ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Αγορές και φιλοσοφία (μέρος Β')

 

 

Ας μεταφερθούμε για λίγο στο σημείο αυτό σε μία σκηνή πολύ γνώριμη στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980.

 

...Έχει αρχίσει να σουρουπώνει για τα καλά, και ο πολιτικός επιτέλους εμφανίζεται στην εξέδρα που έχει στηθεί στην πλατεία, ανοιγοκλείνοντας τα ανασηκωμένα του χέρια σε κινήσεις χαιρετισμού. Το συγκεντρωμένο πλήθος από κάτω ζητωκραυγάζει με τη σειρά του, ανεμίζοντας σημαιάκια με το έμβλημα του κόμματος. Η ομιλία του πολιτικού ξεκινά, όμως κατά βάθος κανείς δεν την πολυπροσέχει – ούτε το πλήθος ούτε και ο ίδιος, που ελάχιστο χρόνο είχε για να τη διαβάσει και να προετοιμαστεί από τη στιγμή που του την παρέδωσαν οι λογογράφοι του. Εξάλλου, περισσότερο από το τι λέει, ο πολιτικός δίνει έμφαση στο πώς το λέει. Ο τόνος και η ένταση της φωνής φτάνουν σε συνεχή κρεσέντα ακολουθούμενα από παύσεις, ωθώντας το πλήθος να ξεσπά σε ζητωκραυγές και ρυθμικά συνθήματα. Αυτό το τελευταίο είναι καθοριστικό για την επιτυχία της συγκέντρωσης. Οι αντίπαλοι του θα ήταν ίσως σε θέση να διοργανώσουν συγκεντρώσεις εξίσου μεγάλες ή και μεγαλύτερες, όμως λείπει από τη συνταγή τους ο ρυθμός των συνθημάτων της πλατείας. Διόλου τυχαία, λοιπόν, όλα τα δικά του συνθήματα έχουν «κολλήσει» και εντυπωθεί βαθειά στο υποσυνείδητο των πολιτών, ενώ κανείς δε θυμάται ούτε ένα καλά–καλά από τα συνθήματα των άλλων. Όπως και με τις προηγούμενες συγκεντρώσεις, τα πάντα –λέξεις, εκφράσεις, χειρονομίες, αφίσες– είναι επιλεγμένα ώστε να παραπέμπουν σε σύμβολα. Και η ομιλία, στο βάθος της, δεν αποτελεί παρά μία χορογραφία με βήματα–συμβολισμούς. Αποκορύφωμα και κατάληξη της αποψινής βραδιάς θα είναι η προσφορά λουλουδιών από το κοριτσάκι που όλη αυτή την ώρα περιμένει κάπου εκεί κοντά. Εκείνος θα παραλάβει τα λουλούδια και θα ανεβάσει το κοριτσάκι μαζί του στην εξέδρα, στέλνοντας το μήνυμα της ευθύνης προς τη νέα γενιά, που τον εμπιστεύεται και τον επιλέγει για ηγέτη της...

 

Σε τι διαφέρει η σημειολογία της παραπάνω περιγραφής από τα δρώμενα στις συνάξεις των ξέφωτων της ζούγκλας, για τις οποίες κάναμε λόγο πριν; Ουσιωδώς, σε τίποτα. Υπάρχει το δάσος της πόλης, υπάρχει ο αρχηγός –ο ηγέτης, όπως είχε καθιερωθεί να αποκαλείται ο πολιτικός αρχηγός μια εποχή– υπάρχει η φυλή που συσπειρώνεται γύρω του, και υπάρχουν και οι όρκοι της φυλής, που στη σύγχρονη εκδοχή δεν είναι άλλοι από τα ρυθμικά, μαζικώς επαναλαμβανόμενα συνθήματα. Αυτά είναι που αδελφοποιούν τους συμμετέχοντες, συντονίζοντας τους προς τον κοινό, «ιερό» σκοπό της επικράτησης έναντι των αντιπάλων. Αυτά είναι που προσδίδουν παλμό στη συγκέντρωση. Και ο παλμός –ο κτύπος της καρδιάς συνειρμικά– είναι βασικό ζητούμενο. Γιατί μια μικρή συγκέντρωση μπορεί να είναι μεγάλη εφόσον διαθέτει παλμό, ενώ μια άτονη συγκέντρωση είναι πάντα λίγη, όσοι κι αν συμμετέχουν.

 

Σε κεντρική προεκλογική ομιλία του τον Μάιο του 1985 στην πλατεία Ομονοίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε περιγράψει τη συγκέντρωση ως «γιορτή, πανηγύρι, μυσταγωγία της δημοκρατίας και της νίκης» (https://www.youtube.com/watch?v=G1HvYaB9CSE, στο 01:40). Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1981, ο ίδιος πολιτικός είχε επενδύσει μουσικά την προεκλογική του εκστρατεία με την επικού ύφους σύνθεση Carmina Burana του Carl Orff, μία χορωδιακή μελοποίηση είκοσι τεσσάρων μεσαιωνικών ποιημάτων που διακρίνεται για τη δύναμη και την υπαρξιακή της φόρτιση (η συγκεκριμένη σύνθεση είχε αποτελέσει και soundtrack της σχετικής με το μύθο του βασιλιά Αρθούρου ταινίας «Excalibur» εκείνης της χρονιάς, ενώ επικοινωνιακά είχε αξιοποιηθεί για πρώτη φορά πολύ νωρίτερα, ως μουσική επένδυση σε συγκεντρώσεις του Τρίτου Ράιχ, αξιωματούχοι του οποίου είχαν αναγνωρίσει τη δύναμη της ήδη από την πρώτη δημόσια εκτέλεση της το 1937, στην όπερα της Φρανκφούρτης – περισσότερα: https://en.wikipedia.org/wiki/Carmina_Burana_(Orff)). Ανάλογα παραδείγματα χρήσης στοιχείων με αρχετυπικές παραπομπές υπάρχουν πάρα πολλά, τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή πολιτική σκηνή.

 

Πραγματικός, όμως, πρωταγωνιστής σε όλα τα προηγούμενα δεν είναι ούτε το πλήθος ούτε ο αρχηγός, αλλά η πλατεία. Η πλατεία, λόγω ακριβώς του ρόλου της στη συλλογική μνήμη, προσδίδει μια γνησιότητα, μια αρχετυπική νομιμοποίηση σε ό,τι διαδραματίζεται μέσα της, ενώ παράλληλα κωδικοποιεί τις δράσεις των ατόμων σε ισχυρές κοινές συνισταμένες. Λειτουργεί έτσι σαν μεγεθυντικός φακός της βούλησης της ομάδας, αποτελώντας κυριολεκτικά κοινό τόπο αλλά και «κοινό τόπο» με την ευρύτερη έννοια για τους συγκεντρωμένους. Αυτή είναι η πολιτική της δύναμη: η κοινωνική νομιμοποίηση και η μεγέθυνση των ερεθισμάτων, αφού για κάθε συγκέντρωση, εκδήλωση ή διαμαρτυρία, σημειολογικά, ο χώρος της γίνεται ο κόσμος ολόκληρος. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι πλατείες επιλέγονταν ανέκαθεν ως τόποι πολιτικών συγκεντρώσεων. Υπάρχουν προφανώς και άλλοι, πρακτικοί λόγοι, αλλά δεν είναι οι πιο σημαντικοί. Προεκλογικές συγκεντρώσεις κομμάτων στην Ελλάδα διοργανώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και σε στάδια, με μεγάλους, θεωρητικά ιδανικούς ελεύθερους χώρους, όμως η επίδραση που είχαν ήταν μικρή και ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα από τους περισσότερους. Μπορεί τα κάθε είδους στάδια, γήπεδα, «κλειστά» κλπ. να προσιδιάζουν στην πλατεία, ωστόσο υπολείπονται σημαντικά σε δύναμη, καθώς δεν αποτελούν οργανικά μέρη της πόλης, η δε λειτουργία τους είναι ελεγχόμενη και όχι ελεύθερη.

 

Πολιτικές συγκεντρώσεις στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας. Αριστερά: συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Δεξιά: συγκέντρωση της Νέας Δημοκρατίας το 2000.

 

Όσα περιγράψαμε σκιαγραφούν το αρχετυπικό υπόβαθρο της πλατείας. Το υπόβαθρο αυτό συνήθως δε γίνεται άμεσα αντιληπτό, καθώς έχει επικαλυφθεί, μεταξύ άλλων, και από το νεότερο στρώμα συμβολισμών της Αγοράς. Σε αντίθεση με την πλατεία–ξέφωτο, που σχετίζεται με ένστικτα και φυλετικά ορμέμφυτα, η πλατεία–Αγορά συνδέεται με τον ορθολογισμό και την αυτοδιάθεση του ατόμου. Έτσι, τελικά, η αποτύπωση της πλατείας στη συλλογική αντίληψη συνδυάζει στοιχεία και των δύο αυτών άκρων της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

 

Κατά την ανάπλαση της πλατείας Μοναστηρακίου το 2007–08, ανάμεσα στους κυβόλιθους του μωσαϊκού δαπέδου τοποθετήθηκε και ένας αριθμός από μικρές μεταλλικές ανάγλυφες παραστάσεις, οι οποίες σταδιακά κλάπηκαν. Το περιεχόμενο των παραστάσεων αυτών διαχωριζόταν σε τρεις κύριες ομάδες: μία με αφηρημένα σχέδια, μία με συμβολισμούς που σχετίζονταν με τις βασικές αισθήσεις και τη βασική ανθρώπινη ύπαρξη, και μία με παραπομπές στην κλασική αρχαιότητα, στην εποχή δηλαδή που άκμασε η αρχαία Αγορά της Αθήνας, της οποίας ο χώρος απέχει περί τα 100 μόλις μέτρα. Είναι ενδιαφέρον το ότι οι παραστάσεις αυτές δεν είχαν τοποθετηθεί στο κέντρο, αλλά διάσπαρτα στην περιφέρεια της πλατείας, ενώ ήταν δυσδιάκριτες σε βαθμό ώστε κανείς έπρεπε να κοιτάξει επισταμένα για να τις προσέξει. Η πλατεία Μοναστηρακίου είναι μάλλον η πιο ζωντανή και πολυσύχναστη της Αθήνας, συγκεντρώνοντας νέους κατά κύριο λόγο, που συχνά διοργανώνουν και συμμετέχουν σε διάφορα δρώμενα.

 

Σημειώσαμε πριν ότι ήταν στην αρχαία Αγορά της Αθήνας που γεννήθηκε η δημοκρατία. Η εικόνα θα ήταν πιο ολοκληρωμένη αν συμπληρώναμε ότι ίσχυσε και το αντίστροφο, ότι δηλαδή ήταν η ωρίμανση των συνθηκών για δημοκρατία που οδήγησε στην καθιέρωση του θεσμού της Αγοράς. Με άλλα λόγια, για την εξέλιξη του πολιτισμού η Αγορά υπήρξε, όχι μόνο προϊόν, αλλά και μέσο. Αυτό εξηγεί τη διαχρονικότητα και καθολική σχεδόν απήχηση των συμβολισμών της στη συνείδηση των πολιτών. Ποτέ δεν ξεχάστηκαν και ποτέ δεν έπαψαν να ασκούν γοητεία οι συμβολισμοί αυτοί. Γιατί, είπαμε, η Αγορά ήταν ο τόπος συνάθροισης των ελεύθερων, ενεργών πολιτών, εκείνων που αποφασίζουν μόνοι για το μέλλον τους, χωρίς δυνάστες και ηγεμόνες.

 

Η σημασία των παραπάνω για τη συζήτηση μας είναι προφανής. Αν η πλατεία–ξέφωτο παραπέμπει σε φύλαρχο και φυλή, στην πλατεία–Αγορά δεν υπάρχει αρχηγός, αλλά μόνο άτομα που συναποφασίζουν υπό καθεστώς δημοκρατίας, εκφράζοντας κατά τον τρόπο αυτό κάτι πιο σύγχρονο, αυθόρμητο και δυναμικό. Επανερχόμενοι, λοιπόν, εδώ στα περί δύναμης και διαχείρισης της, δεν είναι τυχαία η μεταβολή που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια ως προς τις μεθόδους άσκησης πολιτικής επιρροής μέσω της πλατείας. Ενώ, δηλαδή, μέχρι και τη δεκαετία του 2000 στις πλατείες διοργανώνονταν κομματικές κατά βάση συγκεντρώσεις, με κεντρικούς ομιλητές συνδικαλιστές και αρχηγούς κομμάτων, πλέον οι περισσότερες συγκεντρώσεις αφορούν μεμονωμένα άτομα που προσέρχονται αυθόρμητα για να διαμαρτυρηθούν και να εκφράσουν τη βούληση τους, χωρίς ορατό κεντρικό σχεδιασμό ή καθοδήγηση. Πρόκειται ουσιαστικά για μία αναβίωση πρακτικών που είχαν καθιερωθεί μέσα από το θεσμό της αρχαίας Αγοράς, τις οποίες η εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης –που με τη σειρά τους δεν αποτελούν παρά Αγορές/Fora διαδικτυακού τύπου– έφερε και πάλι στο προσκήνιο. Έτσι, αντικαθιστώντας παλαιότερες, φθαρμένες στη συνείδηση του κόσμου πρακτικές, οι νεότερες μέθοδοι πολιτικής αξιοποίησης της πλατείας προβάλλουν τους ισχυρούς, πάντα επίκαιρους συμβολισμούς της Αγοράς, μέσω των οποίων οι πολίτες εμφανίζονται να παίρνουν τις καταστάσεις στα χέρια τους, κινητοποιούμενοι αυθόρμητα, άρα γνήσια και κοινωνικά νόμιμα.

 

Η εικόνα της περιγραφής αφορά, βέβαια, μόνο την επιφάνεια. Γιατί κάτω από αυτή τα πράγματα είναι συνήθως διαφορετικά. Το ότι δεν υπάρχει ορατός κεντρικός σχεδιασμός στις κινητοποιήσεις του είδους δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει παρασκηνιακός σχεδιασμός και υποκίνηση. Οι συγκεντρώσεις προβάλλονται κατά κανόνα ως αυθόρμητες, είναι όμως σαφές ότι αυτό δεν ισχύει για όλους τους συμμετέχοντες, οι οποίοι δεν αντιστοιχούν παρά σε ένα ελάχιστο τμήμα του συνολικού πληθυσμού και εκπροσωπούν την προωθούμενη μόνο άποψη. Όσο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή άλλη όψη της δικτύωσης είναι η αποκοπή από ερεθίσματα και πληροφορίες που διακινούνται εκτός του επιλεγμένου δικτύου. Αυτά όλα, όμως, μικρή σημασία έχουν για το τελικό αποτέλεσμα.

 

Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι εκείνη του λεγόμενου κινήματος των Αγανακτισμένων, που εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 2011. Χιλιάδες πολιτών συγκεντρώθηκαν στις 25 Μαΐου εκείνης της χρονιάς και κατέλαβαν την πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, διαμαρτυρόμενοι για τις κυβερνητικές οικονομικές πολιτικές. Η διαμαρτυρία, που έμεινε γνωστή και ως «κίνημα της πλατείας», ήταν αυθόρμητη, διήρκεσε ενάμισι περίπου μήνα, παρέμεινε γενικά ειρηνική και κρατήθηκε έξω από κομματικές γραμμές, προσελκύοντας ανθρώπους από ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα. Δεν υπήρχε κάποιο κεντρικό αίτημα, όπως δεν υπήρχε και κεντρικό πρόσωπο σε ρόλο αρχηγού. Εκείνο που ένωνε τους συγκεντρωμένους ήταν η οργή προς το πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του, για τους οποίους εκφραζόταν καθολική απαξίωση. Τα χαρακτηριστικά αυτά προκάλεσαν την αμηχανία τόσο του πολιτικού κόσμου όσο και των πολιτών, που είχαν συνηθίσει στη διοργάνωση κομματικά κατευθυνόμενων συγκεντρώσεων, με σαφείς αφετηρίες και στόχους. Το κίνημα των Αγανακτισμένων θεωρήθηκε, έτσι, μία πρωτότυπη μορφή αντίδρασης και καταγράφηκε ως κάτι νέο και φρέσκο σε σχέση με το παρελθόν. Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά του ήταν τόσο νέα όσο ο θεσμός της Αγοράς με τους συμβολισμούς που περιγράψαμε. Επίκεντρο αλλά και πρωταγωνιστής της διαμαρτυρίας ήταν και πάλι η πλατεία, τη φορά όμως αυτή με την έννοια της Αγοράς, που στην προκειμένη περίπτωση είχε και ευρύτερη σημειολογία, την οποία λίγοι φαίνονταν να συνειδητοποιούν. Γιατί, τι συνέβαινε στην ουσία; Πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί στην κεντρική αγορά της πόλης κατηγορούσαν την κυβέρνηση για μείωση της αγοραστικής τους δύναμης καθ' υπαγόρευση των αγορών, χαρακτηρίζοντας αγύρτες και απειλώντας με αγοραίες εκφράσεις τους ενοίκους του απέναντι κοινοβουλίου, οι οποίοι διένυαν φάση αγοραφοβίας.

 

Η κατάληψη της πλατείας μπορεί να είναι κυριολεκτική, όπως στην περίπτωση των Αγανακτισμένων, ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η εκδήλωση και ενός άλλου είδους, συμβολικής και συγκεκαλυμμένης, πιο μόνιμης κατάληψης. Η σχετική πρακτική συνίσταται στο μαρκάρισμα της πλατείας με γκραφίτι, συνθήματα, αφίσες ή άλλα σημάδια/μηνύματα, που όλα μαζί και σε συνδυασμό μεταξύ τους διαμορφώνουν μία διακριτή περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η κατάληψη, δηλαδή, της μορφής αυτής δεν αφορά τον φυσικό χώρο, αλλά τη φυσιογνωμία της πλατείας, και μέσω αυτής την ταυτότητα της. Πρόκειται για μία δραστηριότητα που γίνεται αισθητή κυρίως στις κεντρικότερες πλατείες της πόλης, και στην οποία οι περισσότεροι συμμετέχοντες –εκείνοι που επιφέρουν τις παρεμβάσεις– φαίνεται να παίρνουν μέρος παρορμητικά μάλλον παρά στοχευμένα. Η συμπεριφορά των τελευταίων, περισσότερο από την όποια διάθεση βανδαλισμού συχνά τους αποδίδεται, μοιάζει να πηγάζει από τα ίδια φυλετικά ορμέμφυτα στα οποία αναφερθήκαμε πριν, με το μαρκάρισμα να οριοθετεί επικράτεια και προνομιακό χώρο δράσης της «φυλής». Από την άλλη, στο ιδιότυπο αυτό παιχνίδι, που τελευταία έχει λάβει διαστάσεις, πέρα από τις αυθόρμητες ενέργειες νεαρών συνήθως ατόμων, διακρίνεται η συμμετοχή και οργανωμένων ομάδων, που με κατευθυνόμενες δράσεις του τύπου διοργάνωσης συναυλιών, συγκεντρώσεων, πορειών κλπ., επιδιώκουν τον επιθυμητό γι' αυτές «χρωματισμό» της εκάστοτε πλατείας στη συνείδηση των πολιτών. Ο λόγος, προφανής: έλεγχος της πλατείας σημαίνει έλεγχος της δύναμης της. Και σ' ένα διαφορετικό επίπεδο: άλωση των κεντρικότερων πλατειών σημαίνει άλωση της πόλης.

 

Στην Αθήνα, για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν τρεις πλατείες που εδώ και δεκαετίες δίνουν τον τόνο στην πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή, ενώ παράλληλα αποτελούν πεδία άσκησης πρακτικών του είδους που μόλις περιγράψαμε. Το τρίγωνο που σχηματίζεται μεταξύ τους περικλείει τα εμβληματικότερα κτίρια, ορίζοντας μαζί με τις πλατείες–γωνίες του το κεντρικότερο τμήμα με τους γνωστότερους δρόμους – την καρδιά της πόλης. Μάλιστα, το τρίγωνο αυτό είναι περίπου ορθογώνιο και φέρει αναλογίες παραπλήσιες με εκείνες της «χρυσής τομής». Αναφερόμαστε στις πλατείες Συντάγματος, Ομονοίας και Εξαρχείων.

 

Αριστερά: το τρίγωνο μεταξύ των πλατειών Συντάγματος, Ομονοίας και Εξαρχείων. Το σχήμα, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό, καθώς οι πλατείες έχουν υποστεί αλλαγές με την πάροδο του χρόνου, οι οποίες έχουν μεταβάλει το λειτουργικό, και στην περίπτωση της πλατείας Ομονοίας και το γεωμετρικό κέντρο (η τελευταία λογίζεται ως κέντρο της πόλης στους χάρτες χιλιομετρικών αποστάσεων). Η συγκεκριμένη δορυφορική φωτογραφία –όπως και η διπλανή της– προέρχεται από το «Google Earth» (http://www.google.com/earth/), σύμφωνα με το οποίο η μεγάλη κάθετη πλευρά του –περίπου ορθογωνίου– τριγώνου (η απόσταση, δηλαδή, μεταξύ των κέντρων των πλατειών Ομονοίας και Συντάγματος) έχει μήκος ≈ 1110 μέτρα, ενώ η μικρή κάθετη πλευρά (η απόσταση μεταξύ των κέντρων των πλατειών Ομονοίας και Εξαρχείων) είναι μήκους ≈ 665 μέτρων. Ο λόγος των διαστάσεων αυτών είναι ≈ 1,669, πολύ κοντά στο 1,618 της «χρυσής τομής» (στις ιδιότητες της οποίας έχουμε αναφερθεί αναλυτικά μέσα από τη σελίδα της Πεντέλης, και συγκεκριμένα στην ενότητα "Τα Σκαλισμένα σύμβολα της Πεντέλης"). Κατά ταιριαστή σύμπτωση, κοντά στο κέντρο του τριγώνου, τα δύο σιντριβάνια του προαυλίου των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου σχηματίζουν από ψηλά ένα "Φ", που αποτελεί το σύμβολο της χρυσής τομής (διακρίνεται αρκετά καθαρά στη φωτογραφία). Στο κέντρο της Αθήνας, πάντως, σχηματίζονται και άλλα ρυμοτομικά τρίγωνα με ενδιαφέρον. Ένα από τα πιο εμφανή είναι το μεγάλο ισοσκελές τρίγωνο που σημειώνεται στη μεσαία φωτογραφία, το οποίο σχηματίζεται από τις οδούς Σταδίου, Παναγή Τσαλδάρη και Ερμού, με την οδό Αθηνάς να το διαχωρίζει σε δύο ίσα, ορθογώνια, ισοσκελή και πάλι τρίγωνα. Οι γωνίες του τριγώνου συμπίπτουν με την πλατεία Ομονοίας, το νεκροταφείο του Κεραμεικού (το βασικό νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας) και το σύμπλεγμα της πλατείας Συντάγματος με το κτίριο του κοινοβουλίου, ενώ στο σημείο όπου η οδός Αθηνάς τέμνει την οδό Ερμού (ως διάμεσος του τριγώνου) βρίσκεται η πλατεία Μοναστηρακίου. Πρόκειται για μία τροποποιημένη εκδοχή του πολεοδομικού σχεδίου που είχε συνταχθεί από τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Schaubert, και εγκριθεί από την ελληνική κυβέρνηση το 1833 (σχέδιο δεξιά – από το βιβλίο του πολεοδόμου και αρχιτέκτονα Κώστα Μπίρη "Αι Αθήναι: Από του 19ου εις τον 20ο αιώνα" – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Προκαλεί έκπληξη η συνειδητοποίηση του πόσο πιο κομβικό ρόλο παίζουν οι συγκεκριμένες τρεις πλατείες στους τομείς που προαναφέραμε, και ιδιαίτερα στις εξελίξεις της πολιτικής ζωής, σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες πλατείες του κέντρου της Αθήνας. Μείζονες πλατείες, όπως οι Κάνιγγος, Κοτζιά, Μοναστηρακίου, Καραϊσκάκη, Κολωνακίου, Κλαυθμώνος, δείχνουν πολιτικά ανενεργές συγκριτικά, παρότι και σε αυτές διοργανώνονται συγκεντρώσεις, φεστιβάλ, ομιλίες κλπ. (τελευταία διακρίνεται, πάντως, μία προσπάθεια φόρτισης της πλ. Κλαυθμώνος, η οποία άλλοτε αποτελούσε καθιερωμένο τόπο διαμαρτυρίας απολυμένων –έπειτα από εκλογικές αναμετρήσεις– δημοσίων υπαλλήλων, εξ ου και το όνομα). Μοιάζει σαν οι τρεις αυτές πλατείες –Συντάγματος, Εξαρχείων, Ομονοίας– να αποτελούν κόμβους και σε ένα άλλο επίπεδο, μιας άλλης χαρτογράφησης της πόλης. Όσο για τους τυπικούς χάρτες και τη συμβατική γεωμετρία που αυτοί εκφράζουν, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι, τελικά, βασικές παράμετροι της ζωής των πολιτών –της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας– εξαρτώνται, μέσα σε όλα τα άλλα, και από τις δυναμικές ισορροπίες μεταξύ μίας ορθογώνιας (περίπου) πλατείας, μίας πλατείας τριγωνικής και μίας πλατείας που ξεκίνησε ως ελλειψοειδής, στην πορεία στρογγυλοποιήθηκε σε τέλειο κύκλο, έπειτα διαμορφώθηκε σε ακανόνιστου σχήματος, και τελικά κατέληξε να διαμορφωθεί και πάλι σε κύκλο (https://en.wikipedia.org/wiki/Omonoia_Squareσχετική μνεία κάναμε και σε προηγούμενη ενότητα).

 

Οι πλατείες Συντάγματος, Εξαρχείων και Ομονοίας.

 

Σε σύγκριση με άλλα βασικά γνωρίσματα, όπως η θέση, το μέγεθος ή η ιστορική φόρτιση, το σχήμα της πλατείας έχει λιγότερο προφανή αλλά βαθύτερη σημασία. Το θέμα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης, στην οποία εμπλέκονται ψυχολογικές, κοινωνιολογικές και πολιτισμικές θεωρήσεις. Όπως, για παράδειγμα, παρατηρεί ο Αυστραλός αρχαιολόγος Warwick Ball στο βιβλίο του "Rome in the East: Τhe Transformation of an Empire", στις πόλεις της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κυριαρχούσαν οι κυκλικές ή οβάλ πλατείες, σε αντίθεση με τη Δύση, όπου οι πλατείες ήταν κατά βάση ορθογώνιου σχήματος (https://books.google.gr/books?id=73-JAgAAQBAJ&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0, σελίδα 297). Πρόκειται για ένα μοτίβο που διατηρείται ως τις μέρες μας και έχει τις ρίζες του στα βάθη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, δεδομένου ότι τα καμπύλα σχήματα –για κάποιο λόγο– εκφράζουν καλύτερα το συναίσθημα, και κατ' αυτή την έννοια ταιριάζουν περισσότερο στην κοσμοαντίληψη της Ανατολής, ενώ τα ορθογώνια σχήματα ταυτίζονται περισσότερο με τον ορθολογισμό του δυτικού τρόπου σκέψης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη για την πλατεία στα αγγλικά είναι «square», που σημαίνει «τετράγωνο». Υπάρχει, βέβαια, και το «plaza», το οποίο χρησιμοποιείται επίσης, όμως η λέξη αυτή αποτελεί δάνειο από τα λατινικά, αναγόμενο με τη σειρά του στο ελληνικό «πλατεία» (http://www.etymonline.com/index.php?term=plaza http://www.etymonline.com/index.php?term=piazza). Το όλο ζήτημα υπερβαίνει τις διαφορές κουλτούρας μεταξύ λαών, καθώς ανάλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ καμπύλου και γωνιώδους παρατηρούνται συχνά ακόμη και εντός της ίδιας πόλης. Έτσι, στις περισσότερες πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου συναντάμε πλατείες "Συντάγματος", "Κοινοβουλίου" ή παρεμφερείς με σχήμα συνήθως ορθογώνιο, σε αντίθεση με πλατείες "Λαϊκής Ενότητας", "Εθνικής Συμφιλίωσης" κλπ., που συχνότερα έχουν καμπύλο σχήμα. Στην πρώτη περίπτωση εκφράζεται η σταθερότητα, το στέρεο θεμέλιο, ο ορθολογισμός (λέμε «τετράγωνη λογική»), ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η εθνική ομοψυχία που αμβλύνει τις διαφορές και στρογγυλεύει τις γωνίες.

 

Πολύ περισσότερα θα μπορούσαν να γραφούν για τη σημασία του σχήματος της πλατείας, όμως το θέμα ξεφεύγει, όπως είπαμε, από την κουβέντα μας. Μιλήσαμε για τον κώδικα που ενσωματώνουν οι πλατείες και εστιάσαμε στις πόλεις. Ωστόσο, και ευρύτερα, εκτός των αστικών κέντρων, σχεδόν δεν υπάρχει χωριό που να μη διαθέτει με τη σειρά του κάποια κεντρική πλατεία, περιζωμένη συνήθως από δημόσια κτίρια. Η έννοια της πλατείας βρίσκεται εντυπωμένη βαθιά στο κοινωνικό ασυνείδητο, τόσο σαν στοιχείο της καθημερινότητας όσο και σαν αρχέτυπο. Αυτό εξηγεί και τη δύναμη της. Αλλά, το πράγμα δε σταματάει εκεί. Γιατί, δεν είναι μόνο μέσω των πλατειών που η αρχαία Αγορά εξακολουθεί να επιβιώνει στις σύγχρονες πόλεις· δύναμη της Αγοράς σημαίνει και αγοραστική δύναμη.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ