ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Τα φαινόμενα

 

Τα φαινόμενα; Ας γελάσουμε.

 

Γιατί κάνουμε έτσι; Να, σκεφτήκαμε κάποια συμβάντα, και πόσο αστείο θα ήταν να αρχίζαμε να τα περιγράφουμε σε ύφος επιστημονικής πραγματείας και στυλ: α) Οπτικά φαινόμενα, β) Ακουστικά φαινόμενα, γ) Χωροχρονικά φαινόμενα. Θυμηθήκαμε, επίσης, όλες εκείνες τις επισκέψεις του πρώτου καιρού, που καταφθάναμε στη σπηλιά φορτωμένοι με ηλεκτρονικά μαραφέτια για να μετρήσουμε υποτίθεται το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο ή τον στατικό ηλεκτρισμό του χώρου...

 

 

Έχεις ξεκινήσει από νωρίς, και φτάνοντας στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης, μετά από μια στάση στην πηγή για να πιείς νερό, αρχίζεις ν' ανηφορίζεις προς τη σπηλιά. Στο δρόμο, συναντάς έρημα λατομεία και μισογκρεμισμένες παράγκες, όμως χωρίς να σταματάς συνεχίζεις. Έχει πια σουρουπώσει, η σκιά σου έχει μακρύνει πολύ και ο ουρανός είναι βαμμένος κόκκινος. Λίγα μέτρα ακόμα για τη σπηλιά, αλλά τι λάμψεις είναι αυτές τριγύρω; Φαίνονται σαν να λούζουν το μέρος, δίχως φανερή προέλευση. Μάλλον φταίει η δύση του ήλιου και τα μάτια σου που παίζουν παιχνίδια. Η σπηλιά είναι έρημη. Είσαι τυχερός, σήμερα δεν υπάρχουν αναρριχητές, ούτε παρέες νεαρών επισκεπτών, από εκείνους που ανεβαίνουν για να βιώσουν έντονες συγκινήσεις γύρω από μια φωτιά.

 

Η σπηλιά είναι σιωπηλή. Ο ήλιος έχει πια αλλάξει σε έναν πορφυρό μηνίσκο που χάνεται γοργά πίσω από τον ορίζοντα. Αποφασίζεις να προχωρήσεις, κατηφορίζοντας τα πρώτα μέτρα από την είσοδο. Κοντοστέκεσαι. Πόσο γνώριμος σού είναι αυτός ο τόπος, πόσες φορές έχεις περάσει το μεγάλο άνοιγμα της σπηλιάς, σπρωγμένος από εκείνο το ανεξήγητο κάλεσμα που σε έλκει στο μέρος, αρχικά σαν μυστική υπόσχεση και έπειτα σαν ανάγκη... Χαμογελάς καθώς θυμάσαι ένα διήγημα του συγγραφέα Clark Ashton Smith, το "Genius Loci". Νιώθεις σαν πράγματι να υπάρχει ένα "Στοιχειό του Τόπου" που σε καλεί να επιστρέψεις εδώ. Και επιστρέφεις. Σαν σε μυστικό προσκύνημα, επιστρέφεις πάντα στη σπηλιά.

 

Κοιτάζοντας αριστερά, θυμάσαι τη σκαλισμένη στο βράχο παλάμη. Θυμάσαι που η παλάμη είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς, και μάταια ψάχνατε με την παρέα να την εντοπίσετε. Όταν, αρκετούς μήνες αργότερα, την είχατε ξαναδεί, είχε αλλάξει θέση και κλίση.

 

Συνεχίζεις την πορεία προς τα σκοτεινά ενδότερα της σπηλιάς. Ο φακός που κρατάς παραμένει σβηστός στο δεξί σου χέρι. Σπανίως τον χρησιμοποιείς, κι ας είναι ένας Maglite που σου είχε στοιχίσει δεκαπέντε ολόκληρες χιλιάδες δραχμές, πολλά χρόνια πριν. Κοντοστέκεσαι μπροστά στον μεγάλο λάκκο που είχαν ανοίξει πριν χρόνια κάποιοι, δίπλα στο αριστερό τοίχωμα. Θυμάσαι μια νύχτα που τους είχες δει να καταφθάνουν στη σπηλιά με ένα λευκό τζιπ και με αξίνες στα χέρια. Ήταν εκείνη τη νύχτα που ένας αστυνομικός, κατεβαίνοντας από ένα περιπολικό παρκαρισμένο στην αρχή του χωματόδρομου, σου είχε απαγορεύσει να συνεχίσεις προς τη σπηλιά. Μάταια είχες λογομαχήσει μαζί του επισημαίνοντας ότι το βουνό αποτελεί δημόσιο χώρο, και άρα είχες κάθε δικαίωμα να βρίσκεσαι εκεί. Τελικά, αφού είχες παρκάρει το αυτοκίνητο λίγο πιο κάτω, είχες φτάσει με τα πόδια στη σπηλιά, μέσα από τα μονοπάτια του βουνού. Λίγο αργότερα είχαν εμφανιστεί και οι ανασκαφείς, σιωπηλοί και αποφασισμένοι. Θυμάσαι ότι όλον εκείνον τον χειμώνα, που κάποιοι έσκαβαν τις νύχτες μέσα στη σπηλιά, υπήρχε μονίμως σταθμευμένο ένα περιπολικό στην αρχή του χωματόδρομου. Όταν είχαν σταματήσει τα σκαψίματα, είχε εξαφανιστεί και το περιπολικό.

 

Φτάνοντας στον πυθμένα της σπηλιάς, σοβαρεύεις απότομα. Η δέσμη του φακού σου σκίζει το σκοτάδι και φωτίζει τις δύο τρύπες που χαίνουν ψηλά στο δεξί τοίχωμα. Σκέφτεσαι τους δυνατούς, ρυθμικούς ήχους που εσύ και άλλοι από την παρέα είχατε ακούσει από εκεί κατά καιρούς. Θύμιζαν μεγάλο ζώο που βαριανασαίνει, ενώ υπήρχε και κάτι αδιόρατα απειλητικό στο ρυθμό τους. Είχες πετάξει πέτρες, για να διαπιστώσεις αν ο ήχος θα σταματούσε ή θα άλλαζε. Δεν είχε σταματήσει ούτε είχε αλλάξει ρυθμό, αλλά, μια στιγμή, ο ρυθμός –και αυτό ήταν ανησυχητικό– είχε αλλάξει ανεπαίσθητα. Ξέρεις ότι κάποια μέρα θα αποφασίσεις να σκαρφαλώσεις και να εξερευνήσεις τα δύο δυσπρόσιτα ανοίγματα.

 

Έχει φτάσει η ώρα για τη γνώριμη ιεροτελεστία. Ο φακός σβήνει, το σκοτάδι σε τυλίγει, και απομένεις μόνος στη σπηλιά, σιωπηλός κι ασάλευτος. Οι σταγόνες, που τόση ώρα επιδρούσαν υποσυνείδητα, τώρα αναλαμβάνουν να σε εισαγάγουν στον μυστικό ποταμό των νυκτερινών ονείρων. Σύντομα αποκτάς τη γνώριμη πια αίσθηση ότι ο ρυθμός και η διάταξη τους δεν είναι τόσο τυχαία. Ακούγονται γύρω σου σαν να σε περιβάλλουν και να σε γυροφέρνουν. Τώρα ηχούν όλο και πιο κοντά, πλησιάζοντας στροβιλιζόμενες. Από το σημείο που στέκεσαι, διακρίνεις το στόμιο της σπηλιάς. Η εξωτερική ανταύγεια που εισδύει δια μέσω του είναι το μοναδικό σημείο αναφοράς στο απόλυτο σκοτάδι. Σου φάνηκε, ή κάτι σκίασε για λίγο την ανταύγεια αυτή; Περιμένεις. Τώρα πια, εκτός από τον ήχο των σταγόνων, διακρίνεις και κάποιους άλλους, ανεπαίσθητους ήχους, που κινούνται στα όρια του ακουστικού φάσματος. Δεν μπορείς να εντοπίσεις την προέλευση τους, αλλά η ακοή σου έχει προσαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό, και ο εγκέφαλος σου τους ξεχωρίζει με μεγαλύτερη ευκρίνεια. Περιμένεις. Ασάλευτος, έρημος και σιωπηλός, περιμένεις μες στο σκοτάδι του κόσμου, μες στη σιωπή της σπηλιάς. Έξω, τα άστρα θα πρέπει να είναι ορατά πλέον, αγέρωχες ασημί κουκίδες στο νυκτερινό στερέωμα. Βρίσκεσαι σε μία περίεργη κατάσταση, σχεδόν σε έκσταση, αν και ξέρεις ότι απόψε δε θα είναι η νύχτα. Ήταν πολλά χρόνια πριν, όταν είχε συμβεί. Εκτελώντας την ίδια τελετουργία, οδηγημένος από κάποιο παράξενο ένστικτο, εσύ και ένας σύντροφος είχατε μείνει σιωπηλοί μες στο σκοτάδι της σπηλιάς. Ο πρώτος ήχος θύμιζε πέτρες που κατρακυλούν, προερχόμενος από κάπου κοντά στο στόμιο. Ο δεύτερος, όμως... Κάτι τεράστιο πετούσε πάνω απ' τα κεφάλια σας. Ακουγόταν εντελώς ξεκάθαρα να διατρέχει τη σπηλιά απ' άκρη σ' άκρη, σκίζοντας τον αέρα λίγο πάνω σας. Είχατε μείνει παγωμένοι, αλλά χωρίς ίχνος φόβου. Ήταν περίεργο, προσπαθούσατε να παρατείνετε τη διάρκεια της απόκοσμης εμπειρίας, μην τολμώντας να προδώσετε την παρουσία σας. Και όταν, έπειτα από λίγο, ο σύντροφος σου είχε προτείνει ψιθυριστά να ανάψετε τους φακούς, εσύ τον είχες αποτρέψει. Δεν είχατε δικαίωμα να διακόψετε αυτό που συνέβαινε. Δεν είχατε δικαίωμα να αντικρίσετε τον νυκτερινό επισκέπτη. Τελικά, όταν μετά από λίγα λεπτά ο ήχος είχε σταματήσει απότομα, είχατε ανάψει τους φακούς, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δε θα βλέπατε τίποτα. Έτσι και έγινε. Η νυκτερινή μυσταγωγία είχε τελειώσει, η γεύση όμως από το μυστικό ποτό παρέμενε έντονη και μεθυστική. Άραγε, εσείς είχατε καλέσει τον άγνωστο ταξιδιώτη με την παράξενη και ανεξήγητης έμπνευσης ιεροτελεστία, ή ήταν εκείνος που σας είχε καθοδηγήσει στη συνάντηση αυτή, γνωρίζοντας την παρουσία σας; Όχι, απόψε δεν είναι η νύχτα. Το φως του φακού διαλύει το σκοτάδι, κι εσύ βγαίνεις από την υπνωτιστική έκσταση στην οποία είχες περιέλθει. Οι σταγόνες αποκτούν ξανά τον συνήθη τους ρυθμό.

 

Αρχίζεις να ανηφορίζεις προς την έξοδο. Τα εκκλησάκια φωτίζονται παράξενα από το φεγγαρόφωτο, προσδίδοντας μια γαλήνια αίσθηση στο χώρο. Θυμάσαι εκείνο το ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό που είχες επισκεφθεί τη σπηλιά μαζί με κάποιον άλλο της παρέας. Απ' έξω υπήρχε παρκαρισμένη μία παλιά μαύρη Ford. Σας είχε κάνει εντύπωση το πόσο καλογυαλισμένη και περιποιημένη ήταν, με τα κατακόκκινα δερμάτινα καθίσματα και την αναδιπλούμενη οροφή της. Ήταν αμερικάνικο μοντέλο, τουλάχιστον είκοσι χρόνων παλιό, κι όμως έμοιαζε ολοκαίνουργια, σαν να είχε βγει μόλις από το εργοστάσιο. Ο οδηγός της είχε εμφανιστεί μέσα από τη σπηλιά και σας είχε προσεγγίσει. Ήταν ένας μεσόκοπος άνδρας με νεανικό πρόσωπο και ασυνήθιστα ευγενικούς τρόπους. Το ντύσιμο του ήταν σπορ, με ένα μπλουτζιν παντελόνι κι ένα καρό πουκάμισο. Αμέσως είχε αρχίσει να σας κάνει ερωτήσεις για τη σπηλιά και τον γύρω χώρο, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα εκκλησάκια. Φαινόταν να τον ενδιαφέρει πολύ το μέρος, κι από την άλλη οι ερωτήσεις που έκανε έδειχναν βαθιά άγνοια βασικών πραγμάτων. Το αποκορύφωμα ήταν όταν σας είχε ρωτήσει για τη χρονολογία ανέγερσης των εκκλησιδίων. Όταν του είχατε απαντήσει ότι τα εκκλησάκια χρονολογούνταν τον 11ο αιώνα, εκείνος είχε ρωτήσει «προ ή μετά ΧριστόνΤου είχατε εξηγήσει ότι όλα τα χριστιανικά εκκλησάκια είχαν κτιστεί μετά Χριστόν, σπεύδοντας να φύγετε. Ήταν περίεργο, χωρίς να αισθάνεστε απειλή, ο παράξενος εκείνος άνθρωπος γεννούσε μέσα σας μια ενστικτώδη άπωση. Αργότερα, φυσικά, είχατε μετανιώσει που δεν του είχατε κάνει κι εσείς κάποιες ερωτήσεις...

 

Και οι «νομάδες»; Μια παρέα από καμιά δεκαριά παιδιά, που είχατε συναντήσει αργά μια νύχτα έξω από τη σπηλιά. Ήταν όλοι τους 14–18 χρονών, όλοι αγόρια. Είπαν πως είχαν έρθει από μακριά, είχαν περπατήσει από τον Πειραιά ως εκεί. Είχαν ανοίξει ένα κοντέινερ στο λιμάνι και είχαν κλέψει κάτι φακούς που βρήκαν μέσα. Τους επεδείκνυαν με υπερηφάνεια. Φαίνονταν αρκετά κοινωνικοί και φιλικοί. Οι πιο μεγάλοι απ' αυτούς είχαν πάρει αναβολή στράτευσης λόγω ψυχολογικών προβλημάτων, όπως είπαν. Ένας απ' όλους, ένας δεκαεξάρης με μακριά μαλλιά και ευγενικό παιδικό πρόσωπο, φαινόταν να είναι ο αρχηγός της ομάδας, αν και η δομή θύμιζε περισσότερο κοινόβιο. Δε δούλευαν. Συμπεριφέρονταν σαν να μην είχαν οικογένεια. Ήταν απολύτως εξοικειωμένοι με το μέρος, και είπαν ότι είχαν έρθει πολλές φορές. Θα ανέβαιναν πιο πάνω στο βουνό, στους «δράκους». Οι δράκοι, είχαν εξηγήσει, ήταν δύο εγκαταλελειμμένοι εκσκαφείς, που από μακριά, μες στο σκοτάδι και με γερμένους τους βραχίονες, δημιουργούσαν αυτή την εντύπωση. Έφυγαν τόσο αθόρυβα όσο είχαν έρθει. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ένα απόγευμα, είχες ξανασυναντήσει τον «αρχηγό» μαζί με ένα ακόμα παιδί στη σπηλιά. Ήταν πολύ τρομαγμένος. Σου είπε ότι σε μία προηγούμενη, μοναχική επίσκεψη, κάποιος του είχε επιτεθεί μέσα στη σπηλιά. Ήταν βράδυ και δεν είχε καταφέρει να δει το πρόσωπο του, αλλά μάλλον ήταν ξένος. Τον ρώτησες πού το βάσιζε αυτό, όμως δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Απλά, του είχε δημιουργηθεί αυτή η αίσθηση. Είχε καταφέρει να ξεφύγει, και δεν είχε σταματήσει να τρέχει μέχρι που έφτασε στην Κηφισιά. Τον πίστεψες. Αυτός και η παρέα του φαινόταν να διανύουν τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια, κι επιπλέον έμοιαζε γνήσια τρομοκρατημένος, με την ταραχή του να μεγαλώνει όσο συνέχιζε την αφήγηση. Είχες ξεχάσει να τον ρωτήσεις γιατί εξακολουθούσε να ανεβαίνει στην Πεντέλη και να επισκέπτεται τη σπηλιά έπειτα από μια τέτοια εμπειρία. Μάλλον, όμως, μέσα σου γνώριζες την απάντηση...

 

Ναι, τα άστρα έχουν κάνει πια την εμφάνιση τους, κι εσύ τα κοιτάς ήρεμα ενώ στέκεσαι έξω απ' τη σπηλιά. Το δροσερό αεράκι που φύσαγε καθώς ανέβαινες έχει αλλάξει σε ψυχρό βοριά που σείει τα κλαδιά των πεύκων, των οποίων οι σκούρες σιλουέτες παίζουν παιχνίδια με τη φαντασία, σχηματίζοντας γιγάντιες μορφές. Κάτω χαμηλά, τα φώτα της πόλης λαμπυρίζουν νωχελικά, με τους φωτισμένους δρόμους να θυμίζουν ποταμούς λάβας σε μια θάλασσα από διάσπαρτα φώτα. Είναι περίεργο το πώς η πολύβουη πόλη απλώνεται τώρα τόσο σιωπηλή μπροστά σου. Έχει έρθει η ώρα να φύγεις, αλλά και το μέρος σού δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν είναι πια δεκτικό προς την ανθρώπινη παρουσία. Αρχίζεις να κατηφορίζεις μέσα από τα μονοπάτια του βουνού. Το φεγγάρι φωτίζει το δρόμο σου και προσδίδει μια πρισματική ανταύγεια στους βράχους των έρημων λατομείων. Το αυτοκίνητο σου σε περιμένει πιστό εκεί που το είχες αφήσει, και η διαδρομή προς το σπίτι διαρκεί απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.

 

Κοιμάσαι. Ονειρεύεσαι ότι είναι σούρουπο κι εσύ ανηφορίζεις μόνος την Πεντέλη. Φτάνοντας στη σπηλιά, μπροστά στα πόδια σου, βλέπεις ένα κομμάτι χαρτί πεσμένο στο έδαφος. Σκύβεις να το κοιτάξεις. Είναι μία φωτογραφία. Αποτυπωμένο πάνω της βλέπεις το πρόσωπο σου να σε κοιτά με ένα κυνικό, αινιγματικό χαμόγελο...

 

 

Καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει ικανοποιητικά την αίσθηση κάποιων πραγμάτων.

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ