Μεταξύ των χιλιάδων κατοίκων που κινούνται καθημερινά στην πόλη, υπάρχει μία ιδιαίτερη κατηγορία, ανθρώπων οι οποίοι λειτουργούν εκτός των καθιερωμένων κανόνων. Δεν πρόκειται για ομάδα, καθώς καθένας τους αγνοεί ή αδιαφορεί για την ύπαρξη των άλλων. Ούτε και αποτελούν ομοιογενές σύνολο, αφού οι μεταξύ τους διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αντιπροσωπευτικότερος θα ήταν ο χαρακτηρισμός «περιπλανώμενοι», καθώς σε αυτόν έγκειται το βασικό τους γνώρισμα. Και πράγματι, «αλήτες» αποκαλούνταν από παλιά οι πολίτες αυτοί, από το αρχαίο αλώμαι, που σήμαινε «περιπλανιέμαι», «περιφέρομαι».
Όπως θα περίμενε κανείς από την αρχαία ρίζα της λέξης, οι αλήτες των πόλεων δεν αποτελούν καινούριο φαινόμενο. Η αλητεία ήταν υπαρκτή στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως μέσω δραπετών ή απελεύθερων δούλων. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το φαινόμενο διαδόθηκε, φτάνοντας στο απόγειο τα χρόνια της παρακμής. Αλλά και αργότερα, τον Μεσαίωνα, η αλητεία δεν έπαψε να είναι διαδεδομένη. Ενδεικτικά, σύμφωνα με καταγραφή της γαλλικής αστυνομίας, στο Παρίσι του 1270, επί συνόλου 220.000 κατοίκων, οι 50.000 αλήτευαν. Το 1420, ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 80.000, ενώ τον 17ο και 18ο αιώνα κυμάνθηκε περί τις 40.000. Μεταξύ των αλητών της συγκεκριμένης περιόδου συγκαταλέγονταν περιπλανώμενοι ιππότες, προσκυνητές, μοναχοί, καλλιτέχνες, αλλά και τροβαδούροι, τσιρκολάνοι, κομπογιανίτες γιατροί, θαυματοποιοί, τελάληδες (τα προηγούμενα προέρχονται από τη μελέτη του Λεωνίδα Χρηστάκη "Η Ιστορία της Αλητείας" – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).
Στις μέρες μας, η αλητεία εξακολουθεί να υφίσταται ως κοινωνικό φαινόμενο, σαφώς αλλαγμένη όμως, μιας και μεταξύ των αλητών δύσκολα πλέον συναντά κανείς τροβαδούρους ή ιππότες. Από την άλλη, το προφίλ του αλήτη, και πιο συγκεκριμένα του αλήτη των πόλεων, που μας απασχολεί εδώ, παραμένει απαράλλακτο στα βασικά.
Περιγραφή του προφίλ αυτού δε θα μπορούσε να γίνει με απόλυτους όρους, καθώς η κατηγορία στην οποία αναφέρεται είναι χαρακτηριστικά ετερόκλητη. Ασφαλέστερο θα ήταν να ξεκινήσει κανείς από το τι δεν εμπίπτει σε αυτή. Κατ' αρχήν, λοιπόν, ο αλήτης δεν είναι ζητιάνος/επαίτης. Ο τελευταίος αποτελεί ξεπεσμένο μέλος της κοινωνίας, που προσφεύγει στους θεσμούς αλληλεγγύης της. Ο αλήτης, από την άλλη, κινείται εκτός κοινωνίας, αρνούμενος να ενταχθεί σε οποιαδήποτε κοινωνική ή ταξική διαστρωμάτωση. Για τον ίδιο λόγο, ο αλήτης δεν είναι αναρχικός, αντιεξουσιαστής, ή αντι–οτιδήποτε άλλο. Ο αναρχικός μαίνεται την κοινωνία, εξεγειρόμενος εναντίον της. Ο αλήτης αδιαφορεί. Η στάση του αυτή δεν αποτελεί προϊόν αδυναμίας, αλλά συνειδητής επιλογής. Γι' αυτό και οι τοξικοεξαρτημένοι, που συχνά απαντώνται περιφερόμενοι στα κέντρα των πόλεων, ανήκουν σε μία εντελώς διαφορετική κατηγορία, ανθρώπων που έχουν χάσει τη δυνατότητα αυτοδιάθεσης τους. Ο αλήτης είναι ελεύθερος, και μόνο ως τέτοιος μπορεί να νοηθεί. Κατ' επέκταση, διαθέτει λίγα ή καθόλου υπάρχοντα, όντας συχνά άστεγος ή περίπου άστεγος.
Γνωρίζοντας ως μόνο τρόπο ζωής την περιπλάνηση, ο αλήτης δεν ανήκει πουθενά. Αρνείται να συμμορφώνεται με τα πρότυπα, τους θεσμούς, τις λειτουργίες της κοινωνίας, δεν συγκρίνει τον εαυτό του με άλλους, δεν έχει ινδάλματα ούτε φοβίες. Μένει, γενικά, έξω από τα ρεύματα και τις τάσεις της εποχής, προσαρμοζόμενος όμως, ώστε να διατηρεί τον έλεγχο της δικής του ζωής. Δεν έχει ή δε συνδέεται με άμεση οικογένεια. Σπανίως εργάζεται, κι αυτό μόνο σε ευκαιριακές δουλειές, εφόσον του είναι απολύτως αναγκαίο. Κατά κανόνα λιγνός, περπατάει πολύ και τρώει μόνο όταν πεινάει. Απαντάται σε κάθε ηλικία – νέος, μεσήλικας, γέρος. Είναι άνδρας, με σπάνιες εξαιρέσεις.
Στην παραπάνω σημειολογία σκιαγραφείται το προφίλ, αλλά και το αρχέτυπο του αλήτη. Πρόκειται για οικουμενική φιγούρα, που με μικρές διαφοροποιήσεις απαντάται στις κουλτούρες όλων λίγο–πολύ των λαών του κόσμου. Δεν έχει παρά να ανατρέξει κανείς στα κλασικά παραμύθια της Δύσης ή της Ανατολής για να τον συναντήσει σε κάποια από τις πολυάριθμες παραλλαγές του – ως αγγελιαφόρο, ως καταλύτη εξελίξεων, ως κοινωνικά εξόριστο, ως μεταμφιεσμένο βασιλιά, ως αποτραβηγμένο σοφό κλπ. Όσο για τη σύγχρονη εποχή, το ίδιο αρχέτυπο εξακολουθεί να αναδύεται, στους ίδιους ουσιαστικά ρόλους, μέσα από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Είναι κάτι το οικείο ο αλήτης, που δε χρειάζεται επεξηγήσεις, ίσως επειδή το αρχέτυπο του ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο.
Ο αρχετυπικός αυτός αλήτης κυκλοφορεί στην πόλη με διάφορα πρόσωπα. Στην πιο φανερή εκδοχή του, πρόκειται για τον ρακένδυτο του δρόμου, που οι άλλοι συνηθίζουν να προσπερνούν βιαστικά. Μερικοί τον βλέπουν με ρομαντική διάθεση, ως ανένταχτο μποέμ, όμως οι περισσότεροι τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία, ως φορέα παραβατικότητας ή και μικροεγκληματικότητας. Είναι ενδεικτικό είναι ότι πολλοί ξένοι επισκέπτες στην Ελλάδα της επταετίας 1967–1974 χαρακτηρίζονταν «αλητοτουρίστες» από το καθεστώς, και απελαύνονταν. Η θέση της Εκκλησίας πάλι, της χριστιανικής αλλά και των λοιπών θρησκειών, ήταν πάντα ανεκτική απέναντι στον αλήτη, ταυτίζοντας τον με τον φτωχό και βλέποντας τον με συμπάθεια.
Γενικά, ο αλήτης αντιμετωπίζεται με αμφιθυμία και αμηχανία από τους γύρω του, λόγω της αδυναμίας τους να τον κατατάξουν με συνήθεις όρους. Στο βάθος της στάσης αυτής υπάρχει και φόβος. Είναι ο υποσυνείδητος φόβος προς εκείνον που δε συντάσσεται με τα κοινώς παραδεκτά, δεν προσβλέπει στα καθιερωμένα, δε δεσμεύεται από τους γνωστούς κανόνες – ο φόβος, εν ολίγοις, προς εκείνον που διαφέρει. Και όλοι λίγο–πολύ συναισθάνονται την ουσία της διαφορετικότητας αυτής, καθώς όλοι κρύβουν μέσα τους έναν αλήτη, άλλοι απωθημένο βαθειά μέσα τους, άλλοι εγγύτερα στον συνειδητό εαυτό. Από εξελικτικής άποψης, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο αλήτης αποτελεί προβολή του πρώιμου ανθρώπου–κυνηγού, που ζούσε κυνηγώντας και συλλέγοντας καρπούς, ελεύθερος να μεταναστεύει ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Στον αντίποδα, ο τυπικός σύγχρονος αστός αποτελεί εξέλιξη του μεταγενέστερου ανθρώπου–γεωργού, που έμαθε να καλλιεργεί τη γη ριζώνοντας κι ο ίδιος σε έναν τόπο, αναπτύσσοντας κοινωνίες, πολιτισμό, νόμους, τεχνολογία, αλλά και εξαρτήσεις, περιορισμούς, αγκυλώσεις. Κατ' αυτή την έννοια, ο αλήτης αντιπροσωπεύει ένα πιο αρχέγονο είδος ανθρώπου, ένα παιδί εξελικτικά, που αρνήθηκε να ενηλικιωθεί στην πολιτισμένη εκδοχή του. Όπως όλα τα παιδιά, προτιμά την ελευθερία από τις ευθύνες, την ανεμελιά από τα ωράρια, τον ανοιχτό ουρανό από τον εγκλεισμό. Και όπως όλα τα παιδιά, μπορεί να είναι αξιαγάπητο και ενοχλητικό ταυτόχρονα. Γι' αυτό οι χαρακτηρισμοί «αλήτης», «αλήτικος» μπορεί να χρησιμοποιούνται είτε θετικά είτε αρνητικά, όπως ακριβώς και οι όροι «παιδί», «παιδικός».
Εγγεγραμμένος στον ανθρώπινο ψυχισμό, ο εσωτερικός αλήτης θα παραμείνει λανθάνων σε πολλούς, δίχως ποτέ να εκφραστεί στη ζωή τους. Σε άλλους, ωστόσο, θα βρει την ευκαιρία να εκδηλωθεί, οδηγώντας σε πράξεις, αποφάσεις και συμπεριφορές, την προέλευση των οποίων ίσως και οι ίδιοι δυσκολεύονται να εξηγήσουν. Άνθρωποι που διακατέχονται από μια αίσθηση ανικανοποίητου, που νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά, που αισθάνονται μια αόριστη παρόρμηση να ξεφύγουν, απαντώνται στην τελευταία κατηγορία.
Σχετικός είναι ο γερμανικής προέλευσης, διεθνοποιημένος πλέον όρος «Wanderlust», που χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη δίψα για περιπλάνηση (από τα «wandern» και «lust», που αντίστοιχα σημαίνουν «πεζοπορώ» και «πάθος» – https://en.wikipedia.org/wiki/Wanderlust). Η εμφάνιση του ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα, την περίοδο του Γερμανικού Ρομαντισμού, αλλά αυτό που περιγράφει είναι παλιό όσο ο άνθρωπος. Πρόκειται για τη λαχτάρα –ανάγκη μερικές φορές– να αφήσει κανείς πίσω του ό,τι έχει γίνει στατικό, και να βαδίσει, μεταφορικά και κυριολεκτικά, σε νέους δρόμους. Το «γονίδιο» ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο, είναι όμως στον αλήτη που βρίσκει την πιο χαρακτηριστική του έκφραση, αφού ακόμη και ετυμολογικά η περιπλάνηση βρίσκεται στον πυρήνα της υπόστασης του. Παράλληλα, η περιπλάνηση συνδέεται και με την παιδική ηλικία, καθώς τα παιδιά είναι γενετικά προγραμματισμένα να εξερευνούν το περιβάλλον τους κινούμενα διαρκώς. Στα δικά τους μάτια, ο κόσμος είναι κάτι καινούριο, μαγικό και μυστηριώδες, με νέες ανακαλύψεις να περιμένουν σε κάθε στροφή. Αυτός είναι ένας ακόμα τρόπος κατά τον οποίο ο αλήτης –ο κατ' επιλογήν αλήτης, για τον οποίο μιλάμε– βρίσκεται εγγύτερα στο παιδί μέσα του. Γι' αυτό και, ασχέτως του πόσο ταλαιπωρημένος ή γερασμένος μπορεί να δείχνει, συγκρινόμενος με τους τυπικούς αστούς θα διακατέχεται πάντα από μια αυξημένη νεανικότητα, που συχνά περνιέται για ανωριμότητα η αφέλεια. Κατ' επέκταση, οι περισσότεροι τον βλέπουν ως αποτυχημένο, και την κοσμοαντίληψη του ως απόρροια της αποτυχίας αυτής. Στη δική τους κλίμακα αξιών, η ένδεια υλικών αγαθών ισοδυναμεί με υπαρξιακή ένδεια, ο δε άπλετος ελεύθερος χρόνος μαρτυρά παρακμή (ενδεικτικός είναι ο σχετικός ορισμός στο λεξικό της ελληνικής Wikipedia –https://el.wiktionary.org/wiki/αλήτης– καθώς και η προέλευση της λέξης «μπαγαπόντης» από το λατινικό «vagari», που σημαίνει «περιπλανώμενος» – https://en.wiktionary.org/wiki/vagabond). Από την πλευρά του, ο αλήτης δε νοιάζεται. Ενίοτε, όμως, μπορεί κανείς να διακρίνει έναν τόνο ειρωνείας στον τρόπο που απευθύνεται στους επικριτές του αστούς, τον οποίο οι τελευταίοι εκλαμβάνουν ως αναίδεια.
Μέσα από όλα τα παραπάνω σκιαγραφείται ένα ρομαντικό ίσως προφίλ, κάποιου που αντιμάχεται το Σύστημα, μένοντας εκτός. Στην πραγματικότητα, ο αλήτης είναι αναγκασμένος να διαχειρίζεται καθημερινές ανάγκες επιβίωσης όπως όλοι, και μάλιστα οξυμένες. Μπορεί οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει να είναι διαφορετικές, όμως δεν παύουν να συνθέτουν μια καθημερινότητα με την οποία συγκρούεται. Ο αλήτης δε βρίσκεται εκτός Συστήματος· είναι προϊόν, και για την ακρίβεια παραπροϊόν του. Εφόσον κανείς εκτελούσε σε έναν υπερυπολογιστή μια προσομοίωση αυτού που αποκαλούμε κοινωνία, θα έβλεπε τον κώδικα του αλήτη να αναδύεται ήδη από τα πρώτα στάδια εξέλιξης. Το ίδιο θα συνέβαινε όσο κι αν μεταβάλλονταν οι παράμετροι της προσομοίωσης – με τη μία ή την άλλη μορφή, ο αλήτης θα προέκυπτε.
Όλα τα σώματα διαθέτουν ιδιοσυχνότητα, μία συγκεκριμένη συχνότητα δόνησης που τα χαρακτηρίζει, ικανή να οδηγήσει σε θραύση τους πέρα από κάποια ένταση. Το σώμα της κοινωνίας έχει κι αυτό τη δική του ιδιοσυχνότητα, και ο αλήτης σχετίζεται άμεσα. Είναι η ταυτόχρονη θέση του εντός και εκτός, που τον τοποθετεί σε μια ειδική περιοχή της κοινωνικής γεωμετρίας. Αυτή είναι και η δύναμη του. Ένας αλήτης θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να γίνει αποδεκτός ως μεσσίας απ' ότι ένας τυπικός αστός, ή π.χ. με τη φυλάκιση ή το θάνατο του να οδηγήσει σε κοινωνική εξέγερση. Μάλιστα, σε ένα τέτοιο σενάριο, ο πρωταγωνιστής θα ήταν δυνατόν να προέρχεται από οποιονδήποτε κοινωνικό χώρο, αρκεί να ενσάρκωνε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στο συγκεκριμένο αρχέτυπο. Κατά συνέπεια, η πραγματική συμμετοχή του αλήτη στη διαμόρφωση της Ιστορίας είναι δύσκολο να υπολογιστεί.
Ο αλήτης δε νοιάζεται, φυσικά, για τίποτα απ' αυτά. Επιθυμεί μόνο να ζει με τους δικούς του όρους, και ουδόλως ενδιαφέρεται να γίνει μάρτυρας ή μεσσίας. Η κοινωνία τον θεωρεί απόβλητο, κι εκείνος αποδέχεται το ρόλο, εφόσον έτσι εξασφαλίζει μέγιστους βαθμούς ελευθερίας. Αυτό δε σημαίνει ότι αγνοεί την πραγματικότητα – κάθε άλλο. Από τη φύση του, είναι σε θέση να πιάνει πράγματα που οι περισσότεροι δε βρίσκουν ποτέ το χρόνο να αντιληφθούν. Και τα γνωρίζει αυτά βιωματικά, σαν παιδί. Γιατί, αχρονικός και αιώνιος είναι ο αλήτης, όπως τα παιδιά. Θα κυνηγάει πάντα την ανεμελιά, δίχως να λογοδοτεί σε κανέναν. Και θα τραβάει τον δικό του δρόμο, αδιαφορώντας για το τι πιστεύουν οι άλλοι, μένοντας αμέτοχος στις υποθέσεις τους.
Συνήθως, τουλάχιστον. Γιατί μερικές φορές, μέσα από συγκυρίες, εκείνη η ιδιότυπη δύναμη που τον χαρακτηρίζει εκδηλώνεται εμφατικά. Και τότε, ο αλήτης γίνεται καταλύτης. Αλλά, αυτή είναι μια άλλη συζήτηση. Είπαμε, ο αλήτης κυκλοφορεί στην πόλη με διάφορα πρόσωπα.
Οι δύο φίλοι είχαν γείρει σε αναπαυτικές πολυθρόνες, κοιτάζοντας τον χειμωνιάτικο ουρανό έξω από το παράθυρο. Στο τραπεζάκι μπροστά τους, δύο κούπες με αχνιστό καφέ σκόρπιζαν άρωμα στο δωμάτιο, ενώ η γλυκιά ζεστασιά από τα καλοριφέρ και μια απαλή μουσική συμπλήρωναν το σκηνικό ευδαιμονίας. Είχε προηγηθεί γεύμα, και τώρα, απόγευμα πια, κάθονταν σιωπηλοί στο μεγάλο γραφείο με τις ψηλές βιβλιοθήκες. Από διπλανά δωμάτια ακούγονταν ανακατεμένες γυναικείες και παιδικές ομιλίες. Τελικά, ο ένας αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή.
"Είναι ευτύχημα το ότι οι γυναίκες και τα παιδιά μας περνάνε καλά μαζί, ειδάλλως αυτές οι σαββατοκυριακάτικες συνάξεις δε θα ήταν τόσο εύκολες"
"Ναι, ταιριάζουν πραγματικά μεταξύ τους, παρότι δε μοιράζονται τα δικά μας ενδιαφέροντα. Σπάνιο αυτό."
"Θυμάσαι τότε που παίζαμε με την ιδέα να μείνουμε εργένηδες και άεργοι, προκειμένου να αφιερωθούμε στην εξερεύνηση της πόλης; Πώς θα ήμασταν, άραγε, τώρα;"
"Όχι μόνο θυμάμαι, αλλά και το σκέφτομαι αρκετά συχνά. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι δε θα άλλαζα την οικογένεια μου με τίποτα."
"Ναι, εννοείται, ούτε εγώ. Το θέμα, όμως, είναι τι θα λέγαμε αν τελικά είχαμε ακολουθήσει εκείνον τον άλλο δρόμο – αν δεν είχαμε ζήσει όπως τώρα, και δεν είχαμε δημιουργήσει οικογένειες. Μήπως και τότε νιώθαμε ότι δε θα αλλάζαμε τις εμπειρίες μας με τίποτα;"
"Να σου πω: δε νομίζω ότι μπορεί να δοθεί σαφής απάντηση. Το βέβαιο είναι ότι θα ήμασταν πολύ διαφορετικοί αν είχαμε επιλέξει εκείνον τον τρόπο ζωής. Μόνο οι εαυτοί μας της συγκεκριμένης επιλογής θα μπορούσαν να απαντήσουν αξιόπιστα στο ερώτημα." Κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο, όπου είχε αρχίσει να πέφτει χιονόνερο. "Πιστεύεις ότι πραγματικά θα προτιμούσαμε να ήμασταν τώρα εκεί έξω;"
"Δεν ξέρω..." ακούστηκε τελικά, έπειτα από κενό σιωπής. Και η σιωπή συνεχίστηκε για αρκετά ακόμα.
|