο «τότε» περισσότερο από κάθε άλλη. Ίσως σε αυτό να συνετέλεσε το ότι αποτελεί τη μοναδική έγχρωμη αποτύπωση εκείνης της εποχής, ή το γεγονός ότι ο άγνωστος καλλιτέχνης είχε σταθεί σε σημείο του εσωτερικού της σπηλιάς που κι εμείς συνηθίζαμε να κοντοστεκόμαστε πάντα, κοιτάζοντας προς τα έξω. Και, τελικά, είναι να απορεί κανείς με το πόσοι επισκέπτες αισθάνθηκαν κατά καιρούς την ανάγκη να απαθανατίσουν τον τόπο αυτό, σε εποχές, μάλιστα, που για κάτι τέτοιο απαιτούνταν πολύ περισσότερα από το πάτημα ενός κουμπιού φωτογραφικής μηχανής. Μόνο μεταξύ 18ου και μέσων 19ου αιώνα, οι γνωστές απεικονίσεις του χώρου της σπηλιάς προσεγγίζουν τις είκοσι, συναγωνιζόμενες σε αριθμό εκείνες της Ακρόπολης. Πάλι, όπως έχουμε ξανασυζητήσει, και η Ακρόπολη κομμάτι του ίδιου χώρου ήταν κάποτε.

 

Υπάρχει, πάντως, και κάτι άλλο, μια αίσθηση που μας συνόδευε από παλιά, την οποία είναι δύσκολο να εκφράσουμε ακριβώς. Ναι, εντάξει, η έκρηξη του Διαδικτύου οδήγησε στην ψηφιοποίηση ενός μεγάλου αριθμού εικόνων και κειμένων από διάφορες συλλογές ανά τον κόσμο. Οπότε, είναι αναμενόμενο ξεχασμένα τέτοια στοιχεία να βγαίνουν διαρκώς στην επιφάνεια. Εμείς, όμως, στην όλη μας ενασχόληση με την Πεντέλη, είχαμε αρκετές φορές την αίσθηση ότι οδηγούμασταν σε κάποια πράγματα, όχι τόσο επειδή τα ψάχναμε όσο επειδή θέλαμε να τα βρούμε. Φυσικά, κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν έβγαζε νόημα, δε θα μπορούσε να συμβαίνει, καθότι μη λογικό.