ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Οι στοές της Πεντέλης (μέρος Β')

 

 

 

Από τα προηγούμενα, καθώς και από διάφορες άλλες ανάλογες αναφορές, γίνεται φανερό ότι τα βουνά της Αττικής, και ιδιαίτερα η Πεντέλη με την πολυπληθή της κοινότητα μοναχών και ασκητών, απετέλεσαν σε αρκετές περιπτώσεις τόπους καταφυγής Αθηναίων και λοιπών κατοίκων της Αττικής. Η δε σπηλιά, λόγω του απόμερου και αφύλακτου της θέσης της, έφτασε κάποτε να διαμορφωθεί σε κανονικό φρούριο.

 

Ludwig Lange, "Steinbruch zu Penteli", Ιούνιος 1836, Staatliche Graphische Sammlung, Munchen Inv. Nr. 35764 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Το παραπάνω σχέδιο αποτυπώνει την κατάσταση του στομίου της σπηλιάς το έτος 1836. Ξεκάθαρα διακρίνονται τα ερείπια –ήδη τότε– του πέτρινου τείχους που έφραζε την είσοδο της, αφήνοντας ως δίοδο ένα κεντρικό άνοιγμα, το οποίο προφανώς έκλεινε κάποτε από κάποια ενισχυμένη ξύλινη πόρτα. Το τείχος αυτό αναφέρεται από διάφορες πηγές, ωστόσο για το χρόνο κατασκευής δεν υπάρχει καμία πληροφορία. Πάντως, η ύπαρξη του μαρτυρείται και σε σχέδια του 18ου αιώνα, γεγονός που φανερώνει την παλαιότητα του. Σήμερα, μόνο ένα μικρό τμήμα του στέκει ακόμα όρθιο στην είσοδο της σπηλιάς.

 

 

Αξίζει να προσέξει κανείς στο σχέδιο του 1836 την παρουσία ανθρώπων, καθώς και το χαμηλό ύψος του εσωτερικού της σπηλιάς την εποχή εκείνη – κάτι που θα συζητήσουμε στην πορεία. Έντονη ανθρώπινη παρουσία αποτυπώνεται και στο παρακάτω σχέδιο, ίδιας χρονολογίας, που απεικονίζει τον ευρύτερο χώρο έξω από τη σπηλιά με θέα προς την Αθήνα. Οι εικονιζόμενοι ήταν εργάτες του λατομείου της σπηλιάς, που τον καιρό εκείνο είχε επαναλειτουργήσει, ο δε οικίσκος αποτελούσε βοηθητικό κτίσμα, πιθανώς αποθήκη εργαλείων.

  

Ludwig Lange, Steinbruch zu Penteli, Ιούνιος 1836 Staatliche Graphische Sammlung, Munchen Inv. Nr. 35763 (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Γενικά, η σπηλιά και η γύρω περιοχή, κατά το μεγαλύτερο διάστημα από τον 5ο αιώνα π.Χ., οπότε και ξεκίνησε η λατόμηση μαρμάρου, έως και τον 1819ο αιώνα μ.Χ., δεν έπαψε να φιλοξενεί κοινότητες ανθρώπων που για τον ένα ή τον άλλο λόγο συγκεντρώνονταν εκεί. Ειδικά οι ασκητές και οι μοναχοί μονοπωλούσαν για πολλούς αιώνες την κυριαρχία επί του χώρου, με αδιάλειπτη ή σχεδόν αδιάλειπτη παρουσία στη σπηλιά, έχοντας ουσιαστικά εγκαθιδρύσει μία ιδιότυπη παροικία – αυτό που έμεινε στην ιστορία ως «Σπήλαιο των Αμώμων», στο «Όρος των Αμώμων» (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις μέρες μας με το ¶γιο Όρος, για το οποίο, επισήμως άλλωστε, ισχύουν ειδικοί νόμοι).

 

Με βάση την παραπάνω επισήμανση και τα υπόλοιπα που συζητήσαμε ως εδώ, ας ξαναγυρίσουμε τώρα στην περιγραφή του Τσελεμπί, και ας εξετάσουμε κάπως πιο αναλυτικά και κριτικά τη μαρτυρία του όσον αφορά τα σημεία όπου αναφέρει: «Εκεί, μες στις ανήλιαγες σπηλιές, δεχόντουσαν να θαφτούν τα πιο φωτεινά πνεύματα για χάρη της τέχνης και της επιστήμης. Εκεί μέσα γίνονταν η μύηση τους κι εκεί μάθαιναν τον τρόπο να συνεννοούνται μεταξύ τους, μεταβιβάζοντας τη σκέψη τους χωρίς να χρησιμοποιούν ομιλία. Εκεί μάθαιναν κι ένα σωρό μαγικές αγωγές και τελέσματα.», «Στα μάρμαρα, που αποτελούν τα τοιχώματα τους, είναι χαραγμένοι ολόκληροι κατάλογοι με τα ονόματα των σοφών, που κάποτε πέρασαν από το υπόγειο αυτό διδασκαλείο.» και «Αν προχωρήσεις λίγο παρακάτω, προς το ναδίρ της σήραγγας, θα δεις διάφορες άλλες κατασκευές και χιλιάδες ανθρώπινα κόκαλα».

 

Η μοναστική κοινότητα της σπηλιάς, με παρουσία αιώνων στο χώρο, θα ήταν απίθανο να μη γνώριζε την ύπαρξη των τούνελ στο εσωτερικό της τελευταίας. Και θα ήταν αναμενόμενο οι μονάζοντες να είχαν αξιοποιήσει τα τούνελ αυτά, και μάλιστα τα βαθύτερα και πλέον δυσπρόσιτα τμήματα τους, ως προφυλαγμένο τόπο λατρείας, ως καταφύγιο, ίσως ακόμα και ως οδό διαφυγής σε περίπτωση ανάγκης. Ειδικά σε σχέση με το τελευταίο, αξίζει κανείς να θυμηθεί την καταστροφή της μονής ΤΑΩ από επιδρομείς, και τη σήραγγα που είχαν διανοίξει οι μοναχοί της κάτω από τον κεντρικό ναό, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα διαφυγής υπό έκτακτες συνθήκες. Αναλογιζόμενοι τα περισσότερα από χίλια χρόνια στα οποία ένας τέτοιος υπόγειος τόπος θα αποτελούσε χώρο παρουσίας μοναζόντων, δε θα πρέπει να προξενεί εντύπωση η αναφορά του Τσελεμπί περί καταλόγων χαραγμένων ονομάτων, ούτε και η ύπαρξη υποκατασκευών στο εσωτερικό των τούνελ. ¶λλωστε, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα, σε κοιλώματα της σπηλιάς, αλλά και στο εσωτερικό των εκκλησιδίων, σώζεται ακόμα αριθμός χαραγμένων ονομάτων, της εποχής του Τσελεμπί.

 

Αλλά και η αναφορά περί ανθρώπινων οστών δικαιολογείται αν κανείς λάβει υπόψη ότι στη σπηλιά και στη γύρω περιοχή έχουν βρεθεί ελάχιστα υπολείμματα τάφων σε σύγκριση με τις γενιές των μοναχών και ασκητών που εγκαταβίωσαν επί αιώνες εκεί (δύο τάφοι έχουν βρεθεί μέσα στα δύο εκκλησίδια). Η εναπόθεση και φύλαξη οστών νεκρών σε υπόγειες κρύπτες αποτελούσε κατά το παρελθόν, και ιδιαίτερα στις πρωτοχριστιανικές κοινωνίες, διαδεδομένη πρακτική. Στις δε πολυάριθμες κατακόμβες που διατρέχουν το υπέδαφος αρκετών από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπήρχαν προκαθορισμένοι χώροι φύλαξης λειψάνων των νεκρών, όπου σταδιακά, με το πέρασμα των χρόνων, εναποτέθηκαν τα οστά χιλιάδων ανθρώπων.

 

Αριστερά και κέντρο: τμήματα από τις κατακόμβες του Παρισιού. Δεξιά: η κρύπτη των Καπουτσίνων κάτω από την εκκλησία Santa Maria della Concezione dei Cappuccini, στη Ρώμη.

 

Ως εδώ καλά, από δω και πέρα όμως τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται. Ό,τι κι αν είδε ο Τσελεμπί στο εσωτερικό των τούνελ, θα πρέπει να τον εντυπωσίασε αρκετά ώστε να κάνει λόγο για «μαγικές αγωγές και τελέσματα» και για σοφούς που «μάθαιναν τον τρόπο να συνεννοούνται μεταξύ τους, μεταβιβάζοντας τη σκέψη τους χωρίς να χρησιμοποιούν ομιλία» ή τουλάχιστον «έφθειραν το σώμα τους σ' αυτές τις σπηλιές και με άφωνα λόγια, ακατάληπτα, αποκτούσαν, λένε, φιλοσοφικές γνώσεις», όπως διατυπώνεται στη μετάφραση του Κ. Μπίρη. Οι περιγραφές αυτές δε θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε καμία από τις γνωστές και κοινές χριστιανικές τελετουργίες, με τις οποίες άλλωστε ο Τσελεμπί ήταν εξοικειωμένος.

 

Στο σημείο αυτό ανοίγει μία μεγάλη συζήτηση, που οδηγεί σε διάφορες επιμέρους άλλες.

 

Όπως είδαμε, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, κατά το μακρινό παρελθόν, πιθανώς κάπου τον 7ο αιώνα μ.Χ., άρχισε να αναπτύσσεται στην περιοχή της σπηλιάς μία θρησκευτική αδελφότητα, αποτελούμενη από μοναχούς και ασκητές γύρω περιοχών. Ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο ο κύκλος αυτός μοναζόντων συγκροτήθηκε σε κοινότητα και διαμόρφωσε τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Εκείνο, ωστόσο, στο οποίο κατατείνουν ορισμένες ενδείξεις είναι ότι η αδελφότητα των αμώμων της σπηλιάς, είτε εξαρχής είτε με το πέρασμα των χρόνων, διαμόρφωσε ένα τυπικό λατρείας ιδιότυπο σε σύγκριση με τα καθιερωμένα πρότυπα.

 

Οι ενδείξεις αυτές σχετίζονται κυρίως με τα δύο εκκλησίδια της εισόδου της σπηλιάς, τα οποία υπολογίζεται ότι κτίστηκαν μεταξύ 10ου και 11ου μ.Χ. αιώνα. Όπως σημειώσαμε και αλλού, ο συστεγασμός δύο χριστιανικών Ιερών –του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Σπυρίδωνα– στον ίδιο χώρο είναι ασυνήθιστος, ιδιαίτερα μάλιστα αν κανείς λάβει υπόψη ότι αυτά βρίσκονται στραμμένα, όχι προς την Ανατολή, όπως ήταν καθιερωμένο, αλλά βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά αντίστοιχα. Ο δυϊσμός αυτός, καθώς και κάποιοι άλλοι συσχετισμοί, έχουν οδηγήσει στη διατύπωση της άποψης από ορισμένους ότι τα συστεγασμένα εκκλησίδια ίσως απετέλεσαν χώρο λατρείας μανιχαϊστικής αίρεσης, ενδεχομένως των Γνωστικών. Αν και δεν αποτελεί παρά απλώς μια άποψη, χωρίς ιδιαίτερα υποστηρικτικά στοιχεία, η περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται, καθώς το «προφίλ» των Γνωστικών (http://el.wikipedia.org/wiki/Γνωστικισμός) ταιριάζει σε αρκετά του σημεία με κάποια από τα πιθανά χαρακτηριστικά της «αδελφότητας της σπηλιάς» (ας την αποκαλούμε έτσι). Η γνωστή, μάλιστα, τριγράμματη αλληγορία «ΙΑΩ», την οποία χρησιμοποιούσαν οι Γνωστικοί για να εκφράσουν το «Θείο» (και για την ερμηνεία της οποίας υπάρχουν αμέτρητες εκδοχές – ενδεικτικά: http://www2.arnes.si/~uljfarh3/david/iao.html), συμπτωματικά, διαφέρει κατά μία μόλις οριζόντια γραμμούλα από το «ΤΑΩ» της ομώνυμης παραπλήσιας μονής.

 

Υπάρχουν και ορισμένα άλλα ασυνήθιστα χαρακτηριστικά των εκκλησιδίων, τα οποία όμως θα μας απασχολήσουν σε μια πιο ειδική συζήτηση. Εδώ, θα αρκεστούμε να συμπληρώσουμε μόνο ότι την εικόνα αυτή θα πρέπει κανείς να τη δει υπό το πρίσμα όσων συζητήσαμε προηγουμένως σχετικά με το πόσο ρευστές και συχνά αντικρουόμενες ήταν οι απόψεις γύρω από τα θρησκευτικά ζητήματα τις εποχές εκείνες, και πώς το επίσημο Ορθόδοξο δόγμα άρχισε να αποκρυσταλλώνεται μόλις το 1054 μ.Χ., μετά τη ρήξη με τους Καθολικούς.

 

Ας επιστρέψουμε, όμως, στη μαρτυρία του Τσελεμπί. Ο Τούρκος περιηγητής ανέφερε: «Υπάρχουν ακόμα στους τοίχους επιγραφές, παραστάσεις και σύμβολα, που όμοια τους μπορείς να δεις μόνο στον οβελίσκο, που 'ναι στημένος μπροστά στο Ατ Μεϊντάν (Ιππόδρομο), στην Ισλαμπόλ». Ίσως να αναρωτιέστε τι στο καλό είναι αυτός ο περίφημος οβελίσκος της "Ισλαμπόλ". Ο "Οβελίσκος του Θεοδοσίου", όπως είναι ευρύτερα γνωστός, βρίσκεται στημένος στο χώρο του αρχαίου ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αρχαιότατο αιγυπτιακό μνημείο, του οποίου η κατασκευή ανάγεται στο 1490 π.Χ., την εποχή που ο βασιλιάς της Αιγύπτου Τουθμόσις ο Γ' ανήγειρε αυτόν μαζί με έναν δεύτερο, δίδυμο οβελίσκο μπροστά από το ναό του Καρνάκ στο Λούξορ, προκειμένου να εορτάσει τις νίκες των στρατευμάτων του στη Μεσοποταμία. Ο εν λόγω οβελίσκος, όπως και ο δίδυμος του, είχαν κατασκευαστεί από ένα σπάνιο είδος γρανίτη, τον λεγόμενο ροζ γρανίτη. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο οβελίσκος, πιθανώς έπειτα από εντολή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδοσίου του Α' (υπάρχει διαφωνία ως προς αυτό) μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμεινε για πολλά χρόνια παρατημένος σε μια γωνιά του ιπποδρόμου, ώσπου το 390 μ.Χ. στήθηκε όρθιος με μεγάλες δυσκολίες, έπειτα από πρωτοβουλία του Πρόκλου, δημοτικού άρχοντα της πόλης. Για το σκοπό αυτό, κατασκευάστηκε πρώτα μία περίτεχνη μαρμάρινη βάση, με γλυπτά που απεικόνιζαν την αυτοκρατορική οικογένεια και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής, και πάνω σε αυτή στήθηκε ο συνολικού ύψους 25,6 μέτρων (μαζί με τη βάση) οβελίσκος, στον οποίο οι ντόπιοι απέδιδαν μαγικές ιδιότητες.

 

Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου, και δεξιά η βάση του.

 

Τα σύμβολα που φέρει στις τέσσερις του πλευρές ο συγκεκριμένος οβελίσκος αντιστοιχούν σε αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Τσελεμπί θα ήταν σε θέση να κρίνει και να συγκρίνει σωστά τα σύμβολα αυτά με τα σύμβολα που υπό το φως κεριών αντίκρισε στα βάθη των τούνελ της σπηλιάς. Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν ήταν τα χαράγματα που είδε εκεί, θα πρέπει να του προξένησαν αρκετή εντύπωση ώστε να φτάσει να τα συγκρίνει με τα θεωρούμενα ως «μαγικά» σύμβολα του οβελίσκου του Θεοδοσίου. Και, βέβαια, εφόσον κανείς δεχτεί έστω και σε γενικές μόνο γραμμές τα γραφόμενα του Τούρκου περιηγητή, η αναφορά του αυτή δημιουργεί ερωτήματα σε σχέση με τις παλαιότερες χρήσεις των τούνελ.

 

Παρεμπιπτόντως, αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι, όπως θα συζητήσουμε σε επόμενη ενότητα, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που στηρίζουν την πιθανότητα οι πρώτοι ασκητές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της σπηλιάς να ήταν Κόπτες, χριστιανοί δηλαδή της Αιγύπτου.

 

Κλείνοντας εδώ αυτή την παρένθεση αιγυπτιολογίας, ίσως προσέξατε ότι στα γραφόμενα του ο Τσελεμπί τους διαβιούντες στο εσωτερικό των τούνελ τους περιέγραφε ως «σοφούς», «επιστήμονες», «διδασκάλους» και «ασκητές», που «έθαβαν και έφθειραν τα σώματα τους» μέσα εκεί. Πουθενά δεν αναφέρεται στους ανθρώπους αυτούς ως ιερείς, κάνοντας σαφή διαχωρισμό από τους «παπάδες», με τη βοήθεια των οποίων εισχώρησε στα τούνελ. Όμως, ποιοι ακριβώς ήταν οι «παπάδες» που οδήγησαν τον Τσελεμπί στα τούνελ, οι οποίοι «ήξεραν καλά το δρόμο», όπως ανέφερε; Και, γιατί οι «παπάδες» αυτοί θα οδηγούσαν έναν Τούρκο σε έναν τέτοιο, σαφέστατα μυστικό υπόγειο τόπο;

 

Κάπου εδώ ανοίγει το δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο της παράξενης αυτής ιστορίας. Και κατ' αρχάς, οι «παπάδες» εκείνοι ήταν μοναχοί της μονής Πεντέλης. Αυτό, μεταξύ άλλων, προκύπτει ξεκάθαρα από το γεγονός ότι ο Τούρκος περιηγητής, στα απομνημονεύματα του, αμέσως πριν την αναφορά του στα τούνελ περιγράφει τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη του στη συγκεκριμένη μονή, τη «μονή Μεντίλ» όπως την κατονομάζει. Ας κοιτάξουμε, όμως, συνολικότερα τη συνέχεια της ιστορίας.

  

Γράψαμε πριν ότι ο ασκητισμός στην περιοχή της σπηλιάς, αλλά και σε ολόκληρο του βουνό, εξακολούθησε να ανθεί έως και τον 16ο αιώνα. Ο βασικός λόγος για τη λήξη της άνθισης του ασκητισμού την περίοδο εκείνη ήταν η ίδρυση της μονής Πεντέλης το έτος 1578. Σχετικά, ο Γ. Λαδάς ανέφερε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Κατά την περίοδον της τουρκοκρατίας, και ιδία από του 1457 μέχρι του 1578, υπήρχον εν αυτή (τη σπηλιά της Πεντέλης) ασκηταί, από δε της ιδρύσεως της μονής Πεντέλης υπό του αγίου Τιμοθέου κατά το έτος τούτο, εγκατελείφθη και το μονύδριον της Σπηληάς, ως και τα επί της Πεντέλης ασκηταριά και οι ασκηταί συνεκοινοβίωσαν μετά του αγίου Τιμοθέου εις την υπ' αυτού ανεγερθείσαν τότε μονήν. Έκτοτε ουδέποτε ανεβίωσεν εις την Σπηληά συστηματικώς ο ασκητισμός, ούτε τα εκκλησίδια ελειτουργήθησαν κανονικώς· αλλά και ποτέ δεν έμειναν άνευ επισκεπτών και αφιερωτών, ως συνάγεται εκ των διαφόρων χαραγμάτων επί των εικόνων και των ξένων περιηγητών, οι οποίοι αναφέρουν τα εκκλησίδια ταύτα ερειπωμένα...»

 

Η ίδρυση, λοιπόν, της μονής Πεντέλης επέφερε μεγάλες ανακατατάξεις, αλλάζοντας ισορροπίες αιώνων. Γιατί, επί αιώνες στο βουνό της Πεντέλης κυριαρχούσε η μονή ΤΑΩ. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές γι' αυτό –έτσι κι αλλιώς, πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη συγκεκριμένη μονή– η μονή ΤΑΩ θα πρέπει να ασκούσε την επιρροή της ανάμεσα και στους ασκητές της σπηλιάς, οι οποίοι αποτελούσαν μία σημαντική κοινότητα μεταξύ των άλλων ασκητών του βουνού.

 

 

Είναι, μάλιστα, πιθανό η αδελφότητα της σπηλιάς να διαμορφώθηκε εν μέρει μέσω της συμμετοχής μοναζόντων ή/και υπό την επίδραση της μονής ΤΑΩ. Αυτό τουλάχιστον διαφαίνεται αν κανείς λάβει υπόψη τη μακρόχρονη συνύπαρξη των δύο αυτών κέντρων επί του βουνού. Εξάλλου, όπως καταγράφεται και στην επίσημη ιστορία της μονής ΤΑΩ (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες οι μοναχοί της αναγκάστηκαν για διάφορους λόγους να την εγκαταλείψουν, με αποτέλεσμα η μονή να παραμείνει για μεγάλα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα ερειπωμένη. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι: «...Μετά πολυετή ερήμωσιν (λόγω της πρώτης της καταστροφής) πιθανώς τον 12ον αι. ανηγέρθη εκ νέου η ιερά Μονή από τον Νικόλαον Καματηρόν... ...Μετά το 1204 οι Φράγκοι αφού κατέλαβον την Αττικήν όπου και ίδρυσαν το Δουκάτον των Αθηνών, διέταξαν τους ορθόδοξους μοναχούς να εγκαταλείψουν την Μονήν, την οποίαν ολίγον αργότερον ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' προσήρτησεν εις την λατινικήν αρχιεπισκοπήν των Αθηνών... ...Έτσι και η ιερά Μονή, ακολουθούσα επί του προκειμένου την κατάστασην της όλης χώρας, έμεινεν έρημος (μέτα τη δεύτερη της καταστροφή) έως ότου, έναν αιώνα αργότερον, περί το 1575, δύο πλούσιοι της περιοχής, συμφώνως προς το Σιγίλλιον του έτους 1614, ευσεβέστατοι άνδρες Δημήτριος Αναδραμάρης και Ιωάννης Ντούζης, εζήτησαν την άδειαν του πατρ. Ιερεμίου Β' δια την ανοικοδόμησιν της Μονής...» Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι ορισμένοι από τους μοναχούς που διασώθηκαν από τις διαδοχικές καταστροφές της μονής ΤΑΩ, αλλά και αρκετοί από εκείνους που εκδιώχθηκαν από τους Φράγκους το 1204, θα κατέφυγαν σε άλλα σημεία του βουνού, προφανώς και στη σπηλιά της Πεντέλης, η οποία παρείχε καλή φυσική προστασία και διέθετε ήδη εγκατεστημένη κοινότητα άλλων ασκητών.

 

Με την ίδρυση της το 1578, η μονή Πεντέλης, έδρασε ως πόλος έλξης για τους πολυάριθμους ασκητές του βουνού. Σύντομα το κοινόβιο έγινε πολυπληθές και απέκτησε μεγάλη δύναμη, ανταγωνιζόμενο την κυρίαρχη μέχρι τότε μονή ΤΑΩ (Ο Τσελεμπί ανέφερε ότι κατά το χρόνο της επίσκεψης του η μονή Πεντέλης αριθμούσε περισσότερους από πεντακόσιους μοναχούς και ότι είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει χίλιους επιπλέον έφιππους επισκέπτες, για να συμπληρώσει όμως παρακάτω, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του ανιστόρητου: «η μονή αυτή ιδρύθηκε από τον Απόστολο του προφήτη Ιησού, Παύλο»). Λίγο αργότερα, ένας ανταγωνισμός και μια χρόνια διαμάχη θα ξεσπούσε μεταξύ των δύο μονών. Μια διαμάχη που θα έληγε έναν περίπου αιώνα μετά, με την εξόντωση των μοναχών της μονής ΤΑΩ και την μετατροπή της τελευταίας, καθώς και όλων των υπό την κατοχή της εκτάσεων, σε μετόχια της μονής Πεντέλης. Υπενθυμίζουμε εδώ όσα αναφέρονται σχετικά στο βιβλίο της σύγχρονης μονής Παντοκράτορα ΤΑΩ (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Yποστηρίζεται η άποψις ότι υπήρχε διάστασις μεταξύ των μοναχών των δύο εν Πεντέλη μονών. Οι μοναχοί της σημερινής μονής της Πεντέλης υπερηφανεύοντο δια την πνευματικήν των υπεροχήν, ενω οι της του Παντοκράτορος δια τον πλούτον, εξ αιτίας δε ταύτης οι της Πεντέλης είχον επιθετικάς και κατακτητικάς διαθέσεις (Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορία...,230). Τα αυτά υποστηρίζονται και υπο του Γ. Σωτηρίου, όπως γράφει ό Λαδάς, (57), ο οποίος προσθέτει ότι πιθανώς την σφαγήν των μοναχών της μονής Παντοκράτορος υπό των Αλγερινών προεκάλεσαν οι μοναχοί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.» και «Κατά τον Λαδάν η οικογένεια Δέγλερη εδυνάστευεν την Μονήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις την οποίαν κληρονομικώ δικαιώματι κατά διαδοχήν εγίνοντο ηγούμενοι, αναπτύσσει δε οτι δεν ήσαν Αλγερινοί οι φονεύσαντες τους μοναχούς, αλλά Τούρκοι ή Τουρκαλβανοί με την συμμετοχήν μοναστηριακού τινός ατόμου. Γ.Γ. Λ α δ ά ς , ενθ' ανωτ., 57 . λλοι μελετηταί δέχονται την μαρτυρίαν τού ηγουμένου και ομιλουν περί Αλγερινών. Πβ. Eustathios Stikas, ενθ' ανωτ., 4546.»

 

Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε επίσης ότι την άποψη ότι ήταν Αλγερινοί οι επιδρομείς που εξόντωσαν τους μοναχούς της μονής ΤΑΩ, την οποία είχε υποστηρίξει αρχικά ο Δ. Καμπούρογλου, την ανασκεύασε αργότερα ο ίδιος, υποστηρίζοντας και αυτός ότι οι επιδρομείς ήταν στην πραγματικότητα Τούρκοι. Αυτό έχει σημασία. Όπως έχει σημασία να υπενθυμίσουμε την εύνοια των Τούρκων προς τη μονή Πεντέλης. Και η εύνοια αυτή, εκτός των φόρων που η μονή πλήρωνε στους Τούρκους, φαίνεται να οφειλόταν και σε άλλους λόγους. Σημείωνε σε σχετικό του απόσπασμα ο Καμπούρογλου (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Την Μονήν της Πεντέλης ηυνόουν και αυτοί οι Τούρκοι των Αθηνών και της Αττικής εν γένει. Πλήν των γνωστών λόγων του σχετικού σεβασμού προς τας Μονάς, επί του προκειμένου υπήρχε και κάποιος ειδικός, ότι η Πεντέλη χάρις εις τα εις είδος δώρα της (Χίλιες οκάδες μέλι το χρόνο αναφέρει ο Τσελεμπί, μεταξύ άλλων) είχε και εις Αθήνας, αλλ' εδίως εις την Βασιλεύουσαν, ισχυρούς προστάτας, δυνάμενους να τιμωρήσουν πάσαν παρεκτροπήν. Και η Ανατολική εύνοια οσάκις δεν στηρίζεται εις κάποιον κέρδος, στηρίζεται εις κάποιον φόβον

 

Είναι δύσκολο να εξιχνιαστεί το ακριβές χρονικό της επιδρομής των Τούρκων κατά της μονής ΤΑΩ και της σφαγής όλων της των μοναχών πλην ενός. Σίγουρα, θα πρέπει να υπήρχαν και οικονομικά κίνητρα (ο πλούτος της μονής), όμως ο καθολικός αυτός αφανισμός παραπέμπει σε κάτι το ευρύτερο και πιο ολοκληρωτικό. Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ γειτονικών κοινοβίων στον ελληνικό χώρο δεν αποτελούσε κάτι το ασυνήθιστο, σε καμία άλλη περίπτωση, όμως, η σύγκρουση αυτή δεν έληξε με τον ολοσχερή αφανισμό του ενός από τα δύο. Ενδεχομένως, λοιπόν, υπήρχαν και κάποιοι βαθύτεροι, πιο θεμελιώδεις λόγοι στη διαμάχη μεταξύ της μονής ΤΑΩ και της μονής Πεντέλης, πέρα από την απλή αντιζηλία. Γιατί, η άποψη την οποία υποστήριξαν φανερά αρκετοί μελετητές και υπονόησαν άλλοι («με την συμμετοχήν μοναστηριακού τινός ατόμου»), και που θεωρείται πιθανή και από τη σύγχρονη μονή Παντοκράτορα ΤΑΩ («...Η συνέχεια όμως του βίου της (της μονής ΤΑΩ) είναι οδυνηρά, διότι εσφραγίσθει από τον θάνατον των μοναχών, οφειλόμενον ίσως εις τον υπηρέτην του μισοκάλου διαβόλου φθόνον...»ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), ότι δηλαδή ήταν οι μοναχοί της μονής Πεντέλης, ή τουλάχιστον μια ομάδα αυτών, εκείνοι που έστρεψαν και καθοδήγησαν τους Τούρκους επιδρομείς στην καταστροφή της μονής ΤΑΩ το Πάσχα του 1680, φαίνεται να απηχεί τα πραγματικά γεγονότα. Συμπτωματικά, ήταν νύχτα Μεγάλου Σαββάτου του 1597 όταν και ο «μυστηριώδης» κατά τον Καμπούρογλου Θεοφάνης Καρύκης, ηγούμενος και κτήτορας της μονής ΤΑΩ, Οικουμενικός Πατριάρχης πλέον, έπεφτε νεκρός από άγνωστη αιτία μέσα στο Ιερό του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Ας επανέλθουμε στα τούνελ.

 

Στη μετάφραση της αναφοράς του Τσελεμπί από τον Κ. Μπίρη, γίνεται λόγος για κατάβαση διάρκειας μίας ώρας προς το ναδίρ του υπόγειου συμπλέγματος και τρίωρη παραμονή στα έγκατα της Πεντέλης, ενώ στη μετάφραση του βιβλίου "Ταξίδι στην Ελλάδα" σημειώνεται μόνο ότι ο Τσελεμπί και οι συνοδοί του, ολοκληρώνοντας την κατάβαση τους, κατάφεραν τελικά να ξαναδούν το φως του ήλιου έπειτα από τρίωρη κοπιαστική ανάβαση, αντίστροφης προφανώς πορείας. Σε κάθε περίπτωση, και άσχετα με τις διαφορές μεταξύ των μεταφράσεων, εκείνο που προκύπτει σαφώς από τα γραφόμενα του περιηγητή του 17ου αιώνα είναι ότι τα τούνελ της περιγραφής του εκτείνονταν σε σημαντική απόσταση προς τα χαμηλότερα τμήματα του βουνού.

 

Κτισμένη, τώρα, στους πρόποδες της Πεντέλης, βρίσκεται η φερώνυμη μονή, από την επίσημη ιστοσελίδα της οποίας προέρχεται το ακόλουθο απόσπασμα (http://www.monipendelis.gr/school.htm): «Το Κρυφό Σχολειό λειτούργησε μέχρι το 1821 ως τέτοιο, και με την απελευθέρωση της χώρας από τον Οθωμανικό ζυγό, έγινε «φανερό» – ημερήσιο σχολείο, μέχρι το 1920, οπότε η Κοινότητα Πεντέλης απέκτησε το πρώτο επίσημο δημόσιο σχολείο. Χωροταξικά, μουσείο του Κρυφού Σχολειού βρίσκεται ανατολικά της κυρίας εισόδου της Ιεράς Μονής, στην ίδια πλευρά όπου υπάρχει μία άλλη είσοδος που οδηγεί στην υπόγεια κρύπτη της Μονής. Πρόκειται για ένα πολυδαίδαλο σύστημα διαδρόμων που βρίσκεται κάτω από την εσωτερική αυλή, είναι λιθόκτιστο (αργολιθοδομή) και καλύπτεται με ημικυλινδρικές καμάρες. Οι διάδρομοι αυτοί οδηγούν σε ένα χώρο ορθογωνίου σχήματος διαστάσεων 6 μέτρων επί 4 μέτρων περίπου, στον οποίο υπάρχει αναπαράσταση της εικόνας της διδασκαλίας στο κρυφό σχολειό...»

  

Το πολυδαίδαλο της περιγραφόμενης ομάδας διαδρόμων κάτω από την εσωτερική αυλή της μονής Πεντέλης παραπέμπει σε σύμπλεγμα φυσικών υπόγειων αγωγών, διαμορφωμένων και επενδεδυμένων εκ των υστέρων με λιθοδομή. Επιπρόσθετα, υπάρχει μία αναφορά, σύμφωνα με την οποία οι χώροι της μονής ήταν αρχικά εξ ολοκλήρου υπόγειοι, κάτι που επίσης παραπέμπει στην προΰπαρξη κάποιων κοιλωμάτων. Πάλι, ίσως τελικά οι υπόγειοι αυτοί διάδρομοι να αποτελούν αμιγώς τεχνητά έργα. Γιατί, εκτός από αυτούς, κάτω από τη μονή Πεντέλης διέρχεται, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα, και μία σήραγγα αρχαίου υδραγωγείου, η οποία είχε σχεδιαστεί ώστε να μεταφέρει νερό από τις υπώρειες της Πεντέλης προς το Χαλάνδρι και τον Λυκαβητό.

 

Όπως και να 'χει, με βάση όσα είπαμε περί της διαδικασίας σχηματισμού φυσικών αγωγών στο σώμα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, δεν αποκλείεται τα συστήματα τούνελ της σπηλιάς και της μονής Πεντέλης να συνδέονταν κάποτε μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο, από γεωλογικής άποψης θα ήταν, όχι μόνο πιθανό, αλλά και αναμενόμενο, αφού τα υπόγεια ύδατα των βουνών ρέουν πάντα προς τα χαμηλότερα τμήματα τους, συνεχίζοντας ως υπόγειοι ποταμοί ή αναβλύζοντας και σχηματίζοντας μικρές λίμνες και πηγές. Η Πεντέλη δεν ξεφεύγει από τον κανόνα αυτό. Χαρακτηριστικό είναι το κάπως υπαινικτικό ακόλουθο σχόλιο του Δ. Καμπούρογλου για την πηγή της Αγίας Τριάδας, σε απόσταση τετρακοσίων περίπου μέτρων από τη μονή Πεντέλης, κάτω από την ομώνυμη πλατεία της οποίας διέρχεται η αρχαία σήραγγα υδραγωγείου που προαναφέραμε (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Εις την εστίαν του παλαιού συνοικισμού του Πεντελικού, εις την Αγίαν Τριάδα (πλατεία Παλιάς Πεντέλης), προβάλει το νερό αυτό από κάποιον προαιώνιον μάρμαρον που διετηρείτο μέχρι προ τινών ακόμη ετών, και δροσίζει τας ρίζας του θρυλικού πλατάνου. Είναι άφθονον, ακοίμητον και προπαντός αθόρυβον το νερό αυτό· και επειδή ποτέ δεν ελιγόστευσε και ποτέ δεν εδιεκόπη η ροή του, φαίνεται –από μέσα βαθειά που ολοένα έρχεται έως κάτω που χύνεται– σαν κάτι συμπαγές πράγμα. Και όταν τύχη να είσαι μόνος και προσηλωμένος το παρατηρείς, νοιώθεις πως η σιωπή του σου γεννά την ριγηλήν αίσθησην του υπερφυσικού.»

 

Και, βέβαια, η Πεντέλη βρίθει από πολλές άλλες, μικρές και μεγάλες πηγές, ενώ παλιότερα στους πρόποδες της σχηματιζόταν και λίμνη, το λεγόμενο "Θαλάσσι", όπου μάλιστα η δούκισσα της Πλακεντίας συνήθιζε να κάνει βαρκάδα.

 

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ