Η "σπηλιά του Νταβέλη"... Κι όμως, είναι σαφές ότι ο ληστής Νταβέλης ουδεμία σχέση είχε με τη σπηλιά. Γιατί, λοιπόν, η σπηλιά της Πεντέλης να αποκτήσει έναν τέτοιο ονοματολογικό χορηγό; Γιατί, δηλαδή, "σπηλιά Νταβέλη"; Καλά, θα σκεφτείτε, οι μισές σπηλιές της Ελλάδας αποκαλούνται "σπηλιά Νταβέλη" λόγω του γκλάμουρ και του πρεστίζ που προσδίδει το όνομα του διαβόητου ληστή, ενώ στις άλλες μισές έχει χαθεί σύμφωνα με το θρύλο και κάποιος Γάλλος αρχαιολόγος (ναι, πάντα Γάλλος). Συνηθισμένα πράγματα. Μμμ, ναι, αλλά για μια στιγμή, το «Νταβέλης» βγαίνει από το «Devil», που σημαίνει Διάβολος. Ε, λογικό θα πείτε, έναν τέτοιο δαιμόνιο ληστή, πώς αλλιώς θα τον χαρακτήριζαν; Σύμφωνοι. Υπάρχει, όμως, περίπτωση σε ένα μέρος όμορφο και γαλήνιο όπως η σπηλιά να εκδηλώνεται και κάτι το οποίο θα μπορούσε να εκληφθεί ως «διαβολικό»;
Ήταν ένα περίεργο καλοκαίρι για τη σπηλιά το καλοκαίρι του 1997. Από παλιά είχαμε την αίσθηση ότι ορισμένες κατηγορίες φαινομένων εκδηλώνονταν εκεί κατά κύματα, και το καλοκαίρι εκείνο ένα τέτοιο κύμα φαινόταν να ξεσπάει σε ολόκληρη την περιοχή. Κάναμε τακτικότατες επισκέψεις, και σχεδόν δεν υπήρξε φορά που να επιστρέφουμε δίχως να συζητάμε στο δρόμο για κάτι αξιοσημείωτο του οποίου είχαμε γίνει μάρτυρες. Ειδικά τα ακουστικά φαινόμενα και οι ανεξήγητες λάμψεις που συχνά έλουζαν το μέρος βρίσκονταν σε μεγάλη έξαρση. Συζητώντας, μας είχε έρθει μία ιδέα: αφού δε γινόταν να είμαστε συνέχεια εκεί, θα μπορούσαμε να «στήσουμε ένα αυτί» στο χώρο, προκειμένου να παρακολουθούμε το τι συμβαίνει. Ήταν απλό: πήραμε ένα ενεργοποιούμενο με ήχο δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι, συνδέσαμε ένα αξιοπρεπές μικρόφωνο, το κρύψαμε σε δυσπρόσιτο σημείο της σπηλιάς, και περιμέναμε. Το περιμαζέψαμε μερικά βράδια αργότερα, διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι μικρό μόνο μέρος της ταινίας είχε μείνει άγραφο. Παρακάτω παραθέτουμε ένα πολύ μικρό δείγμα όσων καταγράφηκαν στη συγκεκριμένη και σε άλλες εγγραφές εκείνο το καλοκαίρι.
Περίεργοι ήχοι είχαν ακουστεί αρκετές φορές, μέσα και έξω από τη σπηλιά. Δεν ήταν, όμως, αυτό το μοναδικό παράξενο συμβάν εκείνου του καλοκαιριού. Ολόκληρη η περιοχή με επίκεντρο τη σπηλιά φαινόταν να πάλλεται σε ένα ρυθμό παραδοξότητας. Από σωρούς με πέτρες, απομεινάρια αρχαίων μικρολατομείων, ακούγονταν σφυριχτοί ήχοι, ενώ ο χώρος γύρω από τη σπηλιά έμοιαζε να αλλάζει ανεπαίσθητα όψη από επίσκεψη σε επίσκεψη, ακολουθώντας κάποια αδιόρατη νομοτέλεια. Και ήταν οι μικρότερες των αλλαγών που ενέπνεαν την αίσθηση του απόκοσμου. Ήταν τα «μικροτοπία» που άλλαζαν, κατά τρόπους που δεν παρέπεμπαν σε ανθρώπινες παρεμβάσεις ή φυσικές επιδράσεις. Παράλληλα, σε κάθε σχεδόν επίσκεψη, ακραίες συγχρονικότητες ποικίλου περιεχομένου προκαλούσαν την αίσθηση μας περί αιτιοκρατίας, ενώ αρκούσε και μόνο μια φευγαλέα αναφορά στη σπηλιά, ακόμη και όταν βρισκόμασταν μακριά, για να εκδηλωθεί κάποια σχετική συγχρονικότητα. Αισθανόμασταν λες και κάποιος αδιόρατος δεσμός είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σε εμάς και τη σπηλιά. Και αυτό, μερικές φορές, ήταν τρομακτικό.
Τι σήμαιναν όλα αυτά; Τι δημιουργούσε τις συγχρονικότητες; Τι προκαλούσε τους ήχους, τις λάμψεις, τις μεταβολές στην πρόσληψη του τοπίου; Από πού πήγαζε όλη αυτή η παράξενη δραστηριότητα; Μεταφυσικά φαινόμενα, Ley Lines, ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές – δε σήμαιναν τίποτα όλα αυτά, ήταν απλώς λέξεις για να βαφτίσουμε όσα είχαμε βιώσει από τη στιγμή που είχαμε κοιτάξει το μέρος «υπό γωνία». Και μας κοίταζε και εκείνο. Αλλά, βέβαια, δε χρειαζόταν να βαφτίσουμε τίποτα. Αυτό που είχαμε νιώσει έχει όνομα παλιό όσο και η ανθρώπινη υπόσταση: ονομάζεται Άγνωστο. Οποιοδήποτε άλλο όνομα είναι παραπλανητικό και προσφέρει ικανοποίηση μόνο σε όσους έχουν επιλέξει να βολεύονται με λέξεις.
Παρόλα αυτά, ως έλλογα όντα, οφείλαμε να φτιάξουμε ένα πλαίσιο τουλάχιστον, μέσα στο οποίο θα μπορούσαμε να εντάξουμε όσα είχαν καταγραφεί από τις αισθήσεις μας.
Στραφήκαμε στη σύγχρονη Φυσική. Σύμφωνα με αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει αντικείμενο παρατήρησης ανεξάρτητο από τον Παρατηρητή. Ένα σφαλιστό, σκοτεινό δωμάτιο δεν υπάρχει αν δεν υπάρχει κάποιος για να το παρατηρήσει. Καθίσταται υπαρκτό από τη στιγμή που κάποιος –ο Παρατηρητής– θα το καταγράψει με τις αισθήσεις του. Χονδρικά, κάπως έτσι λειτουργεί η Πραγματικότητα σύμφωνα με την Κβαντική Φυσική (το παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε δεν αποτελεί παρά μία παραλλαγή του περίφημου παραδόξου της «γάτας του Schrödinger», που είχε διατυπώσει ο νομπελούχος Αυστριακός φυσικός Erwin Schrödinger – http://en.wikipedia.org/wiki/Schrödinger's_cat).
Όσο ανορθόδοξο κι αν ακούγεται, σε υποατομική κλίμακα, θα αρκούσε και μόνο η παρουσία Παρατηρητή για να διαταραχθεί η Πραγματικότητα ενός συστήματος. Στο πολλάκις επιβεβαιωμένο πειραματικά αυτό συμπέρασμα καταλήγει η Κβαντομηχανική, η οποία εστιάζει στα φαινόμενα του μικρόκοσμου, αλλά κατ' επέκταση αντανακλά και στο δικό μας φάσμα (ενδεικτικά μόνο: http://www.sciencedaily.com/releases/1998/02/980227055013.htm, http://en.wikipedia.org/wiki/Observer_effect_(physics)). Και προχωρά ακόμη πιο πέρα. Σε έναν τόπο όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους, ρόλο Παρατηρητή θα μπορούσαν να παίζουν ζώα, μικροοργανισμοί, ακόμη κι ένα απλό όργανο μέτρησης. Γενικά, η έννοια του Παρατηρητή είναι από τις πιο δύσκολες και θολές στην Κβαντομηχανική. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο Παρατηρητής οφείλει να διαθέτει Συνείδηση ή νοημοσύνη. Εκείνο που θεωρείται δεδομένο, ωστόσο, είναι ότι, όσο αυξάνεται ο αριθμός των Παρατηρητών σε ένα σύστημα, τόσο πιο σταθερό και ανελαστικό αυτό γίνεται. Μάλιστα, το «Κβαντικό Φαινόμενο Ζήνωνα» («Quantum Zeno Effect» – από το όνομα του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Ζήνωνα του Ελεάτη) υποδεικνύει ότι η συνεχής παρατήρηση, όπως επί αυξημένου αριθμού παρατηρητών, έχει ως αποτέλεσμα το «πάγωμα» ενός συστήματος. Αυτό δεν είναι θεωρητικό, επιβεβαιώθηκε πειραματικά στον «πραγματικό κόσμο» από φυσικούς του πανεπιστημίου Cornell, οι οποίοι έδειξαν ότι η συνεχής εργαστηριακή παρατήρηση ατόμων ρουβιδίου, που ήταν αναμενόμενο να μεταπηδούν σε διαφορετικές θέσεις, τα ακινητοποιούσε (https://physics4u.gr/blog/2018/03/13/το-φαινόμενο-ζήνωνα-στην-κβαντομηχαν/, https://en.wikipedia.org/wiki/Quantum_Zeno_effect).
Τι σχέση, τώρα, μπορεί να έχουν τα προηγούμενα με την Πεντέλη και τη σπηλιά της;
Ας υποθέσουμε ότι η περιοχή με επίκεντρο τη σπηλιά αποτελεί ένα μέρος όπου η Πραγματικότητα είναι κατά κάποιον τρόπο ασταθής. Δεν έχει σημασία να αναλύσουμε το πώς θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, η Κβαντομηχανική το προβλέπει. Ας πούμε, δηλαδή, ότι οι ράγες πάνω στις οποίες κινείται αυτό που αποκαλούμε Πραγματικότητα, στη σπηλιά διαχωρίζονται σε επιμέρους τροχιές, καθιστώντας την ένα είδος κόμβου. Τότε, σε έναν τέτοιο τόπο, όπου η Πραγματικότητα θα παρουσίαζε αυξημένη κύμανση, η ίδια η διαδικασία της παρατήρησης θα μπορούσε να διαταράξει την κύμανση αυτή, και ο παρατηρητής να επηρεάσει το παρατηρούμενο εν μέσω ποικίλων παράδοξων εκδηλώσεων.
Με τα δεδομένα της καθημερινής εμπειρίας, υποθέσεις όπως η παραπάνω ακούγονται εξωφρενικές. Η δε Λογική αντιδρά σε αυτές με τρόπο... παράλογο. Είναι τόσο αυτοματοποιημένη η προσπάθεια της να μας επαναφέρει «στην τάξη», ώστε οι αιτιάσεις που απλόχερα μας προσφέρει δεν έχουν καν περάσει από το στάδιο της στοιχειώδους σκέψης. Αυτό, βέβαια, δεν είναι περίεργο, αφού στην προκειμένη περίπτωση η σκέψη θα απέρριπτε τη Λογική. Στη φράση «κύμανση Πραγματικότητας», η λογική των περισσότερων ανθρώπων θα έτεινε ακαριαία να σχολιάσει χλευαστικά: "ανοησίες". Ακαριαία, δίχως να έχει μεσολαβήσει το παραμικρό διάστημα σκέψης. Όμως, ποιος είπε ότι η Λογική αποτελεί αξιόπιστο εργαλείο σε αυτά τα μονοπάτια; Η ίδια η έννοια της Λογικής προϋποθέτει την καθολική ισχύ μιας σειράς σταθερών και απαραβίαστων κανόνων. Αν τη μία στιγμή ένα κι ένα κάνουν δύο, αλλά την άλλη μπορεί να κάνουν και τρία, πώς μπορεί να λειτουργήσει η Λογική; Και εδώ δεν έχει σημασία η αριθμητική. Αν η Λογική μας έλεγε ότι ένα κι ένα κάνουν τρία, η υπόθεση ότι μπορεί και να κάνουν δύο θα μας φαινόταν εντελώς γελοία. Με άλλα λόγια, η ίδια η φύση της Λογικής είναι τέτοια που για να λειτουργήσει προϋποθέτει την ύπαρξη ενός απολύτως σταθερού συνόλου νόμων. Απόρροια αυτού είναι η λογική απόρριψη κάθε υπόθεσης περί καταστάσεων όπου θα μπορούσαν να ισχύουν τα αντίθετα.
Γράψαμε πριν ότι η σκέψη θα μπορούσε να απορρίψει τη Λογική. Μα, η σκέψη δεν είναι αποτέλεσμα εφαρμογής της Λογικής; Ή, μήπως, η Λογική δεν είναι προϊόν σκέψης; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η αλήθεια είναι ότι στη σκέψη μας μικρό ρόλο παίζει η Λογική. Για θυμηθείτε, τις προηγούμενες ώρες, πόσες φορές σκεφτήκατε λογικά για να πάρετε αποφάσεις; Μήπως η σκέψη σας κινήθηκε μεταξύ αυτοματισμών, συναισθημάτων και ενστίκτων; Πόση Λογική χώρεσε εκεί ανάμεσα; Αλλά, ούτε και η Λογική έχει ανάγκη τη σκέψη. Ένας υπολογιστής, εφοδιασμένος με ένα καλό πρόγραμμα λογικών κανόνων και αρκετή υπολογιστική ισχύ, μπορεί να νικήσει τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι. Και οι υπολογιστές δε σκέφτονται.
Το αστείο είναι ότι, αναπόφευκτα, η Λογική έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια την Πραγματικότητα. Γιατί, σε τελική ανάλυση, πόσο λογική είναι η ύπαρξη οποιασδήποτε ύπαρξης, οποιασδήποτε Πραγματικότητας; Είναι λογικό να υπάρχει το Σύμπαν; Πού υπάρχει; Έτσι, απλά πλέει κάπου γενικώς; Πώς δημιουργήθηκε; Πότε; Γιατί; Γιατί να υπάρχει οτιδήποτε; Η μόνη λογική κατάσταση είναι αυτή της ανυπαρξίας, αφού, για να υπάρξει οτιδήποτε, κάτι άλλο θα πρέπει πάντα να έχει προϋπάρξει ώστε να του δώσει γένεση. Σκεφτείτε το, είναι λογικό να υπάρχει οτιδήποτε; Από πού κι ως πού;
Η Λογική αδυνατεί να δώσει λογική απάντηση σε μία καθ' όλα λογική ερώτηση, αλλά δε χάνει εντελώς το παιχνίδι. Παραδέχεται ότι μπορεί να υπάρχει κάτι πέρα από αυτή, κάτι που δεν αναλύεται σε λογικούς όρους. Έτσι, καταργώντας ουσιαστικά τον εαυτό της για λίγο, ταυτοχρόνως τον διασώζει, αφού η παραδοχή του ότι μπορεί να υπάρξει κάτι πέρα από τη Λογική είναι απολύτως λογική.
Τρελό, έ; Να υπάρχει κάτι πέρα από τη Λογική; Σαν τι, δηλαδή;
Την επόμενη φορά που θα σας ρωτήσουν κατά πόσο είναι λογικό να υπάρχει Θεός, μη βιαστείτε να δώσετε απάντηση. Και, βέβαια, αν υπάρχει Θεός, κάπου θα πρέπει να υπάρχει και Διάβολος.
|