ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Χάκερ (μέρος Α')

 

 

Κάποιες βόλτες στην πόλη, είχε την εντύπωση, περισσότερο τον κατηύθυναν παρά τις κατηύθυνε. Συνήθης του πρακτική ήταν να περιπλανιέται δίχως σχέδιο, αφήνοντας τη δεκτικότητα του να ρυθμίζει τη διαδρομή και τον εσωτερικό του διάλογο. Το αποτέλεσμα ήταν κατά βάση ανιχνεύσεις, των οποίων τα προϊόντα –συσχετισμούς, μικρές ανακαλύψεις, ευρύτερες εικόνες– συχνά συνειδητοποιούσε σε δεύτερο ή τρίτο χρόνο. Υπήρχε, ωστόσο, και μία διαφορετική κατηγορία περιπλανήσεων, κατά τις οποίες ο αναζητητής δεν περιοριζόταν σε ρόλο δέκτη, αλλά επιχειρούσε να διεισδύσει στα ενδότερα της λειτουργίας της πόλης – να κοιτάξει τα γρανάζια και τις τροχαλίες πίσω από τα σκηνικά. Ίσως με τις απόπειρες του αυτές να εξέπεμπε κάποιου είδους σήμα, ένα ιδιάζον σήμα ανάμεσα στα αμέτρητα άλλα επιμέρους σήματα του αστικού πλέγματος. Γιατί μερικές φορές η πόλη έμοιαζε να απαντά. Ήταν σε τέτοιες περιπτώσεις που τον συνόδευε η αίσθηση ότι οι διαδρομές οδηγούσαν εκείνον, όχι το αντίθετο.

 

Να διεισδύσει στις λειτουργίες της πόλης. Ναι, αλλά πώς;

 

Η όποια απάντηση προϋπέθετε απαντήσεις σε πιο στοιχειώδη ερωτήματα. Και πρώτα–πρώτα, τι ακριβώς εννοούσε «βαθύτερες λειτουργίες»; Υπήρχε στην πόλη κάτι περισσότερο από έργα ανθρώπων, με τις ανάγκες, τις συνήθειες, τους φόβους και τις επιθυμίες τους; Ακόμη στοιχειωδέστερα, τι σήμαινε «η πόλη»; Ήταν κάτι παραπάνω από ένα συνονθύλευμα κτιρίων, δρόμων και κατοίκων, μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα;

 

Ένιωθε πως ναι, αλλά αυτό είχε πάψει να αρκεί. Θα μπορούσε να πλατειάζει επ' άπειρον, νιώθοντας, πιστεύοντας, υποθέτοντας, και επιφυλάσσοντας στον εαυτό του το ρόλο του συλλέκτη ευρημάτων μιας ιδιότυπης αστικής εξερεύνησης, όμως το ζητούμενο ήταν να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο. Οι ανιχνεύσεις, οι μικρές ανακαλύψεις και οι συσχετισμοί είχαν το ενδιαφέρον τους, ωστόσο δε θα μπορούσαν παρά να συνιστούν τον προθάλαμο σε κάτι πολύ πιο σημαντικό. Αν όχι, τότε δεν είχαν και τόση σημασία τελικά.

 

Μια πρώτη προσέγγιση ήταν να υιοθετήσει έναν νέο, πιο ενεργό τρόπο παρατήρησης. Το να κοιτάζει «πλάγια», να μην εστιάζει, δηλαδή, σε όσα αντιλαμβανόταν, αφήνοντας το υποσυνείδητο να συνενώνει κομμάτια που αλλιώς θα φίλτραρε και θα αλλοίωνε η συνείδηση, του επέτρεπε να προσλαμβάνει περισσότερα, να διατηρεί ευρύτερο οπτικό πεδίο. Η συγκεκριμένη πρακτική είχε αποδώσει, οδηγώντας στην επίγνωση καταστάσεων που διαφορετικά θα παρέμεναν αθέατες. Για κάτι περισσότερο από επίγνωση, όμως, για μια αναζήτηση μέσα στις καταστάσεις, χρειαζόταν να εστιάσει. Αν υπήρχε τρόπος να κλέψει μια ματιά πίσω από εκείνα τα σκηνικά, αν υπήρχαν ασυνέχειες, ραφές, ατέλειες στην εναλλαγή τους, θα έπρεπε να κοιτάξει για να τις δει.

 

Η πόλη παρείχε αμέτρητα στιγμιότυπα, αμέτρητα παράθυρα σε μικρές και μεγάλες όψεις της, μέσα από μια απειρία περιστάσεων που εναλλάσσονταν συνεχώς, όχι την κάθε μέρα, αλλά την κάθε στιγμή.

 

Είναι τέτοια η πολυμέρεια και η πυκνότητα πληροφοριών στον ιστό της, ώστε η πόλη μερικές φορές υφαίνει αλληγορίες που, αν και τυχαίες, παραπέμπουν σε προϊόντα σκηνοθεσίας.

 

Προφανώς, θα ήταν αδύνατο να εστιάσει σε όλο αυτό το φάσμα. Ποιος ξέρει τι αποτύπωμα θα άφηνε στο μυαλό του ένα έστω στιγμιότυπο της πόλης αν μπορούσε να το συλλάβει στην ολότητα του, σε όλες του τις λεπτομέρειες και όλες τις ενδιάμεσες διασυνδέσεις. Όμως, δεν υπήρχε τρόπος για κάτι τέτοιο, ούτε καν σε κλάσμα δισεκατομμυριοστού, για κανέναν ανθρώπινο εγκέφαλο. Ακόμη και μία μεμονωμένη σκηνή έκλεινε μέσα της περιπλοκότητα που ξεπερνούσε τις ανάγκες για τις οποίες η ανθρώπινη διακριτική ευχέρεια είχε εξελιχθεί. Κι από την άλλη, οι όποιες ενδείξεις υποκείμενου μηχανισμού, οι χαραμάδες, οι ατέλειες και οι δυσλειτουργίες, για τις οποίες έψαχνε, φαινόταν να είναι αρκετά σπάνιες. Ήξερε ότι υπήρχαν, είχε σκοντάψει τυχαία σε κάποιες από αυτές, και είχε ακούσει ανάλογες μαρτυρίες από άσχετους με το αντικείμενο ανθρώπους, για κενά μνήμης γύρω από συγκεκριμένα σημεία, για γειτονιές που είχαν αλλάξει απροσδιόριστα μέσα σε μια νύχτα, για συμπτώσεις ασυνήθιστων περιστατικών εντός σαφώς οριζόμενων μικροπεριοχών. Οι διαχρονικές καταγραφές τέτοιων συμβάντων σε πόλεις ήταν πολυάριθμες, και δεν είχε παρά να κοιτάξει κανείς σε δημοσιεύματα εφημερίδων ανά τον κόσμο για να εντοπίσει κάμποσες από αυτές (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Τελικά, είχε στρέψει την προσοχή του σε στοιχεία της πόλης που ένιωθε ότι είχαν πρόσθετη σημασία, πέρα από τη συμβατική. Το σκεπτικό ήταν ότι ίσως η υποκειμενική αυτή αίσθηση κομβικής σημασίας για κάποια πράγματα να μην ήταν αυθαίρετη, αλλά να πήγαζε από κάτι αντικειμενικό σε σχέση με τη βαθύτερη αστική δομή. Εξάλλου, εφόσον δεν μπορούσε να προσλάβει κάτι περισσότερο από αντανακλάσεις, κι αυτές αποσπασματικές, αντί να ψάχνει τυχαία στο χώρο και τον χρόνο της πόλης, θα ήταν προτιμότερο να εστιάζει σε στοιχεία που έφεραν κάποια φόρτιση για τον ίδιο.

 

Τα πρώτα χρόνια επέλεγε για τις βόλτες του κυρίως τις παλιότερες συνοικίες του κέντρου της Αθήνας. Τον τραβούσε η αποτύπωση του παρελθόντος στο αστικό τοπίο, ήταν σαν να κοίταζε ένα ανάγλυφο χρόνου, όπου το αρχαίο, το παλιό και το χθες αναμιγνύονταν, σχηματίζοντας φλέβες και αποχρώσεις. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα πάντα γύρω του ήταν παρελθόν, ό,τι έβλεπε είχε ήδη συμβεί. Οι σκέψεις αυτές τού έφερναν κατά νου κάτι σχετικό που είχε διαβάσει κάπου, ότι δηλαδή η πόλη δεν αντικατοπτρίζει απλώς το παρελθόν της, το ενσωματώνει όπως ένα χέρι τις γραμμές του ("Οι Αόρατες Πόλεις", Italo Calvino – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Το παρελθόν υπήρχε γραμμένο στα παράθυρα των κτιρίων, στους αριθμούς των σκαλοπατιών, στις θέσεις των στύλων, στις πινακίδες των καταστημάτων, στις στροφές των δρόμων... η πόλη ήταν το παρελθόν της. Κοιτάζοντας στο παρελθόν αυτό, είχε την αίσθηση ότι κοίταζε βαθύτερα στην πόλη. Την ίδια γενική αίσθηση, ότι για να νιώσεις πραγματικά την πόλη θα πρέπει να την κοιτάξεις σε παρελθόντα χρόνο, ακολουθούσαν διαισθητικά και οι τουρίστες που κατέκλυζαν τα ιστορικά κέντρα των πόλεων. Σε αντίθεση με τους τουρίστες, ωστόσο, ο αναζητητής δεν ελκόταν από τυπικά αξιοθέατα, αλλά προτιμούσε να τριγυρίζει σε ξεχασμένα στενά και χαμένες γωνιές, εκεί όπου η εγκατάλειψη αναδείκνυε προγενέστερες εκδοχές της πόλης.

 

Η σύγχρονη πόλη δεν επιβάλλεται σε ενιαίες στρώσεις. Υπάρχουν πάντα ακάλυπτα κενά που αφήνουν να φανεί το υπόστρωμα.

 

Μπορούσε να πιάσει κάτι από τη συνεκτική ουσία της πόλης σε μέρη όπως αυτά. Είχε να κάνει με το χρόνο, όσων είχαν συμβεί, ξεχαστεί από τους κατοίκους, αλλά διαμορφώσει την πόλη σε αυτό που ήταν, όσων η πόλη εξακολουθούσε να θυμάται μέσω της ίδιας της της δομής. Η αστική μνήμη του είδους αυτού ήταν ανεξίτηλη και αφορούσε τα πάντα, από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, αφού όλα, σημαντικά και ασήμαντα, είχαν αλληλεπιδράσει, προσδίδοντας στην πόλη την ταυτότητα – τελικά το όνομα της. Μερικές φορές, αναρωτιόταν για το όνομα αυτό. Θα άλλαζε η πόλη αν άλλαζε το όνομα; Θα παρέμενε η ίδια ακριβώς; Αν κάθε κάτοικος γνώριζε ένα διαφορετικό όνομα, θα συμφωνούσαν όλοι ότι ζούσαν στην ίδια πόλη;

 

Δεν του διέφευγε, φυσικά, ότι στις σκέψεις του αντιμετώπιζε την πόλη σαν κάτι το αυθύπαρκτο, περίπου αυτόνομο σε σχέση με τους ανθρώπους. Προέκυπτε αυτόματα η οπτική αυτή, ως καμβάς μιας ευρύτερης εικόνας. Ναι, πράγματι, κοιτάζοντας από κοντά δεν υπήρχε πόλη, παρά μόνο δρόμοι, κτίρια, δωμάτια, πόρτες. Όμως, αντίστοιχα, εξετάζοντας από κοντά και έναν έμβιο οργανισμό, υπήρχε τελικά κάτι περισσότερο από κύτταρα και συνδετικός ιστός; Ή, σε μεγαλύτερη μεγέθυνση, κάτι παραπάνω από πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια;

 

Ασφαλώς υπήρχε. Υπήρχε τρόπος και βαθμός οργάνωσης. Κάθε μηχανή ήταν κάτι περισσότερο από το απλό άθροισμα των εξαρτημάτων της. Όσο πιο περίπλοκη η μηχανή, τόσο πιο μεγάλη η διαφορά, και στην περίπτωση των πόλεων η διαφορά ήταν πολλών τάξεων μεγέθους. Με τον καιρό, ο αναζητητής είχε μάθει να θυμάται πως ό,τι κοίταζε ήταν πολύ περισσότερα από ό,τι έβλεπε. Παράλληλα, σταδιακά είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στα όρια της πόλης, στις ζώνες όπου η πόλη τελείωνε. Εκεί, στις παρυφές της, μπορούσε να αποκομίζει διαφορετικές όψεις – να πιάνει κρυμμένες διαστάσεις της πόλης. Αισθανόταν πως, αν το κέντρο είχε να κάνει με το χρόνο, τα εξωτερικά όρια σχετίζονταν με το χώρο. Και από παλιά είχε προσέξει ότι άνθρωποι ασυνήθιστοι, εκκεντρικοί, γενικά διαφορετικοί καθ' οιονδήποτε τρόπο, έτειναν να συγκεντρώνονται είτε στο κέντρο είτε στα όρια της πόλης, με τις ενδιάμεσες περιοχές να έλκουν κατά βάση πιο τυπικούς αστούς.

 

Δεν ήταν λίγες οι φορές που στις οριακές εκείνες περιοχές είχε γίνει μάρτυρας ασυνήθιστων, ενίοτε παράξενων, συμβάντων και καταστάσεων. Κάποτε, ένα απόγευμα καλοκαιριού, τριγυρνώντας σε μια τέτοια άκρη της πόλης, είχε προσέξει ένα εκκλησάκι κτισμένο στο κέντρο μιας απόμερης πλατείας. Φαινόταν κάπως ημιτελές, και μάλλον εκείνο που του είχε τραβήξει την προσοχή θα πρέπει να ήταν η πόρτα του περιβόλου, που έχασκε μισάνοιχτη. Είχε ανέβει τα σκαλιά και προχωρήσει διστακτικά. Όπως το περίμενε, η κεντρική είσοδος, μια βαριά καγκελόπορτα με κάγκελα που σχημάτιζαν μορφές αρχαγγέλων, ήταν ξεκλείδωτη. Διεισδύοντας μέσω αυτής, το φως του δειλινού έβαφε με έντονο, βαθύ πορτοκαλί χρώμα το εσωτερικό. Στον πρόναο καθόταν μια μεσήλικη γυναίκα που φαινόταν να ράβει ή να πλέκει, ενώ μακρύτερα, από μια κλειστή πόρτα, ακουγόταν αμυδρά μια συνομιλία. Δεν είχε δει τη γυναίκα να σηκώνει κεφάλι, αν και προφανώς, μπαίνοντας, θα του είχε ρίξει κάποια ματιά. Ούτε και είχε συναντήσει κανέναν άλλο. Περνώντας στον κυρίως ναό, αντί για τον συνήθη διάκοσμο, είχε συναντήσει μία τεχνοτροπία αγιογράφησης που παρέπεμπε περισσότερο σε καθολική εκκλησία, αν και δεν ήταν ούτε τέτοια. Σε κάθε περίπτωση, οι μορφές, η τεχνοτροπία και τα χρώματα απείχαν πολύ από τα ορθόδοξα πρότυπα. Τον είχε ξαφνιάσει το γεγονός αυτό, δεδομένου ότι εξωτερικά το εκκλησάκι δε διέφερε σε τίποτα από τα καθιερωμένα. Αλλά και το δάπεδο ήταν ασυνήθιστο, φτιαγμένο από ένα υπερβολικά γυαλισμένο, σκούρο, σχεδόν μαύρο πέτρωμα, που αντανακλούσε το πορτοκαλί φως της εισόδου σαν καθρέφτης – κάτι που ενισχυόταν ακόμη περισσότερο από το ελάχιστο του αριθμού των καθισμάτων, τα οποία άφηναν ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος του πατώματος. Ο χώρος γεννούσε μια έντονη αίσθηση αχρονικότητας και ατοπικότητας. Στεκόμενος εκεί, ένιωθε ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στο Μεσαίωνα ή στο 5000 μ.Χ., σε ένα μακρινό μέρος της Γης ή σε κάποιον ξένο πλανήτη, στην άλλη άκρη του Σύμπαντος. Έπιανε, γενικά, μια ιδιαίτερη αύρα, σαν να είχε βρεθεί σε ένα σημείο κομβικό, με τρόπους που, όμως, του διέφευγαν. Απορροφημένος σε σκέψεις, πριν το καταλάβει, το πορτοκαλί φως του ήλιου είχε παραχωρήσει τη θέση του σε σκιές. Μέσα από μία εντεινόμενη διάθεση αποστασιοποίησης, είχε παρακολουθήσει τον εαυτό του να βαδίζει προς την έξοδο. Η γυναίκα που είχε συναντήσει μπαίνοντας βρισκόταν πάντα εκεί, ράβοντας σκυφτή, δίχως να σηκώνει το βλέμμα.

 

Δεν είχε ξαναεπισκεφτεί το εκκλησάκι. Θα μπορούσε εύκολα να περάσει και πάλι από εκεί, όμως ήξερε πολύ καλά ότι δε θα έβρισκε το ίδιο μέρος. Είχε μάθει από διάφορες ανάλογες περιπτώσεις ότι το «πότε» επηρέαζε ή και καθόριζε μερικές φορές το «πού» και το «τι». Το εκκλησάκι που είχε συναντήσει υπήρχε, όχι όμως οπουδήποτε στο χρόνο.

 

Αυτού του είδους τα περιστατικά δεν είχαν τίποτα το αντικειμενικά παράξενο, κι ωστόσο τον ενδιέφεραν περισσότερο από άλλα, στα οποία το όποιο παράδοξο ήταν πιο χειροπιαστό και μπορούσε να προσδιοριστεί με αντικειμενικούς όρους. Τα χρησιμοποιούσε ως δείκτες, ως εμπειρικές πληροφορίες που καθοδηγούσαν τις αστικές του εξερευνήσεις. Και θα έλεγε ότι η συχνότητα εκδήλωσης τους ήταν αυξημένη στις εξώτερες εκείνες περιοχές, σε σύγκριση με τα κεντρικότερα σημεία της πόλης. Γενικά, η αναλογία που είχε σχηματίσει στο μυαλό του ήταν εκείνη ενός χαλιού, τα όρια του οποίου παρείχαν τη δυνατότητα για μια κλεφτή ματιά, μια στοιχειώδη επαφή, ίσως και μια κάποια διάδραση με το κρυμμένο υπόβαθρο.

 

Οι παρυφές της πόλης συχνά επιφυλάσσουν απροσδόκητες θέες, καθώς και άλλες εκπλήξεις. Αριστερά: ένα ανενεργό εδώ και δεκαετίες παρατηρητήριο εξακολουθεί να στέκει φρουρός, στα όρια μίας μεγάλης, δασωμένης, περιφραγμένης έκτασης, καταμεσής πυκνού αστικού ιστού. Κέντρο: Δίπλα σε ένα ερημικό, οριακό δρομάκι, ο απογευματινός ήλιος φωτίζει το εσωτερικό ενός μεγάλου εγκαταλελειμμένου κτιρίου, ενισχύοντας την αντίθεση μεταξύ μοντέρνας όψης και εικόνας εγκατάλειψης. Γενικά, στα σύνορα της πόλης συναντά κανείς αυξημένο αριθμό εγκαταλελειμμένων κτισμάτων, σύγχρονων και ακριβής κατασκευής σε αρκετές περιπτώσεις. Δεξιά: λίγο πιο κάτω, η κεντρική είσοδος ενός παλιού σπιτιού μιλά για ένα ταξίδι μετ' επιστροφής στα άστρα. Το ζήτημα των παραστάσεων σε παλιές καγκελόπορτες, και ειδικά το μοτίβο του αστρικού ταξιδιού, μας απασχόλησε στην ενότητα "Η αθηναϊκή καγκελαρία". Εκεί, αναφερθήκαμε σε τρεις πόρτες που έφεραν το σχέδιο της φωτογραφίας, δύο στο ίδιο κτίριο και μία τρίτη σε ένα άλλο παραπλήσιο, στην ίδια κεντρική συνοικία της Αθήνας. Η παραπάνω είναι η μοναδική άλλη πόρτα με το συγκεκριμένο σχέδιο που έχουμε συναντήσει, και, αντίθετα με τις προηγούμενες, εντοπίζεται σε μια άκρη της πόλης. Όσο για το ουράνιο ταξίδι που φέρει ως μήνυμα, ίσως να μην είναι άσχετο το ότι δίπλα λειτουργούσε επί δεκαετίες το αεροδρόμιο του Ελληνικού.

 

Η ενασχόληση αυτή με τις παρυφές της πόλης είχε συνδυαστεί με την αναζήτηση λεπτών ορίων και στις εσώτερες περιοχές. Σαν αχνά σχέδια σε εκείνο το «χαλί», μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη αδιόρατων γραμμών που διέτρεχαν το αστικό πεδίο, άλλοτε διαχωρίζοντας επικράτειες και άλλοτε λειτουργώντας ως ροές. Οι γραμμές οι ίδιες, όπως σε κάθε πεδίο δυνάμεων, δεν μπορούσαν να γίνουν αισθητές, παρά μόνο έμμεσα, διά μέσω των επιδράσεων τους. Ορισμένες φορές, νύχτες κυρίως, εφόσον η διάθεση του ήταν ανάλογη, επιχειρούσε να ιχνηλατήσει τέτοιες επιδράσεις περπατώντας στην πόλη. Τα αποτελέσματα ποικίλαν. Συνήθως έχανε –ή ένιωθε ότι έχανε– το νήμα έπειτα από λίγο, αποσπασμένος, κουρασμένος, ή απλά αδυνατώντας να διακρίνει την όποια συνέχεια. Κάποιες νύχτες, ωστόσο, είχε καταφέρει να ακολουθήσει σε σημαντική απόσταση τέτοιες γραμμές, οδηγημένος από διαίσθηση, αλλά και από αντικειμενικές ενδείξεις, σχετιζόμενες με αστικές τοπολογίες, μοτίβα συμπεριφορών ή μικροσυμβάντα, που εναρμονίζονταν με την κεντρική αίσθηση και μεταξύ τους.

 

Μέσα από τέτοιες περιπλανήσεις, ο αναζητητής είχε προχωρήσει ένα βήμα, εισάγοντας το στοιχείο της αλληλεπίδρασης. Ενώ, δηλαδή, στις μέχρι τότε βόλτες του επικεντρωνόταν στη διερεύνηση όψεων της πόλης, σταδιακά, η εστίαση είχε μετατοπιστεί, αφορώντας όλο και περισσότερο, όχι τόσο την πόλη, όσο τον εαυτό του σε σχέση με την πόλη. Και δεν περιοριζόταν σε μια διαδικασία στατικής παρατήρησης, καθώς συχνά έστηνε παιχνίδια με το αστικό σκηνικό, προσβλέποντας σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θυμίζει απόκριση, έστω και απόμακρα. Τα πρώτα παιχνίδια του είδους ήταν αρκετά απλοϊκά. Προσέχοντας, για παράδειγμα, ένα σκουριασμένο κιγκλίδωμα που υψωνόταν σαν εξέδρα από την ταράτσα κάποιου παλιού κτιρίου, είχε βαλθεί να διακρίνει τρόπους κίνησης που θα του επέτρεπαν να φτάσει εκεί. Τοποθετούσε νοερά τον εαυτό του σε εκείνη την ξεχασμένη εξέδρα, με το πλήθος του κόσμου –το σημείο ήταν κεντρικότατο και πολυσύχναστο– να περνά από κάτω. Θα τον πρόσεχαν; Αμφίβολο. Αν, πάλι, στεκόταν εκεί μόνος, αργά τη νύχτα, με την πόλη έρημη, τι αίσθηση θα εισέπραττε; Του κινούσαν το ενδιαφέρον τέτοια ψηλά, δυσπρόσιτα σημεία, με τα αφανή περάσματα τους. Μπορούσε να στέκεται επί ώρα μπροστά σε μια πολυκατοικία, παρατηρώντας μια πόρτα που έβγαζε ψηλά, σε κάποια μικρή σκαλίτσα. Δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς ήταν εκείνο που του γεννούσε το ενδιαφέρον αυτό. Προφανώς είχε να κάνει με την αντιληπτικότητα κρυμμένων σκηνών και δυνατοτήτων κίνησης μέσα στον αστικό δαίδαλο – κάτι σαν νοητικό παρκούρ, που παρείχε ελευθερία κίνησης έξω από προκαθορισμένους κανόνες και διαδρομές. Υπήρχε, όμως, και κάτι περισσότερο σε όλα αυτά. Κάποιο πρωινό, σε μία ιστορική αλλά υποβαθμισμένη συνοικία του κέντρου της Αθήνας, είχε επισκεφθεί ένα μουσείο ισλαμικής τέχνης. Καθώς μετακινούταν από όροφο σε όροφο, μπροστά σε κάποιο από τα παράθυρα του κλιμακοστασίου, είχε κοντοσταθεί στη θέα ενός παρακείμενου μισοεγκαταλελειμμένου κτιρίου. Πίσω από τα σκονισμένα τζάμια του κτίσματος, που ολοφάνερα είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες, μπορούσε να διακρίνει παρατημένες καρέκλες, κουτιά και άλλα αντικείμενα, ενώ στο εσωτερικό περβάζι του πιο ψηλού παραθύρου υπήρχε –ξεχασμένο, ποιος ξέρει από πότε– ένα άδειο μπουκάλι. Κανονικά, μια τέτοια εικόνα θα έπρεπε να τον αφήνει αδιάφορο, ή και να του γεννά άπωση. Ωστόσο, είχε μείνει να κοιτά απορροφημένος το παλιό κτίριο, προσλαμβάνοντας μια εικόνα μέσα στην εικόνα, την οποία δε θα μπορούσε να εκφράσει με αντικειμενικούς όρους. Και ήταν τότε που είχε νιώσει για πρώτη φορά ότι τα άπειρα μικρά δωμάτια της πόλης, εκτός από χώρο, δέσμευαν και χρόνο.

 

Αν υπάρχει μία κατεύθυνση προς την οποία η κίνηση των αστών περιορίζεται διαχρονικά, αυτή είναι προς τα πάνω, μέσω της βαρύτητας και όχι μόνο. Γενικά, στη ζούγκλα της πόλης η ανέλιξη είναι δύσκολη, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Στην Ευρώπη, μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι περιορισμένοι συνήθως χώροι του τελευταίου ορόφου των πλουσιότερων οικημάτων προορίζονταν για τη διαμονή του υπηρετικού προσωπικού, ενώ οι ιδιοκτήτες διέμεναν στους κάτω ορόφους, προκειμένου να μη χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνουν σκάλες. Η κατάσταση άλλαξε με την επινόηση του ανελκυστήρα, ο οποίος έφερε τα πάνω κάτω, μεταφορικά και κυριολεκτικά και πάλι. Έτσι, οι ευκατάστατοι αστοί συνειδητοποίησαν τι έχαναν μέχρι τότε, αφού η θέα από τους πάνω ορόφους των περισσότερων ευρωπαϊκών πόλεων ήταν –και είναι ακόμα σε πολλές περιπτώσεις– μαγική. Μπορεί, για παράδειγμα, να φανταστεί κανείς τη θέα του ηλιοβασιλέματος στην Πράγα ή τις στήλες καπνού που υψώνονταν από τις καμινάδες στο Παρίσι, με φόντο τον συννεφιασμένο ουρανό. Στις μέρες μας, οι τιμές των ρετιρέ αυξάνονται διαρκώς, λόγω ακριβώς της θέας που προσφέρουν. Κατασκευασμένα συνήθως με τις πιο μοντέρνες προδιαγραφές, παρέχουν άνεση και πολυτέλεια στους εύπορους ιδιοκτήτες, αποτελώντας ταυτόχρονα και σύμβολα γοήτρου. Το αρχέτυπο της σοφίτας, όμως, με τον στενό χώρο, τη δύσκολη πρόσβαση και το ημίφως του απογεύματος, εξακολουθεί να υφίσταται, αναλλοίωτο. Και δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθούνται τόσο στυλιζαρισμένα πρότυπα. Η Αθήνα είναι γεμάτη από κτίρια όπως τα παραπάνω, των οποίων τα ψηλότερα δωμάτια παραπέμπουν σε αυτό ακριβώς το αρχέτυπο.

 

Στην πορεία, είχε επινοήσει και άλλα τέτοια παιχνίδια με την πόλη, σε διάφορες παραλλαγές. Μπορούσε να αναπαριστά το αστικό περιβάλλον σε σκηνές πλήρους ακινησίας, ως αποκάλυψη βαθύτερων πτυχών του. Ή, κατέγραφε την εξέλιξη φαινομενικά ασήμαντων παραμέτρων, που όμως επηρέαζαν τη γεωμετρία της πόλης. Ειδικά σε ορισμένες περιοχές του κέντρου, είχε παρακολουθήσει να εκτυλίσσονται μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας γεωμετρικοί πόλεμοι, με παρατάξεις, μάχες, σύνορα. Όσο για τις κινήσεις του είδους, αυτές δεν περιορίζονταν σε εξόφθαλμες παρεμβάσεις, τύπου πεζοδρομήσεων, φωτισμού ή γκραφίτι· υπήρχαν και πιο συγκεκαλυμμένα γεωμετρικά όπλα, που δρούσαν σε διαφορετικά επίπεδα.

 

Όλα αυτά είχαν συντελέσει στο να διαμορφώσει μία διευρυμένη αντίληψη του αστικού χώρου. Όμως, τίποτα από όσα είχε βρει δεν είχε οδηγήσει σε εκείνο που ήταν ο βασικός σκοπός της αναζήτησης, το να αποκαλύψει, δηλαδή, κάτι από τους υποκείμενους μηχανισμούς, να πλησιάσει στα κρυμμένα γρανάζια πίσω από την πόλη. Μέσα από τη μακρόχρονη ενασχόληση του είχε ανακαλύψει λειτουργίες, διασυνδέσεις, ιδιομορφίες, καθώς και διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, ωστόσο αισθανόταν ότι είχε κολλήσει, ότι διεύρυνε και εμβάθυνε σε όσα ήδη γνώριζε, δίχως στην πραγματικότητα να προχωράει. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποιου είδους συνέχεια. Προς τα πού, όμως;

 

Ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι απαντήσεις είχαν έρθει από εκεί που δε φανταζόταν.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ