Κατέβαινε τις σκάλες του σταθμού μετρό με κανονικό βήμα, χωρίς να βιάζεται ως συνήθως. Τον συγκεκριμένο σταθμό τον χρησιμοποιούσε περιστασιακά κατά τη διαδρομή προς ή από τη δουλειά, όποτε είχε υποχρεώσεις που τον ανάγκαζαν να περνάει από το κέντρο. Προχωρούσε πάντα βιαστικός εκεί, με το μυαλό απορροφημένο στις διάφορες έγνοιες – πιο βιαστικός κι από ό,τι στο σταθμό της δουλειάς, δυο στάσεις παρακάτω. Τη φορά αυτή, ωστόσο, δεν υπήρχε πίεση χρόνου. Επέστρεφε σπίτι, νύχτα, έχοντας κατέβει για κάποια μικροϋποχρέωση στο κέντρο της πόλης. Τώρα που το σκεφτόταν, δε θυμόταν να είχε ξαναπεράσει από το σταθμό τέτοια ώρα ή χωρίς να βιάζεται.
Περπατώντας σε έναν μακρύ θολωτό διάδρομο, έφτασε στα εκδοτήρια. Διέθετε κάρτα απεριορίστων διαδρομών, η οποία όμως είχε ξεχαστεί κάπου. Έριξε τα κέρματα στο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων φιλοσοφώντας. Υπήρχαν τρεις βασικές κατηγορίες επιβατών στο μετρό: εκείνοι που διέθεταν κάρτα απεριορίστων, εκείνοι που πλήρωναν εισιτήριο, και οι λαθρεπιβάτες. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα και στην εκτός μετρό ζωή.
Μία ακόμα κάθοδος τον περίμενε πιο πέρα. Επέλεξε τις κυλιόμενες σκάλες. Παλιότερα θα κατέβαινε από τα σκαλιά, σε αντίθεση τους πολλούς, που προτιμούσαν να μεταφέρονται αντί να κινούνται. Μπορούσε να θυμηθεί μια εποχή που θα επέλεγε τα σκαλιά ακόμη και για την άνοδο, όμως αυτό ήταν πολύ παλιά. Τώρα μεταφερόταν και αυτός στωικά, κοιτάζοντας με το χαρακτηριστικό απλανές βλέμμα όσων στέκονταν στις κυλιόμενες. Δεν ήταν ότι αισθανόταν κουρασμένος ή ότι τον πονούσαν τα πόδια του· απλώς, η ηλικία είχε αλλάξει, και μαζί είχαν αλλάξει και τα «προσήκοντα» για την ηλικία. Κανείς δεν εκπλησσόταν με τους διάφορους νεαρούς που δρασκέλιζαν τα σκαλιά συζητώντας μεγαλόφωνα και πειράζοντας ο ένας τον άλλο, όμως το ύφος πολλών από εκείνους στις κυλιόμενες θα άλλαζε από βαριεστημένο σε ελαφρώς ειρωνικό βλέποντας έναν πενηντάρη να ανεβοκατεβαίνει με τα πόδια, ασθμαίνοντας. Ήταν κι αυτή μία ιδιότητα του μετρό: από τη μία λειτουργούσε ως κοινωνικό equalizer, εξισώνοντας τους πάντες δίπλα–δίπλα σε ένα κοινό μέσο μεταφοράς, κι από την άλλη τόνιζε με τον πιο γνήσιο τρόπο τις όποιες διαφορές – στο φύλο, στην ηλικία, στην προσωπική κουλτούρα κλπ. Μια γυναίκα φαινόταν περισσότερο γυναίκα στο μετρό, ένας ατημέλητος περισσότερο ατημέλητος, κι ένας μεσόκοπος σαν ελόγου του περισσότερο μεσόκοπος.
Η ώρα ήταν προχωρημένη, ωστόσο οι αποβάθρες ήταν γεμάτες κόσμο, καθώς ακολουθούσε αργία. Τα παγκάκια ήταν όλα πιασμένα από άτομα ή παρέες που, κλασσικά, κάθονταν στις ακριανές θέσεις, αφήνοντας τις ενδιάμεσες κενές. Υπήρχε ένα εγγενές ζήτημα με το χώρο στο μετρό: ανάλογα με τη φάση της μετακίνησης –στους διαδρόμους, στις σκάλες, στις αποβάθρες, στους συρμούς– ο προσωπικός χώρος κάθε επιβάτη μεταβαλλόταν διαρκώς, προσαρμοζόμενος στις αυξομειώσεις του διαθέσιμου χώρου. Ως αποτέλεσμα, ένας άτυπος κώδικας συμπεριφοράς είχε αναπτυχθεί για κάθε περίσταση. Σε ένα άδειο παγκάκι, για παράδειγμα, το ενδεδειγμένο ήταν να κάθεται κανείς στο ένα άκρο, υποδεικνύοντας το άλλο στον επόμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, παραβαίνοντας την άτυπη αυτή σύμβαση και καταλαμβάνοντας κάποια από τις κεντρικές θέσεις, ήταν σαν να δήλωνε ότι επιζητούσε παρέα ή ότι ήθελε ολόκληρο το παγκάκι για τον εαυτό του – συμπεριφορές καταδικαστέες αμφότερες στο savoir vivre του μετρό.
Αποφάσισε να περιμένει όρθιος, μιας και η φωτεινή πινακίδα, ψηλά, ενημέρωνε πως ο επόμενες συρμός θα έφτανε σε δύο λεπτά. Πράγματι, δύο περίπου λεπτά αργότερα περνούσε στα ενδότερα ενός από τα πίσω βαγόνια. Σε αντίθεση με την κοσμοπλημμύρα της ημέρας, το βαγόνι ήταν σχετικά άδειο, κι έτσι δε δυσκολεύτηκε να βρει μία από τις προνομιούχες θέσεις, δίπλα σε παράθυρο. Οι συγκεκριμένες θέσεις ήταν περιζήτητες, όχι τόσο για την –περιορισμένη ούτως ή άλλως– θέα προς τα έξω, όσο για τη διέξοδο που έδιναν στο βλέμμα, ώστε να μη συνωστίζεται μέσα και αυτό. Τα πρώτα χρόνια του μετρό, το πρόβλημα ήταν πιο έντονο: οι επιβάτες αναγκάζονταν να στυλώνουν κάπου τυχαία το βλέμμα τους – σε ένα έντυπο, σε κάποιο κουμπί, στο δάπεδο, στο υπερπέραν– προκειμένου να αποφεύγουν την άβολη διασταύρωση με βλέμματα άλλων. Την κατάσταση είχαν αλλάξει τα κινητά τηλέφωνα. Πολλοί, ιδιαίτερα οι πιο νέοι, απομονώνονταν πλέον στην οθόνη του κινητού τους, απασχολούμενοι κατά κανόνα με κάποιο παιχνίδι – συνήθως παζλ λέξεων ή σχημάτων. Συχνά έριχνε κρυφές ματιές, ανακαλώντας παλιότερες εποχές, τότε που οι οθόνες ήταν ογκώδη κουτιά με αναλύσεις μερικών χιλιάδων pixel, οι χρονισμοί των επεξεργαστών μετριόνταν σε Kilohertz, η δε δυνατότητα ασύρματης σύνδεσης με οτιδήποτε, υπήρχε μόνο στο Star Trek. Μαθητής, είχε μάθει μόνος του να προγραμματίζει σε κώδικα μηχανής, φτάνοντας σε σημείο ώστε οι δικοί του να θεωρούν βέβαιο ότι θα στρεφόταν και επαγγελματικά στον προγραμματισμό. Τελικά είχε επιλέξει διαφορετικό δρόμο, ακολουθώντας μια καριέρα πιο κοντά στα καθιερωμένα, που όμως του επέτρεπε μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας. Πάντως, αν είχε γίνει προγραμματιστής, υπήρχε στην αγορά ένα κενό που σίγουρα θα του απέφερε πολλά χρήματα: θα έφτιαχνε παιχνίδια ειδικά για τα δισεκατομμύρια των επιβατών μετρό παγκοσμίως. Αντί για τετριμμένους γρίφους με γράμματα και σχήματα, οι παίκτες θα καλούνταν να φέρουν εις πέρας κάτι σχετικό με τη διαδρομή τους ως επιβάτες. Θα μπορούσαν, ας πούμε, να αλλάζουν διασταυρώσεις σε ράγες, ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση τρένων, ή να σκέφτονται ευρηματικούς τρόπους εξόντωσης επιβατών με μασχάλες που μύριζαν απελπιστικά, μόνοι ή σε multiplayer.
Όλα αυτά του θύμισαν μια έκφραση του συρμού –το λογοπαίγνιο είχε προκύψει τυχαία– στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980, ότι «η χώρα δε θα έπρεπε να χάσει το τρένο της πληροφορικής». Δεν το έχασε και, όπως φάνηκε, δε θα μπορούσε να το είχε αποφύγει ακόμη κι αν ήθελε. Όμως, ποιος από εκείνους τους πολιτικούς που επαναλάμβαναν στερεότυπα τότε τα περί τρένου της πληροφορικής, μπορούσε να φανταστεί τι μορφή θα έπαιρνε αυτό στην πράξη; Ότι οι μισοί και πλέον από τους επιβάτες των ΜΜΕ θα μεταφέρονταν προσηλωμένοι σε μικροοθόνες ατομικών υπερυπολογιστών –με τα δεδομένα της εποχής– αντί να κοιτάζουν έξω από τα παράθυρα· ότι ο αλγόριθμος μιας μηχανής αναζήτησης ή ενός δικτύου κοινωνικής δικτύωσης θα αποφάσιζε για τις εικόνες και τις ειδήσεις που θα κατανάλωναν οι χρήστες· ότι πολλά εγκλήματα θα εξιχνιάζονταν με βάση τις κάθε είδους καταγραφές στους ατομικούς αυτούς υπερυπολογιστές –τα «κινητά τηλέφωνα»– που θα είχαν γίνει αντικείμενα μόδας, κυκλοφορώντας κάθε χρόνο σε ανανεωμένες εκδόσεις, με ποικιλία χρωμάτων και νέες θήκες. Η εποχή της πληροφορικής είχε έρθει, όμως δεν ήταν αυτό που οι περισσότεροι περίμεναν. Ο ίδιος ο όρος «πληροφορική» ήταν πια παρωχημένος, και τη θέση του είχαν πάρει λέξεις–κλειδιά όπως «συνδεσιμότητα», «επικοινωνία», «δικτύωση». Ακόμη και οι συρμοί του μετρό κινούνταν πλέον χωρίς οδηγό σε αρκετές πόλεις του κόσμου, ελεγχόμενοι από δίκτυα υπολογιστών. Πράγμα που σήμαινε ότι τις αποφάσεις δεν τις έπαιρναν άνθρωποι, αλλά ηλεκτρόνια που αποφάσιζαν ανάλογα με το ποια διακλάδωση θα ακολουθούσαν μέσα στα τρανζίστορ τους. Κοίταξε το νεαρό κορίτσι με τα μωβ μαλλιά, διαγώνια απέναντι του. Ήταν θέμα χρόνου η νέα αυτή κυβερνοπάνκ πραγματικότητα να επιβληθεί παντού.
Άφησε τις σκέψεις πίσω του, καθώς ο συρμός ξεκινούσε. Το σκοτάδι του τούνελ έσπαγαν τα φώτα στα τοιχώματα, που επιταχύνονταν όλο και περισσότερο. Οι συρμοί του μετρό, απ' όσο γνώριζε, ανέπτυσσαν ταχύτητες περί τα πενήντα χιλιόμετρα την ώρα, ωστόσο, λόγω της μικρής απόστασης, οι λάμπες στα τοιχώματα δημιουργούσαν μετεικάσματα γραμμών φωτός, δίνοντας την αίσθηση πολύ μεγαλύτερης ταχύτητας. Ήταν σαν να άλλαζαν κόσμοι καθώς οι επιβάτες αναχωρούσαν από ένα σταθμό, διένυαν σκοτεινά τούνελ με δέσμες φωτός, και τελικά έφταναν σε έναν επόμενο, διαφορετικής φυσιογνωμίας σταθμό. Η διαδρομή από το φως στο σκοτάδι και ξανά στο φως σταματούσε για λίγο, και μετά ξεκινούσε πάλι.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο επόμενος σταθμός ήταν ο κεντρικός της πόλης. Από τις συρόμενες πόρτες μπήκε απρόσμενα μεγάλος αριθμός επιβατών, καταλαμβάνοντας όλες τις κενές θέσεις και γεμίζοντας το βαγόνι με όρθιους. Αρκετοί ήταν ντυμένοι επίσημα, σε παρέες των δύο–τριών ατόμων, κάνοντας τον να υποθέτει ότι ήταν θεατές κάποιας θεατρικής παράστασης που είχε μόλις σχολάσει. Μπροστά του, και λίγο πιο κει, στάθηκε μια κοπέλα ντυμένη απλά, που δε φαινόταν να έχει σχέση με τους υπόλοιπους. Ήταν όμορφη, ηλικίας γύρω στα 25, απ' ό,τι πρόλαβε να υπολογίσει πριν κοιτάξει αλλού. Το να κρατάς το βλέμμα πάνω σε κάποιον για περισσότερο από μερικές στιγμές ήταν μία ακόμη καταδικαστέα συμπεριφορά στον κώδικα διαγωγής του μετρό. Οι δε γυναίκες είχαν τη μαγική ικανότητα να αντιλαμβάνονται ακαριαία πότε κάποιος τις κοίταζε, απ' οπουδήποτε σε ακτίνα 360 μοιρών.
Ο συρμός ξεκίνησε και το παράθυρο έγινε πάλι μαύρο, καθρεφτίζοντας το εσωτερικό του βαγονιού. Ήταν κι αυτή μια χρησιμότητα των παραθύρων: κοιτάζοντας έξω μπορούσες να βλέπεις μέσα, χωρίς αμήχανα συναπαντήματα με βλέμματα άλλων. Του δόθηκε τώρα η ευκαιρία να περιεργαστεί καλύτερα την κοπέλα, επιβεβαιώνοντας την αρχική του εντύπωση: ήταν όμορφη, αλλά επιπλέον είχε τύπο που την έκανε ενδιαφέρουσα κι ελκυστική. Φορούσε σκούρο τζάκετ και ξεβαμμένο μπλου–τζιν, τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα, ενώ δε φαινόταν να είναι βαμμένη, πέρα ίσως από ένα ελαφρύ κραγιόν. Η όλη εμφάνιση, σε συνδυασμό με το μικρό σακίδιο, παρέπεμπαν σε φοιτήτρια, αν και έδειχνε μάλλον μεγαλύτερη.
Διέκοψε την παρατήρηση μόλις αντιλήφθηκε ότι τον κοίταζε κι εκείνη. Οι καθρεφτισμοί στα τζάμια είχαν την ιδιότητα να λειτουργούν αμφίδρομα, διασταυρώνοντας βλέμματα και λοξές ματιές. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Η στάση, η όλη γλώσσα του σώματος της, εξέπεμπε κάτι που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι όλη αυτή την ώρα τον παρατηρούσε να την παρατηρεί. Κανονικά, η διαπίστωση δε θα έπρεπε να του προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση. Τι πιο καθημερινό από το να προσέχουν δύο άνθρωποι ο ένας τον άλλο, από περιέργεια, από ενδιαφέρον – για Χ λόγους; Πόσες άλλες φορές του είχε ξανασυμβεί; Ωστόσο, σε ό,τι διαδραματιζόταν τώρα υπήρχε μια φόρτιση, η ένταση της οποίας τον ξάφνιασε. Κι αυτό, πάλι, τον έκανε να απορήσει με τον εαυτό του. Εντάξει, κοίταζε μια κοπέλα και τον κοίταζε κι εκείνη. Λοιπόν; Αξιοποιούσε μια αντανάκλαση στο τζάμι ως διάσπαση από την ανία της διαδρομής. Την παρατηρούσε βασικά από περιέργεια. Οπότε, γιατί αισθανόταν τόσο παράξενα;
Είχε οικογένεια, με δύο μεγάλα παιδιά. Τη γυναίκα του την είχε παντρευτεί λίγο αφότου είχαν γνωριστεί, είκοσι χρόνια πριν. Ήταν ακόμα ερωτευμένος μαζί της. Όχι μόνο αυτό, αλλά ζούσαν γνήσια καλά μαζί, σύντροφοι σε όλα. Ήταν γενικά ευχαριστημένος με τη ζωή του, και δε ζήλευε τίποτα και κανέναν. Δεν είχε την αίσθηση ότι του έλειπε κάτι, ούτε τον έτρωγε κανενός είδους απωθημένο. Ό,τι ήταν να κάνει, το είχε κάνει την εποχή που έπρεπε να το κάνει, και θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ περισσότερα αν το ήθελε. Στα νιάτα του δεν πέρναγε απαρατήρητος, κι ακόμα τώρα οι γυναίκες τον κοίταζαν. Δεν έδινε σημασία. Ίσως γι' αυτό να είχε ξαφνιαστεί, επειδή μια ξεχασμένη πόρτα, κλειστή προ πολλού μέσα του, ταρακουνιόταν τώρα από κάτι που δεν τον είχε ρωτήσει.
Αποφάσισε να πάψει να ασχολείται με την κοπέλα. Άλλαξε γωνία αντανάκλασης στο τζάμι, μετατοπίζοντας το βλέμμα προς ένα ζευγάρι που είχε μπει μαζί της και σταθεί παραδίπλα. Ανήκαν στη φουρνιά των καλοντυμένων, και δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα όση ώρα στέκονταν εκεί. Ούτε καν κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ένας ψυχολόγος θα είχε πολλά να συζητήσει με έναν κοινωνιολόγο μέσα σε ένα βαγόνι. Ένας εξελικτικός ανθρωπολόγος, πάλι, μάλλον θα είχε να πει περισσότερα κι από τους δύο. Σκουντήματα, πράξεις αβρότητας, ψυχολογία μάζας, αντικοινωνικές εκδηλώσεις – όλη η γκάμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με όλες τις εξελικτικές προσαρμογές της, μπορούσε να παρατηρηθεί στο μετρό. Ωστόσο, παρά το ευρύ αυτό φάσμα, ο τυπικός επιβάτης ήταν χαρακτηριστικά στυλιζαρισμένος, κλεισμένος στα τοιχώματα του εαυτού του. Ορισμένοι απορροφώνταν τόσο βαθειά, που έμοιαζαν να φτάνουν σε καταστάσεις trance. Κι όταν τελικά έβγαιναν από αυτές, πολλές φορές έδειχναν να ξυπνούν από λήθαργο, κοιτώντας τριγύρω για να εντοπίσουν σε ποιο σημείο της διαδρομής είχαν φτάσει. Το μετρό ήταν κατά βάση ένας τόπος αναμονής, και σαν τέτοιος προήγαγε την ενδοσκόπηση.
Υπήρχε, γενικά, κάτι το ευρύτερα υπνωτιστικό στις υπόγειες εκείνες διαδρομές. Οι όρθιοι λικνίζονταν εν χορώ μέσα στους συρμούς, ακολουθώντας τις επιταγές της αδράνειας. Διαχωρίζοντας τους κανείς από το υπόλοιπο σκηνικό αποκόμιζε μια οξύμωρη εντύπωση κίνησης μέσα σε ακινησία, παρότι στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο. Τους σταθμούς τους ανήγγειλε μία ουδέτερα απαλή γυναικεία φωνή, αποστασιοποιημένη, σχεδόν συνθετική στο ηχόχρωμα της. Κι ύστερα, ήταν το φως. Ο φωτισμός στους συρμούς ήταν ομοιογενής, μελετημένος ώστε να διαχέεται ομοιόμορφα, με τις ελάχιστες δυνατές διακυμάνσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το φως να προσλαμβάνεται περισσότερο σαν έμφυτη ιδιότητα παρά σαν κάτι το τεχνητό. Ήταν τόσο αυτονόητα δεδομένη η ύπαρξη του, ώστε αν κανείς ρωτούσε τους επιβάτες κατά την έξοδο, λίγοι θα ήταν σε θέση να προσδιορίσουν την ακριβή προέλευση του.
Τα είχε ξανασκεφτεί όλα αυτά στο παρελθόν, όμως τώρα, μέσα στη νύχτα, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει κάτι ακόμα: το μετρό ήταν αχρονικό. Δεν είχε εποχή, μέρα, ή ώρα εικοσιτετραώρου. Τα πάντα μέσα του ήταν ένα τώρα, παρότι λειτουργούσε με βάση χρόνους και δρομολόγια. Χωρίς εξωτερικά σημεία αναφοράς, όπως το ντύσιμο των επιβατών ή το περιεχόμενο των διαφημίσεων, δε θα μπορούσε κανείς να πει αν ήταν μέρα ή νύχτα, χειμώνας ή καλοκαίρι. Μάλλον, ούτε καν σε ποια δεκαετία βρισκόταν δε θα μπορούσε να πει κανείς χωρίς εξωτερικές ενδείξεις.
Η σκέψη περί διαφημίσεων τού έφερε μία ανάμνηση από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του μετρό. Ήταν σε μια νυχτερινή διαδρομή πάλι, μόνο που τότε ταξίδευε όρθιος, καταχείμωνο, σε ένα βαγόνι με λιγοστούς επιβάτες. Ξαφνικά, και ενώ κοίταζε προς το παράθυρο, είχε δει να προβάλλεται από το τοίχωμα της στοάς μια σειρά φωτεινών εικόνων. Την έκπληξη είχε διαδεχθεί η κατανόηση, ακολουθούμενη από την έκπληξη της κατανόησης. Ήταν μια διαφήμιση αναψυκτικού. Σε αντίθεση, όμως, με τα συνήθη διαφημιστικά σποτ, όπου διαδοχικά καρέ προβάλλονταν σε μία οθόνη, εδώ υπήρχαν πολλαπλές οθόνες προσαρμοσμένες κατά ίσα διαστήματα στο τοίχωμα της στοάς, με στατικές σκηνές η κάθε μία, χρονισμένες έτσι ώστε η μετατόπιση του συρμού να δημιουργεί στον επιβάτη την εντύπωση κινούμενης εικόνας. Η βασική αρχή θύμιζε τα κινούμενα σχέδια που έφτιαχναν παιδιά, ζωγραφίζοντας σκίτσα στις σελίδες βιβλίων και ξεφυλλίζοντας τα. Το γιατί κάποιος θα έμπαινε στη διαδικασία να στήσει κάτι τόσο περίπλοκο και ακριβό, αντί να προβάλει απλά τη διαφήμιση του σε μια οθόνη, ήταν προφανές: ο αντίκτυπος του αναπάντεχου, βωβού κλιπ μέσα στο σκοτάδι των τούνελ ήταν πολλαπλάσιος εκείνου οποιασδήποτε συμβατικής διαφήμισης. Πράγμα, που τον είχε κάνει να αναρωτηθεί: να ήταν οι άνθρωποι, γενικά, πιο δεκτικοί μέσα στο μετρό; Να υπήρχαν υποβολιμαία μηνύματα;
Ο συρμός συνέχιζε το ταξίδι του στις στοές, με την αίσθηση αναπόφευκτου που ανέκαθεν χαρακτήριζε τα τρένα.
|