Η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά καθώς οι δύο φίλοι περπατούσαν στην πρωινή, ανοιξιάτικη πόλη. Με τον ήλιο να ανεβαίνει στον ουρανό, ένα δροσερό αεράκι και η υπόσχεση του επερχόμενου σαββατοκύριακου έκαναν την ήδη αισιόδοξη βόλτα ακόμη πιο ευχάριστη. Ήταν ώρα τώρα που τριγυρνούσαν, κι ενώ αρχικά η κουβέντα εξελισσόταν τυχαία, κινούμενη από θέμα σε θέμα, το τελευταίο διάστημα είχε επικεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο, υποθετικό σενάριο.
"Το φαγητό δε θα ήταν πρόβλημα. Σε μια μεγάλη πόλη μπορείς να εξασφαλίσεις τροφή από πάμφθηνα ως δωρεάν. Μόνο οι προωθητικές ενέργειες στα σούπερ μάρκετ, που σε κερνάνε τυριά και αλλαντικά για να δοκιμάσεις, θα αρκούσαν κάποιες μέρες. Κι έπειτα, πόσο κάνει ένα πακέτο μακαρόνια, ένα καρβέλι ψωμί, ή μια κονσέρβα; Και μία συσκευασία λουκάνικα, σου λέω ακόμα. Το να τραφεί κανείς σήμερα έχει ελάχιστο κόστος."
"Σύμφωνοι, δεν είπα το αντίθετο. Το φαγητό θα ήταν το τελευταίο που θα μας απασχολούσε αν αποφασίζαμε να ζήσουμε χωρίς να δουλεύουμε. Σκέψου, όμως, πόσες άλλες βασικές ανάγκες υπάρχουν, για τις οποίες απαιτούνται χρήματα. Και δεν εννοώ μόνο τα κλασικά –ρεύμα, νερό, τηλέφωνο– αλλά και πράγματα που δε φαίνονται, όπως ρούχα, φάρμακα, αναλώσιμα κάθε είδους κλπ. Βάλτα όλα μαζί, να δεις τι κόστος έχουν."
"Μα, δε θα ήμασταν εντελώς απένταροι. Κρατώντας το δυάρι στο Παγκράτι για δική μας διαμονή, θα μπορούσαμε να εισπράττουμε από κοινού ενάμισι ενοίκιο κάθε μήνα. Προφανώς δεν είναι πολλά, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Θα μας έφταναν για να βιοποριζόμαστε. Και σε έκτακτες περιπτώσεις θα μπορούσαμε να εργαζόμαστε για μικρά διαστήματα."
"Ναι, κι έτσι να κάναμε κακοπληρωμένες χαμαλοδουλειές, στην προσπάθεια μας να αποφύγουμε μια κανονική, μόνιμη δουλειά, με αξιοπρεπείς απολαβές, εργασιακή ασφάλεια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και συνταξιοδοτικά δικαιώματα..."
"Όχι, μιλάμε για εργασία το πολύ μερικών ημερών το χρόνο, κι αυτό μόνο εφόσον οι περιστάσεις το επέβαλαν. Ο στόχος θα ήταν να μη δουλεύουμε. Και οι όποιες λίγες μέρες δουλειάς θα χρησίμευαν στο να μας υπενθυμίζουν από τι ξεφύγαμε. Κοίταξε τους «νορμάλ» μεσήλικες γύρω σου, εκείνους με την κανονική, μόνιμη εργασία, όπως λες. Σου φαίνονται χαρούμενοι; Κοίταξε τους ανθρώπους με τους οποίους διασταυρωνόμαστε, τους «κανονικούς». Βλέπεις να έχουν το χρόνο ή την ενέργεια να συναισθανθούν καν την ύπαρξη τους; Προφανώς, ζώντας με περιορισμένα έσοδα θα χρειαζόταν να περιορίσουμε αντίστοιχα και τα έξοδα. Σκέψου, όμως, τι σημασία θα αποκτούσε το ένα εκείνο πλούσιο γεύμα κάθε μήνα που θα σήκωναν τα οικονομικά μας· το ένα σακουλάκι καλού καπνού· το ένα μπουκάλι μπράντι. Και, πέρα απ' αυτά, σκέψου τι θα σήμαινε να μας ανήκε πραγματικά ο χρόνος μας. Σκέψου, η κάθε μέρα να ήταν μια ολόκληρη, αληθινά καινούρια, δική μας μέρα. Πόσο θα εμβαθύναμε στα πραγματικά μας ενδιαφέροντα, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση είμαστε καταδικασμένοι να προσεγγίζουμε μόνο επιφανειακά. Βιβλία σημαντικά, μισοξεχασμένα στο μυαλό μας, θα μπορούσαν να ξαναδιαβαστούν σε συνδυασμό με άλλα βιβλία–κλειδιά, τα οποία ειδάλλως δύσκολα θα ανοίγαμε ποτέ. Επισκέψεις σε μέρη παράξενα, ματιές σε καταστάσεις κρυμμένες, ασυνήθιστες εμπειρίες – όλα αυτά θα έπαυαν να φαντάζουν τόσο μακρινά. Σκέψου, γενικά, πόσους κόσμους θα μπορούσαμε να ξεκλειδώσουμε εφόσον απορρίπταμε την πεπατημένη και αποφασίζαμε να ζήσουμε με τους δικούς μας όρους."
"Ωπ, μισό λεπτό. Νόμιζα ότι μιλούσαμε θεωρητικά, βλέπω όμως ότι εσύ έχεις φτιάξει ολόκληρο πλάνο στο μυαλό σου, και μάλιστα επιχειρηματολογείς παθιασμένα. Οπότε, επίτρεψε μου να μιλήσω κι εγώ με τη σειρά μου πιο συγκεκριμένα για όσα θίγεις. Λοιπόν, ναι, τους έχω δει τους τυπικούς μεσήλικες, τους κλασικούς εργαζόμενους οικογενειάρχες με τις σκοτούρες και τις έγνοιες. Συχνά έχουν κουρασμένο βλέμμα, πολλές φορές φαίνονται μπαφιασμένοι, σπανίως όμως δείχνουν να είναι δυστυχείς. Από την άλλη, έχω δει και αρκετούς από τους εναλλακτικούς εργένηδες πενηντάρηδες που, υποτίθεται, δε δαμάστηκαν και δε συμβιβάστηκαν. Εκείνων το βλέμμα είναι που με παραπέμπει πιο συχνά σε ναυάγια. Νομίζεις ότι το θέμα είναι η εργασία; Ένας πενηντάρης θα διαθέτει πάντα λιγότερο ποιοτικό/δημιουργικό χρόνο απ' ό,τι ένας εικοσάρης, είτε δουλεύει είτε όχι. Το πρόβλημα έχει να κάνει κυρίως με τη σωρευόμενη κόπωση και τον κορεσμό της διάθεσης στο πέρασμα των χρόνων. Ακόμη, λοιπόν, κι αν δε δουλεύαμε, στον ίδιο πάνω–κάτω παρονομαστή θα καταλήγαμε ως μεσήλικες. Μη σου πω ότι όσοι εργάζονται εκτιμούν και αξιοποιούν τον ελεύθερο τους χρόνο καλύτερα. Κι έπειτα, τι ακριβώς συζητάμε, έστω και υποθετικά; Την ιδέα του να παρατούσαμε τις σπουδές μας σε δύο σχολές περιζήτητες, το κατώφλι των οποίων άλλοι πασχίζουν χρόνια για να περάσουν, και να πορευόμασταν στο υπόλοιπο της ζωής μας ως συνειδητοποιημένοι άεργοι; Ακόμη κι αν το δέχονταν οι δικοί μας –που θα τους σκότωνε– τι θα κάναμε αν μετά από λίγα χρόνια το μετανιώναμε; Τέτοιες κινήσεις δεν παίρνονται πίσω. Δε σου λέω για τα κορίτσια, που αν τους ανακοινώναμε τις προθέσεις μας θα την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια, ή και δρομαίως. Οι γυναίκες, κατά βάση, επιθυμούν να φτιάξουν φωλιά, και όλα τα διάφορα εναλλακτικά και φευγάτα αρκούν μέχρι ενός σημείου και μιας ηλικίας. Μετά, εφόσον δε διακρίνουν προοπτική για οικογενειακή, οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση, σε κατατάσσουν στους αποτυχημένους και ρίχνουν μαύρη πέτρα."
"Ωραία, δε διαφωνώ. Εμείς θα παίρναμε τις δικές μας αποφάσεις και οι κοπέλες τις δικές τους. Γιατί είναι κακό αυτό; Γιατί, γενικά, θα πρέπει τις προτεραιότητες μας να καθορίζουν οι κοινωνικές νόρμες, και όχι εκείνα που έλκουν εμάς; Να στο πω διαφορετικά: γεννηθήκαμε, ζούμε, διαμορφωθήκαμε σε αυτό που είμαστε, και η πιθανότητα του να συμβούν όλα αυτά ήταν της τάξης του 1 Χ 10-αδιανόητα μικρή. Βρισκόμαστε, λοιπόν, τώρα εδώ γνωρίζοντας ότι μας απομένουν τρείς, τέσσερις το πολύ καλές δεκαετίες, και μετά πάπαλα. Αφήνοντας κατά μέρος την κοινωνική σου εκπαίδευση, ξεχνώντας για λίγο όσα έχεις μάθει να θεωρείς αυταπόδεικτα και δεδομένα, αναρωτήσου: τι είναι πιο τρελό, το να ζήσεις τα χρόνια σου με τη μέγιστη δυνατή ελευθερία και τις ελάχιστες δυνατές αγκυλώσεις, αποδεχόμενος κάποιες στερήσεις, ή το να ενταχθείς σε ένα σύστημα που, προσφέροντας σε αντάλλαγμα χρήματα, θα απομυζήσει το μεγαλύτερο μέρος του παραγωγικού χρόνου και της ζωτικότητας σου; Προφανώς, δε λέω ότι θα ήταν όλα ρόδινα εφόσον επιλέγαμε ένα δρόμο σαν αυτόν που περιγράφω. Σίγουρα θα συναντούσαμε δυσκολίες, και σίγουρα θα ζοριζόμασταν με τρόπους που τώρα δε φανταζόμαστε. Αλλά, θα τα καταφέρναμε. Ούτε και θα ήμασταν μόνοι· αρκετοί από την παρέα βλέπω να ακολουθούν ανάλογες λίγο–πολύ πορείες, αν το καλοσκεφτείς. Με τα κορίτσια, δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσαν. Αυτό που ξέρω είναι ότι υπάρχουν αρκετές γυναίκες που δεν ενθουσιάζονται με την προοπτική μιας τυπικής ζωής, και θα τολμούσαν κάτι έξω από τα καθιερωμένα."
"Οπότε, εσύ δε μιλάς απλώς για απόρριψη της εργασίας ως επιλογή, αλλά για έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο ζωής. Γιατί, βέβαια, δε θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστες όλες οι υπόλοιπες πτυχές της ζωής μετά από μία τέτοια απόφαση. Να σε ρωτήσω κάτι, λοιπόν, προσπερνώντας χάριν συντομίας όλες τις υπόλοιπες αντιρρήσεις. Άντε, τον πρώτο χρόνο θα αισθανόμασταν ελεύθεροι, θα κάναμε ό,τι θέλαμε, θα πηγαίναμε όπου θέλαμε, θα συζητούσαμε, θα διαβάζαμε, θα βλέπαμε ταινίες – οτιδήποτε. Το ίδιο και τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο χρόνο. Τον πέμπτο; Τον δέκατο χρόνο; Τον εικοστό; Θα επαναλαμβάναμε για δεκάκις χιλιοστή φορά τα ίδια; Η ένταξη στην κοινωνία επιβάλλει συγκεκριμένες ενασχολήσεις, προσαρμοσμένες στις ανάγκες της εκάστοτε ηλικίας. Εκπαίδευση, εργασία, σπίτι, οικογένεια – τα στάδια αυτά διαδέχονται το ένα το άλλο, όχι γιατί κάποιος το σχεδίασε, αλλά επειδή απορρέουν από τη βιολογία μας. Εκείνοι οι τυπικοί μεσήλικες, που λέγαμε, δεν έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο, επειδή είναι απασχολημένοι με ένα σωρό πράγματα, και είναι απασχολημένοι με ένα σωρό πράγματα επειδή οι ζωές τους είναι γεμάτες με δραστηριότητες όλων των ειδών. Εμείς, ως «ανένταχτοι», με οριακά οικονομικά και την ηλικία να περνάει, τι θα κάναμε όταν πια σταματούσαμε να βρίσκουμε νόημα στις ίδιες ιεροτελεστίες;"
"Τι θα κάναμε; Να σου πω τι θα κάναμε. Και, πρώτα–πρώτα, τα στενά οικονομικά δε θα μας απαγόρευαν τα ταξίδια. Επιλέγοντας φτηνά εισιτήρια και βασικά καταλύματα σε περιόδους χαμηλής ζήτησης, τα χρήματα θα επαρκούσαν για να ταξιδέψουμε σε όλο τον κόσμο. Θα ήταν, μάλιστα, πραγματικά ταξίδια αυτά, όχι εκδρομές τουριστικών γκρουπ που ξεναγούνται σε τυπικά αξιοθέατα, για να πάρουν το αεροπλάνο της επιστροφής έπειτα από μερικές μέρες. Αλλά, δεν εννοούσα αυτό – πες ότι δεν ταξιδεύαμε ποτέ. Η πόλη θα ήταν ο κόσμος μας. Πόσες φορές έχουμε συζητήσει για την αίσθηση και των δυο μας ότι η πόλη εκτείνεται σε επίπεδα πολύ πέρα από το αντιληπτό; Πόσες φορές κοντοσταθήκαμε νύχτα, πιάνοντας λεπτές νότες, λεπτά νοήματα, που χάνονται στον αχό της ημέρας; Ε λοιπόν, θα εξερευνούσαμε την πόλη. Άλλοι περνάνε χρόνια σε ζούγκλες μελετώντας άγριες φυλές και σπάνια είδη ζωής, άλλοι διοργανώνουν αποστολές στον Νότιο Πόλο, άλλοι προπονούνται καλοκαίρια και χειμώνες για να ανέβουν το Έβερεστ. Εμείς θα εμβαθύναμε στο αστικό πλέγμα. Θα μελετούσαμε τις βαθύτερες σχέσεις..."
"Να σε διακόψω λίγο εδώ. Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, θα παρατούσαμε τις υποχρεώσεις, τις συνήθειες, τις επιδιώξεις, και γενικά τις μέχρι τώρα πορείες μας, για να γίνουμε κάτι σαν φτωχοί ανθρωπολόγοι των πόλεων;"
"Μην το ευτελίζεις. Ναι, θα άγγιζε και την κοινωνική ανθρωπολογία μια τέτοια έρευνα, αλλά θα αφορούσε πολύ περισσότερα και θα προχωρούσε πολύ πιο πέρα. Σκέψου το. Ποιος γνωρίζει πραγματικά την πόλη; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί καν ότι ξέρει όλους της τους δρόμους και τις γειτονιές; Κανείς. Φαντάσου μια μακροχρόνια αναζήτηση, αναλυτική, αλλά κυρίως βιωματική, με διαδρομές και «διαδρομές» στους χώρους και στους χρόνους της πόλης. Φαντάσου ανιχνεύσεις σε άγνωστες περιοχές, και νυχτερινές περιπλανήσεις στον αστικό λαβύρινθο, ελεύθεροι να ακολουθούμε το βήμα μας ως την αυγή. Και μόνο τα όνειρα που θα έφερνε μια τέτοια ενασχόληση μπορεί να αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης. Από την άλλη, παράλληλα με το βιωματικό, μια αναζήτηση του είδους θα εξελισσόταν και σε αντικειμενικό επίπεδο. Κτίρια και πολεοδομικές μεταπτώσεις, στοιχεία του παρελθόντος, ανθρωπογεωγραφία, αλλά και λεπτότερες παράμετροι, όπως η ακουστική, ο φωτισμός, ή η συμπεριφορά των ζώων ανά περιοχές, θα συγκαταλέγονταν στα πεδία ενδιαφέροντος. Κάτι μικρό, όταν το κοιτάς από κοντά, τείνει στο άπειρο. Σκέψου πόσες κρυμμένες όψεις και αδιόρατες τοπολογίες μπορεί να κλείνει μέσα του κάτι τόσο αχανές και περίπλοκο όσο μια πόλη. Δε θα φτάναμε, προφανώς, απευθείας εκεί. Θα ξεκινούσαμε από πράγματα βασικά, όπως π.χ. το να βαδίσουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερα δρομάκια, να γνωρίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες γωνιές, σταυροδρόμια και κτίρια. Εν ολίγοις, για να απαντήσω στην ελαφρώς ειρωνική σου ερώτηση: πρώτα απ' όλα, πριν από ανθρωπολόγοι, φιλόσοφοι, αστικοί μύστες, ή οτιδήποτε άλλο, θα γινόμασταν νομάδες της πόλης."
"Λοιπόν, άκου. Κατ' αρχάς, μου είναι άχαρο να παίζω το ρόλο του αντιρρησία σε μια τέτοια κουβέντα. Ξέρεις καλά πόσο μ' ενδιαφέρει η έρευνα της πόλης. Και ξέρεις ότι στις συζητήσεις μας ο αντίλογος συχνά προβάλλεται πιο πολύ χάριν διαλόγου, παρά εξαιτίας κάποιας ουσιώδους διαφωνίας. Τις περισσότερες φορές, αυτά που λες εσύ θα μπορούσα να τα υποστηρίζω εγώ, κι αντιστρόφως. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η βασική μου αντίρρηση είναι γνήσια: δε θα μπορούσε ούτε αυτή ούτε καμία παρόμοια αναζήτηση να σταθεί με τους όρους που περιγράφεις. Δεν μπορεί κανείς να επιδιώκει να εμβαθύνει σε πράγματα λεπτά, χωρίς προηγουμένως να έχει καλύψει βασικές του ανάγκες. Όταν κρυώνεις, εκείνο που σε απασχολεί είναι να ζεσταθείς. Όλα τα υπόλοιπα έπονται. Αν ήμασταν τίποτα Άγγλοι ευγενείς, με εξασφαλισμένα εισοδήματα, φιλόξενες επαύλεις και άπλετο ελεύθερο χρόνο, θα μπορούσαμε να αφοσιωθούμε σε όποια αναζήτηση μας έκανε κέφι. Κάτι τέτοιοι τύποι είναι που, αν έχεις προσέξει, εντρυφούσαν ανέκαθεν περισσότερο στα παράξενα και στα ασυνήθιστα. Εμείς από την άλλη, με πενιχρά εισοδήματα, περιορισμούς στον τρόπο ζωής, και ανασφάλεια για την επόμενη μέρα, δε θα φτάναμε πολύ μακριά. Νομάδες της πόλης; Οι νομάδες μεταναστεύουν, ακριβώς, για λόγους επιβίωσης. Στη δική μας περίπτωση, η οριακή διαβίωση σύντομα θα απομάκρυνε κάθε διάθεση για αναζήτηση."
"Δεν είπα ότι θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τον Α ή τον Β δρόμο. Επεσήμανα απλώς την ύπαρξη εναλλακτικών – το πώς, κοιτάζοντας πίσω μετά από καιρό, θα διακρίναμε τα βήματα μιας δικής μας πορείας, αντί για τυποποιημένες κινήσεις που άλλοι είχαν προδιαγράψει ως δέουσες. Η διαφορά μας είναι ότι, αν και δύσκολο, κάτι τέτοιο εγώ το θεωρώ εφικτό, ενώ εσύ όχι. Επομένως, τι ακριβώς αντιπροτείνεις; Να εκπαιδευτούμε στο κυνήγι των καθιερωμένων; Να αφήσουμε κατά μέρος όσα εμείς θεωρούμε σημαντικά, και να κοιτάξουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί στις αρένες των πολλών; Η νιότη είναι πείνα, και η πείνα είναι δύναμη. Το πού θα στρέψει κανείς τη δύναμη αυτή καθορίζει τι νόημα θα δώσει στη ζωή του."
"Επαναλαμβάνω, δε μου αρέσει να παριστάνω τον «προσγειωμένο», αλλά η πείνα στην οποία αναφέρεσαι είναι δύναμη μέχρι ν' αρχίσει η πραγματική πείνα. Ούτε εγώ είπα ότι κατέχω καμιά απόλυτη αλήθεια, και σίγουρα δεν υποστήριξα ότι θα έπρεπε να θάψουμε τις βαθύτερες μας αναζητήσεις. Όπως το βλέπω, το καλύτερο θα ήταν μια μέση οδός. Η εργασία, η κοινωνική ένταξη γενικότερα, δε θα μας απομάκρυνε από τα ενδιαφέροντα μας. Προφανώς θα χάναμε σε διαθέσιμο χρόνο, όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα μειωνόταν η ζέση μας ή ότι τελικά θα εμβαθύναμε λιγότερο. Το να φτάνεις στο τέλος της μέρας έχοντας καταβάλει προσπάθεια για τη δουλειά και τις υποχρεώσεις σου σε ολοκληρώνει με τρόπους που τίποτα άλλο δεν μπορεί. Αυτό είναι που δίνει τροφή και για όλα τα περαιτέρω. Στην αντίθετη περίπτωση, η εικόνα του εαυτού, η όλη ψυχοσύνθεση, μπορεί να μεταλλαχθεί σε εκείνη ενός παρία, αφαιρώντας κάθε διάθεση για προσπάθεια."
"Α, έλα τώρα. Αντιλαμβάνεσαι ότι δε γίνεται να τα κάνεις καλά και τα δύο: και να κυνηγάς την επιτυχία σε κοινωνικό επίπεδο, και να επιχειρείς να διεισδύσεις σε πεδία γνώσης αχαρτογράφητα, ασύμβατα με το κυνήγι αυτό. Θα πρέπει να διαλέξεις και να καταβάλεις το τίμημα είτε για το ένα είτε για το άλλο. Θα πρέπει κάποια πράγματα μέσα σου να μετατραπούν σε λίπασμα προκειμένου οι καρποί που θα επιλέξεις να ευδοκιμήσουν. Παρίες, είπες; Παρίες ονομάζονταν τα μέλη της κατώτατης τάξης στην Ινδία. Ήταν εκείνοι που κτυπούσαν τα τύμπανα στις γιορτές και στα πανηγύρια δίνοντας το ρυθμό, μιας και οι υπόλοιποι αρνούνταν να έρθουν σε επαφή με τα «ακάθαρτα» δέρματα νεκρών ζώων. Θεωρούνταν γνώστες αστρολογίας, θεραπευτικής και μαγείας, με μεγάλη γκάμα σχετικών πρακτικών. Ήταν απόβλητοι, και κάτι ακόμη περισσότερο: ήταν εκείνοι που δεν έπρεπε να αγγιχθούν, οι αυθεντικοί «αθίγγανοι» – από το στερητικό α και το ρήμα θιγγάνω, που σήμαινε «ακουμπώ». Μονίμως ανεπιθύμητοι, αναγκάζονταν να μετακινούνται από γιορτή σε γιορτή κι από τόπο σε τόπο, ζώντας ζωές νομάδων. Είμαι βέβαιος ότι στην πραγματικότητα ανέπνεαν πιο καθαρό αέρα από πολλούς, και ότι θα είχαν ενδιαφέρουσες ιστορίες να διηγηθούν. Αν μου δινόταν η ευκαιρία, θα έμπαινα στον κόσμο τους, έστω για λίγο. Νομάδες, δεν έλεγα προηγουμένως ότι θα έπρεπε να γίνουμε για αρχή;"
Οι δύο φίλοι συνέχισαν να προχωρούν, απορροφημένοι στην κουβέντα τους. Η ώρα είχε προχωρήσει και ο ήλιος βρισκόταν τώρα ψηλά στον ουρανό. Επικρατούσε μια γιορτινή ατμόσφαιρα, με τα καφέ της πόλης να σφύζουν από κίνηση, ομιλίες να ακούγονται από παντού, και τις παρέες των περαστικών να πυκνώνουν. Αν τους ρωτούσε κανείς, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι είχε πια μεσημεριάσει.
|