ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Μια νύχτα, στο λιμάνι (μέρος Β')

 

 

Ήταν μια περιοχή γεμάτη με παλιά, χαμηλά κτίσματα, που θύμιζαν αποθήκες. Κόβοντας ταχύτητα διαπίστωσε ότι, πράγματι, πολλά από αυτά αντιστοιχούσαν σε αποθήκες, ενώ υπήρχαν και παλιές βιοτεχνίες, μαζί με γέρικα κτίρια κατοικιών. Ήταν βέβαιος ότι είχε ακολουθήσει σωστά η διαδρομή ως εκεί, κι ωστόσο δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα μπορούσε να υπάρχει ένα μαγαζί με εξαρτήματα υπολογιστών σε ένα τέτοιο μέρος. Αποφάσισε να σταματήσει κάπου για να ελέγξει το χάρτη του κινητού, και στρίβοντας δε δυσκολεύτηκε να σταθεί πρόχειρα ανάμεσα σε αραιά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Βρήκε το κινητό μες στο μισοσκόταδο, το κράτησε μπροστά του, πίεσε την οθόνη, αλλά δεν έγινε τίποτα. Πάτησε τα πλαϊνά κουμπιά, τα κράτησε πατημένα, τα πάτησε ξανά, όμως και πάλι η οθόνη παρέμεινε σβηστή. Το κινητό δεν άνοιγε. Ήταν φανερό ότι είχε μείνει από μπαταρία, κάτι που τελευταία είχε ξανασυμβεί δυο–τρεις φορές, παρότι στη σχετική ένδειξη η φόρτιση εμφανιζόταν να είναι επαρκής. Πολύ απλά, το αρχαίο κινητό, που δήθεν συνδεόταν στο Διαδίκτυο, δήθεν επικοινωνούσε μέσω GPS, δήθεν λειτουργούσε γενικώς, είχε ξεπεράσει το όριο ζωής του. Εντάξει, δεν του άρεσε να αλλάζει πράγματα συχνά, όμως στην προκειμένη περίπτωση το είχε παρακάνει.

 

Το πρόβλημα τώρα ήταν ότι δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν το μαγαζί, και δεν μπορούσε να οδηγηθεί σε αυτό παρά μόνο έμμεσα. Θυμόταν το όνομα της οδού, καθώς και ότι ο αριθμός ήταν εκατόν–κάτι. Θυμόταν, επίσης, την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθεί, υπολογίζοντας ότι δε θα μπορούσε να απέχει πάνω από διακόσια μέτρα. Αν προχωρούσε αναγνωριστικά με το αυτοκίνητο, σίγουρα θα εντόπιζε το δρόμο, και μετά θα ήταν εύκολο να βρει και το μαγαζί. Δε φαινόταν, εξάλλου, να υπάρχουν και πολλά καταστήματα τριγύρω, για να μπερδευτεί.

 

Μπορούσε να οδηγεί όσο αργά ήθελε, μιας και η κυκλοφορία τροχοφόρων στην περιοχή ήταν πολύ αραιή. Τα δρομάκια ήταν μονής κατεύθυνσης, κάθετα μεταξύ τους, σε αποστάσεις που σχημάτιζαν ομοιόμορφα οικοδομικά τετράγωνα. Κατευθυνόταν λοξά σε σχέση με τη διάταξη τους, διαγράφοντας γωνιώδη ζιγκ–ζαγκ, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να διακρίνει τα ονόματα των οδών. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, του δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσει τώρα καλύτερα τα χαμηλά κτίσματα. Πολλά έδειχναν προπολεμικά, ορισμένα θα μπορούσαν να είναι και του 19ου αιώνα.

 

 

Όπως είχε διαπιστώσει εξαρχής, ήταν κατά βάση αποθήκες, μηχανουργεία και μικροεταιρείες, που προφανώς συνδέονταν με το παρακείμενο λιμάνι. Προηγουμένως του είχε δημιουργηθεί η εντύπωση της ερημιάς, όμως τώρα έβλεπε ότι αρκετά παράθυρα είχαν φως, ενώ υπήρχαν και άνθρωποι, τους οποίους αρχικά δεν είχε προσέξει. Απ' όσο μπορούσε να διακρίνει πίσω από μισάνοιχτες πόρτες, κάποιοι εργάζονταν εκείνη την ώρα, μαστορεύοντας ή μεταφέροντας αντικείμενα. Άλλοι, σε παρέες δύο–τριών, συνομιλούσαν όρθιοι έξω στα πεζοδρόμια, ενώ υπήρχαν και μερικοί περαστικοί, πιθανώς κάτοικοι. Παρότι φαινομενικά ερημικό, το μέρος είχε μια δική του ζωή.

 

Εξακολούθησε να κινείται αργά με το αυτοκίνητο, ώσπου τη θέση των παλιών κτιρίων άρχισαν να παίρνουν σύγχρονες πολυκατοικίες. Η μετάπτωση ήταν σαφής, με το σκηνικό να αλλάζει γρήγορα σε εκείνο μιας τυπικής πυκνοκτισμένης συνοικίας. Περνούσε τώρα μπροστά από μία αποθήκη, μάλλον την τελευταία της επικράτειας των χαμηλών κτισμάτων σε εκείνον το δρόμο. Φαινόταν πολύ παλιά, με τους πέτρινους τοίχους της, τη στέγη από κεραμίδια, και τον φεγγίτη πάνω ψηλά. Απ' έξω, καθισμένος σε μία ξύλινη καρέκλα καφενείου, ένας γέρος κοίταζε αόριστα στο δρόμο, ενώ πίσω του τα ανοικτά φύλλα μιας μεταλλικής πόρτας άφηναν να φανεί το εσωτερικό της αποθήκης. Υπήρχαν πολλά στοιβαγμένα κουτιά μέσα, χωρίς ενδείξεις, διαφόρων μεγεθών και απροσδιόριστης φύσης. Από την οροφή, με μακριά καλώδια που έπεφταν χαμηλά, κρέμονταν γυμνές λάμπες, το κίτρινο φως των οποίων δημιουργούσε πολλαπλές σκιάσεις, τονίζοντας την ακινησία του χώρου. Ο γέρος δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, πέρα από λίγα γένια και μια μικρή φαλάκρα. Ούτε έδειχνε να παρακολουθεί τι συνέβαινε γύρω του, διατηρώντας το βλέμμα σταθερό. Κι ωστόσο, για κάποιο λόγο, του δημιουργούσε την εντύπωση φύλακα ή επιτηρητή. Χωρίς να αισθάνεται απειλή, έπιανε στην όλη σκηνή κάτι απόκοσμο, που τον έκανε να θέλει να φύγει. Στράφηκε μπροστά και πάτησε γκάζι. Απομακρυνόμενος, είδε στον καθρέφτη το γέρο γυρισμένο, να τον κοιτάζει.

 

Διασχίζοντας μια συνηθισμένη πλέον περιοχή, συνειδητοποίησε ότι είχε προχωρήσει πολύ, και ότι ο δρόμος που έψαχνε δε θα μπορούσε να βρίσκεται τόσο πέρα. Προφανώς τον είχε προσπεράσει, μπλεγμένος στους μονόδρομους. Δεδομένου ότι τα καταστήματα θα έκλειναν σε κάτι περισσότερο από μία ώρα, ο μόνος σίγουρος τρόπος να προλάβει ανοιχτό το μαγαζί θα ήταν να γυρίσει πίσω, να αφήσει το αυτοκίνητο, και να κινηθεί με τα πόδια. Ξαναέφερε στο μυαλό του το χάρτη του κινητού. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η πορεία μέχρι και λίγο μετά την εκκλησία ήταν σωστή. Το μικρό κομμάτι διαδρομής που απέμενε ήταν σαν να το έβλεπε μπροστά του, μαρκαρισμένο στο χάρτη. Με τα πόδια, αποκλείεται να μπερδευόταν.

 

Έστριψε στην πρώτη διασταύρωση, διέγραψε ένα μεγάλο Γ, και βγήκε ξανά στο δρόμο μπροστά από το λιμάνι. Προχώρησε καμιά διακοσαριά μέτρα, έκανε δεξιά στην εκκλησία, συνέχισε λίγο, έστριψε πάλι δεξιά, πέρασε γραμμές τρένου, και τελικά πάρκαρε κοντά στο σημείο όπου είχε σταματήσει πριν για να ελέγξει το κινητό. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε βγαίνοντας από το αυτοκίνητο ήταν μια μυρωδιά από νυχτολούλουδο ή γιασεμί. Την έφερνε από κάπου ένα ψυχρό, ελαφρώς νοτισμένο αεράκι, διόλου δυσάρεστο πάνω του εκείνη την ώρα. Με την εξαίρεση μιας ανταύγειας από τη μεριά του λιμανιού, ο ουρανός ήταν σκοτεινός, χωρίς σύννεφα. Στο σκούρο του φόντο διαγράφονταν σιλουέτες κτιρίων, σκοτεινές και οι ίδιες, εκτός από μερικά σημεία με φωτισμό.

 

 

Ξεκίνησε να περπατάει προς την κατεύθυνση που είχε υπολογίσει, και σύντομα βρέθηκε πάλι στο εσωτερικό της περιοχής με τα χαμηλά κτίσματα. Προηγουμένως ήταν ένας περαστικός με αυτοκίνητο, τώρα, βαδίζοντας στα δρομάκια, είχε μια πιο βιωματική πρόσληψη του μέρους. Η αρχική του εντύπωση δεν άλλαξε, αντιθέτως ενισχύθηκε: υπήρχε εδώ ένας θύλακας ανθρώπων με συγκεκριμένες συνάφειες, που σε συνδυασμό με την ιδιομορφία της περιοχής παρέπεμπαν σε ένα είδος κλειστής κοινότητας. Φαίνονταν να γνωρίζονται μεταξύ τους, ή τουλάχιστον να έχουν κοινή πορεία. Εργάζονταν εκεί, χωρίς να είναι πάντα σαφές τι ακριβώς έκαναν. Περνώντας νωρίτερα έξω από ένα μισάνοιχτο υπόστεγο, είχε δει δύο μεσήλικους άνδρες να συζητούν πάνω από ένα καλογυαλισμένο κόκκινο αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες. Ήταν μοντέλο που δεν κυκλοφορούσε στην Ευρώπη, και προφανώς είχε μεταφερθεί εκεί μέσω πλοίου από κάποια άλλη χώρα. Αυτή ήταν όλη κι όλη η σκηνή. Ούτε διέκρινε κάτι παράξενο ούτε αντιλήφθηκε τίποτα ύποπτο. Το υπόστεγο λειτουργούσε πιθανώς σαν μικρό συνεργείο, και οι δύο μεσήλικοι εργάζονταν στο αυτοκίνητο. Τίποτα το περίεργο. Κι ωστόσο, ήταν βέβαιος ότι υπήρχε κάτι παραπάνω σε ό,τι είχε δει, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι.

 

Γενικά, ένιωθε ότι είχε μπει σε μία περιοχή διαφορετική, κατά τρόπους φανερούς και λιγότερο φανερούς. Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα παλαιότητας, μεγαλύτερης απ' ό,τι η ηλικία των κτιρίων δικαιολογούσε, σαν η ατμόσφαιρα αυτή να αποτελούσε κάτι αυθύπαρκτο και εγγενές – σαν να ήταν αιτία, κι όχι αποτέλεσμα. Αναλογιζόμενος την αίσθηση του μέρους, στο μυαλό του ήρθε η εικόνα των σκοτεινών νερών του λιμανιού, μαζί με μία σκέψη: το λιμάνι ήταν αρχαίο, πανάρχαιο για την ακρίβεια. Τόσες φορές είχε περάσει από μπροστά, κι όμως, μόλις τώρα συνειδητοποιούσε το γεγονός. Ποιος ξέρει τι παράξενα πλοία, από τι μακρινά λιμάνια, είχαν δέσει εκεί κατά καιρούς... Τι άνθρωποι, τι φορτία, τι χαμένες ιστορίες...

 

Είχε διαβάσει για τον Πειραιά ότι κάποτε αποτελούσε νησί, διαχωριζόμενο από την Αττική με θάλασσα. Γι' αυτό και είχε ονομαστεί Πειραιεύς, δηλαδή «αντικρινός τόπος», από το περαιώ, που σήμαινε «περνώ απέναντι». Ήταν οι προσχώσεις του Κηφισού και διαφόρων χειμάρρων που τον είχαν συνδέσει σταδιακά με την ηπειρωτική Αττική κατά τα μέσα της δεύτερης π.Χ. χιλιετίας, όμως η κατοίκηση του είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ήδη από τη νεολιθική περίοδο. Κάτοικοι του είχαν υπάρξει οι αινιγματικοί Μινύες, πρωτοελλαδικό φύλο, χαμένο μεταξύ ιστορίας και θρύλου. Θαλασσινός λαός, οι Μινύες περιβάλλονταν από μια αύρα υπερφυσικού, όντας υπεύθυνοι για γιγάντια και υπερπροηγμένα τεχνικά έργα, όπως η αποξήρανση της Κωπαΐδας, η πυραμίδα του Ελληνικού, κυκλώπεια τείχη, σήραγγες μήκους χιλιομέτρων, ενώ δικής τους ναυπήγησης ήταν κατά το θρύλο και η Αργώ της Αργοναυτικής Εκστρατείας. Οι αρχαίοι ιστορικοί δεν ήξεραν πολλά γι' αυτούς, τοποθετώντας την αυγή του πολιτισμού τους, κάπου προ της 3ης π.Χ. χιλιετίας, στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Ούτε και οι σύγχρονοι γνώριζαν πολύ περισσότερα, όπως δε γνώριζαν γενικά πολλά για το νεολιθικό παρελθόν του Πειραιά. Το σίγουρο ήταν ότι ολόκληρη η περιοχή έφερε λείψανα αρχαίων οικισμών διαφόρων περιόδων, τα περισσότερα θαμμένα, άλλα εκτεθειμένα σε κοινή θέα. Όσο για την ετυμολογική ταύτιση του Πειραιά με την έννοια του περάσματος, οι αρχαιολόγοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς ο Στράβων, γεωγράφος του 1ου αιώνα π.Χ., ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι 1500 και πλέον χρόνια πριν τη δική του εποχή ο τόπος είχε υπάρξει νησί.

 

Επέστρεψε απότομα στο παρόν, καθώς με έκπληξη διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει πώς λεγόταν ο δρόμος που έψαχνε. Όλη αυτή την ώρα περπατούσε χαμένος σε σκέψεις, τσεκάροντας μηχανικά τις πινακίδες οδών που συναντούσε, οπότε πιθανώς είχε μπερδευτεί με τα τόσα ονόματα, ξεχνώντας στο τέλος εκείνο που αναζητούσε. Δεν τον πολυέπειθε η εξήγηση αυτή, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί και κάποια άλλη για το πώς είχε σβηστεί από τη μνήμη του κάτι που μόλις πριν λίγο θυμόταν καλά. Προσπάθησε επίμονα να επαναφέρει το όνομα στο μυαλό του, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, στάθηκε δίπλα σε ένα ερειπωμένο πρακτορείο, εξετάζοντας τις προοπτικές του. Απέμενε περίπου μισή ώρα μέχρι να κλείσουν τα καταστήματα, και ήταν βέβαιος ότι το μαγαζί βρισκόταν κοντά. Παρότι δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του δρόμου –ένα τοπωνύμιο– αν το συναντούσε σε κάποια πινακίδα, σίγουρα θα το αναγνώριζε αμέσως. Η πορεία που ακολουθούσε δεν μπορούσε παρά να είναι σωστή. Θα ήταν κρίμα να γυρίσει πίσω τώρα, αποφάσισε, και ξανάρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση που υπολόγιζε ότι βρισκόταν το μαγαζί.

 

 

Η ώρα είχε προχωρήσει, τα φωτισμένα παράθυρα είχαν λιγοστέψει, ενώ και η ανθρώπινη παρουσία είχε πια μειωθεί. Παρόλα αυτά, δεν ένοιωθε ότι ο χρόνος είχε κυλίσει ανάλογα. Ήταν μία εντύπωση στασιμότητας που τον συνόδευε εξαρχής, και τώρα συνειδητοποιούσε. Συνειδητοποιούσε, επίσης, ότι όλο το τελευταίο διάστημα έπιανε μια ατμόσφαιρα γιορτής ή πανηγυριού, σαν εδώ να ήταν πιο νωρίς απ' ό,τι στις γύρω περιοχές, σαν το σκοτάδι να ήταν πιο φωτεινό. Τώρα που το σκεφτόταν, αν έπρεπε να διακρίνει ανάμεσα σε θετικό και αρνητικό σκοτάδι, θα έλεγε ότι το σκοτάδι που επικρατούσε εδώ ήταν θετικό – περισσότερο μια πρόσθετη ιδιότητα παρά απλή έλλειψη φωτός.

 

Συνέχισε να κινείται στα δρομάκια, συνοδευόμενος από την ίδια πάντα εντύπωση χρονικής διαστολής, ίσως πιο έντονη τώρα. Θα πρέπει να ήταν η απόλυτη ομοιομορφία των οικοδομικών τετραγώνων, υπέθεσε, που του δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι παρέμενε στατικός ενώ προχωρούσε. Ωστόσο, για πρώτη φορά, άρχισε να αμφιβάλλει κατά πόσο ακολουθούσε σωστή κατεύθυνση. Δε θα 'πρεπε να είχε ήδη συναντήσει το δρόμο που έψαχνε; Ο προσανατολισμός του ήταν άριστος, και δε θυμόταν να χάνεται ποτέ πραγματικά. Μήπως, όμως, τώρα είχε μπερδευτεί; Ήταν πιο εύκολο να χαθεί κανείς μέσα σ' ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο απ' ό,τι σ' ένα τυχαίο σύμπλεγμα δρόμων, και η αίσθηση του το τελευταίο διάστημα ήταν ότι περιφερόταν εγκλωβισμένος στα ομοιόμορφα κουτάκια που σχημάτιζαν μεταξύ τους τα κάθετα στενά.

 

Καθώς προχωρούσε, οι άνθρωποι λιγόστευαν. Προηγουμένως σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιον εφόσον εξακολουθούσε να δυσκολεύεται με το δρόμο· τώρα, κι αν ακόμη θυμόταν το όνομα, δε θα το έκανε. Η διάθεση του είχε μεταστραφεί, κι ενώ αρχικά το μέρος τού είχε κινήσει την περιέργεια, πλέον ένιωθε ότι δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, ότι καλό θα ήταν να αποφύγει την επαφή με όσους συναντούσε, ότι καλύτερα θα ήταν να μην τον προσέξουν καν. Δεν αισθανόταν ότι κινδύνευε κατά κανέναν συμβατικό τρόπο, κάτι μέσα του, όμως, σήμαινε συναγερμό – έναν παράξενο, παράλογο συναγερμό, που τον καλούσε να βγει από την περιοχή.

 

Έπιασε τον εαυτό του να επιταχύνει βηματισμό, και απόρησε. Πώς είχε αλλάξει έτσι η ψυχολογία του; Τα μέρη του λιμανιού δύσκολα θα χαρακτηρίζονταν αισιόδοξα, αλλά αυτό ήταν άσχετο με τον τρόπο που ένιωθε τώρα. Ξαφνικά –δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε ακριβώς– μέσα του είχε αρχίσει να δυναμώνει μια δυσάρεστη αίσθηση άπωσης και κινδύνου, χωρίς κανέναν εμφανή κίνδυνο ή εχθρό. Εχθρική είχε γίνει η περιοχή, όχι επειδή κάτι στρεφόταν εναντίον του, αλλά με έναν τρόπο απρόσωπο, σαν η παρουσία του εκεί να ήταν λάθος – σαν να είχε βρεθεί σε λάθος τόπο, λάθος χρόνο. Παράλληλα, η αναζήτηση του μαγαζιού είχε γίνει αγωνιώδης, λες και κρινόταν κάτι ζωτικό. Εμμονικά σχεδόν στα τελευταία βήματα διάβαζε τις πινακίδες των οδών, προσπαθώντας να εντοπίσει εκείνη που έψαχνε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, επαναλάμβανε η φωνή της λογικής μέσα του, ήταν να μη βρει το μαγαζί ή να μην το προλάβει ανοιχτό, όμως η σκέψη αυτή δεν ήταν ικανή να τον βγάλει από την ανεξήγητη απόγνωση στην οποία είχε περιπέσει. Γενικά, η αντίληψη του για το τι συνέβαινε είχε στρεβλωθεί, και τα πάντα είχαν αποκτήσει μια δυσοίωνη χροιά. Λίγο πριν, βρισκόταν στο γνώριμο, φιλόξενο περιβάλλον του γραφείου· τώρα, βάδιζε χαμένος στα μισοσκότεινα δρομάκια μιας άγνωστης περιοχής, ψάχνοντας για ένα όνομα που δε θυμόταν. Προφανώς, η απότομη αυτή μετάπτωση τον είχε επηρεάσει, όμως πώς μπορούσε να εξηγηθεί το ψυχικό καταπλάκωμα που ένιωθε; Και, τι προκαλούσε τον εσωτερικό εκείνο συναγερμό, που αντί να σταματά δυνάμωνε, μ' ένα όλο και πιο ξεκάθαρο «φύγε»;

 

Στρίβοντας, στιγμιαία πάγωσε: μπροστά, σε μικρή απόσταση, αντίκρισε το γέρο, καθισμένο στην καρέκλα του. Χωρίς να το καταλάβει, είχε οδηγηθεί στο ίδιο στενό, τη φορά αυτή, όμως, η πόρτα της αποθήκης ήταν κλειστή, ο δε γέρος ήταν γυρισμένος και τον κοίταζε. Η όλη σκηνή έθεσε σε δοκιμασία την αυτοκυριαρχία του, γεννώντας την ίδια άπωση που είχε νιώσει περνώντας πριν με το αυτοκίνητο, αλλά στο δεκαπλάσιο. Ήθελε να φύγει από κει, ωστόσο ένα πιο αποστασιοποιημένο κομμάτι εαυτού, που κατέγραφε απορημένο τις παράλογες αυτές αντιδράσεις, ανέκτησε τον έλεγχο. Δε συνέβαινε τίποτα κακό, περίεργο ή επικίνδυνο, επαναλάμβανε. Και δε γινόταν, τώρα που ο άλλος τον κοίταζε, να κάνει μεταβολή και να απομακρυνθεί. Κόβοντας ελαφρά ρυθμό, προχώρησε.

 

Περπατούσε στη μέση του κακοφωτισμένου δρόμου, ακούγοντας τα βήματα του μόνο, σαν η βοή της πόλης να είχε χαθεί. Μπροστά, είδε το φεγγίτη της αποθήκης σκοτεινό, σημάδι πως κανένα φως δεν άναβε πλέον στο εσωτερικό της. Ένιωθε την εσωτερική του ένταση να μεγαλώνει καθώς πλησίαζε, ενώ και το βήμα του γινόταν πιο βαρύ. Απείχε τώρα λίγα μέτρα από το γέρο, ο οποίος όλη αυτή την ώρα δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει ότι τον παρακολουθούσε. Χωρίς να αποπνέει κάτι εχθρικό, η σκέψη ότι θα περνούσε μπροστά του τον γέμιζε με έντονη, ενστικτώδη ανησυχία, σχεδόν στα όρια του πανικού. Παρόλα αυτά, προχώρησε, διανύοντας πέντε–έξι από τα πιο δύσκολα μέτρα της ζωής του. Φτάνοντας δίπλα, μερικά πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Απέναντι δεξιά, ψηλά στον τοίχο ενός κάθετου στενού, αναγνώρισε σε μια πινακίδα την οδό που έψαχνε. Στη βιασύνη του να απομακρυνθεί προηγουμένως με το αυτοκίνητο, δεν είχε προσέξει ότι η αποθήκη ήταν γωνιακή, και ότι το στενό της γωνίας ήταν αυτό που αναζητούσε. Τη στιγμή που κοίταζε την πινακίδα, είδε για πρώτη φορά άστρα στον ουρανό, λαμπερά άστρα, που πριν δεν ήταν ορατά. Παράλληλα, με την άκρη του βλέμματος, έπιασε στο πρόσωπο του γέρου ένα μειδίαμα, και ταυτόχρονα ένιωσε ξεκάθαρα πως ο γέρος γνώριζε ακριβώς τι συνέβαινε: γνώριζε ότι είχε χαθεί, γνώριζε ότι αναζητούσε ένα δρόμο, γνώριζε την ενστικτώδη άπωση που του προξενούσε. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει οτιδήποτε, είχε φτάσει στη γωνία της αποθήκης. Ελαφρά ζαλισμένος, έστριψε.

 

Φωταγωγημένο, στο βάθος του δρόμου, είδε το μαγαζί. Βρισκόταν τελικά εκεί ακριβώς που το θυμόταν στο χάρτη, και όλη αυτή την ώρα περιφερόταν γύρω του, διαγράφοντας κύκλους. Συνηθισμένος στο ημίφως των στενών, μπαίνοντας μέσα, τα μάτια του δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στο ζωηρό φως των λαμπών LED. Θα πρέπει να ήταν ένας από τους τελευταίους πελάτες, αν όχι ο τελευταίος, καθώς, στο αναπάντεχα μεγάλο εσωτερικό, υπήρχαν μόλις δυο–τρία ακόμα άτομα. Πιο ζαλισμένος τώρα, συνομίλησε με έναν πωλητή, ο οποίος θυμόταν την τηλεφωνική του επικοινωνία. Βεβαιώθηκε ότι οι μνήμες ήταν αυτές που ζητούσε, διεκπεραίωσε μηχανικά την αγορά, και βγήκε έξω χωρίς να συγκρατήσει κάτι περισσότερο από τη διαδικασία.

 

Αποφεύγοντας την περιοχή με τα χαμηλά κτίσματα, ξεκίνησε να επιστρέφει ακολουθώντας μια περιφερική διαδρομή. Υπήρχαν φώτα, κόσμος και κίνηση στους δρόμους αυτούς, σε αντίθεση με τον ερημικό, μισοσκότεινο κόσμο των στενών. Η διαφορά ήταν τέτοια, ώστε η προηγούμενη περιπλάνηση έμοιαζε απόμακρη, ασύνδετη με την τωρινή του κατάσταση. Περπάτησε κενός από σκέψεις, και, κάπως σαν υπνωτισμένος, έπειτα από λίγο έφτασε στο αυτοκίνητο. Κλείνοντας την πόρτα, όλα έγιναν πάλι κανονικά: βρισκόταν σε έναν δικό του χώρο, η ζάλη είχε περάσει, ενώ τα τσιπ μνήμης αναπαύονταν στο κάθισμα του συνοδηγού, δίπλα στο σβηστό κινητό. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, έβαλε μπρος.

 

Το Σαββατοκύριακο, καταπιάστηκε με το στήσιμο του νέου μηχανήματος. Εξαρτήματα, συσκευασίες, φύλλα οδηγιών και εργαλεία γέμισαν το δωμάτιο του γραφείου. Η διαδικασία κύλησε χωρίς απρόοπτα, και κατά το απόγευμα της Κυριακής ο υπολογιστής εκκίνησε επιτυχώς για πρώτη φορά. ALICE, τον ονόμασε αυθόρμητα. Απασχολημένος με τις μυριάδες ρυθμίσεις που απαιτούνταν προκειμένου να τον φέρει στα μέτρα του, τις επόμενες μέρες ξέχασε εντελώς την ιστορία με το λιμάνι. Τη θυμήθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, συνειδητοποιώντας τότε μόνο πραγματικά τι είχε συμβεί.

 

Αρκετές άλλες φορές, το διάστημα που ακολούθησε, θυμήθηκε εκείνη τη νύχτα, ενώ σε μία περίπτωση, διασχίζοντας τον Πειραιά, ετοιμάστηκε να στρίψει προς τα στενά, αλλά δεν το έκανε. Ώσπου, ένα βράδυ στις αρχές του επόμενου φθινοπώρου, η ανάμνηση όσων είχαν διαδραματιστεί ήρθε ξαφνικά πολύ έντονη, από το πουθενά. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε το αυτοκίνητο και οδήγησε στο λιμάνι. Η βραδιά ήταν παρόμοια, αλλά όχι ίδια. Πάρκαρε στο σημείο που είχε παρκάρει και τότε, προχώρησε στα δρομάκια, και ακολουθώντας τη διαδρομή από μνήμης έφτασε στην περιοχή με τα χαμηλά κτίσματα. Βρήκε τα κτίρια, αλλά τίποτα περισσότερο. Συνάντησε ανθρώπους, αλλά όχι όπως τους θυμόταν. Το μαγαζί υπήρχε, όμως όχι εκείνο το φωτισμένο μαγαζί στο βάθος του σκοτεινού δρόμου. Η αποθήκη με το γέρο είχε γκρεμιστεί, και στη θέση της κτιζόταν κάτι νέο. Αισθάνθηκε ότι το μέρος που έψαχνε δεν ήταν εκεί, και ότι δεν υπήρχε τρόπος να το ξαναβρεί. Μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει, γύρισε πίσω.

 

 

Δύο χρόνια μετά το αρχικό τους σετάρισμα, έπειτα από μια ενημέρωση του BIOS, οι μνήμες έγιναν ασταθείς και υποχρονίστηκαν ελαφρώς. Από την περιοχή με τα χαμηλά κτίσματα δεν ξαναπέρασε, τη θυμάται, όμως, αρκετά συχνά. Εξακολουθεί να παίζει παιχνίδια τις νύχτες στον υπολογιστή, και ακόμα τον πιάνει εκείνη η έντονη νοσταλγία. Φθινόπωρο πάντα.