Εδώ υπάρχει μια αρκετά αστεία, αλλά ταυτόχρονα και συγκινητική πλέον για εμάς, ιστορία. Και, έτσι, για να δείτε κι εσείς τι τραβούν μερικές φορές κάποιοι πτωχοί πλην τίμιοι αναζητηταί, ας τη διηγηθούμε.
Από πολύ παλιά είχαμε ακούσει για τη στοά που κρύβει ο λόφος Αρδηττού στο εσωτερικό του. Όταν, λοιπόν, νωρίς μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1992 δύο από την παρέα συζητούσαμε για το πώς θα αξιοποιούσαμε την επερχόμενη νύχτα, ο ένας είχε ρίξει την ιδέα: θα επιχειρούσαμε να εξερευνήσουμε την υπόγεια στοά του λόφου Αρδηττού.
Γνωρίζαμε ότι η σιδερόπορτα της εισόδου προς τη στοά ήταν κλειδωμένη με χοντρό λουκέτο, είχαμε περάσει παλιότερα και το είχαμε εξακριβώσει αυτό ιδίοις όμμασι. Κατόπιν διαβουλεύσεων, είχαμε τελικά αποφασίσει ότι δέον θα ήταν να πάρουμε μαζί μας όλα τα πιθανά –και απίθανα– εργαλεία που πιστεύαμε ότι θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στη διάρρηξη μιας σιδερόπορτας με λουκέτο, και μάλιστα ενισχυμένο. Λίμα, σιδηροπρίονο, πένσα, κατσαβίδι, κόφτης και μερικά ακόμα εργαλεία είχαν συγκεντρωθεί σε χρόνο μηδέν και μπει σε μια πάνινη τσάντα. Δεν αμελήσαμε, βεβαίως, να πάρουμε μαζί μας και δύο συσκευασίες παρασκευής στιγμιαίου καφέ, συνήθεια που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα στις εξορμήσεις μας.
Η βραδιά ήταν πολύ γλυκιά, με την άνοιξη να έχει κυριαρχήσει στην αθηναϊκή ατμόσφαιρα. Όλα ήταν ιδανικά για την επιχείρηση μας εκτός από μία μικρολεπτομέρεια: οι οδηγοί των λεωφορείων είχαν απεργία. Γαμώτο! Ήμασταν άφραγκοι φοιτητές (τα λεφτά πήγαιναν σε βιβλία και δίσκους) και η σκέψη του να ξοδεύαμε μια «ολόκληρη περιουσία» σε ταξί μάς φαινόταν ειδεχθής όσο και ανεδαφική. Στηθήκαμε, λοιπόν, επί μία ώρα στη στάση, περιμένοντας να φανεί κάποιο από τα στρατιωτικά φορτηγά Steyer που τον καιρό εκείνο, με τις συνεχείς απεργίες των οδηγών, εκτελούσαν χρέη λεωφορείων.
Μετά το εκκωφαντικό «γρρρρ» του στρατιωτικού οχήματος και τη διαπίστωση ότι οι στρατιώτες–συνοδοί των επιβατών ήταν ασυνήθιστα πρόθυμοι στο να εξυπηρετούν τις νεαρές μακρυπόδαρες κοπελίτσες να επιβιβάζονται στο όχημα, βοηθώντας τες να ανεβαίνουν τη μικρή σκαλίτσα με το να τους υποβαστάζουν τα καπούλια, κάποια στιγμή, επιτέλους, φτάσαμε και στο λόφο Αρδηττού.
Βρήκαμε μια σκοτεινή γωνιά, πηδήσαμε τα κάγκελα και, μουλωχτά, για να μη μας δει κανείς, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς την είσοδο της στοάς. Έλα, όμως, που ο ένας από τους δύο (όχι ο γράφων, ο άλλος) παραπονιόταν διαρκώς ότι δεν έβλεπε καλά με τα αγριόχορτα και τα κλαδιά των δέντρων που σχημάτιζαν σκιές. Άναψε, λοιπόν, το φακό, παρά τις περί του αντιθέτου νουθεσίες του σώφρονα γράφοντα, και το κακό δεν άργησε να γίνει.
"Αλτ, τι κάνετε εσείς εδώ;" ακούστηκε η άχαρη φωνή ενός αστυνομικού, επικεφαλής μίας ομάδας καμιά δεκαριά άλλων αστυνομικών, ευρισκόμενων λίγα μέτρα πιο πίσω από το σημείο όπου είχαμε φτάσει. Ατυχία· είχαμε πέσει σε περίπολο. Με τις συνεχείς τρομοκρατικές επιθέσεις των εποχών εκείνων, η αστυνομία είχε προβλέψει το ενδεχόμενο εκτόξευσης ρουκέτας προς το μέγαρο Μαξίμου ή προς κάποιο άλλο κυβερνητικό κτίριο από το λόφο Αρδηττού, ο οποίος πρόσφερε πανοραμική θέα και δυνατότητα κάλυψης και εύκολης διαφυγής. Είχε, λοιπόν, στήσει περίπολα αστυνομικών για να περιφρουρούν το χώρο.
Ο σώφρων γράφων κατακεραύνωσε με μία –όλο υπονοούμενα– ματιά τον άλλο, που κράταγε ακόμα σφιχτά στο χέρι του τον αναμμένο φακό, και ανέλαβε να καθαρίσει την κατάσταση. "Κάνουμε βόλτα" ανακοίνωσε γεμάτος αυτοπεποίθηση. "Βόλτα; Για να δούμε την τσάντα" απαίτησε ο αστυνομικός. Ο σώφρων γράφων είχε ξεχάσει την ύπαρξη της τσάντας. "Σιδηροπρίονο, κατσαβίδι, λίμα... ώστε βόλτα έ;" έκανε γλυκερά ο αστυνομικός καθώς έβγαζε ένα–ένα τα διαρρηκτικά εργαλεία από μέσα. Να που, τελικά, είχαμε βρει μεταφορικό μέσο, και μάλιστα κρατικό, επίσημο, με φάρο και οδηγό.
Στο αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα. Λογής–λογής φάτσες, σκυθρωπές, χαμένες, απαθείς, απορημένες, περίμεναν και περιφέρονταν παντού στο χώρο. Από τον ξύλινο πάγκο όπου μας είχαν βάλει να καθίσουμε και να περιμένουμε τη σειρά μας φαινόταν μια σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο του κτιρίου. "Να, εκεί κάτω είναι που κατέβαζαν τους αντιστασιακούς και τους βασάνιζαν επί χούντας. Ακόμα βασανίζουν κρατούμενους εκεί." μας ενημέρωσε σε συναδελφικό τόνο και ύφος «ανθρώπου που ξέρει πολλά» κάποιος άλλος προσαχθείς, που περίμενε κι αυτός τη σειρά του. Λίγο πιο πέρα, δύο νεαρές γυναίκες τολμηρής ένδυσης και αμφίβολης ηθικής κοίταζαν με απάθεια τον κόσμο που μπαινόβγαινε. Κάτι στην όλη τους συμπεριφορά μαρτυρούσε ότι το έργο το είχαν ξαναδεί πολλές φορές.
Μετά από αναμονή μίας περίπου ώρας, κάποια στιγμή, κληθήκαμε επιτέλους να εισέλθουμε στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας του τμήματος. Προς διάψευση των ολοένα εντεινόμενων σκοτεινών μας ανησυχιών, επρόκειτο για έναν σχετικά νεαρό Υπαστυνόμο, με νοήμον βλέμμα και ήρεμη φυσιογνωμία. Μετά τα τυπικά (όνομα, διεύθυνση κλπ.), και αφού πρώτα είχε ενημερωθεί από τον αστυνομικό που μας είχε οδηγήσει εκεί, ζήτησε να μάθει τι δουλεία είχαμε νυχτιάτικα στο λόφο Αρδηττού, κουβαλώντας μαζί μας μια τσάντα γεμάτη με διαρρηκτικά εργαλεία. Του εξηγήσαμε τι είχαμε σκοπό να κάνουμε, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας αρκετές φορές το ατράνταχτο επιχείρημα της υπερασπιστικής μας γραμμής: "...άλλωστε, αν ήμασταν διαρρήκτες, τι τους θέλαμε τους καφέδες μαζί μας;". Τυπικά, στο κάτω–κάτω, δεν είχαμε κάνει και τίποτα το παράνομο με το να μεταφέρουμε κάποια εργαλεία μαζί μας, έστω και διαρρηκτικά.
Μια λάμψη ενδιαφέροντος φάνηκε στο ύφος του Υπαστυνόμου όταν άκουσε για τη στοά του Αρδηττού. Ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά τελικά απλώς κούνησε το κεφάλι του. Δε χρειάστηκε να ξεδιπλώσουμε ολόκληρη τη δικονομική μας δεινότητα. Ο άνθρωπος αυτός, ασφαλώς, θα είχε προλάβει να δει πολλούς παλαβούς στην ολιγόχρονη καριέρα του. Πέραν αυτού, τα όσα είχαμε πει έδειχναν να του είχαν ξυπνήσει ένα γνήσιο ενδιαφέρον. Τελικά, μας είχε ενημερώσει ότι θα ήμασταν ελεύθεροι να φύγουμε, αφού όμως πρώτα περιμέναμε καμιά ωρίτσα να έρθει το σήμα με την εξακρίβωση των στοιχείων μας.
Κάπου δύο ώρες αργότερα, επιτέλους, έφτασε και το σήμα που πιστοποιούσε ότι δεν ήμασταν τίποτα καταζητούμενοι. Στο αστυνομικό τμήμα επικρατούσε σχετική ηρεμία και οι πελάτες ήταν πλέον λιγοστοί. Αποχαιρετήσαμε τον Υπαστυνόμο, με τον οποίο είχε αναπτυχθεί μια αμοιβαία συμπάθεια. Δεν μπήκε καν στον κόπο να μας πει το τυπικό «και να μην το ξανακάνετε». Ήξερε ότι θα το ξανακάναμε, και ίσως κάπου μέσα του επιθυμούσε να μπορούσε να έρθει κι εκείνος μαζί μας.
Η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά. Ήταν μία από εκείνες τις λαμπερές ανοιξιάτικες νύχτες που ξεχειλίζουν από τις μυρωδιές των ανθισμένων δέντρων και φυτών. Παρά την πολύωρη μας ταλαιπωρία, αισθανόμασταν εντελώς ξεκούραστοι και σε πολύ καλή διάθεση. Δε γινόταν φυσικά λόγος να επιστρέφαμε στο λόφο του Αρδηττού. Άλλωστε, η νυχτερινή πόλη μάς ασκούσε έντονη γοητεία, με τα δρομάκια της να ξανοίγονται έρημα σχεδόν μπροστά μας. Περπατήσαμε λοιπόν περιπλανώμενοι, και ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα όταν πια προσεγγίσαμε τα σπίτια μας και αποχαιρετιστήκαμε. Μπορεί ο σκοπός της εξόρμησης μας να μην είχε επιτευχθεί, είχαμε όμως περάσει μία ονειρική νύχτα, γεμάτη καινούριες ανακαλύψεις μέσα στα άδεια στενά.
Δε χρειάστηκε ούτε να περιμένουμε ούτε να προσπαθήσουμε πολύ για να διεισδύσουμε τελικά στη στοά του Αρδηττού. Μερικές εβδομάδες μετά την πρώτη αποτυχημένη μας απόπειρα, κάποιο μεσημέρι, ένας τρίτος από την παρέα ειδοποίησε ότι η σιδερόπορτα της εισόδου της στοάς έχασκε μισάνοιχτη, με το λουκέτο της σπασμένο και πεταμένο δίπλα. Κάποιος ή κάποιοι φαίνεται ότι είχαν την ίδια έμπνευση μ' εμάς, μόνο που εκείνοι δεν είχαν πέσει σε περίπολο της αστυνομίας.
Λίγη ώρα μετά την ειδοποίηση, μπαίναμε ανενόχλητοι, μέρα μεσημέρι, στη στοά του Αρδηττού. Ο εξοπλισμός μας, πρωτοφανής για τα δεδομένα μας: είχαμε, όχι έναν, αλλά δύο ολόκληρους φακούς μαζί μας. Αν τους παρατηρούσε κανείς προσεκτικά και επί αρκετή ώρα, θα μπορούσε ίσως να αποφανθεί για το αν ήταν αναμμένοι ή σβηστοί οι φακοί εκείνοι, που κατάγονταν από τον Προμηθέα. Αλλά, το μεγάλο «κλου» της υπόθεσης ήταν ότι εκείνος που είχε ειδοποιήσει για την ανοιχτή στοά, και που περιβαλλόταν και από τη φήμη του οργανωτικού της παρέας, είχε φέρει μαζί του μία φωτογραφική μηχανή (παμπάλαια, με ένα εξίσου παμπάλαιο φιλμ, όπως αποδείχτηκε)! Ήταν μία από τις σπάνιες εξορμήσεις στα μέχρι τότε χρονικά μας που είχαμε τέτοια αφθονία σε εξοπλισμό.
Με τους «φακούς» μας προτεταμένους να μας «καθοδηγούν», σκηνές απείρου κάλλους εκτυλίχθηκαν στο εσωτερικό της στοάς ("με πατάς", "άου", "ποιος είναι αυτός μπροστά μας;" κλπ.). Τραβήξαμε και φωτογραφίες. Δίχως υπερβολή, ορισμένες από αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να περάσουν για αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης φαντασμάτων, με τα τρία ασπρουλιάρικα όντα που αποτυπώνονταν (είπαμε, το φιλμ ήταν αρχαίο). Μερικές μόνο ήταν υποφερτές. Και, έτσι, για την τιμή των όπλων:
Ο υπο –μη– φαινόμενος είναι ο γράφων. |
Εντάξει, μην ανησυχείτε, δε σκοπεύουμε να σας υποβάλλουμε σε οπτικά μαρτύρια. Θα κάνουμε τη χάρη και σ' εσάς και στους εαυτούς μας να δούμε τις πεντακάθαρες φωτογραφίες του "Cernavus" από τη στοά, αντί για τις δικές μας, που τραβήχτηκαν από την ντροπή των φωτογραφικών μηχανών (και των φιλμ επίσης). Πριν, όμως, δούμε τη στοά του Αρδηττού, αξίζει τον κόπο να πούμε λίγα λόγια για την ευρύτερη περιοχή του λόφου, καθώς έχει να επιδείξει μεγάλη και ενδιαφέρουσα ιστορία, αρχαία αλλά και σύγχρονη.
|