Μερικές φορές, το «παράξενο» μπορεί να εκδηλωθεί εντελώς αναπάντεχα, μέσα από μεγάλη αναταραχή. Μία εμπειρία του είδους ζήσαμε κάποτε στην αρχαία μονή Φιλοσόφου.
Ήταν καταχείμωνο, και με ένα πολλά υποσχόμενο τριήμερο αργίας μπροστά μας ξεκινήσαμε, δύο άτομα, προς την ορεινή Αρκαδία, τον κατεξοχήν τόπο των θρύλων και των παραδόσεων, τον τόπο που γέννησε τον Πάνα. Έπειτα από τρίωρη διαδρομή και αρκετές ενδιάμεσες στάσεις στις επιβλητικές, κατάφυτες από δάση ελάτων χιονισμένες πλαγιές, φτάσαμε στη Δημητσάνα, όπου είχαμε σχεδιάσει να στρατοπεδεύσουμε. Εντοπίσαμε έναν όμορφο παραδοσιακό ξενώνα, κάναμε μια σύντομη βόλτα στο χωριό, καθίσαμε κάπου για βραδινό, και εξουθενωμένοι πέσαμε για ύπνο.
Την άλλη μέρα το πρωί, με τον ήλιο να λάμπει σε έναν καταγάλανο ουρανό, ξεκινήσαμε να εξερευνούμε τη Δημητσάνα με τις παμπάλαιες εκκλησίες της, επισκεπτόμενοι και μερικά ενδιαφέροντα σημεία γύρω χωριών.
Κατά το μεσημέρι, αφού πρώτα είχαμε περιεργαστεί το μουσείο υδροκίνησης με τα δείγματα μπαρουτόμυλων, αντίγραφα εκείνων που ο Κολοκοτρώνης είχε χρησιμοποιήσει για να μετατρέψει τη Δημητσάνα στη μεγαλύτερη πυριτιδαποθήκη της Πελοποννήσου, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την προτροπή της οικοδέσποινας μας και να επισκεφθούμε την Παλαιά Μονή Φιλοσόφου.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με το αυτοκίνητο να ακολουθούμε έναν μικρό χωματόδρομο κατά μήκος του ποταμού Λούσιου, ο οποίος, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαμε, θα μας οδηγούσε στη Νέα Μονή Φιλοσόφου, απ' όπου θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε και στην παλιά μονή.
Πράγματι, έπειτα από διαδρομή μισής περίπου ώρας φτάσαμε στη Νέα Μονή Φιλοσόφου, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου νέα, καθώς η ανέγερση της είχε ολοκληρωθεί το έτος 1691.
Επισκεφτήκαμε τον παμπάλαιο ναό, και στη συνέχεια προχωρήσαμε σε ένα κτίριο παραδίπλα, όπου ένας –πιθανώς ελαφρά πιωμένος αλλά πάντως αγαθός και ευγενικός– ιερέας μάς κέρασε λουκούμι και μας κάλεσε μαζί με τους –καμιά δεκαριά– άλλους επισκέπτες να συγκεντρωθούμε γύρω του, προκειμένου να μας ενημερώσει για την ιστορία της μονής.
Μετά από κανένα πεντάλεπτο, και αφού, έπειτα από αρκετές προσπάθειες, είχαμε καταφέρει να τον ανακόψουμε από τη χειμαρρώδη και σε αρκετά σημεία ακατάληπτη ομιλία του, τον ρωτήσαμε για το πού ακριβώς βρισκόταν η παλιά μονή και το πώς μπορούσαμε να φτάσουμε σε αυτή.
Εκείνος μας ενημέρωσε ότι δεν υπήρχε δρόμος που να οδηγεί στην παλιά μονή, και πως ο μόνος τρόπος για να την προσεγγίσουμε θα ήταν μέσω ενός μονοπατιού κατά μήκος του φαραγγιού του Λούσιου, το οποίο ξεκινούσε από τη νέα μονή και οδηγούσε στην παλιά. Αφού μας είχε δείξει το μονοπάτι αυτό προειδοποιώντας ότι σε μερικά του σημεία γινόταν αρκετά δύσβατο, τον ευχαριστήσαμε και ξεκινήσαμε.
Λίγο αργότερα, προσέξαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά: η ομάδα των υπόλοιπων επισκεπτών, που είχε παρακολουθήσει τη συνομιλία μας με τον ιερέα και αγνοούσε την ύπαρξη της παλιάς μονής, είχε συνεννοηθεί σιωπηλά και αποφασίσει να μας ακολουθήσει προς αυτή. Ένα βήμα κάναμε εμείς, ένα βήμα κι εκείνοι. Σταματούσαμε εμείς, σταματούσαν κι εκείνοι. Κοιταζόμασταν εμείς, κοιτάζονταν κι εκείνοι. Σκεφτήκαμε, βέβαια, να τους αποθαρρύνουμε, πιάνοντας μεγαλόφωνα κουβέντα περί ζοφερών περιπτώσεων όπου δύστυχοι ορειβάτες είχαν γκρεμοτσακιστεί διασχίζοντας δύσβατα μονοπάτια βουνών, καθώς και για το πόσα φαρμακερά φίδια ελλόχευαν στην περιοχή, αλλά δεν το κάναμε.
Προχωρήσαμε λοιπόν και, παρότι το μονοπάτι απαιτούσε πράγματι προσοχή σε μερικά του σημεία, γενικά δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα.
Το πόσο καλά καμουφλαρισμένη είναι η παλιά μονή Φιλοσόφου σε σχέση με τον περιβάλλοντα βράχο γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι, έχοντας πια πλησιάσει σε μικρή απόσταση, από τη στιγμή που κάποιος την εντόπισε δείχνοντας τη, πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι οι υπόλοιποι να μπορέσουμε να τη διακρίνουμε.
Κρυμμένη σε ένα φυσικό κοίλωμα κάθετου βράχου, η μονή αυτή είχε κτιστεί το 963 μ.Χ. από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο, αρχιγραμματέα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά και διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως, τον επονομαζόμενο και "Φιλόσοφο" – εξ ου το όνομα της.
Σκαρφαλώσαμε ως τις πολεμίστρες της μονής και θαυμάσαμε τη θέα προς την απέναντι πλευρά του φαραγγιού, όπου, στο βάθος, διακρινόταν η παραπλήσια μονή Προδρόμου...
Προσέξτε στην αριστερά φωτογραφία τους «σταλακτίτες» από πάγο που κρέμονται από τα βράχια. |
...ενώ και η Νέα Μονή Φιλοσόφου, απ' όπου είχαμε ξεκινήσει την πεζοπορία μας, ήταν ορατή.
Οι ψηλές πολεμίστρες σε συνδυασμό με τον κάθετο γκρεμό καθιστούσαν τη μονή απόρθητο φρούριο και ασφαλές καταφύγιο από κάθε είδους επιδρομέα των παλιών καιρών.
Το μέρος ήταν έρημο και η ατμόσφαιρα υποβλητική, σε σημείο ώστε όλοι οι επισκέπτες μιλούσαμε μεταξύ μας χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά.
Περπατήσαμε στους στενούς διαδρόμους...
...φτάσαμε στον μικρό ναό...
...και προχωρήσαμε στο εσωτερικό του, όπου, κατά την παράδοση, είχε λειτουργήσει «κρυφό σχολειό» τα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Ο χώρος του ναού ήταν πλέον ερημωμένος, με μόνο μερικά αχνά υπολείμματα τοιχογραφιών να θυμίζουν τις μέρες της ακμής του.
Μείναμε για αρκετή ώρα αμίλητοι μέσα του, αναλογιζόμενοι τις εποχές εκείνες και τα περισσότερα από χίλια χρόνια της διαδρομής της μονής μέσα στο χρόνο. Πόσες ιστορίες θα υπήρχαν εκεί – ιστορίες πια χαμένες, που δε θα μάθαινε κανείς...
Βγαίνοντας τελικά έξω, είχαμε περιπέσει σε μια παράξενη διάθεση, ενώ χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη διαπιστώσαμε ότι οι υπόλοιποι επισκέπτες είχαν αποχωρήσει.
Ήμασταν πλέον μόνοι, και η παράξενη μας διάθεση είχε δυναμώσει όταν συνέβη...
Μερικά πράγματα είναι τόσο προσωπικά, ώστε δύσκολα μπαίνουν σε λέξεις. Ένας εξωτερικός παρατηρητής θα έβλεπε τα εξής: ξαφνικά, μέσα στη σιγαλιά του τόπου, μεγάλα κομμάτια πάγου σε σχήμα σταλακτίτη άρχισαν να αποκολλώνται από τον κάθετο βράχο πάνω από τα κεφάλια μας.
Πέφτοντας από ύψος δεκάδων μέτρων, τα κομμάτια αυτά, που ο μεσημεριανός ήλιος αποκολλούσε από το βράχο, έσκαγαν με φοβερή ορμή και εκκωφαντικό θόρυβο δίπλα μας.
Σκυφτοί, με τα χέρια να καλύπτουν τα κεφάλια μας, φύγαμε γρήγορα. Και ήταν μόνο αφού πια είχαμε απομακρυνθεί αρκετά που σταθήκαμε και κοιταχτήκαμε άναυδοι. Τα κομμάτια πάγου είχαν σταματήσει να πέφτουν, οπότε εκείνος που είχε μαζί τη βιντεοκάμερα άρχισε να τραβάει περιγράφοντας με βραχνή φωνή τι είχε προηγηθεί. Κάποια στιγμή, ζήτησε από τον άλλο να παραμερίσει κατά ένα βήμα προκειμένου να τραβήξει μια σκηνή. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, μετά από στιγμιαίο σφυριχτό ήχο, ένα μεγάλο κομμάτι πάγου έσκαγε με τρομερή δύναμη στο σημείο ακριβώς όπου λίγες στιγμές πριν στεκόταν εκείνος που είχε παραμερίσει.
Ενστικτωδώς κοιτάξαμε ψηλά. Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τον κάθετο βράχο του φαραγγιού, και δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε καμία εξήγηση για το πώς το κομμάτι αυτό είχε πέσει στο σημείο όπου στεκόμασταν, το οποίο θα έπρεπε να είναι ασφαλές.
Μουδιασμένοι και με την αδρεναλίνη να κυλάει ακόμα στις φλέβες μας, πήραμε πάλι το μονοπάτι, προς τα πίσω αυτή τη φορά. Ήταν τότε που συνειδητοποιήσαμε ότι κανένα κομμάτι πάγου δεν είχε πέσει όση ώρα οι άλλοι επισκέπτες ήταν παρόντες, όπως και κανένα κομμάτι δεν ακουγόταν να πέφτει από τη στιγμή που το είχαμε εγκαταλείψει εμείς.
Φτάνοντας στη Νέα Μονή Φιλοσόφου, παραδώσαμε στον επιστάτη μερικές πλαστικές σακούλες που είχαμε βρει πεταμένες στη διαδρομή. Εκείνος μας ευχαρίστησε και μας ρώτησε σχετικά με το πώς μας είχε φανεί η επίσκεψη στην παλιά μονή. Όταν του είπαμε για τις πτώσεις πάγου, ο επιστάτης μάς κοίταξε παραξενεμένος, δηλώνοντας ότι, τόσα χρόνια εκεί, πρώτη φορά άκουγε κάτι τέτοιο.
Κουρασμένοι, πεινασμένοι, αλλά με έντονα συναισθήματα, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ένα εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα ενίσχυε τα συναισθήματα μας και μας συνόδευε κατά τη διαδρομή.
Το βράδυ, αφού πια είχαμε επιστρέψει στον ξενώνα, ανοίξαμε τη βιντεοκάμερα και προχωρήσαμε την ταινία στο σημείο όπου θα έπρεπε να είχε καταγραφεί η σκηνή με την τελευταία πτώση πάγου.
Τίποτα δεν είχε γραφτεί στο σημείο αυτό της ταινίας. Η κάμερα δεν είχε ενεργοποιηθεί καν, προφανώς επειδή ο χειριστής, μέσα στην ταραχή, είχε πατήσει λάθος κουμπί.
Καλύτερα έτσι, συμφωνήσαμε, και κοιτάξαμε έξω από το παράθυρο τον νυκτερινό ουρανό.
|