ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Πόλεις του ονείρου (μέρος Β')

 

 

Η εκπληκτική ποικιλομορφία του ονειρικού φάσματος, με τις άπειρες διαβαθμίσεις σε ένταση, διαύγεια και αληθοφάνεια, αποτελεί μία ακόμα ένδειξη του ότι τα όνειρα δεν αποτελούν μονοσήμαντη εκδήλωση, αλλά περίπλοκο φαινόμενο της ζωής, που διαπερνά ολόκληρη την ύπαρξη. Ξεχωριστή θέση στο φάσμα αυτό κατέχει μία πολύ ιδιαίτερη κατηγορία ονείρων, τα οποία μεταφέρουν, όχι μόνο το ονειρευόμενο μέρος του εγκεφάλου, αλλά και την αφυπνισμένη συνείδηση του κοιμώμενου στο «κάπου» και «κάποτε» αλλού. Πρόκειται για τα λεγόμενα «εναργή» ή –όπως είναι γνωστότερα από την αγγλοσαξονική εκδοχή του όρου– «lucid» όνειρα («lucid» σημαίνει ευκρινής).

 

Με απλά λόγια, εναργή/lucid χαρακτηρίζονται τα όνειρα κατά τα οποία το άτομο, τη στιγμή που ονειρεύεται, έχει συνείδηση του ότι ονειρεύεται. Μέσα σε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση ύπαρξης, ο ονειρευόμενος έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την εξέλιξη του ονείρου, συνοδευόμενη συνήθως από μια συναρπαστική αίσθηση ελευθερίας, καθώς μπορεί να εξερευνήσει ή και να διαμορφώσει κατά τη δική του βούληση το ονειρικό σκηνικό.

 

Όπως θα περίμενε κανείς, τα εναργή όνειρα έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων μελετών, οι οποίες –και πάλι όπως θα περίμενε κανείς– ελάχιστα κατάφεραν να αποκαλύψουν σε σχέση με τους υποκείμενους μηχανισμούς. Ας δούμε τι μας μεταφέρει σχετικά ο καθηγητής Michel Jouvet (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

...Το γεγονός ότι μερικοί ονειρεύονται, γνωρίζοντας ότι ονειρεύονται, το είχε παρατηρήσει πρώτος ο Αριστοτέλης. Πιο κοντά στην εποχή μας, αυτή η εμπειρία είχε συσχετιστεί επί μακρόν με το μαρκήσιο Harvey de Saint–Denis (1823–1892). Ο μαρκήσιος δημοσίευσε ένα ιδιαίτερα αξιόλογο έργο το 1867, ξεκινώντας από τη μελέτη των δικών του ονείρων: «Τα όνειρα και τα μέσα για να τα κατευθύνουμε»...

 

...Έπρεπε όμως να περιμένουμε τις πιο πρόσφατες εργασίες που απέδειξαν ότι το εναργές όνειρο επέρχεται μόνο κατά τη διάρκεια του παράδοξου ύπνου (ύπνου REM). Ο γιατρός Stephen Laberge, έχοντας ο ίδιος εναργή όνειρα, θέλησε να τα μελετήσει αντικειμενικά:

 

«Το πρόβλημα ήταν το εξής: επειδή το μεγαλύτερο μέρος του σώματος του ονειρευομένου είναι σε παράλυση στη διάρκεια του παράδοξου ύπνου, πώς μπορεί ο ονειρευόμενος να στείλει ένα μήνυμα ότι ονειρεύεται; Όποιος βλέπει εναργή όνειρα, τι είναι ικανός να κάνει τη στιγμή που ονειρεύεται, το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί ή να μετρηθεί επιστημονικά; Είχα λοιπόν μια έμπνευση. Υπάρχει μια φανερή εξαίρεση σ' αυτή τη μυϊκή παράλυση: οι οφθαλμικές κινήσεις δεν καταστέλλονται με κανέναν τρόπο στη διάρκεια του ύπνου REM. Γι' αυτό, η εμφάνιση των γρήγορων κινήσεων των οφθαλμών δίνει το όνομά της σ' αυτή την περίοδο του ύπνου (Ταχείες Οφθαλμικές Κινήσεις – Rapid Eye Movements – REM). [...] Μου φάνηκε ότι κουνώντας τα μάτια μου "στο όνειρο" με αναγνωρίσιμο τρόπο, θα ήταν δυνατόν να στείλω ένα μήνυμα στον εξωτερικό κόσμο, όταν θα έχω εναργές όνειρο.»

 

Το 1983, η ομάδα του Laberge πραγματοποίησε μια μελέτη σε επτά άτομα, πέντε άνδρες και δύο γυναίκες, που είχαν την ικανότητα να δημιουργούν εναργή όνειρα, στη διάρκεια 552 νυχτών. Τα άτομα που συμμετείχαν, έπρεπε να επισημαίνουν, με συνδυασμούς διαφόρων ειδικών κινήσεων των ματιών, των δακτύλων και/ή με το σφίξιμο της γροθιάς, που καταγράφονταν χάρη στο ηλεκτρομυογράφημα στο πολυγραφικό διάγραμμα του ύπνου, τη στιγμή που συνειδητοποιούσαν ότι πρόκειται να ονειρευτούν. Στη μελέτη αυτή, σημειώθηκαν 50 εναργή όνειρα με αυτό τον τρόπο:

 

«Όλα τα συνοδά χαρακτηριστικά σημεία της έλευσης των εναργών ονείρων εκδηλώθηκαν αναμφίβολα στις περιόδους του παράδοξου ύπνου. [...] Τα δύο κυρίαρχα συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι, πρώτον, το εναργές όνειρο μπορεί να επέλθει στη διάρκεια του παράδοξου ύπνου και, δεύτερον, είναι δυνατόν για τους εναργώς ονειρευόμενους να το υποδείξουν παράλληλα με το όνειρο. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, σε μερικές περιπτώσεις, η αντίληψη του να ονειρεύεσαι στη διάρκεια του παράδοξου ύπνου μπορεί να είναι πολύ πιο επεξεργασμένη και λογική απ' ό, τι έχει υποστηριχθεί μερικές φορές, και προσφέρει τη δυνατότητα να γίνει μια νέα προσέγγιση στην έρευνα του ονείρου. Οι εναργώς ονειρευόμενοι, λοιπόν, μπορούν να επιτρέψουν να γίνουν νέα πειράματα, λόγου χάρη να οριστούν οι ακριβείς χρόνοι των ειδικών ονειρικών γεγονότων, να δημιουργηθεί σύνδεσμος μεταξύ των ακριβών ηλεκτροφυσιολογικών συσχετίσεων και να δοκιμαστούν μεθοδικά οι υποθέσεις.» (Laberge, 1981–1985).

 

 

Όπως περιγράφεται στο παραπάνω απόσπασμα, ορισμένοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα, όχι απλώς να ονειρεύονται εναργή όνειρα, αλλά και να τα προκαλούν, υποδεικνύοντας παράλληλα τα χρονικά διαστήματα που αυτό συμβαίνει με κινήσεις των ματιών, των χεριών, ή χρησιμοποιώντας άλλα σινιάλα, δίχως να ξυπνούν. Για την πλειοψηφία των ανθρώπων, από την άλλη, η βίωση της εκπληκτικής εμπειρίας των εναργών ονείρων είναι κάτι που θα τους συμβεί ακούσια μόνο, λιγοστές –μετρημένες στα δάχτυλα συνήθως– φορές στη ζωή τους. Μερικοί, πιο άτυχοι, δε θα βιώσουν ποτέ τους εναργή όνειρα, δυσπιστώντας αμετάπειστα σε οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία. Είναι χαρακτηριστική η ομολογία του καθηγητή Jouvet, ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στην επιστημονική μελέτη των ονείρων (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Πρέπει να ομολογήσω ότι για πολύ καιρό δεν πίστευα ότι υπάρχουν εναργή όνειρα. Εντούτοις, ύστερα από τρία χρόνια μπόρεσα να διαπιστώσω, σε τέσσερις περιπτώσεις, πόσο καταπληκτική υποκειμενική εμπειρία είναι η εξέλιξη της ονειρικής απεικόνισης την οποία δεν μπορούμε να επηρεάσουμε, και για την οποία διαπιστώνουμε, όντας εντελώς συνειδητοί, ότι πρόκειται για όνειρο. Έτσι, ένα Εγώ, που έχει συνείδηση ότι είναι συνειδητό και εν εγρηγόρσει (συνείδηση που στοχάζεται), γίνεται αντικείμενο ονείρου από ένα ασυνείδητο που δεν επηρεάζεται (αλλά μπορεί να διακόπτεται στην παραμικρή κίνηση). Η ερμηνεία αυτών των φαινομένων με νευροβιολογικούς όρους μάς διαφεύγει.»

 

Στα εναργή όνειρα, το άτομο παύει να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του παθητικά ονειρευόμενου και, με τη συμμετοχή της αφυπνισμένης συνείδησης, μετατρέπεται σε ενεργητικό «ονειρευτή». Ο ονειρευτής είναι πλέον ελεύθερος να ταξιδέψει συνειδητά στα μονοπάτια των ονείρων, συχνά έχοντας και τη δυνατότητα να επιλέξει προορισμό. Είναι σε αυτή την τελευταία περίπτωση που η μαγεία και το μυστήριο των εναργών ονείρων ξετυλίγονται σε όλο τους το μεγαλείο. Και είναι σε αυτού του είδους τις περιπλανήσεις που οι ονειρευτές μεταφέρουν μερικές φορές πίσω μαζί τους ολοζώντανες εικόνες και αναμνήσεις από πόλεις του ονείρου.

 

Σε πολλές περιπτώσεις, η πόλη του ονείρου ταυτίζεται με την πόλη στην οποία ο ονειρευτής ζει την ξύπνια ζωή, είναι όμως αλλαγμένη κατά αναπάντεχους τρόπους, αποτελώντας στρεβλό της αντίγραφο. Συχνά, η τοπογραφία της πόλης μοιάζει να έχει συστραφεί, με περιοχές που κανονικά απέχουν μεταξύ τους χιλιόμετρα, τώρα να γειτνιάζουν, ενώ αδιάφορα σημεία της πόλης της καθημερινότητας μετατρέπονται σε επίκεντρα μεγάλης –αλλά ακαθόριστης συνήθως– σημασίας. Ο αναζητητής της ημέρας έχει πολλά να μάθει από τον ονειρευτή της νύχτας μετά από τέτοιου είδους περιπλανήσεις. Γιατί ενίοτε, μέσα από τις στρεβλώσεις της ονειρικής πόλης, μπορεί να ξεβράζονται πληροφορίες για υπαρκτές καταστάσεις της πόλης της ξύπνιας ζωής, που μόνο μέσω του ονειρευόμενου εγκέφαλου είναι δυνατόν να αναδυθούν, σχηματοποιημένες.

 

Αλλά, υπάρχουν και άλλων ειδών ονειρικές πόλεις. Οι πιο μαγικές είναι οι Πόλεις του Δειλινού.

 

Τί είναι οι Πόλεις του Δειλινού;

 

Α, ίσως και να πρόκειται τελικά για μία και μοναδική πόλη, την οποία ο κάθε ονειρευτής αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο – ποιος ξέρει; Όμως, κατά βάση, οι Πόλεις του Δειλινού είναι αυτό που υποδηλώνει ο όρος: ονειρικές πόλεις, λουσμένες στο φως αιώνιου δειλινού. Υπάρχουν και μερικά άλλα, κοινά στις περισσότερες περιπτώσεις γνωρίσματα. Χαρακτηριστικά, οι ονειρικές πόλεις του είδους γίνονται συνήθως ορατές μόνο από απόσταση, παραμένοντας για κάποιον ακαθόριστο λόγο δυσπρόσιτες ή και εντελώς απρόσιτες, ενώ συχνά περιβάλλονται από μια αύρα προανθρώπινης αρχαιότητας ή πλήρους αχρονικότητας.

 

Στο αφελές ερώτημα του κατά πόσο οι πόλεις του ονείρου υπάρχουν πραγματικά, η απάντηση είναι προφανής και εξίσου αφελής: υπάρχουν και είναι τόσο πραγματικές όσο και τα όνειρα. Στο σαφώς πιο εύστοχο ερώτημα του πόσο συνηθισμένα είναι τα όνειρα με ονειρικές πόλεις, η απάντηση παρουσιάζει ενδιαφέρον: πολύ συνηθισμένα, περισσότερο απ' όσο θα περίμενε κανείς.

 

Όμως, πέρα από ένα σημείο, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, οι λέξεις γενικότερα, είναι περιορισμένης αξίας όταν το αντικείμενο είναι τα όνειρα. Ο ταξιδιώτης του ονείρου δεν έχει ανάγκη από εξηγήσεις· διψά μόνο για το ταξίδι και γνωρίζει μόνο να ταξιδεύει. Κι αν κάποιες νύχτες τα όνειρα της πόλης τον οδηγήσουν σε πόλεις του ονείρου, η μαγεία της ανάμνησης θα τον στοιχειώνει για πάντα και στην ξύπνια του ζωή. Γιατί, βέβαια, θα είναι πάντα ο ξύπνιος εαυτός που θα αναπολεί και θα λαχταρά τα ταξίδια του ονειρευτή, όχι το αντίστροφο.

 

Ας αφήσουμε, λοιπόν, κι εμείς κάπου εδώ τα λόγια, κλείνοντας, αντί επιλόγου, με τις πρώτες παραγράφους από το διήγημα του H. P. Lovecraft, "Η Ονειρική Αναζήτηση του Άγνωστου Καντάθ", ενός σαγηνευτικού αριστουργήματος που μόνο ένας πραγματικός ονειρευτής θα μπορούσε να διηγηθεί.

 

Σας ευχόμαστε να ονειρευτείτε.

 

 

Τρεις φορές ο Ράντολφ Κάρτερ ονειρεύτηκε τη μαγευτική πόλη, και τρεις φορές τον άρπαξαν και τον πήραν μακριά της τη στιγμή ακριβώς που κοντοστεκόταν για να τη θαυμάσει από το ψηλό περβάζι που δέσποζε πάνω απ' αυτή.

 

Φάνταζε χρυσαφένια και πανέμορφη, έτσι όπως ήταν λουσμένη στο φως του δειλινού, με τείχη, ναούς, κιονοστοιχίες και τοξωτές γέφυρες από φλεβωτό μάρμαρο, ασημένιες γούρνες σιντριβανιών με πίδακες όλο ουράνια τόξα κι ευωδιαστούς κήπους, με πλατιές λεωφόρους που ξανοίγονταν ανάμεσα σε αλέες από ντελικάτα δέντρα και ανθισμένες υδρίες και λαμπερές σειρές από φιλντισένια αγάλματα. Πέρα στις βορινές πλαγιές σκαρφάλωναν σε αλλεπάλληλες σειρές κόκκινες στέγες και παλιά μυτερά αετώματα που έκρυβαν ανάμεσά τους μικρά σοκάκια με χορταριασμένα λιθόστρωτα.

 

Ήταν σαν ένα μεθύσι των θεών, σαν ένα πανηγυρικό σάλπισμα από ουράνιες τρομπέτες και μια κλαγγή από αθάνατα κύμβαλα. Μια μυστηριακή ατμόσφαιρα πλανιόταν πάνω απ' όλα, σαν τα σύννεφα που σκεπάζουν κάποια μυθικά κι απάτητα βουνά. Κι εκεί που ο Κάρτερ στεκόταν με κομμένη την ανάσα και όλο προσδοκία σ' εκείνο το σκαλιστό παραπέτο, ένιωσε να τον πλημμυρίζει μια σχεδόν οδυνηρή λαχτάρα και μια αίσθηση αγωνιώδους προσμονής από σχεδόν ξεχασμένες αναμνήσεις, εκείνος ο πόνος των χαμένων πραγμάτων και η αβάσταχτη λαχτάρα να θυμηθείς ξανά κάτι που κάποτε έπαιζε φοβερό και σπουδαίο ρόλο για σένα.

 

Ήξερε ότι η πόλη πρέπει να είχε κάποτε υπέρτατη σημασία γι' αυτόν, αν και δε θα μπορούσε να πει σε ποιο κύκλο ή ενσάρκωση, στον ύπνο ή την ξύπνια ζωή, την είχε γνωρίσει. Θυμόταν αόριστα φευγαλέες εικόνες από κάποια μακρινή πρώτη του νιότη, τότε που τα θαύματα και η χαρά αποτελούσαν τα συστατικά του καθημερινού μυστήριου, τότε που οι αυγές και τα δειλινά εναλλάσσονταν προφητικά στο ρυθμό μιας ενθουσιώδους μουσικής από λαγούτα και τραγούδια, αποκαλύπτοντας πέρα μπροστά φλογερές πύλες που ξανοίγονταν προς ολοένα και πιο εκπληκτικά θαύματα παραπέρα. Αλλά την κάθε νύχτα που ο Κάρτερ στεκόταν σ' εκείνο το μαρμαρένιο περβάζι με τις παράξενες υδρίες και το λαξευτό παραπέτο κι αγνάντευε πέρα στη σιωπηλή πόλη του δειλινού και της ομορφιάς και του απόκοσμου μεγαλείου ένιωθε τα δεσμά των τυραννικών θεών του ονείρου. Γιατί με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να σαλέψει από εκείνο το ψηλό σημείο ή να κατέβει τις πλατιές μαρμάρινες σκάλες που κατηφόριζαν ατέλειωτες προς εκείνους τους δρόμους της παλιάς μαγείας που απλώνονταν πέρα, και τον καλούσαν...

 

Tο διήγημα έχει μεταφραστεί από τον Γιώργο Μπαλάνο και εκδοθεί από τις εκδόσεις "Locus7" (από εκεί προέρχεται και το παραπάνω απόσπασμα). Μπορείτε να το βρείτε στη διεύθυνση https://locus7.gr/lovecraft-derleth/110/η-ονειρική-αναζήτηση-του-άγνωστου-καντάθ/.html.

 

 

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ