18 |
|
Για τελευταία φορά, τον Γιώργο Μπαλάνο τον συνάντησα στο δωμάτιο 872 του "Ευαγγελισμού", την Παρασκευή 14/02/2020. Ήξερα ότι ήταν σοβαρά· είχε προηγηθεί επίσκεψη στο γραφείο του πέντε μέρες πριν, και από το ουίσκι που είχα φέρει δεν είχε πιει γουλιά – σημάδι πως τα πράγματα ήταν κρίσιμα. Ό Γιώργος ήταν ξαπλωμένος στο ακριανό κρεβάτι, κοντά σε ένα παράθυρο. Δίπλα νοσηλευόταν ένας νεαρός με ακουστικά στ' αυτιά, και παραδίπλα ένας μεσήλικας που κοίταζε με απλανές βλέμμα το ταβάνι. Και οι δυο τους ήταν σε εμφανώς καλύτερη κατάσταση από τον Γιώργο, ο οποίος έφερε ορούς, καθώς και έναν ρινογαστρικό καθετήρα που μάζευε γαστρικά υγρά. Προηγουμένως είχα μιλήσει με τον θεράποντα γιατρό, έναν φιλότιμο τύπο, ο οποίος, έπειτα από έναν πρόλογο σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ΕΣΥ και το προσωπικό του, με είχε ρωτήσει αφοπλιστικά: "Πείτε μου, τι θέλετε να κάνω;" Συνεχίζοντας, είχε σχολιάσει: "Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Μπαλάνος. Πριν λίγο, με πήρε ένας συνάδελφος από την Πολυκλινική και με ενημέρωσε ότι πρόκειται για γνωστό συγγραφέα. Και η προϊσταμένη με ρώτησε αν γνώριζα για τον Μπαλάνο. Λοιπόν, να ξέρετε ότι εγώ θα κάνω αυτά που πρέπει, όπως θα έκανα με οποιονδήποτε. Αν είχα άλλη φιλοσοφία, δε θα ήμουν γιατρός στο ΕΣΥ, αλλά σε κάποιο ιδιωτικό κέντρο." Με είχε ενημερώσει ότι είχε προχωρήσει σε διερευνητική επέμβαση στην κοιλιά, η οποία δεν είχε δείξει κάτι ιδιαίτερο, πέρα από μια διόγκωση λεμφαδένων. Είχε, ωστόσο, τονίσει κατ' επανάληψη ότι ο οργανισμός του Γιώργου ήταν πολλαπλώς εξασθενημένος. Ο θεράπων ήταν μια χαρά, απ' όσο μπορούσα να κρίνω. "Κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε" είπα φεύγοντας, αφού προηγουμένως είχα υποβληθεί σε έναν επίλογο σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ΕΣΥ και το προσωπικό του.
Στεκόμουν, λοιπόν, τώρα μπροστά στο κρεβάτι του Γιώργου, και έτσι όπως τον κοίταζα, καταπονημένο, νοσηλευόμενο με ορούς, πέρασαν από το μυαλό μου διάφορες σκηνές του παρελθόντος. Γνωριζόμασταν περισσότερο από τρεις δεκαετίες – ένα διάστημα το οποίο είχε χωρέσει πάρα πολλά. Θυμήθηκα νυχτερινές βόλτες στο κέντρο της Αθήνας, τότε που μαζί με τους λοιπούς της παρέας επιχειρούσαμε, μέσω των διαδρομών μας, να ανιχνεύσουμε γραμμές ροών μέσα στην πόλη· τότε που εξερευνούσαμε τα κρυμμένα στενά του Βύρωνα, με τα παράξενα, κακοφωτισμένα σπίτια· τότε που περπατούσαμε σκυφτοί, ψάχνοντας στα πεζοδρόμια για μεταλλικά καπάκια με μαγικά σύμβολα· τότε που κολλούσαμε σε διάφορα σημεία της πόλης μικροσκοπικά αυτοκόλλητα που έγραφαν «Locus 7 Αν δε μας γνωρίζετε, δε μας χρειάζεστε.» Ήταν οι εποχές που ο Γιώργος είχε το γραφείο του στο ρετιρέ του παράδρομου της Υμηττού. Επικρατούσε υπερφυσικό κρύο εκεί τους χειμώνες, κρύο που από το μαρμάρινο πάτωμα διαπερνούσε τις σόλες των παπουτσιών και τις κάλτσες, παγώνοντας τα πόδια. Μαζευόμασταν τότε δίπλα σε ένα τζάκι, στο κέντρο του μεγάλου σαλονιού, όμως και πάλι, η φωτιά δεν επαρκούσε για να ζεστάνει ικανοποιητικά το χώρο, η δε καμινάδα δεν τραβούσε ποτέ καλά. Ωστόσο, παρά το κρύο, ή ίσως τελικά εξαιτίας του, η διάθεση όλων μας ήταν πάντα ανεβασμένη. Σε εκείνο το ρετιρέ, καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, με ένα πανόραμα φώτων της πόλης πίσω από μεγάλες μπαλκονόπορτες, και με μία μεγάλη ξυλογραφία δίπλα μας, που απεικόνιζε τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο να πέφτουν με λιωμένα φτερά, είχαμε κάνει τις πιο ενδιαφέρουσες, εναργείς συζητήσεις. Ο δε οικοδεσπότης μας φρόντιζε πάντα να φτιάχνει κάτι για να τσιμπολογάμε, ζεσταίνοντας το στομάχι και τη διάθεση μας. Τις βραδιές που νιώθαμε το κάλεσμα για νυχτερινή εξόρμηση, ακολουθούσε ελαφρά ουισκοποσία υπό τους ήχους παλιών δίσκων βινυλίου με τραγούδια Western, τα οποία ο Γιώργος επέμενε πάντα να μεταφράζει συγκινημένος, κι ας γνωρίζαμε όλοι μας τα λόγια απ' έξω κι ανακατωτά. Λίγο αργότερα, ξεχυνόμασταν –ξεχυνόμασταν κυριολεκτικά– με συσσωρευμένη εσωτερική ορμή στους δρόμους της νυχτερινής πόλης. Ήταν φορές που είχαμε την αίσθηση ότι η νύχτα στραφτάλιζε. Και, ναι, συνήθως υπέβοσκε μια μέθη, όχι όμως από το ποτό.
Πολλές φορές, τα χρόνια που ακολούθησαν, μου είχε πει ότι νοσταλγούσε ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο – χονδρικά, το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990. Και πράγματι, ήταν μια εποχή ακμής για όλους. Ο Γιώργος παρουσίαζε τότε σειρά εκπομπών στην τηλεόραση, αρθρογραφούσε επί μηνιαίας βάσης σε περιοδικά, ενώ είχε προχωρήσει σε μετάφραση εκατοντάδων ξενόγλωσσων κειμένων, αλλά και στη συγγραφή αρκετών δικών του βιβλίων. Τα βιβλία του άνοιγαν ορίζοντες. Καθένα μετέδιδε μία «με άλλα μάτια» όψη του αντικειμένου που πραγματευόταν, και τελικά ήταν αυτό που έμενε στον αναγνώστη: μια διαφορετική ματιά πίσω από τα προφανή, συν το κάλεσμα να ανοίξει τα δικά του «άλλα μάτια». Αν δεν είχε ορίσει, ο Γιώργος Μπαλάνος είχε σίγουρα καθορίσει αυτό που θα λέγαμε «χώρο της έρευνας» στην Ελλάδα, εκδίδοντας το πρώτα του βιβλία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Στη σπηλιά της Πεντέλης, μαζί με άλλα μέλη της ΕΠΕΑΝ, 18 Μαΐου 1969. Ο Γιώργος Μπαλάνος είναι ο δεύτερος από δεξιά στη φωτογραφία, με το αστείο κράνος και τον ανιχνευτή βιο–ποζιτρο–εξωπλασματικών υγροστερεών. |
Παράλληλα –όντας βραβευμένος μεταφραστής– είχε μεταφράσει περισσότερα από χίλια διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας, Fantasy και κοσμικού τρόμου, φέρνοντας τους Έλληνες αναγνώστες σε επαφή με άγνωστους ή ελάχιστα γνωστούς ως τότε συγγραφείς, όπως ο Robert Howard, ο Fritz Leiber, ο Clifford Simak, ο H.P. Lovecraft, και πολλοί άλλοι.
Ο Γ.Μ. σε φωτογραφία του 1975, ηλικίας 31 ετών τότε. Βλέμμα γλαρό και στάιλινγκ «seventies». Ένα από τα πρώτα του επαγγέλματα ήταν φωτογράφος. |
"Μα, καλά, είναι χαζές αυτές οι νοσοκόμες; Τι μου έδωσαν να φυσάω ένα σακουλάκι που έχει τρύπες;" Περίμενα ότι θα τον έβρισκα ληθαργικό έπειτα από την επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί, όμως ήταν ξύπνιος κι εμφανώς εκνευρισμένος. Κοίταξα το σακουλάκι, έναν καινούριο ουροσυλλέκτη με σωληνάκι, το οποίο προφανώς του είχαν συστήσει να φυσάει προκειμένου να ασκούνται οι πνεύμονες. Δεν υπήρχαν τρύπες, απλώς ο Γιώργος δυσκολευόταν να κλείσει καλά τα χείλη γύρω από το σωληνάκι, με αποτέλεσμα ο αέρας να διαφεύγει. Και να σκόπευα να πω κάτι, πάντως, δε θα προλάβαινα, αφού αμέσως μετά δέχθηκα ένα κύμα γκρίνιας και παραπόνων, για τα σωληνάκια με τους ορούς, για το γεγονός ότι ήταν καθηλωμένος και δεν μπορούσε να γυρίσει, για το ότι διψούσε και δεν του έδιναν νερό. Του εξήγησα ότι η ενυδάτωση του εξασφαλιζόταν μέσω των ορών, και ότι ήταν οδηγία των γιατρών να μην πίνει καθόλου νερό, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερεθίσει το ήδη οριακό έντερο. Ωστόσο, ήταν ανένδοτος στην επιθυμία του, και – ποιος ήμουν εγώ για να μην παραβώ οδηγίες γιατρών; Έτσι, ανασηκώνοντας του την πλάτη με το ένα χέρι και πλησιάζοντας με το άλλο ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι νερό που βρισκόταν στο κομοδίνο, ο Γιώργος κατάφερε τελικά, καταβάλλοντας προσπάθεια, να καταπιεί μία γουλιά νερό, πιθανώς την τελευταία του.
Μετά από όλο αυτό, περίμενα ότι θα ηρεμούσε κάπως. Αντιθέτως, η γκρίνια συνεχίστηκε επί τα χείρω. "Λίγη αξιοπρέπεια" επαναλάμβανε διαρκώς, κάνοντας απολύτως σαφές ότι δε διασκέδαζε διόλου με την κατάσταση του. Προσπάθησα –χλιαρά, είναι η αλήθεια– να υπενθυμίσω τους λόγους που επέβαλλαν τους διάφορους περιορισμούς της νοσηλείας του, κι ας πίστευα ότι τα περιθώρια είχαν πλέον στενέψει πολύ, και ότι δε θα τα κατάφερνε. Κρίνοντας από τον ακραίο αρνητισμό του, θα πρέπει να το διαισθανόταν και ο ίδιος αυτό. Ο Γιώργος είχε περάσει πλέον σε μία κατάσταση άρνησης, απορρίπτοντας οτιδήποτε έλεγα πριν καλά–καλά το ακούσει. Ήταν μία τεχνική που εφάρμοζε όποτε ήθελε να σκοτώσει μια συζήτηση ή όποτε επεδίωκε καυγά. Πολλές φορές είχα παίξει μαζί του το παιχνίδι αυτό, καταρρίπτοντας με τη σειρά μου οτιδήποτε έλεγε ή ετοιμαζόταν να πει. Το ανούσιο αυτό είδος λεκτικής κλωτσοπατινάδας συνεχιζόταν μέχρι ένας από τους δύο να βαρεθεί ή να κουραστεί πρώτος, κάτι που μπορούσε να πάρει ώρα, καθώς καθένας γνώριζε, όχι μόνο όλες τις πιθανές αντιρρήσεις, αλλά και τις αντι–αντιρρήσεις σε οτιδήποτε. Τυχόν παρευρισκόμενοι βίωναν έντονη απελπισία και βαθύ υπαρξιακό κενό όποτε εγκλωβίζονταν σε τέτοιου είδους νευροτοξικές διενέξεις, κοιτάζοντας με ύφος ικετευτικό, αυτοκτονικό, συχνότερα όμως δολοφονικό, κυρίως εμένα, καθώς τον Γιώργο τον θεωρούσαν χαμένη υπόθεση, ανίκανο να σταματήσει.
Πολλοί απ' όσους τον γνώριζαν έλεγαν ότι ήταν ανάποδος άνθρωπος. Φωτογραφία τραβηγμένη στις 4 Σεπτεμβρίου 1966, εν μέσω στρατιωτικής θητείας. Το βιβλίο είναι το "City" του Clifford Simak (https://locus7.gr/science-fiction/87-πόλη.html). |
Το τελευταίο πράγμα που με ενδιέφερε τη δεδομένη στιγμή ήταν να εμπλακώ σε ένα τέτοιο mode επικοινωνίας με τον Γιώργο, ο οποίος συνέχιζε να μουρμουρίζει, εκφράζοντας θυμό για τους πάντες και τα πάντα. "Μπορεί κανένας σας να με βοηθήσει; Όχι. Ούτε νερό δεν μπορείτε να μου δώσετε να πιώ. Έ, δε σας χρειάζομαι. Δε χρειάζομαι κανέναν." μου διεμήνυσε, ψευδίζοντας ελαφρώς από τη νάρκωση. "Μα, μόλις σου έδωσα να πιείς, κόντρα στις οδηγίες των γιατρών" απάντησα, αν και ήξερα ότι δεν είχε καμία σημασία το τι έλεγα. "Χα, ναι, μία γουλιά νερό, με τα χίλια ζόρια. Μπορεί κάποιος να βοηθήσει πραγματικά; Όχι. Λοιπόν, δε θέλω κανέναν. Μόνο τη γάτα μου θέλω, μόνο αυτή με βοηθάει." συνέχισε. "Η γάτα σου προσπάθησε να το σκάσει, αν θυμάσαι" απάντησα, περισσότερο για να ανακόψω την γκρίνια του και λιγότερο για να τον τσιγκλήσω. Ήταν αλήθεια: σε μία από τις τελευταίες, νυχτερινές επισκέψεις στο γραφείο του, είχα βρει τη Μέλπω, μία αξιαγάπητη γριά γάτα, που του έκανε παρέα μέρα–νύχτα όλους τους τελευταίους μήνες της ασθένειας του, να έχει στρογγυλοκαθίσει από τη μέσα μεριά της εισόδου της πολυκατοικίας και να νιαουρίζει επίμονα κοιτάζοντας έξω. Την είχα καλέσει να ανέβουμε πίσω πάνω μαζί, όμως εκείνη συνέχισε να νιαουρίζει σε μία άγνωστη διάλεκτο γατικής, που μόνο άρνηση μπορούσε να εκφράζει. Τελικά, είχε χρειαστεί να αερομεταφερθεί με τα χέρια πίσω στο γραφείο, εκδηλώνοντας δυσαρέσκεια καθώς η πόρτα του διαμερίσματος έκλεινε πίσω της. Ποτέ άλλοτε δεν είχα δει τη Μέλπω να συμπεριφέρεται τόσο παράξενα στα χρόνια που τη γνώριζα. Ο Γιώργος, πάλι, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα ζωάκια, συμβιώνοντας κατά καιρούς με σκύλους, γάτες, ινδικά χοιρίδια, αλλά και έναν χαμαιλέοντα, ένα κουνέλι, καθώς κι έναν σκαντζόχοιρο. Ο τελευταίος είχε υπάρξει κεντρικός ήρωας στα "Λαμπερά Αγκάθια" – ένα υπέροχο διήγημα με πρωταγωνιστές μια παρέα ζώων, ό,τι πιο όμορφο είχε γράψει κατά τη γνώμη μου (το είχε εκδώσει υπό το ψευδώνυμο "Γιώργος Μπόντης"), απόσπασμα του οποίου διδάσκεται επί σειρά ετών στο ανθολόγιο της Ε' και ΣΤ' Δημοτικού (http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-F113/323/2171,7934/, https://locus7.gr/diafora/11-λαμπερά-αγκάθια.html). Γελώντας, μου είχε πει παλιότερα ότι ο Πορκιουπίνος –έτσι έλεγαν τον μικρό σκαντζόχοιρο– ήταν ζόρικος τύπος και τρελαινόταν για ρόγες σταφυλιού, τις οποίες συνήθιζε να καρφώνει με τα αγκάθια του και να μεταφέρει σε ήσυχες γωνιές, προκειμένου έπειτα να απολαμβάνει με την ησυχία του. Μου είχε χαρίσει, μάλιστα, ένα πορτοκαλί σκληρόδετο αντίτυπο του πρώτου του βιβλίου, "Εισβολείς;", του οποίου ο Πορκιουπίνος (ή μήπως ήταν το κουνέλι; – δεν είμαι σίγουρος) είχε ροκανίσει ελαφρά τη ράχη. Κάθε φορά που το μάτι μου έπεφτε πάνω του, ανάμεσα στα υπόλοιπα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, θυμόμουν τις ιστορίες αυτές και χαμογελούσα κι εγώ με τη σειρά μου.
"Η Μέλπω δεν προσπαθούσε να το σκάσει. Ήθελε να βγει για να με ψάξει έξω, στο Παγκράτι." μου δήλωσε, ανασύροντας με για άλλη μία φορά από τις αναμνήσεις μου. Κανονικά, οι κανόνες του παιχνιδιού της ατέρμονης διαφωνίας επέβαλλαν να απορρίψω ό,τι είχε πει ή έστω να καγχάσω, όμως δεν ήθελα να παίξω το παιχνίδι αυτό, και επιπλέον η εξήγηση που είχε δώσει, παραδόξως, με έπειθε. Δεν είπα τίποτα, λοιπόν, και συνέχισα να μην απαντάω καθώς ο Γιώργος επέστρεψε στη γκρίνια. Προσπάθησα να επαναφέρω τη συζήτηση στις πρακτικότητες της νοσηλείας του, ωστόσο εκείνος συνέχισε με σχόλια ισοπεδωτικά κάθε συζήτησης, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι επεδίωκε καυγά – ίσως έναν τελευταίο, ξεγυρισμένο καυγά της προκοπής, χάριν των παλιών καιρών. Αποφάσισα να μην του τον προσφέρω. Και, καθώς οι προκλήσεις για καυγά έμεναν αναπάντητες, έβαλε και πάλι τη γνωστή κασέτα: "δε χρειάζομαι κανέναν, αφήστε με ήσυχο". "Εντάξει, Γιώργο, εγώ φεύγω τώρα. Πάντως, να ξέρεις ότι πολλοί ενδιαφέρονται και ρωτάνε για σένα." είπα τελικά, γυρίζοντας προς την έξοδο του θαλάμου.
Δεν ξέρω αν ήταν περισσότερο η κίνηση να αναχωρήσω ή η μνεία περί ανθρώπων που εξακολουθούσαν να ενδιαφέρονται, ούτε και θυμάμαι τι ακριβώς είχε πει στο σημείο αυτό, ουσιαστικά όμως ήταν μία έμμεση παραίνεση να μείνω λίγο ακόμα και να μιλήσουμε – να μιλήσουμε πραγματικά. Γύρισα, λοιπόν, πίσω σε εκείνον τον ανήμπορο γερο–παράξενο και έσκυψα πάνω από το κρεβάτι του. "Θυμάσαι που έφτιαχνες ψωμί; Θυμάσαι που συχνά έβαζες μέσα κομματάκια από μπέικον, τυρί κι ό,τι άλλο είχες διαθέσιμο; Θυμάσαι που πολλές φορές δεν ήξερες κι ο ίδιος τι είχες βάλει, με αποτέλεσμα να προσπαθούμε μετά να μαντέψουμε;" Του άρεσε πολύ το ψωμί. Όχι μόνο η μυρωδιά ή η γεύση, αλλά η ίδια η ιδέα του ψωμιού. Και ήταν ειδήμονας στην παρασκευή του, από το ζύμωμα και το ψήσιμο μέχρι το κόψιμο των φετών στο κατάλληλο πάχος. Αντικειμενικά, ήταν πάντα πεντανόστιμο, δίχως να μπαγιατεύει. Στις συνάξεις μας, το σέρβιρε συνήθως με αλλαντικά, τυρί, αντζούγιες, αλλά και διάφορα αλεσμένα παρασκευάσματα, που κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει τι περιείχαν. Χαρακτηριστικά, κάποτε είχε φτιάξει μία απίστευτα καυτερή σάλτσα ντομάτας με πιπεριά, την οποία προκαλούσε τους πάντες να αλείψουν σε μια φέτα και να καταναλώσουν ολόκληρη, αν τολμούσαν (αγώνισμα, στο οποίο είχα αναδειχθεί πρωταθλητής μακράν). "Ααα, ναι" είπε κοιτάζοντας αόριστα, με βλέμμα έντονης αναπόλησης. "Δεν είναι δύσκολο να φτιάξεις καλό ψωμί. Βάζεις ποιοτικό αλεύρι, μαγιά, νερό, λίγο αλάτι, λίγη ζάχαρη, κι από κει και πέρα προσθέτεις ό,τι θέλεις – αλλαντικό, τυρί, μυρωδικά, ό,τι σου κάνει κέφι. Αφήνεις το ζυμάρι να φουσκώσει, το ψήνεις, κι αυτό είναι όλο." συνέχισε. Μου είχε αναλύσει πολλές φορές τους βασικούς κανόνες της συνταγής, δίχως να κουράζεται να τους επαναλαμβάνει. "Πάντως, κάθε φορά το ψωμί σου είχε ελαφρώς διαφορετική γεύση" παρεμβλήθηκα. "Ναι, ποτέ δε βγαίνει η ίδια ακριβώς ζύμη" συμφώνησε, χαμογελώντας για πρώτη φορά από την αρχή της συνάντησης.
Συνεχίσαμε να μιλάμε για τα παλιά, κάτι που ήξερα ότι θα του έφτιαχνε τη διάθεση. Και πράγματι, το βλέμμα του είχε αλλάξει σε εκείνο που θυμόμουν από άλλες εποχές. Ακόμη κι ο νεαρός με τα ακουστικά, στο διπλανό κρεβάτι, που προηγουμένως δυσανασχετούσε εμφανώς, τώρα είχε στήσει αυτί και παρακολουθούσε. Όταν, τελικά, έφτασε η ώρα να φύγω, του χάιδεψα ελαφρά το μέτωπο στρώνοντας μια τούφα άσπρα μαλλιά. Εκείνος ανταπέδωσε με ένα ζεστό χαμόγελο. "Αντίο Γιώργο", είπα, χωρίς να συμπληρώσω "θα τα ξαναπούμε", όπως συνήθιζα σε όλους τους αποχαιρετισμούς του τελευταίου διαστήματος. Είχα την έντονη διαίσθηση ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τα λέγαμε. Ο Γιώργος έγνευσε κι αυτός σε αποχαιρετισμό. Κανονικά, θα έπρεπε να σηκώσει το ένα χέρι, όπως έκανε πάντα, όμως οι οροί δεν του το επέτρεπαν.
Περπατώντας στους αχανείς διαδρόμους του "Ευαγγελισμού", θυμόμουν τα πέντε στάδια της θλίψης και της απώλειας, όπως τα διαχωρίζουν οι ψυχολόγοι: άρνηση – θυμός – διαπραγμάτευση – κατάθλιψη – αποδοχή. Φαινόταν, ο Γιώργος να μην είχε διάθεση να ξεκολλήσει από το δεύτερο στάδιο. Μπούρδες, σκέφτηκα. Γιατί πέντε στάδια, κι όχι έξι; Γιατί όχι τέσσερα για ορισμένους και επτά για άλλους; Πάντα μου την έδιναν στυλιζαρισμένοι διαχωρισμοί του είδους αυτού, που επεδίωκαν να τα τακτοποιούν όλα σε ράφια. Τα τέσσερα στάδια του έρωτα, τα επτά στάδια της επιτυχίας, τα τρία στάδια της πείνας... Είμαστε αναλογικοί, όχι ψηφιακά όντα. Καθένας μας είναι ένας κόμπος που δεν μπορεί να λυθεί. Πώς το είχε πει ο Γιώργος; Κάθε ζύμη είναι διαφορετική. Ήρθε και πάλι στο μυαλό μου η εικόνα του: καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, μόνος, με διάφορα σωληνάκια προσαρμοσμένα στο σώμα του. Όχι, δεν ήταν θυμός. Απλώς, μέσα στον παράξενο αυτό κόσμο, ο Γιώργος είχε αναπτύξει τα δικά του λαμπερά αγκάθια.
Τέσσερις μέρες μετά, ξημερώματα 18ης Φεβρουαρίου, έλαβα μήνυμα ότι ο Γιώργος είχε φύγει. Ενδιάμεσα είχε μεταφερθεί σε άλλο δωμάτιο, και τις τελευταίες ώρες τις είχε περάσει διασωληνωμένος. Αιτία θανάτου ήταν ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, που είχε οδηγήσει σε αναπνευστική ανεπάρκεια.
Ο τελικός αποχαιρετισμός στη σορό του έγινε μερικές μέρες αργότερα, ένα ηλιόλουστο, αισιόδοξο πρωινό.
Ίσως η Μέλπω να ήξερε κάτι, πάντως. Ίσως, όντως, ο Γιώργος Μπαλάνος να εξακολουθεί να τριγυρνάει κάποιες νύχτες στο Παγκράτι. Ήταν τέτοιος τύπος. Είχε γεννηθεί κάτω από ένα περιπλανώμενο άστρο (Wand'rin Star).
«Ίρανον»
29/03/2020
Ξεχνάμε. Ίσως αυτή να είναι η αποτελεσματικότερη άμυνα μας.
Θυμάστε την πρώτη φορά που παρατηρήσατε δέντρα, με κλαριά και φύλλα που λικνίζονταν στον άνεμο; Όχι, βέβαια, το ερώτημα είναι ρητορικό· πώς θα μπορούσατε να θυμάστε κάτι τέτοιο από μια τόσο πρώιμη ηλικία. Αν, όμως, μπορούσατε να θυμηθείτε, το πιθανότερο θα ήταν να είχατε κάποια ανάμνηση του εαυτού σας ως νήπιο –μιας και στα βρέφη η λειτουργία της όρασης δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί επαρκώς– καθισμένο ίσως στην κουζίνα του σπιτιού σας, να κοιτάζει έξω από το παράθυρο τρώγοντας τη φρουτόκρεμα του ή κάτι ακόμη πιο αλεσμένο. Κοιτάζατε τα δέντρα που λικνίζονταν στον άνεμο, δίχως να ξέρετε ούτε τι είναι τα δέντρα ούτε τι είναι ο άνεμος. Κουνιόνταν από μόνα τους; Ήταν ζωντανά; Ήταν ο άνεμος κάτι ζωντανό; Σε εκείνη την ηλικία δεν ξέρατε καν ποιος είστε και σε τι κόσμο έχετε βρεθεί. Αλλά, πάλι, ο τρόπος με τον οποίο αναρωτιόσασταν για τον κόσμο ήταν πολύ διαφορετικός απ' ό,τι τώρα. Τότε, εστιάζατε στα «τι» των πραγμάτων, και όχι στα «πώς» και στα «γιατί». Θέλατε να τα γνωρίσετε όλα, να τα αγγίξετε, να τα μυρίσετε, ει δυνατόν να τα βάλετε στο στόμα σας. Δεν προσπαθούσατε να αναλύσετε τίποτα, δεχόσασταν τα πράγματα όπως είναι, δίχως να ψάχνετε να βρείτε κάτι πίσω από αυτά. Τα δέντρα θα μπορούσαν πράγματι να σαλεύουν από μόνα τους και ο άνεμος θα μπορούσε πράγματι να είναι ζωντανός. Γιατί όχι; Φυσική, Χημεία, Βιολογία; – άγνωστες λέξεις. Ο κόσμος ήταν τότε μαγικός, και τα πάντα ήταν δυνατά. Έπαψε να είναι μαγικός αργότερα, όταν ήρθαν τα «πώς» και τα «γιατί», φέρνοντας μαζί νόμους και κανόνες.
Ας επιστρέψουμε, όμως, για λίγο σ' εκείνο το παράθυρο. Όχι στη θέα έξω από το παράθυρο, στο παράθυρο το ίδιο. Φαντάζεστε πώς θα ήταν ο σύγχρονος κόσμος αν δεν υπήρχε το γυαλί, αν δηλαδή δεν υπήρχε κάποιο ευρέως διαθέσιμο στερεό υλικό που να επιτρέπει στο φως να το διαπερνά; Σύμφωνοι, και πριν τη διάδοση του γυαλιού οι άνθρωποι τοποθετούσαν στα παράθυρα τους ημιδιαφανή υλικά, όπως λεπτυσμένα δέρματα ζώων ή ρυζόχαρτο, όμως τα υλικά αυτά δεν επιτρέπουν την ορατότητα, και προφανώς δε θα μπορούσαν να υποκαθιστούν τα τζάμια των κτιρίων στις σύγχρονες πόλεις, ή τα παράθυρα των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, για να μη μιλήσουμε για τα τηλεσκόπια και τα μικροσκόπια, με τους φακούς τους. Και, ναι, υπάρχουν διαφανή ορυκτά –όπως άλλωστε και ορυκτό γυαλί– ενώ πλέον έχουν αναπτυχθεί διαφανή πλαστικά, κάμερες και οθόνες, όμως τα μεν είναι περιορισμένα και δύσχρηστα, τα δε εμφανίστηκαν συγκριτικά μόλις πρόσφατα. Με εξαίρεση τις τελευταίες δεκαετίες, καθ' όλη την πορεία του πολιτισμού μας το γυαλί υπήρξε ένα μοναδικό, πρακτικά αναντικατάστατο υλικό. Θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο το επινοήσαμε παρά το ανακαλύψαμε.
Δεν είναι μόνο το γυαλί, την ίδια αίσθηση, ότι πολλά πράγματα γύρω μας υπάρχουν επειδή κάποια στιγμή αποφασίσαμε ότι θα έπρεπε, ότι δε θα γινόταν να μην υπάρχουν, την αποκομίζει κανείς παρατηρώντας διάφορες όψεις του κόσμου μας. Από τις πιο χαρακτηριστικές είναι η περίπτωση των φαρμάκων. Τα πρώτα φαρμακευτικά σκευάσματα που κυκλοφόρησαν ως καταναλωτικά προϊόντα σε ευρεία κλίμακα ήταν αναλγητικά/αντιφλεγμονώδη, στα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθούμενα από αντισηπτικά/αντιβιοτικά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες (τυπικά παραδείγματα: παρακεταμόλη, ασπιρίνη, αρσφαιναμίνη, σουλφοναμίδες, πενικιλίνη). Ήταν οι εποχές που μολυσματικές ασθένειες όπως η Ελονοσία, η Σύφιλη και η Φυματίωση θέριζαν, οι εποχές περί τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα εκατομμύρια τραυματιών και νοσούντων παγκοσμίως. Τα φάρμακα των κατηγοριών αυτών, λοιπόν, έκαναν την εμφάνιση τους σε μία καίρια χρονική περίοδο, δεδομένου μάλιστα ότι λίγο αργότερα θα ξέσπαγε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, με ακόμη μεγαλύτερες ανάγκες φαρμακευτικής κάλυψης για ακόμη περισσότερα εκατομμύρια νοσούντων (επιγραμματικό χρονικό της ανακάλυψης βασικών φαρμάκων, καθώς και αντιβιοτικών συγκεκριμένα, παρατίθεται στις διευθύνσεις https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_drugs_by_year_of_discovery και https://en.wikipedia.org/wiki/Timeline_of_antibiotics).
Ακολούθησαν χρόνια μεταπολεμικής ευμάρειας, με αποτέλεσμα, αφενός ο μέσος όρος ζωής να αυξηθεί, αφετέρου παθήσεις όχι ιδιαίτερα διαδεδομένες μέχρι τότε, όπως η Υπέρταση, ο Σακχαρώδης Διαβήτης ή η Αθηροκλήρυνση, να πάρουν διαστάσεις επιδημίας. Πολύ σύντομα έκαναν την εμφάνιση τους φάρμακα για την αντιμετώπιση των παθήσεων αυτών, αντιυπερτασικά, αντιαρρυθμικά, μείωσης των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, κατά της χοληστερίνης, και διάφορα άλλα, που συνδέονταν με τον –νέο τότε– τρόπο ζωής. Αργότερα, την περίοδο των «sixties», με το κύμα αμφισβήτησης και τη σεξουαλική απελευθέρωση, οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες παρουσίασαν μεγάλη έξαρση στις δυτικές χώρες, δημιουργώντας ανάλογα κοινωνικά προβλήματα. Αμέσως σχεδόν κυκλοφόρησαν τα αντισυλληπτικά χάπια, μέσω των οποίων οι εγκυμοσύνες έγινε δυνατό να ελεγχθούν. Τις επόμενες δεκαετίες, με την κοινωνική αποξένωση και την εμπέδωση της εταιρικής κουλτούρας στους χώρους εργασίας, οι διαταραχές του τύπου της κατάθλιψης και της αγχώδους συνδρομής αυξήθηκαν γεωμετρικά, οδηγώντας σε αντίστοιχη αύξηση των αυτοκτονιών παγκοσμίως. Λίγο μετά, έκαναν την εμφάνιση τους αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, υπνωτικά, χάπια κατά της στυτικής δυσλειτουργίας κ.α. Γενικά, από τότε που ξεκίνησαν να κυκλοφορούν φαρμακευτικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, κατά περίεργο τρόπο, τα κατάλληλα σκευάσματα εμφανίζονταν την κατάλληλη στιγμή ώστε να αντιμετωπίζονται οι νόσοι και οι γενικότερες ιατρικές αναγκαιότητες της κάθε περιόδου.
Τώρα, για όποιον δε μαντεύει τη συνέχεια της συζήτησης, το αναμενόμενο ερώτημα θα ήταν πού βρίσκεται το περίεργο στην παραπάνω διαπίστωση. Στο κάτω–κάτω, τι πιο λογικό; Οι φαρμακευτικές εταιρίες στρέφουν κάθε φορά την έρευνα τους εκεί όπου υπάρχει μεγάλη προσδοκία κέρδους, και μεγάλη προσδοκία κέρδους υπάρχει στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε εποχής. Αν προκύψει αυξημένη ζήτηση για φάρμακα του αναπνευστικού συστήματος, το ενδιαφέρον θα στραφεί προς τα εκεί· αν οι καρδιοπάθειες παρουσιάσουν έξαρση, η έρευνα θα επικεντρωθεί σε αυτές· αν ένας μύκητας παρουσιαστεί ξαφνικά αύριο και απειλήσει την ανθρωπότητα, δισεκατομμύρια ευρώ θα ξοδευτούν στην προσπάθεια ανακάλυψης κατάλληλων αντιμυκητιασικών. Είναι αναμενόμενο τα φάρμακα που παρουσιάζονται να συμβαδίζουν με τα προβλήματα κάθε εποχής. Κανένα παράξενο. Σωστά;
Ίσως όχι, αν ρωτούσατε εκείνο το παιδάκι που κοίταζε έξω από το παράθυρο τρώγοντας τη φρουτόκρεμα του.
Αυτό που εννοούμε είναι ότι οι όψεις της Πραγματικότητας είναι παγιωμένες μέσα μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε κανείς θα χρειαζόταν να σβήσει κάθε εσωτερική εγγραφή, κάθε εσωτερικό αξίωμα, προκειμένου να αντικρίσει τον κόσμο από την αρχή και να αναρωτηθεί –να αναρωτηθεί πραγματικά– για οτιδήποτε. Το πιθανότερο είναι ότι και πριν τον Νεύτωνα κάποιοι άνθρωποι θα είχαν αναρωτηθεί για το τι είναι εκείνο που κάνει τα υλικά σώματα να κινούνται προς τα κάτω. Και πιθανότατα άλλοι, ή και ο ίδιος τους ο εαυτός, θα τους είχαν αποθαρρύνει με κάτι σαν: «Και προς τα πού ήθελες να κινούνται, προς τα πάνω ή προς τα πλάγια; Κάτω είναι το έδαφος, κάτω θα κινηθεί ό,τι αφήσεις να πέσει. "Πέφτω", το λέει και το ρήμα.» Ποιος ξέρει πόσοι αιώνες δυνητικής επιστημονικής προόδου χάθηκαν επειδή εκείνοι που αναρωτήθηκαν επέτρεψαν να πειστούν από τέτοιου είδους αντιρρήσεις.
Επιχειρώντας, λοιπόν, να παρακάμψουμε για λίγο τις εσωτερικές μας εγγραφές/αγκυλώσεις –κάτι αδύνατο, βέβαια, στην ολότητα του– ας αναρωτηθούμε με τη σειρά μας περί της ύπαρξης κάποιου είδους καθολικής, γι' αυτό και δυσδιάκριτης, «βαρυτικής έλξης» πίσω από τα δεδομένα και τις καταστάσεις που συζητάμε. Και πρώτα–πρώτα, είναι λογικό να υπάρχει οποιοδήποτε φάρμακο; Αφήνοντας κατά μέρος τα φάρμακα που χορηγούνται για τη θεραπεία διαφόρων νόσων, μιλώντας αποκλειστικά για εκείνα που δρουν σε επίπεδο συμπτωματολογίας, στα φαρμακεία κανείς μπορεί να βρει σκευάσματα κατά της φαγούρας, του βήχα, της δυσουρίας, του ιλίγγου, του πυρετού, της καούρας, της καταρροής, των ρευματισμών, του πονόλαιμου, του πονοκεφάλου, του πονόδοντου, του πόνου των αρθρώσεων, των μυών, της μήτρας, φάρμακα που καταπολεμούν τη δυσκοιλιότητα, φάρμακα που καταπολεμούν τη διάρροια, φάρμακα που φέρνουν ύπνο, φάρμακα που διώχνουν τον ύπνο, κι ένα σωρό άλλα, τα οποία δε χρειάζεται να παραθέσουμε εδώ. Είναι λογικό να υπάρχουν τόσα φάρμακα με τόσο εξειδικευμένες δράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό; Μιλάμε για ένα υπερπολύπλοκο βιολογικό σύνολο, η διατήρηση του οποίου σε ομαλή λειτουργία απαιτεί την ισορροπία αμέτρητων συστημάτων και μηχανισμών. Μόνο στο αίμα μας, έχει αναγνωριστεί ότι κυκλοφορούν περισσότερες από 4000 διαφορετικές χημικές ενώσεις, και μάλλον θα υπάρχουν και πολλές άλλες, που δεν έχουν ακόμα απομονωθεί (https://www.sciencedaily.com/releases/2011/02/110224145609.htm). Όσο για το νευρικό σύστημα ή όργανα όπως το συκώτι, η πολυπλοκότητα είναι τέτοια, που οι ελπίδες για καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας τους έχουν πλέον εναποτεθεί στην ανάπτυξη στοχευμένης τεχνητής νοημοσύνης. Επικρατεί η αντίληψη ότι οι επιστήμες της Ιατρικής, της Φαρμακολογίας, της Βιολογίας, της Βιοχημείας, της Φυσιολογίας, έχουν πλέον προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε τα ερωτήματα που μένει να απαντηθούν είναι λιγοστά σε σχέση με εκείνα που έχουν ήδη απαντηθεί. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 2018 αναγνωρίστηκε ένα καινούριο όργανο, πιθανώς το μεγαλύτερο στο ανθρώπινο σώμα, υπό την ονομασία Interstitium, αποτελούμενο από διαφράγματα συνδετικού ιστού γεμάτα με υγρό, μέσω του οποίου πιστεύεται ότι μπορεί να εξαπλώνονται καρκινικά κύτταρα που ως τώρα ήταν άγνωστο πώς μεθίστανται (σχετικά: https://www.independent.co.uk/news/health/new-organ-human-body-interstitium-cancer-skin-scientists-discovery-new-york-a8275851.html, https://www.scientificamerican.com/article/meet-your-interstitium-a-newfound-organ/). Αλλά και σε μοριακό κυτταρικό επίπεδο, σε σχέση με το πώς ακριβώς αναπαράγονται τα κύτταρα μας, για παράδειγμα, εκείνα που αγνοούμε είναι πολύ περισσότερα από όσα γνωρίζουμε (μία αποκαλυπτική παρουσίαση όσον αφορά την άγνοια μας αυτή γίνεται στο ολιγόλεπτο video της διεύθυνσης https://www.youtube.com/watch?v=WFCvkkDSfIU – το πιο ενδιαφέρον μέρος ξεκινάει μετά το 5:37, όπου απεικονίζονται μοριακές δομές να περπατούν κυριολεκτικά κατά μήκος μικροσωληνίσκων εντός των κυττάρων, μεταφέροντας άλλα μόρια και αποφεύγοντας εμπόδια). Πόσο αναμενόμενο είναι τελικά, λοιπόν, να έχουμε στη διάθεση μας φάρμακα με τόσο εξειδικευμένες δράσεις στο χάος του ανθρώπινου οργανισμού, και μάλιστα εναρμονισμένα με το κλίμα της εκάστοτε εποχής; Είναι σαν να παρεμβαίνει κανείς σε ένα αδιανόητα περίπλοκο πρόγραμμα υπολογιστή, και αλλάζοντας μία ή δύο γραμμές κώδικα ανάμεσα σε δισεκατομμύρια άλλες (στην πλειονότητα τους, τα φάρμακα περιέχουν μία ή σπανιότερα δύο δραστικές ουσίες) να περιμένει ότι αυτή η αλλαγή θα επιφέρει ένα ολοκληρωμένο, σύνθετο, ομαλό αποτέλεσμα, και όχι δυσλειτουργία, είτε ασήμαντη είτε σοβαρή είτε ολοκληρωτική.
Μιλώντας περί άγνοιας, θα πρέπει να επισημάνουμε μία σημαντική διαφορά: είναι άλλο πράγμα το να μην ξέρεις, και άλλο το να ξέρεις ότι δεν ξέρεις. Όσον αφορά τα βιολογικά φαινόμενα, και το φαινόμενο της Ζωής γενικότερα, δεν ξέρουμε, και το ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε. Έτσι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, επηρεασμένοι από διάφορες φιλόδοξες αλλά αστήρικτες θεωρίες, η πιθανότητα του να ξεπήδησε από μόνη της η ζωή στη Γη, μέσω τυχαίας σύνθεσης πρωτεϊνών, είναι από κάθε πρακτική άποψη μηδέν. Τι εννοούμε «από κάθε πρακτική άποψη»; Όπως εξηγείται στο απόσπασμα από τη σειρά ντοκιμαντέρ "Origin" της διεύθυνσης https://www.youtube.com/watch?v=W1_KEVaCyaA –μιας και πιάσαμε τις βιντεοπαρουσιάσεις– ακόμη και υπό τις ιδανικότερες συνθήκες στη Γη, οι πιθανότητες τυχαίας συνένωσης αμινοξέων κατά τρόπο ώστε να συντεθεί μία βιολογικά λειτουργική πρωτεΐνη θα ήταν της τάξης του 1 : 10164. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό σε τι αντιστοιχεί το νούμερο αυτό, αν βάζαμε μία αμοιβάδα, με ταχύτητα κίνησης 30 εκατοστά ανά έτος, να ταξιδέψει απ' άκρη σ' άκρη το ορατό Σύμπαν, φορτωμένη με ένα άτομο τη φορά, θα χρειαζόταν να περιμένουμε να μεταφέρει όλα τα άτομα του Σύμπαντος από τη μία άκρη του στην άλλη περισσότερο από 50 εκατομμύρια φορές προκειμένου να προκύψει τυχαία μία βιοενεργή πρωτεΐνη. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, δε θα είχαμε Ζωή, αλλά απλώς μία πρωτεΐνη, χωρίς την προστασία κυτταρικής μεμβράνης, ανίκανη να αναπαραχθεί. Αυτό εννοούμε «από κάθε πρακτική άποψη μηδέν».
Ο προφανής αντίλογος στα προηγούμενα θα ήταν ότι πολλά φάρμακα μιμούνται τη δράση ουσιών του ίδιου του οργανισμού μας, και ότι στην πραγματικότητα απλώς κινούμε μέσω αυτών προδιαμορφωμένα νήματα, που ενυπάρχουν στη βιολογική μας δομή. Πράγματι· ωστόσο υπάρχει και ένας εξίσου μεγάλος αριθμός φαρμακευτικών σκευασμάτων που δεν αποτελούν παράγωγα ουσιών του οργανισμού, όπως για παράδειγμα τα τελευταίας γενιάς αντικαταθλιπτικά ή τα φάρμακα κατά σεξουαλικών δυσλειτουργιών, για να αναφέρουμε δύο κατηγορίες που χαρακτηρίζουν τη δική μας εποχή. Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα, που μαρτυρά ότι η έννοια του φαρμάκου κλείνει μέσα της πολύ περισσότερα από σκέτη χημεία. Αφορά μία ομάδα επιδράσεων που έχει γίνει γνωστή ως «φαινόμενο placebo», αν και τα όρια της είναι ευρύτερα (από τον λατινικό όρο «placebo», που σημαίνει «θα ευχαριστήσω»). Με λίγα λόγια, πρόκειται για το φαινόμενο κατά το οποίο η χορήγηση ενός σκευάσματος που αποτελείται από αδρανείς, φαρμακολογικά ανενεργές ουσίες («placebo»), αλλά παρουσιάζεται ως φάρμακο με συγκεκριμένη δράση, επιφέρει στον λαμβάνοντα βελτίωση του προβλήματος υγείας σύμφωνα με τις προσδοκίες του, σαν να επρόκειτο για πραγματικό, και όχι εικονικό φάρμακο. Υπάρχει διχογνωμία για το κατά πόσο το φαινόμενο placebo περιορίζεται σε επίπεδο συμπτωματολογίας ή επιδρά και σε επίπεδο αντικειμενικής νόσου, με εξαίρεση τη νόσο του Parkinson και την Κατάθλιψη, για τις οποίες οι περισσότερες μελέτες έχουν δείξει μετρήσιμη βελτίωση σε επίπεδο νόσου. Ούτως ή άλλως, πάντως, στη σύγχρονη Φαρμακολογία δε νοείται τεκμηρίωση της δραστικότητας νεοεμφανιζόμενου φαρμάκου, είτε αυτό αποσκοπεί στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων είτε στη θεραπεία νόσου, η οποία να μη γίνεται σε σύγκριση, όχι με συνθήκες μη λήψης του, αλλά με τη λήψη placebo. Και για πολλά, ίσως τα περισσότερα, από τα φάρμακα που κυκλοφορούν και θεωρούνται καταξιωμένα, η διαφορά αποτελεσματικότητας που μετρήθηκε και παρουσιάστηκε προκειμένου να λάβουν άδεια κυκλοφορίας ανερχόταν σε μόλις 20-30% συγκριτικά με τη λήψη placebo – ένα ποσοστό που θεωρείται ικανοποιητικό από στατιστικής άποψης, αλλά δείχνει πόσο λίγο εκείνα που θεωρούμε πραγματικά φάρμακα μπορεί να απέχουν τελικά στην πράξη από πεπιεσμένο αλευράκι σε μορφή χαπιού (εντελώς ακροθιγώς για το φαινόμενο placebo, ανάμεσα σε μυριάδες, συχνά αντικρουόμενες πηγές: https://www.medicalnewstoday.com/articles/306437.php, https://en.wikipedia.org/wiki/Placebo).
Επιπρόσθετα της κύριας δράσης, οι λαμβάνοντες placebo βιώνουν και τις αναμενόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του υποτιθέμενου φαρμάκου – μία υποκατηγορία επιδράσεων που έχει ονομαστεί «φαινόμενο nocebo» («θα βλάψω», στα λατινικά). Σύμφωνα με παρατηρήσεις, όσο περισσότερο το εικονικό φάρμακο θυμίζει τυπικό φαρμακευτικό σκεύασμα, με το να είναι π.χ. λευκό, πικρίζον, σε μορφή χαπιού, αντί για γλυκό, κόκκινο, σε περιτύλιγμα καραμέλας, τόσο πιο έντονη δράση placebo παρουσιάζει. Όλα αυτά κάνουν τους περισσότερους να θεωρούν ότι το φαινόμενο αποτελεί μία μορφή αυθυποβολής. Ωστόσο, οι μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και άτομα που γνωρίζουν ότι λαμβάνουν εικονικά φάρμακα («open label placebos») εκδηλώνουν φαινόμενα placebo (https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5841659/, https://www.nature.com/articles/s41598-019-49466-6). Το δεδομένο αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ιδέα περί αυθυποβολής, και επιπλέον προσδίδει ιδιαίτερη σημασία σε μία άλλη παρατήρηση, ότι δηλαδή το φαινόμενο placebo εκδηλώνεται σημαντικά πιο έντονα στα παιδιά (https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2504483/). Τι θα μπορούσε να δικαιολογεί τη διαφορά αυτή ανάλογα με την ηλικία, εφόσον η αυθυποβολή –επομένως και η δεκτικότητα προς αυθυποβολή– δε φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο; Ίσως το γεγονός ότι στα παιδιά η αίσθηση της Πραγματικότητας, του τι είναι εφικτό και τι όχι, είναι λιγότερο παγιωμένη απ' ό,τι στους ενήλικες. Σε αυτό συνηγορεί και μία άλλη παρατήρηση, η οποία έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία και υπαινίσσεται περισσότερα απ' όλα τα προηγούμενα μαζί. Συγκεκριμένα, όπως έχει δείξει αριθμός μελετών από ανεξάρτητους ερευνητές, η δεκτικότητα προς το φαινόμενο placebo έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Για παράδειγμα, σε σχέση με τον νευροπαθητικό πόνο, δηλαδή τον πόνο που προκαλείται από βλάβη του νευροαισθητηριακού συστήματος, μία μελέτη που εστίασε στο διάστημα 1990–2013 αποκάλυψε σημαντικά αυξανόμενη απόκριση σε σκευάσματα placebo, ενώ η απόκριση σε πραγματικά φάρμακα παρέμεινε σταθερή (https://journals.lww.com/pain/Abstract/2015/12000/Increasing_placebo_responses_over_time_in_U_S_.27.aspx). Μία άλλη μελέτη, που εξέτασε τα σχήματα χορηγούμενης αντιψυχωσικής αγωγής μεταξύ 1960 και 2013, αποκάλυψε σημαντικά αυξανόμενη αποτελεσματικότητα των σκευασμάτων placebo, τη στιγμή που η δραστικότητα των κανονικών αντιψυχωσικών φαρμάκων, όχι μόνο δεν είχε αυξηθεί, αλλά παρουσίασε και σημαντική μείωση (https://jamanetwork.com/journals/jamapsychiatry/fullarticle/1911295). Ανάλογη αύξηση της αποτελεσματικότητας σκευασμάτων placebo αποκάλυψε μία ακόμα έρευνα, όσον αφορά την αγωγή κατά της Κατάθλιψης, με τη διαφορά ότι, στην προκειμένη περίπτωση, και τα κανονικά φάρμακα εμφάνισαν αυξημένη δραστικότητα (https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/11939870). Το ερώτημα λοιπόν είναι, τι θα μπορούσε να ευθύνεται για την αυξανόμενη αυτή δεκτικότητα στο φαινόμενο placebo; Σε τι διαφέρει ένας άνθρωπος του 1970 από έναν άνθρωπο της σύγχρονης εποχής; Η απάντηση φαίνεται να έχει να κάνει και πάλι με το γεγονός ότι οι προηγούμενες γενιές, εξερχόμενες από περιόδους πολέμου και ανέχειας, ήταν περισσότερο απορροφημένες σε πρακτικές ανάγκες βιοπορισμού, έχοντας πολύ πιο στυλιζαρισμένη εικόνα της Πραγματικότητας, και αντίστοιχα πιο «προσγειωμένες» προσδοκίες. Σε αντίθεση, ένα παιδί που μεγαλώνει σήμερα, σε ένα περιβάλλον αφθονίας, με λυμένο εν πολλοίς το πρόβλημα επιβίωσης, με απειράριθμες, αξιόπιστες και μη, πηγές πληροφόρησης, με ταινίες που ενσωματώνουν ειδικά εφέ, βιντεοπαιχνίδια με φανταστικούς κόσμους, εφαρμογές εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας, κλπ., έχει μια πολύ πιο συγκεχυμένη ιδέα του τι είναι πραγματικό, τι πιθανό, τι δυνατό. Υπό αυτό το πρίσμα, θα είχε ενδιαφέρον μία έρευνα κατά την οποία θα μεταδιδόταν από επίσημες πηγές η διάθεση μίας καινούργιας εφαρμογής για κινητά, που θα προσέφερε π.χ. τη δυνατότητα στο χρήστη να ψηλώσει, ή θα επέτρεπε στο συμβατικό του αυτοκίνητο να λειτουργεί ως ηλεκτρικό. Το πιθανότερο είναι ότι το ποσοστό των ατόμων που θα έσπευδαν να κατεβάσουν την υποτιθέμενη εφαρμογή θα προκαλούσε έκπληξη. Πάλι, ίσως ανάλογα πειράματα να διενεργούνται ήδη από εταιρίες.
Είναι μία περίεργη ιστορία το «φάρμακο». Θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο αποτελεί ιδέα παρά ύλη. Και δεν είναι τυχαίο ότι στη λογοτεχνία του φανταστικού και στον κινηματογράφο η μετάβαση σε διαφορετικούς κόσμους ή η κτήση υπερφυσικών δυνάμεων επιτυγχάνεται συνήθως μέσω της λήψης κάποιου φαρμάκου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλιστα, το φάρμακο έχει τη μορφή κάψουλας ή χαπιού, για τη δράση του οποίου απαιτείται κατάποση και απορρόφηση διά της πεπτικής οδού, της ίδιας οδού μέσω της οποίας αφομοιώνουμε και την τροφή, της μόνης που προϋποθέτει συνειδητή επιλογή. Όσο για βότανα, μανιτάρια, πόσιμα φίλτρα, κλπ., είναι προφανές ότι δεν αποτελούν παρά εκδοχές του ίδιου αρχετύπου. Ο διάσημος συγγραφέας/ερευνητής του 20ου αιώνα Robert Anton Wilson (https://en.wikipedia.org/wiki/Robert_Anton_Wilson), γνωστότερος για τις δημοσιεύσεις του περί των –cult πλέον– «Illuminati», συνήθιζε να κάνει λόγο για τη μελλοντική δυνατότητα επαύξησης της νοημοσύνης και επίτευξης αθανασίας μέσω της απλής λήψης ενός χαπιού (http://www.metaphysicspirit.com/books/Cosmic%20Trigger%20-%20Final%20Secret%20of%20the%20Illuminati.pdf). Πολλοί απορούσαν ή και δυσανασχετούσαν με την εμμονή του σε αυτό το «the pill». Πώς μπορούσε ένας οξυδερκής διανοητής με τόσο διεισδυτική σκέψη, πρωτοπόρος στη διερεύνηση εναλλακτικών καταστάσεων συνείδησης, να έχει μια τόσο χαζή ιδέα; Δηλαδή, τι θα έκανε εκείνο το χάπι, θα γύριζε τους εγκεφαλικούς νευρώνες σε turbo mode ή θα σταματούσε το πέρασμα του χρόνου στα κύτταρα; Ίσως λοιπόν, τελικά, το χάπι που είχε κατά νου ο Wilson –ο οποίος απεβίωσε το 2007, σε ηλικία 74 ετών– να μη στήριζε τη δράση του στη συμβατική φαρμακολογία, αλλά σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος «φαρμακοκινητικής», σχετικής με τον παράδοξο και εν πολλοίς άγνωστο τρόπο δράσης των placebo.
Η συζήτηση, όμως, ξεκίνησε από αλλού και οδηγεί αλλού. Μιλήσαμε για τα φάρμακα ως ένα παράδειγμα του πώς οι απόψεις και οι προσδοκίες μας μοιάζουν να είναι εκείνες που διαμορφώνουν την Πραγματικότητα, και όχι το αντίστροφο – του πώς η Πραγματικότητα μοιάζει να καμπυλώνεται γύρω από εμάς, όπως ο χωροχρόνος καμπυλώνεται γύρω από τους γαλαξίες. Η περίπτωση των φαρμάκων είναι ενδεικτική, καθώς συνοδεύεται από τεράστιο όγκο αντικειμενικών δεδομένων και αφορά κάτι το οικείο σε όλους. Ασφαλώς, όμως, δεν είναι μοναδική. Υπάρχουν και άλλες αφετηρίες που οδηγούν στο ίδιο κομβικό σημείο, το οποίο, πάλι, αποτελεί αφετηρία προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Θα μπορούσε π.χ. κανείς να ξεκινήσει από το φαινόμενο της μόδας, και το πώς τα αδιόρατα ρεύματα της διαμορφώνουν ανθρώπους και εποχές· ή από τις ανεξήγητες, γενικευμένες διακυμάνσεις που παρουσιάζουν φαινόμενα όπως το déjà vu, του οποίου η συχνότητα την περίοδο που διανύουμε φαίνεται να είναι μειωμένη· ή από την περίεργη συλλογική λήθη που φαίνεται να σκεπάζει ξαφνικά καταστάσεις και γεγονότα. Αλήθεια, δεν είναι ενδιαφέρον το ότι για θέματα που κάποτε μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον, όπως το AIDS ή τα επακόλουθα της πυρηνικής καταστροφής στη Fukushima, δε μιλάει πια σχεδόν κανείς; Και, πώς λεγόταν εκείνο το πλοίο που, λίγα χρόνια πριν, πλέοντας από Ελλάδα προς Ιταλία κόντεψε να βυθιστεί έχοντας πιάσει φωτιά, με αποτέλεσμα να πνιγούν δεκάδες ταξιδιώτες;
Υπάρχουν, βεβαίως, και πιο πραγματιστικές προσεγγίσεις. Η επιστήμη επιχείρησε στις αρχές του 20ου αιώνα να εξετάσει για πρώτη φορά τη φύση της Πραγματικότητας, μέσω της Κβαντικής Φυσικής. Κοιτάζοντας από κοντά σε εκείνα που ονομάζουμε ύλη, ενέργεια, χώρο, χρόνο, είδε τους βασικούς νόμους του ανθρώπινου κόσμου, τους νόμους της Αριστοτέλειας Λογικής και της Νευτώνειας Φυσικής, να καταλύονται. Το αιτιατό, όταν κανείς κρατούσε έναν μεγάλο μεγεθυντικό φακό, φαινόταν να προηγείται του αιτίου, τα δε κβάντα μπορούσαν να είναι είτε ύλη είτε ενέργεια είτε και τα δύο μαζί, ανάλογα με τις ορέξεις τους. Σύντομα αποκαλύφθηκε και κάτι ακόμη πιο ξένο προς την ανθρώπινη αντίληψη περί Πραγματικότητας, ότι δηλαδή ο παρατηρητής επηρέαζε το παρατηρούμενο – ότι όποτε κοιτάζαμε, τα πράγματα άλλαζαν, ενώ όποτε παύαμε να κοιτάζουμε άλλαζαν και πάλι. Οι επιστήμονες άργησαν να αποδεχθούν όλα αυτά τα τρελά και απίστευτα, αποδίδοντας τα αρχικά σε σφάλματα και παρερμηνείες. Όταν, όμως, τα πειράματα κατέληξαν ξανά και ξανά στα ίδια αποτελέσματα, το εξωλογικό εδραιώθηκε ως αληθινό, και η θεώρηση μας περί μίας απόλυτης Πραγματικότητας, που διαπερνά το Σύμπαν από το μικρόκοσμο ως το μακρόκοσμο διέποντας με ενιαίους νόμους και τον δικό μας κόσμο, ράγισε και έσπασε σε πολλά κομμάτια. Υπό το φως των νέων δεδομένων, η επιστημονική έρευνα στράφηκε στην κατά το δυνατόν καλύτερη κατανόηση της ευρύτερης εικόνας, με την επινόηση νέων πειραμάτων, σε μία προσπάθεια να στριμωχτεί η Πραγματικότητα κατά τρόπο ώστε να μας αποκαλύψει τη φύση της. Υπήρχαν, άλλωστε, και αρκετοί φυσικοί που δεν είχαν πειστεί από όλα αυτά, και επεδίωκαν μέσω δικών τους παρατηρήσεων να αναδείξουν αντιφάσεις και κενά σε όσα απίστευτα είχαν πλέον αρχίσει να γίνονται παραδεκτά από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, σωρεία νέων πειραμάτων διενεργήθηκαν σε εργαστήρια πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, τα δε άρθρα που δημοσιεύτηκαν θα μπορούσαν να γεμίσουν βιβλιοθήκες ολόκληρες. Ωστόσο, αντί να ξεκαθαρίζει και να συγκεκριμενοποιείται, η εικόνα γινόταν όλο πιο θολή, όλο και περισσότερο αφηρημένη. Το χαρακτηριστικότερο ίσως σημείο–σταθμός, που αντικατοπτρίζει καλύτερα τις εξελίξεις αυτές, είναι ένα διάσημο πείραμα του 1999, γνωστό ως «Delayed Choice Quantum Eraser experiment» – «πείραμα Κβαντικού Διαγραφέα Καθυστερημένης Επιλογής», το οποίο στις διάφορες παραλλαγές του κατέληξε σε αποτελέσματα που και οι πιο ανοιχτόμυαλοι από τους φυσικούς δυσκολεύονταν –και δυσκολεύονται– να χωνέψουν (τρεις διαφορετικές περιγραφές του πειράματος και των προεκτάσεων του παρουσιάζονται στα video των διευθύνσεων https://www.youtube.com/watch?v=H6HLjpj4Nt4, https://www.youtube.com/watch?v=8ORLN_KwAgs, https://www.youtube.com/watch?v=SzAQ36b9dzs). Με απλά λόγια, όπως είχε φανεί στο περίφημο πείραμα των δύο σχισμών, στο οποίο αναφερθήκαμε σε προηγούμενη συζήτηση, όταν σε ένα φωτόνιο δίνεται η δυνατότητα να περάσει διαμέσου μίας εκ δύο σχισμών, αυτό συμπεριφέρεται διαφορετικά στην περίπτωση που το παρατηρούμε (εκδηλώνεται ως σωματίδιο), και διαφορετικά στην περίπτωση που δεν το παρατηρούμε (εκδηλώνεται ως κύμα), μην επιτρέποντας μας να γνωρίζουμε τη φυσική του συμπεριφορά («Dοuble–Slit experiment» – https://www.youtube.com/watch?v=cxRKcxRlBNQ)! Επιδιώκοντας να «ξεγελάσουν» τα φωτόνια ώστε να «πιστέψουν» ότι κανείς δεν τα παρακολουθεί κατά τη στιγμή της «απόφασης», μία ομάδα φυσικών σχεδίασε μία διάταξη που μπορούσε να καταγράφει και να αποκαλύπτει με έμμεσο τρόπο μέσω ποιας από τις δύο σχισμές είχαν περάσει, αφότου είχαν ήδη διέλθει και «επιλέξει». Δεν υπήρχε, δηλαδή, κανενός είδους παρατηρητής τη στιγμή της επιλογής, και δεν υπήρχε κανένας τρόπος να «γνωρίζουν» τα φωτόνια ότι κάποιος παρακολουθούσε τις κινήσεις τους –κυριολεκτικά– παρά μόνο αφού τις είχαν ολοκληρώσει. Επομένως, θα έπρεπε να συμπεριφέρονται σαν να μην υπήρχε παρατηρητής, και να αποκαλύπτουν έμμεσα τη διαδρομή που είχαν ακολουθήσει. Το πείραμα προετοιμάστηκε, ο εξοπλισμός στήθηκε και... κόντρα σε κάθε λογική, τα φωτόνια εξακολούθησαν να συμπεριφέρονται σαν να «γνώριζαν» ότι κάποιος τα παρατηρεί, όσο κι αν αυτό ήταν αδύνατο να συμβαίνει. Φαινόταν σαν, όταν τελικά καταγράφονταν από την ειδική διάταξη, να γύριζαν πίσω στο χρόνο και να ξαναέγραφαν το παρελθόν σύμφωνα με τη γνώση ότι στο σύστημα υπήρχε παρατηρητής! Και πράγματι, πολλοί φυσικοί υποστήριξαν ότι αυτό ακριβώς ήταν που συνέβαινε, ότι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, σε κβαντικό επίπεδο ο χρόνος μπορεί να κυλάει αντίστροφα και το αποτέλεσμα να προηγείται του αιτίου, να εκδηλώνεται δηλαδή «Αντίστροφη Αιτιότητα» («Retrocausality»). Επί του παρόντος, οι φυσικοί που προβάλλουν την εξήγηση αυτή ως ερμηνεία για τα αλλόκοτα αποτελέσματα του πειράματος αποτελούν μειοψηφία. Ωστόσο, και εκείνοι που δε συμφωνούν προβάλλουν ερμηνείες όχι λιγότερο απίστευτες, όπως τα περί κβαντικής διεμπλοκής («Quantum Entanglement»), μέσω της οποίας προβλέπεται η δυνατότητα πρακτικών εφαρμογών τηλεμεταφοράς.
Κάπου εκεί βρισκόμαστε, λοιπόν, σήμερα. Αν μη τι άλλο, οι εποχές που κάποιος, απηυδισμένος από τις δοξασίες περί φαντασμάτων, στοιχειωμάτων, πεπρωμένου, ριζικού, διαίσθησης κλπ., μπορούσε να καταφύγει στην επιστήμη προκειμένου να εισπράξει πραγματισμό και να λάβει «προσγειωμένες, λογικές απαντήσεις» έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Πλέον, στην ερώτηση «πώς καθορίζεται το πραγματικό, το υπαρκτό;» οι περισσότεροι από τους φυσικούς που βρίσκονται στην αιχμή της έρευνας θα κοίταζαν με ένα αμήχανο χαμόγελο, το οποίο θα περιείχε ίσες δόσεις αφηρημένου στοχασμού και κουρασμένης παραίτησης. Όσο για την απάντηση, σε αυτή θα γινόταν λόγος για εκδοχές Πραγματικότητας, για πιθανολογικές Πραγματικότητες, για νέφη πιθανοτήτων που καταρρέουν με την παρουσία παρατηρητή. Και ίσως, τελικά, όλα αυτά να είναι πιο κοντά στην καθημερινή εμπειρία απ' ό,τι φανταζόμαστε. Ίσως, για παράδειγμα, το αινιγματικό φαινόμενο της Συγχρονικότητας (https://en.wikipedia.org/wiki/Synchronicity) να έχει τις ρίζες του, ακριβώς, στη σχετικιστική φύση της Πραγματικότητας. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για το φαινόμενο placebo, με τον λαμβάνοντα σε ρόλο κβαντικού παρατηρητή που διαμορφώνει Πραγματικότητα. Σε έναν τέτοιο μηχανισμό δράσης, τα placebo θα ήταν τα πραγματικά φάρμακα, τα δε πραγματικά φάρμακα δε θα ήταν παρά επιτυχημένα placebo.
Υπάρχει, όμως, και η ακόμη πιο σουρεαλιστική πιθανότητα, την οποία υποστηρίζουν εκείνοι οι φυσικοί που για την ώρα αποτελούν μειοψηφία. Θα μπορούσε το παρελθόν να είναι δυναμικό; Μήπως, καθώς προχωράμε, διαμορφώνουμε, όχι μόνο το μέλλον, αλλά και το παρελθόν; Θα ήταν δυνατόν ο κόσμος μας να διέπεται από σχέσεις αντίστροφης αιτιότητας, και εμείς, σαν τα φωτόνια του πειράματος, να ξαναγράφουμε διαρκώς το παρελθόν ανάλογα με το ποιες εκδοχές του μέλλοντος επιλέγουμε; Σε μια τέτοια περίπτωση, εκείνο το παιδάκι που κοίταζε έξω από το παράθυρο τρώγοντας φρουτόκρεμα μάλλον δεν υπήρξε ποτέ – ό,τι κι αν θα σήμαινε αυτό το «υπήρξε».
Εξωφρενικό, σίγουρα. Αλλά, πάλι, ποιος ξέρει πώς μπορεί να αναδεύονται οι άμμοι στη μεγάλη κλεψύδρα του Χρόνου (Sands of Time);
Όπως μας ενημέρωσε ο αναγνώστης του site Άγγελος Κοντοθάνος, αυτόν τον καιρό διενεργείται έρανος για τη διαμόρφωση ενός θεματικού πάρκου στη μνήμη των δύο μικρών κοριτσιών που είχαν χαθεί το 2018 στην πυρκαγιά που κατέστρεψε το Μάτι Αττικής. Τα δύο αδελφάκια αναζητούνταν επί μέρες από τους γονείς τους, οι οποίοι αρχικά, βλέποντας συγκεχυμένα πλάνα στην τηλεόραση, πίστευαν ότι τα είχαν αναγνωρίσει σε μια βάρκα, να διασώζονται. Τελικά, διαπιστώθηκε ότι τα πρόσωπα που διακρίνονταν στα πλάνα ανήκαν σε δύο άλλα παιδιά, κι αυτό ήταν κάτι που έκανε την όλη ιστορία ακόμη πιο τραγική. Το πάρκο σχεδιάζεται να διαμορφωθεί στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας, έναν τόπο που τα παιδιά επισκέπτονταν συχνά και αγαπούσαν. Για όποιον επιθυμεί να συνεισφέρει, πληροφορίες δίνονται στις διευθύνσεις https://www.womantoc.gr/life/article/psyxagogiko-parko-sti-mnimi-ton-didymon-koritsion-pou-xathikan-sto-mati-arxise-panellinios-eranos και https://www.tanea.gr/2019/11/08/greece/panellinios-eranos-gia-na-kataskeyastei-parko-stin-mnimi-ton-9xronon-koritsion-pou-xathikan-sto-mati/?fbclid=IwAR2vH5j1jcWk5S_jQvu3fLQ3Om2ryaVjH8JBPMhpJz6lE-h5exF0zFxH7xM.
13/01/2020
Το τελευταίο διάστημα ήταν πολύ δύσκολο για εμάς, με απανωτά πλήγματα και απώλειες. Θα χρειαστούμε χρόνο για να επιστρέψουμε στους κανονικούς μας ρυθμούς, και αυτό αφορά και τις ενημερώσεις του site. Θα επιστρέψουμε, όμως (Ventura Highway).
Ραντεβού το 2019.
02/04/2018
Στο διήγημα "Αίσθηση Ισχύος" του Isaak Asimov, που πρωτοεκδόθηκε το 1958 ("The Feeling of Power", περιοδικό "If: Worlds of Science Fiction"), κατά το μακρινό μέλλον η ανθρωπότητα εξαρτάται απόλυτα από τη χρήση κομπιούτερ για την παραμικρή δραστηριότητα, σε βαθμό ώστε να έχει ξεχαστεί εντελώς κάθε γνώση μαθηματικών, ακόμη και η στοιχειώδης αριθμητική. Παράλληλα, ή Γήινη Ομοσπονδία βρίσκεται σε πόλεμο με το αστρικό σύστημα του Ντενέμπ, και οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξάγονται με όπλα μακράς εμβέλειας, τα οποία ελέγχονται από υπερπολύπλοκα, πανάκριβα, δύσκολα στη συντήρηση και αντικατάσταση τους κομπιούτερ. O Myron Aub, ένας χαμηλόβαθμος τεχνικός, εφαρμόζοντας «reverse engineering» στα κομπιούτερ («ανάλυση αντίστροφης μηχανικής», ελλείψει ικανοποιητικότερου αντίστοιχου ελληνικού όρου), ανακαλύπτει κάποια στιγμή τους προ πολλού ξεχασμένους κανόνες των απλών αριθμητικών πράξεων με χαρτί και μολύβι – μια τεχνική που αργότερα θα ονομαστεί «Graphitics». Η ανακάλυψη τραβάει αμέσως την προσοχή του Στρατού, ο οποίος την αξιοποιεί προκειμένου να ανακτηθεί περαιτέρω η χαμένη γνώση των μαθηματικών. Με τη σειρά της, η εξέλιξη αυτή οδηγεί τους στρατιωτικούς σε σχέδια αντικατάστασης των καθοδηγούμενων από κομπιούτερ διαστημοπλοίων, με φθηνότερα και πιο αναλώσιμα –κατά τη δική τους οπτική– επανδρωμένα διαστημόπλοια για τη συνέχιση του πολέμου. Βλέποντας τους σκοπούς για τους οποίους αξιοποιείται η ανακάλυψη του, ο Myron Aub αυτοκτονεί. Στην κηδεία, ο άλλοτε προϊστάμενος του σκέφτεται ότι η αυτοκτονία του Aub δεν πρόκειται να αλλάξει το παραμικρό, και ότι η πρόοδος και εξάπλωση των Graphitics είναι μη αναστρέψιμη. Ταυτόχρονα, εκτελεί με επιτυχία μερικούς στοιχειώδεις πολλαπλασιασμούς στο μυαλό του, χωρίς τη βοήθεια καμιάς μηχανής πλέον, γεγονός που του δίνει μία υπέροχη «αίσθηση ισχύος» (https://en.wikipedia.org/wiki/The_Feeling_of_Power).
Το διήγημα εκδόθηκε, όπως είπαμε, για πρώτη φορά το 1958, μία εποχή κατά την οποία, έξω από τους άμεσα εμπλεκόμενους, η επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών (των «ηλεκτρονικών εγκεφάλων» τότε) ήταν γνωστή σε έναν στενό κύκλο «μυημένων», το δε Διαδίκτυο ήταν κάτι πέρα κι από την επιστημονική φαντασία. Ο Asimov, ωστόσο, παρότι χρησιμοποίησε συνειδητά την υπερβολή για να αναδείξει το νόημα του διηγήματος, έπεσε μέσα στις προβλέψεις του σε βαθμό που μάλλον ούτε ο ίδιος ούτε οι αναγνώστες του της εποχής εκείνης μπορούσαν να φανταστούν. Για την ακρίβεια, έπεσε έξω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Γιατί στις μέρες μας, πολύ πριν η «Γήινη Ομοσπονδία» προοδεύσει σε σημείο ώστε να είναι σε θέση να διεξαγάγει πόλεμο με τον Ντενέμπ, ηλεκτρονικοί επεξεργαστές χρησιμοποιούνται παντού και για οτιδήποτε, την ίδια στιγμή που πολλοί άνθρωποι, ίσως οι περισσότεροι πλέον, αγνοούν στοιχειώδεις κανόνες αριθμητικής. Αμφιβάλλετε; Νομίζετε ότι τώρα υπερβάλλουμε εμείς; Ωραία, κάντε μια μικρή έρευνα σχετικά με το πόσοι από τους γύρω σας είναι σε θέση να φέρουν εις πέρας μία απλή διαίρεση με χαρτί και μολύβι, ή ρωτήστε τους πόσα εκατομμύρια είναι το δισεκατομμύριο (https://www.youtube.com/watch?v=zfRRR9ppzjQ). Κι αν τυχόν τους δείτε να μειδιούν αυτάρεσκα και «υπεράνω» στο άκουσμα των προηγούμενων, ζητήστε τους να κάνουν μία διαίρεση ή έναν πολλαπλασιασμό με δεκαδικούς. Να δείτε για πότε κόβονται τα μειδιάματα.
Παρεμπιπτόντως, υπήρξαν διηγήματα επιστημονικής φαντασίας που προέβλεψαν με ακρίβεια το Διαδίκτυο, όπως το έκδοσης 1946 "A Logic Named Joe" του Murrey Leinster (https://en.wikipedia.org/wiki/A_Logic_Named_Joe) και το έκδοσης 1975 "The Shockwave Rider" του John Brunner (https://en.wikipedia.org/wiki/The_Shockwave_Rider). Κι αν για το τελευταίο θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι την εποχή δημοσίευσης του υπήρχε ήδη το ARPANET (προπάτορας του σημερινού Ιnternet, χρηματοδοτούμενο από το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας), τίποτα τέτοιο δεν ίσχυε το 1898, όταν ο Mark Twain, στο διήγημα επιστημονικής φαντασίας "From the 'London Times' of 1904", έκανε λόγο για τα "Telelectroscopes", συσκευές που συνδεόμενες μεταξύ τους μέσω των τηλεφωνικών γραμμών χρησιμοποιούνταν για να εξυπηρετούν ένα παγκόσμιο δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών. Σημειωτέον ότι το 1898 η τηλεφωνία ήταν κάτι το εντελώς νέο, τα δε τηλέφωνα ήταν σπάνια (το διήγημα παρατίθεται μαζί με άλλα του ίδιου συγγραφέα στη διεύθυνση http://www.gutenberg.org/files/3251/3251-h/3251-h.htm).
Μην ανησυχείτε, δε σκοπεύουμε να το ρίξουμε εδώ στη γκρίνια σχολιάζοντας τον αυξανόμενο μαθηματικό αναλφαβητισμό. Υπάρχει κάτι άλλο που καθιστά το διήγημα του Asimov επίκαιρο, από μία διαφορετική άποψη. Κι αυτό το «κάτι» αφορά περισσότερο μια γενική αίσθηση παρά κάτι το απτό, γι' αυτό και θα προσπαθήσουμε να το σκιαγραφήσουμε εμμέσως.
Θυμάστε που, μικρός, στις συζητήσεις για το πώς θα ήταν το μέλλον, ακούγατε συχνά να γίνεται λόγος για «βιντεοτηλέφωνα», μέσω των οποίων θα μπορούσε κανείς, όχι μόνο να μιλάει, αλλά και να βλέπει τον άλλο ταυτόχρονα; Αν ανήκετε στις νεότερες γενιές, μάλλον δε θυμάστε τίποτα τέτοιο, αφού δεν προλάβατε καν την εποχή που ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος χρειαζόταν περισσότερο από μία δεκαετία από την κατάθεση αίτησης προκειμένου να εγκαταστήσει μία τηλεφωνική γραμμή. Όσοι, όμως, πρόλαβαν την εποχή εκείνη, εκστασιάζονταν με την προοπτική τέτοιων και άλλων ανάλογων μελλοντικών εξελίξεων. Και έστηναν ζωηρές συζητήσεις για το φάσμα των δυνατοτήτων, αλλά και για τις φάρσες που θα μπορούσε κανείς να σκαρώσει με τέτοια απίστευτη τεχνολογία.
Μεταφορά στο σήμερα. Πρακτικά, οι πάντες έχουν, όχι ενσύρματο, αλλά κινητό τηλέφωνο, και κάθε κινητό διαθέτει τουλάχιστον μία κάμερα. Επιπλέον, διατίθενται δωρεάν, για υπολογιστές, tablet και κινητά, δεκάδες εφαρμογές βιντεοκλήσης, ομαδικής βιντεοδιάσκεψης, αποστολής βιντεομηνυμάτων, αποστολής φωτογραφιών με ήχο, πανοραμικού βίντεο 360 μοιρών, κλπ. Όμως, αν προσέξετε, όλες αυτές οι εφαρμογές, με τις θαυμάσιες δυνατότητες που προσφέρουν, δεν πολυχρησιμοποιούνται. Όχι μόνο αυτό, αλλά οι μικρότεροι σε ηλικία δεν πολυμιλάνε καν μέσω τηλεφώνου, προτιμώντας για την επικοινωνία τους τα γραπτά μηνύματα. Πολλοί νομίζουν ότι αιτία γι' αυτό είναι κάποιου είδους αντικοινωνικότητα που αναπτύσσεται με την πολύωρη παραμονή μπροστά σε μια οθόνη. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία αντικοινωνικότητα – αντιθέτως μάλιστα. Αν τα νέα παιδιά ήταν αντικοινωνικά, δε θα επικοινωνούσαν ούτε μέσω των γραπτών μηνυμάτων, τα οποία συνήθως ανταλλάσσουν κατά δεκάδες ημερησίως. Όχι, ο λόγος είναι άλλος: ένα γραπτό μήνυμα είναι πιο απλό, πιο ελεγχόμενο, πιο άμεσο και πιο περιεκτικό από μία τηλεφωνική κλήση ή μία βιντεοκλήση. Το «ναι», το «όχι», το «σ' αγαπώ», που δίνει και παίρνει σε αυτές ηλικίες, κάθε γραπτό μήνυμα που μπορεί να σχηματιστεί με τα 24 γράμματα του αλφάβητου, έστω ανορθόγραφα, έστω με greeklish, εντυπώνεται πιο άμεσα και έχει τελικά μεγαλύτερο αντίκτυπο απ' ό,τι η κινούμενη, ομιλούσα εικόνα των οθονών που βρίσκονται πλέον παντού γύρω μας.
Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο, την εποχή των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών υπερυψηλής ανάλυσης και των εφαρμογών εικονικής ή και επαυξημένης πραγματικότητας, μία ασπρόμαυρη φωτογραφία του παλιού καιρού εξακολουθεί να μπορεί να μεταδώσει αξεπέραστο εύρος πληροφοριών, αλλά και συναισθημάτων. Υπάρχουν κάποια θεμελιώδη πράγματα που δεν αλλάζουν με την τεχνολογία, ούτε υποκαθίστανται από τα προϊόντα της. Ένα από αυτά είναι η σκέψη, η αυτόνομη σκέψη, βασικό προαπαιτούμενο για κάθε ελευθερία και για κάθε δυνατότητα ατομικότητας. Και εκεί ακριβώς είναι που το πήγαινε ο Asimov με το διήγημα του.
Στις μέρες μας, των apps, της Google, των cloud δεδομένων, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο πόλεμος δεν είναι με τον Ντενέμπ, αλλά με τη χαύνωση, τις βολικές αλήθειες, τη ροπή προς αγελοποίηση, την αποκοπή από πρωτογενή ερεθίσματα. Όσο για την ανθρωπότητα, υποχωρώντας αμυνόμενη εδώ και δεκαετίες, έχει πλέον βρεθεί σε δεινή θέση. Τελευταία, ωστόσο, σε κύκλους με εσωτερική πληροφόρηση ακούγεται ότι ένα νέο είδος όπλων, ικανό να αλλάξει την έκβαση του πολέμου, δοκιμάζεται από εθελοντές. Κανείς δε γνωρίζει λεπτομέρειες, ούτε για τα όπλα αυτά ούτε για τους εθελοντές που τα φέρουν. Φημολογείται, πάντως, ότι οι τελευταίοι βρίσκονται διασκορπισμένοι σε όλους τους χώρους, ότι δεν τους απασχολεί το να αλλάζουν κινητό κάθε χρόνο, ότι χρησιμοποιούν μόνο τεχνολογία που είναι επ' ωφελεία τους, και ότι –αυτό είναι και το πιο παράξενο– δεν τους ενδιαφέρει να μαζεύουν like στο Facebook. Ψιθυρίζεται ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι σε θέση, όχι μόνο να εκτελούν αριθμητικές πράξεις με το μυαλό τους, αλλά και να σκέφτονται. Κι αυτό, λέει, τους προσφέρει μία καταπληκτική αίσθηση ισχύος (Power to Believe).
24/02/2017
|
18 |
|