Συνήθης μας τακτική είναι η αποστασιοποίηση από ανούσιες καταστάσεις, όμως αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Ό,τι, λοιπόν, είχαμε ολοκληρώσει την ενότητα "Η Πεντέλη και οι άνθρωποι", όπου κάναμε μια σύντομη αναφορά στη Δούκισσα της Πλακεντίας, οπότε φίλος του site μάς ενημέρωσε πως, συμπτωματικά, το περιοδικό "Μυστική Ελλάδα", το οποίο τελευταία μας είχε αναγκάσει να ασχοληθούμε μαζί του κατόπιν επανειλημμένων λογοκλοπών, είχε επίσης δημοσιεύσει ένα κύριο άρθρο με τίτλο "Φως στο μυστήριο της Δούκισσας της Πλακεντίας", όπου και τη φορά αυτή είχε αντιγραφεί αυτολεξεί μέρος του site.
Πράγματι, όταν μερικές μέρες αργότερα ανοίξαμε το περιοδικό και διαβάσαμε ένα απόσπασμα του σχετικού άρθρου...
...για κάποιο λόγο θυμηθήκαμε τα ακόλουθα, από την αρχική ενότητα στη σελίδα της Πεντέλης:
«...Η κλονισμένη δούκισσα ταριχεύει το σώμα της (!) (ακόμη και αυτό το θαυμαστικό αντιγράφτηκε) και το αποθέτει στην προσωρινή της κατοικία στην οδό Πειραιώς. Στις 19 Δεκεμβρίου του 1847 η κατοικία και το ταριχευμένο πτώμα αποτεφρώνονται από πυρκαγιά, που ξέσπασε από άγνωστη αιτία.
(ακόμη και η παράγραφος)
Η δούκισσα, φάντασμα πλέον του παλιού της εαυτού, έχει υποστεί τρομακτικές μεταβολές ως προς τη ψυχοσύνθεση και τη συμπεριφορά. Απομακρύνεται από το Χριστιανισμό και ασπάζεται το Μωσαϊσμό. Ιδρύει θεοσοφική (μαγική) οργάνωση, με μέλη διάφορους Έλληνες και ξένους λόγιους...»
Δε χρειαζόταν, βέβαια, να κάνουμε καμία σύγκριση. Η πληροφορία ότι η Δούκισσα είχε ιδρύσει μαγική οργάνωση μετά το θάνατο της κόρης της δεν αναφέρεται πουθενά αλλού εκτός του site, διότι απλούστατα προέκυψε κατόπιν δικής μας βιβλιογραφικής έρευνας. Ο συντάκτης του άρθρου, βέβαια, θεώρησε ότι θα ήταν πιο γαργαλιστικό για τους αναγνώστες του να προσθέσει και μερικές δικής του έμπνευσης αποκαλύψεις σχετικά με «μαγικά όργια» και «τελετές μαύρης μαγείας».
Όσο για το λοιπό περιεχόμενο του άρθρου, εκτός από κάποιες εμβόλιμες, εξόφθαλμες ανοησίες, που σκοπό έχουν να εξάψουν τη φαντασία των αναγνωστών του περιοδικού, αυτό είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αντιγραμμένο από το βιβλίο του Γ. Καιροφύλλα "Η Ρομαντική Αθήνα" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ) και από το βιβλίο "Η Δούκισσα της Πλακεντίας", του Π. Δημητρακόπουλου. Ενδεικτικά, το βιβλίο του Γ. Καιροφύλλα ξεκινά ως εξής: «Περήφανο έπλεε στα ήσυχα νερά του Αργολικού κόλπου το μεγάλο πολεμικό καράβι "Αρης"...». Το άρθρο ξεκινά ως εξής: «Στις 22 Νοεμβρίου του 1829 ο "Αρης", η ένδοξη ναυαρχίδα του Μιαούλη έμπαινε στο λιμάνι του Ναυπλίου...».
Τι; Αναφορά στις πηγές; Θα αστειεύεστε, βέβαια. Εδώ μιλάμε για συστηματική λογοκλοπή συνειδητών αντιγραφέων. Και δε μας νοιάζει τόσο η λογοκλοπή καθεαυτή. Δε μας πειράζει τόσο που κάποιοι πωλούν και εξαργυρώνουν συστηματικά τη δική μας δουλειά. Σιγά τα ωά, εδώ καθημερινά γύρω μας σημειώνονται απείρως σοβαρότερες απάτες. Είναι αυτή η οσμή που αναδύεται κάθε φορά που βλέπουμε την όμορφη και σαγηνευτική έρευνα του αγνώστου να χρησιμοποιείται από ευκαιριακούς άσχετους για να αποκομίσουν κέρδος. Είναι ο αστείος διευθυντής του περιοδικού, που υπογράφει ως «διευθυντής εξερεύνησης», και ο οποίος, όχι απλώς δεν είχε το θάρρος να ζητήσει συγγνώμη και να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με τις επανειλημμένες κλοπές ολόκληρων άρθρων από το περιοδικό του, αλλά, αντιγράφοντας και ο ίδιος τους προλόγους του, μουρμούριζε κάτι για πειρατές και για σκυλόψαρα των ελληνικών θαλασσών. Και οι λογοκλοπές συνεχίζονται. Σε κάθε τεύχος. Και δεν ντρέπονται.
Ανάδειξη και λεφτά. Τρέξτε να γραφτείτε συνδρομητές. Δωρεάν σεμινάρια χρήσης Η/Υ. Πρώτο μάθημα: η χρήση του copy και του paste. Έκπτωση 35%. Και καλό σας ταξίδι κατρακυλώντας προς τη μαύρη οπή.
Το «μυστικό άρθρο» τελειώνει ως εξής: «Τελικά η Δούκισσα πεθαίνει το 1854 από ύδρωπα και θάβεται στον πύργο της στην Πεντέλη». Η δική μας αναφορά στη Δούκισσα τελειώνει ως εξής: «Πεθαίνει το 1854 από ύδρωπα και θάβεται στον πύργο της στην Πεντέλη». Λέτε οι μυστικοί ερευνητές να έψαξαν τουλάχιστον τι είναι ο ύδρωπας;
Α στα κομμάτια, σιχαθήκαμε.
«Ο Καθηγητής Γκόνταρντ, με την έδρα του στο Κολλέγιο Κλάρκ και την υποστήριξη του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν, δε γνωρίζει τη σχέση της δράσης και της αντίδρασης, και την ανάγκη να βρει κάτι καλύτερο από το κενό για να αντιδράσει πάνω του. Αυτό που λέει είναι παράλογο. Είναι φανερό ότι του λείπει η γνώση που σερβίρεται καθημερινά στα γυμνάσια.»
Το παραπάνω σχόλιο γράφτηκε σε άρθρο της εφημερίδας "The New York Times" το 1920 (https://www.newenglandhistoricalsociety.com/evicting-rocket-man-robert-goddard-searches-space/). Ο αρθρογράφος σχολίαζε τις απόψεις του Robert H. Goddard, καθηγητή Φυσικής, θεωρούμενου σήμερα ως πατέρα της πυραυλικής επιστήμης στην Αμερική. Ο Goddard υποστήριζε ότι η πτήση ενός πυραύλου στο διάστημα θα ήταν εφικτή μέσω αξιοποίησης του νόμου δράσης – αντίδρασης. Με απλά λόγια, τα αέρια καύσης που θα εκτονώνονταν προς τα πίσω από την ουρά ενός πυραύλου (δράση) θα προκαλούσαν τη γένεση μιας ίσης και αντίθετης κατεύθυνσης δύναμης, που θα έσπρωχνε τον πύραυλο προς τα εμπρός (αντίδραση). Και είναι, βέβαια, γνωστό ότι ο νόμος δράσης – αντίδρασης ισχύει θαυμάσια ακόμη και σε συνθήκες απόλυτου κενού, όπως εκείνου που επικρατεί στο διάστημα. Δεν απαιτείται, δηλαδή, η ύπαρξη αέρα ή άλλου υλικού μέσου, το οποίο τα αέρια των πυραύλων θα χρειαζόταν να σπρώχνουν προς τα πίσω προκειμένου να δημιουργηθεί η ώθηση προς τα εμπρός.
Μόλις 49 χρόνια μετά τα γραφόμενα του αρθρογράφου των "Times", ένας πύραυλος που λειτουργούσε με βάση το νόμο δράσης – αντίδρασης, όχι απλώς πραγματοποίησε πτήση στο διάστημα, αλλά μετέφερε ανθρώπους στο φεγγάρι. Και είναι ευτύχημα το ότι οι πύραυλοι δε διαβάζουν εφημερίδες, γιατί, αν είχαν διαβάσει το εμβριθές άρθρο του δημοσιογράφου των "Times" ή άλλα ανάλογα πονήματα που υποστήριζαν το ουτοπικό της όλης προσπάθειας, θα είχαν απογοητευτεί και θα είχαν χάσει την αυτοπεποίθηση τους.
Τώρα, από ποιον έλειπε πραγματικά η βασική γνώση «που σερβίρεται καθημερινά στα γυμνάσια» είναι προφανές. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι "New York Times" θεωρούνταν τότε, όπως και σήμερα άλλωστε, μία από τις εγκυρότερες εφημερίδες παγκοσμίως. Έτσι, για να μη νομίζετε ότι η ύπαρξη ημιμαθών, αλλά και κακεντρεχών μερικές φορές δημοσιογράφων, συνιστά φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό, ή ότι παρατηρείται μόνο στις μέρες μας.
Πρόσφατα, σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων τηλεοπτικού σταθμού που διατείνεται ότι οι ειδήσεις του έρχονται πρώτες σε εγκυρότητα (ο σταθμός διαθέτει και σχολή δημοσιογραφίας), μια νεαρή δημοσιογράφος παρουσίαζε «αποκαλυπτικό ρεπορτάζ», στο οποίο σχολίαζε με δηκτικό ύφος το θέμα των παράνομων μετεγγραφών σε ελληνικά πανεπιστήμια. Στηλιτεύοντας τους πάντες και τα πάντα, η δημοσιογράφος ανέφερε περιπτώσεις μετεγγραφών που, όπως δήλωνε, είχαν πραγματοποιηθεί βασιζόμενες σε αστείους λόγους υγείας. «Και τι να πει κανείς για την περίπτωση φοιτητή που μετεγγράφηκε στην Ελλάδα επειδή στο πανεπιστήμιο του εξωτερικού όπου φοιτούσε... (μικρό ειρωνικό κενό) ...νύσταζε. Και η αίτηση μετεγγραφής του έγινε δεκτή γιατί, όπως ανέφερε το ιατρικό πιστοποιητικό, ο φοιτητής έπασχε από... (άλλο ειρωνικό κενό) ...κυκλοστροφικό νυσταγμό... (τρίτο, μεγαλύτερο ειρωνικό κενό – χρόνος νοερού χαχανίσματος).» Τώρα, ο "νυσταγμός" δεν έχει καμία σχέση με τη νύστα, συνιστώντας βαριά πάθηση, κατά την οποία τα μάτια αδυνατούν να σταθεροποιηθούν στο σημείο προσήλωσης, εκτελώντας διαρκώς παλινδρομικές κινήσεις που δεν επιτρέπουν στους πάσχοντες να διακρίνουν καθαρά τα αντικείμενα. Οι περισσότεροι άνθρωποι που πάσχουν από νυσταγμό, και μάλιστα από κυκλοστροφικού τύπου, όπως στην περίπτωση που καυτηρίαζε η δημοσιογράφος συγχέοντας τον με τη νύστα, έχουν πολύ χαμηλή οπτική οξύτητα (αρκετοί φτάνουν στα όρια της νομικής τύφλωσης, με οπτική οξύτητα κάτω του 1/20), μα και πλήθος άλλων σοβαρών προβλημάτων. Δεν είναι, βέβαια, υποχρεωμένος κανείς να γνωρίζει σε τι αντιστοιχεί η ιατρική πάθηση του νυσταγμού, και τα λάθη, ιδίως στις ερμηνείες ειδικών όρων, είναι ανθρώπινα. Όταν, όμως, υποτίθεται ότι κάνεις ενημερωτικό ρεπορτάζ, το οποίο θα παρακολουθήσουν χιλιάδες άνθρωποι αντλώντας ενημέρωση από τα λεγόμενα σου, και μάλιστα το ρεπορτάζ σου στοχεύει στη γελοιοποίηση προσώπων και καταστάσεων, η άγνοια, η ανοησία και τα χονδροειδή λάθη, όπως αυτό περί νυσταγμού, είναι, πέρα από απαράδεκτα, και αισχρά ως προς τους ανθρώπους που θίγουν. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να φανταστεί πώς θα ένιωθε ο φοιτητής αυτός, αλλά και άλλοι που βρίσκονται σε ανάλογη θέση, δικαιούμενοι πρώτοι απ' όλους τις όποιες ευεργετικές διατάξεις της κοινωνίας μας, ακούγοντας το σοβαρό πρόβλημα υγείας τους να προβάλλεται από το πρώτο σε τηλεθέαση δελτίο ειδήσεων της ελληνικής τηλεόρασης ως «κατάσταση νύστας».
Η ουσία, ωστόσο, του προβλήματος δεν έγκειται στην αναξιοπιστία μεγάλης μερίδας των δημοσιογράφων, αλλά στο πώς καθένας από εμάς συλλέγει, αξιολογεί και υιοθετεί ή απορρίπτει τις πληροφορίες που συνθέτουν τις προσωπικές αντιλήψεις. Βλέπετε, το τι πιστεύουμε για κάθε επιμέρους θέμα διαμορφώνει, όχι απλώς τη στάση μας, αλλά και τον εαυτό μας σε μεγάλο βαθμό, καθορίζοντας τι θεωρούμε αληθινό και τι όχι. Η πληροφορία είναι εκείνη που οδηγεί την αίσθηση μας περί του κόσμου, λειτουργώντας ως μικρός θεός που φωτίζει με την αλήθεια του εκείνους στους οποίους αποκαλύπτεται, ενώ καταδικάζει «στο σκότος της άγνοιας» εκείνους από τους οποίους αποκρύπτεται.
Όμως, ποιες πληροφορίες; Ποιες αλήθειες; Προφανώς, από τις αμέτρητες επιμέρους πληροφορίες που συνθέτουν τις πεποιθήσεις των ανθρώπων, πολλές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ποιος, λοιπόν, αποφαίνεται τελεσίδικα περί του αληθούς ή μη της κάθε μίας από αυτές τις πληροφορίες; Ποιος αποφασίζει; Ποιος καθορίζει;
Θέλετε μερικές τυπικές αποκρίσεις σε αυτό το «ποιος»; Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Το Σύμπαν· η Πραγματικότητα· ο εαυτός μας· ο Θεός· το τελικό αποτέλεσμα· η πλειοψηφία, κλπ...
Δε χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να γίνει αντιληπτό ότι όλες οι αποκρίσεις του τύπου αυτού είναι κατά βάση υπεκφυγές που ξεφορτώνονται τον μπελά της απάντησης δημιουργώντας νέες ερωτήσεις. Αποκρίσεις του τύπου «Θεός», «Πραγματικότητα», «Σύμπαν» σκοντάφτουν στο γεγονός ότι, αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα διαπιστώσετε ότι ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των ανθρώπων δεν υπάρχουν ούτε δύο που να εννοούν τον ίδιο ακριβώς Θεό, που να βιώνουν την ίδια ακριβώς Πραγματικότητα, ή που να αντιλαμβάνονται το ίδιο ακριβώς Σύμπαν. Ακόμη χειρότερα, το νόημα των εννοιών αυτών μεταβάλλεται διαρκώς στο νου κάθε ατόμου, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Εφόσον, λοιπόν, κανείς απαντούσε σε εκείνο το «ποιος» με κάτι από τα προηγούμενα, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να μεταθέσει το ερώτημα σε "ποιος Θεός;", "ποια Πραγματικότητα;", "ποιο Σύμπαν;". Αφήστε που έννοιες όπως αυτές είναι σε τελική ανάλυση ασύλληπτες εξ ορισμού για εμάς τους ανθρώπους. Και μια ακατάληπτη απάντηση δεν είναι σε καμία περίπτωση προτιμότερη από μια μη απάντηση.
Ο Παρατηρητής–εαυτός μας; Μα, αυτός είναι που θέτει το ερώτημα. Υποκειμενικές αλήθειες; Υπάρχουν αμέτρητες. Διαλέξτε και πάρτε. Μόνο που, ακριβώς, είναι υποκειμενικές, άρα σχετικές. Μπορείτε, βέβαια, να βολευτείτε με ένα κλισέ του τύπου «η αλήθεια κρύβεται μέσα μας», μόνο που μετά θα πρέπει να αναρωτηθείτε και σχετικά με το πού κρύβεται το ψέμα. Όχι, ο εαυτός μας ούτε καθορίζει ούτε αποφασίζει σχετικά με την αλήθεια ή μη της πληροφορίας. Αξιολογεί απλώς –στην καλύτερη περίπτωση– τις πληροφορίες σύμφωνα με τις γνώσεις, τις αντιλήψεις και τα στερεότυπα του, καταλήγοντας σε πιθανολογικά συμπεράσματα που σχεδόν πάντα έρχονται σε αντίθεση με τα αντίστοιχα συμπεράσματα άλλων, προερχόμενων από διαφορετικά υπόβαθρα σκέψης.
Ούτε και το τελικό αποτέλεσμα –ακόμη κι αν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ως προς αυτό– αποφαίνεται για το παραμικρό. Το αποτέλεσμα είναι το τέλος του δρόμου, όχι ο δρόμος ο ίδιος. Το αποτέλεσμα καθορίζεται από την αλήθεια, δεν την καθορίζει. Και το ερώτημα εδώ έχει να κάνει με το ποιος ορίζει τι είναι αληθινό και τι όχι.
Ποιες είναι οι «ράγες» πάνω στις οποίες κινείται η αλήθεια;
Πιθανώς κάπου εδώ να αισθάνεστε ότι απλώς παίζουμε με τις λέξεις. Και ίσως να σκέφτεστε ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι γιατί απλά... είναι έτσι όπως είναι. Ίσως πιστεύετε ότι η αλήθεια, απλούστατα, απορρέει από τους νόμους του φυσικού μας κόσμου και ότι δεν έχει νόημα να ρωτάμε γιατί το Σύμπαν έχει τη μορφή που έχει αντί για κάποια άλλη, αφού, όποια μορφή κι αν είχε, πάλι την ίδια ερώτηση θα κάναμε.
Ας υποθέσουμε ότι είναι όντως έτσι. Πολύ ωραία, αλλά τελικά ποια είναι η μορφή που έχει το Σύμπαν; Αφού τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι... πώς είναι; Ποιος δίνει τις απαντήσεις; Κι εδώ ας ξεφύγουμε για λίγο από κοσμολογικές κλίμακες και απόλυτες απαντήσεις –υποθέτοντας ότι υπάρχουν τέτοιες– κι ας δούμε τα πράγματα στο καθημερινό ανθρώπινο μας επίπεδο. Ποιος, λοιπόν, δίνει τις απαντήσεις στον δικό μας, ανθρώπινο κόσμο; Ποιος αποφασίζει σχετικά με το ακριβές και το λανθασμένο; Ποιος αποφαίνεται περί αληθούς/πραγματικού και ψευδούς/ανυπόστατου; Ποιος είναι ο αρμόδιος για τις σχετικές απαντήσεις;
Κανείς, είναι η αυταπόδεικτη απάντηση. Σε απόλυτους όρους, δεν υπάρχει καμία απολύτως κοινώς αποδεκτή αρχή στον κόσμο μας που να αποφαίνεται περί του αληθούς ή μη της πληροφορίας, περί του υπαρκτού ή μη των καταστάσεων. Και αυτό το «κανείς» ηχεί πολύ μοναχικό αν το καλοσκεφτείτε. Δεν υπάρχει κανείς.
Ωστόσο, αν αρμόδια, κοινώς αποδεκτή αρχή δεν υπάρχει, υπάρχουν κάποιες πανανθρώπινες προσεγγίσεις στο όλο ζήτημα. Και υπήρχαν από καταβολής ανθρωπότητας.
Η αρχαιότερη όλων είναι, βέβαια, η θρησκεία. Η θρησκεία, με την ευρεία της έννοια, καθοδήγησε επί χιλιετίες την αίσθηση των ανθρώπων περί της αλήθειας των πραγμάτων, δεδομένου μάλιστα ότι και οι περισσότερες τελετουργικές πράξεις των διαφόρων λαών (τελετές γονιμότητας, ταφικά έθιμα κλπ.) αποτελούσαν ουσιαστικά εκφάνσεις θρησκευτικού συναισθήματος. Αλλά και πολλά από τα αρχαία φιλοσοφικά συστήματα σκέψης, εξελισσόμενα, κατέληξαν σε διδαχές που ελάχιστα διέφεραν από εκείνες τυπικών θρησκευτικών δογμάτων. Αντίστοιχα, τα επίσημα θρησκευτικά δόγματα ενισχύθηκαν με αναλυτικές προσεγγίσεις αρμόζουσες σε φιλοσοφικά συστήματα, επενδυόμενα σταδιακά το μανδύα τους. Έτσι, υπό τον γενικό όρο «θρησκεία» περιλαμβάνονται συστήματα σκέψης που εκτείνονται πέρα από τα αυστηρά θρησκευτικά όρια. Αυτού του είδους η θρησκεία ήταν που αξιολογούσε τις πληροφορίες και έδινε απαντήσεις, ακόμη και σε θέματα που αφορούσαν τον υλικό αποκλειστικά κόσμο. Γιατί η θρησκεία, με την ευρύτερη της έννοια, αποτελούσε και αποτελεί πρωτίστως τρόπο θεώρησης του κόσμου.
Με την πάροδο του χρόνου, καινούρια συστήματα σκέψης μορφοποιήθηκαν, ενώ αισθητή έγινε και η ανάγκη καταμερισμού των απαντήσεων. Δομές κοινωνικής οργάνωσης αναπτύχθηκαν και συγκρούστηκαν, διεκδικώντας την αρμοδιότητα απαντήσεων σε κοινωνικά ζητήματα. Οικονομικές θεωρίες αναπτύχθηκαν προκειμένου να ρυθμίσουν την παραγωγή και κατανομή του πλούτου. Όμως, η μεγαλύτερη αλλαγή επήλθε με την καθιέρωση του ορθολογισμού ως κυρίαρχου τρόπου θεώρησης του κόσμου. Σταδιακά, η επιστήμη εδραιώθηκε ως ο βασικός κριτής της αλήθειας των πραγμάτων.
Λέγοντας επιστήμη, στις μέρες μας, ο νους των περισσότερων πηγαίνει στην τεχνολογία. Η επιστήμη, ωστόσο, αφορά κάτι πολύ ευρύτερο και θεμελιώδες, συνιστώντας πρώτα απ' όλα τρόπο σκέψης και αντίληψης του κόσμου. Ως προς την επιδίωξη αυτή, δε διαφέρει τόσο από την Θρησκεία, η οποία δεν αποτελεί παρά έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης πάνω στο ίδιο ζήτημα: την κατά το δυνατό καλύτερη κατανόηση του κόσμου μας – την αναζήτηση της αλήθειας. Η επιστήμη είναι ένα εργαλείο, με βασικό μηχανισμό τον ορθολογισμό. Και δικαίως έχει καθιερωθεί ως θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς αποτελεί ό,τι πιο αποτελεσματικό είχαμε ποτέ στην υπηρεσία μας. Τα προβλήματα και οι παρανοήσεις, όμως, ξεκινούν από το γεγονός ότι οι άνθρωποι, εντυπωσιασμένοι από τα κατορθώματα της και επαναπαυόμενοι σε μια εσφαλμένη αίσθηση παντοδυναμίας της, τείνουμε να ξεχνάμε ότι η επιστήμη συνιστά εργαλείο αναζήτησης της αλήθειας, όχι την αλήθεια την ίδια. Και ότι, όπως κάθε μέσο, έτσι και το εργαλείο της επιστήμης έχει συγκεκριμένες χρήσεις, αλλά και περιορισμούς.
Πάρτε για παράδειγμα τα όνειρα. Ναι, η επιστήμη μπορεί να διερευνήσει τον ύπνο REM, μπορεί να μετρήσει τις εκφορτίσεις των εγκεφαλικών νευρώνων κατά τη διάρκεια των ονείρων, μπορεί να διατυπώσει θεωρίες σχετικά με τις λειτουργίες τους. Δεν μπορεί, όμως, σε καμία περίπτωση να διερευνήσει το περιεχόμενο των ονείρων, δεν μπορεί να διεισδύσει στα όνειρα τα ίδια. Σκεφτείτε τώρα την εξής υποθετική περίπτωση: φανταστείτε ότι εσείς και λίγοι ακόμα μόνο σε ολόκληρο τον κόσμο είχατε τη δυνατότητα να ονειρεύεστε. Και ότι τη δυνατότητα σας αυτή την κάνατε γνωστή στους υπόλοιπους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ τους ονειρευτεί, μιλώντας τους για τις περιπλανήσεις, τα φασματικά τοπία και τις εξωλογικές περιπέτειες των ονείρων σας. Αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία των συνανθρώπων σας, δεχόσασταν να εξεταστείτε από επιστήμονες προς επιβεβαίωση ή απόρριψη των ισχυρισμών σας. Τι περισσότερο θα μπορούσαν να διαπιστώσουν οι επιστήμονες αυτοί, πέρα ενδεχομένως από μια ασυνήθιστη εγκεφαλική δραστηριότητα και κάποιες κινήσεις των ματιών κατά τη διάρκεια του ύπνου; Όσο καλοπροαίρετοι και καταρτισμένοι κι αν ήταν, θα μπορούσατε ποτέ να τους πείσετε για το αληθές των ονείρων; Θα μπορούσαν ποτέ οι επιστήμονες αυτοί να φτάσουν σε επιστημονικές αποδείξεις περί της ύπαρξης τους;
Είναι σαν η επιστήμη να έχει ανοίξει μπροστά μας έναν μεγάλο χάρτη. Και χαρτογραφημένες εκεί να βρίσκονται όλες μας οι επιστημονικές γνώσεις, σχηματίζοντας βουνά, θάλασσες, πεδιάδες... Θα ήταν παράλογο το να επιχειρούσε κανείς να εντάξει στο χάρτη αυτό περιοχές γνώσης ή κοινής εμπειρίας που εμπίπτουν έξω από τα όρια για τα οποία σχεδιάστηκε. Και το «έξω» αυτό είναι κυριολεκτικό, δεν αφορά γκρίζες ζώνες, αλλά όσα βρίσκονται πέρα από τα όρια του χάρτη. Γιατί, μπορεί οι επιστημονικές μας γνώσεις να εμπλουτίζονται και να αναθεωρούνται, μπορεί το τι θεωρούμε επιστημονικώς αποδεκτό να αναπροσαρμόζεται διαρκώς, όμως δεν υπάρχει κανενός είδους προσαρμογή ως προς το σύστημα που τα γεννά όλα αυτά: τον ορθολογισμό. Ο ορθολογισμός, και κατ' επέκταση ο επιστημονικός τρόπος σκέψης, είναι πλήρως ανελαστικός, καθορισμένος, μη επιδεχόμενος της παραμικρής τροποποίησης. Και τα όρια του χάρτη της επιστήμης είναι, ακριβώς, τα όρια του επιστημονικού ορθολογισμού, όχι τα όρια των επιστημονικών μας γνώσεων.
Οι γνώσεις προστίθενται στον χάρτη, προσδίδοντας του ολοένα περισσότερες λεπτομέρειες, αποσαφηνίζοντας όλο και περισσότερες ανεξερεύνητες περιοχές. Ποτέ, όμως, δε θα μπορούσαν να επεκτείνουν τα πραγματικά όρια του χάρτη, γιατί αυτά, όπως είπαμε, δεν καθορίζονται από τις γνώσεις, αλλά από το μηχανισμό που τις γεννά. Και ο μηχανισμός αυτός έχει συγκεκριμένα, απαράβατα όρια. Κατ' αυτή την έννοια, είναι αστείο το να παρακολουθεί κανείς –τηλεοπτικές συνήθως– συζητήσεις όπου ο «επιστήμονας», έχοντας απλωμένο τον επιστημονικό του χάρτη, προκαλεί τον «φαντασιόπληκτο ονειροπαρμένο», που διατυπώνει μη αποδεκτούς επιστημονικά ισχυρισμούς περί του αγνώστου, να εντοπίσει και να εντάξει, με το δάχτυλο του τεντωμένο, πράγματα τα οποία εμπίπτουν έξω από τα όρια του χάρτη. Αλλά, βέβαια, είναι ακόμη πιο αστείο το πώς συχνά άνθρωποι κατά βάθος αμόρφωτοι, έχοντας αποκτήσει κάποιο πτυχίο, ανακηρύσσουν εαυτούς επιστήμονες και μιλούν δήθεν εξ ονόματος της επιστήμης. Είναι πραγματικά πολύ αστείο.
Υπάρχει, βέβαια, και το άλλο άκρο, στο οποίο διάφοροι ανίδεοι περί του τι πρεσβεύει ο επιστημονικός τρόπος σκέψης καταφέρονται εναντίον του «επιστημονικού κατεστημένου και του δογματισμού των επιστημόνων», οι οποίοι «συνωμοτούν παγκοσμίως προκειμένου να μας αποπροσανατολίζουν». Οι άνθρωποι αυτοί ξεπερνούν πολλές φορές σε φαιδρότητα ακόμη και τους τηλεοπτικούς επιστήμονες. Το να κατηγορεί κάποιος την επιστήμη ότι διαθέτει κανόνες, μεθοδολογία και δόγμα, λειτουργώντας εντός των ορίων που απορρέουν από τα χαρακτηριστικά της αυτά, ισοδυναμεί με το να κατηγορούνται π.χ. τα δικαστήρια ότι λειτουργούν βάσει των νόμων τους οποίους δημιουργήθηκαν για να προασπίζουν. Ναι εντάξει, η επιστήμη, ως σύστημα θεώρησης, έχει αδυναμίες και περιορισμούς, τους οποίους οι επιστήμονες –οι πραγματικοί επιστήμονες– και γνωρίζουν και αποδέχονται. Είναι, όμως, κουτό το να την ψέγει κανείς, όχι για τις πραγματικές της αδυναμίες, αλλά για ζητήματα στα οποία μόνη αυτή μπορεί να προσφέρει πειστικές απαντήσεις. Και υπάρχουν πολλά τέτοια ζητήματα, στα οποία η επιστήμη έχει αποδείξει την αξία της. Είπαμε, ως εργαλείο στην υπηρεσία μας, η επιστήμη συνιστά ό,τι πιο αποτελεσματικό επινοήσαμε ποτέ, και είναι γελοίο το να παρακολουθεί κανείς ανθρώπους ανίδεους να πασχίζουν να την εκτοπίσουν, πλασάροντας στη θέση της τις ανοησίες τους.
Ούτως ή άλλως, όμως, στις μέρες μας τα πράγματα έχουν αρχίσει να (ξανά)μπερδεύονται. Όσο η επιστήμη έχει μπει για τα καλά στα χωράφια της θρησκείας και συγκρούεται με αυτή σχετικά με την αρμοδιότητα των απαντήσεων στα ενδιάμεσα θέματα, τόσο οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να κουράζονται βλέποντας τα θεμελιώδη υπαρξιακά τους ζητήματα να παραμένουν ανέγγιχτα. Η αποκάλυψη της Αλήθειας, της όποιας αλήθειας, φαντάζει πιο απόμακρη από ποτέ. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό για τις δυνατότητες της επιστήμης, αρχίζει να γίνεται όλο και περισσότερο αισθητό ότι εκείνη η μεγάλη Αλήθεια παραμένει απελπιστικά κρυμμένη από εμάς. Και η ιδέα της μίας κεντρικής Αλήθειας που διαπερνά τον υλικό και πνευματικό κόσμο, η ιδέα ότι το καθετί εμπεριέχει στη βαθύτερη υπόσταση του την αλήθεια αυτή, απετέλεσε προαιώνια διδαχή όλων των θρησκειών και βασική πίστη της ανθρωπότητας.
Η έλευση της επιστήμης, αρχικά, δεν αντέκρουσε την πίστη αυτή, αντιθέτως την υιοθέτησε αλλάζοντας απλώς την ορολογία. Η Αλήθεια της θρησκείας μετονομάστηκε σε «Σύνολο Φυσικών Νόμων» από την επιστήμη, και οι επιστήμονες, ήδη από την εποχή του Νεύτωνα, βάλθηκαν να αποκαλύψουν το ενιαίο εκείνο σύνολο κανόνων που διέπει το Σύμπαν και καθορίζει τη συμπεριφορά όλων των σωμάτων, από τα ηλεκτρόνια των ατόμων μέχρι τους ήλιους των γαλαξιών.
Απέτυχαν. Ο Αϊνστάιν προσπάθησε να μορφοποιήσει τη λεγόμενη θεωρία του Ενοποιημένου Πεδίου, μια θεωρία που θα περιέγραφε όλες τις θεμελιώδεις δυνάμεις και όλα τα στοιχειώδη σωματίδια υπό το πρίσμα ενός ενιαίου θεωρητικού σκελετού. Αυτό στάθηκε αδύνατο, καθώς οι δυνάμεις του βαρυτικού πεδίου δεν κατορθώθηκε να ενοποιηθούν με εκείνες του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, και να περιγραφούν ως εκφάνσεις ενός ενιαίου πρωτογενούς πεδίου. Εξίσου απέτυχαν και οι επίγονοι του Αϊνστάιν που καταπιάστηκαν με την προσπάθεια. Ακόμη χειρότερα, είχε ήδη τότε αρχίσει να διαφαίνεται, και στις μέρες μας αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή, ότι οι νόμοι που διέπουν τον μικρόκοσμο, τον κόσμο των υποατομικών σωματιδίων και διαστημάτων, ουδεμία σχέση έχουν με τους νόμους που διέπουν τον μακρόκοσμο, τον κόσμο της δικής μας κλίμακας. Και αυτό, στην ουσία του, αποτελεί μια κοσμοϊστορικής σημασίας παραδοχή, καθώς σημαίνει ότι χρειάζονται διαφορετικά σετ κανόνων, ανάλογα με το υπό εξέταση φαινόμενο, προκειμένου να ερμηνευτεί τη συμπεριφορά του. Ξεχάστε τη μία ενιαία μεγάλη Αλήθεια που διαπερνά το Σύμπαν. Εκείνο στο οποίο η επιστήμη έχει καταλήξει είναι ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές, αλλά και αντικρουόμενες επιμέρους αλήθειες –ή σετ από νόμους, όπως θέλετε πείτε το– οι οποίες μπορούν να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα κομμάτια του κόσμου, ενώ σε αλλά όχι.
Μέσα σε όλο αυτό το κομφούζιο, καθένας μας στέκει μόνος. Μη σας ξεγελά ο εγγενής πληθυντικός του όρου «ανθρωπότητα». Στην πραγματικότητα, καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του τι είναι σωστό και τι λάθος, τι αλήθεια και τι ψέμα. Αποφασίζουμε ακόμη κι όταν απλώς υιοθετούμε όσα η κοινωνία μας αποδέχεται ως δεδομένα. Η αποδοχή είναι κι αυτή μια μορφή απόφασης – παθητικής, αλλά πάντως απόφασης. Στο σημείο αυτό, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί πόσες από τις αλήθειες που θεωρούμε ακράδαντες και αξιωματικές θα έστεκαν αν είχαμε γεννηθεί σε κάποια μακρινή χώρα, με διαφορετικές κοινωνικές δομές και διαφορετική κουλτούρα. Αφήστε το καλύτερα...
Η συζήτηση αυτή ξεκίνησε από την έννοια της πληροφορίας, τη βασική ψηφίδα που καθοδηγεί τις αντιλήψεις μας, τον μεγεθυντικό φακό μέσα από τον οποίο εξετάζουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Δεν είναι τυχαίο το ότι στους καιρούς μας οι βιομηχανίες της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, οι τομείς δηλαδή που σχετίζονται με την επεξεργασία και διάδοση της πληροφορίας, καταγράφουν τεράστιους τζίρους παγκοσμίως, θεωρούμενοι ως νευραλγικής σημασίας. Όμως, τι έχει να μας πει η επιστήμη σχετικά με τις ιδιότητες της θεμελιώδους αυτής μονάδας, της πληροφορίας;
Η θεωρία της Ειδικής Σχετικότητας προβλέπει πως τίποτα –ούτε η ύλη, ούτε η ενέργεια, ούτε η πληροφορία– δεν μπορεί να μεταδοθεί με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός. Κι όμως, πειράματα των τελευταίων ετών έχουν πετύχει ταχύτητες μετάδοσης πληροφοριών πολλαπλάσιες. Το κβαντικό φαινόμενο στο οποίο στηρίζεται η επίτευξη τέτοιων ταχυτήτων ονομάζεται «quantum tunneling» – «κβαντική σηράγγωση» (σχετικά, αναφερθήκαμε ξανά σε προηγούμενη συζήτηση) και, παρότι ακόμα απέχει από το να χαρακτηριστεί κατανοητό, διαφορετικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει τόσο την ισχύ όσο και τις προεκτάσεις του (ενδεικτικά: https://www.quantamagazine.org/quantum-tunnel-shows-particles-can-break-the-speed-of-light-20201020/). Το τι παράδοξες καταστάσεις θα μπορούσαν να προκύψουν μέσα από όλα αυτά, ανοίγει σειρά συζητήσεων. Και πρώτα–πρώτα, για έναν παρατηρητή στον οποίο θα μεταδίδονταν πληροφορίες με ταχύτητες μεγαλύτερες του φωτός, οι μεταδιδόμενες πληροφορίες θα έφταναν πριν ακόμα ξεκινήσουν από την πηγή τους...
Όμως, μήπως τελικά το γνωρίζαμε από παλιά ότι υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι μετάδοσης της πληροφορίας, πέρα από τους κλασικούς; Μήπως η διαίσθηση, το προαίσθημα και τα προφητικά όνειρα βασίζονται ακριβώς σε κάποιους τέτοιους, ανορθόδοξους τρόπους μετάδοσης της πληροφορίας;
Ίσως. Ούτως ή άλλως, όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με μία κατηγορία πληροφοριών που μεταδίδονται ταχύτερα από το φως. Είναι οι σκιές μας.
15/11/2004
Αρκετοί μάς ρωτούν κατά πόσο υπήρξε κάποια απάντηση, κάποια εξήγηση, ή οποιουδήποτε άλλου είδους αντίδραση από πλευράς του περιοδικού που αντέγραψε πρόσφατα το περιεχόμενο της σελίδας μας για την Πεντέλη. Λοιπόν, όχι, επισήμως δε δόθηκε καμία απολύτως εξήγηση από το περιοδικό, η κυκλοφορία ωστόσο του δευτέρου τεύχους επιβεβαίωσε περί τίνος πρόκειται. Αρχικά θα πρέπει κανείς να διαβάσει το εισαγωγικό σημείωμα σύνταξης:
Μετά, θα πρέπει να συγκρίνει τις μαρκαρισμένες παραγράφους με την εισαγωγή της σελίδας "Ελλάδα" του site. Όπου γράφει "πέτρα", θα πρέπει να γίνει αντικατάσταση με τη λέξη "βράχος"· όπου γράφει "σκόνη του χρόνου", θα πρέπει να αλλαχτεί με "χώματα προς ανασκαφή"· όπου γράφει "χαμένοι κρίκοι", θα πρέπει να μπει "ξεχασμένες ιστορίες". Δε χρειάζεται τίποτα άλλο για να γίνει αντιληπτό το πώς συντάσσονται τα άρθρα του περιοδικού.
Πάντως εξελίσσονται. Τη φορά αυτή άλλαξαν σημεία στίξης, χρησιμοποίησαν μερικές δικές τους λέξεις, και αντιμετέθεσαν ακόμη και κάποιες προτάσεις.
Α, και προ ημερών λάβαμε ένα e–mail από κάποιον ομοιοπαθή, θύμα επίσης του περιοδικού. Αν σας ενδιαφέρει να μάθετε από πού οι συντάκτες αντέγραψαν τη φορά αυτή το κεντρικό άρθρο του συγγράμματος, ακολουθήστε το link http://www.cmforum.joyhost.gr/cgi-bin/portal/index.cgi?action=viewnews&id=158.
Σοβαρά τώρα, έχουμε την αίσθηση ότι ασχολούμενοι περεταίρω με τους «μυστικούς θαλασσόλυκους» απλώς σπαταλάμε χρόνο.
Εεεεεεε σεις, της μυστικής Αργούς καπεταναίοι.
Της θάλασσας τ' αγνώστου τ' αφρισμένα κύματα μην τρέμετε.
Μες στο απέραντο γαλάζιο τους κι αν πέσετε
εις τον λευκό τους τον αφρόν ευθύς θα επιπλεύσετε.
Κι η αδηφάγος θάλασσα στην άκρη της ακτής θα σας ξε(β)ράσει.
Αχόοοοοιιιιι
Δε θα προχωρήσουμε τελικά στη δημιουργία forum. Ο αριθμός των e–mail που λάβαμε τους τελευταίους δύο μήνες, κυρίως με αιτήματα για εξηγήσεις, πληροφορίες, ή άλλα στοιχεία, έδειξε ότι είμαστε ανεπαρκείς για το εγχείρημα. Και είναι αναμενόμενο οι ενδιαφερόμενοι για θέματα έρευνας να αναζητούν στοιχεία και απαντήσεις. Όμως εμείς, τουλάχιστον επί του παρόντος, δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις μιας τέτοιας ενασχόλησης, καθώς θα δέσμευε όλον μας το χρόνο. Εκείνο, πάντως, που διαπιστώσαμε μέσα από τη γενικότερη επικοινωνία του προηγούμενου διαστήματος είναι ότι οι άνθρωποι που προσεγγίζουν τα σχετικά θέματα με σοβαρό τρόπο είναι περισσότεροι απ' ό,τι θα φανταζόταν κανείς. Και αυτό είναι αισιόδοξο για όλους.
02/09/2004
|