...Βαδίζεις στη συγκεκριμένη περιοχή της πόλης ακολουθούμενος από την πιστή σου σκιά. Ή, μήπως, δεν υπάρχει σκιά;
Κοντοστέκεσαι, επιχειρώντας να ξεκαθαρίσεις το ζήτημα. Προσπαθείς να αποφασίσεις αν επικρατεί μέρα ή νύχτα. Κατά παράξενο τρόπο, δεν είναι σαφές από πού ακριβώς προέρχεται το φως που φωτίζει τη σκηνή μπροστά σου. Ημίφως, για την ακρίβεια – ένα ημίφως που μοιάζει εγγενές, σαν να μην προέρχεται από πουθενά, αποτελώντας αυθύπαρκτο στοιχείο που δεν επιδέχεται διερεύνηση.
Μοιάζει σαν ο φωτισμός, γενικά, να εξαρτά την ένταση και τα λοιπά του χαρακτηριστικά από τη δική σου διάθεση. Γιατί τώρα έχει αρχίσει να υποβόσκει μια μεταλλικής χροιάς ασημί ανταύγεια, που διαχέεται απαλά στο περιβάλλον γύρω σου. Είναι τόσο ανεπαίσθητη και τόσο ακαθόριστη η ανταύγεια αυτή, ώστε, με μια αντιστροφή οπτικής, θα μπορούσες να πεις ότι είναι ένα ελαφρύ σκοτάδι εκείνο που ακτινοβολεί και διαχέεται μετριάζοντας το φως, όχι το αντίστροφο.
Συνεχίζεις να προχωράς. Ακαθόριστο είναι και το κατά πόσο υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γύρω σου. Θεωρητικά υπάρχουν, όμως μοιάζουν με σκιές στα όρια του οπτικού σου πεδίου, καθώς, κάθε φορά που προσπαθείς να εστιάσεις πάνω τους, γλιστρούν στην περιφέρεια της αντίληψης σου.
Δεν αναρωτιέσαι πραγματικά, ούτε και απασχολείς για πολύ το μυαλό σου με συγκεκριμένες σκέψεις. Νιώθεις και αντιλαμβάνεσαι, αλλά δεν αναλύεις. Παρατηρείς, αλλά ελάχιστα παρεμβαίνεις. Περισσότερο είσαι παρατηρητής του εαυτού σου παρά εντολέας του.
Τώρα στρέφεις την προσοχή σου στη διαδρομή που ακολουθείς.
Καθώς εστιάζεις, ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά σου αλλάζει διαρκώς.
Ξανά και ξανά, κάθε φορά που επιχειρείς να συλλάβεις τη σκηνή, η εικόνα του δρόμου είναι διαφορετική.
Είναι, ωστόσο, πάντα ο ίδιος δρόμος.
Παραιτείσαι από την προσπάθεια της παρατήρησης τη στιγμή που, για πρώτη φορά, διερωτάσαι σχετικά με το σκοπό της περιπλάνησης σου. Αυτοστιγμεί, με τη σκέψη αυτή, αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις πια φτάσει στον προορισμό σου – έναν προορισμό του οποίου την ύπαρξη αγνοούσες καθ' όλη τη διάρκεια της προηγούμενης διαδρομής.
Τώρα βαδίζεις σε κάτι που μοιάζει με αδιέξοδο. Στο τέρμα του υψώνεται ένα μεγάλο, εγκαταλελειμμένο, αλλά όχι και έρημο κτίριο.
Καθώς προχωράς προς το εσωτερικό του, διακατέχεσαι από μία γεμάτη υπαινιγμούς αίσθηση ότι στο μέρος αυτό έχεις ξαναβρεθεί· πολλές φορές.
Οι κάτοικοι του κτιρίου θα μπορούσαν και να χαρακτηριστούν ακρίτες. Αποτελούν κάτι σαν μικρό κοινόβιο ανθρώπων που έχουν εγκατασταθεί στο μέρος προ πολλού. Σε γνωρίζουν, αλλά και εσύ τους έχεις ξαναδεί – πάλι εκείνη η όλο υπαινιγμούς αίσθηση. Η στάση τους απέναντι σου είναι από ουδέτερη ως βαριεστημένη. Μια σύντομη συνομιλία διεξάγεται μεταξύ σας. Μια συνομιλία, όμως, που δεν αρθρώνεται με λέξεις. Σε πληροφορούν ότι η πόλη τελειώνει εδώ και ότι παραπέρα δεν μπορείς να βαδίσεις προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Συνέχεια υπάρχει, αλλά, αν θέλεις να συνεχίσεις, θα πρέπει να...
Είναι αδύνατο να προσδιορίσεις, ακόμη και στον ίδιο σου τον εαυτό, τι ακριβώς περιελάμβανε εκείνο το «να». Το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι το εφάρμοσες σχετικά εύκολα, έχοντας την αίσθηση ότι «γλιστράς, κυρίως προς τα πλάγια» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Η τελευταία σου εντύπωση από το κτίριο είναι η ύπαρξη μεγάλου συσσωρευμένου όγκου νερού στο εσωτερικό του. Τώρα που το ξανασκέφτεσαι, ναι, κάπου υπήρχε κάτι σαν μεγάλη, πολυκαιρισμένη, εσωτερική δεξαμενή.
Το σκηνικό έχει ξαφνικά αλλάξει εντελώς, αλλά η αίσθηση της συνέχειας είναι κάτι παραπάνω από σαφής. Βρίσκεσαι πλέον στις παρυφές της πόλης – μιας πόλης που βρίσκεται βυθισμένη σε αιώνιο δειλινό.
Είναι τα δύο αυτά στοιχεία –του αιώνιου δειλινού και της προοπτικής από τις παρυφές της πόλης– που εντυπώνονται βαθύτερα από οτιδήποτε άλλο, σχεδόν βασανιστικά, μέσα σου.
Κάθε σου απόπειρα να κοιτάξεις την πόλη καταλήγει σε φευγαλέες μόνο ματιές, που συνοδεύονται από ένα αίσθημα ιλίγγου και ζάλης. Κι από την άλλη, είναι σαν να κοιτάζεις με τα μάτια κλειστά.
Επιμένεις. Σε σύγκριση με πριν, τώρα έχεις περισσότερη αυτοσυναίσθηση και μπορείς να ελέγξεις καλύτερα τον εαυτό σου. Προσπαθείς να δεις την πόλη, όχι απλά να την κοιτάξεις.
Οι εικόνες που αποκομίζεις είναι κάπως λιγότερο συγκεχυμένες, όμως η προσπάθεια που καταβάλεις κάνει σχεδόν ανυπόφορη την αίσθηση του ιλίγγου. Αλλά, η έντονη προσπάθεια έχει και ένα άλλο επακόλουθο...
Σαν από τα τρίσβαθα κάποιου αχανούς λαβυρίνθου, αισθάνεσαι να σε πλησιάζει γοργά κάτι που μέσα σου εντυπώνεται ως κύμα ή μακρινός βρόντος. Το ότι θα σε «φτάσει» σύντομα –έτσι το καταγράφεις– νιώθεις ότι είναι αναπόφευκτο, οπότε απλά περιμένεις ασάλευτος. Πράγματι, έπειτα από μερικές στιγμές τραντάζεσαι ολόκληρος.
Ήταν μια σκέψη, τελικά, εκείνο που σε συνετάραξε: η σκέψη ότι δεν μπορεί παρά να ονειρεύεσαι.
Μα βέβαια, όλα αυτά τα αλλόκοτα και αινιγματικά δε θα μπορούσαν παρά να συμβαίνουν σε όνειρο. Με τη συνειδητοποίηση αυτή, περιμένεις τώρα να ξυπνήσεις από στιγμή σε στιγμή. Έτσι γίνεται σχεδόν πάντα – με το που αντιλαμβάνεσαι ότι ονειρεύεσαι, ξυπνάς.
Όμως, τη φορά αυτή το όνειρο δε διακόπτεται.
Κάτι ανάλογο, να ξυπνήσεις δηλαδή μέσα σε όνειρο χωρίς το όνειρο να διακοπεί, σού έχει ξανασυμβεί λίγες φορές στη ζωή σου. Ανακαλείς ότι σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις το όνειρο διακοπτόταν τελικά λίγο αργότερα, όταν επέμενες να εστιάζεις υπερβολικά στο ονειρικό σκηνικό, αντιμετωπίζοντας το σαν περίσταση της ξύπνιας ζωής. Έτσι, τώρα ακροβατείς ανάμεσα στο όνειρο και στις σκέψεις του ξύπνιου τμήματος του εαυτού σου, προσπαθώντας να ισοσταθμίσεις μέσα σου τις δύο αυτές καταστάσεις συνείδησης.
Η πόλη του αιώνιου δειλινού εξακολουθεί να απλώνεται μπροστά σου, πιο χειροπιαστή από πριν. Συνειδητοποιείς ότι η πόλη, αυτή η άλλη πόλη, που καταλαμβάνει τον ίδιο χώρο με την πόλη της ξύπνιας καθημερινότητας, μα ταυτόχρονα βρίσκεται τόσο ολοκληρωτικά αλλού, είναι –αλλά και ήταν πάντα– ο προορισμός σου. Η πόλη είναι η πύλη. Ακόμη και ηχητικά, οι δύο λέξεις διαφέρουν κατά ένα μόλις φωνήεν.
Σπεύδεις να σταματήσεις την ακολουθία των λογικών σκέψεων, καθώς διαισθάνεσαι ότι με αυτές υπάρχει κίνδυνος να διακοπεί το όνειρο.
Η χωρική σου αντίληψη έχει σαφώς ενισχυθεί σε σύγκριση με πριν. Διαπιστώνεις ότι όλη αυτή την ώρα κοιτάζεις την πόλη από την κορυφή ενός υψώματος που μοιάζει με λοφίσκο. Λίγο παραδίπλα ορθώνεται ένα μεγάλο, παλιό, πολυώροφο κτίριο. Αν και διαφορετικό σε όψη, είναι το ίδιο εκείνο κτίριο μέσω του οποίου είχες προηγουμένως οδηγηθεί εδώ. Τη φορά αυτή, όμως, το κτίριο δεν έχει κατοίκους.
Αντιλαμβάνεσαι ότι ο δρόμος –ο μοναδικός δρόμος– για την πόλη του δειλινού περνάει μέσα από το έρημο αυτό κτίριο. Βαδίζοντας τώρα στους μακριούς του διαδρόμους, καθώς το φως του δειλινού εισδύει από τα ανοιχτά παράθυρα και βάφει με βαθύ πορτοκαλί χρώμα το εσωτερικό, διακατέχεσαι από μία απίστευτα βαθιά αίσθηση ερημιάς. Ακόμη κι αν γνώριζες ότι είσαι ο μοναδικός άνθρωπος σε ολόκληρη τη Γη, η μοναξιά που θα ένιωθες θα ωχριούσε μπροστά σε τούτη την αίσθηση απόλυτης ερημιάς που σε πλημμυρίζει τώρα. Κι από την άλλη, παραδόξως, η αίσθηση αυτή δεν είναι ακριβώς δυσάρεστη.
Σειρές από πόρτες, άλλες κλειστές, άλλες μισάνοιχτες, εκτείνονται μπροστά, δεξιά κι αριστερά, κατά μήκος των αχανών διαδρόμων. Δε θυμάσαι να έχεις βρεθεί ποτέ άλλοτε εδώ, κι όμως, σε περιτριγυρίζει πάλι η αλλόκοτη εκείνη αίσθηση οικειότητας, σαν να έχεις ξαναζήσει τη σκηνή αυτή πολλές – πολλές φορές.
Αναγνωρίζεις ότι βρίσκεσαι στους ανώτερους ορόφους του κτιρίου την ίδια στιγμή που, για πρώτη φορά, προσέχεις τους ρυθμικούς ήχους. Πρόκειται για υπόκωφους γδούπους, που ακούγονται να προέρχονται από χαμηλά, μάλλον από τα θεμέλια ή τα υπόγεια του κτιρίου. Υπάρχει κάτι το επίφοβο στη ρυθμικότητα και την μπάσα κραδασμικότητα που χαρακτηρίζει την άγνωστη πηγή τους, αλλά, ταυτόχρονα, και κάτι το βασανιστικά σαγηνευτικό, που σε ελκύει. Το ξύπνιο κομμάτι του εαυτού σου αντιλαμβάνεται ότι το πέπλο του ονείρου έχει τώρα λεπτύνει επικίνδυνα και ότι δε θα αργήσει η στιγμή που θα σκιστεί αμετάκλητα, εκθέτοντας σε πίσω στην πραγματικότητα της ξύπνιας ζωής. Δεν έχεις πολύ χρόνο ακόμα. Η σκέψη του να πλησιάσεις προς την πηγή των ρυθμικών κτύπων σε γεμίζει φόβο, όμως η παράξενη έλξη που νιώθεις έχει πλέον γίνει ακατανίκητη.
Αργά, μόνος όσο ποτέ άλλοτε και ποτέ ξανά, αρχίζεις να κατεβαίνεις τα σκαλοπάτια...
|