Μάρτιος 2006
Η πρόσφατη δημοσιοποίηση της υπόθεσης τηλεφωνικών υποκλοπών ενδοκυβερνητικών συνομιλιών μάς θύμισε ένα περίεργο περιστατικό στην Πεντέλη, πέρυσι τέτοια εποχή.
Συγκεκριμένα, ήταν απόγευμα Καθαρής Δευτέρας καθώς, έχοντας ξεκινήσει για μια σύντομη βόλτα στο βουνό, ανηφορίζαμε με το αυτοκίνητο το δρόμο που οδηγεί προς την κορυφή. Δεκάδες οικογένειες που είχαν βγει για να χαρούν την ηλιόλουστη αργία και να τηρήσουν τα έθιμα της ημέρας βρίσκονταν διασκορπισμένες στις πλαγιές του βουνού, με τα αυτοκίνητα τους παρκαρισμένα δεξιά–αριστερά κατά μήκος του δρόμου.
Απείχαμε λίγα μέτρα από την αρχή του χωματόδρομου που οδηγεί στη σπηλιά, όταν μπροστά μας είδαμε ένα τζιπ της αστυνομίας να έχει φράξει κάθετα το δρόμο και έναν αστυνομικό έξω από αυτό να μας κάνει σήμα να σταματήσουμε. Στην απορημένη μας έκφραση, ο αστυνομικός απάντησε ότι, όχι μόνο απαγορευόταν να συνεχίσουμε προς τα πάνω, αλλά και θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω και να κατέβουμε αρκετά χαμηλότερα (για όσους γνωρίζουν το βουνό, κάτω από τη διακλάδωση που οδηγεί στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα). Του δείξαμε τους δεκάδες άλλους εκδρομείς που είχαν προχωρήσει πέρα από το σημείο όπου εμείς βρισκόμασταν σταματημένοι και ρωτήσαμε γιατί σε εκείνους είχε επιτραπεί να περάσουν. Ο αστυνομικός μάς απάντησε ότι το μπλόκο είχε στηθεί πριν από πέντε λεπτά, καθώς μόλις πριν από λίγο είχε φτάσει σήμα, σύμφωνα με το οποίο το βουνό έπρεπε να εκκενωθεί εντελώς από κάποιο ύψος και πάνω (πάνω από τη διακλάδωση προς Άγιο Παντελεήμονα). Μας ενημέρωσε, επίσης, ότι ένα δεύτερο τζιπ της αστυνομίας είχε σταλεί για να κατεβάσει τους εκδρομείς που βρίσκονταν ψηλότερα από το σημείο του μπλόκου.
Πράγματι, βλέπαμε τώρα σειρές από αυτοκίνητα να κατηφορίζουν από πιο ψηλά, ενώ διάφοροι εκδρομείς συγκεντρώνονταν γύρω από τον αστυνομικό ζητώντας εξηγήσεις. Σταματήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα πλάτωμα δίπλα στο μπλόκο και κατεβήκαμε.
Η όλη κατάσταση ήταν πολύ περίεργη. Ούτως ή άλλως, η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα και σε λίγο θα βράδιαζε, οπότε πολύ σύντομα οι εκδρομείς θα αποχωρούσαν από μόνοι τους. Κάνεις από τους άλλους εκδρομείς που ρωτήσαμε δε φαινόταν να γνωρίζει την αιτία της κινητοποίησης αυτής. Σκεπτόμενοι ότι ίσως κάποιος χαρταετός είχε προκαλέσει βραχυκύκλωμα στα καλώδια της ΔΕΗ ψηλότερα στο βουνό, αποφασίσαμε να κάνουμε μια δεύτερη κρούση στον αστυνομικό. Με ύφος που αποτελούσε προσεκτικό ζύγισμα εύλογης απορίας, δίκαιης αγανάκτησης και συγκρατημένης οργής, τον ρωτήσαμε ποιος ήταν ο λόγος που οι πολίτες απομακρύνονταν από έναν δημόσιο χώρο, εμποδιζόμενοι να χαρούν το βουνό καθαροδευτεριάτικα. Ο αστυνομικός, σε τόνο ανθρώπου που είχε απαυδήσει να του απευθύνουν συνεχώς το ίδιο ερώτημα, μας απάντησε ότι δε γνώριζε τίποτα άλλο πέρα από την εντολή απομάκρυνσης του κόσμου. Πράγμα που σήμαινε ότι η υπόθεση περί βραχυκυκλώματος δεν έστεκε, αφού, αν επρόκειτο για κάποιο τέτοιο συμβάν, ο αστυνομικός ασφαλώς θα είχε ενημερωθεί σχετικά και δε θα είχε πρόβλημα να το προβάλλει ως εξήγηση.
Παραμείναμε στο πλάτωμα προσπαθώντας να καταλάβουμε τι συνέβαινε, ώσπου μετά από λίγο δόθηκε η εντολή σε όσους βρισκόμασταν συγκεντρωμένοι εκεί να αποχωρήσουμε.
Παίξαμε για λίγο με την ιδέα να αφήναμε το αυτοκίνητο χαμηλότερα και να ανεβαίναμε με τα πόδια στην κορυφή, μέσα από τα μονοπάτια του βουνού. Όμως, καθώς κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν πολύ χρόνο, τον οποίο εμείς δε διαθέταμε, τελικά αποφασίσαμε να φύγουμε.
Το βράδυ, παρακολουθήσαμε τα δελτία ειδήσεων, μήπως και ακούγαμε κάτι που θα εξηγούσε την επιχείρηση εκκένωσης, της οποίας είχαμε γίνει μάρτυρες νωρίτερα. Τίποτα σχετικό δεν αναφέρθηκε. Ούτε και τις επόμενες ημέρες βγάλαμε κάποιο συμπέρασμα, παρότι είχαμε την προσοχή μας στραμμένη σε οτιδήποτε θα μπορούσε να σχετίζεται με την υπόθεση αυτή. Τελικά, απλώς καταχωρήσαμε το περιστατικό στο «αρχείο συμβάντων Πεντέλης» και δεν ασχοληθήκαμε περισσότερο.
Γιατί θυμηθήκαμε το περιστατικό αυτό μετά τη δημοσιοποίηση του θέματος των τηλεφωνικών υποκλοπών;
Βασικά, λόγω των ημερομηνιών. Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, η κυβέρνηση ενημερώθηκε για τις υποκλοπές μεταξύ 10ης και 11ης Μαρτίου του 2005. Η Καθαρή Δευτέρα πέρυσι έπεφτε στις 14 Μαρτίου, δηλαδή 3–4 ημέρες μετά. Θα μπορούσε η περίεργη και εσπευσμένη εκείνη εκκένωση του βουνού να σχετίζεται με την υπόθεση των υποκλοπών και, πιο συγκεκριμένα, με ενέργειες κρατικών υπηρεσιών που έλαβαν γνώση του θέματος τις μέρες εκείνες;
Πέρα από τις ημερομηνίες, δεν υπάρχει κάτι που να συνδέει άμεσα τις δύο υποθέσεις. Εντούτοις, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Πεντέλη βρίθει από κεραίες και αναμεταδότες κάθε είδους, καθώς και να υπενθυμίσουμε την υπόθεση της τοποθέτησης κατά το παρελθόν ηλεκτρονικών συσκευών στο εσωτερικό του εκκλησιδίου της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, δίπλα στις εγκαταστάσεις του σταθμού τηλεπικοινωνιών που επί πολλά χρόνια λειτουργούσε στην κορυφή του βουνού. Όπως είδαμε στην ενότητα Πεδία, κύματα, έργα και κεραίες, το εκκλησάκι είχε χρησιμοποιηθεί ως προκάλυμμα για την εγκατάσταση των εν λόγω συσκευών, οι οποίες, σύμφωνα με έγκυρες και διασταυρωμένες πληροφορίες, σκοπό είχαν την παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών και ανήκαν στην ΕΥΠ. Σημειώνουμε επίσης ότι, ενώ μετά την απενεργοποίηση του σταθμού ο χώρος έμεινε αφύλακτος, λίγο μετά την εγκατάσταση ενός αναμεταδότη και κάποιων καινούριων μηχανημάτων...
... η φύλαξη του χώρου ξεκίνησε εκ νέου, με την πρόσβαση στην κορυφή του βουνού να παραμένει απαγορευμένη μέχρι σήμερα.
Όπως θα διαπιστώναμε ένα χρόνο αργότερα, δεν πρόκειται για αναμεταδότη, αλλά για κάτι που θα μπορούσε να σχετίζεται άμεσα με τηλεφωνικές υποκλοπές (ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2007).
Ασύνδετα γεγονότα;
Μπορεί. Όμως, κάτι μας λέει ότι το σήριαλ «Πεντέλη και τηλεπικοινωνίες» μάς επιφυλάσσει νέα επεισόδια για το μέλλον.
Δεκέμβριος 2005
Πάει καιρός τώρα που έχουμε πιάσει φιλίες με ένα μικρό πράσινο ον, στην άκρη του χωματόδρομου που οδηγεί στη σπηλιά.
Από την πρώτη φορά που το είχαμε προσέξει μας είχε κάνει εντύπωση ότι το μικρό αυτό φυτό καταφέρνει να διατηρείται θαλερό, επιβιώνοντας στο σκληρό και πετρώδες έδαφος του χωματόδρομου, εκεί όπου τίποτε άλλο δε φυτρώνει τριγύρω. Όχι μόνο αυτό, αλλά έχει το θράσος να ανθίζει κιόλας, στις αρχές κάθε άνοιξης.
Ναι, θράσος, αλλά και αυθάδεια. Γιατί, δε θα ξεχάσουμε τη συζήτηση που είχε διεξαχθεί μεταξύ μας την πρώτη εκείνη φορά που είχαμε πλησιάσει για να το περιεργαστούμε από κοντά:
–Τρέχει τίποτα, παιδιά;
–Ε, όχι, απλώς θέλαμε να ρίξουμε μια πιο κοντινή ματιά.
–Αν ψάχνετε για ραδίκια, έχει πολλά παραπέρα. Εγώ δεν τρώγομαι.
–Μπα, δεν ψάχναμε για ραδίκια. Μας έκανε εντύπωση, όμως, το ότι καταφέρνεις να φυτρώνεις μόνο σου σ' αυτή την αφιλόξενη γωνιά. Και συζητούσαμε πόσο ασύλληπτα ελάχιστες ήταν οι πιθανότητες του να έχει δημιουργηθεί το δικό σου είδος, κι εσύ, απ' όλους τους εκπροσώπους του, να καταφέρεις να φυτρώσεις εδώ, στη μέση του πουθενά.
–Πιθανότητες; Στη μέση του πουθενά; Πάτε καλά ρε λεβέντες ή σας πείραξε ο καθαρός αέρας; Εσείς, δηλαδή, πού φυτρώσατε; Δεν είναι η Γη ένας μικρός πλανήτης στη μέση του πουθενά; Το Ηλιακό Σύστημα, ο Γαλαξίας, το Σύμπαν ολόκληρο, δεν πλέουν στη μέση του πουθενά; Και γιατί, στο κάτω–κάτω, είναι πιο φιλόξενες οι δικές σας γωνιές από τη δική μου;
Μας είχε πιάσει απροετοίμαστους. Όχι μόνο δεν περιμέναμε ότι θα μπορούσε να μιλήσει, εκπλαγήκαμε και από τη σφαιρική του ενημέρωση σε σχέση με την Αστρονομία, αλλά και με διάφορα άλλα θέματα, όπως αποδείχτηκε. Γιατί το μικρό πράσινο ον συνέχισε:
–Τι απειροελάχιστες πιθανότητες μού τσαμπουνάτε; Με τον δικό σας τρόπο σκέψης, οτιδήποτε υπάρχει ή συμβαίνει ήταν εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει ή να συμβεί, αφού για να υπάρξει ή να συμβεί έπρεπε πρώτα να συντρέξουν απειράριθμες, επακριβώς κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τη δική σας λογική, οι ίδιες σας οι υπάρξεις συνιστούν απίθανες παραδοξότητες, αφού οι πιθανότητες του να συναντούσε η μητέρα τον πατέρα σας, η γιαγιά τον παππού σας, η προγιαγιά τον προπάππο σας κ.ο.κ. ήταν απίστευτα μικρές – για να μην αναφερθώ και στις μυριάδες άλλες αναγκαίες συνθήκες και συγκυρίες, που ακόμα και σαΐνια σαν και σας μπορούν να φανταστούν. Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, έτσι όπως μου τα λέτε, η Πραγματικότητα, ο κόσμος ολόκληρος, αποτελεί μια εξωφρενική απιθανότητα, δεδομένου ότι το σύνολο των εναλλακτικών κόσμων που θα μπορούσαν να είχαν προκύψει αντί του υπάρχοντα καταλαμβάνει το 99.9999 –με αμέτρητα ενδιάμεσα εννιάρια– 9999% των πιθανοτήτων. Το ανύπαρκτο, λοιπόν, είναι ανά πάσα στιγμή ασύγκριτα πιθανότερο από το υπαρκτό, ενώ καθετί το υπαρκτό θα είναι πάντοτε εξαιρετικά απίθανο.
Επιχειρώντας να προβάλουμε αντίλογο, διακόψαμε εσπευσμένα:
–Κάτσε, κάτσε μισό λεπτό. Η Στατιστική αποδεδειγμένα δουλεύει μια χαρά, ειδάλλως δε θα υπήρχαν καζίνο, εκλογολόγοι και έρευνες αγοράς. Και δουλεύει μια χαρά επειδή δεν εστιάζει στο «πριν» και το «μετά» γενικώς, αλλά μόνο στις αυστηρά επιλεγμένες υπό μέτρηση παραμέτρους, μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Αυτό που εμείς είπαμε είναι ότι, με δεδομένη την ύπαρξη του κόσμου μας –και δεν εξετάζουμε πόσο πιθανή ή απίθανη ήταν η γένεση του κόσμου αυτού– ήταν στατιστικά αναπάντεχο το ότι εσύ κατάφερες να φυτρώσεις σ' αυτή τη χέρσα σπιθαμή γης.
Πιστέψαμε ότι είχαμε ανακόψει επιτυχώς τη χειμαρρώδη επιχειρηματολογία του όντος, όμως εκείνο απλώς θρόισε τα φύλλα του ανεπαίσθητα, κατά τρόπο που, για κάποιο λόγο, μας θύμισε μειδίαμα. Με φωνή πιο απαλή από πριν και με έναν τόνο κατανόησης, μίλησε ξανά:
–Μπορεί, παιδιά, η Στατιστική σας να δουλεύει μια χαρά όσον αφορά τα καζίνο, τους εκλογολόγους και τις έρευνες αγοράς, μην αυταπατάστε όμως ότι μπορείτε να την εφαρμόσετε και σε σοβαρότερα από αυτά πεδία. Μην αυταπατάστε ότι μπορείτε να απαντήσετε σε σοβαρά ερωτήματα, όπως αυτά περί ύπαρξης και δημιουργίας, με βάση τη Στατιστική ή οποιαδήποτε άλλη επιστήμη σας που στηρίζεται σε ανάλογους τρόπους σκέψης. Ποιος σας είπε ότι μπορείτε να κόβετε τον κόσμο σε μεμονωμένα κομματάκια –τις υπό εξέταση παραμέτρους, όπως τις λέτε– και να εξετάζετε το κάθε κομματάκι ξεχωριστά από τα υπόλοιπα; Τα πάντα στον κόσμο σχετίζονται με τα πάντα, και κάθε προσπάθεια σας να δείτε μέρος της εικόνας αντί για το σύνολο θα καταλήγει σε αποτελέσματα που πρώτοι εσείς θα αντιλαμβάνεστε ότι είναι απογοητευτικά – για να μην πω και αστεία. Πάρτε για παράδειγμα την κρατούσα επιστημονική σας άποψη περί δημιουργίας του κόσμου. Σύμφωνα με αυτή, κάπου, κάπως, κάποτε, ένα απίστευτα μικρό, σχεδόν σημειακό «κάτι» εξερράγη μέσα σε ένα «Big Bang», δημιουργώντας το χώρο, το χρόνο, καθώς και το σύνολο της ενέργειας και της ύλης του Σύμπαντος. Όλη κι όλη η επιστημονική σας διερεύνηση περιορίζεται στο τι συνέβη μετά το «Big Bang», στα προϊόντα δηλαδή της υποτιθέμενης εκείνης μεγάλης έκρηξης. Και οι επιστημονικές σας αναλύσεις έχουν φτάσει στα πρώτα δισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου μετά το «Big Bang». Δεν υπάρχει, όμως, τίποτα απολύτως που να μπορούν να πουν –ή να υποθέσουν καν– οι επιστήμονες σας σχετικά με την προέλευση του αρχικού «κάτι» που εξερράγη στο υποθετικό τους «Big Bang». Ούτε και μπορούν να υποθέσουν τι πυροδότησε τη μεγάλη εκείνη έκρηξη, αφού μάλιστα, σύμφωνα με τη θεωρία, μέχρι τη στιγμή της έκρηξης –αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «στιγμή», δεδομένου ότι, πάντα κατά τους επιστήμονες σας, μέχρι το «Big Bang» ο χρόνος δεν υπήρχε– το «κάτι» βρισκόταν σε απόλυτη ηρεμία. Η όλη σας, λοιπόν, κοσμοθεωρία αναφέρεται σε ένα απίστευτα small «κάτι», για την προέλευση του οποίου δε γνωρίζετε τίποτα, που έσκασε με ένα bang, για την πρόκληση του οποίου δεν έχετε ιδέα, πέρα από το γεγονός ότι ήταν πολύ big.
Είχε δίκιο και το ξέραμε. Δε διακόψαμε, λοιπόν, το πράσινο ον καθώς εκείνο, μέσα στην απαλή αύρα που είχε αρχίσει να πνέει στις πλαγιές του βουνού, συνέχισε με φωνή που τώρα είχε γίνει πιο μελωδική, αλλά και κάπως θλιμμένη:
–Το χειρότερο είναι ότι το αδιέξοδο όσον αφορά τις διάφορες κοσμολογικές σας απόψεις και θεωρίες δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσεων –και δε θα λυθεί ποτέ με την απόκτηση νέων– αλλά στον όλο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τους εαυτούς σας και τον κόσμο. Ακόμα, δηλαδή, κι αν κάποτε φτάνατε σε θέση να δώσετε απάντηση στο τι δημιούργησε το αρχικό υποθετικό «κάτι» που εξερράγη και γέννησε το Σύμπαν, το αυτονόητο επόμενο ερώτημα θα αφορούσε την προέλευση της ακόμα προγενέστερης γενεσιουργού κατάστασης, από την οποία προέκυψε το «κάτι» σας. Πάντα θα υπάρχει ένα «πριν» που θα κυνηγάτε, κι ας λένε πλέον ακόμη και οι επιστήμονες σας ότι ο χρόνος δεν είναι η σταθερή και μονοδιάστατη ευθεία γραμμή που αντιλαμβάνεστε. Αυτό το τελευταίο μπορείτε ίσως να το δεχτείτε λογικά, αδυνατείτε όμως να το χωνέψετε. Και το φοβάστε. Δικαίως εν μέρει, γιατί, αν το χωνεύατε πραγματικά, αν μπορούσατε να το νιώσετε με όλο το βάθος της υπόστασης σας –αυτό και μόνο από πολλά άλλα– τότε τα «πριν», τα «μετά» και τα «τώρα» σας, οι θεωρίες σας, ακόμα και η γλώσσα σας η ίδια, θα κατέρρεαν την ίδια στιγμή. Και τότε θα βρισκόσασταν γυμνοί από την αρχή, κάτω από το φως των μακρινών άστρων. Και θα κλαίγατε όπως ακριβώς κάνουν τα βρέφη σας, όχι από λύπη, αλλά από το αφόρητο δέος της νέας συνειδητοποίησης του απίστευτου κόσμου που σας περιβάλλει και από την πρωτόγνωρη χαρά κάποιου που έχει ξαναγεννηθεί. Ενός ξαναγεννημένου που πριν πεθάνει πίστευε ότι μπορούσε, ή ακόμα –και αυτό είναι το πιο αστείο– ότι όφειλε να στριμώξει όλους τους τόπους και τους τρόπους του απέραντου κόσμου στους κανόνες και τους περιορισμούς λειτουργίας των 1300ων–1500ων γραμμάριων εγκεφαλικής ουσίας πίσω από το μέτωπο του.
Είχαμε πια πάψει να ψάχνουμε για πιθανά αντεπιχειρήματα. Δεν υπήρχε λόγος, αφού, όχι μόνο συμφωνούσαμε με όλα αυτά, αλλά νιώθαμε ότι τα γνωρίζαμε κι από μόνοι μας. Με την απαλή αύρα να έχει καταλαγιάσει και με μια σιγαλιά να έχει σκεπάσει πλέον το τοπίο, το μικρό φυτό στην άκρη του χωματόδρομου εξακολούθησε να μας μιλάει, με μια ανεπιτήδευτη γνησιότητα που μόνο μεταξύ πραγματικών φίλων αναπτύσσεται.
Μας εξήγησε ότι το μηδέν δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκη με το τίποτα, και πως αυτό που στις δικές μας αισθήσεις καταγράφεται ως κενό μπορεί πολλές φορές να αντιστοιχεί σε μια συνισταμένη από καθ' όλα υπαρκτά συν και πλην που –από τη δική μας και μόνο σκοπιά– αλληλοακυρώνονται. Μας θύμισε ότι αυτό που εμείς βλέπουμε ως ουδέτερο λευκό περιέχει στην πραγματικότητα όλα τα χρώματα της Ίριδας, της κόρης του Θαύμαντα και της Ηλέκτρας, που στο πέπλο της έφερε τα χρώματα του ουράνιου τόξου και που, για τους αρχαίους Έλληνες, συμβόλιζε το σύνδεσμο μεταξύ Ουρανού και Γης, μεταξύ θεών και ανθρώπων. Μας υπέδειξε ότι το μόνο που χρειάζεται να κάνει κάποιος για να αντικρίσει τη μαγική βεντάλια των χρωμάτων που κρύβει μέσα του το άχρωμο λευκό φως είναι να το κοιτάξει μέσα από το κατάλληλο πρίσμα. Μας αποκάλυψε ότι υπάρχουν πλάσματα που βλέπουν με ήχους και πως στις αχτίδες του φεγγαριού κάποια άλλα αντιλαμβάνονται σιγανές μελωδίες. Μας μίλησε για φυτά που θροΐζουν κάτω από παράξενους ουρανούς, σε κόσμους τόσο αβυσσαλέα μακρινούς που ακόμα και η σκέψη δυσκολεύεται να φτάσει.
Έχουμε πλέον γίνει καλοί φίλοι και πιάνουμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις με το μικρό φυτό, όποτε περνάμε από το χωματόδρομο της σπηλιάς. Τελευταία, μάλιστα, συνομιλήσαμε και με κάτι κυκλάμινα, στο χείλος κάποιου γκρεμού της Πεντέλης.
Κάναμε την ανοησία να τα ρωτήσουμε γιατί παρατηρείται τέτοια τεράστια ποικιλομορφία λουλουδιών –με διαφορετικά μεγέθη, σχήματα, χρώματα και αρώματα– αφού για τα περισσότερα λουλούδια κάθε τόπου τα έντομα που προσελκύονται είναι πάνω–κάτω τα ίδια, και η φύση θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε έναν και μόνο, κοινό για όλα τα φυτά τύπο άνθους.
Στην αρχή δε μας έδωσαν σημασία. Όταν όμως επιμείναμε, ρωτώντας πώς γίνεται και, ενώ τα αρώματα που αναδίδουν πολλά λουλούδια υποτίθεται ότι σκοπό έχουν να προσελκύουν έντομα, πλάσματα εντελώς ξένα προς τα έντομα, όπως εμείς, βρίσκουν επίσης τα αρώματα αυτά εύοσμα, τα κυκλάμινα ανασήκωσαν για λίγο τα σκυμμένα τους άνθη και μας κοίταξαν. Στην κατσάδα που ακολούθησε συγκρατήσαμε τους πρωτάκουστους χαρακτηρισμούς «κοντόφθαλμοι αιτιοκράτες», «κολλημένοι γιατιετσιστές» και «γραμμικοί εξελιξάριοι». Τελικά, μας ενημέρωσαν πως, αν του χρόνου το φθινόπωρο, που θα έχουν ξανανθίσει οι βολβοί τους, κάνουμε λιγότερο χαζές ερωτήσεις, ίσως μας απαντήσουν.
Σεπτέμβριος 2005
Κι εκεί που περιπλανιέσαι στις πλαγιές της Πεντέλης, με το πεύκο, το θυμάρι, τη ρίγανη και το λάβδανο να συνθέτουν συμφωνίες αρωμάτων, εκεί, στην ίδια περιοχή απ' όπου έχεις ξαναπεράσει τόσες φορές, ανακαλύπτεις ξαφνικά μια μικρή, άγνωστη ως τώρα μυστική γωνιά. Η αίσθηση είναι ακαριαία και σκέψεις δε χωράνε στο μεταίχμιο μεταξύ πριν και μετά. Πριν δε γνώριζες, μετά θα πρόκειται για κάτι το ήδη γνωστό. Οι σκέψεις θα έχουν όλο το χρόνο να στοιβαχθούν στο μετά, όμως στο στιγμιαίο χρονικό διάστημα του τώρα υπάρχει χρόνος και τόπος μόνο για μια σπάνια, ζεστή αίσθηση.
Δεν είναι απλώς η αίσθηση της ανακάλυψης, ούτε πρόκειται τελικά και τόσο για το ίδιο το αντικείμενο της. Πρόκειται για κάτι πολύ πιο σύνθετο, βαθύ και –το κυριότερο– ενστικτώδες. Μετά, αμέσως μετά, η αίσθηση θα δώσει τη θέση της στη γνώση, και αυτή, εφόσον διασυνδεθεί μέσω της σκέψης με άλλες γνώσεις, ίσως οδηγήσει στην επίγνωση. Η αίσθηση, όμως, θα έχει χαθεί, και μόνο ο απόηχος της θα εξακολουθήσει να καθοδηγεί τα βήματα στην αναζήτηση της επόμενης μυστικής γωνιάς, και ίσως κάποτε και προς τη μαγική χώρα όπου η αίσθηση αυτή είναι παντοτινή. Θα έχει μείνει η επίγνωση, σύμφωνοι, όμως η επίγνωση δεν αντιστοιχεί παρά απλώς σε μία μικρή καθοδηγητική πινακίδα στο πλάι του δρόμου. Η αίσθηση; Αυτή είναι ο δρόμος ο ίδιος προς τη μαγική χώρα.
Ήταν ένα ακόμη σκαλισμένο σύμβολο.
Εκτεθειμένο στον ήλιο του απογεύματος, τα μωβ άνθη ενός παρακείμενου θάμνου έγερναν πάνω του, λες για να το σκεπάσουν. Σκαλισμένο εδώ και χρόνια στη μυστική του γωνιά, ποιος ξέρει πόσες φορές οι αχτίδες του καταμεσήμερου και οι στάλες των χειμωνιάτικων καταιγίδων της Πεντέλης να είχαν βρει το δρόμο τους προς την επιφάνεια του βράχου που το φιλοξενεί, ενόσω στο δικό μας κόσμο οι άνθρωποι τρέχαμε για να προλάβουμε τη φρενιασμένη μας καθημερινότητα...
Σαν περιεχόμενο, αποκαλύπτει ίσως περισσότερα για το υπόβαθρο εκείνων που σκάλισαν τα διάφορα σύμβολα της Πεντέλης από κάθε άλλο ανάλογο σκάλισμα. Αν σας ενδιαφέρουν οι σκέψεις αυτές του μετά που λέγαμε, μπορείτε να ανατρέξετε εδώ.
Αν, όμως, σας απασχολεί πρωτίστως η αίσθηση, ή τουλάχιστον ο απόηχος της, αφήστε τις σκέψεις για αργότερα και ελάτε μαζί να ατενίσουμε τη δύση του ήλιου.
Κοιτάξτε...
|