ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Μια νύχτα, στο λιμάνι (μέρος Α')

 

 

Μπροστά, το φανάρι της νυχτερινής λεωφόρου άναψε πορτοκαλί, και μετά κόκκινο. Φρενάροντας, βρήκε την ευκαιρία να τσεκάρει ξανά τη διαδρομή στο κινητό. Χρειάστηκε να ψαχουλέψει στο κάθισμα του συνοδηγού για να το εντοπίσει, αλλά κι όταν τελικά τα κατάφερε δε διαφωτίστηκε ιδιαίτερα. Κάτι η προσαρμογή στο σκοτάδι, κάτι η πρεσβυωπία του, η εστίαση στη μικρή οθόνη τον ζόριζε αρκετά, το δε παλαιολιθικό κινητό αρνιόταν να μεγεθύνει το χάρτη. Τέλος πάντων, σε μεγάλο βαθμό είχε απομνημονεύσει τη διαδρομή. Το φανάρι άναψε πράσινο, και πατώντας γκάζι ξεκίνησε πάλι.

 

Είχε φύγει νωρίς από το γραφείο, για να προλάβει ανοιχτό το κατάστημα που τον ενδιέφερε. Ήταν ένα από εκείνα τα μικρά μαγαζιά που δραστηριοποιούνταν κυρίως μέσω ηλεκτρονικών αγορών, αλλά λειτουργούσαν και ως φυσικά καταστήματα. Στο τηλέφωνο, τον είχαν ενημερώσει ότι διέθεταν μεν τα τσιπ μνήμης που ζητούσε, όμως με ταχυδρομική αποστολή θα του παραδίδονταν έπειτα από μερικές μέρες. Είχε προτιμήσει να τα παραλάβει άμεσα, περνώντας ο ίδιος από εκεί, προκειμένου να αξιοποιήσει το Σαββατοκύριακο που ακολουθούσε. Δεν άλλαζε υπολογιστή συχνά – τον τωρινό τον είχε πάνω από εννιά χρόνια, με λιγοστές μόνο αναβαθμίσεις. Ήταν, ωστόσο, καιρός πια να αντικατασταθεί. Κατόπιν διεξοδικής έρευνας για κάθε εξάρτημα του νέου συστήματος –κουτί, τροφοδοτικό, μητρική, επεξεργαστή κλπ.– τις προηγούμενες εβδομάδες είχε συγκεντρώσει τα πάντα εκτός από μνήμες. Και, καθώς ήταν μια φορά στα δέκα χρόνια που έστηνε κάτι νέο από την αρχή, δεν είχε πρόβλημα να καταβάλει το τίμημα για ακριβές, εξεζητημένες μνήμες, χρονισμένες σε υψηλές ταχύτητες.

 

Οδηγούσε, λοιπόν, τώρα στην Παραλιακή, βράδυ Παρασκευής, κατευθυνόμενος προς Πειραιά, όπου και το κατάστημα. Παρότι η ώρα δεν ήταν προχωρημένη, επικρατούσε μια σκοτεινιά που παρέπεμπε σε βαθιά νύχτα, ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Μέσα Νοεμβρίου, ήταν αναμενόμενο να νυχτώνει νωρίς, όμως εξαρχής είχε την εντύπωση ότι το σκοτάδι τη συγκεκριμένη βραδιά ήταν πιο έντονο. Πάλι, ίσως απλά να είχε συνηθίσει στο πλούσιο λευκό φως του γραφείου, και να του φαίνονταν τώρα όλα πιο σκοτεινά.

 

Η σκέψη του οικείου, καλοφωτισμένου γραφείου ήρθε σε αντίθεση με τη σκοτεινή πόλη μπροστά. Συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε οδηγήσει μόνος μες στη νύχτα προς κάποιον άγνωστο προορισμό. Χρόνια τώρα, η ζωή του είχε στυλιζαριστεί σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, συγκεκριμένα ωράρια, συγκεκριμένες διαδρομές. Δεν ήταν άσχημα, όμως αυτή η επαναληψιμότητα τού είχε στερήσει το στοιχείο του απρόβλεπτου, κάνοντας τις μέρες να μοιάζουν επίπεδες. Ίσως γι' αυτό να ένιωθε τώρα τις αισθήσεις του σε διέγερση – επειδή είχε βρεθεί μόνος με τον εαυτό του εκτός συνήθους πλαισίου, κινούμενος σε μια νέα, άγνωστη διαδρομή.

 

Οι βαθύτεροι λόγοι πίσω από τη νυχτερινή εξόρμηση δεν ήταν άσχετοι με τα προηγούμενα. Στην πραγματικότητα, ο παλιός υπολογιστής επαρκούσε μια χαρά για συνήθη οικιακή χρήση, και θα μπορούσε να τον κρατήσει αρκετά ακόμα. Κυρίως τον χρησιμοποιούσε σε εφαρμογές γραφείου, διαδικτυακές δραστηριότητες, και πολυμέσα. Γι' αυτά, έφτανε και περίσσευε. Όμως, κάποιες νύχτες, ενίοτε μένοντας ξύπνιος μέχρι αργά, έπαιζε και παιχνίδια.

 

Ήταν παιδί της γενιάς «των ηλεκτρονικών». Θυμόταν, τέλη δεκαετίας 1970, που τα περίεργα εκείνα μηχανήματα είχαν κάνει την εμφάνιση τους σε καφενεία, ψιλικατζίδικα και ζαχαροπλαστεία. Εξωτερικά, προσαρμοσμένα σε ένα κουβούκλιο, διέθεταν οθόνη, χειριστήρια και μια σχισμή για κέρματα. Εσωτερικά, λειτουργούσαν με «μικροτσίπ». Τι ακριβώς ήταν τα τσιπ, λίγοι γνώριζαν. Οι περισσότεροι τα συναντούσαν για πρώτη φορά, εξ ου και το υποβλητικό «ηλεκτρονικά». Για τον ίδιο και τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, που συνωστίζονταν προσπαθώντας να παίξουν ή έστω να δουν, αυτή η τεχνολογία του μέλλοντος προσέθετε στο δέος και τη μαγεία των τεκταινόμενων στις οθόνες. Υπήρχε το στοιχείο του ανταγωνισμού, για το ποιος ήταν πιο επιδέξιος, πιο γρήγορος, πιο έξυπνος, όμως το βαθύτερο, εκείνο που τραβούσε τα περισσότερα παιδιά, ήταν η υπόσχεση της περιπέτειας σε καταστάσεις έντονες και τόπους μακρινούς. Ελόγου του θα πρέπει να ήταν οκτώ χρονών όταν είχε πρωτοταξιδέψει στο εξώτερο διάστημα από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς.

 

Μεγαλώνοντας, συνέχισε να εξοντώνει εξωγήινους όποτε ευκαιρούσε. Τα ηλεκτρονικά είχαν εδραιωθεί ως βασική διασκέδαση των νέων, και πλέον υπήρχαν εξειδικευμένα καταστήματα, τα «ηλεκτρονικάδικα» ή «ουφάδικα». Το μεγαλύτερο και πιο ενημερωμένο στεγαζόταν σε ένα υπόγειο του κέντρου της Αθήνας, με δεκάδες μηχανήματα που, τοποθετημένα δίπλα–δίπλα, σχημάτιζαν διαδρόμους, γωνιές και πλατώματα. Μες στο ημίφως, πίσω από καπνούς τσιγάρων, διακρίνονταν τα πρόσωπα νεαρών –σε παιδιά, απαγορευόταν δια νόμου η είσοδος– φωτισμένα από τις οθόνες, ενώ διάσπαρτα ακούγονταν ηλεκτρονικές μελωδίες, πυροβολισμοί, εκρήξεις και ιαχές. Μεταξύ των παικτών απαντώνταν χαρακτηριστικοί τύποι, όπως ο κολλημένος, ο έμπειρος, ο άσχετος, ο διανοούμενος, ο μεθοδικός, ο άφραγκος, ο πομπώδης, ο νευρικός, ο στρατηγικός, ο μάστερ. Όλοι μαζί συνέθεταν μια μικροκοινωνία, όχι πολύ διαφορετική από την κοινωνία του έξω κόσμου. Όσο για τον ίδιο, ήταν απ' τους παλιούς. Ήδη από μαθητής είχε υπάρξει πιλότος, καρατέκα, αθλητής, χρονοταξιδιώτης, ραλίστας, πολεμιστής, ακροβάτης, μάγειρας, ανθρακωρύχος, κατάσκοπος, φίδι, βάτραχος, πασχαλίτσα, είχε απελευθερώσει διάφορες δεσποσύνες, είχε σώσει πολλάκις τη Γη από εισβολή – εν ολίγοις, τα είχε κάνει όλα.

 

Με τους προσωπικούς υπολογιστές και τις κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών να κερδίζουν έδαφος, τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε μια στροφή προς την οικιακή ψυχαγωγία. Σιγά–σιγά, η εποχή των κλασικών ηλεκτρονικών πέρασε, καθώς τα νέα παιδιά κλείνονταν όλο και περισσότερο μέσα, για όλο και περισσότερους λόγους. Την τάση είχε ενισχύσει η έκρηξη των PC, ενώ λίγο αργότερα οι κάρτες τρισδιάστατων γραφικών θα έφερναν μια –κυριολεκτικά– νέα διάσταση στις οθόνες, μετατρέποντας τις σε περάσματα προς φανταστικούς κόσμους. Διαβλέποντας τις προοπτικές, όλο και περισσότερες εταιρίες είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται στο χώρο, οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη διάδοση των βιντεοπαιχνιδιών. Πρόσκαιρα υπήρξε μια αναβίωση των ηλεκτρονικάδικων, υπό την μορφή των ίντερνετ καφέ, που παρείχαν υπηρεσίες δικτυακών παιχνιδιών μέσω συνδεδεμένων υπολογιστών. Και αυτά χάθηκαν, ωστόσο, με την περαιτέρω διάδοση της τεχνολογίας και την εξέλιξη των κινητών σε φορητούς υπολογιστές. Προοδευτικά, τα βιντεοπαιχνίδια έγιναν κυρίαρχη μορφή ψυχαγωγίας για μικρούς και μεγάλους, φτάνοντας στις αρχές της δεκαετίας του 2020 να καταγράφουν εφταπλάσιους τζίρους σε σχέση με τις βιομηχανίες της μουσικής και του κινηματογράφου μαζί.

 

Από την πλευρά του, είχε ακολουθήσει τις εξελίξεις ήδη από την εποχή των οκτάμπιτων υπολογιστών. Και ήταν από τους πρώτους που είχαν εγκαταστήσει κάρτα 3D γραφικών, όταν ακόμα η υποστήριξη τους ήταν πολύ περιορισμένη. Κατά καιρούς, το ενδιαφέρον του είχαν κεντρίσει παιχνίδια όλων των ειδών. Είχε ξεκινήσει από τα arcade, που, αν και εθιστικά, τελικά έφταναν να επαναλαμβάνονται. Είχε μεταπηδήσει στα adventure, με γρίφους βασισμένους στην υπόθεση και το περιβάλλον, τους οποίους κανείς έπρεπε να λύσει προκειμένου να προχωρήσει. Δεν ήταν όλα καλά, όμως εκείνα που ήταν μπορούσαν να σε απορροφήσουν στις ιστορίες τους για μήνες. Αργότερα είχε θητεύσει στα real time strategy, όπου κάθε παίκτης έπρεπε να αναπτύξει την οικονομία και το στρατό του προκειμένου να επιβληθεί στους αντιπάλους. Φοιτητής, είχε περάσει μερόνυχτα ολόκληρα μπροστά στην οθόνη, προσηλωμένος σε μεγαλόπνοα στρατηγήματα και επικές μάχες. Τελικά, είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί δεκατετράχρονα Κορεατάκια στην άλλη άκρη του κόσμου, που είχαν κάνει επιστήμη τη μικροδιαχείριση με συντομεύσεις του πληκτρολογίου, και μοίραζαν πενήντα εντολές ανά λεπτό πατώντας κουμπιά σαν μανιακά. Για λίγο, είχε δοκιμάσει και τα role playing, αλλά τα είχε απορρίψει. Αντιλαμβανόταν τη γοητεία τους, όμως έβρισκε ανιαρό το να κυνηγάει διαρκώς αναβαθμίσεις του σπαθιού και της πανοπλίας του, μπλέκοντας σε ατελείωτους διαλόγους και αέναες παράπλευρες αποστολές που ξεχείλωναν την πλοκή. Διέθεταν βάθος, αλλά δεν ήταν γι' αυτόν.

 

Κάπου εκείνη την εποχή είχαν κάνει την εμφάνιση τους τα πρώτα παιχνίδια με τρισδιάστατη –ψευδοτρισδιάστατη αρχικά– προοπτική, στα οποία μπορούσες να κινηθείς ελεύθερα, βιώνοντας τα περιβάλλοντα σαν να βρισκόσουν μέσα τους. Πέρα από αληθοφάνεια, η αίσθηση αυτή του βάθους έδινε στον παίκτη τη δυνατότητα να εξερευνήσει και να περιπλανηθεί, να αλλάξει οπτική, να κοιτάξει πίσω από γωνιές, να στραφεί προς όποια κατεύθυνση ήθελε. Ήταν κάτι εντελώς νέο, που τον είχε γοητεύσει. Παρότι αδροί αρχικά, οι εικονικοί κόσμοι των παιχνιδιών προοπτικής πρώτου ή τρίτου προσώπου όριζαν μια δική τους πραγματικότητα. Και του άρεσε να χάνεται μέσα τους, όχι ως απόδραση από τον πραγματικό κόσμο, αλλά κατ' επέκταση του. Περισσότερο από τη δράση, απολάμβανε την ατμόσφαιρα. Γι' αυτό και τον τραβούσαν παιχνίδια χωρίς πολλούς χαρακτήρες, με ατμοσφαιρικά περιβάλλοντα, ενδιαφέρουσα ιστορία, και έναν μοναχικό, έτοιμο για περιπέτεια πρωταγωνιστή. Έβρισκε μάλλον βαρετά τα παιχνίδια «ανοικτού κόσμου», όπου κανείς μπορούσε να κινηθεί οπουδήποτε, εκπληρώνοντας αποστολές με όποια σειρά ήθελε. Προτιμούσε μια γραμμική πλοκή, μέσα από την οποία ο πρωταγωνιστής κατευθυνόταν στις καταστάσεις.

 

Σύντομα, τα παιχνίδια τρισδιάστατης προοπτικής είχαν κυριαρχήσει. Οι γεννήτριες γραφικών –οι «μηχανές γραφικών» στην κομπιουτερίστικη αργκό– είχαν φτάσει να αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες γραμμές κώδικα, οι κάρτες 3D είχαν εξελιχθεί σε περίπου αυτόνομους υπολογιστές, ενώ, εκεί που αρχικά ένα στιγμιότυπο οθόνης απαρτιζόταν από λίγες εκατοντάδες τρίγωνα, στα μεταγενέστερα παιχνίδια, ο αριθμός αυτός μετριόταν σε εκατομμύρια. Η εξέλιξη του Διαδικτύου είχε κάνει δημοφιλή τα ανταγωνιστικά first person shooter, όπου οι παίκτες μάχονταν μεταξύ τους, μόνοι ή κατά ομάδες, χρησιμοποιώντας όπλα διαφόρων ειδών, μέσα σε ποικιλία σκηνικών. Τα είχε δοκιμάσει, και ήταν αρκετά καλός, όμως και πάλι, περισσότερο εισέπραττε την ατμόσφαιρα παρά τη δράση. Ουκ ολίγες φορές τον είχαν πυροβολήσει πισώπλατα ενώ κοίταζε σαν χάνος τα εικονικά περιβάλλοντα. Το βασικότερο πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι, όπως και με τα real time strategy, αφενός ο ανταγωνισμός καταντούσε υπερβολικός, αφετέρου, και να ήθελε, από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί πωρωμένους πιτσιρικάδες, ούτε σε χρόνο, ούτε σε ενέργεια, ούτε σε αντανακλαστικά. Τελικά, έπειτα από μακρά και ένδοξη θητεία στα πεδία των μαχών, είχε εγκαταλείψει το είδος.

 

Θα πρέπει να ανήκε πια σε μια μικρή μειοψηφία, καθώς, από τον αυξανόμενο αριθμό νέων παιχνιδιών που κυκλοφορούσαν, πολύ λίγα του κινούσαν το ενδιαφέρον. Θεωρητικά, θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, αφού πλέον για την ανάπτυξη πολλών από αυτά εργάζονταν ομάδες εκατοντάδων ατόμων, με προϋπολογισμούς που συχνά ανταγωνίζονταν εκείνους μεγάλων κινηματογραφικών παραγωγών. Κι όμως, η υπερεπιτήδευση αυτή, με τα γραφικά που γίνονταν όλο και πιο ρεαλιστικά, και το στυλ παιχνιδιού που γινόταν όλο και πιο περίπλοκο, τελικά τον απωθούσε. Όσο περισσότερο τα παιχνίδια προσπαθούσαν να μιμηθούν την πραγματικότητα, τόσο πιο ανιαρά τα έβρισκε, με τα λαβυρινθώδη μενού, την ανούσια πολυπλοκότητα, και τα «σοφιστικέ» σενάρια τους που θύμιζαν σαπουνόπερες. Κι έπειτα, το πράγμα είχε πλέον ξεφύγει· κυκλοφορούσαν δωρεάν παιχνίδια που φλόμωναν τους παίκτες στις διαφημίσεις, ανταγωνιστικά παιχνίδια που πρόσφεραν συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι πληρωμής, franchise με ατελείωτες νέες προσθήκες, όπου συνέβαιναν τα ίδια και τα ίδια με όλο και πιο βαρετό τρόπο...

 

Δεν ήταν μόνο τα παιχνίδια, ανάλογα ήταν τα συναισθήματα του και σε σχέση με τη μουσική, τα βιβλία, τις ταινίες – γενικά, με την κυρίαρχη κουλτούρα της εποχής. Είχε σκεφτεί, βέβαια, ότι ενδεχομένως το πρόβλημα να ήταν στον ίδιο, και όχι στην πορεία των πραγμάτων. Ίσως ο ίδιος, όντας πια μεσήλικας, να είχε χάσει την προσαρμοστικότητα και το ενδιαφέρον του για το καινούριο. Το είχε συζητήσει με φίλους, οι οποίοι σε γενικές γραμμές συμφωνούσαν μαζί του, εκφράζοντας όμως και οι ίδιοι επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα αντικειμενικής κρίσης. Πιθανώς συνέβαιναν και τα δύο: και εκείνος είχε γίνει ανελαστικός, και η περίοδος ήταν στείρα.

 

Όπως και να 'χε, είτε η εποχή είχε προσπεράσει εκείνον είτε εκείνος την εποχή, τα τελευταία χρόνια η ζέση του για τα παιχνίδια είχε μειωθεί. Όμως, κάθε φθινόπωρο –πάντα φθινόπωρο– τον έπιανε μια έντονη νοσταλγία για όλη εκείνη την ατμόσφαιρα του ψηφιακού παρελθόντος. Νοσταλγούσε την αίσθηση και τις ιστορίες, με ένα είδος νοσταλγίας που δε διέφερε από τον τρόπο που θα αναπολούσε περιστάσεις της πραγματικής ζωής. Περισσότερο, όμως, νοσταλγούσε τον εαυτό του μέσα σ' όλα αυτά. Το γιατί, το είχε αντιληφθεί από νωρίς: ήταν παιδί όταν έπαιζε παιχνίδια, δε θα μπορούσε να βρίσκεται μέσα τους διαφορετικά. Ήταν παιδί, με όλη την παιδική ανωριμότητα, το δέος, την αφέλεια, την πονηριά και την αθωότητα, όταν έστελνε τους τοξότες του να ξεπαστρέψουν τα καταραμένα Κορεατάκια, ή όταν ανατίναζε με χειροβομβίδες τον άθλιο camper που πυροβολούσε κρυμμένος πίσω από χαλάσματα. Ήταν παιδί ακόμη και τώρα, που τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει για τα καλά.

 

Δεν ήθελε η νοσταλγία αυτή να οδηγεί σε μηρυκασμούς του παρελθόντος. Στον υπολογιστή, είχε τη δυνατότητα να τρέξει όλα τα παλιά παιχνίδια, ακόμη κι εκείνα των πρώτων ηλεκτρονικών, μέσω κατάλληλων εξομοιωτών. Θα ήταν εύκολο να ανακυκλώνει παλιές ηλεκτρονικές περιπέτειες, επιστρέφοντας σε γνώριμες διαδρομές. Κατά καιρούς είχε κάνει τέτοια νοσταλγικά ταξίδια, και τα είχε χαρεί. Όμως, το να επαναλαμβάνει πέρα από ένα όριο τα βήματα του, είτε τα πραγματικά είτε τα ψηφιακά, του προκαλούσε μελαγχολία. Το βίωνε ως ήττα και οπισθοδρόμηση, ως αδυναμία να προχωρήσει παραπέρα. Επιζητούσε να ταξιδεύει σε νέους κόσμους, όχι να επανέρχεται στους παλιούς, σαν απόμαχος που επέστρεφε στις αναμνήσεις του.

 

Κάθε φθινόπωρο, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, από τη σωρεία νέων παιχνιδιών που κυκλοφορούσαν επέλεγε δύο, κοντά στις προτιμήσεις του. Βασικό ζητούμενο ήταν το στοιχείο της ονειρικότητας, με απόμακρες ιστορίες και παράξενες περιπλανήσεις –ή αντιστρόφως– εκείνου του μοναχικού πρωταγωνιστή, του ίδιου πάντα κατά βάθος, κι ας άλλαζε από παιχνίδι σε παιχνίδι. Συνήθιζε να παίζει τις νύχτες του φθινοπώρου και του χειμώνα, παρέα με τις σκέψεις του, μέσα σε ημίφως. Ήξερε, βέβαια, ότι στην πραγματικότητα, όσο καινούρια και αν ήταν τα παιχνίδια, η ιεροτελεστεία ήταν παλιά. Δεν τον ένοιαζε. Αρκεί να τον έφερνε σε επαφή με εκείνο το κομμάτι της παιδικής ηλικίας που δεν ήθελε να αφήσει πίσω. Υπήρχε, εξάλλου, στην όλη διαδικασία κάτι αφ' εαυτού τελετουργικό, πέρα από την ψυχαγωγία. Τα παιχνίδια δεν ήταν παιχνίδι· μόνο οι αδαείς πίστευαν κάτι τέτοιο.

 

Ο υπολογιστής, που υπό συνήθεις συνθήκες δεν αποτελούσε παρά μία ακόμα οικιακή συσκευή, τις ώρες εκείνες γινόταν ξανά το αινιγματικό ηλεκτρονικό μηχάνημα όπου φιλοξενούνταν κόσμοι από ηλεκτρόνια και φωτόνια. Ήταν και αυτός μέρος της ιεροτελεστίας, κεντρικό μάλιστα, με συμβολική, σχεδόν αταβιστική υπόσταση. Όσο για τη φυσική του υπόσταση, προτιμούσε μια μονολιθική, μινιμαλιστικής σχεδίασης μονάδα, κόντρα στην τρέχουσα μόδα των φανταχτερών φωτισμών και παρδαλών εφέ. Ονοματοδοτούσε τους υπολογιστές του όταν τους ολοκλήρωνε, και δεν τους άλλαζε παρά μόνο όταν πια ήταν πολύ παλιοί για να αναβαθμιστούν. Τότε, έκτιζε από την αρχή καινούριους, επιλέγοντας ό,τι πιο εξελιγμένο κυκλοφορούσε στην αγορά, γνωρίζοντας ότι τα ηλεκτρονικά είδη, ιδίως τα ακριβά, απαξιώνονταν πολύ γρήγορα. Δεν είχε πρόβλημα, όπως δε θα είχε πρόβλημα ένα παιδί που το άφηναν ελεύθερο σε ένα λούνα παρκ με λεφτά στις τσέπες. Εν προκειμένω, ήταν ο τέταρτος υπολογιστής που έστηνε από την αρχή, και του έλειπαν μόνο οι μνήμες. Αυτές αναζητούσε τώρα, οδηγώντας μες στη νύχτα.

 

Κάπου στο βάθος, φάνηκε το λιμάνι. Ακολουθώντας τη διαδρομή που είχε κατά νου, σύντομα βρέθηκε να κινείται περιμετρικά του, δίπλα σε αραγμένα πλοία και σκοτεινά νερά με αντανακλάσεις φώτων. Είχε ξαναπεράσει, φυσικά, πολλές φορές από κει, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες. Το λιμάνι το είχε συνδέσει με καλοκαίρι, διακοπές και ήλιο, όχι με νύχτα και φθινόπωρο. Αντί για την κοσμοπλημμύρα των ταξιδιωτών του θέρους, τώρα επικρατούσε ερημιά, την οποία έσπαγαν μερικά φορτηγά που κινούνταν κατά μήκος της προκυμαίας. Εκείνο που δεν είχε αλλάξει ήταν η μυρωδιά στον αέρα – ένα μίγμα θαλασσινής αύρας και καυσαερίων μαζούτ από τις μηχανές των πλοίων.

 

Συνέχισε να κινείται περιμετρικά του λιμανιού, ώσπου έφτασε μπροστά σε μία μεγάλη εκκλησία. Στο σημείο αυτό, έστριψε δεξιά, απομακρυνόμενος από την ακτή. Σύμφωνα με το πλάνο, θα έπρεπε να προχωρήσει μερικές εκατοντάδες μέτρα, να ξαναστρίψει δεξιά, και κάπου εκεί θα έβρισκε το κατάστημα. Ο δρόμος που ακολουθούσε τώρα ήταν στενός, σκοτεινός, με λιγοστά αυτοκίνητα. Πέρασε γραμμές τρένου, συνέχισε... και βρέθηκε σ' ένα μέρος που δεν είχε ξαναδεί ποτέ.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ