Το 1992, ο Jim Coan, φοιτητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Washington, ανέλαβε, ως μέρος μιας ευρύτερης μελέτης υπό την καθηγήτρια του, Elizabeth Loftus, την εκτέλεση ενός πειράματος σε σχέση με τη δυνατότητα εμφύτευσης ψευδών αναμνήσεων σε ανθρώπους. Ο Coan επέλεξε ως υποκείμενα του πειράματος τη μητέρα, την αδερφή και τον δεκατετράχρονο αδερφό του, Chris, παραδίδοντας τους ολιγόλογες περιγραφές τεσσάρων περιστατικών που είχαν λάβει χώρα κατά την παιδική ηλικία του Chris και ζητώντας τους να σημειώσουν μέσα στις επόμενες έξι μέρες όσο περισσότερα μπορούσαν να θυμηθούν σχετικά. Τα τρία από τα αναφερόμενα περιστατικά αντιστοιχούσαν σε πραγματικά γεγονότα, το τέταρτο όμως ήταν φανταστικό και περιέγραφε τον Chris να έχει χαθεί σε ένα εμπορικό mall στην ηλικία των πέντε ετών, να περιμαζεύεται από κάποιον ηλικιωμένο άνδρα, και τελικά να παραδίδεται σώος πίσω στην οικογένεια του. Τις επόμενες πέντε μέρες, ο Chris θυμήθηκε και σημείωσε διάφορες λεπτομέρειες σε σχέση με το φανταστικό περιστατικό: θυμήθηκε ότι ο κύριος που τον είχε περιμαζέψει ήταν σπουδαίος τύπος, θυμήθηκε ότι είχε φοβηθεί πως δε θα έβλεπε την οικογένεια του ποτέ ξανά, θυμήθηκε την κατσάδα που του είχε ρίξει η μητέρα του.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Chris ερωτήθηκε και πάλι. Του ζητήθηκε να βαθμολογήσει τις αναμνήσεις των τεσσάρων περιστατικών σε μία κλίμακα από το 1 ως το 11, όπου το 1 θα αντιστοιχούσε στο πολύ θολό, ενώ το 11 στο εντελώς διαυγές. Για τα τρία αληθή περιστατικά, ο Chris έδωσε βαθμολογίες 1, 10 και 5, ενώ για το φανταστικό περιστατικό με το mall έδωσε 8 – τη δεύτερη υψηλότερη. Επιπλέον, τώρα μπορούσε να θυμηθεί και άλλες λεπτομέρειες, όπως ότι ο ηλικιωμένος άνδρας φορούσε μπλε φανελένιο πουκάμισο, ότι ήταν φαλακρός, και ότι φορούσε γυαλιά. Όταν ενημερώθηκε ότι το ένα από τα τέσσερα περιστατικά ήταν φανταστικό και του ζητήθηκε να το αναγνωρίσει, ο Chris επέλεξε ένα από τα αληθή περιστατικά. Και όταν τελικά του αποκαλύφθηκε ότι το περιστατικό με το mall ήταν πέρα για πέρα φανταστικό, ο Chris δυσκολεύτηκε πολύ να το πιστέψει.
Με κεντρισμένο το ενδιαφέρον, οι Loftus και Coan, σε συνεργασία με άλλα μέλη από την ομάδα, σχεδίασαν ένα νέο πείραμα, βασισμένο στις ίδιες μεθόδους, στο οποίο τη φορά αυτή πήραν μέρος 24 άτομα. Οι έξι από τους συμμετέχοντες –δηλαδή, ένας στους τέσσερις, ή ποσοστό 25%– θυμήθηκαν το ψευδές περιστατικό με το mall, ενώ από αυτούς οι πέντε, όταν τους αποκαλύφθηκε ότι μεταξύ των τεσσάρων περιστατικών το ένα ήταν φανταστικό, υπέδειξαν κάποιο από τα τρία πραγματικά τους βιώματα. Τα ίδια αποτελέσματα επαναλήφθηκαν και σε σειρά άλλων ανάλογων πειραμάτων, από διαφορετικούς ερευνητές, μετά την ανακοίνωση της μελέτης των Loftus και Coan. Ένα 25%, όχι μόνο θυμόταν το ψευδές συμβάν της παιδικής ηλικίας με το mall, αλλά μπορούσε να ανακαλέσει και διάφορες ενδιάμεσες λεπτομέρειες. Έκτοτε, το συγκεκριμένο πείραμα έμεινε γνωστό και πέρασε στη βιβλιογραφία ως τεχνική «Χαμένος στο Mall» («Lost in the Mall» technique – ενδεικτικά μόνο: https://en.wikipedia.org/wiki/Lost_in_the_mall_technique).
Η δημοσίευση όλων αυτών τράβηξε την προσοχή ψυχολόγων, ψυχιάτρων και ερευνητικών ιδρυμάτων. Νέα πειράματα διενεργήθηκαν γύρω από το ζήτημα της δυνατότητας εμφύτευσης ψευδών αναμνήσεων, και τα αποτελέσματα ήταν από εντυπωσιακά έως ανησυχητικά. Έτσι, αν ένα 25% είχε αποδειχθεί δεκτικό στην εμφύτευση της ψευδούς ανάμνησης με το εμπορικό mall, ένα ποσοστό 50% των συμμετεχόντων στο πείραμα της Kimberley Wade, καθηγήτριας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Warwick της Αγγλίας, μπορούσε να θυμηθεί την εμπειρία μιας πτήσης με αερόστατο που δεν είχε γίνει ποτέ. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η επίδειξη παραποιημένων φωτογραφιών, όπου οι συμμετέχοντες εμφανίζονταν να επιβαίνουν στο καλάθι ενός αερόστατου και να χαμογελούν ξέγνοιαστα, σε υποτιθέμενες παλιές οικογενειακές στιγμές. Σε μία άλλη, τρομακτική περίπτωση, ο John Ingram, αξιωματικός της αστυνομίας και πολιτευτής των Ρεπουμπλικανών στην πολιτεία Washington, κατηγορούμενος από τις δύο του κόρες για σεξουαλική κακοποίηση, θυμήθηκε με λεπτομέρειες μία φανταστική επιμέρους ιστορία κακοποίησης των παιδιών του, που ο Richard Ofshoe, κοινωνιολόγος και ειδικός στο θέμα των κατασκευασμένων αναμνήσεων, του είχε προβάλει ως δήθεν πρόσθετη κατηγορία, προκειμένου να ελέγξει την αξιοπιστία της ομολογίας του. Ο Ingram είχε αρχικά αρνηθεί τα πάντα, όμως, έπειτα από επανειλημμένες ανακριτικές συνεδρίες, είχε τελικά αποδεχθεί όλες τις κατηγορίες που του απέδιδαν οι κόρες του, μεταξύ των οποίων και η συμμετοχή σε οργιαστικές σατανιστικές τελετές (σε σχέση με τα προηγούμενα: http://www.bbc.com/news/science-environment-24286258, https://en.wikipedia.org/wiki/Thurston_County_ritual_abuse_case, http://www.spring.org.uk/2008/02/implanting-false-memories-lost-in-mall.php).
Μία από τις παραποιημένες φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν στο πείραμα της Kimberley Wade. Παλιές φωτογραφίες των συμμετεχόντων επικολλήθηκαν σε κάποια άσχετη φωτογραφία αερόστατου, κατά τρόπο ώστε να παραπέμπουν σε οικογενειακές στιγμές του παρελθόντος. Από τους συμμετέχοντες ζητήθηκε έπειτα να καταθέσουν, κατά την πορεία τριών διαδοχικών συνεντεύξεων, όλα όσα μπορούσαν να θυμηθούν σχετικά. |
Εκείνο που έγινε πολύ σύντομα φανερό ήταν ότι το φαινόμενο των ψευδών αναμνήσεων αποτελούσε μία σύνθετη κατάσταση, με μεγάλο φάσμα υποκατηγοριών και υποπεριπτώσεων. Γι' αυτό και η όλη διαταραχή χαρακτηρίστηκε σύνδρομο: το σύνδρομο των ψευδών αναμνήσεων («false memory syndrome» – https://en.wikipedia.org/wiki/False_memory_syndrome).
Μία από τις πολλές προεκτάσεις του ζητήματος ήταν και η νομική. Γιατί, εφόσον ψευδείς αναμνήσεις μπορούσαν, αποδεδειγμένα πλέον, να κατασκευάζονται και να ενσωματώνονται σε δικαστικές μαρτυρίες, πόσο αξιόπιστες μπορούσαν να είναι οι όποιες καταθέσεις μαρτύρων, και πόσο μπορούσαν οι δικαστές, ιδίως σε υποθέσεις δίχως απτά στοιχεία, να βασίζονται σε αυτές; Ήδη το 1992, ταυτόχρονα με την έναρξη των πειραμάτων των Coan και Loftus, στην Αμερική είχε ιδρυθεί το «Ίδρυμα για το Σύνδρομο Ψευδών Αναμνήσεων», με σκοπό την παροχή νομικών συμβουλών και καλύψεων σε κατηγορούμενους που υποστήριζαν ότι είχαν πέσει θύματα ψευδών αναμνήσεων μαρτύρων («False Memory Syndrome Foundation» – http://www.fmsfonline.org, https://en.wikipedia.org/wiki/False_Memory_Syndrome_Foundation). Κατηγορούμενοι για εγκλήματα παιδικής κακοποίησης –αθώοι και ένοχοι– ήταν από τους πρώτους που προσέφυγαν στις υπηρεσίες του, καθώς τα κατηγορητήρια τους βασιζόταν συνήθως σε μαρτυρικές καταθέσεις συμβάντων του παρελθόντος, που πλέον μπορούσαν εύκολα να αμφισβητηθούν και να απορριφθούν στα δικαστήρια. Την ίδια χρονιά είχε ιδρυθεί και το «Innocence Project», ένα ινστιτούτο που προωθούσε την αναψηλάφηση δικαστικών υποθέσεων στις οποίες υπήρχε η υποψία κακοδικίας λόγω, μεταξύ άλλων, λανθασμένων ή και ολότελα ψευδών αναμνήσεων μαρτύρων (http://www.innocenceproject.org).
Πέρα από τα πρακτικά ζητήματα, οι ασχολούμενοι με τη διερεύνηση της όλης ιστορίας δεν άργησαν να φτάσουν και σε ορισμένες περίεργες διαπιστώσεις. Από την αρχή ήταν φανερό ότι οι περισσότερες περιπτώσεις ψευδών αναμνήσεων αφορούσαν άτομα που υποβάλλονταν από ψυχοθεραπευτές σε συνεδρίες αναδρομής υπό ύπνωση, προκειμένου να επαναφέρουν στη μνήμη τους απωθημένα τραυματικά συμβάντα του παρελθόντος και να μπορέσουν έτσι να τα αντιμετωπίσουν. Μεταξύ των ατόμων αυτών, λοιπόν, δύο ασυνήθιστα μοτίβα παράξενων αναμνήσεων διαπιστώθηκε ότι αναδύονταν με αυξημένη συχνότητα. Το πρώτο αφορούσε αναμνήσεις απαγωγής από εξωγήινους – «αναμνήσεις αστρόπλοιων», όπως έμειναν γνωστές («starship memories» – http://news.harvard.edu/gazette/story/2002/10/starship-memories). Το δεύτερο είδος ήταν πιο συχνό και αφορούσε, όπως στην περίπτωση του John Ingram που είδαμε, αναμνήσεις σατανιστικών τελετών. Στην ανάδυση των δύο αυτών μοτίβων αναμνήσεων είχε αναφερθεί ο γνωστός αστροφυσικός και συγγραφέας Carl Sagan, στο βιβλίο του «The Demon–Haunted World: Science as a Candle in the Dark» (https://en.wikipedia.org/wiki/The_Demon-Haunted_World). Πολύ πιο εκτεταμένη, ωστόσο, ήταν η έρευνα του ψυχιάτρου Colin Ross, ο οποίος, μέσα από το βιβλίο «Satanic Ritual Abuse: Principles of Treatment», εξέτασε το φαινόμενο των αναμνήσεων σατανιστικών τελετών υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, εκθέτοντας λιγότερο γνωστές πτυχές του (https://books.google.gr/books/about/Satanic_Ritual_Abuse.html?id=3PkKrgn2CrUC&redir_esc=y). Όπως σημειώνεται από τον Ross, μεταξύ των περιπτώσεων που εξέτασε, τόσο οι άνθρωποι που ανακαλούσαν στη μνήμη τους περιστατικά απαγωγής από εξωγήινους όσο και εκείνοι που διατηρούσαν αναμνήσεις σατανιστικών τελετών ήταν στην πλειοψηφία τους εχέφρονες, συνηθισμένοι κατά τα λοιπά πολίτες, που μάλιστα δυσπιστούσαν έντονα, οι μεν για τις ιστορίες των δε και αντιστρόφως. Ο ίδιος ερευνητής είχε προχωρήσει και σε μία ενδιαφέρουσα επισήμανση: από τα επιστημονικά και διοικητικά μέλη του Ιδρύματος για το Σύνδρομο Ψευδών Αναμνήσεων –του ιδρύματος παροχής νομικής στήριξης, στο οποίο αναφερθήκαμε πριν– ένας σημαντικός αριθμός ήταν άνθρωποι που σχετίζονταν με πειράματα ελέγχου του νου μέσω του σχεδίου MKUltra της CIA, έχοντας σε αρκετές περιπτώσεις λάβει χρηματοδότηση από την εν λόγω υπηρεσία (συγκεκριμένα: http://whale.to/c/falsememory.html – για το σχέδιο MKUltra: https://en.wikipedia.org/wiki/Project_MKUltra).
Υπάρχουν πολύ περισσότερα στην ιστορία αυτή, όμως ας αφήσουμε εδώ την ανασκόπηση. Στόχος της ήταν να μας εισαγάγει σε μία συζήτηση για τους αφανείς μηχανισμούς και τις κερκόπορτες της μνήμης – μιας λειτουργίας συνυφασμένης με τη ζωή σε βαθμό ώστε τα προϊόντα της να συγχέονται συχνά με αυτή. Μιλάμε για ένα περίπλοκο σύστημα καταγραφής εικόνων, σκέψεων, πράξεων, συναισθημάτων, προσώπων, χώρου, χρόνου, αισθήσεων, και γενικά εμπειριών κάθε είδους, με «καλωδίωση» που ξεκινά από τον πυρήνα της ύπαρξης και φτάνει ως τη συνείδηση. Βασικά κέντρα της αποτελούν δομές του εσώτερου εγκεφάλου, όπως ο ιππόκαμπος, η παρεγκεφαλίδα, τα βασικά γάγγλια και οι εγκεφαλικές αμυγδαλές, αλλά και νευρωνικά δίκτυα που διατρέχουν όλο τον εγκεφαλικό φλοιό. Δυσλειτουργία του υπερπολύπλοκου αυτού συστήματος, εκτός από συνήθεις σχετικά διαταραχές, του τύπου της αμνησίας ή της παραμνησίας, μπορεί να οδηγήσει και σε πολύ πιο παράξενες καταστάσεις, όπως η υπερθυμησία (εξαιρετικά εκτεταμένη και λεπτομερής μνήμη κάθε σχεδόν μέρας ζωής του ατόμου, γνωστή και ως αυτοβιογραφική μνήμη), η επιλεκτική αμνησία ενός μεμονωμένου γεγονότος (αμνησία που αφήνει ένα κενό στο αρχείο της μνήμης – «lacunar amnesia») ή η αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας (εναλλαγή δύο ή περισσότερων προσωπικοτήτων στη συμπεριφορά του ατόμου, γνωστή και ως διαταραχή πολλαπλών προσωπικοτήτων – ενδεικτικά σε σχέση με τις διάφορες διαταραχές της μνήμης: https://en.wikipedia.org/wiki/Category:Memory_disorders).
Στο σχήμα σημειώνονται η αριστερή εγκεφαλική αμυγδαλή, ο ιππόκαμπος και η παρεγκεφαλίδα. Κάθε μία από τις εγκεφαλικές αυτές δομές εξυπηρετεί διαφορετικά είδη μνήμης, με την παρεγκεφαλίδα να είναι υπεύθυνη για τη λεγόμενη διαδικαστική μνήμη, τη μνήμη δηλαδή που σχετίζεται με την εκμάθηση αυτοματοποιημένων διεργασιών (δεξιοτήτων), όπως το δέσιμο των κορδονιών ή η ισορροπία στις δύο ρόδες ενός ποδηλάτου, το δε ζεύγος των εγκεφαλικών αμυγδαλών να σχετίζεται με τη συναισθηματική μνήμη, τη σύνδεση δηλαδή καταστάσεων με συναισθήματα, και ειδικά με το φόβο (όπως όταν π.χ. η θέα ενός φιδιού, μέσω του φόβου, ανασύρει παρόρμηση φυγής). Ο ιππόκαμπος, από την άλλη, εξυπηρετεί τις πιο περίπλοκες λειτουργίες μνήμης, καθώς κωδικοποιεί και αποθηκεύει ολόκληρους νοητικούς χάρτες, όπου δεδομένα χώρου διασυνδέονται και εμπλουτίζονται με σχετικά στοιχεία και λεπτομέρειες. |
Όμως, και πάλι, αντικείμενο μας εδώ δεν είναι οι παθολογικές καταστάσεις μνήμης, αλλά μία συζήτηση για τη φυσιολογική μνήμη και τις επιδράσεις που το περιβάλλον της πόλης μπορεί να ασκεί στη λειτουργία της. Γιατί, εφόσον η πόλη επιδρά, άμεσα ή έμμεσα, σε κάθε σχεδόν παράμετρο της ζωής των πολιτών, θα ήταν παράδοξο να μην επιδρά και στις διεργασίες της μνήμης τους.
Μια τέτοια συζήτηση, λοιπόν, θα μπορούσε να διαχωριστεί σε δύο επιμέρους βασικές συζητήσεις. Η πρώτη αφορά τη μνήμη της ίδιας της πόλης από πλευράς των κατοίκων. Πρόκειται για ένα θέμα του οποίου πτυχές θίξαμε ήδη μέσα από την υποενότητα "Στην πεδιάδα με τις επιφάνειες". Εκεί, μιλώντας για το σύστημα χωρικής αντίληψης, είχαμε επισημάνει ένα ενδιαφέρον γεγονός: η μνημονική αποτύπωση της πόλης παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις, τόσο ως προς την πραγματική της εικόνα όσο και μεταξύ των κατοίκων.
Σε σχέση με το προηγούμενο, αλλά και γενικότερα για το ζήτημα των επιδράσεων που ασκούν οι σύγχρονες πόλεις στις νοητικές λειτουργίες των κατοίκων τους, έχει συγκεντρωθεί ένας μεγάλος όγκος δεδομένων, προϊόν πολυάριθμων μελετών, εργασιών και αναλύσεων, των τελευταίων κυρίως ετών. Οι έρευνες αυτές –οι οποίες και μαρτυρούν το αυξανόμενο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας γύρω από το θέμα– έχουν καταλήξει σε αναπάντεχα ευρήματα, οδηγώντας σε συμπεράσματα που ξεφεύγουν από τα προφανή. Κομβικές έννοιες σε κάθε έρευνα του είδους αποτελούν η αντιληπτικότητα και η μνήμη. Η πρώτη αναφέρεται στο κατά πόσο πληροφορίες του περιβάλλοντος που συλλαμβάνονται από τις αισθήσεις φτάνουν να εντυπώνονται στη συνείδηση, ενώ η δεύτερη αφορά τη δυνατότητα ανάσυρσης των πληροφοριών αυτών σε δεύτερο χρόνο. Ο διαχωρισμός είναι, βέβαια, σημαντικός αλλά και προβληματικός ταυτόχρονα, καθώς ο ανθρώπινος νους λειτουργεί ως σύνολο, του οποίου οι επιμέρους λειτουργίες είναι δύσκολο να απομονωθούν και να αναλυθούν ξεχωριστά. Όπως και να 'χει, εδώ θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στις λειτουργίες της μνήμης, συμπληρώνοντας τη συζήτηση της υποενότητας "Στην πεδιάδα με τις επιφάνειες", η οποία περιστράφηκε κυρίως γύρω από τις αντιληπτικές λειτουργίες.
Ιούνιος 2014. Παραπλεύρως της πλατείας Κλαυθμώνος, στις ανενεργές από πολλά χρόνια κυλιόμενες σκάλες προς τον υπόγειο χώρο στάθμευσης της πλατείας, είχε τοποθετηθεί μία πινακίδα LED matrix, στην οποία εναλλάσσονταν οι λέξεις «REALITY DECOMPOSED» («ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΜΕΝΗ»). Το σκηνικό συμπληρωνόταν από διάσπαρτα άδεια κουτιά και πολυάριθμα γυαλιστερά αυτοκόλλητα ποικίλων μεγεθών, τα οποία προφανώς παρίσταναν τα αποσυνδεδεμένα μέρη της «αποσυναρμολογημένης πραγματικότητας». Είναι ζήτημα αν ένας στους εκατό περαστικούς πρόσεχε την αλλόκοτη γωνιά. Και είναι ένα άλλο ζήτημα το πόσοι από εκείνους που την πρόσεχαν ενέγραφαν στη μνήμη τους το γεγονός σε βαθμό ώστε να θυμηθούν ή έστω να νιώσουν ασυναίσθητα οτιδήποτε την επόμενη φορά που θα περνούσαν από το σημείο. Παρεμπιπτόντως –και αυτό ανήκει σε ένα άλλο κεφάλαιο της συζήτησης περί μνήμης– από την πλατεία Κλαυθμώνος διερχόταν η Θεμιστόκλεια οχύρωση της αρχαίας πόλης των Αθηνών, τμήματα της οποίας σώζονται ακόμα, εκτεθειμένα σε κοινή θέα (http://mlp-blo-g-spot.blogspot.gr/2016/04/klafthmonos.html). Κάποτε, εκεί τελείωνε η πόλη. |
Η σύγχρονη πόλη, λοιπόν, δεν είναι μέρος φιλικό προς τη μνήμη, και αυτό δε χρειάζονται μελέτες για να γίνει φανερό. Αρκεί να αντιδιαστείλει κανείς την καθημερινή ρουτίνα ενός κατοίκου της υπαίθρου ή ενός αστού των παλιών καιρών με εκείνη ενός κατοίκου μιας σημερινής πόλης – και πολύ περισσότερο μιας μεγαλούπολης. Στην πρώτη περίπτωση, μιλάμε για ένα περιβάλλον περιορισμένης πολυπλοκότητας, γνώριμο και σχετικά σταθερό, με ρυθμό αλλαγών αρκετά αργό ώστε η αποτύπωση και ενσωμάτωση τους στο νοητικό χάρτη των κατοίκων να γίνεται κατά τρόπο ομαλό. Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, ο κάτοικος έρχεται αντιμέτωπος με ένα αδιάκοπα μετασχηματιζόμενο περιβάλλον, όπου τα περισσότερα πρόσωπα ανήκουν σε αγνώστους, η κυκλοφορία είναι χαώδης και διαρκώς μεταβαλλόμενη, ενώ ένας κυκεώνας πληροφοριών αποσπά την προσοχή κάθε στιγμή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μνήμη περιορίζεται στο να καταγράφει και να ανασύρει τις σημαντικότερες μόνο πληροφορίες, εκείνες που είναι απαραίτητες για τις άμεσες ανάγκες. Ως αποτέλεσμα, η μνημονική αποτύπωση της πόλης δεν εμπεριέχει μία ολοκληρωμένη εικόνα, αλλά μόνο αποσπάσματα της – ένα κολλάζ από επιμέρους κομμάτια.
Η συμπεριφορά αυτή της μνήμης είναι κάτι το γνώριμο σε όλους μας. Μπορεί, για παράδειγμα, να θυμόμαστε ξεκάθαρα την πρόσοψη ενός κεντρικού κτιρίου, αλλά να μη θυμόμαστε τα διπλανά του κτίρια ή να μην μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιος δρόμος διέρχεται πίσω από αυτό. Ακριβώς επειδή είναι καθολικές, εκλαμβάνουμε τέτοιου τύπου ανομοιογένειες στις μνημονικές μας εγγραφές ως φυσικές και αναμενόμενες, θεωρώντας αυτονόητη τη συγκράτηση στοιχείων που μας ενδιαφέρουν και την απόρριψη άλλων, ασήμαντων για εμάς. Στην ουσία, ωστόσο, πρόκειται για μία διαδικασία επιλεκτικής μνήμης. Μέσω αυτής, κάθε κάτοικος καταλήγει σε μία εξατομικευμένη αποτύπωση της πόλης, σε ένα μνημονικό κολλάζ προσαρμοσμένο στα δικά του, ιδιαίτερα δεδομένα. Οι εκδοχές της πόλης που προκύπτουν έτσι είναι εν πολλοίς υποκειμενικές και συχνά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, σε ένα βαθμό, κάθε κάτοικος ζει σε μια δική του πόλη.
Στον πυρήνα όλων αυτών, όμως, υπάρχει η απτή, υλική πόλη. Και, αν η εικόνα της μεταξύ των κατοίκων περνάει μέσα από τη διαδικασία επιλεκτικής μνήμης που περιγράψαμε, η πόλη, με τη σειρά της, επάγει επίσης ένα είδος επιλεκτικής αμνησίας, μέσω της ίδιας της δομής.
|